ΥΠΑΚΟΗ
Υποταγή στην εξουσία, εκτέλεση εντολών, συμμόρφωση με αυτό που απαιτείται ή αποχή από αυτό που απαγορεύεται.
Στις Εβραϊκές Γραφές η έννοια της υπακοής εκφράζεται με τη λέξη σαμά‛, που βασικά σημαίνει «ακούω ή δίνω προσοχή». Ως εκ τούτου, ενίοτε η λέξη σαμά‛ αναφέρεται στο απλό άκουσμα, στην πληροφόρηση μέσω των ακουστικών αισθητηρίων. (Γε 3:10· 21:26· 34:5) Αλλά όταν αυτό που λέγεται εκφράζει θέλημα, επιθυμία, οδηγία ή εντολή, τότε αυτή η λέξη του εβραϊκού κειμένου έχει την έννοια της προσοχής ή της υπακοής που δείχνεται προς το πρόσωπο που μιλάει. Ο Αδάμ “άκουσε” τη φωνή της συζύγου του με την έννοια ότι συμμορφώθηκε με την επιθυμία της τρώγοντας και ο ίδιος τον απαγορευμένο καρπό. (Γε 3:17· παράβαλε 21:12.) Ο Ιωσήφ αρνήθηκε να “ακούσει” τις επίμονες εκκλήσεις της συζύγου του Πετεφρή. (Γε 39:10) Ο Βασιλιάς Σαούλ φοβήθηκε το λαό και “έτσι υπάκουσε στη [άκουσε τη] φωνή τους”, παραβαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διαταγή του Θεού. (1Σα 15:24) Η υπόσχεση του Ιεχωβά στον Αβραάμ σχετικά με το σπέρμα δόθηκε σε αυτόν διότι ο Αβραάμ «άκουσε» τη φωνή του Ιεχωβά, δηλαδή υπάκουσε σε αυτήν, τηρώντας τις εντολές Του.—Γε 22:18· 26:4, 5· παράβαλε Εβρ 11:8· βλέπε ΑΦΤΙ.
Η ίδια εβραϊκή λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ο Θεός “ακούει” τους ανθρώπους. Εδώ ο όρος «υπακοή» δεν είναι κατάλληλος, εφόσον οι άνθρωποι δεν μπορούν να διατάξουν τον Θεό αλλά μόνο να του υποβάλουν αιτήματα ή να τον ικετεύσουν. Συνεπώς, όταν ο Θεός είπε στον Αβραάμ: «Σε ό,τι αφορά τον Ισμαήλ σε άκουσα», εννοούσε ότι είχε προσέξει το αίτημά του και ότι θα ενεργούσε σε αρμονία με αυτό. (Γε 17:20) Παρόμοια, ο Θεός “άκουσε” την έκκληση που του απηύθυναν διάφορα άτομα σε καιρούς δυσκολίας ή ταλαιπωρίας, δηλαδή ανταποκρίθηκε σε αυτήν απαντώντας στα αιτήματά τους όποτε έκρινε ότι ήταν κατάλληλο να δείξει έλεος.—Γε 16:11· 29:33· 21:17· Εξ 3:7-9· παράβαλε Δευ 1:45.
Παρόμοιο με την εβραϊκή λέξη σαμά‛ είναι το ρήμα ὑπακούω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου (ουσιαστικό, ὑπακοή) το οποίο προέρχεται από τις λέξεις ὑπό και ἀκούω και σημαίνει «ακούω υποτακτικά». (Πρ 12:13, Κείμενο) Ένα άλλο ρήμα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου που μεταδίδει την έννοια της υπακοής είναι το ρήμα πείθω. (Ματ 27:20) Στην παθητική και στη μέση φωνή δεν σημαίνει μόνο πείθομαι (Λου 16:31), εμπιστεύομαι (Ματ 27:43) και πιστεύω (Πρ 17:4), αλλά επίσης ακούω (Πρ 5:40) και υπακούω (Πρ 5:36, 37). Από αυτή τη λέξη προέρχεται η αρνητική μορφή ἀπειθέω (που σημαίνει «δεν πιστεύω» [Πρ 14:2· 19:9] ή «παρακούω» [Ιωα 3:36]), καθώς και άλλες συγγενικές λέξεις.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η υπακοή, όπως εκφράζεται στις πρωτότυπες γλώσσες των Γραφών, εξαρτάται κατ’ αρχάς από την ακοή, δηλαδή από τη λήψη πληροφοριών ή ενημέρωσης (παράβαλε Λου 12:47, 48· 1Τι 1:13), και κατόπιν από την υποταγή στο θέλημα ή στην επιθυμία εκείνου που με την ομιλία του ή με άλλον τρόπο γνωστοποιεί αυτό το θέλημα ή την επιθυμία. Η υποταγή, στη συνέχεια, εξαρτάται από την αναγνώριση της εξουσίας ή του δικαιώματος που έχει εκείνο το πρόσωπο να ζητάει ή να απαιτεί τη συγκεκριμένη ανταπόκριση, καθώς επίσης από την επιθυμία ή την προθυμία του ακροατή να ικανοποιήσει το θέλημα του εν λόγω προσώπου. Όπως υποδεικνύεται από τα ρήματα πείθω και ἀπειθέω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, περιλαμβάνονται και οι έννοιες της πίστης, της εμπιστοσύνης και της πεποίθησης.
Η Υπακοή στον Θεό Ουσιώδης για τη Ζωή. Ο Θεός έχει τον πρώτο λόγο όσον αφορά την υπακοή όλων των δημιουργημάτων του. Αυτά του οφείλουν δικαιωματικά απόλυτη υπακοή επειδή είναι ο Πλάστης τους, η Πηγή από την οποία προέρχεται και εξαρτάται η ζωή. (Ψλ 95:6-8) Λόγω του ότι είναι ο Πάνσοφος και Παντοδύναμος Θεός, τα όσα λέει αξίζουν ύψιστο σεβασμό και προσοχή. Ένας ανθρώπινος πατέρας απαιτεί ορθά από τα παιδιά του να εκτελούν το λόγο του, και αν το παιδί αργήσει να ανταποκριθεί, ο γονέας ίσως πει με έμφαση: «Με άκουσες;» Πόσο περισσότερο έχει ο ουράνιος Πατέρας το δικαίωμα να απαιτεί προσεκτική ακρόαση και ανταπόκριση στα λόγια του!—Παράβαλε Δευ 21:18-21· Παρ 4:1· Ησ 64:8· 1Πε 1:14.
Δεν υπάρχει υποκατάστατο για την υπακοή ούτε μπορούμε να κερδίσουμε την εύνοια του Θεού χωρίς αυτήν. Όπως είπε ο Σαμουήλ στον Βασιλιά Σαούλ: «Ευχαριστείται ο Ιεχωβά με τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες όσο με την υπακοή [τύπος της λέξης σαμά‛] στη φωνή του Ιεχωβά; Δες! Το να υπακούει [κατά κυριολεξία, ακούει] κανείς είναι καλύτερο από τη θυσία, και το να δίνει προσοχή, από το πάχος των κριαριών». (1Σα 15:22) Όταν κάποιος δεν υπακούει, δείχνει ότι απορρίπτει το λόγο του Ιεχωβά και αποδεικνύει πως δεν έχει πραγματικά πίστη ή εμπιστοσύνη σε αυτόν το λόγο και στην Πηγή του. Επομένως, όποιος δεν υπακούει δεν διαφέρει από αυτόν που ασκεί πνευματισμό ή χρησιμοποιεί είδωλα. (1Σα 15:23· παράβαλε Ρω 6:16.) Οι προφορικές εκφράσεις συναίνεσης δεν σημαίνουν τίποτα αν δεν ακολουθούνται από τις απαιτούμενες πράξεις. Η έλλειψη ανταπόκρισης δείχνει απιστία ή ασέβεια προς την πηγή των οδηγιών. (Ματ 21:28-32) Όσοι αρκούνται απλώς και μόνο στο να ακούν και να δέχονται διανοητικά την αλήθεια του Θεού, αλλά δεν πράττουν ό,τι απαιτείται, απατούν τον εαυτό τους με εσφαλμένη λογίκευση και δεν λαβαίνουν καμιά ευλογία. (Ιακ 1:22-25) Ο Γιος του Θεού διασαφήνισε ότι ακόμη και εκείνοι που κάνουν πράγματα παρόμοια με τα εντεταλμένα, αλλά προφανώς με εσφαλμένο τρόπο ή κίνητρο, δεν θα μπουν ποτέ στη Βασιλεία και θα απορριφθούν πλήρως.—Ματ 7:15-23.
Καταπολέμηση της ανυπακοής που οφείλεται στην εγγενή αμαρτία. Ευθύς εξαρχής ο Θεός πληροφόρησε τον άνθρωπο ότι η υπακοή αποτελούσε βασική απαίτηση, ζήτημα ζωής και θανάτου. (Γε 2:16, 17) Ο ίδιος κανόνας εφαρμόζεται και στους πνευματικούς γιους του Θεού. (1Πε 3:19, 20· Ιου 6· Ματ 25:41) Με την εκούσια ανυπακοή του, ο τέλειος άνθρωπος Αδάμ, ως υπεύθυνη κεφαλή της Εύας και ως ο άρρενας προγεννήτορας ή πηγή ζωής της ανθρώπινης οικογένειας, έφερε την αμαρτία και το θάνατο σε όλους τους απογόνους του. (Ρω 5:12, 19) Από τη φύση τους, λοιπόν, οι άνθρωποι είναι “γιοι ανυπακοής” και «παιδιά οργής», που αξίζουν τη δυσμένεια του Θεού επειδή παραβιάζουν τους δίκαιους κανόνες του. Αν κάποιος δεν αντιστέκεται σε αυτή την κληρονομημένη ροπή προς την ανυπακοή, θα οδηγηθεί τελικά στην καταστροφή.—Εφ 2:2, 3· 5:6-11· παράβαλε Γα 6:7-9.
Ο Ιεχωβά Θεός προμήθευσε με έλεος τα μέσα για την καταπολέμηση της αμαρτίας στη σάρκα και για τη συγχώρηση της αδικοπραγίας που οφείλεται σε ατέλεια και όχι σε εκούσια ανυπακοή. Με το άγιο πνεύμα του, ο Θεός προμηθεύει τη δύναμη για δικαιοσύνη η οποία επιτρέπει σε αμαρτωλούς ανθρώπους να παράγουν καλό καρπό. (Γα 5:16-24· Τιτ 3:3-7) Η συγχώρηση των αμαρτιών έρχεται μέσω πίστης στη λυτρωτική θυσία του Χριστού, η οποία πίστη από μόνη της αποτρέπει κάποιον από την αδικοπραγία και τον ωθεί προς την υπακοή. (1Πε 1:2) Γι’ αυτό, ο Παύλος κάνει λόγο για την «υπακοή μέσω πίστης». (Ρω 16:26· 1:16· παράβαλε Πρ 6:7.) Στα εδάφια Ρωμαίους 10:16-21 καταδεικνύει ότι η ακοή σε συνδυασμό με την πίστη παράγει υπακοή και ότι η ανυπακοή (τύπος του ἀπειθέω, Κείμενο) των Ισραηλιτών οφειλόταν σε απιστία. (Παράβαλε Εβρ 3:18, 19.) Εφόσον η αληθινή πίστη είναι «η βεβαιωμένη προσδοκία πραγμάτων για τα οποία ελπίζει κανείς» και «η φανερή απόδειξη πραγματικοτήτων, τις οποίες όμως δεν βλέπουμε», και εφόσον προϋποθέτει την πεποίθηση ότι ο Θεός υπάρχει «και ότι γίνεται μισθαποδότης σε εκείνους που τον αναζητούν ένθερμα», όσοι έχουν πίστη υποκινούνται να υπακούν, όντας πεπεισμένοι και βέβαιοι για τις ευλογίες που θα φέρει η υπακοή.—Εβρ 11:1, 6.
Σε αρμονία με τα παραπάνω, η επικοινωνία του Θεού με τους ανθρώπους δεν συνίσταται απλώς σε μια σειρά από ψυχρές διαταγές όπως αυτές που δίνει ένας στυγνός δικτάτορας. Ο Θεός δεν επιθυμεί το είδος της υπακοής που εξασφαλίζει κάποιος από ένα ζώο με γκέμια και χαλινάρι. (Παράβαλε Ιακ 3:3· Ψλ 32:8, 9.) Ούτε επιθυμεί υπακοή που εκδηλώνεται μηχανικά ή με δυσανασχέτηση, όπως αυτήν που έδειχναν ακόμη και οι δαίμονες στον Χριστό και στους μαθητές του. (Μαρ 1:27· Λου 10:17, 20) Ο Θεός επιζητεί υπακοή που υποκινείται από καρδιά γεμάτη εκτίμηση. (Ψλ 112:1· 119:11, 112· Ρω 6:17-19) Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά συνοδεύει τις εκφράσεις του θελήματος και του σκοπού του με υποβοηθητικές πληροφορίες που κάνουν έκκληση στο αίσθημα περί δικαίου, στην αγάπη και στην καλοσύνη, στη νοημοσύνη, στη λογική και στη σοφία. (Δευ 10:12, 13· Λου 1:17· Ρω 12:1, 2) Όσοι έχουν σωστή διάθεση καρδιάς υπακούν από αγάπη. (1Ιω 5:2, 3· 2Ιω 6) Επίσης, η αλήθεια και η ορθότητα του αγγέλματος που επιδίδεται μέσω των υπηρετών του Θεού πείθουν τους ακροατές να υπακούσουν, γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος κάνει λόγο για “υπακοή στην αλήθεια με αποτέλεσμα την ανυπόκριτη αδελφική στοργή”.—1Πε 1:22· παράβαλε Ρω 2:8, 9· Γα 5:7, 8.
Ο Ιεχωβά εκδήλωσε μεγάλη υπομονή με τον Ισραήλ, λέγοντας ότι “εγειρόταν νωρίς καθημερινά” και έστελνε τους προφήτες του για να τους προτρέψουν και να τους νουθετήσουν, “απλώνοντας τα χέρια του όλη την ημέρα προς έναν λαό που είναι ανυπάκουος και αντιμιλάει”, αλλά εκείνοι εξακολούθησαν να σκληραίνουν την καρδιά τους σαν σμύριδα, αρνούμενοι πεισματικά τη διαπαιδαγώγηση. (Ιερ 7:23-28· 11:7, 8· Ζαχ 7:12· Ρω 10:21) Ακόμη και μετά την έλευση του Μεσσία, επιδίωκαν να εδραιώσουν τη δικαιοσύνη τους με το δικό τους τρόπο, μέσω έργων του Νόμου. Η απιστία και η ανυπακοή τους στη διδασκαλία που έδωσε ο Θεός μέσω του Γιου του στοίχισαν στους περισσότερους από αυτούς μια θέση στην κυβέρνηση της Βασιλείας, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για να αποτελέσουν πολλοί μη Ιουδαίοι μέρος του εκλεκτού έθνους του πνευματικού Ισραήλ.—Ρω 10:1-4· 11:13-23, 30-32.
Ο υγιής φόβος του Θεού επίσης παίζει ρόλο στην υπακοή, διότι κάνει κάποιον να αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι Παντοδύναμος και ότι δεν μπορεί να τον αψηφά ούτε να τον εμπαίζει, εφόσον εκείνος αποδίδει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του. (Παράβαλε Φλπ 2:12, 13· Γα 6:7, 8· Εβρ 5:7.) Η εκούσια ανυπακοή ή η αδιαφορία για το αποκαλυμμένο θέλημα του Θεού φέρνει «φοβερή προσδοκία κρίσης».—Εβρ 10:26-31.
Οι Γραφές παραθέτουν πολλά ενθαρρυντικά παραδείγματα πιστής υπακοής σε κάθε λογής περιστάσεις και καταστάσεις και παρά την οποιαδήποτε μορφή εναντίωσης. Υπέρτατο μεταξύ αυτών είναι το παράδειγμα του ίδιου του Γιου του Θεού, ο οποίος «ταπείνωσε τον εαυτό του και έγινε υπάκουος μέχρι θανάτου, ναι, θανάτου πάνω σε ξύλο βασανισμού». (Φλπ 2:8· Εβρ 5:8) Με την υπάκουη πορεία του δικαιώθηκε, αποδείχτηκε δίκαιος με τη δική του αξία, και έτσι μπόρεσε να προμηθεύσει μια τέλεια θυσία που θα απολύτρωνε την ανθρωπότητα από την αμαρτία και το θάνατο.—Ρω 5:18-21.
Υπακοή σε Άλλους Ανωτέρους. Εφόσον ο Γιος είναι ο Βασιλιάς τον οποίο έχει διορίσει ο Θεός, όλοι οι άλλοι πρέπει να τον υπακούν. (Δα 7:13, 14) Αυτός είναι «ο Σηλώ» από τη φυλή του Ιούδα στον οποίο “ανήκει η υπακοή των λαών” (Γε 49:10), ο προφήτης σαν τον Μωυσή τον οποίο πρέπει να ακούει κάθε ψυχή για να μην εξολοθρευτεί (Πρ 3:22, 23), “ο ηγέτης και διοικητής στις εθνότητες” (Ησ 55:3, 4), αυτός που έχει τοποθετηθεί «πολύ πιο πάνω από κάθε κυβέρνηση και εξουσία και δύναμη και κυριότητα» (Εφ 1:20, 21), στον οποίο πρέπει να «λυγίσει κάθε γόνατο» σε αναγνώριση της θεόδοτης εξουσίας του (Φλπ 2:9-11). Αυτός είναι ο Αρχιερέας του οποίου η διδασκαλία οδηγεί σε θεραπεία και αιώνια ζωή για όσους τον ακούν υποτακτικά. (Εβρ 5:9, 10· Ιωα 3:36) Εφόσον ο Ιησούς ήταν ο Πρώτιστος Εκπρόσωπος του Θεού, μπορούσε δικαίως να αποκαλύψει ότι η υπακοή στα λόγια του αποτελούσε το μόνο στερεό θεμέλιο στο οποίο μπορούσαν οι άνθρωποι να οικοδομήσουν τις ελπίδες τους για το μέλλον. (Ματ 7:24-27) Η υπακοή αποτελεί απόδειξη της αγάπης που τρέφουν για αυτόν οι ακόλουθοί του και πηγάζει από αυτή την αγάπη. (Ιωα 14:23, 24· 15:10) Επειδή ο Θεός κατέστησε τον Γιο του κεντρικό πρόσωπο στην επεξεργασία όλων των σκοπών του (Ρω 16:25-27), η ζωή εξαρτάται από την υπακοή «στα καλά νέα σχετικά με τον Κύριό μας Ιησού», η οποία υπακοή περιλαμβάνει το να κάνει κάποιος δημόσια διακήρυξη της πίστης του σε αυτόν.—2Θε 1:8· Ρω 10:8-10, 16· 1Πε 4:17.
Ως κεφαλή της Χριστιανικής εκκλησίας, ο Χριστός Ιησούς μεταβιβάζει εξουσία σε άλλους, όπως έκανε με τους αποστόλους. (2Κο 10:8) Αυτά τα άτομα μεταφέρουν τις οδηγίες της Κεφαλής της εκκλησίας, γι’ αυτό και η υπακοή προς αυτούς είναι πρέπουσα και απαραίτητη (2Κο 10:2-6· Φλπ 2:12· 2Θε 3:4, 9-15), δεδομένου ότι αυτοί οι πνευματικοί ποιμένες «επαγρυπνούν για τις ψυχές σας ως άτομα που θα δώσουν λογαριασμό». (Εβρ 13:17· 1Πε 5:2-6· παράβαλε 1Βα 3:9.) Η πρόθυμη ανταπόκριση και η υπακοή, όπως των Ρωμαίων και των Φιλιππήσιων Χριστιανών καθώς και του Φιλήμονα, στον οποίο ο Παύλος μπορούσε να πει: «Γράφω σε εσένα, γνωρίζοντας ότι θα κάνεις και περισσότερα από αυτά που λέω», χαροποιούν αυτούς τους υπεύθυνους άντρες.—Ρω 16:19· Φλπ 2:12, 17· Φλμ 21.
Υπακοή στους γονείς και στο σύζυγο. Οι γονείς έχουν το θεόδοτο φυσικό δικαίωμα να αναμένουν υπακοή από τα παιδιά τους. (Παρ 23:22) Η υπακοή του Ιακώβ στους γονείς του ήταν αναμφίβολα ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Ιεχωβά “αγάπησε τον Ιακώβ αλλά μίσησε τον Ησαύ”. (Μαλ 1:2, 3· Γε 28:7) Ως παιδί, ο Ιησούς υποτασσόταν στους επίγειους γονείς του. (Λου 2:51) Ο απόστολος Παύλος νουθετεί τα παιδιά να είναι “υπάκουα στους γονείς τους στο καθετί”. Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτή η επιστολή απευθυνόταν σε Χριστιανούς, και επομένως το «καθετί» δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε εντολές οι οποίες θα οδηγούσαν σε ανυπακοή στο λόγο του ουράνιου Πατέρα, του Ιεχωβά Θεού, διότι αυτό δεν θα μπορούσε να είναι «ευάρεστο» στον Κύριο. (Κολ 3:20· Εφ 6:1) Η ανυπακοή στους γονείς δεν θεωρείται κάτι ασήμαντο στις Γραφές, και υπό το Νόμο, αν ένας γιος συνέχιζε να ακολουθεί πορεία ανυπακοής, έπρεπε να θανατωθεί.—Δευ 21:18-21· Παρ 30:17· Ρω 1:30, 32· 2Τι 3:2.
Η ηγεσία του άντρα επίσης απαιτεί την υπακοή των παντρεμένων γυναικών στους συζύγους τους «στο καθετί». Η Σάρρα αναφέρεται ως παράδειγμα άξιο μίμησης. (Εφ 5:21-33· 1Πε 3:1-6) Και σε αυτή την περίπτωση ισχύει ότι η ηγεσία και εξουσία του συζύγου δεν είναι η ύψιστη, αλλά είναι κατώτερη από του Θεού και του Χριστού.—1Κο 11:3.
Προς κυρίους και προς κυβερνήσεις. Παρόμοια, οι δούλοι νουθετήθηκαν να υπακούν στους κυρίους τους «στο καθετί», υπηρετώντας όχι για τα μάτια αλλά ως δούλοι του Χριστού, με φόβο του Ιεχωβά. (Κολ 3:22-25· Εφ 6:5-8) Οι δούλοι που χρειαζόταν να υπομείνουν παθήματα μπορούσαν να έχουν ως υπόδειγμά τους τον Χριστό Ιησού, όπως και οι Χριστιανές σύζυγοι υπό παρόμοιες περιστάσεις. (1Πε 2:18-25· 3:1) Η εξουσία των κυρίων τους ήταν σχετική, όχι απόλυτη, γι’ αυτό και οι Χριστιανοί δούλοι θα υπάκουαν στο «καθετί» που δεν συγκρουόταν με το θέλημα και τις εντολές του Θεού.
Τέλος, οφείλουμε υπακοή στις επίγειες κυβερνήσεις, στις εξουσίες και στους άρχοντες (Τιτ 3:1), εφόσον ο Θεός τούς έχει επιτρέψει να υφίστανται και μάλιστα να προσφέρουν ορισμένες υπηρεσίες στο λαό του. Απαιτείται, λοιπόν, από τους Χριστιανούς να “αποδίδουν αυτά που είναι του Καίσαρα στον Καίσαρα”. (Μαρ 12:14-17) Ο επιτακτικός λόγος για τον οποίο ο Χριστιανός υπακούει στους νόμους του Καίσαρα και πληρώνει φόρους δεν είναι πρωτίστως ο κατάλληλος φόβος για το «σπαθί» με το οποίο ο Καίσαρας τιμωρεί, αλλά η Χριστιανική συνείδηση. (Ρω 13:1-7) Εφόσον η συνείδηση αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα, η Χριστιανική υποταγή στις ανθρώπινες κυβερνήσεις περιορίζεται προφανώς σε ό,τι δεν είναι ασύμβατο με το νόμο του Θεού. Γι’ αυτόν το λόγο, οι απόστολοι δήλωσαν κατηγορηματικά στους άρχοντες οι οποίοι τους πρόσταξαν να σταματήσουν να εκτελούν τη θεόδοτη αποστολή που είχαν να κηρύττουν: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους».—Πρ 5:27-29, 32· 4:18-20.