Κριτές
5 Εκείνη την ημέρα η Δεββώρα+ μαζί με τον Βαράκ,+ τον γιο του Αβινοάμ, έψαλαν αυτόν τον ύμνο:+
2 «Επειδή τα μαλλιά αφέθηκαν λυτά* στον Ισραήλ,
επειδή ο λαός προσφέρθηκε εθελοντικά,+
αινείτε τον Ιεχωβά!
3 Ακούστε, βασιλιάδες! Δώστε προσοχή, άρχοντες!
Στον Ιεχωβά θα ψάλω.
Θα ψάλω αίνους* στον Ιεχωβά,+ τον Θεό του Ισραήλ.+
4 Ιεχωβά, όταν βγήκες από το Σηείρ,+
όταν προέλασες από την περιοχή του Εδώμ,
η γη σείστηκε, και οι καταρράκτες των ουρανών άνοιξαν,
από τα σύννεφα έπεσε καταρρακτώδης βροχή.
6 Στις ημέρες του Σαμεγάρ,+ του γιου του Ανάθ,
στις ημέρες της Ιαήλ,+ οι δρόμοι ήταν έρημοι·
οι ταξιδιώτες προτιμούσαν τους απόμερους δρόμους.
7 Δεν υπήρχαν πια* χωρικοί στον Ισραήλ·
δεν υπήρχαν πια ώσπου εμφανίστηκα εγώ, η Δεββώρα,+
ώσπου εμφανίστηκα ως μητέρα στον Ισραήλ.+
Ασπίδα δεν φαινόταν ούτε κοντάρι,
ανάμεσα σε 40.000 στον Ισραήλ.
Αινείτε τον Ιεχωβά!
10 Εσείς που είστε ανεβασμένοι σε κοκκινωπά γαϊδούρια,
εσείς που κάθεστε σε εκλεκτά χαλιά
και εσείς που περπατάτε στον δρόμο,
σκεφτείτε!
11 Οι φωνές των νεροκουβαλητών ακούστηκαν στις στέρνες·
εκεί διηγούνταν τις δίκαιες πράξεις του Ιεχωβά,
τις δίκαιες πράξεις των χωρικών του στον Ισραήλ.
Τότε ο λαός του Ιεχωβά κατέβηκε στις πύλες.
Ξύπνα, ξύπνα, ψάλε έναν ύμνο!+
Σήκω, Βαράκ!+ Πάρε τους αιχμαλώτους σου, γιε του Αβινοάμ!
13 Τότε όσοι είχαν απομείνει κατέβηκαν στους ευγενείς·
ο λαός του Ιεχωβά κατέβηκε σε εμένα εναντίον των κραταιών.
14 Από τον Εφραΐμ κατάγονταν αυτοί που βρίσκονταν στην κοιλάδα·
σε ακολουθούν, Βενιαμίν, ανάμεσα στους δικούς σου.
Στην κοιλάδα στάλθηκε πεζός.+
Ανάμεσα στις υποδιαιρέσεις του Ρουβήν οι καρδιές ήταν αναποφάσιστες.
16 Γιατί καθόσουν ανάμεσα στους δύο σάκους του σαμαριού,
ακούγοντας να παίζουν οι φλογέρες για τα κοπάδια;+
Στις υποδιαιρέσεις του Ρουβήν οι καρδιές ήταν αναποφάσιστες.
19 Ήρθαν βασιλιάδες, πολέμησαν·
τότε πολέμησαν οι βασιλιάδες της Χαναάν+
στη Θαανάχ, κοντά στα νερά της Μεγιδδώ.+
Δεν πήραν ασήμι ως λάφυρο.+
20 Από τον ουρανό πολέμησαν τα άστρα·
από τις τροχιές τους πολέμησαν εναντίον του Σισάρα.
Ποδοπάτησες τους ισχυρούς, ψυχή μου.*
23 “Καταραστείτε τη Μηρώζ”, είπε ο άγγελος του Ιεχωβά,
“ναι, καταραστείτε τους κατοίκους της,
διότι δεν πρόστρεξαν σε βοήθεια του Ιεχωβά,
σε βοήθεια του Ιεχωβά μαζί με τους κραταιούς”.
24 Η πιο ευλογημένη από τις γυναίκες είναι η Ιαήλ,+
η γυναίκα του Χέβερ+ του Κεναίου·
η πιο ευλογημένη από τις γυναίκες που ζουν σε σκηνές.
25 Νερό ζήτησε εκείνος, γάλα έδωσε αυτή.
Σε μεγαλοπρεπή γαβάθα συμποσίου πρόσφερε πηγμένο γάλα.*+
26 Άπλωσε το χέρι της στον πάσσαλο της σκηνής,
το δεξί της χέρι στο ξύλινο σφυρί του εργάτη.
Και χτύπησε τον Σισάρα με το σφυρί, συνέτριψε το κεφάλι του,
διέλυσε και διατρύπησε τους κροτάφους του.+
27 Ανάμεσα στα πόδια της σωριάστηκε· έπεσε και έμεινε ακίνητος·
ανάμεσα στα πόδια της σωριάστηκε και έπεσε·
εκεί που σωριάστηκε, εκεί έπεσε νικημένος.
28 Από το παράθυρο μια γυναίκα κοίταζε να δει,
η μητέρα του Σισάρα παρατηρούσε μέσα από το καφασωτό:
“Γιατί καθυστερεί το άρμα του;
Γιατί αργούν τόσο τα ποδοβολητά των αρμάτων του;”+
29 Οι σοφότερες αρχόντισσές της τής απαντούσαν·
ναι, και η ίδια μονολογούσε συνέχεια:
30 “Μάλλον μοιράζουν τα λάφυρα που βρήκαν,
μια κοπέλα, δυο κοπέλες,* για κάθε πολεμιστή,
λάφυρα από βαμμένο ύφασμα για τον Σισάρα, λάφυρα από βαμμένο ύφασμα,
ένα κεντητό ρούχο, βαμμένο ύφασμα, δύο κεντητά ρούχα
για τον λαιμό των λεηλατητών”.