ΠΝΕΥΜΑ
Η λέξη πνεῦμα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου προέρχεται από το ρήμα πνέω, που σημαίνει «αναπνέω» ή «φυσώ», η δε εβραϊκή λέξη ρούαχ (πνεύμα) πιστεύεται ότι προέρχεται από μια ρίζα με την ίδια σημασία. Έτσι λοιπόν, οι λέξεις ρούαχ και πνεῦμα βασικά σημαίνουν «πνοή», αλλά διαθέτουν και άλλες επιπρόσθετες σημασίες πέρα από τη βασική. (Παράβαλε Αββ 2:19· Απ 13:15.) Είναι δυνατόν να σημαίνουν επίσης τον άνεμο, τη ζωτική δύναμη στα ζωντανά πλάσματα, το πνεύμα κάποιου, τα πνευματικά πρόσωπα, περιλαμβανομένου του Θεού και των αγγελικών πλασμάτων του, και τέλος την ενεργό δύναμη του Θεού, δηλαδή το άγιο πνεύμα. (Παράβαλε Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης [Lexicon in Veteris Testamenti Libros], των Κέλερ και Μπαουμγκάρτνερ, Λέιντεν, 1958, σ. 877-879· Εβραϊκό και Αγγλικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης [Hebrew and English Lexicon of the Old Testament], των Μπράουν, Ντράιβερ και Μπριγκς, 1980, σ. 924-926· Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης [Theologisches Wörterbuch zum Neuen Testament], επιμέλεια Γκ. Φρίντριχ, 1959, Τόμ. 6, σ. 330-450.) Όλες αυτές οι έννοιες έχουν κάτι κοινό: Αναφέρονται σε κάτι αόρατο στα ανθρώπινα μάτια το οποίο μαρτυρεί την ύπαρξη μιας δύναμης εν κινήσει. Μια τέτοια αόρατη δύναμη είναι σε θέση να παράγει ορατά αποτελέσματα.
Μια άλλη εβραϊκή λέξη, η λέξη νεσαμάχ (Γε 2:7), σημαίνει επίσης «πνοή», αλλά έχει πιο περιορισμένο σημασιολογικό εύρος από τη λέξη ρούαχ. Η λέξη πνοή του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου φαίνεται πως έχει ανάλογη, περιορισμένη έννοια (Πρ 17:25) και χρησιμοποιήθηκε από τους μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα για την απόδοση της λέξης νεσαμάχ.
Άνεμος. Ας ασχοληθούμε πρώτα με την έννοια που ίσως είναι ευκολότερο να συλλάβουμε. Τα συμφραζόμενα σε πολλές περιπτώσεις δείχνουν ότι η λέξη ρούαχ σημαίνει «άνεμος», όπως όταν γίνεται λόγος για τον “ανατολικό άνεμο” (Εξ 10:13) και τους «τέσσερις ανέμους». (Ζαχ 2:6) Το γεγονός ότι αναφέρονται στα συμφραζόμενα πράγματα όπως τα σύννεφα, η θύελλα, άχυρα που τα παίρνει ο αέρας ή παρεμφερή πράγματα συχνά καθιστά προφανή αυτή την έννοια. (Αρ 11:31· 1Βα 18:45· 19:11· Ιωβ 21:18) Εφόσον οι τέσσερις άνεμοι χρησιμοποιούνται με την έννοια των τεσσάρων κατευθύνσεων—ανατολή, δύση, βορράς και νότος—σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη ρούαχ είναι δυνατόν να αποδίδεται “κατεύθυνση” ή «πλευρά».—1Χρ 9:24· Ιερ 49:36· 52:23· Ιεζ 42:16-20.
Τα εδάφια Ιώβ 41:15, 16 λένε για τις φολίδες του Λευιάθαν, οι οποίες είναι απόλυτα συναρμοσμένες μεταξύ τους, ότι «ούτε ο αέρας [βερούαχ] δεν μπορεί να περάσει ανάμεσά τους». Και σε αυτή την περίπτωση η λέξη ρούαχ αναφέρεται σε αέρα εν κινήσει, όχι απλώς σε αέρα που βρίσκεται σε ήρεμη ή αδρανή κατάσταση. Άρα, υπάρχει το στοιχείο της αόρατης ενεργού δύναμης, κάτι που αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της εβραϊκής λέξης ρούαχ.
Προφανώς η μόνη περίπτωση στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές όπου η λέξη πνεῦμα χρησιμοποιείται με την έννοια του ανέμου είναι το εδάφιο Ιωάννης 3:8.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει τον άνεμο, να τον καθοδηγήσει, να τον κατευθύνει, να τον αναχαιτίσει ή να τον κατακτήσει. Λόγω αυτού, ο «άνεμος [ρούαχ]» συχνά αντιπροσωπεύει κάτι το ανεξέλεγκτο ή το ανέφικτο για τον άνθρωπο—κάτι άπιαστο, φευγαλέο, μάταιο, που δεν μπορεί να ωφελήσει ουσιαστικά. (Παράβαλε Ιωβ 6:26· 7:7· 8:2· 16:3· Παρ 11:29· 27:15, 16· 30:4· Εκ 1:14, 17· 2:11· Ησ 26:18· 41:29.) Για μια διεξοδική εξέταση αυτής της πτυχής του θέματος, βλέπε ΑΝΕΜΟΣ.
Πνευματικά Πρόσωπα. Ο Θεός είναι αόρατος στα ανθρώπινα μάτια (Εξ 33:20· Ιωα 1:18· 1Τι 1:17), είναι ζωντανός και η δύναμη που ασκεί σε ολόκληρο το σύμπαν είναι ανυπέρβλητη. (2Κο 3:3· Ησ 40:25-31) Ο Χριστός Ιησούς δηλώνει: «Ο Θεός είναι Πνεύμα». Ο απόστολος Παύλος γράφει: «Ο δε Ιεχωβά είναι το Πνεύμα». (Ιωα 4:24· 2Κο 3:17, 18) Ο ναός που οικοδομήθηκε πάνω στον Χριστό, με τον Χριστό ως θεμέλια ακρογωνιαία πέτρα, είναι «τόπος για να κατοικεί ο Θεός μέσω πνεύματος».—Εφ 2:22.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός είναι μια απρόσωπη, ασώματη δύναμη όπως ο άνεμος. Οι Γραφές βεβαιώνουν σαφώς ότι αποτελεί προσωπικότητα. Επιπλέον κατοικεί σε ορισμένο τόπο, γι’ αυτό και ο Χριστός μπορούσε εύλογα να πει ότι “πηγαίνει στον Πατέρα του”, προκειμένου “να εμφανιστεί μπροστά στο πρόσωπο του Θεού για εμάς”.—Ιωα 16:28· Εβρ 9:24· παράβαλε 1Βα 8:43· Ψλ 11:4· 113:5, 6· βλέπε ΙΕΧΩΒΑ (Το Πρόσωπο που Προσδιορίζεται από το Όνομα).
Η έκφραση «το πνεύμα μου» (ρουχί), την οποία χρησιμοποιεί ο Θεός στο εδάφιο Γένεση 6:3, ενδεχομένως σημαίνει «Εγώ, το Πνεύμα», όπως αντίστοιχα η έκφραση «η ψυχή μου» (ναφσί) την οποία χρησιμοποιεί έχει την έννοια «Εγώ, το άτομο» ή «το άτομό μου». (Ησ 1:14· βλέπε ΨΥΧΗ [Με Ποια Έννοια Έχει ο Θεός Ψυχή].) Με αυτόν τον τρόπο αντιπαραβάλλει την ουράνια πνευματική θέση του με τη θέση του γήινου, σαρκικού ανθρώπου.
Ο Γιος του Θεού. Ο «μονογενής γιος» του Θεού, ο Λόγος, ήταν πνευματικό πρόσωπο όπως ο Πατέρας του και συνεπώς «υπήρχε με μορφή Θεού» (Φλπ 2:5-8), αλλά αργότερα «έγινε σάρκα» και κατοίκησε ανάμεσα στους ανθρώπους ως ο άνθρωπος Ιησούς. (Ιωα 1:1, 14) Τερματίζοντας την επίγεια πορεία του, «θανατώθηκε ως σάρκα, αλλά ζωοποιήθηκε ως πνεύμα». (1Πε 3:18) Ο Πατέρας του τον ανέστησε, έκανε δεκτό το αίτημα που του υπέβαλε ο Γιος του να δοξαστεί δίπλα στον Πατέρα του με τη δόξα που είχε στην προανθρώπινη κατάστασή του (Ιωα 17:4, 5) και τον κατέστησε «πνεύμα που δίνει ζωή». (1Κο 15:45) Έτσι λοιπόν, ο Γιος έγινε και πάλι αόρατος στα ανθρώπινα μάτια, κατοικώντας «σε απρόσιτο φως . . . [όπου] κανείς από τους ανθρώπους δεν [τον] έχει δει ούτε μπορεί να [τον] δει».—1Τι 6:14-16.
Άλλα πνευματικά πλάσματα. Σε αρκετά εδάφια οι λέξεις ρούαχ και πνεῦμα αναφέρονται σε αγγέλους. (1Βα 22:21, 22· Ιεζ 3:12, 14· 8:3· 11:1, 24· 43:5· Πρ 23:8, 9· 1Πε 3:19, 20) Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές η πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων αφορά πονηρά πνευματικά πλάσματα, δαίμονες.—Ματ 8:16· 10:1· 12:43-45· Μαρ 1:23-27· 3:11, 12, 30.
Το εδάφιο Ψαλμός 104:4 δηλώνει ότι ο Θεός κάνει “τους αγγέλους του πνεύματα, τους διακόνους του φωτιά που κατατρώει”. Μερικές μεταφράσεις έχουν την απόδοση: «Κάνεις τους ανέμους αγγελιοφόρους σου, και υπηρέτες σου τις φλόγες της φωτιάς» ή κάτι παρόμοιο. (ΜΠΚ, υποσ.· ΛΧ, RS, JP, AT, JB) Μια τέτοια απόδοση του εβραϊκού κειμένου δεν είναι απαράδεκτη (παράβαλε Ψλ 148:8), αλλά η παράθεση αυτού του εδαφίου από τον απόστολο Παύλο (Εβρ 1:7) συμφωνεί με τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και εναρμονίζεται με την απόδοση που αναφέρεται πρώτη. (Στο πρωτότυπο κείμενο του εδαφίου Εβραίους 1:7 το οριστικό άρθρο χρησιμοποιείται πριν από τη λέξη «αγγέλους» [τούς ἀγγέλους], και όχι πριν από τη λέξη «πνεύματα», πράγμα που σημαίνει ότι το αντικείμενο της συζήτησης είναι οι άγγελοι.) Το βιβλίο Παρατηρήσεις του Μπαρνς για την Καινή Διαθήκη ([Barnes’ Notes on the New Testament] 1974) λέει: «Εννοείται ότι [ο Παύλος], ο οποίος είχε διδαχτεί την εβραϊκή γλώσσα, θα ήταν σε καλύτερη θέση από εμάς να γνωρίζει τη σωστή δομή της πρότασης [του εδαφίου Ψαλμός 104:4]. Εξάλλου, είναι βέβαιο από ηθική άποψη ότι στην επιχειρηματολογία του θα χρησιμοποιούσε το εν λόγω εδάφιο σύμφωνα με την κοινή κατανόηση που θα είχαν για αυτό εκείνοι προς τους οποίους έγραφε—οι οποίοι ήταν εξοικειωμένοι με την εβραϊκή γλώσσα και γραμματεία».—Παράβαλε Εβρ 1:14.
Οι άγγελοι του Θεού, παρότι έχουν την ικανότητα να υλοποιούνται προσλαμβάνοντας ανθρώπινη μορφή και να εμφανίζονται σε ανθρώπους, δεν είναι εκ φύσεως υλικοί ή σάρκινοι, οπότε είναι αόρατοι. Είναι ενεργά ζωντανοί, ικανοί να ασκούν μεγάλη δύναμη, γι’ αυτό και οι όροι ρούαχ και πνεῦμα τούς περιγράφουν κατάλληλα.
Το εδάφιο Εφεσίους 6:12 αναφέρει ότι οι Χριστιανοί διεξάγουν πάλη, «όχι ενάντια σε αίμα και σάρκα, αλλά ενάντια στις κυβερνήσεις, ενάντια στις εξουσίες, ενάντια στους κοσμοκράτορες αυτού του σκοταδιού, ενάντια στις πονηρές πνευματικές δυνάμεις στους ουράνιους τόπους». Στο πρωτότυπο κείμενο, το τελευταίο μέρος του εδαφίου λέει κατά γράμμα: Πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις αναγνωρίζουν ότι εδώ δεν έχουμε απλώς μια αναφορά σε κάτι αφηρημένο, στην «πνευματική πονηρία» (KJ), αλλά στην πονηρία την οποία εκδηλώνουν πνευματικά πρόσωπα. Γι’ αυτό και συναντάμε αποδόσεις όπως: «στις πνευματικές δυνάμεις του κακού στα ύψη» (AT), «στις πνευματικές στρατιές της πονηρίας στους ουράνιους τόπους» (RS), «στο πνευματικό στράτευμα του κακού στους ουρανούς» (JB), «στις υπερανθρώπινες δυνάμεις του κακού στους ουρανούς» (NE)· βλέπε επίσης ΚΔΒ.
Η Ενεργός Δύναμη του Θεού—Το Άγιο Πνεύμα. Οι λέξεις ρούαχ και πνεῦμα, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων όπου χρησιμοποιούνται, συνδέονται με το πνεύμα του Θεού, την ενεργό Του δύναμη, το άγιο πνεύμα Του.
Δεν είναι πρόσωπο. Η διδασκαλία ότι το άγιο πνεύμα είναι πρόσωπο και μέρος του «Τριαδικού Θεού» έγινε επίσημο εκκλησιαστικό δόγμα μόλις τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ. Οι πρώτοι εκκλησιαστικοί «πατέρες» δεν δίδασκαν κάτι τέτοιο. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας του δεύτερου αιώνα Κ.Χ. δίδαξε ότι το άγιο πνεύμα είναι “επενέργεια του Θεού ή τρόπος με τον οποίο δρα ο Θεός”. Αντίστοιχα, ο Ιππόλυτος δεν θεωρούσε το άγιο πνεύμα προσωπικότητα. Οι ίδιες οι Γραφές υποστηρίζουν ομόφωνα ότι το άγιο πνεύμα του Θεού δεν είναι πρόσωπο, αλλά η ενεργός δύναμη του Θεού, μέσω της οποίας Αυτός εκπληρώνει το σκοπό Του και εκτελεί το θέλημά Του.
Ας σημειωθεί πρώτα από όλα ότι τα λόγια «εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα, και ούτοι οι τρεις είναι εν» (ΒΑΜ), τα οποία υπάρχουν σε παλιότερες μεταφράσεις στο εδάφιο 1 Ιωάννη 5:7, είναι στην πραγματικότητα νόθα προσθήκη στο πρωτότυπο κείμενο. Μια υποσημείωση στη Βίβλο της Ιερουσαλήμ—μια Καθολική μετάφραση—αναφέρει ότι αυτά τα λόγια δεν υπάρχουν «σε κανένα από τα παλαιότερα ελληνικά χειρόγραφα, σε καμία από τις παλαιότερες μεταφράσεις και σε κανένα από τα καλύτερα χειρόγραφα της ίδιας της Βουλγάτας». Το Σχολιολόγιο του Κειμένου της Ελληνικής Καινής Διαθήκης ([A Textual Commentary on the Greek New Testament] 1975, σ. 716-718), του Μπρους Μέτζερ, αναπλάθει με λεπτομέρειες το ιστορικό αυτού του νόθου χωρίου. Δηλώνει ότι το χωρίο απαντάται για πρώτη φορά σε μια πραγματεία του τέταρτου αιώνα με τίτλο Βιβλίον Απολογητικόν (Liber Apologeticus) και πρωτοεμφανίζεται σε χειρόγραφα των Γραφών της Παλαιάς Λατινικής καθώς και σε χειρόγραφα της Βουλγάτας από τον έκτο αιώνα και μετά. Στο σύνολό τους, οι σύγχρονες μεταφράσεις, Καθολικές και Προτεσταντικές, δεν περιλαμβάνουν αυτά τα λόγια στο κύριο σώμα του κειμένου, επειδή αναγνωρίζουν ότι είναι νόθα.—RS, NE, NAB, ΚΔΒ.
Η προσωποποίησή του δεν αποδεικνύει ότι είναι πρόσωπο. Είναι αλήθεια ότι ο Ιησούς περιέγραψε το άγιο πνεύμα ως «βοηθό» που “διδάσκει”, “δίνει μαρτυρία”, “δίνει αποδείξεις”, “οδηγεί”, “μιλάει”, “ακούει” και “λαβαίνει”. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως φαίνεται από το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, ο Ιησούς χρησιμοποιεί μερικές φορές αντωνυμίες αρσενικού γένους όταν αναφέρεται σε αυτόν το «βοηθό» (παράκλητον, Κείμενο). (Παράβαλε Ιωα 14:16, 17, 26· 15:26· 16:7-15.) Ωστόσο, δεν είναι ασυνήθιστο στις Γραφές να προσωποποιείται κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι πρόσωπο. Η σοφία προσωποποιείται στο βιβλίο των Παροιμιών (1:20-33· 8:1-36), και στο πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιούνται για αυτήν αντωνυμικοί τύποι θηλυκού γένους. Η σοφία προσωποποιείται επίσης στα εδάφια Ματθαίος 11:19 και Λουκάς 7:35, όπου της αποδίδονται «έργα» και «παιδιά». Ο απόστολος Παύλος προσωποποίησε την αμαρτία και το θάνατο, καθώς και την παρ’ αξία καλοσύνη, ως “βασιλιάδες”. (Ρω 5:14, 17, 21· 6:12) Λέει για την αμαρτία ότι “λαβαίνει αφορμή”, “απεργάζεται πλεονεξία”, “παραπλανά” και “θανατώνει”. (Ρω 7:8-11) Ωστόσο, είναι προφανές ότι ο Παύλος δεν εννοούσε πως η αμαρτία είναι στην πραγματικότητα πρόσωπο.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα λόγια του Ιησού για το άγιο πνεύμα τα οποία κατέγραψε ο Ιωάννης—τα όσα αναφέρει ο Ιωάννης θα πρέπει να εξεταστούν με βάση τα συμφραζόμενα. Ο Ιησούς προσωποποίησε το άγιο πνεύμα όταν το χαρακτήρισε «βοηθό» (παράκλητον, Κείμενο), χρησιμοποιώντας ουσιαστικό αρσενικού γένους. Εύλογα, λοιπόν, στην αφήγηση του Ιωάννη, τα λόγια του Ιησού σχετικά με το ρόλο που θα είχε αυτό το πνεύμα ως «βοηθός» περιλαμβάνουν αντωνυμίες αρσενικού γένους. Από την άλλη πλευρά, στα ίδια συμφραζόμενα, όταν υπάρχει η λέξη πνεῦμα, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί αντωνυμία ουδέτερου γένους για να αναφερθεί στο άγιο πνεύμα, εφόσον η λέξη πνεῦμα είναι ουδέτερου γένους. Επομένως, το γεγονός ότι ο Ιωάννης χρησιμοποιεί αντωνυμία αρσενικού γένους σε συνάρτηση με τη λέξη παράκλητος αποτελεί παράδειγμα συμμόρφωσης με τους γραμματικούς κανόνες, όχι έκφραση δόγματος.—Ιωα 14:16, 17· 16:7, 8.
Δεν προσδιορίζεται ως πρόσωπο. Εφόσον ο ίδιος ο Θεός είναι Πνεύμα και είναι άγιος, και εφόσον όλοι οι πιστοί αγγελικοί γιοι του είναι πνεύματα και είναι άγιοι, είναι προφανές ότι αν το «άγιο πνεύμα» ήταν πρόσωπο, θα έπρεπε λογικά να υπάρχει στις Γραφές κάποιος τρόπος για να διαχωρίζεται αυτό το πνευματικό πρόσωπο από όλα τα άλλα “άγια πνεύματα” και να προσδιορίζεται η ταυτότητά του. Θα περίμενε δε κανείς τουλάχιστον να συνοδεύεται από το οριστικό άρθρο σε όλες τις περιπτώσεις που δεν αποκαλείται “άγιο πνεύμα του Θεού” ή δεν προσδιορίζεται από κάποια ανάλογη έκφραση. Αυτό θα το έκανε τουλάχιστον να ξεχωρίζει ως ΤΟ Άγιο Πνεύμα. Αντ’ αυτού, όμως, σε πολυάριθμες περιπτώσεις η έκφραση «άγιο πνεύμα» εμφανίζεται στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο χωρίς το άρθρο, κάτι που υποδηλώνει ότι το άγιο πνεύμα δεν αποτελεί προσωπικότητα.—Παράβαλε Πρ 6:3, 5· 7:55· 8:15, 17, 19· 9:17· 11:24· 13:9, 52· 19:2· Ρω 9:1· 14:17· 15:13, 16· 1Κο 12:3· Εβρ 2:4· 6:4· 2Πε 1:21· Ιου 20. Βλέπε επίσης Κείμενο.
Πώς βαφτίζεται κάποιος στο «όνομά» του. Στο εδάφιο Ματθαίος 28:19 γίνεται αναφορά στο «όνομα του Πατέρα και του Γιου και του αγίου πνεύματος». Η λέξη «όνομα» μπορεί να σημαίνει κάτι διαφορετικό από το προσωπικό όνομα κάποιου. Όταν λέμε «εν ονόματι του νόμου» ή «εν ονόματι της θρησκείας», δεν έχουμε υπόψη μας κάποιο τέτοιο πρόσωπο. Με τη λέξη «όνομα» σε αυτές τις εκφράσεις εννοούμε “τα όσα αντιπροσωπεύει ο νόμος ή την εξουσία του νόμου” και “τα όσα αντιπροσωπεύει ή επιτάσσει η θρησκεία”. Η λέξη ὄνομα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου μπορεί επίσης να έχει αυτή την έννοια. Έτσι λοιπόν, ενώ μερικές μεταφράσεις (ΒΑΜ, KJ, AS) ακολουθούν το πρωτότυπο κείμενο του εδαφίου Ματθαίος 10:41 κατά γράμμα, λέγοντας: «Ο δεχόμενος προφήτην εις όνομα προφήτου μισθόν προφήτου θέλει λάβει, και ο δεχόμενος δίκαιον εις όνομα δικαίου, μισθόν δικαίου θέλει λάβει», κάποιες πιο σύγχρονες μεταφράσεις λένε: «Όποιος δέχεται προφήτη, γιατί είναι προφήτης» και «όποιος δέχεται δίκαιο, γιατί είναι δίκαιος» ή κάτι παρεμφερές. (RS, JB, ΜΝΚ, ΚΔΒ, ΚΔΤΚ, ΔΕΛ) Το σύγγραμμα Λεκτικές Εικόνες της Καινής Διαθήκης ([Word Pictures in the New Testament] 1930, Τόμ. 1, σ. 245), του Ρόμπερτσον, λέει σχετικά με το εδάφιο Ματθαίος 28:19: «Η έννοια της λέξης ὄνομα που χρησιμοποιείται εδώ είναι κοινή στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και στους παπύρους, και εκφράζει δύναμη ή εξουσία». Επομένως, το βάφτισμα στο “όνομα του αγίου πνεύματος” υποδηλώνει αναγνώριση του γεγονότος ότι αυτό το πνεύμα πηγάζει από τον Θεό και δρα σύμφωνα με το θεϊκό θέλημα.
Άλλες αποδείξεις της απρόσωπης φύσης του. Κάτι ακόμη που καταρρίπτει την αντίληψη ότι το άγιο πνεύμα αποτελεί προσωπικότητα είναι το ότι χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα απρόσωπα στοιχεία, όπως το νερό και η φωτιά. (Ματ 3:11· Μαρ 1:8) Επίσης, αναφέρεται για τους Χριστιανούς ότι βαφτίζονται «σε άγιο πνεύμα». (Πρ 1:5· 11:16) Παροτρύνονται δε να “γεμίζουν με πνεύμα” αντί με κρασί. (Εφ 5:18) Με παρόμοιο τρόπο, γίνεται επίσης λόγος για άτομα “γεμάτα” από πνεύμα και από ιδιότητες όπως η σοφία και η πίστη (Πρ 6:3, 5· 11:24) ή η χαρά (Πρ 13:52). Μάλιστα στο εδάφιο 2 Κορινθίους 6:6 το άγιο πνεύμα παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αρκετές τέτοιες ιδιότητες. Θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να χρησιμοποιηθούν τέτοιες εκφράσεις αν το άγιο πνεύμα ήταν θεϊκό πρόσωπο. Όσο για το ότι το πνεύμα “δίνει μαρτυρία” (Πρ 5:32· 20:23), ας σημειωθεί ότι το ίδιο λέγεται αναφορικά με το νερό και το αίμα στα εδάφια 1 Ιωάννη 5:6-8. Μολονότι μερικά εδάφια λένε ότι το πνεύμα «μαρτυρεί», “μιλάει” ή «έχει πει» πράγματα, άλλα εδάφια καθιστούν σαφές ότι μιλούσε μέσω ατόμων, μη έχοντας δική του προσωπική φωνή. (Παράβαλε Εβρ 3:7· 10:15-17· Ψλ 95:7· Ιερ 31:33, 34· Πρ 19:2-6· 21:4· 28:25.) Το πνεύμα, λοιπόν, θα μπορούσε να παραβληθεί με τα ραδιοκύματα, τα οποία μπορούν να μεταδώσουν ένα μήνυμα από κάποιο άτομο που μιλάει σε μικρόφωνο και να κάνουν τη φωνή του να ακουστεί σε άτομα που βρίσκονται σε μακρινή απόσταση, σαν να μιλούν τα ίδια τα ραδιοκύματα «αναγγέλλοντας» το μήνυμα από το ηχείο του ραδιοφώνου. Ο Θεός, μέσω του πνεύματός του, μεταδίδει τα μηνύματά του και γνωστοποιεί το θέλημά του στις διάνοιες και στις καρδιές των υπηρετών του στη γη, οι οποίοι, με τη σειρά τους, μπορούν να μεταφέρουν αυτό το μήνυμα και σε άλλους.
Δεν είναι απλώς «δύναμη». Επομένως, οι λέξεις ρούαχ και πνεῦμα, όταν χρησιμοποιούνται για το άγιο πνεύμα του Θεού, αναφέρονται στην αόρατη ενεργό δύναμη του Θεού, μέσω της οποίας εκείνος εκπληρώνει το θεϊκό σκοπό του και το θέλημά του. Πρόκειται για κάτι το «άγιο» διότι προέρχεται από Αυτόν, όχι από επίγεια πηγή, και δεν υπάρχει σε αυτό ίχνος διαφθοράς, επειδή είναι «το πνεύμα της αγιότητας». (Ρω 1:4) Δεν είναι απλώς η «δύναμη» του Ιεχωβά, επειδή αυτή η λέξη αποδίδει ορθότερα άλλες λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών (εβρ., κόαχ· ελλ., δύναμις). Οι λέξεις ρούαχ και πνεῦμα χρησιμοποιούνται σε συνάρτηση, ακόμη δε και εκ παραλλήλου, με αυτές τις λέξεις που σημαίνουν «δύναμη», πράγμα που δείχνει ότι μεταξύ τους υπάρχει μεν εγγενής σχέση αλλά και σαφής διάκριση. (Μιχ 3:8· Ζαχ 4:6· Λου 1:17, 35· Πρ 10:38) Ο όρος «ενεργός δύναμη» δεν αναφέρεται στην ικανότητα ή στη δυνατότητα που έχει κάποιος ή κάτι να δρα ή να κάνει πράγματα, και η οποία μπορεί να υπάρχει σε λανθάνουσα, αδρανή ή ανενεργό κατάσταση. Η «ενεργός δύναμη» περιγράφει πιο συγκεκριμένα την ενέργεια που διοχετεύεται και ασκείται σε πρόσωπα ή πράγματα, και μπορεί να οριστεί ως «ο επιδρών παράγοντας που παράγει ή τείνει να παράγει κίνηση ή μεταβολή της κίνησης». Η «δύναμη» μπορεί να παρομοιαστεί με την ενέργεια που είναι αποθηκευμένη σε μια μπαταρία, ενώ η «ενεργός δύναμη» θα μπορούσε να παραβληθεί με το ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει από αυτή την μπαταρία. Ο όρος «ενεργός δύναμη», λοιπόν, αντανακλά ακριβέστερα την έννοια των λέξεων του πρωτότυπου εβραϊκού και ελληνικού κειμένου που χρησιμοποιούνται για το πνεύμα του Θεού, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την εξέταση των Γραφών.
Πώς Χρησιμοποιήθηκε στη Δημιουργία. Ο Ιεχωβά Θεός επιτέλεσε τη δημιουργία του υλικού σύμπαντος μέσω του πνεύματός του ή της ενεργού του δύναμης. Αναφορικά με τον πλανήτη Γη κατά τα αρχικά στάδια της διαμόρφωσής του, το Γραφικό υπόμνημα δηλώνει ότι «η ενεργός δύναμη του Θεού [ή αλλιώς «πνεύμα» (ρούαχ)] περιφερόταν πάνω από την επιφάνεια των νερών». (Γε 1:2) Το εδάφιο Ψαλμός 33:6 αναφέρει: «Με το λόγο του Ιεχωβά έγιναν οι ουρανοί, και με το πνεύμα του στόματός του όλο το στράτευμά τους». Σαν ισχυρή πνοή, το πνεύμα του Θεού μπορεί να αποστέλλεται κάπου για να ασκήσει δύναμη, αν και δεν υπάρχει φυσική επαφή με το αντικείμενο επί του οποίου επενεργεί. (Παράβαλε Εξ 15:8, 10.) Όπως ένας ανθρώπινος τεχνίτης χρησιμοποιεί τη δύναμη που έχει στα χέρια του και στα δάχτυλά του για να κατασκευάσει διάφορα πράγματα, έτσι και ο Θεός χρησιμοποιεί το πνεύμα του. Γι’ αυτό και το άγιο πνεύμα χαρακτηρίζεται επίσης “χέρι” ή “δάχτυλο” του Θεού.—Παράβαλε Ψλ 8:3· 19:1· Ματ 12:28 με Λου 11:20.
Η σύγχρονη επιστήμη περιγράφει την ύλη ως οργανωμένη ενέργεια, ως δέσμες ενέργειας, και αναγνωρίζει ότι «η ύλη μπορεί να μετατραπεί σε ενέργεια και η ενέργεια σε ύλη». (Η Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου [The World Book Encyclopedia], 1987, Τόμ. 13, σ. 246) Η απεραντοσύνη του σύμπαντος, όσο μπορεί μέχρι στιγμής να την αντιληφθεί ο άνθρωπος με τα τηλεσκόπιά του, μας δίνει μια απειροελάχιστη εικόνα της ανεξάντλητης πηγής ενέργειας που διαθέτει ο Ιεχωβά Θεός. Όπως έγραψε ο προφήτης: «Ποιος υπολόγισε τις διαστάσεις του πνεύματος του Ιεχωβά;»—Ησ 40:12, 13, 25, 26.
Πηγή της έμψυχης ζωής και των αναπαραγωγικών δυνάμεων. Όχι μόνο η άψυχη, αλλά και όλη η έμψυχη δημιουργία οφείλει την ύπαρξή της και τη ζωή της στη λειτουργία του πνεύματος του Ιεχωβά, με την επενέργεια του οποίου ήρθαν σε ύπαρξη τα πρώτα ζωντανά πλάσματα, από τα οποία έχουν έρθει σε ύπαρξη όλα τα πλάσματα που ζουν σήμερα. (Παράβαλε Ιωβ 33:4· βλέπε υπότιτλο «Πνοή· Πνοή Ζωής· Δύναμη της Ζωής» σε αυτό το λήμμα.) Ο Ιεχωβά χρησιμοποίησε το άγιο πνεύμα του για να αναζωογονήσει τις αναπαραγωγικές δυνάμεις του Αβραάμ και της Σάρρας, γι’ αυτό και λέγεται δικαιολογημένα για τον Ισαάκ ότι «γεννήθηκε με τον τρόπο του πνεύματος». (Γα 4:28, 29) Μέσω του πνεύματός του επίσης, ο Θεός μετέφερε τη ζωή του Γιου του από τον ουρανό στη γη, κάνοντας τη μήτρα της Ιουδαίας παρθένας Μαρίας να συλλάβει.—Ματ 1:18, 20· Λου 1:35.
Το Πνεύμα Χρησιμοποιείται προς Όφελος των Υπηρετών του Θεού. Μια κύρια λειτουργία του πνεύματος του Θεού περιλαμβάνει την ικανότητα που έχει αυτό να πληροφορεί, να διαφωτίζει, να αποκαλύπτει. Γι’ αυτό και ο Δαβίδ εύλογα προσευχήθηκε: «Δίδαξέ με να κάνω το θέλημά σου, γιατί εσύ είσαι ο Θεός μου. Το πνεύμα σου είναι αγαθό· ας με οδηγήσει στη γη της ευθύτητας». (Ψλ 143:10) Πολύ νωρίτερα, ο Ιωσήφ είχε ερμηνεύσει τα προφητικά όνειρα του Φαραώ χάρη στη βοήθεια του Θεού που του έδωσε αυτή την ικανότητα. Ο Αιγύπτιος ηγεμόνας αναγνώρισε ότι το πνεύμα του Θεού επενεργούσε σε αυτόν. (Γε 41:16, 25-39) Αυτή η διαφωτιστική δύναμη του πνεύματος είναι ιδιαίτερα εμφανής στις προφητείες. Οι προφητείες, όπως δείχνει ο απόστολος Πέτρος, δεν προήλθαν από ανθρώπινη ερμηνεία των καταστάσεων και των γεγονότων. Δεν ήταν προϊόν κάποιας έμφυτης ικανότητας των προφητών να εξηγούν το νόημα και τη σημασία αυτών των καταστάσεων ή να προλέγουν τη μορφή των επερχόμενων γεγονότων. Αντίθετα, αυτοί οι άνθρωποι «κατευθύνονταν από άγιο πνεύμα»—φέρονταν, υποκινούνταν και καθοδηγούνταν από την ενεργό δύναμη του Θεού. (2Πε 1:20, 21· 2Σα 23:2· Ζαχ 7:12· Λου 1:67· 2:25-35· Πρ 1:16· 28:25· βλέπε ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ· ΠΡΟΦΗΤΗΣ.) Αντίστοιχα, επίσης, όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη, δηλαδή γράφτηκε υπό την έμπνευση του Θεού ή, κατά κυριολεξία, «με την πνοή του Θεού». (2Τι 3:16) Το πνεύμα επενεργούσε με διάφορους τρόπους καθώς επικοινωνούσε με αυτούς τους άντρες και τους καθοδηγούσε, εμπνέοντάς τους σε μερικές περιπτώσεις οράματα ή όνειρα (Ιεζ 37:1· Ιωλ 2:28, 29· Απ 4:1, 2· 17:3· 21:10), αλλά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις επενεργούσε στη διάνοιά τους και στην καρδιά τους υποκινώντας τους και καθοδηγώντας τους σε αρμονία με το σκοπό του Θεού.—Δα 7:1· Πρ 16:9, 10· Απ 1:10, 11· βλέπε ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΙΑ.
Επομένως, το πνεύμα του Θεού δεν οδηγεί μόνο σε αποκάλυψη και κατανόηση του θελήματος του Θεού, αλλά επίσης οπλίζει με δύναμη τους υπηρέτες Του προκειμένου να επιτελούν πράγματα που εναρμονίζονται με αυτό το θέλημα. Αυτό το πνεύμα δρα ως υποκινούσα δύναμη που τους παρακινεί και τους ωθεί, παρόμοια με αυτό που αναφέρει ο Μάρκος για τον Ιησού, ότι δηλαδή το πνεύμα τον «ώθησε» να πάει στην έρημο μετά το βάφτισμά του. (Μαρ 1:12· παράβαλε Λου 4:1.) Μπορεί να είναι σαν «φωτιά» μέσα τους, κάνοντάς τους να “φλέγονται” από αυτή τη δύναμη (1Θε 5:19· Πρ 18:25· Ρω 12:11), με την έννοια ότι εντείνεται μέσα τους η επιθυμία ή η πίεση να επιτελέσουν κάποιο συγκεκριμένο έργο. (Παράβαλε Ιωβ 32:8, 18-20· 2Τι 1:6, 7.) Γίνονται αποδέκτες “της επίδρασης του πνεύματος” ή της “δύναμης μέσω του πνεύματός του”. (Λου 2:27· Εφ 3:16· παράβαλε Μιχ 3:8.) Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για κάποια ασυνείδητη, τυφλή παρόρμηση, επειδή παράλληλα επηρεάζεται η διάνοια και η καρδιά τους, οι οποίες ως αποτέλεσμα συνεργάζονται συνειδητά με την ενεργό δύναμη που τους δόθηκε. Εύλογα, λοιπόν, ο απόστολος Παύλος είπε για εκείνους που είχαν λάβει το χάρισμα της προφητείας στη Χριστιανική εκκλησία ότι «τα χαρίσματα του πνεύματος των προφητών πρέπει να βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των προφητών», ώστε να διατηρείται η ευταξία.—1Κο 14:31-33.
Ποικιλία ενεργειών. Όπως ακριβώς το ηλεκτρικό ρεύμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιτελέσει μια τεράστια ποικιλία λειτουργιών, έτσι και το πνεύμα του Θεού χρησιμοποιείται για να εξουσιοδοτήσει και να ικανώσει άτομα προκειμένου να εκτελέσουν ευρεία ποικιλία πραγμάτων. (Ησ 48:16· 61:1-3) Ο Παύλος έγραψε σχετικά με τα θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος που υπήρχαν στις ημέρες του: «Υπάρχουν ποικιλίες χαρισμάτων, αλλά το πνεύμα είναι το ίδιο· και υπάρχουν ποικιλίες διακονιών, εντούτοις ο Κύριος είναι ο ίδιος· και υπάρχουν ποικιλίες ενεργειών, εντούτοις ο Θεός είναι ο ίδιος, ο οποίος εκτελεί όλες τις ενέργειες σε όλους τους ανθρώπους. Η φανέρωση όμως του πνεύματος δίνεται στον καθένα για ωφέλιμο σκοπό».—1Κο 12:4-7.
Το πνεύμα έχει τη δύναμη ή την ικανότητα να βοηθάει άτομα να αποκτήσουν τα απαιτούμενα προσόντα ή ικανότητες για μια ορισμένη εργασία ή θέση. Μολονότι ο Βεσελεήλ και ο Οολιάβ μπορεί να είχαν ήδη τεχνικές γνώσεις προτού αναλάβουν το διορισμό να φτιάξουν τον εξοπλισμό της σκηνής της μαρτυρίας και τα ιερατικά ενδύματα, το πνεύμα του Θεού “τούς γέμισε με σοφία, κατανόηση και γνώση”, ώστε το έργο να γίνει όπως είχε σχεδιαστεί. Το πνεύμα αύξησε τις όποιες φυσικές ικανότητες και γνώσεις ήδη κατείχαν και τους κατέστησε ικανούς να διδάξουν και άλλους. (Εξ 31:1-11· 35:30-35) Τα αρχιτεκτονικά σχέδια για το ναό που οικοδομήθηκε μετέπειτα δόθηκαν στον Δαβίδ μέσω θεϊκής έμπνευσης, δηλαδή μέσω της επενέργειας του πνεύματος του Θεού, κάτι που κατέστησε τον Δαβίδ ικανό να κάνει μεγάλη προετοιμασία για αυτό το έργο.—1Χρ 28:12.
Το πνεύμα του Θεού επενεργούσε πάνω στον Μωυσή και μέσω αυτού, καθώς ο Μωυσής προφήτευε και έκανε θαυματουργικές πράξεις, ενώ παράλληλα οδηγούσε το έθνος και εκτελούσε χρέη κριτή για χάρη του, προσκιάζοντας έτσι το μελλοντικό ρόλο του Χριστού Ιησού. (Ησ 63:11-13· Πρ 3:20-23) Ωστόσο, ο Μωυσής, ως ατελής άνθρωπος, ένιωσε ότι το φορτίο της ευθύνης ήταν βαρύ, και ο Θεός “πήρε ένα μέρος από το πνεύμα που ήταν πάνω του και το έβαλε πάνω σε 70 πρεσβυτέρους”, για να μπορέσουν να τον βοηθήσουν να σηκώσει το φορτίο. (Αρ 11:11-17, 24-30) Το πνεύμα άρχισε επίσης να επενεργεί στον Δαβίδ αφότου τον έχρισε ο Σαμουήλ, καθοδηγώντας τον και προετοιμάζοντάς τον για τη μελλοντική βασιλεία του.—1Σα 16:13.
Ο Ιησούς του Ναυή γέμισε «πνεύμα σοφίας» ως ο διάδοχος του Μωυσή. Αλλά το πνεύμα δεν του έδωσε την ικανότητα να προφητεύει και να εκτελεί θαυματουργικά έργα στο βαθμό στον οποίο είχε δώσει αυτή την ικανότητα στον Μωυσή. (Δευ 34:9-12) Ωστόσο, τον κατέστησε ικανό να οδηγήσει τον Ισραήλ στην εκστρατεία με την οποία επιτεύχθηκε η κατάκτηση της Χαναάν. Παρόμοια, το πνεύμα του Ιεχωβά «περικάλυψε» άλλους άντρες, “ωθώντας” τους ως μαχητές υπέρ του λαού του Θεού—όπως συνέβη με τον Γοθονιήλ, τον Γεδεών, τον Ιεφθάε και τον Σαμψών.—Κρ 3:9, 10· 6:34· 11:29· 13:24, 25· 14:5, 6, 19· 15:14.
Το πνεύμα του Θεού όπλισε κάποιους άντρες με τη δύναμη να αναγγείλουν το μήνυμα της αλήθειας με τόλμη και θάρρος ενώπιον των εναντιουμένων και με κίνδυνο της ζωής τους.—Μιχ 3:8.
Το γεγονός ότι ο Θεός “εκχέει” το πνεύμα του πάνω στο λαό του αποτελεί απόδειξη της εύνοιάς του και καταλήγει σε ευλογίες και σε ευημερία για αυτούς.—Ιεζ 39:29· Ησ 44:3, 4.
Κρίνει και εκτελεί κρίση. Μέσω του πνεύματός του ο Θεός κρίνει ανθρώπους και έθνη. Εκτελεί επίσης τις δικαστικές του αποφάσεις, τιμωρώντας ή καταστρέφοντας. (Ησ 30:27, 28· 59:18, 19) Σε αυτές τις περιπτώσεις, η λέξη ρούαχ μπορεί να αποδοθεί ορθά «φύσημα», λόγου χάρη όταν ο Ιεχωβά λέει ότι θα κάνει «να ξεσπάσει φύσημα [ρούαχ] ανεμοθύελλας» μέσα στην οργή του. (Ιεζ 13:11, 13· παράβαλε Ησ 25:4· 27:8.) Το πνεύμα του Θεού μπορεί να φτάσει παντού, ενεργώντας υπέρ ή κατά εκείνων που γίνονται αντικείμενο της προσοχής του.—Ψλ 139:7-12.
Στο εδάφιο Αποκάλυψη 1:4 αναφέρεται ότι «τα εφτά πνεύματα» του Θεού στέκονται ενώπιον του θρόνου του. Στη συνέχεια δίνονται εφτά αγγέλματα, καθένα από τα οποία ολοκληρώνεται με τη νουθεσία να “ακούμε τι λέει το πνεύμα στις εκκλησίες”. (Απ 2:7, 11, 17, 29· 3:6, 13, 22) Τα αγγέλματα αυτά περιέχουν εξαγγελίες κρίσης που ασκούν διερευνητική επίδραση στην καρδιά, καθώς και υποσχέσεις για ανταμοιβή της πιστότητας. Ο Γιος του Θεού παρουσιάζεται να έχει αυτά «τα εφτά πνεύματα του Θεού» (Απ 3:1), τα οποία και περιγράφονται ως «εφτά λυχνάρια με φωτιά» (Απ 4:5) και επίσης ως τα εφτά μάτια του σφαγμένου αρνιού, «τα οποία μάτια σημαίνουν τα εφτά πνεύματα του Θεού που έχουν αποσταλεί σε ολόκληρη τη γη». (Απ 5:6) Εφόσον ο αριθμός εφτά χρησιμοποιείται ως σύμβολο πληρότητας σε άλλα προφητικά κείμενα (βλέπε ΑΡΙΘΜΟΣ), φαίνεται ότι αυτά τα εφτά πνεύματα συμβολίζουν την πλήρη έκταση της ενεργού ικανότητας που διαθέτει ο ενδοξασμένος Ιησούς Χριστός, το Αρνί του Θεού, να παρατηρεί, να διακρίνει ή να εντοπίζει, και η οποία τον καθιστά ικανό να επιθεωρεί ολόκληρη τη γη.
Ο Λόγος του Θεού είναι το «σπαθί» του πνεύματος (Εφ 6:17), δεδομένου ότι φανερώνει το πραγματικό ποιόν κάποιου, εκθέτει κρυφές ιδιότητες ή διαθέσεις της καρδιάς και κάνει το άτομο είτε να μαλακώσει την καρδιά του και να συμμορφωθεί με το θέλημα του Θεού, το οποίο εκφράζεται μέσω αυτού του Λόγου, είτε να σκληρύνει την καρδιά του στασιάζοντας. (Παράβαλε Εβρ 4:11-13· Ησ 6:9, 10· 66:2, 5.) Ο Λόγος του Θεού, λοιπόν, παίζει δυναμικό ρόλο στην πρόρρηση κάποιας δυσμενούς κρίσης, και, εφόσον ο λόγος ή το άγγελμα του Θεού πρέπει να εκπληρωθεί, η εκπλήρωση αυτού του λόγου πυροδοτεί μια ενέργεια που μοιάζει με φωτιά σε άχυρα και με σφύρα που συντρίβει το βράχο. (Ιερ 23:28, 29) Ο Χριστός Ιησούς, ως ο κύριος Εκπρόσωπος του Θεού, ως «Ο Λόγος του Θεού», εξαγγέλλει τα θεϊκά αγγέλματα κρίσης και έχει την εξουσία να διατάζει την εκτέλεση αυτών των κρίσεων σε βάρος εκείνων που έχουν κριθεί. Αυτό είναι, αναμφίβολα, το νόημα της έκφρασης ότι θα εξοντώσει τους εχθρούς του Θεού «με το πνεύμα [την ενεργό δύναμη] του στόματός του».—Παράβαλε 2Θε 2:8· Ησ 11:3, 4· Απ 19:13-16, 21.
Το πνεύμα του Θεού ενεργεί ως «βοηθός» για την εκκλησία. Όταν ο Ιησούς αναλήφθηκε στον ουρανό, ζήτησε από τον Πατέρα του, όπως είχε υποσχεθεί, το άγιο πνεύμα, δηλαδή την ενεργό δύναμη του Θεού, και του δόθηκε η εξουσία να χρησιμοποιεί αυτό το πνεύμα. Την ημέρα της Πεντηκοστής το «εξέχυσε» στους πιστούς μαθητές του, και έκτοτε συνέχισε να το εκχέει σε όσους στρέφονταν προς τον Θεό μέσω του Γιου του. (Ιωα 14:16, 17, 26· 15:26· 16:7· Πρ 1:4, 5· 2:1-4, 14-18, 32, 33, 38) Όπως είχαν βαφτιστεί στο νερό, τώρα “βαφτίστηκαν όλοι σε ένα σώμα” μέσω εκείνου του ενός πνεύματος σαν να βυθίστηκαν μέσα σε αυτό—κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει όταν ένα κομμάτι σίδερο «βυθίζεται» μέσα σε κάποιο μαγνητικό πεδίο και ακολούθως εμποτίζεται με μαγνητική ισχύ. (1Κο 12:12, 13· παράβαλε Μαρ 1:8· Πρ 1:5.) Αν και το πνεύμα του Θεού επενεργούσε στους μαθητές και προηγουμένως, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι ήταν σε θέση να εκβάλλουν δαίμονες (παράβαλε Ματ 12:28· Μαρ 3:14, 15), τώρα επενεργούσε πάνω τους εντονότερα, πληρέστερα και με νέους τρόπους τους οποίους μέχρι τότε δεν είχαν βιώσει.—Παράβαλε Ιωα 7:39.
Ως ο Μεσσιανικός Βασιλιάς, ο Χριστός Ιησούς έχει «το πνεύμα της σοφίας και της κατανόησης, το πνεύμα της συμβουλής και της κραταιότητας, το πνεύμα της γνώσης και του φόβου του Ιεχωβά». (Ησ 11:1, 2· 42:1-4· Ματ 12:18-21) Αυτή η δύναμη που δρα υπέρ της δικαιοσύνης είναι έκδηλη στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε ο Ιησούς την ενεργό δύναμη, δηλαδή το πνεύμα, του Θεού για να κατευθύνει τη Χριστιανική εκκλησία πάνω στη γη, καθώς αυτός έχει διοριστεί από τον Θεό να είναι η Κεφαλή, ο Ιδιοκτήτης και ο Κύριος της εκκλησίας. (Κολ 1:18· Ιου 4) Ως «βοηθός», το πνεύμα τούς έδωσε αυξημένη πλέον κατανόηση του θελήματος και του σκοπού του Θεού, και τους αποκάλυψε τον προφητικό του Λόγο. (1Κο 2:10-16· Κολ 1:9, 10· Εβρ 9:8-10) Τους όπλισε με δύναμη έτσι ώστε να υπηρετούν ως μάρτυρες σε ολόκληρη τη γη. (Λου 24:49· Πρ 1:8· Εφ 3:5, 6) Τους έδωσε θαυματουργικά «χαρίσματα του πνεύματος», τα οποία τους κατέστησαν ικανούς να μιλούν ξένες γλώσσες, να προφητεύουν, να θεραπεύουν και να φέρνουν σε πέρας άλλες δραστηριότητες οι οποίες αφενός θα τους διευκόλυναν στη διακήρυξη των καλών νέων και αφετέρου θα αποτελούσαν απόδειξη του ότι είχαν θεϊκή αποστολή και υποστήριξη.—Ρω 15:18, 19· 1Κο 12:4-11· 14:1, 2, 12-16· παράβαλε Ησ 59:21· βλέπε ΔΩΡΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ (Χαρίσματα του Πνεύματος).
Ως ο Επίσκοπος της εκκλησίας, ο Ιησούς χρησιμοποίησε το πνεύμα για τη διακυβέρνηση της εκκλησίας—παρέχοντας καθοδήγηση για την επιλογή αντρών που θα υπηρετούσαν σε ειδικές αποστολές, καθώς και στην επίβλεψη, στη διδασκαλία και στη «διόρθωση» της εκκλησίας. (Πρ 13:2-4· 20:28· Εφ 4:11, 12) Εκείνος τους υποκινούσε αλλά και τους περιόριζε, υποδεικνύοντάς τους πού έπρεπε να συγκεντρώσουν τις προσπάθειες της διακονίας τους (Πρ 16:6-10· 20:22), και επίσης τους καθιστούσε αποτελεσματικούς στη συγγραφή “επιστολών του Χριστού, χαραγμένων με το πνεύμα του Θεού σε σάρκινες πλάκες, σε ανθρώπινες καρδιές”. (2Κο 3:2, 3· 1Θε 1:5) Σύμφωνα με την υπόσχεση που τους είχε δοθεί, το πνεύμα αναζωογονούσε τη μνήμη τους, τόνωνε τις διανοητικές τους δυνάμεις και τους όπλιζε με τόλμη, έτσι ώστε να δίνουν μαρτυρία ακόμη και ενώπιον αρχόντων.—Παράβαλε Ματ 10:18-20· Ιωα 14:26· Πρ 4:5-8, 13, 31· 6:8-10.
Ως «ζωντανές πέτρες», αυτοί σχημάτισαν έναν πνευματικό ναό με θεμέλιο τον Χριστό, μέσω του οποίου ναού θα προσφέρονταν «πνευματικές θυσίες» (1Πε 2:4-6· Ρω 15:15, 16) και θα ψάλλονταν πνευματικοί ύμνοι (Εφ 5:18, 19), και στον οποίο θα κατοικούσε ο Θεός μέσω πνεύματος. (1Κο 3:16· 6:19, 20· Εφ 2:20-22· παράβαλε Αγγ 2:5.) Το πνεύμα του Θεού είναι ενοποιητική δύναμη με τεράστια ισχύ, και, εφόσον αυτοί οι Χριστιανοί θα επέτρεπαν στο πνεύμα να ρέει ελεύθερα ανάμεσά τους, αυτό θα τους ένωνε ειρηνικά με τον Θεό, τον Γιο του και μεταξύ τους, με δεσμούς αγάπης και αφοσίωσης. (Εφ 4:3-6· 1Ιω 3:23, 24· 4:12, 13· παράβαλε 1Χρ 12:18.) Το δώρο του πνεύματος δεν τους έδωσε τα προσόντα για δραστηριότητες τεχνικής φύσης, όπως είχε κάνει με τον Βεσελεήλ και άλλους οι οποίοι έφτιαξαν υλικές κατασκευές και εξοπλισμό, αλλά τους εξάρτισε για τα πνευματικά έργα της διδασκαλίας, της καθοδήγησης, της ποίμανσης και της νουθεσίας. Ο πνευματικός ναός τον οποίο σχημάτισαν επρόκειτο να στολιστεί με τους όμορφους καρπούς του πνεύματος του Θεού, και αυτοί οι καρποί “αγάπης, χαράς, ειρήνης, μακροθυμίας, καλοσύνης, αγαθότητας, πίστης”, καθώς και άλλες παρόμοιες ιδιότητες, αποδείκνυαν περίτρανα ότι το πνεύμα του Θεού δρούσε μέσα τους και ανάμεσά τους. (Γα 5:22, 23· παράβαλε Λου 10:21· Ρω 14:17.) Αυτός ήταν ο βασικός και κύριος παράγοντας που προήγε την ευταξία και την αποτελεσματική καθοδήγηση στις τάξεις τους. (Γα 5:24-26· 6:1· Πρ 6:1-7· παράβαλε Ιεζ 36:26, 27.) Εκείνοι υποτάχθηκαν στο “νόμο του πνεύματος”, στην αποτελεσματική αυτή δύναμη που δρα υπέρ της δικαιοσύνης και επενεργεί προκειμένου να αποτρέπει τις πράξεις της εγγενώς αμαρτωλής σάρκας. (Ρω 8:2· Γα 5:16-21· Ιου 19-21) Η πεποίθησή τους βασιζόταν στο γεγονός ότι το πνεύμα του Θεού επενεργούσε πάνω τους, όχι σε σαρκικές ικανότητες ή στην προέλευσή τους.—1Κο 2:1-5· Εφ 3:14-17· Φλπ 3:1-8.
Όταν ανέκυπταν διάφορα ζητήματα, το άγιο πνεύμα ήταν βοηθός τους, καθώς τους οδηγούσε στη λήψη απόφασης, όπως συνέβη με το ζήτημα της περιτομής, για το οποίο αποφάσισε το σώμα, ή η σύνοδος, των αποστόλων και των πρεσβυτέρων της Ιερουσαλήμ. Ο Πέτρος είπε ότι το πνεύμα είχε χορηγηθεί σε απερίτμητους ανθρώπους από τα έθνη. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας αφηγήθηκαν πώς επενεργούσε το πνεύμα καθώς εκτελούσαν τη διακονία τους ανάμεσα σε τέτοια άτομα. Και τέλος, ο Ιάκωβος, τον οποίο δίχως άλλο βοήθησε το άγιο πνεύμα να θυμηθεί κάποια πράγματα από τις Γραφές, έστρεψε την προσοχή στη θεόπνευστη προφητεία του Αμώς που προέλεγε ότι άνθρωποι από τα έθνη θα καλούνταν με το όνομα του Θεού. Έτσι λοιπόν, το άγιο πνεύμα του Θεού ωθούσε ενιαία προς μία κατεύθυνση, κάτι που αναγνώρισε αυτό το σώμα, ή η σύνοδος, γι’ αυτό και στην επιστολή που έγραψαν για να κοινοποιήσουν την απόφασή τους ανέφεραν τα εξής: «Διότι το άγιο πνεύμα και εμείς θεωρήσαμε καλό να μη σας προσθέσουμε παραπάνω βάρος, εκτός από αυτά τα αναγκαία».—Πρ 15:1-29.
Χρίει, γεννάει, δίνει “πνευματική ζωή”. Όπως ο Θεός έχρισε τον Ιησού με το άγιο πνεύμα του όταν εκείνος βαφτίστηκε (Μαρ 1:10· Λου 3:22· 4:18· Πρ 10:38), αντίστοιχα έχρισε και τους μαθητές του Ιησού. Η χρίση με το πνεύμα αποτελούσε για αυτούς «εγγύηση» της ουράνιας κληρονομιάς στην οποία είχαν τώρα κληθεί (2Κο 1:21, 22· 5:1, 5· Εφ 1:13, 14), και τους έδινε μαρτυρία ότι είχαν «γεννηθεί», ή φερθεί σε ύπαρξη, από τον Θεό για να είναι γιοι του με την υπόσχεση να λάβουν πνευματική ζωή στους ουρανούς. (Ιωα 3:5-8· Ρω 8:14-17, 23· Τιτ 3:5· Εβρ 6:4, 5) Είχαν καθαριστεί, αγιαστεί και ανακηρυχτεί δίκαιοι «στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και με το πνεύμα του Θεού μας», μέσω του οποίου πνεύματος ο Ιησούς είχε αποκτήσει τα προσόντα που απαιτούνταν για να παράσχει τη λυτρωτική θυσία και να γίνει ο αρχιερέας του Θεού.—1Κο 6:11· 2Θε 2:13· Εβρ 9:14· 1Πε 1:1, 2.
Λόγω αυτής της ουράνιας κλήσης και κληρονομιάς, οι χρισμένοι με το πνεύμα ακόλουθοι του Ιησού είχαν πνευματική ζωή, παρότι συνέχιζαν να ζουν ως ατελή, σάρκινα πλάσματα. Σε αυτό αναφέρεται προφανώς ο απόστολος Παύλος όταν αντιπαραβάλλει τους επίγειους πατέρες με τον Ιεχωβά Θεό, τον «Πατέρα της πνευματικής μας ζωής [πατρί τῶν πνευμάτων, Κείμενο]». (Εβρ 12:9· παράβαλε εδάφιο 23.) Ως συγκληρονόμοι του Χριστού οι οποίοι πρόκειται να αναστηθούν από τους νεκρούς με πνευματικό σώμα «φορώντας» την ουράνια εικόνα του, οφείλουν να ζουν πάνω στη γη ως «ένα πνεύμα» σε ενότητα με εκείνον ως την Κεφαλή τους, μη αφήνοντας τις επιθυμίες ή τις ανήθικες τάσεις της σάρκας τους να γίνουν η κυρίαρχη δύναμη πάνω τους, πράγμα το οποίο θα μπορούσε ίσως να καταλήξει ακόμη και στο να γίνουν «μία σάρκα» με μια πόρνη.—1Κο 6:15-18· 15:44-49· Ρω 8:5-17.
Απόκτηση και διατήρηση του πνεύματος του Θεού. Το άγιο πνεύμα είναι «δωρεά» του Θεού, την οποία εκείνος χορηγεί ευχαρίστως σε όσους την επιδιώκουν και τη ζητούν με ειλικρίνεια. (Πρ 2:38· Λου 11:9-13) Σε σχέση με αυτό, ο κυριότερος παράγοντας είναι το να έχει κάποιος σωστή καρδιά (Πρ 15:8), αλλά η γνώση και η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Θεού είναι επίσης ουσιώδεις παράγοντες. (Παράβαλε Πρ 5:32· 19:2-6.) Άπαξ και ένας Χριστιανός λάβει το πνεύμα του Θεού, δεν θα πρέπει να το “λυπεί” αδιαφορώντας για αυτό (Εφ 4:30· παράβαλε Ησ 63:10), με το να ακολουθεί μια πορεία αντίθετη με την καθοδηγία του, με το να προσηλώνει την καρδιά σε στόχους διαφορετικούς από εκείνους στους οποίους αυτό κατευθύνει και ωθεί ή με το να απορρίπτει τον εμπνευσμένο Λόγο του Θεού και τις συμβουλές του, καθώς και την εφαρμογή αυτών των συμβουλών στον εαυτό του. (Πρ 7:51-53· 1Θε 4:8· παράβαλε Ησ 30:1, 2.) Αν κάποιος υποκρίνεται, μπορεί να “φερθεί απατηλά” σε αυτό το άγιο πνεύμα μέσω του οποίου ο Χριστός καθοδηγεί την εκκλησία, και όσοι “θέτουν σε δοκιμή” τη δύναμη του πνεύματος κατ’ αυτόν τον τρόπο ακολουθούν καταστροφική πορεία. (Πρ 5:1-11· αντιπαράβαλε Ρω 9:1.) Η εσκεμμένη εναντίωση και ο στασιασμός κατά της έκδηλης φανέρωσης του πνεύματος του Θεού μπορεί να σημαίνουν βλασφημία εναντίον αυτού του πνεύματος—αμαρτία που είναι ασυγχώρητη.—Ματ 12:31, 32· Μαρ 3:29, 30· παράβαλε Εβρ 10:26-31.
Πνοή· Πνοή Ζωής· Δύναμη της Ζωής. Η αφήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου δηλώνει ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από το χώμα της γης και κατόπιν «φύσηξε [τύπος της λέξης ναφάχ] στα ρουθούνια του την πνοή [τύπος της λέξης νεσαμάχ] της ζωής, και ο άνθρωπος έγινε ζωντανή ψυχή [νέφες]». (Γε 2:7· βλέπε ΨΥΧΗ.) Η λέξη νέφες μπορεί να μεταφραστεί κατά κυριολεξία «κάτι που αναπνέει», δηλαδή «πλάσμα που αναπνέει», είτε πρόκειται για άνθρωπο είτε για ζώο. Η λέξη νεσαμάχ στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει «αυτό [ή το πλάσμα] που αναπνέει, ή έχει πνοή», και υπό αυτή την έννοια χρησιμοποιείται στην ουσία ως συνώνυμο της λέξης νέφες που σημαίνει «ψυχή». (Παράβαλε Δευ 20:16· Ιη 10:39, 40· 11:11· 1Βα 15:29.) Στο εδάφιο Γένεση 2:7 το υπόμνημα χρησιμοποιεί τη λέξη νεσαμάχ για να περιγράψει πώς ο Θεός έκανε το σώμα του Αδάμ να έχει ζωή, με αποτέλεσμα να γίνει ο άνθρωπος «ζωντανή ψυχή». Άλλα εδάφια, ωστόσο, δείχνουν ότι σε αυτό περιλαμβανόταν κάτι περισσότερο από την απλή αναπνοή, δηλαδή την απλή εισαγωγή αέρα στους πνεύμονες και την αποβολή του από αυτούς. Για παράδειγμα, το εδάφιο Γένεση 7:22, περιγράφοντας την καταστροφή των ανθρώπων και των ζώων έξω από την κιβωτό κατά τον Κατακλυσμό, αναφέρει: «Καθετί στο οποίο η πνοή [τύπος της λέξης νεσαμάχ] της δύναμης [ή του «πνεύματος» (ρούαχ)] της ζωής ήταν ενεργός στα ρουθούνια του, δηλαδή ό,τι υπήρχε στην ξηρά, πέθανε». Συνεπώς, η λέξη νεσαμάχ, «πνοή», σχετίζεται ή συνδέεται άμεσα με τη λέξη ρούαχ που περιγράφει εδώ το πνεύμα, δηλαδή τη δύναμη της ζωής, η οποία είναι ενεργός σε όλα τα ζωντανά πλάσματα—τόσο στις ψυχές των ανθρώπων όσο και στις ψυχές των ζώων.
Το Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης (Τόμ. 6, σ. 334) δηλώνει: «Η αναπνοή ή πνοή γίνεται φανερή μόνο με την κίνηση [για παράδειγμα, με την κίνηση του στήθους ή τη διαστολή των ρουθουνιών] και αποτελεί επίσης σημάδι, προϋπόθεση και παράγοντα της ζωής, η οποία φαίνεται να είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την αναπνοή». Έτσι λοιπόν, η νεσαμάχ, δηλαδή η «πνοή», είναι αφενός προϊόν του ρούαχ, δηλαδή της δύναμης της ζωής, και αφετέρου κύριο μέσο συντήρησης της εν λόγω δύναμης της ζωής στα ζωντανά πλάσματα. Είναι γνωστό από επιστημονικές μελέτες, για παράδειγμα, ότι στο καθένα από τα εκατό τρισεκατομμύρια κύτταρα του σώματος υπάρχει ζωή και ότι, ενώ πεθαίνουν κάθε λεπτό δισεκατομμύρια κύτταρα, συνεχίζεται διαρκώς η αναπαραγωγή νέων ζωντανών κυττάρων. Η δύναμη της ζωής, η οποία είναι ενεργός σε όλα τα ζωντανά κύτταρα, εξαρτάται από το οξυγόνο που εισάγεται στο σώμα με την αναπνοή, το οποίο μεταφέρεται σε όλα τα κύτταρα μέσω της κυκλοφορίας του αίματος. Χωρίς οξυγόνο κάποια κύτταρα αρχίζουν να πεθαίνουν έπειτα από μερικά λεπτά και άλλα έπειτα από μεγαλύτερο διάστημα. Μολονότι κάποιος μπορεί να μείνει μερικά λεπτά χωρίς αναπνοή και παρ’ όλα αυτά να επιζήσει, χωρίς τη δύναμη της ζωής στα κύτταρά του πεθαίνει και ανθρωπίνως δεν έχει καμιά προοπτική ανάνηψης. Οι θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές, οι οποίες προέρχονται από τον Σχεδιαστή και Δημιουργό του ανθρώπου, προφανώς χρησιμοποιούν τη λέξη ρούαχ για να υποδηλώσουν αυτή τη ζωτική δύναμη, που αποτελεί αυτό καθαυτό το στοιχείο της ζωής, και τη λέξη νεσαμάχ για να δηλώσουν την αναπνοή ή πνοή που τη συντηρεί.
Επειδή η πνοή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή, οι λέξεις νεσαμάχ και ρούαχ χρησιμοποιούνται με σαφώς παράλληλη έννοια σε διάφορα εδάφια. Ο Ιώβ δήλωσε αποφασισμένος να αποφύγει την αδικία λέγοντας: «Ενόσω η πνοή [τύπος της λέξης νεσαμάχ] μου είναι ακόμη ολόκληρη μέσα μου και το πνεύμα [βερούαχ] του Θεού είναι στα ρουθούνια μου». (Ιωβ 27:3-5) Ο Ελιού είπε: «Αν [ο Θεός] μαζέψει κοντά του το πνεύμα [τύπος της λέξης ρούαχ] και την πνοή [τύπος της λέξης νεσαμάχ] εκείνου, κάθε σάρκα θα εκπνεύσει μαζί και ο χωματένιος άνθρωπος θα επιστρέψει στο χώμα». (Ιωβ 34:14, 15) Ομοίως, το εδάφιο Ψαλμός 104:29 λέει σχετικά με τα επίγεια πλάσματα, ανθρώπους και ζώα: «Αν αφαιρέσεις [Θεέ] το πνεύμα τους, εκπνέουν, και στο χώμα τους επιστρέφουν». Στο εδάφιο Ησαΐας 42:5 ο Ιεχωβά περιγράφεται ως «Εκείνος που απλώνει τη γη και τα προϊόντα της, Εκείνος που δίνει πνοή στο λαό ο οποίος βρίσκεται σε αυτήν, και πνεύμα σε όσους περπατούν σε αυτήν». Η αναπνοή ή πνοή (νεσαμάχ) συντηρεί την ύπαρξή τους. Το πνεύμα (ρούαχ) ενεργοποιεί, αποτελεί τη δύναμη της ζωής, η οποία καθιστά τον άνθρωπο έμψυχο πλάσμα, ικανό να κινείται, να περπατάει και να είναι ενεργά ζωντανός (παράβαλε Πρ 17:28)—όχι σαν τα άζωα, άπνοα, άψυχα είδωλα ανθρώπινης κατασκευής.—Ψλ 135:15, 17· Ιερ 10:14· 51:17· Αββ 2:19.
Αν και οι λέξεις νεσαμάχ (πνοή) και ρούαχ (πνεύμα· ενεργός δύναμη· δύναμη της ζωής) χρησιμοποιούνται μερικές φορές με παράλληλη έννοια, δεν είναι ταυτόσημες. Όντως, το «πνεύμα», ή ρούαχ, χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις σαν να ήταν αυτή καθαυτή η αναπνοή ή πνοή (νεσαμάχ), αλλά αυτό φαίνεται να συμβαίνει απλώς και μόνο επειδή η αναπνοή είναι η κυριότερη ορατή απόδειξη που πιστοποιεί ότι η δύναμη της ζωής υπάρχει στο σώμα κάποιου.—Ιωβ 9:18· 19:17· 27:3.
Έτσι λοιπόν, στα εδάφια Ιεζεκιήλ 37:1-10 όπου παρουσιάζεται το συμβολικό όραμα της κοιλάδας με τα ξερά κόκαλα, τα κόκαλα πλησίασαν το ένα στο άλλο, καλύφτηκαν με τένοντες, σάρκα και δέρμα, αλλά «πνοή [βερούαχ] . . . δεν υπήρχε μέσα τους». Στον Ιεζεκιήλ ειπώθηκε να προφητεύσει προς «τον άνεμο [χαρούαχ]», λέγοντας: «Από τους τέσσερις ανέμους [τύπος της λέξης ρούαχ] έλα, άνεμε, και φύσηξε πάνω σε αυτούς τους σκοτωμένους ανθρώπους, ώστε να έρθουν στη ζωή». Η αναφορά στους τέσσερις ανέμους δείχνει ότι η κατάλληλη απόδοση της λέξης ρούαχ σε αυτή την περίπτωση είναι «άνεμος». Ωστόσο, όταν αυτός ο «άνεμος», ο οποίος είναι απλώς αέρας εν κινήσει, εισήλθε στα ρουθούνια των νεκρών ανθρώπων του οράματος, έγινε «πνοή» η οποία είναι επίσης αέρας εν κινήσει. Επομένως, η απόδοση της λέξης ρούαχ ως «πνοή» σε αυτό το σημείο της αφήγησης (εδ. 10) είναι καταλληλότερη από τις αποδόσεις «πνεύμα» ή «δύναμη της ζωής». Εξάλλου, ο Ιεζεκιήλ θα ήταν σε θέση να δει τα σώματα να αρχίζουν να αναπνέουν, παρ’ όλο που δεν μπορούσε να δει τη δύναμη της ζωής, ή το πνεύμα, που τα ενεργοποιούσε. Όπως δείχνουν τα εδάφια 11-14, αυτό το όραμα συμβόλιζε μια πνευματική (όχι φυσική) αναζωογόνηση του λαού του Ισραήλ, οι οποίοι για κάποιο διάστημα ήταν σε πνευματικά νεκρή κατάσταση λόγω της βαβυλωνιακής εξορίας. Εφόσον ήταν ήδη ζωντανοί από φυσική άποψη και ανέπνεαν, είναι λογικό να αποδοθεί η λέξη ρούαχ «πνεύμα» στο εδάφιο 14, όπου ο Θεός δηλώνει ότι θα βάλει το «πνεύμα» του μέσα στο λαό του, ώστε να ζωοποιηθούν με πνευματική έννοια.
Ένα παρόμοιο συμβολικό όραμα δίνεται στο 11ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης. Εκεί παρουσιάζεται η εικόνα “δύο μαρτύρων”, οι οποίοι θανατώθηκαν και τα πτώματά τους έμειναν στο δρόμο επί τρεισήμισι ημέρες. Κατόπιν «πνεύμα (βλέπε επίσης Κείμενο) [ή πνοή] ζωής από τον Θεό μπήκε μέσα τους, και στάθηκαν στα πόδια τους». (Απ 11:1-11) Και αυτό το όραμα χρησιμοποιεί ένα φυσικό γεγονός για να παραστήσει μια πνευματική αναζωογόνηση. Επίσης, δείχνει ότι η λέξη πνεῦμα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, όπως και η λέξη ρούαχ του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου, είναι δυνατόν να αντιπροσωπεύει τη ζωογόνα δύναμη από τον Θεό η οποία ζωοποιεί την ανθρώπινη ψυχή, δηλαδή το άτομο. Όπως δηλώνει το εδάφιο Ιακώβου 2:26: «Το σώμα χωρίς πνεύμα είναι νεκρό».
Συνεπώς, όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο στην Εδέμ και φύσηξε στα ρουθούνια του «την πνοή [τύπος της λέξης νεσαμάχ] της ζωής», είναι προφανές ότι δεν γέμισε απλώς τους πνεύμονες του ανθρώπου με αέρα, αλλά επιπλέον φρόντισε ώστε η δύναμη της ζωής, ή πνεύμα (ρούαχ), να ζωοποιήσει όλα τα κύτταρα του σώματος του Αδάμ.—Γε 2:7· παράβαλε Ψλ 104:30· Πρ 17:25.
Αυτή η δύναμη της ζωής μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά μέσω της σύλληψης. Εφόσον ο Ιεχωβά ήταν η αρχική Πηγή αυτής της δύναμης της ζωής για τον άνθρωπο και ο Δημιουργός της αναπαραγωγικής διαδικασίας, η ζωή κάποιου μπορεί εύλογα να αποδίδεται σε Εκείνον, μολονότι αυτός δεν τη λαβαίνει άμεσα, αλλά έμμεσα, από τους γονείς του.—Παράβαλε Ιωβ 10:9-12· Ψλ 139:13-16· Εκ 11:5.
Η δύναμη της ζωής, δηλαδή το πνεύμα, είναι κάτι το απρόσωπο. Όπως έχουμε επισημάνει, οι Γραφές αναφέρουν ότι το ρούαχ, δηλαδή η δύναμη της ζωής, υπάρχει όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και στα ζώα. (Γε 6:17· 7:15, 22) Τα εδάφια Εκκλησιαστής 3:18-22 δείχνουν ότι ο άνθρωπος πεθαίνει με τον ίδιο τρόπο όπως και τα ζώα, επειδή «όλα έχουν ένα και το αυτό πνεύμα [βερούαχ], ώστε δεν υπάρχει ανωτερότητα του ανθρώπου σε σχέση με το ζώο», δηλαδή αναφορικά με τη δύναμη της ζωής που είναι κοινή στον άνθρωπο και στο ζώο. Με βάση αυτό, είναι σαφές ότι το «πνεύμα», δηλαδή η δύναμη της ζωής (ρούαχ), όταν χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια, είναι απρόσωπο. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε με μια άλλη αόρατη δύναμη, τον ηλεκτρισμό, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να θέσει σε λειτουργία διάφορες συσκευές—σόμπες για την παραγωγή θερμότητας, ανεμιστήρες για τη δημιουργία αέρα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές για την επίλυση προβλημάτων, τηλεοράσεις για την παραγωγή εικόνας, φωνής και άλλων ήχων—αλλά δεν προσλαμβάνει ποτέ κάποιο από τα χαρακτηριστικά των συσκευών μέσα στις οποίες δρα ή είναι ενεργός.
Γι’ αυτό και τα εδάφια Ψαλμός 146:3, 4 λένε πως όταν «το πνεύμα [τύπος της λέξης ρούαχ] του [ανθρώπου] βγαίνει, αυτός επιστρέφει στη γη του· εκείνη την ημέρα οι σκέψεις του αφανίζονται». Το πνεύμα, δηλαδή η δύναμη της ζωής, που ήταν ενεργό στα κύτταρα του σώματος του ανθρώπου δεν διατηρεί κανένα από τα χαρακτηριστικά εκείνων των κυττάρων, όπως είναι για παράδειγμα τα εγκεφαλικά κύτταρα και ο ρόλος που παίζουν στη διαδικασία της σκέψης. Αν το πνεύμα, δηλαδή η δύναμη της ζωής (ρούαχ· πνεῦμα), δεν ήταν απρόσωπο, αυτό θα σήμαινε ότι τα παιδιά των γυναικών τα οποία ανέστησαν οι προφήτες Ηλίας και Ελισαιέ βρίσκονταν σε κατάσταση συνειδητότητας κάπου, ενόσω ήταν νεκρά. Το ίδιο θα ίσχυε και για τον Λάζαρο, ο οποίος αναστήθηκε περίπου τέσσερις ημέρες μετά το θάνατό του. (1Βα 17:17-23· 2Βα 4:32-37· Ιωα 11:38-44) Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, είναι λογικό ότι αυτά τα άτομα θα θυμούνταν εκείνη τη φάση συνειδητότητας που είχαν βιώσει και θα την περιέγραφαν όταν αναστήθηκαν, θα μιλούσαν για αυτήν. Δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει ότι κάποιος από αυτούς έκανε κάτι τέτοιο. Επομένως, η προσωπικότητα του κάθε νεκρού δεν διαιωνίζεται στη δύναμη της ζωής, δηλαδή στο πνεύμα, η οποία παύει να ενεργεί στα κύτταρα του σώματος του νεκρού.
Το εδάφιο Εκκλησιαστής 12:7 δηλώνει ότι στο θάνατο το σώμα του ατόμου επιστρέφει στο χώμα, «και το πνεύμα επιστρέφει στον αληθινό Θεό ο οποίος το έδωσε». Αυτό καθαυτό το άτομο δεν υπήρχε ποτέ στον ουρανό μαζί με τον Θεό. Άρα αυτό που «επιστρέφει» στον Θεό είναι η ζωτική δύναμη, η οποία έδωσε τη δυνατότητα στο άτομο να ζήσει.
Με δεδομένη την απρόσωπη φύση της δύναμης της ζωής, δηλαδή του πνεύματος, η οποία βρίσκεται στον άνθρωπο (όπως και στη ζωική δημιουργία), είναι προφανές ότι η δήλωση του Δαβίδ στο εδάφιο Ψαλμός 31:5, την οποία παρέθεσε ο Ιησούς την ώρα του θανάτου του (Λου 23:46), «Στα χέρια σου εμπιστεύομαι το πνεύμα μου», είχε την έννοια της επίκλησης στον Θεό να περιφρουρήσει ή να φροντίσει τη δύναμη της ζωής του. (Παράβαλε Πρ 7:59.) Αυτό δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην μια πραγματική και κυριολεκτική μεταβίβαση κάποιας δύναμης από αυτόν τον πλανήτη στην ουράνια παρουσία του Θεού. Όπως ακριβώς λέγεται ότι ο Θεός “μύριζε” το ευωδιαστό άρωμα από τις θυσίες των ζώων (Γε 8:20, 21), ενώ αυτό το άρωμα παρέμενε βέβαια στην ατμόσφαιρα της γης, με τον ίδιο τρόπο, ο Θεός μπορούσε να «μαζέψει», ή να δεχτεί ως κάτι εμπιστευμένο σε αυτόν, το πνεύμα ή τη δύναμη της ζωής με συμβολική έννοια, δηλαδή χωρίς κάποια κατά γράμμα μεταβίβαση ζωτικής δύναμης από τη γη. (Ιωβ 34:14· Λου 23:46) Συνεπώς, το ότι κάποιος εμπιστεύεται το πνεύμα του στον Θεό προφανώς σημαίνει ότι εναποθέτει την ελπίδα του στον Θεό για να αποκαταστήσει Εκείνος μελλοντικά σε αυτό το άτομο τη δύναμη της ζωής μέσω της ανάστασης.—Παράβαλε Αρ 16:22· 27:16· Ιωβ 12:10· Ψλ 104:29, 30.
Υποκινούσα Διανοητική Τάση. Τόσο η λέξη ρούαχ όσο και η λέξη πνεῦμα χρησιμοποιούνται για να υποδηλώσουν τη δύναμη η οποία υποκινεί κάποιο άτομο είτε να εκδηλώνει μια συγκεκριμένη στάση, διάθεση ή συναίσθημα είτε να προβαίνει σε συγκεκριμένη ενέργεια ή να ακολουθεί ορισμένη πορεία. Αν και η δύναμη που επενεργεί μέσα στο άτομο είναι αόρατη αυτή καθαυτή, εντούτοις παράγει ορατά αποτελέσματα. Αυτός ο τρόπος χρήσης της λέξης ρούαχ του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου και της λέξης πνεῦμα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, οι οποίες συνδέονται κατά βάση με την πνοή ή με τον αέρα που βρίσκεται εν κινήσει, παρουσιάζει αξιοσημείωτα παράλληλα με ορισμένες εκφράσεις της σύγχρονης ελληνικής. Έτσι λοιπόν, λέμε για κάποιον ότι «έχει πάρει αέρα» ή ότι «έχει έναν αέρα σιγουριάς» ή ότι «έχει άσχημο πνεύμα». Λέμε ότι «κόβουμε τον αέρα κάποιου» με την έννοια ότι τον αποθαρρύνουμε. Αναφερόμενοι σε μια ομάδα ανθρώπων και στην κυρίαρχη δύναμη που τους υποκινεί, ίσως λέμε ότι «μπαίνουμε στο πνεύμα της ομάδας» ή ίσως περιγράφουμε το πνεύμα που την επηρεάζει ως «εχθρικό πνεύμα». Μεταφορικά μπορεί να κάνουμε λόγο για «ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας» ή για «ανέμους αλλαγής και επανάστασης που πνέουν μέσα σε ένα έθνος». Με όλες αυτές τις εκφράσεις αναφερόμαστε στην αόρατη υποκινούσα δύναμη που επενεργεί στα άτομα, ωθώντας τα να μιλούν και να ενεργούν με συγκεκριμένο τρόπο.
Παρόμοια, διαβάζουμε για την «πίκρα στο πνεύμα» του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, ως επακόλουθο του γάμου του Ησαύ με Χετταίες (Γε 26:34, 35), καθώς και για τη λύπη πνεύματος που είχε καταλάβει τον Αχαάβ, κόβοντάς του την όρεξη για φαγητό. (1Βα 21:5) Το «πνεύμα της ζήλιας» μπορούσε να υποκινήσει κάποιον άντρα να βλέπει τη σύζυγό του με καχυποψία, ακόμη δε και να την κατηγορήσει για μοιχεία.—Αρ 5:14, 30.
Η βασική έννοια της δύναμης η οποία υποκινεί και σπρώχνει ή ωθεί κάποιον σε ορισμένες πράξεις και λόγια διαφαίνεται επίσης στο χαρακτηρισμό του Ιησού του Ναυή ως «άντρα στον οποίο υπάρχει πνεύμα» (Αρ 27:18), καθώς και στην αναφορά στον Χάλεβ ως κάποιον που επέδειξε «διαφορετικό πνεύμα» από αυτό των περισσότερων Ισραηλιτών, οι οποίοι αποθαρρύνθηκαν εξαιτίας της κακής αναφοράς των δέκα κατασκόπων. (Αρ 14:24) Ο Ηλίας ένιωθε μέσα του μια έντονη ώθηση, μια δύναμη που τον υποκινούσε, καθώς υπηρετούσε με ζήλο τον Θεό, ο δε Ελισαιέ, ως ο διάδοχός του, ζήτησε δύο μέρη από το πνεύμα του Ηλία. (2Βα 2:9, 15) Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής έδειξε ότι υποκινούνταν και αυτός από την ίδια σφοδρή ώθηση και τον ίδιο σθεναρό ζήλο που ένιωθε ο Ηλίας, γι’ αυτό και ασκούσε δυναμική επίδραση στους ακροατές του. Εύλογα, λοιπόν, είχε ειπωθεί σχετικά με αυτόν ότι θα εξερχόταν «με το πνεύμα και τη δύναμη του Ηλία». (Λου 1:17) Σε αντίθεση, ο πλούτος και η σοφία του Σολομώντα είχαν τέτοια καταλυτική και συγκλονιστική επίδραση στη βασίλισσα της Σεβά, ώστε «δεν έμεινε πια πνοή [ρούαχ] μέσα της». (1Βα 10:4, 5) Με αυτή την ίδια θεμελιώδη έννοια, το πνεύμα κάποιου μπορεί να “υποκινηθεί” ή να “διεγερθεί” (1Χρ 5:26· Εσδ 1:1, 5· Αγγ 1:14· παράβαλε Εκ 10:4), να “ταραχτεί” ή να “παροξυνθεί” (Γε 41:8· Δα 2:1, 3· Πρ 17:16), να “ηρεμήσει” (Κρ 8:3), να είναι “στενοχωρημένο”, να “σβήνει” (Ιωβ 7:11· Ψλ 142:2, 3· παράβαλε Ιωα 11:33· 13:21), να «αναζωογονηθεί» ή να νιώσει «ανακούφιση» (Γε 45:27, 28· Ησ 57:15, 16· 1Κο 16:17, 18· 2Κο 7:13· παράβαλε 2Κο 2:13).
Η καρδιά και το πνεύμα. Η καρδιά συνδέεται συχνά με το πνεύμα, γεγονός που μαρτυρεί μια σαφή σχέση μεταξύ τους. Εφόσον η εικόνα που δίνεται για τη συμβολική καρδιά είναι ότι η καρδιά μπορεί να σκέφτεται και να υποκινεί, ενώ παράλληλα συνδέεται στενά με τα συναισθήματα και τις αρέσκειες κάποιου (βλέπε ΚΑΡΔΙΑ), αναμφίβολα αυτή έχει μείζονα συμβολή στην ανάπτυξη του πνεύματος (της κυρίαρχης διανοητικής τάσης) που εκδηλώνει κάποιος. Το εδάφιο Έξοδος 35:21 παραλληλίζει την καρδιά και το πνεύμα λέγοντας ότι «ο καθένας που τον ωθούσε η καρδιά του, . . . ο καθένας που τον παρακινούσε το πνεύμα του» συνεισέφερε για την κατασκευή της σκηνής της μαρτυρίας. Αντίστροφα, όταν οι Χαναναίοι έμαθαν για τα δυναμικά έργα που είχε επιτελέσει ο Ιεχωβά για χάρη του Ισραήλ, “οι καρδιές τους άρχισαν να λιώνουν και δεν ανέβηκε πνοή [ρούαχ] σε κανέναν τους”, δηλαδή δεν είχαν την παρόρμηση να αναλάβουν δράση εναντίον των ισραηλιτικών δυνάμεων. (Ιη 2:11· 5:1· παράβαλε Ιεζ 21:7.) Υπάρχει επίσης η έκφραση “πόνος της καρδιάς και συντριβή του πνεύματος” (Ησ 65:14) ή παρόμοιες εκφράσεις. (Παράβαλε Ψλ 34:18· 143:4, 7· Παρ 15:13.) Προφανώς λόγω της ισχυρής επίδρασης την οποία ασκεί η δύναμη που ενεργοποιεί το νου, ο Παύλος νουθετεί: «Πρέπει να ανανεώνεστε στη δύναμη που ενεργοποιεί [ἀνανεοῦσθαι δὲ τῷ πνεύματι, Κείμενο] το νου σας, και πρέπει να ντυθείτε τη νέα προσωπικότητα που δημιουργήθηκε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού με αληθινή δικαιοσύνη και οσιότητα».—Εφ 4:23, 24.
Το να ελέγχει κάποιος το πνεύμα του τονίζεται ιδιαίτερα, ως κάτι απόλυτα αναγκαίο. «Σαν πόλη διανοιγμένη από ρήγματα, χωρίς τείχος, έτσι είναι ο άνθρωπος που δεν συγκρατεί το πνεύμα του». (Παρ 25:28) Όταν κάποιος προκαλείται, μπορεί να ενεργήσει όπως ο άφρονας, ο οποίος ανυπόμονα «αφήνει να εκδηλωθεί όλο του το πνεύμα», ενώ ο σοφός «το διατηρεί ήρεμο ως το τέλος». (Παρ 29:11· παράβαλε 14:29, 30.) Ο Μωυσής, σε κάποια περίπτωση που οι Ισραηλίτες «πίκραναν το πνεύμα του», επέτρεψε στον εαυτό του να εξαφθεί υπερβολικά και «μίλησε απερίσκεπτα με τα χείλη του», με αποτέλεσμα να βλάψει τον εαυτό του. (Ψλ 106:32, 33) Άρα, «ο μακρόθυμος είναι καλύτερος από τον κραταιό, και αυτός που ελέγχει το πνεύμα του από εκείνον που καταλαμβάνει πόλη». (Παρ 16:32) Η ταπεινοφροσύνη είναι ουσιώδης για να το καταφέρνει κανείς αυτό (Παρ 16:18, 19· Εκ 7:8, 9), και όποιος «έχει ταπεινό πνεύμα θα απολαύσει δόξα». (Παρ 29:23) Η γνώση και η διάκριση κάνουν κάποιον να είναι «ψύχραιμος στο πνεύμα» και να κρατάει τη γλώσσα του υπό έλεγχο. (Παρ 17:27· 15:4) Ο Ιεχωβά «κάνει εκτίμηση των πνευμάτων» και κρίνει όσους δεν “φυλάγονται όσον αφορά το πνεύμα τους”.—Παρ 16:2· Μαλ 2:14-16.
Το πνεύμα που εκδηλώνει ένα σύνολο ανθρώπων. Όπως ένα άτομο μπορεί να εκδηλώνει ένα ορισμένο πνεύμα, έτσι και μια ομάδα ή ένα σύνολο ανθρώπων μπορεί να εκδηλώνει ένα ορισμένο πνεύμα, μια κυρίαρχη διανοητική τάση. (Γα 6:18· 1Θε 5:23) Η Χριστιανική εκκλησία έπρεπε να είναι ενωμένη στο πνεύμα, αντανακλώντας το πνεύμα της Κεφαλής της, του Χριστού Ιησού.—2Κο 11:4· Φλπ 1:27· παράβαλε 2Κο 12:18· Φλπ 2:19-21.
Ο Παύλος αναφέρεται στο «πνεύμα του κόσμου» σε αντιδιαστολή με το πνεύμα του Θεού. (1Κο 2:12) Όντας υπό τον έλεγχο του Αντιδίκου του Θεού (1Ιω 5:19), ο κόσμος εκδηλώνει ένα πνεύμα ικανοποίησης των επιθυμιών της ξεπεσμένης σάρκας, ένα πνεύμα ιδιοτέλειας, το οποίο δημιουργεί έχθρα με τον Θεό. (Εφ 2:1-3· Ιακ 4:5) Όπως συνέβαινε και στον άπιστο λαό του Ισραήλ, τα ακάθαρτα κίνητρα του κόσμου προωθούν την πορνεία, σωματική και πνευματική, και την ειδωλολατρία.—Ωσ 4:12, 13· 5:4· Ζαχ 13:2· παράβαλε 2Κο 7:1.