ΓΑΜΟΣ
Η ένωση ενός άντρα και μιας γυναίκας ως συζύγων σύμφωνα με το πρότυπο που έθεσε ο Θεός. Ο γάμος είναι θεϊκός θεσμός, τον οποίο καθιέρωσε και εδραίωσε ο Ιεχωβά στην Εδέμ. Ο γάμος φέρνει σε ύπαρξη την οικογενειακή μονάδα, τον οικογενειακό κύκλο. Βασικός του σκοπός ήταν η αναπαραγωγή των μελών της ανθρώπινης οικογένειας, το να έρθουν σε ύπαρξη περισσότερα πλάσματα του ανθρωπίνου γένους. Ο Ιεχωβά, ο Δημιουργός, έπλασε τον άνθρωπο αρσενικό και θηλυκό και θέσπισε το γάμο ως την κατάλληλη διευθέτηση για τον πολλαπλασιασμό της ανθρώπινης φυλής. (Γε 1:27, 28) Ο πρώτος ανθρώπινος γάμος τελέστηκε από τον Ιεχωβά, σύμφωνα με την περιγραφή των εδαφίων Γένεση 2:22-24.
Ο γάμος σχεδιάστηκε για να αποτελεί μόνιμο δεσμό ενότητας ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, ώστε να υπάρχει αλληλοβοήθεια μεταξύ τους. Συμβιώνοντας με αγάπη και εμπιστοσύνη, θα μπορούσαν να απολαύσουν μεγάλη ευτυχία. Ο Ιεχωβά δημιούργησε τη γυναίκα ως σύντροφο του άντρα χρησιμοποιώντας ως βάση το πλευρό του άντρα, καθιστώντας έτσι τη γυναίκα τη στενότερη σαρκική συγγενή του άντρα στη γη, δική του σάρκα. (Γε 2:21) Όπως τόνισε ο Ιησούς, ο Θεός, και όχι ο Αδάμ, ήταν εκείνος που είπε: «Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη σύζυγό του και θα γίνουν μία σάρκα». Η διατύπωση αυτού του εδαφίου φανερώνει ότι η μονογαμία ήταν το αρχικό πρότυπο για το γάμο στα μάτια του Ιεχωβά Θεού.—Ματ 19:4-6· Γε 2:24.
Ο γάμος αποτελούσε το φυσιολογικό τρόπο ζωής για τους Εβραίους. Δεν υπάρχει λέξη που να σημαίνει «εργένης» στις Εβραϊκές Γραφές. Εφόσον ο βασικός σκοπός του γάμου ήταν η τεκνοποίηση, είναι ευνόητη η ευλογία που απηύθυνε στη Ρεβέκκα η οικογένειά της: «Είθε να γίνεις χιλιάδες φορές δέκα χιλιάδες» (Γε 24:60), καθώς και η έκκληση της Ραχήλ προς τον Ιακώβ: «Δώσε μου παιδιά, αλλιώς θα είμαι μια νεκρή γυναίκα».—Γε 30:1.
Ο γάμος ήταν ένα ζήτημα που επηρέαζε την οικογένεια, και όχι μόνο αυτήν, αλλά και ολόκληρη τη φυλή ή την πατριαρχική κοινότητα, διότι μπορούσε να έχει αντίκτυπο στη δύναμη της φυλής, καθώς επίσης στην οικονομία της. Επομένως, ήταν φυσικό, και κρινόταν απαραίτητο, να αποφασίζουν οι γονείς ή οι κηδεμόνες ποια γυναίκα θα επιλεγόταν ως σύζυγος και πώς θα διευθετούνταν όλες οι συμφωνίες και τα οικονομικά ζητήματα που σχετίζονταν με αυτή την επιλογή, μολονότι μερικές φορές ζητούσαν και τη συγκατάθεση των ατόμων που περιλαμβάνονταν (Γε 24:8), ενώ συχνά υπήρχαν και ρομαντικά αισθήματα παράλληλα με τις διευθετήσεις αυτές. (Γε 29:20· 1Σα 18:20, 27, 28) Τα πρώτα βήματα ή τις προτάσεις τις έκαναν συνήθως οι γονείς του νέου, αλλά μερικές φορές και ο πατέρας του κοριτσιού, ιδίως αν υπήρχε διαφορά τάξης.—Ιη 15:16, 17· 1Σα 18:20-27.
Φαίνεται ότι γενικά συνηθιζόταν να αναζητάει ο άντρας σύζυγο μέσα από τον κύκλο των συγγενών του ή της φυλής του. Αυτή η αρχή διαφαίνεται από τα λόγια του Λάβαν προς τον Ιακώβ: «Καλύτερα να . . . δώσω [την κόρη μου] σε εσένα παρά να τη δώσω σε άλλον άντρα». (Γε 29:19) Ειδικά οι λάτρεις του Ιεχωβά τηρούσαν αυτή την αρχή, όπως φαίνεται από το παράδειγμα του Αβραάμ ο οποίος έστειλε έναν άνθρωπο στους συγγενείς του, στη δική του χώρα, για να βρει σύζυγο για το γιο του τον Ισαάκ, αντί να πάρει κάποια από τις κόρες των Χαναναίων ανάμεσα στους οποίους κατοικούσε. (Γε 24:3, 4) Ο γάμος με άτομα που δεν λάτρευαν τον Ιεχωβά ήταν κατακριτέος και οι υποψήφιοι για γάμο αποτρέπονταν σθεναρά από ένα τέτοιο βήμα. Επρόκειτο για μια μορφή ανοσιότητας. (Γε 26:34, 35) Υπό το Νόμο, απαγορευόταν η επιγαμία με άτομα από τα εφτά χαναανιτικά έθνη. (Δευ 7:1-4) Ωστόσο, ένας στρατιώτης μπορούσε να παντρευτεί κάποια αιχμάλωτη αλλοεθνή παρθένα αφού αυτή είχε περάσει μια περίοδο καθαρισμού, στη διάρκεια της οποίας πενθούσε τους νεκρούς γονείς της και απαλλασσόταν από όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προηγούμενων θρησκευτικών δεσμών της.—Δευ 21:10-14.
Νυφικό Τίμημα. Προτού ολοκληρωθεί το γαμήλιο συμβόλαιο, ο νέος, ή ο πατέρας του, έπρεπε να πληρώσει στον πατέρα της κοπέλας το νυφικό τίμημα, ή αλλιώς γαμήλιο τίμημα. (Γε 34:11, 12· Εξ 22:16· 1Σα 18:23, 25) Αναμφίβολα, αυτό θεωρούνταν αποζημίωση για την απώλεια των υπηρεσιών της κόρης, καθώς και για τις προσπάθειες και τα έξοδα που είχαν κάνει οι γονείς για τη φροντίδα και την εκπαίδευσή της. Μερικές φορές το νυφικό τίμημα καταβαλλόταν με τη μορφή υπηρεσιών προς τον πατέρα. (Γε 29:18, 20, 27· 31:15) Ο Νόμος όριζε συγκεκριμένο αντίτιμο αγοράς για μια παρθένα η οποία δεν ήταν αρραβωνιασμένη και την οποία αποπλανούσε κάποιος.—Εξ 22:16.
Γαμήλια Τελετή. Όσον αφορά αυτή καθαυτή τη γαμήλια τελετή, το κεντρικό και χαρακτηριστικό της στοιχείο ήταν η επίσημη μεταφορά της νύφης από το πατρικό της στο σπίτι του συζύγου της την προκαθορισμένη ημερομηνία, ενέργεια η οποία εξέφραζε τη σημασία του γάμου, δηλαδή συμβόλιζε την είσοδο της νύφης στην οικογένεια του συζύγου της. (Ματ 1:24) Αυτή η διαδικασία αποτελούσε τη γαμήλια τελετή στις ημέρες των πατριαρχών, πριν από το Νόμο. Ήταν ένα γεγονός αμιγώς κοινωνικό. Δεν γινόταν κάποια θρησκευτική τελετή ούτε ακολουθούνταν κάποιο τυπικό, και κανένας ιερέας ή κληρικός δεν ιερουργούσε ή επικύρωνε το γάμο. Ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη είτε στο σπίτι του είτε στη σκηνή ή στο σπίτι των γονέων του. Το γεγονός γνωστοποιούνταν σε όλους, βεβαιωνόταν και καταγραφόταν, και ο γάμος ίσχυε.—Γε 24:67.
Ωστόσο, μόλις γίνονταν οι γαμήλιες διευθετήσεις και τα δύο άτομα αρραβωνιάζονταν, θεωρούνταν δεσμευμένα με γάμο. Οι κόρες του Λωτ βρίσκονταν ακόμη στο σπίτι του, υπό τη δικαιοδοσία του, αλλά οι άντρες που ήταν αρραβωνιασμένοι μαζί τους χαρακτηρίζονταν ως “οι γαμπροί του [Λωτ] που θα έπαιρναν τις κόρες του”. (Γε 19:14) Μολονότι ο Σαμψών δεν παντρεύτηκε ποτέ μια συγκεκριμένη Φιλισταία, παρά μόνο την αρραβωνιάστηκε, αυτή αποκαλούνταν σύζυγός του. (Κρ 14:10, 17, 20) Ο Νόμος έλεγε ότι, αν μια αρραβωνιασμένη κοπέλα διέπραττε πορνεία, η ίδια και ο ένοχος άντρας έπρεπε να θανατωθούν. Αν αυτή έπεφτε θύμα βιασμού, ο άντρας έπρεπε να θανατωθεί. Ωστόσο, η περίπτωση που αφορούσε κοπέλα η οποία δεν ήταν αρραβωνιασμένη τύχαινε διαφορετικού χειρισμού.—Δευ 22:22-27.
Οι γάμοι καταχωρίζονταν. Υπό το Νόμο, οι γάμοι, όπως και οι γεννήσεις που προέκυπταν από τη γαμήλια ένωση, καταγράφονταν στα επίσημα αρχεία της κοινότητας. Γι’ αυτό έχουμε ακριβή γενεαλογία του Ιησού Χριστού.—Ματ 1:1-16· Λου 3:23-38· παράβαλε Λου 2:1-5.
Γιορταστικές Εκδηλώσεις. Αν και στον Ισραήλ ο ίδιος ο γάμος δεν περιλάμβανε κάποια επίσημη τελετή, ωστόσο, συνοδευόταν από πολύ χαρμόσυνες γιορταστικές εκδηλώσεις. Την ημέρα του γάμου, η νύφη συνήθως έκανε στο σπίτι της λεπτομερείς προετοιμασίες. Πρώτα λουζόταν και αλειβόταν με αρωματικό λάδι. (Παράβαλε Ρθ 3:3· Ιεζ 23:40.) Σε μερικές περιπτώσεις με τη βοήθεια υπηρετριών, έβαζε περιζώματα του στήθους και έναν λευκό χιτώνα—συχνά κεντημένο πλούσια, ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση. (Ιερ 2:32· Απ 19:7, 8· Ψλ 45:13, 14) Στολιζόταν με στολίδια και κοσμήματα, αν είχε τη δυνατότητα (Ησ 49:18· 61:10· Απ 21:2), και στη συνέχεια καλυπτόταν με ένα ελαφρύ ένδυμα, ένα είδος πέπλου, που τη σκέπαζε από το κεφάλι ως τα πόδια. (Ησ 3:19, 23) Έτσι εξηγείται γιατί ο Λάβαν μπόρεσε να εξαπατήσει τόσο εύκολα τον Ιακώβ και γιατί εκείνος δεν κατάλαβε ότι του έδινε τη Λεία αντί για τη Ραχήλ. (Γε 29:23, 25) Η Ρεβέκκα φόρεσε μια μαντίλα λίγο πριν συναντήσει τον Ισαάκ. (Γε 24:65) Αυτό συμβόλιζε την υποταγή της νύφης στο γαμπρό—στην εξουσία του.—1Κο 11:5, 10.
Ο γαμπρός έβαζε και αυτός τα καλύτερα ρούχα του και πολλές φορές είχε στο κεφάλι του ένα ωραίο κάλυμμα και ένα στεφάνι. (Ασμ 3:11· Ησ 61:10) Συνοδευόμενος από τους φίλους του, έφευγε από το σπίτι του το βράδυ για να πάει στο πατρικό της νύφης. (Ματ 9:15) Από εκεί η πομπή, με τη συνοδεία μουσικών και τραγουδιστών, συνήθως δε και κάποιων που κρατούσαν λυχνάρια, προχωρούσε προς το σπίτι του γαμπρού ή προς το σπίτι του πατέρα του.
Όσοι βρίσκονταν στο δρόμο από τον οποίο περνούσε η πομπή την παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον. Άκουγαν τις χαρούμενες φωνές της νύφης και του γαμπρού. Μερικοί, ιδίως κοπέλες που κρατούσαν λυχνάρια, ενώνονταν με την πομπή. (Ιερ 7:34· 16:9· Ησ 62:5· Ματ 25:1) Ο γαμπρός μπορεί να χρονοτριβούσε αρκετή ώρα στο σπίτι του και, στη συνέχεια, μπορεί να μεσολαβούσε κάποια καθυστέρηση προτού φύγει η πομπή από το σπίτι της νύφης, οπότε ίσως περνούσε πολύ η ώρα, γι’ αυτό και ορισμένοι που περίμεναν καθ’ οδόν πιθανόν να νύσταζαν και να τους έπαιρνε ο ύπνος, όπως δείχνει η παραβολή του Ιησού για τις δέκα παρθένες. Τα τραγούδια και οι χαρούμενες φωνές μπορεί να ακούγονταν από μακριά, και εκείνοι που τα άκουγαν φώναζαν: «Να ο γαμπρός!» Οι υπηρέτες ήταν έτοιμοι να χαιρετήσουν το γαμπρό όταν έφτανε, και οι προσκαλεσμένοι στο γαμήλιο δείπνο έμπαιναν στο σπίτι. Από τη στιγμή που ο γαμπρός και η ακολουθία του έμπαιναν στο σπίτι και έκλειναν την πόρτα, δεν μπορούσαν να μπουν τυχόν αργοπορημένοι καλεσμένοι. (Ματ 25:1-12· 22:1-3· Γε 29:22) Θεωρούνταν μεγάλη προσβολή το να αρνηθεί κανείς την πρόσκληση σε ένα γαμήλιο συμπόσιο. (Ματ 22:8) Στους καλεσμένους μπορεί να έδιναν χιτώνες (Ματ 22:11), ενώ τις αντίστοιχες θέσεις τους στο συμπόσιο τις καθόριζε συχνά εκείνος που απηύθυνε την πρόσκληση.—Λου 14:8-10.
Ο Φίλος του Γαμπρού. «Ο φίλος του γαμπρού» συνέβαλλε πολύ στις διευθετήσεις και θεωρούνταν ότι ήταν το άτομο που συνέδεε τη νύφη με το γαμπρό. Ο φίλος του γαμπρού χαιρόταν ακούγοντας τη φωνή του γαμπρού ο οποίος συνομιλούσε με τη νύφη, και μπορούσε πια να αισθάνεται ευτυχισμένος που τα καθήκοντά του είχαν ευλογηθεί με αίσιο τέλος.—Ιωα 3:29.
Απόδειξη της Παρθενίας. Μετά το δείπνο, ο σύζυγος οδηγούσε τη νύφη στο νυφικό κοιτώνα. (Ψλ 19:5· Ιωλ 2:16) Την πρώτη νύχτα του γάμου χρησιμοποιούσαν ένα ύφασμα ή ρούχο το οποίο κατόπιν φύλαγαν ή έδιναν στους γονείς της συζύγου ώστε τα σημάδια από το αίμα της παρθενίας της κοπέλας να αποτελούν νομική προστασία για αυτήν σε περίπτωση που αργότερα κατηγορούνταν ότι δεν ήταν παρθένα ή ότι ήταν πόρνη πριν από το γάμο της. Διαφορετικά, θα μπορούσε να λιθοβοληθεί μέχρι θανάτου επειδή είχε παρουσιάσει τον εαυτό της για γάμο ως ακηλίδωτη παρθένα και επειδή είχε φέρει μεγάλο όνειδος στο σπίτι του πατέρα της. (Δευ 22:13-21) Μερικοί λαοί της Μέσης Ανατολής διατηρούσαν μέχρι πρόσφατα τη συνήθεια να φυλάνε το ύφασμα.
Προνόμια και Καθήκοντα. Ο σύζυγος ήταν η κεφαλή του σπιτιού, και εκείνος λάβαινε τις τελικές αποφάσεις για ζητήματα που επηρέαζαν την ευημερία και την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Αν πίστευε ότι κάποια ευχή της συζύγου ή της κόρης του θα επηρέαζε δυσμενώς την οικογένεια, μπορούσε ακόμη και να την ακυρώσει. Αυτή την εξουσία την είχε προφανώς και ο αρραβωνιασμένος άντρας. (Αρ 30:3-8, 10-15) Ο σύζυγος ήταν ο κύριος, ο αρχηγός του σπιτικού, και θεωρούνταν ο ιδιοκτήτης (εβρ., μπά‛αλ) της γυναίκας.—Δευ 22:22.
Το 31ο κεφάλαιο των Παροιμιών περιγράφει μερικά από τα καθήκοντα της συζύγου προς το σύζυγό της, ή αλλιώς τον ιδιοκτήτη της, μεταξύ των οποίων ήταν οι δουλειές του σπιτιού, η κατασκευή ενδυμάτων και η φροντίδα τους, ακόμη και κάποιες αγοραπωλησίες, καθώς και η γενική επίβλεψη του σπιτικού. Η γυναίκα, μολονότι βρισκόταν σε υποταγή και αποτελούσε κατά μία έννοια ιδιοκτησία του συζύγου, κατείχε εξαιρετική θέση και απολάμβανε πολλά προνόμια. Ο σύζυγός της έπρεπε να την αγαπάει, πράγμα που ίσχυε ακόμη και αν αυτή ήταν δευτερεύουσα σύζυγος ή κάποια που είχε αιχμαλωτιστεί. Δεν έπρεπε να υφίσταται κακομεταχείριση, αλλά να έχει εξασφαλισμένη την τροφή, τα ρούχα, τη στέγη και τη γαμήλια οφειλή και μάλιστα χωρίς ελάττωση. Επίσης, ο σύζυγος δεν μπορούσε να κάνει το γιο της ευνοούμενης συζύγου πρωτότοκο σε βάρος του γιου “της συζύγου που μισούνταν” (δηλαδή της λιγότερο προτιμώμενης). (Εξ 21:7-11· Δευ 21:11, 14-17) Οι πιστοί Εβραίοι αγαπούσαν τις συζύγους τους, αν δε η σύζυγος ήταν σοφή και ενεργούσε σε αρμονία με το νόμο του Θεού, ο σύζυγος πολλές φορές την άκουγε ή ενέκρινε τις ενέργειές της.—Γε 21:8-14· 27:41-46· 28:1-4.
Ακόμη και η παρθένα η οποία δεν ήταν αρραβωνιασμένη και την οποία αποπλανούσε κάποιος άγαμος άντρας προστατευόταν, διότι αν το επέτρεπε ο πατέρας, αυτός που είχε αποπλανήσει την κοπέλα ήταν υποχρεωμένος να την παντρευτεί και δεν μπορούσε να τη διαζευχθεί ποτέ, σε όλη του τη ζωή. (Δευ 22:28, 29) Αν ο σύζυγος κατηγορούσε επίσημα τη σύζυγό του ότι δεν ήταν παρθένα όταν την παντρεύτηκε και η κατηγορία αποδεικνυόταν ψεύτικη, του επιβαλλόταν πρόστιμο και δεν μπορούσε να τη διαζευχθεί ποτέ. (Δευ 22:17-19) Η γυναίκα που κατηγορούνταν ότι είχε διαπράξει στα κρυφά μοιχεία, αν ήταν αθώα, έπρεπε να κατασταθεί έγκυος από το σύζυγό της ώστε να γεννήσει παιδί και έτσι να γνωστοποιήσει δημόσια την αθωότητά της. Η αξιοπρέπεια της συζύγου γινόταν σεβαστή. Οι σεξουαλικές σχέσεις μαζί της στη διάρκεια της εμμηνόρροιας απαγορεύονταν.—Λευ 18:19· Αρ 5:12-28.
Απαγορευμένοι Γάμοι. Εκτός από την απαγόρευση που ίσχυε για την επιγαμία με άτομα που δεν λάτρευαν τον Ιεχωβά—ειδικά με τα εφτά έθνη της γης Χαναάν (Εξ 34:14-16· Δευ 7:1-4)—απαγορεύονταν και οι γάμοι μεταξύ ατόμων που είχαν ορισμένου βαθμού συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας.—Λευ 18:6-17.
Ο αρχιερέας απαγορευόταν να παντρευτεί χήρα, διαζευγμένη, κάποια που είχε ατιμαστεί ή πόρνη. Έπρεπε να παντρευτεί μόνο παρθένα από το λαό του. (Λευ 21:10, 13, 14) Οι άλλοι ιερείς δεν μπορούσαν να παντρευτούν πόρνη ή γυναίκα που είχε ατιμαστεί, ούτε γυναίκα διαζευγμένη από το σύζυγό της. (Λευ 21:1, 7) Σύμφωνα με το εδάφιο Ιεζεκιήλ 44:22, μπορούσαν να παντρευτούν παρθένα από τον οίκο του Ισραήλ ή χήρα που τύχαινε να είναι χήρα ιερέα.
Μια κόρη στην οποία είχε περιέλθει κληρονομιά δεν έπρεπε να παντρευτεί κάποιον έξω από τη φυλή της. Έτσι η κληρονομική ιδιοκτησία δεν μεταβιβαζόταν από φυλή σε φυλή.—Αρ 36:8, 9.
Διαζύγιο. Όταν ο Δημιουργός θέσπισε το γάμο, δεν έκανε καμιά πρόβλεψη για διαζύγιο. Ο άντρας έπρεπε να προσκολληθεί στη σύζυγό του και να «γίνουν μία σάρκα». (Γε 2:24) Επομένως, ο άντρας θα είχε μία σύζυγο η οποία θα θεωρούνταν μία σάρκα με αυτόν. Μόνο μετά την πτώση του ανθρώπου, την επακόλουθη ατέλεια και τον ξεπεσμό του ήρθε στο προσκήνιο το διαζύγιο.
Όταν ο Θεός έδωσε το Νόμο στον Ισραήλ, δεν επέλεξε να επιβάλει τότε το αρχικό πρότυπο, αλλά ρύθμισε το διαζύγιο ώστε αυτό να μην επιφέρει τη διάλυση του θεσμού της οικογένειας στον Ισραήλ ούτε να προκαλεί περιττές δυσκολίες. Ωστόσο, στον ορισμένο καιρό του Θεού, το αρχικό του πρότυπο αποκαταστάθηκε. Ο Ιησούς διατύπωσε την αρχή που διέπει τη Χριστιανική εκκλησία—ότι η «πορνεία» είναι η μόνη έγκυρη αιτία για διαζύγιο. Εξήγησε ότι ο Θεός δεν επέβαλε αυτό το πρότυπο μέσω του Μωυσή, επειδή έλαβε υπόψη τη σκληροκαρδία των Ισραηλιτών.—Ματ 19:3-9· Μαρ 10:1-11.
Συνεπώς, στη Χριστιανική εκκλησία, εκτός από το θάνατο ο οποίος διασπά αυτόματα το γαμήλιο δεσμό, ο μόνος άλλος τρόπος διάσπασης αυτού του δεσμού είναι η «πορνεία», η οποία κάνει το άτομο που τη διαπράττει να γίνεται μία σάρκα με έναν παράνομο σύντροφο. Το αθώο μέλος, λοιπόν, μπορεί να χρησιμοποιήσει την πορνεία ως αιτία διάλυσης του γάμου—αν το επιλέξει—και ο αθώος σύντροφος μπορεί στη συνέχεια να ξαναπαντρευτεί. (Ματ 5:32· Ρω 7:2, 3) Πέρα από αυτό το περιθώριο που αφήνουν οι Ελληνικές Γραφές σε περίπτωση «πορνείας», συμβουλεύουν τους Χριστιανούς να μη χωρίζουν καν από τους συντρόφους τους, είτε αυτοί είναι στην πίστη είτε όχι, και απαιτούν από εκείνους, αν χωρίσουν, να μην έχουν σεξουαλικές σχέσεις με κανέναν άλλον.—1Κο 7:10, 11· Ματ 19:9.
Υπό το Νόμο, ο σύζυγος μπορούσε να διαζευχθεί τη σύζυγό του για κάτι «απρεπές» από μέρους της. Σε αυτό, φυσικά, δεν περιλαμβανόταν η μοιχεία, διότι αυτή επέσυρε την ποινή του θανάτου. Ίσως επρόκειτο για αδικήματα όπως μεγάλη έλλειψη σεβασμού για το σύζυγο ή για τον οίκο του πατέρα του, ή κάτι που έφερνε όνειδος στο σπιτικό του. Από το σύζυγο απαιτούνταν να της δώσει γραπτό πιστοποιητικό διαζυγίου, πράγμα που αφήνει να εννοηθεί ότι στα μάτια του περίγυρου έπρεπε να έχει επαρκείς λόγους για να τη διαζευχθεί. Εφόσον το πιστοποιητικό ήταν νομικό έγγραφο, υπονοείται ότι ο σύζυγος είχε συνεννοηθεί με τους πρεσβυτέρους ή με τις αρχές της πόλης του. Στη συνέχεια η γυναίκα μπορούσε να ξαναπαντρευτεί, το δε πιστοποιητικό την προστάτευε από οποιαδήποτε μετέπειτα κατηγορία για μοιχεία. Ένας άντρας δεν επιτρεπόταν να πάρει διαζύγιο αν είχε αποπλανήσει την κοπέλα πριν από το γάμο ή αν την είχε κατηγορήσει ψευδώς μετά το γάμο πως τον είχε εξαπατήσει ισχυριζόμενη ότι ήταν παρθένα όταν παντρεύτηκαν.—Δευ 22:13-19, 28, 29.
Έπειτα από ένα διαζύγιο, αν μια γυναίκα παντρευόταν κάποιον και αυτός αργότερα της έδινε διαζύγιο ή πέθαινε, ο πρώτος της σύζυγος δεν μπορούσε να την ξαναπαντρευτεί. Έτσι αποτρεπόταν οποιαδήποτε ραδιουργία που θα αποσκοπούσε στο να πάρει διαζύγιο από το δεύτερο σύζυγο ή ίσως ακόμη και στο να προκαλέσει το θάνατο εκείνου ώστε το αρχικό ζευγάρι να ξαναπαντρευτεί.—Δευ 24:1-4.
Ο Ιεχωβά μισούσε το άδικο διαζύγιο, ιδιαίτερα όταν μια γυναίκα που τον λάτρευε πιστά έπεφτε θύμα δόλιας μεταχείρισης προκειμένου να διευθετηθεί ένας άλλος γάμος με κάποια ειδωλολάτρισσα που δεν ήταν μέλος του εκλεκτού λαού του, με τον οποίο Εκείνος είχε συνάψει διαθήκη.—Μαλ 2:14-16· βλέπε ΔΙΑΖΥΓΙΟ.
Πολυγαμία. Εφόσον το αρχικό πρότυπο του Θεού για τους ανθρώπους ήταν να γίνουν ο σύζυγος και η σύζυγος μία σάρκα, η πολυγαμία δεν προβλεπόταν, και ούτε επιτρέπεται στη Χριστιανική εκκλησία. Οι επίσκοποι και οι διακονικοί υπηρέτες, οι οποίοι οφείλουν να θέτουν το παράδειγμα για την εκκλησία, πρέπει να είναι άντρες που να μην έχουν πάνω από μία εν ζωή σύζυγο. (1Τι 3:2, 12· Τιτ 1:5, 6) Αυτό εναρμονίζεται με ό,τι εξεικονίζει ο αληθινός γάμος, δηλαδή τη σχέση του Ιησού Χριστού και της εκκλησίας του, της μόνης συζύγου που έχει ο Ιησούς.—Εφ 5:21-33.
Όπως συνέβη με το διαζύγιο, έτσι και η πολυγαμία, μολονότι δεν αποτελούσε την αρχική διευθέτηση του Θεού, έγινε ανεκτή μέχρι τον καιρό της Χριστιανικής εκκλησίας. Η πολυγαμία πρωτοεμφανίστηκε λίγο καιρό μετά την παρέκκλιση του Αδάμ. Η πρώτη Γραφική μνεία για αυτήν αφορά έναν απόγονο του Κάιν, τον Λάμεχ, για τον οποίο λέγεται: «Πήρε δύο συζύγους». (Γε 4:19) Σχετικά με μερικούς αγγέλους, η Αγία Γραφή αναφέρει ότι πριν από τον Κατακλυσμό «οι γιοι του αληθινού Θεού . . . άρχισαν να παίρνουν συζύγους—όλες όσες διάλεξαν».—Γε 6:2.
Ο θεσμός της παλλακείας ίσχυε υπό τον πατριαρχικό νόμο και υπό τη διαθήκη του Νόμου. Η παλλακίδα είχε νομική υπόσταση. Η θέση της δεν ήταν ζήτημα πορνείας ή μοιχείας. Υπό το Νόμο, αν ο πρωτότοκος γιος ενός άντρα ήταν ο γιος της παλλακίδας του, αυτός ο γιος θα λάβαινε την κληρονομιά του πρωτοτόκου.—Δευ 21:15-17.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο θεσμός της παλλακείας και της πολυγαμίας έδωσε στους Ισραηλίτες τη δυνατότητα να αυξηθούν πολύ γρηγορότερα, και επομένως, μολονότι ο Θεός δεν καθιέρωσε αυτές τις διευθετήσεις, αλλά μόνο τις επέτρεψε και τις ρύθμισε, αυτές εξυπηρέτησαν τότε κάποιον σκοπό. (Εξ 1:7) Ακόμη και ο Ιακώβ, ο οποίος έγινε πολύγαμος επειδή τον εξαπάτησε ο πεθερός του, ευλογήθηκε με το να αποκτήσει 12 γιους και μερικές κόρες από τις δύο συζύγους του και τις υπηρέτριές τους οι οποίες έγιναν παλλακίδες του.—Γε 29:23-29· 46:7-25.
Χριστιανικός Γάμος. Ο Ιησούς Χριστός έδειξε ότι επιδοκίμαζε το γάμο παρευρισκόμενος σε ένα γαμήλιο συμπόσιο στην Κανά της Γαλιλαίας. (Ιωα 2:1, 2) Όπως έχει ειπωθεί ήδη, η μονογαμία είναι το αρχικό πρότυπο του Θεού, το οποίο και επανέφερε ο Ιησούς Χριστός στη Χριστιανική εκκλησία. (Γε 2:24· Ματ 19:4-8· Μαρ 10:2-9) Εφόσον ο άντρας και η γυναίκα προικίστηκαν εξαρχής με την ικανότητα να εκδηλώνουν αγάπη και στοργή, αυτός ο θεσμός έπρεπε να φέρνει ευτυχία και να είναι ευλογημένος και ειρηνικός. Ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί το παράδειγμα του Χριστού ως συζύγου και κεφαλής της εκκλησίας, της νύφης του. Αυτό αποτελεί έξοχο υπόδειγμα της τρυφερής στοργικής καλοσύνης και του ενδιαφέροντος που πρέπει να έχει ο σύζυγος για τη σύζυγό του, αγαπώντας την όπως το δικό του σώμα. Ο Παύλος τονίζει επίσης ότι, από την άλλη πλευρά, η σύζυγος πρέπει να έχει βαθύ σεβασμό για το σύζυγό της. (Εφ 5:21-33) Ο απόστολος Πέτρος συμβουλεύει τις συζύγους να υποτάσσονται στους συζύγους τους, ελκύοντάς τους με αγνή διαγωγή, βαθύ σεβασμό, καθώς επίσης ήσυχο και πράο πνεύμα. Χρησιμοποιεί ως παράδειγμα προς μίμηση τη Σάρρα, η οποία αποκαλούσε το σύζυγό της τον Αβραάμ «κύριο».—1Πε 3:1-6.
Η καθαρότητα και η πιστότητα στο γαμήλιο δεσμό τονίζονται από την αρχή ως το τέλος των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Ο Παύλος λέει: «Ο γάμος ας είναι άξιος τιμής μεταξύ όλων, και το συζυγικό κρεβάτι ας είναι αμόλυντο, γιατί ο Θεός θα κρίνει τους πόρνους και τους μοιχούς». (Εβρ 13:4) Συμβουλεύει να υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός ανάμεσα στο σύζυγο και στη σύζυγο και να αποδίδεται η γαμήλια οφειλή.
“Να παντρεύεστε εν Κυρίω” είναι η νουθεσία του αποστόλου Παύλου, η οποία εναρμονίζεται με την τακτική που τηρούσαν οι αρχαίοι λάτρεις του Θεού να παντρεύονται μόνο άτομα τα οποία ήταν και αυτά αληθινοί λάτρεις. (1Κο 7:39) Εντούτοις, ο Παύλος δίνει συμβουλές σε όσους δεν είναι παντρεμένοι ώστε να μπορούν να υπηρετούν τον Κύριο χωρίς περισπασμούς αν παραμείνουν άγαμοι. Λέει ότι, λαβαίνοντας υπόψη τους καιρούς, εκείνοι που παντρεύονται πρέπει να ζουν “σαν να μην έχουν συζύγους”, με άλλα λόγια, δεν πρέπει να αφοσιώνονται στα προνόμια και στις ευθύνες του γάμου μέχρι του σημείου να αποτελούν αυτά ολόκληρη τη ζωή τους, αλλά πρέπει να επιζητούν και να υπηρετούν τα συμφέροντα της Βασιλείας, ενώ παράλληλα δεν αμελούν τις γαμήλιες ευθύνες τους.—1Κο 7:29-38.
Ο Παύλος υποστήριξε ότι οι νεότερες χήρες δεν έπρεπε να καταγράφονται στον κατάλογο εκείνων που έπρεπε να φροντίζει η εκκλησία, απλώς και μόνο επειδή εξέφραζαν την πρόθεση να αφοσιωθούν ολοκληρωτικά στη Χριστιανική διακονία. Αντ’ αυτού ήταν καλύτερα να ξαναπαντρεύονται. Αυτό συμβαίνει επειδή, όπως λέει, οι σεξουαλικές τους ορμές μπορεί να τις ωθήσουν να ενεργήσουν αντίθετα με την έκφραση της πίστης τους, χάρη στην οποία θα μπορούσαν να λάβουν από την εκκλησία οικονομική υποστήριξη ως φιλόπονα εργαζόμενες, ενώ στην πραγματικότητα εκείνες προσπαθούν να βρουν σύζυγο, είναι αργόσχολες και ανακατεύονται στις υποθέσεις των άλλων. Με αυτόν τον τρόπο θα επέφεραν στον εαυτό τους δυσμενή κρίση. Το να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, να διαχειρίζονται ένα σπιτικό—ενώ παράλληλα διακρατούν τη Χριστιανική πίστη—θα τις κρατούσε επαρκώς απασχολημένες, προστατεύοντάς τες από τη σπερμολογία και από το να μιλούν για πράγματα που δεν πρέπει. Έτσι η εκκλησία θα μπορούσε να βοηθήσει εκείνες που ήταν πραγματικά χήρες και πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να λαβαίνουν αυτή τη βοήθεια.—1Τι 5:9-16· 2:15.
Υποχρεωτική Αγαμία. Ο απόστολος Παύλος προειδοποιεί ότι ένα από τα προσδιοριστικά γνωρίσματα της αποστασίας που επρόκειτο να έρθει θα ήταν η υποχρεωτική αγαμία, “η απαγόρευση του γάμου”. (1Τι 4:1, 3) Μερικοί απόστολοι ήταν παντρεμένοι. (1Κο 9:5· Λου 4:38) Ο Παύλος, παραθέτοντας τα προσόντα των επισκόπων και των διακονικών υπηρετών της Χριστιανικής εκκλησίας, λέει ότι αυτοί οι άντρες (αν είναι παντρεμένοι) πρέπει να έχουν μόνο μία σύζυγο.—1Τι 3:1, 2, 12· Τιτ 1:5, 6.
Οι Χριστιανοί και το Οικογενειακό Αστικό Δίκαιο. Στη σύγχρονη εποχή, στις περισσότερες χώρες του κόσμου, ο γάμος διέπεται από νόμους των πολιτικών αρχών, του «Καίσαρα», και ο Χριστιανός πρέπει φυσιολογικά να συμμορφώνεται με αυτούς. (Ματ 22:21) Το Βιβλικό υπόμνημα δεν αναφέρει πουθενά ότι απαιτείται να γίνει κάποια θρησκευτική τελετή ή να ιερουργήσει κάποιος κληρικός. Ανάλογα με ό,τι γινόταν στους Βιβλικούς χρόνους, απαιτείται πάντοτε να νομιμοποιείται ο γάμος σύμφωνα με τους νόμους της χώρας και να καταχωρίζονται οι γάμοι και οι γεννήσεις, όπου προβλέπεται αυτό από το νόμο. Εφόσον οι κυβερνήσεις του «Καίσαρα» ασκούν τέτοια εξουσία σε σχέση με το γάμο, ο Χριστιανός είναι υποχρεωμένος να απευθύνεται σε αυτές για τη νομιμοποίηση κάποιου γάμου. Ακόμη δε και αν θελήσει να χρησιμοποιήσει τη μοιχεία του συντρόφου του ως Γραφική αιτία τερματισμού του γάμου, πρέπει να πάρει νομικό διαζύγιο, αν αυτό είναι εφικτό. Επομένως, αν ένας Χριστιανός ξαναπαντρευόταν χωρίς να δείξει τον οφειλόμενο σεβασμό προς τις Γραφικές και τις νομικές απαιτήσεις, θα παραβίαζε τους νόμους του Θεού.—Ματ 19:9· Ρω 13:1.
Γάμος και Ανάσταση. Μια ομάδα εναντιουμένων στον Ιησού, οι οποίοι δεν πίστευαν στην ανάσταση, του έθεσαν μια ερώτηση με σκοπό να τον φέρουν σε δύσκολη θέση. Στην απάντηση που τους έδωσε, ο Ιησούς αποκάλυψε ότι «εκείνοι που έχουν υπολογιστεί άξιοι να κερδίσουν εκείνο το σύστημα πραγμάτων και την ανάσταση από τους νεκρούς ούτε παντρεύονται ούτε τους δίνουν σε γάμο».—Λου 20:34, 35· Ματ 22:30.
Συμβολικές Χρήσεις. Από την αρχή ως το τέλος των Γραφών, ο Ιεχωβά περιγράφει τον εαυτό του ως σύζυγο. Θεωρούσε τον εαυτό του “παντρεμένο” με το έθνος του Ισραήλ. (Ησ 54:1, 5, 6· 62:4) Όταν ο Ισραήλ στασίαζε εναντίον του Ιεχωβά επιδιδόμενος σε ειδωλολατρία ή πράττοντας κάποιου άλλου είδους αμαρτία εναντίον του, αναφέρεται ότι πόρνευε όπως μια άπιστη σύζυγος, πράγμα που παρείχε στον Ιεχωβά λόγο να διαζευχθεί αυτό το έθνος.—Ησ 1:21· Ιερ 3:1-20· Ωσ 2.
Στο 4ο κεφάλαιο της επιστολής προς τους Γαλάτες, ο απόστολος Παύλος παρομοιάζει το έθνος του Ισραήλ με τη δούλη Άγαρ, την παλλακίδα του Αβραάμ, και τον Ιουδαϊκό λαό με το γιο της Άγαρ τον Ισμαήλ. Όπως ο Ισμαήλ ήταν ο γιος της δευτερεύουσας συζύγου του Αβραάμ, έτσι και οι Ιουδαίοι ήταν τα παιδιά της δευτερεύουσας «συζύγου» του Ιεχωβά. Ο δεσμός που ένωνε τον Ισραήλ με τον Ιεχωβά ήταν η διαθήκη του Νόμου. Ο Παύλος παρομοιάζει την «άνω Ιερουσαλήμ», τη «γυναίκα» του Ιεχωβά, με τη Σάρρα, την ελεύθερη σύζυγο του Αβραάμ. Αυτής της ελεύθερης γυναίκας, της «άνω Ιερουσαλήμ», είναι ελεύθερα πνευματικά παιδιά οι Χριστιανοί.—Γα 4:21-31· παράβαλε Ησ 54:1-6.
Όπως ο Αβραάμ, έτσι και ο Ιεχωβά Θεός, ως ο μεγάλος Πατέρας, επιβλέπει την επιλογή μιας νύφης για το γιο του τον Ιησού Χριστό—όχι κάποιας επίγειας γυναίκας αλλά της Χριστιανικής εκκλησίας. (Γε 24:1-4· 2Θε 2:13· 1Πε 2:5) Τα πρώτα μέλη της εκκλησίας του Ιησού τα παρουσίασε σε αυτόν «ο φίλος του γαμπρού», ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, τον οποίο είχε στείλει ο Ιεχωβά πριν από τον Γιο του. (Ιωα 3:28, 29) Αυτή η εκκλησιαστική νύφη είναι «ένα πνεύμα» με τον Χριστό, ως το σώμα του. (1Κο 6:17· Εφ 1:22, 23· 5:22, 23) Όπως ακριβώς η νύφη στον Ισραήλ λουζόταν και στολιζόταν, έτσι και ο Ιησούς Χριστός φροντίζει να λουστεί η νύφη του, προετοιμαζόμενη για το γάμο, ώστε να είναι εντελώς καθαρή, χωρίς κηλίδα ή ψεγάδι. (Εφ 5:25-27) Στον 45ο Ψαλμό και στο 21ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης αυτή απεικονίζεται να είναι όμορφα στολισμένη για το γάμο.
Επίσης στο βιβλίο της Αποκάλυψης, ο Ιεχωβά αναφέρεται προφητικά στον καιρό κατά τον οποίο θα πλησίαζε ο γάμος του Γιου του και η νύφη θα ήταν ετοιμασμένη και στολισμένη με λαμπρό, καθαρό, εκλεκτό λινό ύφασμα. Χαρακτηρίζει ευτυχισμένους εκείνους που έχουν προσκληθεί στο δείπνο του γάμου του Αρνιού. (Απ 19:7-9· 21:2, 9-21) Τη νύχτα πριν από το θάνατό του, ο Ιησούς θέσπισε το Δείπνο του Κυρίου, την Ανάμνηση του θανάτου του, και παρήγγειλε στους μαθητές του να εξακολουθήσουν να το τηρούν. (Λου 22:19) Η τήρηση αυτού του εορτασμού πρέπει να συνεχίζεται «ωσότου αυτός έρθει». (1Κο 11:26) Όπως στην αρχαιότητα ο γαμπρός έφτανε στο σπίτι της νύφης για να την πάρει από τους γονείς της και να την πάει στο σπιτικό που είχε ετοιμάσει για αυτήν στο σπίτι του πατέρα του, έτσι και ο Ιησούς Χριστός έρχεται να πάρει τους χρισμένους ακολούθους του από την προηγούμενη επίγεια κατοικία τους, ώστε να είναι μαζί του εκεί που είναι και ο ίδιος, στο σπίτι του Πατέρα του, στον ουρανό.—Ιωα 14:1-3.
Βλέπε ΑΝΔΡΑΔΕΛΦΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ.