ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
(Ιερουσαλήμ) [Κατοχή (Θεμέλιο) Διπλής Ειρήνης].
Η πρωτεύουσα του αρχαίου έθνους του Ισραήλ από το έτος 1070 Π.Κ.Χ. και έπειτα. Μετά τη διαίρεση του έθνους σε δύο βασίλεια (997 Π.Κ.Χ.), η Ιερουσαλήμ παρέμεινε πρωτεύουσα του νότιου βασιλείου του Ιούδα. Σε όλη τη Γραφή, η Ιερουσαλήμ αναφέρεται 800 και πλέον φορές.
Όνομα. Το αρχαιότερο καταγραμμένο όνομα της πόλης είναι «Σαλήμ». (Γε 14:18) Αν και μερικοί προσπαθούν να συνδέσουν τη σημασία του ονόματος Ιερουσαλήμ με τη σημασία του ονόματος Σαλέμ, το οποίο είχε ένας δυτικοσημιτικός θεός, ο απόστολος Παύλος δείχνει ότι η αληθινή σημασία του δεύτερου συνθετικού του ονόματος είναι «Ειρήνη». (Εβρ 7:2) Η γραφή αυτού του δεύτερου συνθετικού στην εβραϊκή υποδηλώνει δυϊκό αριθμό, επομένως «Διπλή Ειρήνη». Σε ακκαδικά (ασσυροβαβυλωνιακά) κείμενα η πόλη λεγόταν Ουρουσαλίμ (ή Ουρ-σα-λι-ιμ-μου). Με βάση αυτό το γεγονός, ορισμένοι λόγιοι εξηγούν το όνομα ως «Πόλη Ειρήνης». Αλλά ο εβραϊκός τύπος, στον οποίο πρέπει λογικά να προσδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα, σημαίνει προφανώς «Κατοχή (Θεμέλιο) Διπλής Ειρήνης».
Πολλές άλλες εκφράσεις και τίτλοι χρησιμοποιήθηκαν στις Γραφές αναφορικά με αυτή την πόλη. Σε μια περίπτωση, ο ψαλμωδός χρησιμοποιεί το αρχαιότερο όνομα «Σαλήμ». (Ψλ 76:2) Άλλοι προσδιορισμοί ήταν: «πόλη του Ιεχωβά» (Ησ 60:14), «πόλη του Μεγάλου Βασιλιά» (Ψλ 48:2· παράβαλε Ματ 5:35), «Πόλη Δικαιοσύνης» και «Πιστή Πόλη» (Ησ 1:26), «Σιών» (Ησ 33:20), καθώς επίσης «άγια πόλη» (Νε 11:1· Ησ 48:2· 52:1· Ματ 4:5). Το όνομα «ελ Κουντς», που σημαίνει «η Άγια [Πόλη]», εξακολουθεί να είναι το δημώδες όνομά της στην αραβική. Το όνομα που υπάρχει στους σημερινούς χάρτες του Ισραήλ είναι Γερουσαλάιμ.
Τοποθεσία. Η Ιερουσαλήμ βρισκόταν σχετικά μακριά από τις μεγάλες διεθνείς εμπορικές οδούς, στις παρυφές μιας άγονης ερήμου (της ερήμου του Ιούδα), τα δε αποθέματά της σε νερό ήταν περιορισμένα. Εντούτοις, δύο εσωτερικές εμπορικές οδοί διασταυρώνονταν κοντά στην πόλη. Η μία είχε κατεύθυνση Β-Ν και διέτρεχε την κορυφή του οροπεδίου που αποτελούσε τη «ραχοκοκαλιά» της αρχαίας Παλαιστίνης, συνέδεε δε διάφορες πόλεις όπως τη Δωθάν, τη Συχέμ, τη Βαιθήλ, τη Βηθλεέμ, τη Χεβρών και τη Βηρ-σαβεέ. Η δεύτερη οδός είχε κατεύθυνση Α-Δ και ξεκινούσε από τη Ραββά (το σημερινό Αμμάν), διέσχιζε κοιλάδες χειμάρρων μέχρι τη λεκάνη του Ιορδάνη Ποταμού, ανέβαινε τις απότομες πλαγιές του Ιούδα και στη συνέχεια κατέβαινε ελικοειδώς μέσα από τις δυτικές πλαγιές μέχρι την ακτή της Μεσογείου και το λιμάνι της Ιόππης. Επιπρόσθετα, η Ιερουσαλήμ βρισκόταν σε κεντρικό σημείο όσον αφορά όλη την περιοχή της Υποσχεμένης Γης, και έτσι προσφερόταν για κρατικό διοικητικό κέντρο.
Η Ιερουσαλήμ, που απέχει περίπου 55 χλμ. από τη Μεσόγειο Θάλασσα και γύρω στα 25 χλμ. από το βόρειο άκρο της Νεκράς Θαλάσσης, σε ευθεία απόσταση προς τα Δ, είναι χτισμένη ανάμεσα στους λόφους της κεντρικής οροσειράς. (Παράβαλε Ψλ 125:2.) Το υψόμετρό της—περίπου 750 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας—την καθιστούσε εκείνη την εποχή μια από τις υψηλότερες πρωτεύουσες του κόσμου. Η «επιβλητικότητά» της μνημονεύεται στις Γραφές, οι δε ταξιδιώτες έπρεπε να “ανεβαίνουν” από τις παράκτιες πεδιάδες για να φτάσουν στην πόλη. (Ψλ 48:2· 122:3, 4) Το κλίμα είναι ευχάριστο, με δροσερές νύχτες, μέση ετήσια θερμοκρασία 17°C, και μέση ετήσια βροχόπτωση περίπου 63 εκ., ενώ βρέχει κυρίως από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο.
Παρά το ύψος στο οποίο βρίσκεται, η Ιερουσαλήμ δεν ξεχωρίζει από τον περιβάλλοντα χώρο. Ο ταξιδιώτης έχει πλήρη άποψη της πόλης μόνο όταν πλησιάσει αρκετά. Στα Α, το Όρος των Ελαιών υψώνεται γύρω στα 800 μ. Βόρεια από αυτό, το Όρος Σκοπός έχει ύψος περίπου 820 μ., και οι γύρω λόφοι στα Ν και στα Δ φτάνουν μέχρι και τα 835 μ. Αυτά τα υψόμετρα δίνουν μια ιδέα της τοπογραφίας σε σχέση με το Όρος του Ναού (περ. 740 μ.).
Σε καιρό πολέμου, η τοπογραφία αυτής της περιοχής θα φαινόταν ότι αποτελούσε σοβαρό μειονέκτημα. Οποιοδήποτε μειονέκτημα, όμως, αντισταθμιζόταν από το ότι η πόλη περιβαλλόταν σε τρεις πλευρές από απότομες κοιλάδες: την κοιλάδα του χειμάρρου Κιδρόν στα ανατολικά και την Κοιλάδα του Εννόμ στα νότια και στα δυτικά. Μια κεντρική κοιλάδα, προφανώς αυτή που ο Ιώσηπος ονομάζει Κοιλάδα των Τυροποιών, χώριζε την περιοχή της πόλης σε ανατολικούς και δυτικούς λόφους ή υψώματα. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ε΄, 136, 140 [iv, 1]) Με την πάροδο των αιώνων αυτή η κεντρική κοιλάδα έχει επιχωματωθεί αρκετά, αλλά για να διασχίσει ο επισκέπτης την πόλη, πρέπει ακόμη και σήμερα να κατεβεί μια αρκετά απότομη κατωφέρεια και, αφού φτάσει σε ένα κεντρικό κοίλωμα, να ανεβεί στην άλλη πλευρά. Σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, εκτός από την κεντρική κοιλάδα που είχε κατεύθυνση Β-Ν, άλλες δύο μικρότερες κοιλάδες, ή αλλιώς βυθίσματα, με κατεύθυνση Α-Δ έτεμναν περαιτέρω τους λόφους—η μία κοιλάδα διέσχιζε τον ανατολικό λόφο και η άλλη τον δυτικό.
Σε όλες τις περιόδους, το αμυντικό σύστημα των τειχών της πόλης φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκε τα απότομα τοιχώματα των κοιλάδων. Η μόνη πλευρά της πόλης που δεν διέθετε φυσική άμυνα ήταν η βόρεια, και εδώ τα τείχη ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένα. Όταν ο στρατηγός Τίτος επιτέθηκε στην πόλη το 70 Κ.Χ., σύμφωνα με τον Ιώσηπο, βρήκε μπροστά του τρία διαδοχικά τείχη σε εκείνη την πλευρά.
Ύδρευση. Σε περιόδους πολιορκίας οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ υπέφεραν από σοβαρές ελλείψεις τροφίμων, αλλά από ό,τι φαίνεται δεν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερο πρόβλημα με το νερό. Και αυτό επειδή, παρά το ότι βρίσκεται κοντά στην άνυδρη έρημο της Ιουδαίας, η πόλη συνδεόταν με μια μόνιμη παροχή τρεχούμενου νερού και υπήρχαν αρκετοί υδροταμιευτήρες εντός των τειχών της.
Κοντά στην πόλη υπήρχαν δύο πηγές: η Εν-ρογήλ και η Γιών. Η πρώτη βρισκόταν λίγο νοτιότερα από τη συμβολή της Κοιλάδας Κιδρόν με την Κοιλάδα του Εννόμ. Μολονότι αποτελούσε πολύτιμη πηγή νερού, σε περιόδους επίθεσης ή πολιορκίας δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση σε αυτήν. Η πηγή Γιών βρισκόταν στη δυτική πλευρά της Κοιλάδας Κιδρόν, δίπλα στο τμήμα που ονομάστηκε Πόλη του Δαβίδ. Μολονότι ήταν έξω από τα τείχη της πόλης, βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε κατέστη δυνατό να ανοιχτεί μια σήραγγα συνδεόμενη με ένα φρεάτιο, και έτσι οι κάτοικοι μπορούσαν να αντλούν νερό χωρίς να βγαίνουν έξω από τα προστατευτικά τείχη. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία, αυτό έλαβε χώρα σε πρώιμη περίοδο της ιστορίας της πόλης. Το 1961 και το 1962, οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα σημαντικό πρώιμο τείχος, το οποίο βρισκόταν πιο χαμηλά από την άνω άκρη ή είσοδο της σήραγγας, περικλείοντάς την. Πιστεύεται ότι ήταν το τείχος της αρχαίας πόλης των Ιεβουσαίων.
Με την πάροδο των ετών ανοίχτηκαν επιπρόσθετες σήραγγες και κανάλια για να διοχετευτούν τα νερά της Γιών. Ένα κανάλι ξεκινούσε από το στόμιο του σπηλαίου της πηγής Γιών, συνέχιζε μέσα στην κοιλάδα, περιέτρεχε την άκρη του νοτιοανατολικού λόφου και κατέληγε σε μια δεξαμενή στη συμβολή της Κοιλάδας του Εννόμ με την κεντρική κοιλάδα ή Κοιλάδα των Τυροποιών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, το κανάλι αυτό έμοιαζε με χαντάκι, ήταν σκεπασμένο με επίπεδες πέτρες και σε ορισμένα σημεία περνούσε μέσα από την πλαγιά του λόφου. Τα ανοίγματα που υπήρχαν κατά διαστήματα επέτρεπαν την άντληση νερού για την άρδευση των αναβαθμίδων χαμηλά στην κοιλάδα. Η κλίση του καναλιού—περίπου 4 ή 5 χιλιοστόμετρα ανά μέτρο—είχε ως αποτέλεσμα μια αργή, ήρεμη ροή, κάτι που θυμίζει «τα νερά του Σιλωά που κυλούν ήρεμα». (Ησ 8:6) Λέγεται ότι αυτό το κανάλι, απροστάτευτο καθώς ήταν και ευάλωτο, κατασκευάστηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Σολομώντα, όταν επικρατούσε ειρήνη και ασφάλεια.
Τα σπίτια και τα κτίρια της Ιερουσαλήμ διέθεταν προφανώς υπόγειες στέρνες, οι οποίες συμπλήρωναν την προμήθεια νερού από τις πηγές. Εκεί διατηρούσαν καθαρό και δροσερό το νερό της βροχής που συνέλεγαν από τις στέγες. Στην περιοχή του ναού φαίνεται πως υπήρχαν ιδιαίτερα μεγάλες στέρνες, και μάλιστα οι αρχαιολόγοι ισχυρίζονται ότι έχουν εντοπίσει εκεί 37 στέρνες με συνολική χωρητικότητα περίπου 38.000 kl, ενώ μία και μόνο από αυτές υπολογίζεται ότι μπορούσε να χωρέσει 7.600 kl.
Ανά τους αιώνες χτίστηκαν αρκετοί υδραγωγοί για την ύδρευση της Ιερουσαλήμ. Η παράδοση αποδίδει στον Σολομώντα την κατασκευή ενός αγωγού από τις «Δεξαμενές του Σολομώντα» (τρεις υδροταμιευτήρες ΝΔ της Βηθλεέμ) ως τον περίβολο του ναού στην Ιερουσαλήμ. Στο εδάφιο Εκκλησιαστής 2:6, ο Σολομών λέει: «Έφτιαξα δεξαμενές νερού για τον εαυτό μου, για να ποτίζω από αυτές το δάσος». Ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα όσο η κατασκευή των δεξαμενών θα μπορούσε κάλλιστα να περιλαμβάνει και την κατασκευή ενός αγωγού για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών υδροδότησης της Ιερουσαλήμ μετά την έναρξη των υπηρεσιών στο ναό. Ωστόσο, εκτός από την παράδοση, δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες ότι ο Σολομών έφτιαξε κάποιον αγωγό από τις Δεξαμενές του Σολομώντα ως την Ιερουσαλήμ. Ίχνη πολλών υδραγωγών υπάρχουν ακόμη. Ένας αγωγός που κατασκευάστηκε για να μεταφέρει νερό από τις πηγές του Ουάντι ελ-Αρούμπ, 20 χλμ. ΝΝΔ της Ιερουσαλήμ, στις Δεξαμενές του Σολομώντα ίσως είναι αυτός τον οποίο αναφέρει ο Ιώσηπος, ο οποίος λέει ότι κατασκευάστηκε από τον Πόντιο Πιλάτο με χρήματα από το θησαυροφυλάκιο του ναού. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 60 [iii, 2]· Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 175 [ix, 4]) Από τους δύο υδραγωγούς που οδηγούν από τις Δεξαμενές του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, ο χαμηλότερος είναι ο αρχαιότερος και μπορεί να ανάγεται στην εποχή του Ηρώδη ή των Ασμοναίων. Αυτός ο υδραγωγός διερχόταν κάτω από το χωριό της Βηθλεέμ και έφτανε ως το Όρος του Ναού περνώντας πάνω από την «Αψίδα του Γουίλσον».
Αρχαιολογικές Έρευνες. Μολονότι έχουν γίνει πολλές έρευνες και ανασκαφές, λίγα αδιαμφισβήτητα στοιχεία έχουν προκύψει για την πόλη των Βιβλικών χρόνων. Διάφοροι παράγοντες έχουν περιορίσει την έρευνα ή έχουν ελαττώσει την αξία της. Στους αιώνες της Κοινής Χρονολογίας η Ιερουσαλήμ υπήρξε σχεδόν πάντα οικιστική περιοχή, πράγμα που έχει μειώσει δραστικά την έκταση που προσφέρεται για ανασκαφές. Επιπρόσθετα, η πόλη καταστράφηκε αρκετές φορές και οι νέες πόλεις χτίστηκαν πάνω στα ερείπια, σε πολλές δε περιπτώσεις κατασκευάστηκαν εν μέρει από τα υλικά αυτών των ερειπίων. Τα συσσωρευμένα άχρηστα υλικά—που σε ορισμένα σημεία φτάνουν περίπου τα 30 μ. βάθος—έχουν αλλοιώσει τα αρχικά χαρακτηριστικά της περιοχής και έχουν καταστήσει παρακινδυνευμένη την ερμηνεία των ευρημάτων από τις ανασκαφές. Έχουν έρθει στο φως μερικά τμήματα των τειχών, δεξαμενές, σήραγγες νερού και αρχαία μνήματα, αλλά πολύ λίγα γραπτά στοιχεία. Οι σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις προέρχονται από το νοτιοανατολικό λόφο, ο οποίος βρίσκεται τώρα έξω από τα τείχη της πόλης.
Συνεπώς, οι κυριότερες πηγές πληροφοριών για την αρχαία πόλη παραμένουν η Αγία Γραφή και η περιγραφή της πόλης του πρώτου αιώνα από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο.
Η Παλαιότερη Ιστορία Της. Η πρώτη ιστορική μνεία της πόλης ανάγεται στη δεκαετία 1943-1933 Π.Κ.Χ., όταν ο Αβραάμ συνάντησε τον Μελχισεδέκ. Ο Μελχισεδέκ ήταν «βασιλιάς της Σαλήμ» και «ιερέας του Υψίστου Θεού». (Γε 14:17-20) Ωστόσο, η απαρχή της πόλης και η προέλευση του πληθυσμού της είναι τόσο ομιχλώδεις όσο και η προέλευση του βασιλιά-ιερέα της, του Μελχισεδέκ.—Παράβαλε Εβρ 7:1-3.
Άλλο ένα περιστατικό στη ζωή του Αβραάμ φαίνεται ότι συνέβη στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Ο Αβραάμ έλαβε την εντολή να προσφέρει το γιο του τον Ισαάκ «σε ένα από τα βουνά» στη «γη Μοριά». Ο ναός που έχτισε ο Σολομών ανεγέρθηκε στο «Όρος Μοριά», εκεί όπου υπήρχε άλλοτε ένα αλώνι. (Γε 22:2· 2Χρ 3:1) Επομένως, η Αγία Γραφή φαίνεται να συνδέει τον τόπο όπου ο Αβραάμ αποπειράθηκε να προσφέρει τη θυσία του με την ορεινή περιοχή γύρω από την Ιερουσαλήμ. (Βλέπε ΜΟΡΙΑ.) Δεν αναφέρεται αν ο Μελχισεδέκ ήταν ακόμη ζωντανός, αλλά πιθανότατα η Σαλήμ παρέμεινε φιλικό έδαφος για τον Αβραάμ.
Οι Πινακίδες της Αμάρνα, απευθυνόμενες από Χαναναίους ηγεμόνες προς τον Αιγύπτιο επικυρίαρχό τους, περιλαμβάνουν εφτά επιστολές από το βασιλιά ή κυβερνήτη της Ιερουσαλήμ (Ουρουσαλίμ). Αυτές οι επιστολές γράφτηκαν πριν από την κατάκτηση της Χαναάν από τους Ισραηλίτες. Επομένως, η Ιερουσαλήμ, στα περίπου 465 χρόνια που μεσολάβησαν από τη συνάντηση του Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ μέχρι την ισραηλιτική κατάκτηση, είχε καταληφθεί από ειδωλολάτρες Χαμίτες Χαναναίους και βρισκόταν υπό την κυριαρχία της χαμιτικής Αιγυπτιακής Αυτοκρατορίας.
Η αφήγηση της σαρωτικής κατάκτησης της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή συγκαταλέγει τον Αδωνισεδέκ, το βασιλιά της Ιερουσαλήμ, ανάμεσα στους συνασπισμένους βασιλιάδες που επιτέθηκαν στη Γαβαών. Το όνομά του (που σημαίνει «Ο Κύριός (μου) Είναι Δικαιοσύνη») παραλληλίζεται σαφώς με αυτό του παλιότερου βασιλιά της Ιερουσαλήμ, του Μελχισεδέκ («Βασιλιάς Δικαιοσύνης»), αλλά ο Αδωνισεδέκ δεν λάτρευε τον Ύψιστο Θεό, τον Ιεχωβά.—Ιη 10:1-5, 23, 26· 12:7, 8, 10.
Όταν παραχωρήθηκαν στις φυλές οι εδαφικές κληρονομιές, η Ιερουσαλήμ βρέθηκε στο όριο μεταξύ του Ιούδα και του Βενιαμίν, το ακριβές σύνορο των οποίων διέτρεχε την Κοιλάδα του Εννόμ. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον το τμήμα που αποτέλεσε μεταγενέστερα την «Πόλη του Δαβίδ», στη ράχη μεταξύ της Κοιλάδας Κιδρόν και της Κοιλάδας των Τυροποιών, βρισκόταν μέσα στα εδάφη του Βενιαμίν. Φαίνεται, όμως, ότι η χαναανιτική πόλη είχε επιπλέον οικισμούς, ή «προάστια», και μέρος της κατοικημένης περιοχής μπορεί να εισχωρούσε στα εδάφη του Ιούδα, Δ και Ν της Κοιλάδας του Εννόμ. Στο εδάφιο Κριτές 1:8 η αρχική κατάληψη της Ιερουσαλήμ αποδίδεται στον Ιούδα, αλλά όταν οι δυνάμεις εισβολής απομακρύνθηκαν, οι Ιεβουσαίοι κάτοικοι προφανώς παρέμειναν (ή επέστρεψαν) αρκετά δυνατοί ώστε να σχηματίσουν έναν μεταγενέστερο θύλακα αντίστασης που ούτε ο Ιούδας ούτε ο Βενιαμίν μπόρεσε να εκριζώσει. Επομένως, τόσο σε σχέση με τον Ιούδα όσο και σε σχέση με τον Βενιαμίν λέγεται ότι “οι Ιεβουσαίοι συνέχισαν να κατοικούν με αυτούς στην Ιερουσαλήμ”. (Ιη 15:63· Κρ 1:21) Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε επί τέσσερις περίπου αιώνες, η δε πόλη αναφερόταν μερικές φορές ως «Ιεβούς», «πόλη αλλοεθνών».—Κρ 19:10-12· 1Χρ 11:4, 5.
Στην Εποχή του Ενωμένου Βασιλείου. Η έδρα του Βασιλιά Σαούλ ήταν η Γαβαά στην περιοχή του Βενιαμίν. Η πρωτεύουσα του Βασιλιά Δαβίδ ήταν αρχικά η Χεβρών του Ιούδα, περίπου 30 χλμ. ΝΝΔ της Ιερουσαλήμ. Αφού ο Δαβίδ κυβέρνησε εκεί συνολικά εφτάμισι χρόνια (2Σα 5:5), αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Ιερουσαλήμ. Αυτό έγινε υπό θεϊκή κατεύθυνση (2Χρ 6:4-6), δεδομένου ότι αιώνες νωρίτερα ο Ιεχωβά είχε αναφερθεί στον “τόπο που θα εξέλεγε για να θέσει το όνομά του”.—Δευ 12:5· 26:2· παράβαλε 2Χρ 7:12.
Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή η πόλη των Ιεβουσαίων βρισκόταν στη νότια άκρη του ανατολικού υψώματος. Οι Ιεβουσαίοι είχαν την πεποίθηση ότι η οχυρωμένη πόλη τους ήταν απόρθητη, καθώς τα απότομα τοιχώματα των κοιλάδων πρόσφεραν φυσική άμυνα από τις τρεις πλευρές ενώ, πιθανότατα, υπήρχαν ειδικά οχυρώματα στο βορρά. Η πόλη ήταν γνωστή ως το «δυσπρόσιτο μέρος» (1Χρ 11:7), και οι Ιεβουσαίοι περιέπαιζαν τον Δαβίδ λέγοντας ότι ακόμη και “οι τυφλοί και οι κουτσοί της πόλης” μπορούσαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις του. Ο Δαβίδ, όμως, κατέλαβε την πόλη, και στην επίθεσή του πρωτοστάτησε ο Ιωάβ, ο οποίος προφανώς εισχώρησε στην πόλη μέσω «της σήραγγας του νερού». (2Σα 5:6-9· 1Χρ 11:4-8) Οι μελετητές δεν είναι απολύτως βέβαιοι για τη σημασία της εβραϊκής λέξης που μεταφράζεται εδώ “σήραγγα του νερού”, αλλά γενικά αποδέχονται αυτόν τον όρο ή άλλους παρόμοιους ως την πιθανότερη σημασία της. Η σύντομη αφήγηση δεν αναφέρει πώς ακριβώς διαρρήχθηκε η άμυνα της πόλης. Αφότου ανακαλύφτηκε η σήραγγα και το φρεάτιο που οδηγεί στην πηγή Γιών, η επικρατούσα άποψη είναι ότι ο Ιωάβ, επικεφαλής ορισμένων αντρών, ανέβηκε από αυτό το κάθετο φρεάτιο, πέρασε από την επικλινή σήραγγα και βρέθηκε μέσα στην πόλη διενεργώντας αιφνιδιαστική επίθεση. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 951) Είτε έτσι είτε αλλιώς, η πόλη καταλήφθηκε και ο Δαβίδ μετέφερε εκεί την πρωτεύουσά του (1070 Π.Κ.Χ.). Το οχυρό των Ιεβουσαίων ονομάστηκε τότε «Πόλη του Δαβίδ» και «Σιών».—2Σα 5:7.
Ο Δαβίδ άρχισε ένα οικοδομικό πρόγραμμα εντός της περιοχής, στο οποίο προφανώς περιλαμβανόταν και η βελτίωση του αμυντικού συστήματος της πόλης. (2Σα 5:9-11· 1Χρ 11:8) «Το Ύψωμα» (εβρ., χαμΜιλλώ’) που αναφέρεται εδώ (2Σα 5:9) και σε μεταγενέστερες αφηγήσεις (1Βα 9:15, 24· 11:27) ήταν κάποιο γεωγραφικό γνώρισμα ή χαρακτηριστικό οικοδόμημα της πόλης, πολύ γνωστό τότε αλλά απροσδιόριστο σήμερα. Όταν αργότερα ο Δαβίδ μετέφερε την ιερή «κιβωτό του Ιεχωβά» από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην Ιερουσαλήμ, η πόλη καταστάθηκε το θρησκευτικό, καθώς επίσης το διοικητικό, κέντρο του έθνους.—2Σα 6:11, 12, 17· βλέπε ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ· ΤΑΦΗ, ΤΑΦΟΣ· ΥΨΩΜΑ.
Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για επίθεση εχθρικών δυνάμεων στην Ιερουσαλήμ κατά τη βασιλεία του Δαβίδ, δεδομένου ότι αυτός μετέφερε το πεδίο της μάχης στις περιοχές των εχθρών του. (Παράβαλε 2Σα 5:17-25· 8:1-14· 11:1.) Σε μία περίπτωση, όμως, ο Δαβίδ θεώρησε κατάλληλο να εγκαταλείψει την πόλη ενόψει της προέλασης στασιαστικών δυνάμεων, επικεφαλής των οποίων ήταν ο ίδιος του ο γιος, ο Αβεσσαλώμ. Ο βασιλιάς μπορεί να υποχώρησε για να μη γίνει εμφύλιος πόλεμος και χυθεί αίμα σε αυτόν τον τόπο όπου είχε τεθεί το όνομα του Ιεχωβά. (2Σα 15:13-17) Όποιος και αν ήταν ο λόγος της υποχώρησης, αυτή οδήγησε στην εκπλήρωση της θεόπνευστης προφητείας του Νάθαν. (2Σα 12:11· 16:15-23) Ο Δαβίδ δεν επέτρεψε να φύγει και η κιβωτός της διαθήκης μαζί του, αλλά διέταξε τους πιστούς ιερείς να την επιστρέψουν στην πόλη, στην τοποθεσία που είχε εκλέξει ο Θεός. (2Σα 15:23-29) Η περιγραφή του αρχικού μέρους της φυγής του Δαβίδ στο Δεύτερο Σαμουήλ, κεφάλαιο 15, δίνει μια καλή εικόνα των γεωγραφικών χαρακτηριστικών της περιοχής στα Α της πόλης.
Προς το τέλος της διακυβέρνησής του, ο Δαβίδ άρχισε να προετοιμάζει οικοδομικά υλικά για το ναό. (1Χρ 22:1, 2· παράβαλε 1Βα 6:7.) Οι πέτρες που είχαν ήδη πελεκηθεί μπορεί να προέρχονταν από κάποιο λατομείο της περιοχής, διότι το βραχώδες υπόστρωμα της Ιερουσαλήμ κόβεται και σμιλεύεται εύκολα στο επιθυμητό μέγεθος και σχήμα, αλλά όταν εκτίθεται στον αέρα, σκληραίνει σχηματίζοντας ανθεκτικούς και ελκυστικούς δομικούς λίθους. Κοντά στη σημερινή Πύλη της Δαμασκού υπάρχουν ίχνη ενός αρχαίου λατομείου, από το οποίο έχουν εξαχθεί τεράστιες ποσότητες λίθων στην πάροδο του χρόνου.
Άλλη μια άποψη της τοπογραφίας των περιχώρων της Ιερουσαλήμ, αυτή τη φορά προς τα Α και τα Ν, δίνεται στην αφήγηση για τη χρίση του Σολομώντα κατ’ εντολήν του ηλικιωμένου Βασιλιά Δαβίδ. Ένας άλλος γιος, ο Αδωνίας, βρισκόταν στην πηγή Εν-ρογήλ, σχεδιάζοντας με δόλο να αρπάξει τη βασιλεία, τη στιγμή που ο Σολομών χριόταν στην πηγή Γιών. Η απόσταση ανάμεσα στα δύο σημεία ήταν τόσο μικρή (περ. 700 μ.) ώστε ο Αδωνίας και οι άλλοι συνωμότες άκουσαν το θόρυβο από το κέρας και τους εορτασμούς στη Γιών.—1Βα 1:5-9, 32-41.
Κατά τη βασιλεία του Σολομώντα έλαβαν χώρα σημαντικές εργασίες οικοδόμησης (ίσως και ανοικοδόμησης) μέσα στην πόλη, τα δε όριά της επεκτάθηκαν. (1Βα 3:1· 9:15-19, 24· 11:27· παράβαλε Εκ 2:3-6, 9.) Ο ναός, το εξοχότερο οικοδομικό έργο του Σολομώντα, μαζί με τις αυλές του χτίστηκε στο Όρος Μοριά, στην ανατολική ράχη, αλλά Β “της Πόλης του Δαβίδ”, κατά τα φαινόμενα στο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα ο Τρούλος του Βράχου. (2Χρ 3:1· 1Βα 6:37, 38· 7:12) Άλλα μεγάλα κτίρια εκεί κοντά ήταν η κατοικία ή το ανάκτορο του ίδιου του Σολομώντα, το κέδρινο Οίκημα του Δάσους του Λιβάνου, τα Προπύλαια των Στύλων και τα Προπύλαια του Θρόνου όπου εκδικάζονταν υποθέσεις. (1Βα 7:1-8) Αυτό το κτιριακό συγκρότημα βρισκόταν προφανώς Ν του ναού, στην ομαλή πλαγιά που κατηφόριζε προς την «Πόλη του Δαβίδ».—ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 752· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 748.
Διαιρεμένο Βασίλειο (997-607 Π.Κ.Χ.). Η ανταρσία του Ιεροβοάμ διαίρεσε το έθνος σε δύο βασίλεια, και η Ιερουσαλήμ ήταν πλέον η πρωτεύουσα μόνο δύο φυλών, του Βενιαμίν και του Ιούδα, υπό το γιο του Σολομώντα τον Ροβοάμ. Επίσης, Λευίτες και ιερείς μετακόμισαν στην πόλη όπου είχε τεθεί το όνομα του Ιεχωβά, ενισχύοντας τη βασιλεία του Ροβοάμ. (2Χρ 11:1-17) Η Ιερουσαλήμ δεν βρισκόταν πια στο κέντρο του βασιλείου από γεωγραφική άποψη, καθώς απείχε μόνο λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με το εχθρικό βόρειο δεκάφυλο βασίλειο. Μέσα σε πέντε χρόνια από το θάνατο του Σολομώντα, η πόλη υπέστη την πρώτη από πολλές εισβολές. Ο Βασιλιάς Σισάκ της Αιγύπτου επιτέθηκε στο βασίλειο του Ιούδα, αναμφίβολα θεωρώντας το ευάλωτο λόγω της συρρίκνωσής του. Εξαιτίας της απιστίας του έθνους, κατάφερε να μπει στην Ιερουσαλήμ και να αρπάξει τους θησαυρούς του ναού και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Μόνο χάρη στην εκδήλωση μετάνοιας χορηγήθηκε σε κάποιον βαθμό θεϊκή προστασία και αποτράπηκε η καταστροφή της πόλης.—1Βα 14:25, 26· 2Χρ 12:2-12.
Στη διάρκεια της βασιλείας του πιστού Βασιλιά Ασά, ο Βασιλιάς Βαασά του βόρειου βασιλείου προσπάθησε ανεπιτυχώς να ενισχύσει τα οχυρώματά του στα βόρεια σύνορα του Ιούδα ώστε να αποκλείσει τις διόδους προς αυτόν και να εμποδίσει την επικοινωνία με την Ιερουσαλήμ (πιθανώς δε και εκδηλώσεις οσιότητας προς το βασίλειο του Ιούδα από οποιουσδήποτε υπηκόους του). (1Βα 15:17-22) Η συνέχιση της αγνής λατρείας υπό τη διακυβέρνηση του Ιωσαφάτ, γιου του Ασά, έφερε θεϊκή προστασία και μεγάλα οφέλη στην πόλη, όπως βελτιωμένες διευθετήσεις για το χειρισμό των δικαστικών υποθέσεων.—2Χρ 19:8-11· 20:1, 22, 23, 27-30.
Σε όλη την υπόλοιπη ιστορία της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του βασιλείου του Ιούδα, επαναλαμβανόταν αυτό το μοτίβο. Η αληθινή λατρεία έφερνε την ευλογία και την προστασία του Ιεχωβά, ενώ η αποστασία οδηγούσε σε μεγάλα προβλήματα και έκανε την πόλη ευάλωτη σε επιθέσεις. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωράμ (913–περ. 907 Π.Κ.Χ.), του άπιστου γιου του Ιωσαφάτ, η πόλη υπέστη δεύτερη φορά εισβολή και λεηλασία από μια συμμαχία Αράβων-Φιλισταίων, παρά τα ισχυρά αμυντικά τείχη. (2Χρ 21:12-17) Τον επόμενο αιώνα, λόγω της παρέκκλισης του Βασιλιά Ιωάς από τη δίκαιη πορεία, οι συριακές δυνάμεις «άρχισαν να εισβάλλουν στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ», τα δε συμφραζόμενα αφήνουν να εννοηθεί ότι κατάφεραν να μπουν στην πόλη. (2Χρ 24:20-25) Στη διάρκεια της αποστασίας του Αμαζία, το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ εισέβαλε στον Ιούδα και κατεδάφισε περίπου 178 μ. από το ζωτικό βόρειο τείχος ανάμεσα στη Γωνιακή Πύλη (στη βορειοδυτική γωνία) και στην Πύλη του Εφραΐμ (Α της Γωνιακής Πύλης). (2Χρ 25:22-24) Είναι πιθανό ότι, πριν από αυτό, η πόλη είχε επεκταθεί φτάνοντας μέχρι και στη δυτική ράχη απέναντι από την κεντρική κοιλάδα.
Ο Βασιλιάς Οζίας (829-778 Π.Κ.Χ.) έκανε σημαντικές προσθήκες στο αμυντικό σύστημα της πόλης, οχυρώνοντας τη (βορειοδυτική) Γωνιακή Πύλη και την Πύλη της Κοιλάδας (στη νοτιοδυτική γωνία) με πύργους, καθώς επίσης ανεγείροντας έναν πύργο «στο Αντιστήριγμα» («στη Γωνία», RS, JB· «στη Στροφή», JP), προφανώς κάποιο τμήμα του ανατολικού τείχους, όχι μακριά από τα βασιλικά κτίρια είτε του Δαβίδ είτε του Σολομώντα. (2Χρ 26:9· Νε 3:24, 25) Επίσης, ο Οζίας εξόπλισε τους πύργους και τις γωνίες με «πολεμικές μηχανές», ίσως μηχανικούς καταπέλτες που εκτόξευαν βέλη και μεγάλες πέτρες. (2Χρ 26:14, 15) Ο γιος του ο Ιωθάμ συνέχισε το οικοδομικό πρόγραμμα.—2Χρ 27:3, 4.
Ο πιστός Βασιλιάς Εζεκίας, που κυβέρνησε μετά τον πατέρα του, τον αποστάτη Άχαζ, έκανε εργασίες καθαρισμού και επισκευές στην περιοχή του ναού και διοργάνωσε έναν μεγάλο εορτασμό του Πάσχα που προσέλκυσε στην Ιερουσαλήμ λάτρεις από όλη τη χώρα, ακόμη και από το βόρειο βασίλειο. (2Χρ 29:1-5, 18, 19· 30:1, 10-26) Εντούτοις, την ώθηση αυτή προς την αληθινή λατρεία διαδέχθηκε σύντομα μια επίθεση από ειδωλολατρικά στοιχεία, από ανθρώπους που ενέπαιξαν τον αληθινό Θεό του οποίου το όνομα είχε τεθεί στην Ιερουσαλήμ. Το 732 Π.Κ.Χ., οχτώ χρόνια μετά την κατάληψη του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ από την Ασσυρία, ο Ασσύριος Βασιλιάς Σενναχειρείμ σάρωσε την Παλαιστίνη και απέσπασε μερικά στρατεύματα για να απειλήσει την Ιερουσαλήμ. (2Χρ 32:1, 9) Ο Εζεκίας είχε προετοιμάσει την πόλη για πολιορκία. Έφραξε τις πηγές νερού έξω από την πόλη ώστε να τις κρύψει και να προκαλέσει δυσκολίες στον εχθρό, καθώς επίσης ενίσχυσε τα τείχη και τα οχύρωσε. (2Χρ 32:2-5, 27-30) Φαίνεται ότι “ο αγωγός” για την παροχή νερού στην πόλη από την πηγή Γιών υπήρχε ήδη εκείνη την εποχή—ίσως είχε κατασκευαστεί σε καιρό ειρήνης. (2Βα 20:20· 2Χρ 32:30) Αν, όπως πιστεύεται, ήταν ο αγωγός που περιλαμβάνει τη σήραγγα η οποία είχε λαξευτεί μέσα από την πλαγιά της Κοιλάδας Κιδρόν και κατέληγε στη Δεξαμενή του Σιλωάμ στην Κοιλάδα των Τυροποιών, τότε δεν επρόκειτο για μικρό έργο που θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μέσα σε λίγες ημέρες. (Βλέπε ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ [Παλαιστίνη και Συρία]· ΓΙΩΝ Αρ. 2.) Ούτως ή άλλως, η ισχύς της πόλης δεν ήταν τα αμυντικά της συστήματα και τα αποθέματά της, αλλά η προστατευτική δύναμη του Ιεχωβά Θεού, ο οποίος είπε: «Και θα υπερασπίσω οπωσδήποτε αυτή την πόλη ώστε να τη σώσω για χάρη δική μου και για χάρη του Δαβίδ του υπηρέτη μου». (2Βα 19:32-34) Η θαυματουργική εξολόθρευση 185.000 Ασσύριων στρατιωτών ανάγκασε τον Σενναχειρείμ να γυρίσει εσπευσμένα στην Ασσυρία. (2Βα 19:35, 36) Στα ασσυριακά χρονικά, τα οποία εξιστορούν την εκστρατεία, αναφέρεται κομπαστικά ότι ο Σενναχειρείμ έκλεισε τον Εζεκία στην Ιερουσαλήμ όπως ένα “πουλί μέσα στο κλουβί”, αλλά πουθενά δεν λέγεται ότι καταλήφθηκε η πόλη.—Βλέπε ΣΕΝΝΑΧΕΙΡΕΙΜ.
Στα χρόνια της βασιλείας του Μανασσή (716-662 Π.Κ.Χ.) οικοδομήθηκε περαιτέρω το τείχος κατά μήκος της Κοιλάδας Κιδρόν. Επίσης, το έθνος απομακρύνθηκε περισσότερο από την αληθινή λατρεία. (2Χρ 33:1-9, 14) Ο εγγονός του ο Ιωσίας αντέστρεψε προσωρινά αυτή την παρακμή, και στη διάρκεια της διακυβέρνησής του η Κοιλάδα του Εννόμ, όπου διεξάγονταν απαίσιες τελετές από ειδωλολάτρες, καταστάθηκε “ακατάλληλη για λατρεία”—πιθανώς βεβηλώθηκε με το να μετατραπεί σε σκουπιδότοπο της πόλης. (2Βα 23:10· 2Χρ 33:6) “Η Πύλη των Σωρών της Στάχτης” οδηγούσε προφανώς σε αυτή την κοιλάδα. (Νε 3:13, 14· βλέπε ΓΕΕΝΝΑ· ΕΝΝΟΜ, ΚΟΙΛΑΔΑ.) Στην εποχή του Ιωσία μνημονεύεται για πρώτη φορά το «δεύτερο τμήμα» της πόλης (η «νέα πόλη», JB). (2Βα 22:14· 2Χρ 34:22) Είναι γενικά παραδεκτό ότι αυτό το «δεύτερο τμήμα» ήταν ο τομέας της πόλης στα Δ ή στα ΒΔ της περιοχής του ναού.—Σοφ 1:10.
Μετά το θάνατο του Ιωσία, η κατάσταση της Ιερουσαλήμ εκτραχύνθηκε ταχύτατα, καθώς τέσσερις άπιστοι βασιλιάδες διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον. Στο όγδοο έτος του Βασιλιά Ιωακείμ, ο Ιούδας έγινε υποτελής στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας της ανταρσίας του Ιωακείμ τρία χρόνια αργότερα, οι Βαβυλώνιοι πολιόρκησαν επιτυχώς την Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα να λαφυραγωγηθούν οι θησαυροί της πόλης και να εκτοπιστεί ο τότε βασιλιάς, ο Ιωαχίν, καθώς και άλλοι πολίτες. (2Βα 24:1-16· 2Χρ 36:5-10) Ο Βασιλιάς Σεδεκίας, τον οποίο διόρισαν οι Βαβυλώνιοι, προσπάθησε να αποτινάξει το βαβυλωνιακό ζυγό, και στο ένατο έτος του (609 Π.Κ.Χ.) η Ιερουσαλήμ πολιορκήθηκε και πάλι. (2Βα 24:17-20· 25:1· 2Χρ 36:11-14) Μια αιγυπτιακή στρατιωτική δύναμη που στάλθηκε για να ανακουφίσει την Ιερουσαλήμ κατάφερε να απομακρύνει τους πολιορκητές μόνο προσωρινά. (Ιερ 37:5-10) Όπως είχε προφητεύσει ο Ιεχωβά μέσω του Ιερεμία, οι Βαβυλώνιοι επέστρεψαν και επανέλαβαν την πολιορκία. (Ιερ 34:1, 21, 22· 52:5-11) Ο Ιερεμίας πέρασε το τελευταίο μέρος της πολιορκίας φυλακισμένος «στην Αυλή της Φρουράς» (Ιερ 32:2· 38:28), η οποία συνδεόταν με «την Κατοικία του Βασιλιά». (Νε 3:25) Τελικά, στο 11ο έτος του Σεδεκία, 18 μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας η οποία επέφερε λιμοκτονία, αρρώστιες και θάνατο, ανοίχτηκε ρήγμα στα τείχη της Ιερουσαλήμ, και η πόλη καταλήφθηκε.—2Βα 25:2-4· Ιερ 39:1-3.
Ερήμωση και Αποκατάσταση. Το ρήγμα στα τείχη της πόλης ανοίχτηκε στις 9 του μήνα Ταμμούζ, το 607 Π.Κ.Χ. Έναν μήνα αργότερα, στις 10 του μήνα Αβ, ο εκπρόσωπος του Ναβουχοδονόσορα, ο Νεβουζαραδάν, μπήκε στην κατακτημένη πόλη και άρχισε το έργο της κατεδάφισης, καίγοντας το ναό και άλλα κτίρια και γκρεμίζοντας τα τείχη της πόλης. Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ και οι περισσότεροι κάτοικοί της εξορίστηκαν στη Βαβυλώνα και οι θησαυροί της πάρθηκαν ως λάφυρα.—2Βα 25:7-17· 2Χρ 36:17-20· Ιερ 52:12-20· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 326.
Η δήλωση του αρχαιολόγου Κοντέρ ότι «η ιστορία της κατεστραμμένης πόλης παραμένει άγραφη σελίδα μέχρι τον Κύρο» δεν ισχύει μόνο για την Ιερουσαλήμ αλλά και για ολόκληρη την επικράτεια του βασιλείου του Ιούδα. Ανόμοια με τους Ασσυρίους, ο Βαβυλώνιος βασιλιάς δεν μετέφερε άλλους λαούς στην κατακτημένη περιοχή για να αντικαταστήσει τους προηγούμενους κατοίκους. Άρχισε μια περίοδος 70 ετών ερήμωσης, ακριβώς όπως είχε προφητευτεί.—Ιερ 25:11· 2Χρ 36:21.
«Στο πρώτο έτος» (προφανώς ως ηγεμόνα της Βαβυλώνας) του Κύρου του Πέρση (538 Π.Κ.Χ.) εκδόθηκε το βασιλικό διάταγμα που άφηνε ελεύθερους τους εξόριστους Ιουδαίους να “ανεβούν στην Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στον Ιούδα, και να ανοικοδομήσουν τον οίκο του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ”. (Εσδ 1:1-4) Σε εκείνους που έκαναν το μακρινό ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ, μεταφέροντας θησαυρούς του ναού μαζί τους, περιλαμβάνονταν 42.360 άρρενες, εκτός από τους δούλους και τους επαγγελματίες τραγουδιστές. Έφτασαν έγκαιρα για να γιορτάσουν τη Γιορτή των Σκηνών το μήνα Τισρί (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) του 537 Π.Κ.Χ. (Εσδ 2:64, 65· 3:1-4) Η ανοικοδόμηση του ναού ξεκίνησε υπό την κατεύθυνση του Κυβερνήτη Ζοροβάβελ και, ύστερα από σοβαρές εξωτερικές παρεμβάσεις και την παρείσφρηση κάποιας αδιαφορίας μεταξύ των επαναπατρισμένων Ιουδαίων, τελικά ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 515 Π.Κ.Χ. Και άλλοι εξόριστοι επέστρεψαν μαζί με τον ιερέα-γραμματέα Έσδρα το 468 Π.Κ.Χ., φέρνοντας επιπρόσθετα πράγματα για «να δοθεί ωραιότητα στον οίκο του Ιεχωβά, ο οποίος βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ» (Εσδ 7:27), με την εξουσιοδότηση του Βασιλιά Αρταξέρξη (του Μακρόχειρα). Οι θησαυροί που έφεραν άξιζαν προφανώς περισσότερα από $43.000.000.—Εσδ 8:25-27.
Ενάμιση περίπου αιώνα μετά την κατάκτηση από τον Ναβουχοδονόσορα, τα τείχη και οι πύλες της πόλης ήταν ακόμη γκρεμισμένα. Ο Νεεμίας πήρε άδεια από τον Αρταξέρξη προκειμένου να πάει στην Ιερουσαλήμ και να διορθώσει αυτή την κατάσταση. (Νε 2:1-8) Η αφήγηση που ακολουθεί, σχετικά με τη νυχτερινή επιθεώρηση του Νεεμία και την ανάθεση του έργου της οικοδόμησης σε διαφορετικές οικογενειακές ομάδες, αποτελεί σπουδαία πηγή πληροφοριών για τη διάταξη της πόλης εκείνη την εποχή, ιδιαίτερα των πυλών της. (Νε 2:11-15· 3:1-32· βλέπε ΠΥΛΗ.) Αυτή η ανοικοδόμηση έλαβε χώρα σε εκπλήρωση της προφητείας του Δανιήλ και καθόρισε το έτος που σήμανε την αρχή των 70 προφητικών “εβδομάδων” όσον αφορά την έλευση του Μεσσία. (Δα 9:24-27) Αν και υπήρξαν παρενοχλήσεις, μέσα σε 52 ημέρες και μόνο, το έτος 455 Π.Κ.Χ., η Ιερουσαλήμ απέκτησε τείχος και πύλες.—Νε 4:1-23· 6:15· 7:1· βλέπε ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ («Από Τότε που θα Βγει ο Λόγος»).
Η Ιερουσαλήμ ήταν τώρα «ευρύχωρη και μεγάλη, [αλλά] λίγοι άνθρωποι βρίσκονταν μέσα σε αυτήν». (Νε 7:4) Μετά τη δημόσια ανάγνωση των Γραφών και τους εορτασμούς «στην πλατεία που υπήρχε απέναντι από την Πύλη των Υδάτων» στην ανατολική πλευρά της πόλης (Νε 3:26· 8:1-18), έκαναν διευθετήσεις να αυξηθεί ο πληθυσμός της φέρνοντας έναν στους δέκα Ισραηλίτες για να κατοικήσει εκεί. Αυτό έγινε με κλήρωση, παράλληλα όμως είναι φανερό ότι υπήρξαν και εθελοντές. (Νε 11:1, 2) Έλαβε χώρα ένα έργο πνευματικού καθαρισμού ώστε να αποκτήσει ο πληθυσμός της πόλης γερό θεμέλιο όσον αφορά την αληθινή λατρεία. (Νε 12:47–13:3) Ο Νεεμίας υπηρέτησε ως κυβερνήτης επί 12 χρόνια ή και περισσότερο, στη διάρκεια των οποίων έκανε ένα ταξίδι στην αυλή του Πέρση βασιλιά. Όταν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, διαπίστωσε ότι υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω καθαρισμό. (Νε 13:4-31) Το υπόμνημα των Εβραϊκών Γραφών ολοκληρώνεται με το δραστικό ξερίζωμα της αποστασίας που διενήργησε ο ίδιος, κάποια στιγμή μετά το έτος 443 Π.Κ.Χ.
Υπό την Κυριαρχία των Ελλήνων και των Μακκαβαίων. Η μετάβαση από τη μηδοπερσική στην ελληνική κυριαρχία έλαβε χώρα το 332 Π.Κ.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος προέλασε στον Ιούδα. Οι Έλληνες ιστορικοί δεν αναφέρουν αν ο Αλέξανδρος μπήκε στην Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, η πόλη περιήλθε όντως υπό την ελληνική κυριαρχία, και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο Αλέξανδρος δεν την παρέκαμψε εντελώς. Ο Ιώσηπος, του πρώτου αιώνα Κ.Χ., μεταφέρει την Ιουδαϊκή παράδοση σύμφωνα με την οποία, όταν ο Αλέξανδρος πλησίαζε στην Ιερουσαλήμ, βγήκε να τον προϋπαντήσει ο Ιουδαίος αρχιερέας ο οποίος και του έδειξε τις θεόπνευστες προφητείες του Δανιήλ που προέλεγαν τις αστραπιαίες κατακτήσεις της Ελλάδας. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΑ΄, 326-338 [viii, 4, 5]· Δα 8:5-7, 20, 21) Όπως και αν είχαν τα πράγματα, η Ιερουσαλήμ φαίνεται ότι έμεινε αλώβητη από αυτή την αλλαγή εξουσίας.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Ιερουσαλήμ και η Ιουδαία περιήλθαν υπό την κυριαρχία των Πτολεμαίων, οι οποίοι είχαν ως έδρα την Αίγυπτο. Το 198 Π.Κ.Χ., ο Αντίοχος ο Μέγας, ηγεμόνας της Συρίας, αφού εκπόρθησε την οχυρωμένη πόλη της Σιδώνας, κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, και η Ιουδαία ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. (Παράβαλε Δα 11:16.) Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Σελευκιδών 30 χρόνια. Κατόπιν, το έτος 168 Π.Κ.Χ., ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ΄ (ο Επιφανής), επιχειρώντας να εξελληνίσει τελείως τους Ιουδαίους, αφιέρωσε το ναό της Ιερουσαλήμ στον Δία και βεβήλωσε το θυσιαστήριο προσφέροντας μια ακάθαρτη θυσία. (Α΄ Μακκαβαίων 1:57, 62· Β΄ Μακκαβαίων 6:1, 2, 5· ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 335) Το γεγονός αυτό πυροδότησε την επανάσταση των Μακκαβαίων (ή Ασμοναίων). Ύστερα από έναν τριετή αγώνα, ο Ιούδας Μακκαβαίος έθεσε υπό τον έλεγχό του την πόλη και το ναό και αφιέρωσε εκ νέου το θυσιαστήριο του Ιεχωβά στην αληθινή λατρεία την ημέρα της επετείου της βεβήλωσής του, στις 25 του μήνα Χισλέβ, το 165 Π.Κ.Χ.—Α΄ Μακκαβαίων 4:52-54· Β΄ Μακκαβαίων 10:5· παράβαλε Ιωα 10:22.
Ο πόλεμος εναντίον των Σελευκιδών ηγεμόνων δεν είχε τελειώσει. Οι Ιουδαίοι επικαλέστηκαν τη βοήθεια της Ρώμης, και έτσι γύρω στο 160 Π.Κ.Χ. μια καινούρια δύναμη έκανε την εμφάνισή της στα ιστορικά δρώμενα της Ιερουσαλήμ. (Α΄ Μακκαβαίων 8:17, 18) Τώρα η Ιερουσαλήμ άρχισε να βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της επεκτεινόμενης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γύρω στο 142 Π.Κ.Χ., ο Σίμων Μακκαβαίος κατάφερε να κάνει την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα μιας περιοχής φαινομενικά απαλλαγμένης από υποτέλεια ή καταβολή φόρου σε κράτη Εθνικών. Μάλιστα ο Αριστόβουλος Α΄, ο αρχιερέας της Ιερουσαλήμ, ανακηρύχτηκε βασιλιάς το 104 Π.Κ.Χ. Δεν ήταν, όμως, από τη γραμμή του Δαβίδ.
Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν “πόλη ειρήνης” εκείνη την περίοδο. Οι εσωτερικές διαμάχες, οι οποίες πυροδοτούνταν από ιδιοτελείς φιλοδοξίες και επιτείνονταν από τις αντίπαλες θρησκευτικές φατρίες—τους Σαδδουκαίους, τους Φαρισαίους, τους Ζηλωτές και άλλους—εξασθένισαν σημαντικά την πόλη. Μια βίαιη διαμάχη ανάμεσα στον Αριστόβουλο Β΄ και στον αδελφό του τον Υρκανό είχε ως αποτέλεσμα να κληθεί η Ρώμη να μεσολαβήσει για την επίλυση της διαφοράς. Υπό τον στρατηγό Πομπήιο, οι ρωμαϊκές δυνάμεις πολιόρκησαν την Ιερουσαλήμ το 63 Π.Κ.Χ. επί τρεις μήνες προκειμένου να μπουν στην πόλη και να τακτοποιήσουν τη διαφορά. Αναφέρεται ότι πέθαναν 12.000 Ιουδαίοι, πολλοί από τα χέρια Ισραηλιτών.
Η γέφυρα πάνω από την Κοιλάδα των Τυροποιών μνημονεύεται για πρώτη φορά στην αφήγηση του Ιώσηπου σχετικά με την κατάκτηση από τον Πομπήιο. Η γέφυρα αυτή ένωνε το ανατολικό τμήμα της πόλης με το δυτικό και παρείχε σε όσους βρίσκονταν στη δυτική πλευρά άμεση πρόσβαση στην περιοχή του ναού.
Στη συνέχεια ο Ιδουμαίος Αντίπατρος (Β΄) έλαβε το διορισμό του Ρωμαίου κυβερνήτη της Ιουδαίας, ενώ επιτράπηκε σε έναν Μακκαβαίο να υπηρετεί ως αρχιερέας και τοπικός εθνάρχης στην Ιερουσαλήμ. Αργότερα, ο Ηρώδης (ο Μέγας), γιος του Αντίπατρου, διορίστηκε από τη Ρώμη «βασιλιάς» της Ιουδαίας, αλλά δεν μπόρεσε να θέσει την Ιερουσαλήμ υπό τον έλεγχό του παρά μόνο το 37 ή το 36 Π.Κ.Χ., χρονολογία από την οποία άρχισε στην ουσία η διακυβέρνησή του.
Υπό τον Ηρώδη τον Μέγα. Η διακυβέρνηση του Ηρώδη χαρακτηρίστηκε από ένα φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα, και η πόλη απόλαυσε μεγάλη ευημερία. Στα προϋπάρχοντα κτίρια προστέθηκε ένα θέατρο, ένα γυμνάσιο (γυμναστήριο) και ένας ιππόδρομος (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 535), καθώς και άλλα δημόσια κτίρια. Ο Ηρώδης έχτισε επίσης ένα καλά οχυρωμένο βασιλικό ανάκτορο (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 538), προφανώς στη δυτική πλευρά της πόλης, Ν της σημερινής Πύλης της Ιόππης, όπου οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι έχουν βρει το θεμέλιο ενός από τους πύργους. Ένα άλλο οχυρό, το Φρούριο Αντωνία, βρισκόταν κοντά στο ναό και συνδεόταν με αυτόν με ένα πέρασμα. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 535· Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 424 [xi, 7]) Με αυτόν τον τρόπο η ρωμαϊκή φρουρά μπορούσε να φτάσει γρήγορα στην περιοχή του ναού, όπως πιθανώς συνέβη όταν οι στρατιώτες έσωσαν τον Παύλο από έναν όχλο εκεί.—Πρ 21:31, 32.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο έργο του Ηρώδη ήταν η ανοικοδόμηση του ναού και των υπόλοιπων κτισμάτων του. Ο άγιος οίκος, που άρχισε να ανοικοδομείται το 18ο έτος του Ηρώδη (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 380 [xi, 1]), ολοκληρώθηκε σε ενάμιση χρόνο, αλλά οι εργασίες στα παρακείμενα κτίσματα και στις αυλές εξακολούθησαν πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. (Ιωα 2:20) Η συνολική περιοχή που διαμορφώθηκε ήταν περίπου διπλάσια από την περιοχή του προηγούμενου ναού. Προφανώς ένα τμήμα του τείχους της αυλής του ναού υπάρχει ακόμη, γνωστό σήμερα ως το Δυτικό Τείχος ή το Τείχος των Θρήνων. Οι αρχαιολόγοι ανάγουν τις χαμηλότερες σειρές των τεράστιων δομικών λίθων ύψους 0,9 μ. στην εποχή της Ηρωδιανής κατασκευής.
Από το 2 Π.Κ.Χ. ως το 70 Κ.Χ. Την εξιστόρηση των γεγονότων σχετικά με την Ιερουσαλήμ συνεχίζουν τώρα οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Ο Ιησούς γεννήθηκε, όχι στην Ιερουσαλήμ, αλλά στην κοντινή Βηθλεέμ, την «πόλη του Δαβίδ». (Λου 2:10, 11) Ωστόσο, η είδηση που μετέφεραν κατόπιν οι αστρολόγοι για τη γέννηση “του βασιλιά των Ιουδαίων” έκανε τον Ηρώδη και “μαζί του όλη την Ιερουσαλήμ” να ταραχτούν. (Ματ 2:1-3) Λίγο καιρό αφότου εξέδωσε το διαβόητο διάταγμα για τη θανάτωση των νηπίων της Βηθλεέμ, ο Ηρώδης πέθανε, προφανώς το έτος 1 Π.Κ.Χ. (Βλέπε ΗΡΩΔΗΣ Αρ. 1.) Ο γιος του ο Αρχέλαος κληρονόμησε τη διακυβέρνηση της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας καθώς και άλλων περιοχών. Αργότερα η Ρώμη απομάκρυνε τον Αρχέλαο για ατασθαλίες, και έκτοτε διοικούσαν κυβερνήτες διορισμένοι κατευθείαν από τη Ρώμη, όπως ο Πόντιος Πιλάτος στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού.—Λου 3:1.
Ο Ιησούς φέρθηκε στην Ιερουσαλήμ 40 ημέρες μετά τη γέννησή του, όπου τον παρουσίασαν στο ναό ως τον πρωτότοκο της Μαρίας. Ο Συμεών και η Άννα, δύο ηλικιωμένα άτομα, χάρηκαν όταν είδαν τον υποσχεμένο Μεσσία, και η Άννα μίλησε για αυτόν «σε όλους εκείνους που περίμεναν την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ». (Λου 2:21-38· παράβαλε Λευ 12:2-4.) Δεν αναφέρεται πόσες φορές ακόμη οδηγήθηκε ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ κατά την παιδική του ηλικία—έχει καταγραφεί συγκεκριμένα μόνο μία επίσκεψη, η οποία έγινε όταν ήταν 12 χρονών. Σε εκείνη την περίπτωση συζήτησε με τους δασκάλους στην περιοχή του ναού, μένοντας έτσι απασχολημένος στον “οίκο του Πατέρα του”, στην πόλη που είχε εκλέξει ο Πατέρας του.—Λου 2:41-49.
Μετά το βάφτισμά του και στη διάρκεια των τριάμισι ετών της διακονίας του, ο Ιησούς επισκεπτόταν κατά καιρούς την Ιερουσαλήμ. Είναι βέβαιο ότι πήγαινε εκεί για τις τρεις ετήσιες γιορτές, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται όλοι οι άρρενες Ιουδαίοι. (Εξ 23:14-17) Μεγάλο μέρος του χρόνου του, όμως, το περνούσε εκτός της πρωτεύουσας, κηρύττοντας και διδάσκοντας στη Γαλιλαία και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Εκτός από την περιοχή του ναού, όπου ο Ιησούς δίδασκε συχνά, λίγα είναι τα άλλα επιμέρους σημεία της πόλης που αναφέρονται σε σχέση με τη διακονία του. Η Δεξαμενή Βηθζαθά με τις πέντε στοές της (Ιωα 5:2) πιστεύεται ότι είναι αυτή που ανασκάφηκε ακριβώς Β της περιοχής του ναού. (Βλέπε ΒΗΘΖΑΘΑ.) Η Δεξαμενή του Σιλωάμ βρίσκεται σε μια πλαγιά του νότιου τμήματος της ανατολικής ράχης, τροφοδοτούμενη από την πηγή Γιών μέσω του αγωγού και της σήραγγας που αποδίδονται στον Εζεκία. (Ιωα 9:11· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 949) Μια λεπτομερέστερη εικόνα δίνεται στα πλαίσια της τελευταίας επίσκεψης του Ιησού στην Ιερουσαλήμ.—ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 742· ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 743.
Έξι ημέρες πριν από τη γιορτή του Πάσχα του 33 Κ.Χ., ο Ιησούς έφτασε στη Βηθανία, στην ανατολική πλευρά του Όρους των Ελαιών. Την επόμενη ημέρα, στις 9 Νισάν, ως ο χρισμένος Βασιλιάς του Ιεχωβά, πλησίασε στην πρωτεύουσα ανεβασμένος στο πουλάρι ενός γαϊδουριού, σε εκπλήρωση της προφητείας του εδαφίου Ζαχαρίας 9:9. (Ματ 21:1-9) Καθώς κατέβαινε από το Όρος των Ελαιών, σταμάτησε, κοίταξε την πόλη και έκλαψε για αυτήν, προλέγοντας παραστατικά την επερχόμενη πολιορκία και ερήμωση που θα υφίστατο. (Λου 19:37-44) Όταν μπήκε στην πόλη, ίσως από μια πύλη του ανατολικού τείχους, ολόκληρη η πόλη «αναστατώθηκε», διότι τα νέα διαδίδονταν γρήγορα στη σχετικά μικρή αυτή περιοχή.—Ματ 21:10.
Στο υπόλοιπο διάστημα, κατά το οποίο την ημέρα βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ και τη νύχτα στη Βηθανία (Λου 21:37, 38), ο Ιησούς καθάρισε την περιοχή του ναού από τους κερδοσκόπους εμπόρους (Ματ 21:12, 13), όπως είχε κάνει και περίπου τρία χρόνια νωρίτερα. (Ιωα 2:13-16) Στις 11 Νισάν, καθώς βρισκόταν με τέσσερις από τους μαθητές του στο Όρος των Ελαιών από όπου φαινόταν η πόλη και ο ναός της, είπε τη σπουδαία προφητεία του σχετικά με την επερχόμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ και “την τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων”, καθώς και σχετικά με την παρουσία του. (Ματ 24· Μαρ 13· Λου 21) Στις 13 Νισάν ο Πέτρος και ο Ιωάννης έκαναν τις ετοιμασίες για το πασχαλινό γεύμα σε ένα ανώγειο στην Ιερουσαλήμ όπου, το βράδυ (στην αρχή της 14ης Νισάν), ο Ιησούς συμμετείχε σε εκείνο το εορταστικό γεύμα μαζί με τους αποστόλους του. Μετά τη συζήτηση που είχε μαζί τους, βγήκαν από την πόλη, διέσχισαν “το χείμαρρο Κιδρόν” και ανηφόρισαν στις πλαγιές του Όρους των Ελαιών κατευθυνόμενοι προς τον κήπο που ονομαζόταν Γεθσημανή. (Ματ 26:36· Λου 22:39· Ιωα 18:1, 2) Γεθσημανή σημαίνει «Ελαιοπιεστήριο», και σε εκείνη την πλαγιά υπάρχουν ακόμη ελαιόδεντρα πολύ μεγάλης ηλικίας. Σήμερα, όμως, μπορούν να γίνουν μόνο εικασίες για το ποια ήταν η ακριβής θέση του κήπου.—Βλέπε ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ.
Εκείνη τη νύχτα ο Ιησούς συνελήφθη και οδηγήθηκε πίσω στην Ιερουσαλήμ, στους ιερείς Άννα και Καϊάφα και στην αίθουσα του Σάνχεδριν για να δικαστεί. (Ματ 26:57–27:1· Ιωα 18:13-27) Από εκεί, την αυγή, φέρθηκε ενώπιον του Πιλάτου «στο ανάκτορο του κυβερνήτη» (Ματ 27:2· Μαρ 15:1, 16) και κατόπιν στον Ηρώδη Αντίπα, που βρισκόταν και αυτός τότε στην Ιερουσαλήμ. (Λου 23:6, 7) Τελικά, τον γύρισαν πίσω στον Πιλάτο για την έκδοση της τελικής απόφασης στο «Λιθόστρωτο», που ονομαζόταν «Γαββαθά» στην εβραϊκή.—Λου 23:11· Ιωα 19:13· βλέπε ΛΙΘΟΣΤΡΩΤΟ.
Ο Γολγοθάς, που σημαίνει «Κρανίο [Κρανίου Τόπος]», ήταν το μέρος όπου ο Ιησούς κρεμάστηκε στο ξύλο. (Ματ 27:33-35· Λου 23:33) Η τοποθεσία αυτή, μολονότι βρισκόταν προφανώς έξω από τα τείχη της πόλης, πιθανότατα προς το Β, δεν μπορεί να προσδιοριστεί σήμερα με βεβαιότητα. (Βλέπε ΓΟΛΓΟΘΑΣ.) Το ίδιο αληθεύει και για τον τόπο ταφής του Ιησού.—ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 948.
“Ο αγρός του αγγειοπλάστη όπου θάβονταν ξένοι”, ο οποίος αγοράστηκε με τα χρήματα της δωροδοκίας που πέταξε ο Ιούδας στους ιερείς (Ματ 27:5-7), ταυτίζεται, σύμφωνα με την παράδοση, με μια τοποθεσία στη νότια πλευρά της Κοιλάδας του Εννόμ, κοντά στη συμβολή της με τον Κιδρόν. Σε αυτόν το χώρο υπάρχουν πολλά μνήματα.—Βλέπε ΑΚΕΛΔΑΜΑ.
Κατά την αποστολική περίοδο. Μετά την ανάστασή του, ο Ιησούς έδωσε εντολές στους μαθητές του να μη φύγουν τότε από την Ιερουσαλήμ. (Λου 24:49· Πρ 1:4) Η Ιερουσαλήμ επρόκειτο να αποτελέσει την αφετηρία του κηρύγματος μετάνοιας για συγχώρηση αμαρτιών με βάση το όνομα του Χριστού. (Λου 24:46-48) Δέκα ημέρες μετά την ανάληψή του στον ουρανό, οι μαθητές, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα ανώγειο, χρίστηκαν με άγιο πνεύμα. (Πρ 1:13, 14· 2:1-4) Η Ιερουσαλήμ ήταν κατάμεστη από Ιουδαίους και προσήλυτους από όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί για τη Γιορτή της Πεντηκοστής. Η μαρτυρία που έδωσαν οι γεμάτοι από το πνεύμα Χριστιανοί είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν χιλιάδες άτομα βαφτισμένοι μαθητές. Καθώς χιλιάδες έδιναν μαρτυρία για την πίστη τους, δεν είναι άξιο απορίας που οι οργισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες κραύγασαν: «Ορίστε! έχετε γεμίσει την Ιερουσαλήμ με τη διδασκαλία σας». (Πρ 5:28) Τα θαύματα που επιτελούνταν πρόσθεταν κύρος στη μαρτυρία, όπως για παράδειγμα η θεραπεία του κουτσού ζητιάνου «στην πόρτα του ναού που ονομαζόταν Ωραία», πιθανώς στην ανατολική πύλη της Αυλής των Γυναικών.—Πρ 3:2, 6, 7.
Ακόμη και όταν η μαρτυρία άρχισε να απλώνεται έξω από την Ιερουσαλήμ στη «Σαμάρεια και ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης» (Πρ 1:8), η Ιερουσαλήμ εξακολούθησε να είναι η έδρα του κυβερνώντος σώματος της Χριστιανικής εκκλησίας. Ο διωγμός ανάγκασε πολύ γρήγορα “όλους, εκτός από τους αποστόλους, να διασκορπιστούν μέσα στις περιοχές της Ιουδαίας και της Σαμάρειας”. (Πρ 8:1· παράβαλε Γα 1:17-19· 2:1-9.) Από την Ιερουσαλήμ στάλθηκαν ορισμένοι απόστολοι και μαθητές να βοηθήσουν καινούριες ομάδες πιστών, όπως αυτή που υπήρχε στη Σαμάρεια. (Πρ 8:14· 11:19-22, 27) Ο Σαύλος από την Ταρσό (Παύλος) έκρινε γρήγορα σκόπιμο να συντομεύσει την πρώτη του επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ ως Χριστιανός επειδή οργανώνονταν απόπειρες δολοφονίας σε βάρος του. (Πρ 9:26-30) Αλλά υπήρχαν και περίοδοι ηρεμίας. (Πρ 9:31) Εδώ εξέθεσε ο Πέτρος στη Χριστιανική σύναξη το πώς έκανε ο Θεός δεκτούς τους πιστούς από τα έθνη και εδώ, επίσης, διευθετήθηκε το ζήτημα της περιτομής και άλλα σχετικά θέματα.—Πρ 11:1-4, 18· 15:1, 2, 22-29· Γα 2:1, 2.
Ο Ιησούς είχε χαρακτηρίσει την Ιερουσαλήμ ως «αυτή που σκοτώνει τους προφήτες και λιθοβολεί τους απεσταλμένους σε αυτήν». (Ματ 23:37· παράβαλε εδ. 34-36.) Μολονότι πολλοί κάτοικοί της εκδήλωσαν πίστη στον Γιο του Θεού, η πόλη ως σύνολο συνέχισε να ακολουθεί τα πρότυπα του παρελθόντος. Γι’ αυτό, “ο οίκος της εγκαταλείφθηκε σε αυτήν”. (Ματ 23:38) Το 66 Κ.Χ. μια Ιουδαϊκή εξέγερση έφερε στην πόλη τις ρωμαϊκές δυνάμεις υπό τον Κέστιο Γάλλο, οι οποίες την περικύκλωσαν και προωθήθηκαν μέχρι και τα τείχη του ναού. Ξαφνικά ο Κέστιος Γάλλος αποσύρθηκε χωρίς προφανή λόγο. Αυτό επέτρεψε στους Χριστιανούς να εφαρμόσουν τις οδηγίες του Ιησού: «Τότε εκείνοι που είναι στην Ιουδαία ας αρχίσουν να φεύγουν στα βουνά, και εκείνοι που είναι στο μέσο της [Ιερουσαλήμ] ας αποσυρθούν, και εκείνοι που είναι στην ύπαιθρο ας μην μπουν σε αυτήν». (Λου 21:20-22) Ο Ευσέβιος, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (3, 5, 3), αναφέρει ότι οι Χριστιανοί έφυγαν από την Ιερουσαλήμ και από όλη τη γη της Ιουδαίας και πήγαν σε μια πόλη της Περαίας που ονομαζόταν Πέλλα.
Η ηρεμία που απόλαυσε η Ιερουσαλήμ λόγω της αποχώρησης των Ρωμαίων ήταν βραχύβια, όπως είχε συμβεί και όταν οι Βαβυλώνιοι αποχώρησαν προσωρινά για να συγκρουστούν με τους Αιγυπτίους προς το τέλος της βασιλείας του Σεδεκία. Οι ρωμαϊκές δυνάμεις επέστρεψαν ενισχυμένες το 70 Κ.Χ. υπό τον στρατηγό Τίτο και πολιόρκησαν την πόλη, η οποία ήταν τότε κατάμεστη λόγω του εορτασμού του Πάσχα. Οι Ρωμαίοι ύψωσαν πολιορκητικά αναχώματα και έστησαν γύρω από ολόκληρη την πόλη ένα συνεχόμενο περιτείχισμα ή φράχτη, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα. Και αυτό, επίσης, αποτελούσε εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού. (Λου 19:43) Μέσα στην πόλη αντίπαλες φατρίες φιλονικούσαν και μάχονταν, μεγάλο μέρος του αποθέματος σε τρόφιμα καταστράφηκε και όσοι συλλαμβάνονταν ενώ προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη εκτελούνταν ως προδότες. Ο Ιώσηπος, η πηγή αυτών των πληροφοριών, αφηγείται ότι τελικά η πείνα έγινε τόσο ανυπόφορη ώστε οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να φάνε ξερά χόρτα και δέρματα, ακόμη και τα ίδια τους τα παιδιά. (Παράβαλε Θρ 2:11, 12, 19, 20· Δευ 28:56, 57.) Οι πείσμονες ηγέτες της πόλης απέρριπταν συνεχώς τις προτάσεις ειρήνης που έκανε ο Τίτος.
Τελικά οι Ρωμαίοι άνοιξαν με μεθοδικότητα ρήγματα στα τείχη και τα στρατεύματά τους εισέβαλαν στην πόλη. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 752) Παρά τις διαταγές προς το αντίθετο, ο ναός πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, αυτό έλαβε χώρα στην επέτειο της καταστροφής του πρώτου ναού από τον Ναβουχοδονόσορα αιώνες πρωτύτερα. Στην αφήγησή του ο Ιώσηπος λέει επίσης ότι το αρχειοφυλάκιο, στο οποίο φυλάσσονταν τα γενεαλογικά αρχεία της φυλετικής και οικογενειακής καταγωγής και τα κληρονομικά δικαιώματα, κάηκε. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, ΣΤ΄, 250, 251 [iv, 5]· Β΄, 426-428 [xvii, 6]· ΣΤ΄, 354 [vi, 3]) Με αυτόν τον τρόπο, το νομικό μέσο για τον προσδιορισμό της γενεαλογικής γραμμής των μελών της Μεσσιανικής φυλής του Ιούδα και της ιερατικής φυλής του Λευί έπαψε να υφίσταται.
Μέσα σε 4 μόλις μήνες και 25 ημέρες—από τις 3 Απριλίου ως τις 30 Αυγούστου του 70 Κ.Χ.—η κατάκτηση είχε ολοκληρωθεί. Επομένως, η θλίψη, αν και έντονη, ήταν αξιοσημείωτα σύντομη. Αναμφίβολα, η παράλογη στάση και συμπεριφορά των Ιουδαίων που βρίσκονταν μέσα στην πόλη συνέτεινε σε αυτή τη σύντομη διάρκεια. Μολονότι ο Ιώσηπος ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών σε 1.100.000, υπήρχαν επιζώντες. Πιάστηκαν 97.000 αιχμάλωτοι, πολλοί από τους οποίους στάλθηκαν ως δούλοι στην Αίγυπτο ή θανατώθηκαν από σπαθί ή από θηρία στα θέατρα των ρωμαϊκών επαρχιών. Και αυτό, επίσης, αποτέλεσε εκπλήρωση θεϊκής προφητείας.—Δευ 28:68.
Ολόκληρη η πόλη κατεδαφίστηκε, και μόνο οι πύργοι του ανακτόρου του Ηρώδη και ένα τμήμα του δυτικού τείχους απέμειναν όρθια για να δείχνουν στις επόμενες γενιές ότι τα ισχυρά αμυντικά έργα είχαν αποδειχτεί ανώφελα. Ο Ιώσηπος παρατηρεί πως, εκτός από αυτά τα απομεινάρια, «όλο το υπόλοιπο τείχος που περιέβαλλε την πόλη ισοπεδώθηκε σε τέτοιον βαθμό ώστε να μην μπορούν οι μελλοντικοί επισκέπτες της να πιστέψουν ότι είχε ποτέ κατοικηθεί». (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ζ΄, 3 [i, 1]) Ένα ανάγλυφο στην Αψίδα του Τίτου στη Ρώμη απεικονίζει Ρωμαίους στρατιώτες να μεταφέρουν ιερά σκεύη του κατεστραμμένου ναού.—Παράβαλε Ματ 24:2· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 752.
Μεταγενέστερες Περίοδοι. Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε ουσιαστικά ερημωμένη μέχρι περίπου το 130 Κ.Χ., όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός διέταξε να χτιστεί μια καινούρια πόλη, με το όνομα Αιλία Καπιτωλίνα. Αυτό πυροδότησε μια Ιουδαϊκή εξέγερση υπό τον Μπαρ Κοχμπά (132-135 Κ.Χ.), η οποία είχε πρόσκαιρη επιτυχία αλλά κατόπιν καταπνίγηκε. Επί δύο σχεδόν αιώνες, η είσοδος στην πόλη που είχαν χτίσει οι Ρωμαίοι ήταν απαγορευμένη στους Ιουδαίους. Τον τέταρτο αιώνα, η Ελένη, η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πήγε στην Ιερουσαλήμ και άρχισε να προσδιορίζει τη θέση των πολλών αποκαλούμενων ιερών τόπων και προσκυνημάτων. Μεταγενέστερα η πόλη κατακτήθηκε από τους Μουσουλμάνους. Σήμερα υπάρχουν δύο Ισλαμικά κτίσματα στο Όρος του Ναού. Στα τέλη του έβδομου αιώνα ο Χαλίφης Αμπντ αλ Μαλίκ ιμπν Μαρουάν έχτισε τον Τρούλο του Βράχου στη θέση του ναού ή εκεί κοντά. Μολονότι αποκαλείται επίσης τέμενος, στην πραγματικότητα είναι τόπος προσκυνήματος. Νότια από τον Τρούλο του Βράχου βρίσκεται το τέμενος ελ-Άκσα, το οποίο χτίστηκε αρχικά τον όγδοο αιώνα, αλλά ανοικοδομήθηκε ευρέως τον ενδέκατο αιώνα.
Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από γεωγραφικές τοποθεσίες σχετικές με την Ιερουσαλήμ, βλέπε λήμματα όπως τα ακόλουθα: ΕΛΑΙΩΝ, ΟΡΟΣ· ΕΝ-ΡΟΓΗΛ· ΚΙΔΡΟΝ, ΚΟΙΛΑΔΑ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ· ΜΑΚΤΕΣ· ΝΑΟΣ· ΟΦΗΛ και ΣΙΩΝ.
Η Σημασία της Πόλης. Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν απλώς η πρωτεύουσα ενός επίγειου έθνους. Ήταν η μόνη πόλη σε όλη τη γη όπου ο Ιεχωβά Θεός είχε θέσει το όνομά του. (1Βα 11:36) Αφότου μεταφέρθηκε εκεί η κιβωτός της διαθήκης, η οποία συνδεόταν με την παρουσία του Θεού, και ακόμη περισσότερο όταν χτίστηκε εκεί το αγιαστήριο του ναού, ή αλλιώς ο οίκος του Θεού, η Ιερουσαλήμ έγινε η συμβολική «κατοικία» του Ιεχωβά, «ο τόπος της ανάπαυσής» του. (Ψλ 78:68, 69· 132:13, 14· 135:21· παράβαλε 2Σα 7:1-7, 12, 13.) Επειδή οι βασιλιάδες της Δαβιδικής γραμμής ήταν οι χρισμένοι του Θεού, οι οποίοι κάθονταν στο «θρόνο του Ιεχωβά» (1Χρ 29:23· Ψλ 122:3-5), η ίδια η Ιερουσαλήμ καλούνταν επίσης ο “θρόνος του Ιεχωβά”, οι δε φυλές ή τα έθνη που στρέφονταν σε αυτήν, αναγνωρίζοντας την κυριαρχία του Θεού, στην ουσία συναθροίζονταν στο όνομα του Ιεχωβά. (Ιερ 3:17· Ψλ 122:1-4· Ησ 27:13) Όσοι εχθρεύονταν ή μάχονταν την Ιερουσαλήμ στην πραγματικότητα εναντιώνονταν στην έκφραση της κυριαρχίας του Θεού. Κάτι τέτοιο ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε, δεδομένης της προφητικής δήλωσης στο εδάφιο Γένεση 3:15.
Συνεπώς, η Ιερουσαλήμ συμβόλιζε την έδρα της θεϊκά εγκαθιδρυμένης κυβέρνησης, ή αλλιώς της τυπικής βασιλείας του Θεού. Από αυτήν έβγαινε ο νόμος του Θεού, ο λόγος του και η ευλογία του. (Μιχ 4:2· Ψλ 128:5) Επομένως, όσοι εργάζονταν για την ειρήνη και το καλό της Ιερουσαλήμ εργάζονταν για την επιτυχία του δίκαιου σκοπού του Θεού, για την ευόδωση του θελήματός του. (Ψλ 122:6-9) Μολονότι η Ιερουσαλήμ ήταν χτισμένη ανάμεσα στα βουνά του Ιούδα και σίγουρα είχε εντυπωσιακή όψη, η πραγματική επιβλητικότητα και ωραιότητά της πήγαζε από τον τρόπο με τον οποίο την είχε τιμήσει και την είχε δοξάσει ο Ιεχωβά Θεός, ώστε να αποτελεί για αυτόν «στέμμα ωραιότητας».—Ψλ 48:1-3, 11-14· 50:2· Ησ 62:1-7.
Εφόσον τα νοήμονα πλάσματα του Ιεχωβά είναι πρωτίστως εκείνα που αποδίδουν αίνο σε αυτόν και εκτελούν το θέλημά του, δεν καθόριζαν τα κτίρια της πόλης το αν εκείνος θα συνέχιζε να τη χρησιμοποιεί, αλλά οι κάτοικοί της—κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, ιερείς και λαός. (Ψλ 102:18-22· Ησ 26:1, 2) Ενόσω αυτοί ήταν πιστοί, τιμώντας το όνομα του Ιεχωβά με τα λόγια και την πορεία της ζωής τους, εκείνος ευλογούσε και υπερασπιζόταν την Ιερουσαλήμ. (Ψλ 125:1, 2· Ησ 31:4, 5) Η δυσμένεια του Ιεχωβά επήλθε γρήγορα στο λαό και στους βασιλιάδες τους εξαιτίας της αποστατικής πορείας που ακολούθησε η πλειονότητα. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Ιεχωβά ανήγγειλε την πρόθεσή του να απορρίψει την πόλη η οποία στο παρελθόν έφερε το όνομά του. (2Βα 21:12-15· 23:27) Θα αφαιρούσε από την πόλη «ενίσχυση και υποστήριγμα», πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να γεμίσει η Ιερουσαλήμ τυραννία, νεανική εγκληματικότητα, έλλειψη σεβασμού για τους άντρες που κατείχαν αξιότιμες θέσεις, καθώς και να υποστεί υποβιβασμό και μεγάλη ταπείνωση. (Ησ 3:1-8, 16-26) Μολονότι ο Ιεχωβά Θεός αποκατέστησε την πόλη 70 χρόνια αφότου επέτρεψε να καταστραφεί από τη Βαβυλώνα, κάνοντάς την να έχει και πάλι ωραιότητα ως το χαρούμενο κέντρο της αληθινής λατρείας στη γη (Ησ 52:1-9· 65:17-19), ο λαός και οι ηγέτες του επέστρεψαν ξανά στην αποστατική τους πορεία.
Ο Ιεχωβά διατήρησε την πόλη ωσότου έστειλε τον Γιο του στη γη. Έπρεπε να υπάρχει αυτή για να εκπληρωθούν οι Μεσσιανικές προφητείες. (Ησ 28:16· 52:7· Ζαχ 9:9) Η αποστατική πορεία του Ισραήλ κορυφώθηκε με το κρέμασμα του Μεσσία, του Ιησού Χριστού, στο ξύλο. (Παράβαλε Ματ 21:33-41.) Το γεγονός ότι αυτό έλαβε χώρα στην Ιερουσαλήμ, με την υποκίνηση των ηγετών του έθνους και με την υποστήριξη του λαού, έκανε βέβαιη την απόλυτη και μη αναστρέψιμη απόρριψη της πόλης από τον Θεό ως αυτής που τον αντιπροσώπευε και έφερε το όνομά του. (Παράβαλε Ματ 16:21· Λου 13:33-35.) Ούτε ο Ιησούς ούτε οι απόστολοί του προείπαν ότι θα γινόταν κάποια αποκατάσταση της επίγειας Ιερουσαλήμ και του ναού της από τον Θεό μετά τη θεϊκά διατεταγμένη καταστροφή της πόλης, η οποία συνέβη το 70 Κ.Χ.
Παρ’ όλα αυτά, το όνομα Ιερουσαλήμ συνέχισε να χρησιμοποιείται ως σύμβολο κάποιου πράγματος μεγαλύτερου από την επίγεια πόλη. Μέσω θεϊκής έμπνευσης, ο απόστολος Παύλος αποκάλυψε ότι υπάρχει κάποια «άνω Ιερουσαλήμ», την οποία αποκαλεί «μητέρα» των χρισμένων Χριστιανών. (Γα 4:25, 26) Αυτό τοποθετεί την «άνω Ιερουσαλήμ» στη θέση της συζύγου του Ιεχωβά Θεού, του μεγάλου Πατέρα και Ζωοδότη. Όταν η επίγεια Ιερουσαλήμ χρησιμοποιούνταν ως η κυριότερη πόλη του εκλεκτού έθνους του Θεού, αποκαλούνταν και αυτή επίσης γυναίκα, παντρεμένη με τον Θεό, δεμένη μαζί του με άγιους δεσμούς σε μια σχέση διαθήκης. (Ησ 51:17, 21, 22· 54:1, 5· 60:1, 14) Συμβόλιζε, λοιπόν, ή αλλιώς αντιπροσώπευε, ολόκληρη την εκκλησία των ανθρώπινων υπηρετών του Θεού. Επομένως, «η άνω Ιερουσαλήμ» πρέπει να αντιπροσωπεύει ολόκληρη την εκκλησία των όσιων πνευματικών υπηρετών του Ιεχωβά.
Η νέα Ιερουσαλήμ. Στη θεόπνευστη Αποκάλυψη, ο απόστολος Ιωάννης καταγράφει πληροφορίες σχετικά με τη “νέα Ιερουσαλήμ”. (Απ 3:12) Σε όραμα ο Ιωάννης βλέπει αυτή «την άγια πόλη . . . να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό, και να είναι ετοιμασμένη σαν νύφη στολισμένη για το σύζυγό της». Αυτό εντάσσεται στα πλαίσια του οράματος που βλέπει σχετικά με έναν «νέο ουρανό και [μια] νέα γη». Αυτή η «νύφη» αναφέρεται ότι είναι “η σύζυγος του Αρνιού”. (Απ 21:1-3, 9-27) Άλλα αποστολικά συγγράμματα εφαρμόζουν αυτό το σχήμα λόγου στη Χριστιανική εκκλησία των χρισμένων. (2Κο 11:2· Εφ 5:21-32) Στο 14ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης «το Αρνί», ο Χριστός Ιησούς, παρουσιάζεται να στέκεται στο Όρος Σιών—ένα όνομα που επίσης συνδέεται με την Ιερουσαλήμ (παράβαλε 1Πε 2:6)—και μαζί του να βρίσκονται 144.000 που έχουν το όνομά του και το όνομα του Πατέρα του γραμμένα στα μέτωπά τους.—Απ 14:1-5· βλέπε ΝΕΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ.
Η άπιστη Ιερουσαλήμ. Δεδομένου ότι πολλά από όσα λέγονται σχετικά με την Ιερουσαλήμ στις Γραφές είναι καταδικαστικά για αυτήν, γίνεται σαφές ότι μόνο όταν αυτή ήταν πιστή συμβόλιζε την ουράνια οργάνωση του Ιεχωβά και, σε κάποιες περιπτώσεις, την αληθινή Χριστιανική εκκλησία, τον «Ισραήλ του Θεού». (Γα 6:16) Όταν ήταν άπιστη, παριστανόταν ως πόρνη και μοιχαλίδα, η οποία έμοιαζε με τους ειδωλολάτρες Αμορραίους και Χετταίους που είχαν κάποτε την πόλη υπό την κυριαρχία τους. (Ιεζ 16:3, 15, 30-42) Επομένως, δεν μπορούσε παρά να αντιπροσωπεύει τους αποστάτες, εκείνους που ακολουθούν μια “πορνική” πορεία απιστίας προς τον Θεό του οποίου το όνομα ισχυρίζονται ότι φέρουν.—Ιακ 4:4.
Άρα, είναι φανερό ότι το όνομα «Ιερουσαλήμ» χρησιμοποιείται με πολλαπλή έννοια, και σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφραζόμενα για να υπάρχει η σωστή κατανόηση.—Βλέπε ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ.
[Χάρτης στη σελίδα 1255]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ και ΚΟΝΤΙΝΑ ΜΕΡΗ
Ιερουσαλήμ
Βηθλεέμ
Βάαλ-φερασίμ
Βηθφαγή
Βηθανία
Νωβ
Αναθώθ
Γαβαά
Γααβά
Ραμά
Γαβαών
Εμμαούς
Κιριάθ-ιαρίμ
Μιχμάς
Μισπά
Άνω Βαιθ-ορών
Κάτω Βαιθ-ορών
Γαι
Βαιθήλ
[Εικόνες στη σελίδα 1256]
Μπρούντζινο προυτάχ που κόπηκε κατά τον Ιουδαϊκό πόλεμο εναντίον της Ρώμης και διακηρύττει την «Ελευθερία της Σιών»
Μπρούντζινος σηστέρτιος απαθανατίζει την κατάκτηση της Ιουδαίας από τη Ρώμη· πρόσθια όψη: ο Αυτοκράτορας Βεσπασιανός· οπίσθια όψη: “IVDAEA CAPTA” (Η Ιουδαία κατακτημένη)