ΛΙΟΝΤΑΡΙ
[εβρ., ’αργαί· ’αρί· λαβί’· λάγις· σάχαλ (νεαρό λιοντάρι)· κεφίρ (χαιτοφόρο νεαρό λιοντάρι)· λεβιγιά’ (λέαινα)· αραμαϊκή, ’αργαί· ελλ. κείμενο, λέων].
Μεγάλο, καστανόξανθο θηλαστικό της οικογένειας Αιλουροειδή, το οποίο έχει μακριά ουρά που καταλήγει σε φούντα. Η χαρακτηριστική πυκνή χαίτη του αρσενικού αρχίζει να αναπτύσσεται όταν το ζώο είναι περίπου τριών ετών. Αν και έχουν εκλείψει τώρα από την Παλαιστίνη, στην αρχαιότητα τα λιοντάρια αφθονούσαν εκεί. Βρίσκονταν στην περιοχή της οροσειράς του Αντιλιβάνου (Ασμ 4:8), στις συστάδες κατά μήκος του Ιορδάνη (Ιερ 49:19· 50:44· Ζαχ 11:3) και στη «γη της στενοχώριας και των δυσχερειών», δηλαδή στην έρημο Ν του Ιούδα.—Ησ 30:6· παράβαλε Δευ 8:15.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι βοσκοί έπρεπε να προστατεύουν το ποίμνιο από τα λιοντάρια. Κάποτε ο Δαβίδ χτύπησε με θάρρος ένα λιοντάρι και έσωσε το πρόβατο που είχε αρπάξει. (1Σα 17:34, 35) Ωστόσο, αυτή η περίπτωση αποτελούσε εξαίρεση. Συνήθως, ακόμη και μια «ολόκληρη ομάδα ποιμένων» δεν μπορούσε να τρομοκρατήσει και να διώξει ένα χαιτοφόρο νεαρό λιοντάρι. (Ησ 31:4) Ενίοτε, ο ποιμένας ανακτούσε από το στόμα του λιονταριού μόνο ένα μέρος του κατοικίδιου ζώου (Αμ 3:12), πράγμα που του έδινε τη δυνατότητα να παρουσιάσει την απαραίτητη απόδειξη για να μην αναγκαστεί να δώσει αποζημίωση.—Εξ 22:13.
Μολονότι ο Δαβίδ, ο Σαμψών και ο Βεναΐας σκότωσαν λιοντάρια ο καθένας μόνος του (Κρ 14:5, 6· 1Σα 17:36· 2Σα 23:20), άλλοι δεν κατάφεραν να σωθούν από το πέλμα του λιονταριού. (2Βα 17:25, 26) Ο Ιεχωβά χρησιμοποίησε λιοντάρια για να εκτελέσει την κρίση του ενάντια σε έναν προφήτη ο οποίος τον είχε παρακούσει (1Βα 13:24-28) και σε κάποιον άνθρωπο που είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με έναν από τους προφήτες Του.—1Βα 20:36.
Οι Γραφές επανειλημμένα μνημονεύουν τα γνωρίσματα και τις συνήθειες του λιονταριού, περιλαμβανομένου του βροντερού βρυχηθμού και του μουγκρητού του. (Παρ 19:12· 20:2· Αμ 3:4, 8) Το λιοντάρι συνήθως δεν βρυχιέται όταν κυνηγάει άγρια ζώα. Εντούτοις, όταν προσπαθεί να αρπάξει μαντρωμένα κατοικίδια ζώα, συχνά βρυχιέται. Ο τρομακτικός ήχος έχει σκοπό να προκαλέσει πανικό στα ζώα, έτσι ώστε να γκρεμίσουν τον προστατευτικό φράχτη και να μπορέσει το λιοντάρι να απομονώσει μερικά ζώα του ποιμνίου. Το εν λόγω ζώο έχει επιβλητικό βηματισμό. (Παρ 30:29, 30) Η δύναμή του είναι παροιμιώδης. (Κρ 14:18· Παρ 30:30) Ένα και μόνο χτύπημα από το ισχυρό πέλμα του λιονταριού αρκεί για να σπάσει τον αυχένα μιας μικρής αντιλόπης. Το λιοντάρι μπορεί να σκοτώσει και να μεταφέρει ζώα μεγαλύτερα από τον εαυτό του, ενώ τα κοντά, ισχυρά σαγόνια του είναι εφοδιασμένα με δόντια αρκετά ισχυρά για να σπάζουν μεγάλα κόκαλα. (Ψλ 58:6· Ιωλ 1:6· Ησ 38:13) Δεν είναι άξιο απορίας που ο τεμπέλης εικονίζεται να δικαιολογείται για την απραξία του λέγοντας: «Είναι ένα λιοντάρι έξω!» (Παρ 22:13· 26:13) Εντούτοις τα λιοντάρια, επειδή είναι σαρκοφάγα, μπορεί να αφανιστούν από έλλειψη λείας. (Ιωβ 4:11· βλέπε επίσης Ψλ 34:10.) Και «ένας ζωντανός σκύλος [αν και καταφρονημένος] είναι σε καλύτερη θέση από ένα [άλλοτε μεγαλοπρεπές αλλά τώρα] ψόφιο λιοντάρι».—Εκ 9:4.
Το λιοντάρι γενικά κοιμάται κάποιες ώρες της ημέρας στη φωλιά του και κυνηγάει κυρίως τη νύχτα. Για να βρει τροφή, είτε στήνει ενέδρα είτε πλησιάζει αθόρυβα τη λεία του αρκετά κοντά ώστε να μπορεί να κάνει μια σύντομη επίθεση. (Ιωβ 38:39, 40· Ψλ 10:9· Θρ 3:10) Τότε μπορεί να εφορμήσει με ταχύτητα περίπου 65 χλμ./ώ. Τα λιονταράκια, προκειμένου να αποκτήσουν την αναγκαία πείρα για να σκοτώνουν τη λεία τους, αρχίζουν να συνοδεύουν τη μητέρα τους στο κυνήγι σε ηλικία τριών μηνών. Απογαλακτίζονται σε ηλικία έξι ή εφτά μηνών, ωριμάζουν σεξουαλικά στο τέταρτο έτος της ηλικίας τους και φτάνουν σε πλήρη σωματική ανάπτυξη σε ηλικία έξι ετών.—Ιεζ 19:2, 3.
Ο άνθρωπος κυνηγάει από παλιά τα λιοντάρια. Έχει χρησιμοποιήσει λάκκους και δίχτυα για τη σύλληψή τους. (Ιεζ 19:3, 4, 9) Στην αρχαία Ασσυρία, το κυνήγι του λιονταριού ήταν ένα από τα αγαπημένα είδη αναψυχής του μονάρχη. Είτε έφιππος είτε πάνω στο άρμα του, ο βασιλιάς, οπλισμένος με τόξο και βέλη, καταδίωκε τα λιοντάρια.—ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 955.
Στην αρχαιότητα πεινασμένα λιοντάρια χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Ο προφήτης Δανιήλ δεν είχε αυτή την κατάληξη επειδή προστατεύτηκε από τον άγγελο του Ιεχωβά. (Δα 6:16, 17, 22, 24· παράβαλε Εβρ 11:33.) Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., ο απόστολος Παύλος ελευθερώθηκε από «το στόμα του λιονταριού», είτε κατά γράμμα είτε συμβολικά.—2Τι 4:17.
Διακοσμητική και Μεταφορική Χρήση. Σκαλιστά λιοντάρια διακοσμούσαν τα πλαϊνά των χάλκινων καροτσιών που είχαν φτιαχτεί για να χρησιμοποιούνται στο ναό. (1Βα 7:27-36) Επίσης, 12 αγάλματα λιονταριών ήταν τοποθετημένα στις δύο πλευρές των σκαλοπατιών που οδηγούσαν στο θρόνο του Σολομώντα, εκτός από τα δύο λιοντάρια που στέκονταν δίπλα στα μπράτσα του θρόνου. (1Βα 10:19, 20) Επίσης, ο ναός που είδε σε όραμα ο Ιεζεκιήλ ήταν στολισμένος με χερουβείμ τα οποία είχαν δύο πρόσωπα, το ένα ανθρώπου και το άλλο χαιτοφόρου νεαρού λιονταριού.—Ιεζ 41:18, 19.
Οι περισσότερες Γραφικές αναφορές στο λιοντάρι είναι μεταφορικές, ή αλλιώς αλληγορικές. Ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ (Αρ 23:24· 24:9), καθώς και οι επιμέρους φυλές του Ιούδα (Γε 49:9) και του Γαδ (Δευ 33:20), παραβλήθηκαν προφητικά με λιοντάρια, σύμβολα της βέβαιης νίκης και της εκδήλωσης θάρρους σε δίκαιο πόλεμο. (Παράβαλε 2Σα 17:10· 1Χρ 12:8· Παρ 28:1.) Ο Ιεχωβά παρομοιάζει τον εαυτό του με λιοντάρι όταν εκτελεί κρίση στον άπιστο λαό του. (Ωσ 5:14· 11:10· 13:7-9) Και ο πιο εξέχων δικαστικός αξιωματούχος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, ορίζεται ως «το Λιοντάρι που είναι από τη φυλή του Ιούδα». (Απ 5:5) Κατάλληλα, λοιπόν, το λιοντάρι, ως σύμβολο θαρραλέας δικαιοσύνης, συνδέεται με την παρουσία και το θρόνο του Ιεχωβά.—Ιεζ 1:10· 10:14· Απ 4:7.
Επειδή το λιοντάρι έχει τις ιδιότητες ενός φοβερού, αδηφάγου και αρπακτικού ζώου, χρησιμοποιήθηκε και ως σύμβολο των πονηρών (Ψλ 10:9), των ατόμων που εναντιώνονται στον Ιεχωβά και στο λαό του (Ψλ 22:13· 35:17· 57:4· Ιερ 12:8), των ψευδοπροφητών (Ιεζ 22:25), των πονηρών αρχόντων (Παρ 28:15· Σοφ 3:3), της Βαβυλωνιακής Παγκόσμιας Δύναμης (Δα 7:4) και του Σατανά του Διαβόλου (1Πε 5:8). Επίσης, το θηρίο με τα εφτά κεφάλια και τα δέκα κέρατα που βγαίνει από τη θάλασσα, και το οποίο αντλεί την εξουσία του από τον Σατανά, εικονίζεται να έχει στόμα λιονταριού. (Απ 13:2) Στο εδάφιο Ψαλμός 91:13 φαίνεται ότι το λιοντάρι και η κόμπρα υποδηλώνουν τη δύναμη του εχθρού—το μεν λιοντάρι συμβολίζει τις κατά μέτωπο επιθέσεις η δε κόμπρα τις ύπουλες δολοπλοκίες ή τις επιθέσεις από κρυψώνα.—Παράβαλε Λου 10:19· 2Κο 11:3.
Όταν οι Ισραηλίτες επέστρεφαν στην πατρίδα τους το 537 Π.Κ.Χ., είναι φανερό ότι ο Ιεχωβά τούς προστάτευε καθ’ οδόν από τα λιοντάρια και τα άλλα αρπακτικά θηρία. (Ησ 35:8-10) Στην ίδια τη γη τους, τα λιοντάρια και τα άλλα αρπακτικά είχαν αναμφίβολα αυξηθεί κατά τη διάρκεια της 70χρονης ερήμωσης. (Παράβαλε Εξ 23:29.) Αλλά προφανώς λόγω της προστατευτικής φροντίδας του Ιεχωβά για το λαό του, οι Ισραηλίτες και τα κατοικίδιά τους φαίνεται ότι δεν γίνονταν λεία λιονταριών, όπως είχε συμβεί με τους ξένους λαούς που εγκατέστησε ο βασιλιάς της Ασσυρίας στις πόλεις της Σαμάρειας. (2Βα 17:25, 26) Συνεπώς, από την οπτική γωνία των Ισραηλιτών, τα λιοντάρια ουσιαστικά έτρωγαν άχυρο όπως ο ταύρος, δηλαδή δεν έκαναν κακό στους ίδιους και στα κατοικίδιά τους. (Ησ 65:18, 19, 25) Υπό τη διακυβέρνηση του Μεσσία, όμως, λαβαίνει χώρα μεγαλύτερη εκπλήρωση των προφητειών αποκατάστασης. Άτομα που είχαν κάποτε θηριώδη, ζωώδη και άγρια διάθεση ειρηνεύουν τελικά με πιο πειθήνιους συνανθρώπους τους και δεν προσπαθούν να τους κάνουν κακό ή να τους βλάψουν. Και κατά γράμμα και αλληγορικά, θα επικρατεί ειρήνη ανάμεσα στα λιοντάρια και στα κατοικίδια ζώα.—Ησ 11:1-6· βλέπε ΘΗΡΙΑ, ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ.
Βλέπε επίσης ΛΑΚΚΟΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ.