ΟΣΦΥΣ
Η κοιλιακή χώρα και η περιοχή γύρω από τους γοφούς. Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί δύο εβραϊκές λέξεις, τόσο τη λέξη χαλατσάγιμ (οσφύς) όσο και τη λέξη μοθνάγιμ (γοφοί), για να προσδιορίσει αυτή την περιοχή. (Ησ 5:27· 2Βα 4:29) Η λέξη ὀσφύς του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου εφαρμόζεται και αυτή με τη συνήθη έννοια στην περίπτωση κατά την οποία λέγεται ότι ο Ιωάννης ο Βαφτιστής φορούσε γύρω από την οσφύ του μια δερμάτινη ζώνη.—Ματ 3:4.
Το τμήμα του σώματος που προσδιορίζεται από τη λέξη «οσφύς» περιέχει τα αναπαραγωγικά όργανα, γι’ αυτό και λέγεται ότι τα παιδιά “βγαίνουν από την οσφύ”. (Γε 35:11· 1Βα 8:19· Πρ 2:30) Ο Παύλος χρησιμοποιεί αυτό το γεγονός όταν καταδεικνύει ότι η ιεροσύνη του Ιησού σύμφωνα με τον τρόπο του Μελχισεδέκ είναι ανώτερη από του Ααρών, εφόσον ο Λευί, ο προπάτορας του Ααρών, ήταν στην οσφύ του Αβραάμ, και με αυτή την έννοια πλήρωσε δέκατα στον Μελχισεδέκ. (Εβρ 7:5-10· Γε 14:18-20) Ο Παύλος, επίσης, πρόβαλε ένα παρόμοιο επιχείρημα στο εδάφιο Ρωμαίους 7:9, λέγοντας: «Κάποτε εγώ [ο Παύλος ο Ιουδαίος, στην οσφύ των προπατόρων του προτού δοθεί ο Νόμος] ήμουν ζωντανός χωρίς νόμο· αλλά όταν ήρθε η εντολή, η αμαρτία επανήλθε στη ζωή, εγώ όμως πέθανα».
Το να “περιζώσει κάποιος την οσφύ” του σήμαινε να μαζέψει τις άκρες του χιτώνα του και να τις βάλει κάτω από το ζωνάρι ώστε να είναι ευκολότερη η σωματική δραστηριότητα. Αυτή η φράση κατέληξε να χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει προετοιμασία για έντονη διανοητική ή πνευματική δράση, ενώ μερικές φορές μετέδιδε την ιδέα της ενίσχυσης.—Λου 12:35· παράβαλε 1Πε 1:13: «Περιζώστε τη διάνοιά σας για δραστηριότητα [᾿Αναζωσάμενοι τὰς ὀσφύας τῆς διανοίας ὑμῶν, Κείμενο]».
Στο εδάφιο Εφεσίους 6:14, λέγεται στους Χριστιανούς να έχουν “την οσφύ τους περιζωσμένη με αλήθεια”, δηλαδή ενισχυμένη από την αλήθεια του Λόγου του Θεού η οποία αποτελεί ουσιαστικό στήριγμα, όπως ένα σφιχτό περίζωμα της κατά γράμμα οσφύος την προστατεύει από ενδεχόμενη ζημιά λόγω υπερβολικής πίεσης.
Ο Ιεχωβά προείπε τον πόνο και τη στενοχώρια της Ιερουσαλήμ χρησιμοποιώντας το σχήμα λόγου “κάθε ακμαίος άντρας με τα χέρια του στην οσφύ του σαν θηλυκό που γεννάει”.—Ιερ 30:6.
Η εβραϊκή λέξη κέσελ (οσφύς) εμφανίζεται αρκετές φορές στα εδάφια Λευιτικό 3:4-15, αναφερόμενη σε θυσίες συμμετοχής. Χρησιμοποιείται επίσης στα εδάφια Ιώβ 15:27 και Ψαλμός 38:7.