ΚΗΡΥΓΜΑ, ΚΗΡΥΚΑΣ
Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αντιληπτή η Βιβλική έννοια του «κηρύγματος» είναι η εξέταση της σημασίας των πρωτότυπων εβραϊκών και ελληνικών λέξεων. Το ρήμα κηρύσσω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει βασικά “κάνω προκήρυξη ως κήρυκας, είμαι κήρυκας, εκτελώ το έργο του κήρυκα, ανακηρύσσω κάποιον ως νικητή”. Το παράγωγο ουσιαστικό κῆρυξ σημαίνει “διαλαλητής, δημόσιος αγγελιοφόρος με ρόλο παρόμοιο με αυτόν του πρέσβη, «κράχτης» (ο οποίος κήρυττε και τηρούσε την τάξη στις συνελεύσεις, κτλ.)”. Άλλο παράγωγο ουσιαστικό είναι η λέξη κήρυγμα, που σημαίνει “αυτό που αγγέλλει ο κήρυκας, δημόσια γνωστοποίηση, αναγγελία (νίκης σε αγώνες), κλήση, σύγκληση”. (Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ, Εκδόσεις «Ι. Σιδέρης», 1921, Τόμ. 2, σ. 715) Συνεπώς, το ρήμα κηρύσσω δεν μεταδίδει την ιδέα της εκφώνησης ομιλίας σε κλειστή ομάδα μαθητών αλλά, απεναντίας, της ανοιχτής, δημόσιας διακήρυξης. Αυτό φαίνεται παραστατικά από το ότι χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον «ισχυρό άγγελο [που] διαλαλεί [κηρύσσοντα] με δυνατή φωνή: “Ποιος είναι άξιος να ανοίξει το ρόλο και να λύσει τις σφραγίδες του;”»—Απ 5:2· παράβαλε επίσης Ματ 10:27.
Το ρήμα εὐαγγελίζομαι σημαίνει «διακηρύττω καλά νέα». (Ματ 11:5) Συγγενικό είναι το διαγγέλλω, δηλαδή «διακηρύττω εκτεταμένα· δηλώνω» (Λου 9:60· Πρ 21:26· Ρω 9:17), και το καταγγέλλω, δηλαδή «εξαγγέλλω· συζητώ· κάνω δημόσια γνωστό». (1Κο 11:26· Ρω 1:8· Κολ 1:28) Η βασική διαφορά μεταξύ των ρημάτων κηρύσσω και εὐαγγελίζομαι είναι ότι το πρώτο τονίζει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διακήρυξη, δηλαδή ότι πρόκειται για δημόσια, εξουσιοδοτημένη εξαγγελία, ενώ το δεύτερο τονίζει το περιεχόμενό της, δηλαδή τη γνωστοποίηση ή μετάδοση του εὐαγγελίου, των καλών νέων.
Το ρήμα κηρύσσω αντιστοιχεί μέχρις ενός σημείου στο ρήμα μπασάρ του εβραϊκού κειμένου, που σημαίνει «φέρνω νέα· αναγγέλλω· εκτελώ χρέη κομιστή νέων». (1Σα 4:17· 2Σα 1:20· 1Χρ 16:23) Το ρήμα μπασάρ, όμως, δεν υποδηλώνει εξίσου έντονα επίσημη ιδιότητα.
Το Κήρυγμα στις Εβραϊκές Γραφές. Ο Νώε είναι το πρώτο άτομο που χαρακτηρίστηκε “κήρυκας” (2Πε 2:5), μολονότι η προγενέστερη προφητεία του Ενώχ ίσως είχε επίσης επιδοθεί μέσω κηρύγματος. (Ιου 14, 15) Το κήρυγμα δικαιοσύνης που έκανε ο Νώε πριν από τον Κατακλυσμό περιλάμβανε προφανώς έκκληση για μετάνοια και προειδοποίηση για επικείμενη καταστροφή, όπως εξάγεται από τη δήλωση του Ιησού ότι οι άνθρωποι «δεν έδωσαν προσοχή». (Ματ 24:38, 39) Άρα, η δημόσια διακήρυξη που έκανε ο Νώε με θεϊκή εξουσιοδότηση δεν αποτελούσε πρωτίστως μετάδοση καλών νέων.
Μετά τον Κατακλυσμό πολλοί άνθρωποι, λόγου χάρη ο Αβραάμ, υπηρέτησαν ως προφήτες, εξαγγέλλοντας θεϊκές αποκαλύψεις. (Ψλ 105:9, 13-15) Ωστόσο, προτού εγκατασταθεί ο Ισραήλ στην Υποσχεμένη Γη, δεν φαίνεται να γινόταν κήρυγμα σε τακτική βάση ή στα πλαίσια ειδικής αποστολής δημόσια. Οι αρχαίοι πατριάρχες δεν είχαν λάβει οδηγίες να ενεργούν ως διαλαλητές. Την περίοδο της βασιλείας στον Ισραήλ, οι προφήτες ενεργούσαν όντως ως δημόσιοι εκπρόσωποι που διακήρυτταν σε δημόσιους χώρους τα διατάγματα, τις κρίσεις και τις κλήσεις του Θεού. (Ησ 58:1· Ιερ 26:2) Η εξαγγελία του Ιωνά στη Νινευή ταιριάζει πολύ στην ιδέα που μεταδίδει η λέξη κήρυγμα, γι’ αυτό και περιγράφεται ως κήρυγμα. (Παράβαλε Ιων 3:1-4· Ματ 12:41.) Ωστόσο, η διακονία των προφητών ήταν συνήθως πολύ ευρύτερη από ό,τι ενός διαλαλητή ή κήρυκα, σε μερικές δε περιπτώσεις οι προφήτες χρησιμοποιούσαν άλλους ως εκπροσώπους τους. (2Βα 5:10· 9:1-3· Ιερ 36:4-6) Ορισμένα από τα αγγέλματα και τα οράματά τους τα κατέγραφαν αντί να τα διακηρύττουν προφορικά. (Ιερ 29:1, 30, 31· 30:1, 2· Δα κεφ. 7-12) Πολλά τα επέδιδαν ενώπιον ιδιωτικού ακροατηρίου, ενώ χρησιμοποιούσαν και συμβολικές πράξεις για να μεταδώσουν κάποιες ιδέες.—Βλέπε ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ· ΠΡΟΦΗΤΗΣ.
Το περιεχόμενο των διακηρύξεων ήταν νουθεσίες, προειδοποιήσεις, κρίσεις, αλλά και καλά νέα—για νίκες, απελευθέρωση και ευλογίες—καθώς επίσης αίνοι προς τον Ιεχωβά Θεό. (1Χρ 16:23· Ησ 41:27· 52:7· στο εβραϊκό κείμενο αυτών των εδαφίων χρησιμοποιείται η λέξη μπασάρ.) Ενίοτε οι γυναίκες έλεγαν με δυνατή φωνή ή τραγουδούσαν τα νέα για νικηφόρες μάχες ή για επικείμενη ανακούφιση.—Ψλ 68:11· Ησ 40:9· παράβαλε 1Σα 18:6, 7.
Οι Εβραϊκές Γραφές προανήγγειλαν επίσης το έργο κηρύγματος που θα επιτελούσε ο Χριστός Ιησούς και η Χριστιανική εκκλησία. Ο Ιησούς παρέθεσε τα εδάφια Ησαΐας 61:1, 2, δείχνοντας ότι προέλεγαν τη θεϊκή αποστολή του και την εξουσιοδότηση που είχε να κηρύττει. (Λου 4:16-21) Σε εκπλήρωση του εδαφίου Ψαλμός 40:9 (στην περικοπή Εβρ 10:5-10 ο απόστολος Παύλος εφαρμόζει στον Ιησού τα εδάφια που προηγούνται), ο Ιησούς “είπε τα καλά νέα [τύπος της λέξης μπασάρ] της δικαιοσύνης μέσα στη μεγάλη εκκλησία”. Ο απόστολος Παύλος παρέθεσε το εδάφιο Ησαΐας 52:7 (αναφορικά με τον αγγελιοφόρο που φέρνει τα νέα για την απελευθέρωση της Σιών από την αιχμαλωσία της) και το συνέδεσε με το δημόσιο έργο κηρύγματος των Χριστιανών.—Ρω 10:11-15.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, αν και έδρασε κυρίως στην έρημο, επιτέλεσε έργο κήρυκα, ή αλλιώς δημόσιου αγγελιοφόρου, διαλαλώντας στους Ιουδαίους που πήγαιναν σε αυτόν την επικείμενη έλευση του Μεσσία και της Βασιλείας του Θεού και καλώντας τους να μετανοήσουν. (Ματ 3:1-3, 11, 12· Μαρ 1:1-4· Λου 3:7-9) Ταυτόχρονα, ο Ιωάννης υπηρέτησε ως προφήτης, δάσκαλος (με μαθητές) και ευαγγελιστής. (Λου 1:76, 77· 3:18· 11:1· Ιωα 1:35) Ήταν «εκπρόσωπος του Θεού» και μάρτυράς Του.—Ιωα 1:6, 7.
Ο Ιησούς δεν παρέμεινε στην έρημο της Ιουδαίας μετά τις 40 ημέρες της νηστείας του εκεί ούτε απομονώθηκε κάνοντας μοναστική ζωή. Αναγνώρισε ότι η θεϊκή αποστολή του συνεπαγόταν έργο κηρύγματος—έργο το οποίο έκανε δημόσια, σε πόλεις και χωριά, στην περιοχή του ναού, σε συναγωγές, σε αγορές και δρόμους, καθώς και στην ύπαιθρο. (Μαρ 1:39· 6:56· Λου 8:1· 13:26· Ιωα 18:20) Όπως ο Ιωάννης, έτσι και αυτός δεν περιοριζόταν στο κήρυγμα. Η διδασκαλία του τονίζεται περισσότερο και από το κήρυγμά του. Η διδασκαλία διαφέρει από το κήρυγμα ως προς το ότι ο δάσκαλος δεν διακηρύττει μόνο, αλλά καθοδηγεί, εξηγεί, αναλύει με επιχειρήματα και παρέχει αποδείξεις. Γι’ αυτό, το έργο των μαθητών του Ιησού, τόσο πριν όσο και μετά το θάνατό του, έπρεπε να αποτελεί συνδυασμό κηρύγματος και διδασκαλίας.—Ματ 4:23· 11:1· 28:18-20.
Το θέμα του κηρύγματος του Ιησού ήταν: «Μετανοείτε, γιατί η βασιλεία των ουρανών έχει πλησιάσει». (Ματ 4:17) Παρόμοια με έναν επίσημο διαλαλητή, αφύπνιζε τους ακροατές του στρέφοντας την προσοχή τους στη δράση του Κυρίαρχου Θεού του, σε έναν καιρό ευκαιριών και αποφάσεων. (Μαρ 1:14, 15) Όπως είχε προείπει ο Ησαΐας, ο Ιησούς δεν έφερε απλώς καλά νέα και παρηγοριά στους πράους, σε όσους είχαν συντετριμμένη καρδιά και στους πενθούντες ούτε κήρυξε απλώς απελευθέρωση στους αιχμάλωτους, αλλά διακήρυξε επίσης «την ημέρα της εκδίκησης του Θεού μας». (Ησ 61:2) Ανήγγειλε με τόλμη τους σκοπούς, τα διατάγματα, τις εντολές και τις κρίσεις του Θεού ενώπιον των αρχόντων και του λαού.
Μετά το Θάνατο του Ιησού. Μετά το θάνατο του Ιησού, και ιδίως από την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. και έπειτα, οι μαθητές του έκαναν το έργο κηρύγματος, αρχικά ανάμεσα στους Ιουδαίους και τελικά σε όλα τα έθνη. Έχοντας χριστεί από το άγιο πνεύμα, αναγνώριζαν και επανειλημμένα γνωστοποιούσαν στους ακροατές τους ότι ήταν εξουσιοδοτημένοι διαλαλητές (Πρ 2:14-18· 10:40-42· 13:47· 14:3· παράβαλε Ρω 10:15), όπως και ο Ιησούς είχε τονίσει ότι τον είχε “στείλει ο Θεός” (Λου 9:48· Ιωα 5:36, 37· 6:38· 8:18, 26, 42), ο οποίος του είχε δώσει “εντολή ως προς το τι να πει και σχετικά με τι να μιλήσει”. (Ιωα 12:49) Γι’ αυτό, όταν οι μαθητές διατάχθηκαν να σταματήσουν να κηρύττουν, απάντησαν: «Αν είναι δίκαιο στα μάτια του Θεού να ακούμε εσάς μάλλον παρά τον Θεό, κρίνετέ το μόνοι σας. Εμείς, όμως, δεν μπορούμε να σταματήσουμε να μιλάμε για αυτά που είδαμε και ακούσαμε». «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους». (Πρ 4:19, 20· 5:29, 32, 42) Αυτό το κήρυγμα αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της λατρείας τους, ήταν δε μέσο απόδοσης αίνου στον Θεό και προϋπόθεση για σωτηρία. (Ρω 10:9, 10· 1Κο 9:16· Εβρ 13:15· παράβαλε Λου 12:8.) Ως εκ τούτου, έπρεπε να συμμετέχουν σε αυτό όλοι οι μαθητές—άντρες και γυναίκες—μέχρι «την τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων».—Ματ 28:18-20· Λου 24:46-49· Πρ 2:17· παράβαλε Πρ 18:26· 21:9· Ρω 16:3.
Εκείνοι οι πρώτοι Χριστιανοί κήρυκες δεν διέθεταν ανώτερη μόρφωση σύμφωνα με τα κοσμικά πρότυπα. Το Σάνχεδριν θεωρούσε τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη “ανθρώπους αγράμματους και συνηθισμένους”. (Πρ 4:13) Σχετικά με τον ίδιο τον Ιησού, «οι Ιουδαίοι . . . απορούσαν και έλεγαν: “Πώς ξέρει αυτός γράμματα, αφού δεν έχει σπουδάσει σε σχολεία;”» (Ιωα 7:15) Οι ιστορικοί έκαναν τις ίδιες παρατηρήσεις. «Ο Κέλσος, ο πρώτος συγγραφέας που υπήρξε πολέμιος της Χριστιανοσύνης, χλευάζει το γεγονός ότι εργάτες, τσαγκάρηδες και αγρότες, οι πιο αμαθείς και άξεστοι άνθρωποι, ήταν ζηλωτές κήρυκες του Ευαγγελίου». (Γενική Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας και Εκκλησίας [Allgemeine Geschichte der christlichen Religion und Kirche], του Αύγουστου Νέανδρου, 1842, Τόμ. 1, σ. 120) Ο Παύλος εξήγησε αυτό το φαινόμενο ως εξής: «Διότι βλέπετε την κλήση που έχετε από αυτόν, αδελφοί, ότι δεν κλήθηκαν πολλοί σοφοί από σαρκική άποψη ούτε πολλοί δυνατοί ούτε πολλοί ευγενούς καταγωγής· αλλά ο Θεός εξέλεξε τα ανόητα του κόσμου για να ντροπιάσει τους σοφούς».—1Κο 1:26, 27.
Εντούτοις, αν και δεν είχαν λάβει ανώτερη μόρφωση σε κοσμικές σχολές, οι πρώτοι Χριστιανοί κήρυκες δεν ήταν ανεκπαίδευτοι. Ο Ιησούς εκπαίδευσε διεξοδικά τους 12 αποστόλους προτού τους στείλει να κηρύξουν. (Ματ 10) Αυτή η εκπαίδευση δεν συνίστατο μόνο στην επίδοση οδηγιών, αλλά ήταν εκπαίδευση στην πράξη.—Λου 8:1.
Το θέμα του Χριστιανικού κηρύγματος συνέχισε να είναι η «βασιλεία του Θεού». (Πρ 20:25· 28:31) Ωστόσο, η εξαγγελία των Χριστιανών περιλάμβανε επιπρόσθετα στοιχεία σε σύγκριση με την εξαγγελία που γινόταν πριν από το θάνατο του Χριστού. «Το ιερό μυστικό» του σκοπού του Θεού είχε αποκαλυφτεί μέσω του Χριστού, ο θυσιαστικός του θάνατος αποτελούσε πλέον ζωτικό παράγοντα της αληθινής πίστης (1Κο 15:12-14), ενώ όλοι όσοι ήθελαν να αποκτήσουν θεϊκή εύνοια και ζωή έπρεπε να μάθουν και να αναγνωρίσουν την εξυψωμένη θέση που κατείχε ο Ιησούς ως ο διορισμένος από τον Θεό Βασιλιάς και Κριτής και να υποταχθούν σε αυτήν. (2Κο 4:5) Ως εκ τούτου, λέγεται συχνά ότι οι μαθητές “κήρυτταν τον Χριστό Ιησού”. (Πρ 8:5· 9:20· 19:13· 1Κο 1:23) Μια εξέταση του κηρύγματός τους δείχνει καθαρά πως, όταν “κήρυτταν τον Χριστό”, δεν το έκαναν αυτό απομονώνοντάς τον στη διάνοια των ακροατών τους, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ήταν κατά κάποιον τρόπο ανεξάρτητος ή ξεκομμένος από τη διευθέτηση της Βασιλείας του Θεού και το συνολικό σκοπό Του. Τουναντίον, διακήρυτταν τι είχε κάνει ο Ιεχωβά Θεός για τον Γιο του και μέσω αυτού, καθώς επίσης πώς οι σκοποί του Θεού εκπληρώνονταν και επρόκειτο να εκπληρωθούν στο πρόσωπο του Ιησού. (2Κο 1:19-21) Άρα, όλο εκείνο το κήρυγμα ήταν προς αίνο και δόξα του ίδιου του Θεού, «μέσω του Ιησού Χριστού».—Ρω 16:25-27.
Το κήρυγμά τους δεν επιτελούνταν σαν απλό καθήκον ούτε περιοριζόταν στην επίδοση ενός αγγέλματος με επίσημο τρόπο. Πήγαζε από εγκάρδια πίστη, το επιτελούσαν δε με την επιθυμία να τιμήσουν τον Θεό και με τη στοργική ελπίδα ότι θα έφερναν σωτηρία σε άλλους. (Ρω 10:9-14· 1Κο 9:27· 2Κο 4:13) Να γιατί ήταν οι κήρυκες διατεθειμένοι να τους θεωρούν ανόητους οι κατά κόσμον σοφοί ή να τους διώκουν οι Ιουδαίοι ως αιρετικούς. (1Κο 1:21-24· Γα 5:11) Γι’ αυτόν το λόγο, επίσης, κήρυτταν χρησιμοποιώντας λογικά και πειστικά επιχειρήματα, προκειμένου να βοηθήσουν τους ακροατές να πιστέψουν και να εκδηλώσουν την πίστη τους. (Πρ 17:2· 28:23· 1Κο 15:11) Ο Παύλος λέει ότι είχε διοριστεί «κήρυκας και απόστολος και δάσκαλος». (2Τι 1:11) Εκείνοι οι Χριστιανοί δεν ήταν έμμισθοι κήρυκες, αλλά αφιερωμένοι λάτρεις που δαπανούνταν, προσφέροντας το χρόνο και τις δυνάμεις τους στο κήρυγμα.—1Θε 2:9.
Εφόσον όλοι όσοι γίνονταν μαθητές γίνονταν επίσης κήρυκες του Λόγου, τα καλά νέα εξαπλώθηκαν ταχύτατα έτσι ώστε, όταν ο Παύλος έγραψε την επιστολή του προς τους Κολοσσαείς (περ. 60-61 Κ.Χ., δηλαδή κατά προσέγγιση 27 χρόνια μετά το θάνατο του Χριστού), μπορούσε να μιλήσει για τα καλά νέα «τα οποία κηρύχτηκαν σε όλη τη δημιουργία που είναι κάτω από τον ουρανό». (Κολ 1:23) Επομένως, η προφητεία του Χριστού, σύμφωνα με την οποία “τα καλά νέα θα κηρύττονταν σε όλα τα έθνη”, γνώρισε κάποια εκπλήρωση πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της το 70 Κ.Χ. (Ματ 24:14· Μαρ 13:10· ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 744) Τα λόγια του ίδιου του Ιησού, καθώς και το βιβλίο της Αποκάλυψης, που γράφτηκε ύστερα από εκείνη την καταστροφή, υποδεικνύουν ότι θα λάβαινε χώρα μια μεγαλύτερη εκπλήρωση αυτής της προφητείας τον καιρό κατά τον οποίο ο Χριστός θα άρχιζε να ασκεί τη διακυβέρνηση της Βασιλείας και προτού καταστραφούν όλοι οι πολέμιοι αυτής της Βασιλείας—καιρό στον οποίο θα ήταν λογικό να επιτελεστεί ένα μεγάλο έργο διακήρυξης.—Απ 12:7-12, 17· 14:6, 7· 19:5, 6· 22:17.
Τι αποτελέσματα έπρεπε να αναμένουν οι Χριστιανοί κήρυκες από τις προσπάθειές τους; Ο Παύλος διαπίστωσε ότι «μερικοί άρχισαν να πιστεύουν τα όσα λέγονταν· άλλοι δεν πίστευαν». (Πρ 28:24) Το πραγματικό Χριστιανικό κήρυγμα, που βασίζεται στο Λόγο του Θεού, προκαλεί κάποιου είδους αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από ζωτικότητα και δυναμισμό και, πάνω από όλα, θέτει ένα ζήτημα για το οποίο οι άνθρωποι οφείλουν να πάρουν θέση. Μερικοί εναντιώνονται ενεργά στο άγγελμα της Βασιλείας. (Πρ 13:50· 18:5, 6) Άλλοι ακούν για κάποιο διάστημα, αλλά τελικά οπισθοχωρούν για διάφορους λόγους. (Ιωα 6:65, 66) Κάποιοι άλλοι δέχονται τα καλά νέα και ενεργούν σε αρμονία με αυτά.—Πρ 17:11· Λου 8:15.
«Από Σπίτι σε Σπίτι». Ο Ιησούς μετέφερε απευθείας στους ανθρώπους το άγγελμα της Βασιλείας, διδάσκοντάς τους δημόσια και στα σπίτια τους. (Ματ 5:1· 9:10, 28, 35) Όταν απέστειλε τους πρώτους μαθητές του να κηρύξουν, τους έδωσε την εξής οδηγία: «Σε όποια πόλη ή χωριό μπείτε, ψάξτε να βρείτε ποιος μέσα σε αυτά είναι άξιος». (Ματ 10:7, 11-14) Λογικά, τέτοιου είδους “ψάξιμο” θα σήμαινε μεταξύ άλλων το να πάνε στα σπίτια των ανθρώπων, όπου τα “άξια” άτομα θα έδιναν προσοχή στο άγγελμα, οι δε μαθητές θα έβρισκαν κατάλυμα για τη νύχτα.—Λου 9:1-6.
Σε μεταγενέστερη περίπτωση, ο Ιησούς «όρισε εβδομήντα άλλους και τους απέστειλε δύο δύο πριν από αυτόν σε κάθε πόλη και τόπο όπου επρόκειτο να πάει ο ίδιος». Αυτοί δεν έπρεπε απλώς να κηρύξουν σε δημόσιους χώρους, αλλά επίσης να πλησιάσουν τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Ο Ιησούς τούς παρήγγειλε: «Σε οποιοδήποτε σπίτι μπείτε, να λέτε πρώτα: “Είθε να έχει ειρήνη αυτό το σπίτι”».—Λου 10:1-7.
Μετά την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., οι μαθητές του Ιησού εξακολούθησαν να φέρνουν τα καλά νέα απευθείας στα σπίτια των ανθρώπων. Αν και τους διέταξαν να «σταματήσουν να μιλούν», η θεόπνευστη αφήγηση λέει ότι «κάθε ημέρα στο ναό και από σπίτι σε σπίτι συνέχισαν αδιάκοπα να διδάσκουν και να διακηρύττουν τα καλά νέα για τον Χριστό, τον Ιησού». (Πρ 5:40-42· παράβαλε Dy, NIV, ΤΚΔ, ΛΧ.) Η έκφραση «από σπίτι σε σπίτι» αποτελεί απόδοση της φράσης κατ’ οἶκον του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου. Η πρόθεση κατά έχει επιμεριστική σημασία («από σπίτι σε σπίτι»), και όχι απλώς επιρρηματική (“στο σπίτι”). (Βλέπε ΜΝΚ, υποσ.) Αυτή η μέθοδος προσέγγισης των ανθρώπων—με επισκέψεις απευθείας στα σπίτια τους—απέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα. «Ο αριθμός των μαθητών πλήθαινε στην Ιερουσαλήμ πάρα πολύ».—Πρ 6:7· παράβαλε 4:16, 17 και 5:28.
Ο απόστολος Παύλος είπε στους πρεσβυτέρους της Εφέσου: «Από την πρώτη ημέρα που πάτησα στην περιφέρεια της Ασίας . . . δεν δίστασα να σας πω οποιαδήποτε από τα πράγματα που ήταν επωφελή και να σας διδάξω δημόσια και από σπίτι σε σπίτι. Αλλά έδωσα πλήρως μαρτυρία σε Ιουδαίους και Έλληνες σχετικά με τη μετάνοια προς τον Θεό και την πίστη στον Κύριό μας Ιησού». (Πρ 20:18-21· παράβαλε KJ, Dy, AS, RS, Mo, NIV, La.) Εδώ ο Παύλος αναφερόταν στις προσπάθειες που είχε καταβάλει να κηρύξει σε εκείνους τους ανθρώπους ενόσω ήταν ακόμη άπιστοι, άτομα που έπρεπε να μάθουν για «τη μετάνοια προς τον Θεό και την πίστη στον Κύριό μας Ιησού». Άρα, από τότε που άρχισε την ιεραποστολική του υπηρεσία στην Ασία, ο Παύλος έψαχνε «από σπίτι σε σπίτι» για άτομα τα οποία είχαν κλίση στα πνευματικά πράγματα. Όταν έβρισκε τέτοια άτομα, αναμφίβολα ξαναπήγαινε στα σπίτια τους για να τους διδάξει περαιτέρω και, αφού γίνονταν πιστοί, για να τους ενισχύσει στην πίστη. Ο Δρ Ά. Τ. Ρόμπερτσον, στο έργο του Λεκτικές Εικόνες της Καινής Διαθήκης (Word Pictures in the New Testament), κάνει τα εξής σχόλια για το εδάφιο Πράξεις 20:20: «Κατ’ οἴκους. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός, ο μεγαλύτερος από όλους τους κήρυκες, κήρυττε από σπίτι σε σπίτι και δεν έκανε απλώς κοινωνικές επισκέψεις».—1930, Τόμ. 3, σ. 349, 350.
Κήρυγμα Μέσα στην Εκκλησία. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου κηρύγματος που έχει καταγραφεί στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές σχετίζεται με τη διακήρυξη που γινόταν έξω από την εκκλησία. Εντούτοις, η προτροπή που έδωσε ο Παύλος στον Τιμόθεο να “κηρύξει το λόγο, να το κάνει αυτό με το αίσθημα του επείγοντος σε ευνοϊκό καιρό, σε δυσμενή καιρό”, περιλαμβάνει και κήρυγμα μέσα στην εκκλησία, όπως αυτό γίνεται από έναν γενικό επίσκοπο. (2Τι 4:2) Η επιστολή του Παύλου προς τον Τιμόθεο είναι ποιμαντική, δηλαδή απευθύνεται σε κάποιον που εκτελούσε ποιμαντικό έργο μεταξύ των Χριστιανών και παρέχει συμβουλές σχετικά με αυτή τη διακονία επίβλεψης. Προτού προτρέψει τον Τιμόθεο να “κηρύξει το λόγο”, ο Παύλος τον προειδοποίησε για την αποστασία που είχε αρχίσει να εμφανίζεται και επρόκειτο να πάρει σοβαρές διαστάσεις. (2Τι 2:16-19· 3:1-7) Αφού τον πρότρεψε να προσκολλάται στο «λόγο» και να μην εκτρέπεται από αυτόν όταν κήρυττε, ο Παύλος έδειξε γιατί η κατάσταση ήταν επείγουσα, λέγοντας: «Διότι θα υπάρξει μια χρονική περίοδος στην οποία δεν θα ανέχονται την υγιή διδασκαλία», αλλά αντιθέτως θα αναζητούν δασκάλους που θα διδάσκουν σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες και έτσι «θα απομακρύνουν τα αφτιά τους από την αλήθεια», πράγμα που σημαίνει ότι δεν μιλούσε για τους έξω, αλλά για άτομα μέσα στην εκκλησία. (2Τι 4:3, 4) Ο Τιμόθεος, λοιπόν, δεν έπρεπε να χάσει την πνευματική του ισορροπία, αλλά διαρκώς να διακηρύττει θαρραλέα το Λόγο του Θεού (όχι ανθρώπινες φιλοσοφίες ή άχρηστες εικασίες) στους αδελφούς του, έστω και αν αυτό μπορεί να του προξενούσε προβλήματα και παθήματα από όσους είχαν εσφαλμένες τάσεις μέσα στις εκκλησίες. (Παράβαλε 1Τι 6:3-5, 20, 21· 2Τι 1:6-8, 13· 2:1-3, 14, 15, 23-26· 3:14-17· 4:5.) Κάνοντάς το αυτό, θα ενεργούσε ως αποτρεπτικός παράγοντας όσον αφορά την αποστασία και δεν θα ήταν ένοχος αίματος, όπως μπορούσε να πει και ο Παύλος για τον εαυτό του.—Πρ 20:25-32.
Ποιος ήταν ο σκοπός του κηρύγματος που έκανε ο Ιησούς «στα πνεύματα στη φυλακή»;
Στα εδάφια 1 Πέτρου 3:19, 20, αφού περιγράφει την ανάσταση του Ιησού σε πνευματική ζωή, ο απόστολος Πέτρος λέει: «Σε αυτή την κατάσταση επίσης πήγε και κήρυξε στα πνεύματα στη φυλακή, τα οποία κάποτε είχαν γίνει ανυπάκουα όταν η υπομονή του Θεού περίμενε στις ημέρες του Νώε, ενώ κατασκευαζόταν η κιβωτός». Σχολιάζοντας αυτή την περικοπή, Το Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, του Βάιν (Vine’s Expository Dictionary of Old and New Testament Words), λέει: «Στο εδάφιο 1 Πέτρ. 3:19 γίνεται κατά πάσα πιθανότητα αναφορά, όχι σε χαρμόσυνες ειδήσεις (δεν υπάρχουν ουσιαστικές αποδείξεις ότι ο Νώε κήρυξε τέτοιες ειδήσεις ούτε ότι τα πνεύματα των ανθρώπων που έζησαν πριν από τον κατακλυσμό βρίσκονται πράγματι “σε φυλακή”), αλλά στο ότι ο Χριστός μετά την ανάστασή Του διακήρυξε τη νίκη Του σε εκπεσόντα αγγελικά πνεύματα». (1981, Τόμ. 3, σ. 201) Όπως επισημάνθηκε, το ρήμα κηρύσσω αναφέρεται στη διακήρυξη, όχι μόνο κάποιου καλού πράγματος, αλλά και κάποιου κακού, όπως όταν ο Ιωνάς διακήρυξε την επικείμενη καταστροφή της Νινευή. Τα μόνα φυλακισμένα πνεύματα που μνημονεύονται στις Γραφές είναι οι άγγελοι των ημερών του Νώε οι οποίοι “παραδόθηκαν σε λάκκους πυκνού σκοταδιού” (2Πε 2:4, 5) και “έχουν φυλαχτεί με αιώνια δεσμά σε πυκνό σκοτάδι για την κρίση της μεγάλης ημέρας”. (Ιου 6) Άρα, το κήρυγμα που έκανε ο αναστημένος Ιησούς σε αυτούς τους άδικους αγγέλους δεν θα μπορούσε παρά να είναι κήρυγμα κρίσης. Ας σημειωθεί ότι το βιβλίο της Αποκάλυψης, που μετέδωσε ο Χριστός Ιησούς στον Ιωάννη μέσω οράματος στα τέλη του πρώτου αιώνα Κ.Χ., περιέχει πολλά στοιχεία για τον Σατανά τον Διάβολο και τους δαίμονές του καθώς και για την τελική τους καταστροφή, στοιχεία που συνιστούν κήρυγμα κρίσης. (Απ 12-20) Το γεγονός ότι ο Πέτρος χρησιμοποιεί αόριστο χρόνο («κήρυξε») δείχνει ότι αυτό το κήρυγμα είχε γίνει πριν από τη συγγραφή της πρώτης του επιστολής.