Όταν ένας Χριστιανός Έχη Επιχείρησι
ΟΙ ΓΝΗΣΙΟΙ Χριστιανοί ‘δεν είναι εκ του κόσμου,’ και δεν εμπλέκονται στα θρησκευτικά ή πολιτικά σχέδιά του. Ωστόσο, βρίσκονται μέσα στον κόσμο και πρέπει να έχουν κάποια σχέσι μ’ αυτόν. (Ιωάν. 15:19· 1 Κορ. 5:9, 10) Αλλά από την άποψι του Ιεχωβά, ο κύριος σκοπός για τον οποίο ζουν είναι να υπηρετούν ως μάρτυρες του ονόματος και της βασιλείας του σε κάθε εκδήλωσι της ζωής των.—Φιλιππ. 2:15.
Επομένως, οι πραγματικοί Χριστιανοί οφείλουν ‘να προνοούν τα καλά όχι μόνον ενώπιον του Ιεχωβά, αλλά και ενώπιον των ανθρώπων.’ (2 Κορ. 8:21, ΜΝΚ) Εκτιμούν το ότι όλοι πρέπει να εργάζωνται και εκείνοι που έχουν ευθύνη για άτομα που εξαρτώνται απ’ αυτούς πρέπει να φροντίζουν γι’ αυτά. Αυτό είναι μια «διακονία,» μια μορφή της λατρείας των στον Θεό.—2 Θεσσ. 3:10· 1 Τιμ. 5:8.
Συνεπώς, οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά φροντίζουν μόνοι για τις οικονομικές των ανάγκες, είτε με κάποιο εμπόριο, επάγγελμα ή μια μορφή εργασίας, ή, σε μερικές περιπτώσεις, με το να έχουν μια επιχείρησι.
Ποιος είναι ο σκοπός της επιχειρήσεως, όσον αφορά τον δούλο του Ιεχωβά; Είναι να φροντίζη κατάλληλα για τις ανάγκες τις δικές του και της οικογενείας του κατά την άποψι του Θεού. Επομένως, κρατεί κάτω από έλεγχο την επιχείρησί του για να εξυπηρετή τον κατάλληλο σκοπό της και δεν αφήνει να ελέγχη η επιχείρησίς του αυτόν.
Πράγματι, ένας Χριστιανός που έχει επιχείρησι πρέπει να είναι με ασυνήθιστο τρόπο προσεκτικός να διατηρή εγκράτεια και ισορροπία. (1 Πέτρ. 5:8) Σε μερικές οικογένειες μια επιτυχής επιχείρησις γίνεται παράδοσις, ένα ζήτημα οικογενειακής υπερηφάνειας, ένα είδωλο. Τίθεται πρώτα. Άλλοι ενδιαφέρονται πάρα πολύ να τους εξυπηρετήση η επιχείρησις στο να συγκεντρώσουν πολλά υλικά αγαθά. Αυτά τα άτομα, επίσης, υποδουλώνονται στις επιχειρήσεις των.
Ένας Χριστιανός μπορεί να πέση σε κάποια απ’ αυτές τις παγίδες. Ο απόστολος Παύλος προειδοποίησε: «Όσοι δε θέλουσι να πλουτώσι, πίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα, και εις επιθυμίας πολλάς ανόητους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν.» Ο Ιάκωβος, ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού, ομιλεί για κάποιους οι οποίοι αγνοούν ότι εξαρτώνται από τον Θεό και κάνουν σχέδια χωρίς τη δική του καθοδήγησι. Ως παράδειγμα αυτής της τάσεως, ο Ιάκωβος λέγει: «Έλθετε τώρα οι λέγοντες, Σήμερον ή αύριον θέλομεν υπάγει εις ταύτην την πόλιν, και θέλομεν κάμει εκεί ένα χρόνον, και θέλομεν εμπορευθή και κερδήσει· οίτινες δεν εξεύρετε το μέλλον της αύριον· διότι ποία είναι η ζωή σας; είναι τωόντι ατμός όστις φαίνεται προς ολίγον, και έπειτα αφανίζεται.»—1 Τιμ. 6:9· Ιακ. 4:13, 14· παράβαλε Λουκάς 12:16-21.
Έτσι ένας πραγματικός Χριστιανός δεν ενδιαφέρεται να επεκτείνη την επιχείρησί του πέραν απ’ αυτό που είναι αναγκαίο. Διαφορετικά αυτή θα απορροφήσει βαθμιαίως το χρόνο που είναι ουσιώδης για ωρισμένες ζωτικές διακονίες: την προσωπική του μελέτη, τη συναναστροφή και διδασκαλία της οικογενείας του, την παρακολούθησι των Χριστιανικών συναθροίσεων, το κήρυγμα του ευαγγελίου της Βασιλείας, την προετοιμασία για μέρη στο πρόγραμμα και άλλα καθήκοντα και προνόμια που σχετίζονται με τη Χριστιανική εκκλησία.
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΣ ΦΕΡΝΕΙ ΕΥΘΥΝΕΣ
Ο Χριστιανός ο οποίος αποβλέπει να εισέλθη στον κλάδο των επιχειρήσεων πρέπει να λάβη υπ’ όψιν ότι αυτό περιλαμβάνει πολλές ευθύνες. Πρώτ’ απ’ όλα είναι υποχρεωμένος ως Χριστιανός να προσέχη μήπως κάτι που κάνει φέρη μομφή στη Χριστιανική διακονία. (2 Κορ. 6:3) Έχει ευθύνη απέναντι στους πελάτες του. Αν ο ίδιος κατασκευάζη ένα προϊόν, τότε αυτό πρέπει να είναι καλό προϊόν, ή αν προσφέρη υπηρεσίες, τότε αυτές θα πρέπει να είναι υπηρεσίες που γίνονται μ’ ένα πολύ καλό τρόπο. Όταν διαφημίζη ή πωλή, δεν μπορεί να χρησιμοποιή ψεύδη, κακοπαραστάσεις, απάτη ή παραπλάνησι. Οφείλει ν’ αναγνωρίση ότι η ενασχόλησις σε επιχείρησι για ένα Χριστιανό σημαίνει σκληρή εργασία, όχι μαλακά λόγια. Ο Θεός μισεί τους ψεύστες ή αυτούς που εξαπατούν.—Αποκάλ. 21:8· Παροιμ. 6:12-15.
Επί πλέον, ένας επιχειρηματίας έχει ευθύνη απέναντι στους υπαλλήλους του. Είτε αυτοί είναι Χριστιανοί όπως αυτός, είτε άπιστοι, πρέπει όλους να τους μεταχειρίζεται με έντιμο και αμερόληπτο τρόπο και πρέπει να τους καταβάλλεται η αμοιβή που έχει συμφωνηθή από πριν.—Λευιτ. 19:13.
Το να διευθύνη κανείς μια επιχείρησί σ’ αυτό το παρόν σύστημα πραγμάτων απαιτεί μεγάλη προσοχή. Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή αρχεία σύμφωνα με τις κυβερνητικές διατάξεις σχετικά με τους φόρους επί των πωλήσεων, την ασφάλισι των εργαζομένων από ατυχήματα, τις κοινωνικές ασφαλίσεις, τον φόρο εισοδήματος, και άλλα όμοια. Ο Χριστιανός οφείλει να τηρή ακριβή αρχεία όλων των εμπορικών συναλλαγών ώστε να μη συναντήση δυσκολία και να επιφέρη μομφή στην διακονία του, λόγω αμελείας ή απροσεξίας, αποφεύγοντας ίσως να ‘αποδώση τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα.’—Μάρκ. 12:17.
ΥΠΟΥΛΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ
Λόγω της Γραφικής προειδοποιήσεως σχετικά με εκζήτησι πλούτου, ένας Χριστιανός πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός όσον αφορά τα σχέδια τα οποία υπόσχονται γρήγορα ή συνήθως μεγάλα κέρδη σε χρηματικές επενδύσεις. Ακόμη και αν ένας Χριστιανός πιστεύη ότι μια ωρισμένη επιχείρησις τέτοιας φύσεως είναι έντιμη και αποφασίζει να επενδύση χρήματα σ’ αυτήν, είναι φρόνιμο να μη περιλάβη και άλλους Χριστιανούς, ή ακόμη και κοσμικούς ανθρώπους σ’ αυτήν. Τέτοιες ενέργειες έχουν επιφέρει δυσκολίες, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η επιχείρησις δεν πήγε καλά και επέφερε χρηματικές ζημίες. Φυσικά ένας Χριστιανός θα διαπράξη βαριά αμαρτία απέναντι στον Θεό αν γίνη ένοχος απάτης. Θα φέρη ένα μέτρο ευθύνης και ενοχής αν συνεργάζεται σ’ ένα σχέδιο που νόμιζε ότι είναι καλό αλλά το οποίο απεδείχθη απατηλό.—Μιχ. 2:1, 2· Ψαλμ. 72:4· 62:10· Παροιμ. 22:16.
Η άποψις του Θεού σε τέτοια ζητήματα φαίνεται στους νόμους που είχε δώσει στον Ισραήλ. Ένας ο οποίος εξαπατούσε ή έκλεπτε από τον σύντροφό του έπρεπε να πληρώση διπλά ή περισσότερα όταν συνελαμβάνετο. Αλλά και αν ακόμη μετανοούσε και έφερνε το ζήτημα σε φως με δική του θέλησι, ήταν ανάγκη να εξομολογηθή την αμαρτία του, ν’ αποκαταστήση το ποσόν της απάτης και επί πλέον είκοσι τοις εκατό, και να κάμη προσφορά υπέρ αμαρτίας ένα κριόν (κάτι πολύ ακριβό για ένα Ισραηλίτη) στο αγιαστήριο ως έκκλησι στον Θεό για συγχώρησι. (Έξοδ. 22:1, 4, 7· Λευιτ. 6:1-7· παράβαλε Λουκάς 19:8) Ακόμη και όταν ένα άτομο διεπίστωνε ότι είχε αμαρτήσει χωρίς πρόθεσι οποιουδήποτε νόμου του Θεού, ωστόσο ήταν ένοχο και έπρεπε ν’ αποκαταστήση τα πράγματα.—Λευιτ. 4:27, 28· 5:15-19.
Ένας Χριστιανός δεν επιθυμεί να συμμετέχη στην ευθύνη των αμαρτημάτων της «Βαβυλώνος της Μεγάλης,» της παγκοσμίου αυτοκρατορίας της ψευδούς θρησκείας. (Αποκάλ. 18:2, 4) Επίσης επιθυμεί να κρατήση ουδετερότητα ως προς τις αντιμαχόμενες πολιτικές προστριβές αυτού του κόσμου. Επομένως ο Χριστιανός ο οποίος έχει επιχείρησι θα προσέχη πολύ μήπως συμμαχήση μ’ αυτούς και θ’ αποφεύγη ν’ αναμιγνύεται μαζί τους και να τους υποστηρίζη.
Για λόγους όπως οι ανωτέρω, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η συμβουλή του αποστόλου Παύλου πολύ σοβαρά το να «μη ομοζυγείτε με τους απίστους.» (2 Κορ. 6:14) Ένας Χριστιανός ο οποίος έχει τέτοια συνεργασία σε επιχειρήσεις ενεργεί με ανυπακοή στη συμβουλή του Θεού. Αντιμετωπίζει αναρίθμητες καταστάσεις όπου θα μπορούσε να αισθανθή τον πειρασμό του συμβιβασμού για να ευαρεστήση ή να συμβαδίση με τον άπιστο συνεταίρο. Είναι πιθανόν να οδηγηθή σε παράβασι δικαίων αρχών, οι οποίες επισύρουν τη δυσμένεια του Θεού.
ΔΑΝΕΙΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΖΟΥΝ
Το να δανείζεται κανείς χρήματα είναι κάτι που πρέπει ν’ αποφεύγη αν είναι δυνατόν, διότι, όπως συμβουλεύει ο απόστολος: «Εις μηδένα μη οφείλετε μηδέν, ειμή το να αγαπάτε αλλήλους.» (Ρωμ. 13:8) Και οι Γραφές λέγουν: «Ο δανειζόμενος είναι δούλος του δανείζοντος.» (Παροιμ. 22:7) Ο δανειζόμενος πράγματι έρχεται κάτω από μια μορφή δουλείας, διότι αναλαμβάνει μια ευθύνη απέναντι στον δανειστή του. Οφείλει να επιστρέψη στον δανειστή σύμφωνα με τη συμφωνία που έχει γίνει. Επίσης, όταν σκέπτεται να ενασχοληθή σε περαιτέρω τολμηρές επιχειρήσεις ή δαπάνες, οφείλει να λάβη υπ’ όψιν εκείνον στον οποίο είναι ήδη χρεωμένος, και επομένως δεν είναι τόσο ελεύθερος όσο αν ήσαν τα χρήματα δικά του. Επίσης, όταν περιέρχωνται χρήματα στην κατοχή του δεν είναι ελεύθερος να τα χρησιμοποιήση όπως του αρέσει, ίσως για αναψυχή ή ακόμη και για την οικογένειά του. Πρέπει να δώση προτεραιότητα στην πληρωμή του χρέους του.—Ψαλμ. 37:21.
Εν τούτοις, αν ένα δάνειο είναι αναγκαίο και ένας αδελφός έχει τα χρήματα με τα οποία μπορεί να κάμη το δάνειο, πρέπει να γίνη μια γραπτή συμφωνία η οποία ν’ αναφέρη το ποσόν του δανείου, το ποσόν του τόκου, αν περιλαμβάνεται, καθώς επίσης και τον τρόπο και τον χρόνο που θα επιστραφή το δάνειο.
Μήπως αυτό γίνεται επειδή δεν έχομε εμπιστοσύνη στους Χριστιανούς συντρόφους μας, τους αδελφούς μας; Όχι. Γίνεται λόγω της ατέλειας. Τα προφορικά λόγια μπορούν να παρανοηθούν και επίσης να ξεχασθούν. Μπορούν τότε να εγερθούν παρανοήσεις και πικρά αισθήματα που μπορούν ακόμη να δημιουργήσουν διχόνοιες οι οποίες επηρεάζουν την εκκλησία. Ο Ιεχωβά Θεός αναγνωρίζει τις ατέλειές μας και γνωρίζει τι μπορεί να προκύψη ως αποτέλεσμα. Ο ψαλμωδός λέγει: «Διότι αυτός γνωρίζει την πλάσιν ημών, ενθυμείται ότι είμεθα χώμα.»—Ψαλμ. 103:14.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο απόστολος Παύλος φρόντισε ώστε τα χρήματα που συνεισφέροντο από τις εκκλησίες για την υποβοήθησι των καταπιεζομένων Χριστιανών στην Ιερουσαλήμ να τα χειρίζωνται όχι ένας αδελφός αλλά περισσότεροι, για να μη μπορή να εισχωρήση καμμιά παρανόησις και ούτε να εγερθούν υπόνοιες οποιουδήποτε είδους. Αυτή ήταν η περίπτωσις για την οποία ο Παύλος έδωσε την εξής εξήγησι: «Φοβούμενοι τούτο, μη προσάψη τις εις ημάς μώμον εν τη αφθονία ταύτη τη διακονουμένη υφ’ ημών· προνοούντες τα καλά ουχί μόνον ενώπιον του Ιεχωβά, αλλά και ενώπιον των ανθρώπων.»—2 Κορ. 8:16-21, ΜΝΚ.
Γι’ αυτούς τους λόγους η ίδια αρχή εφαρμόζεται σχετικά με λογαριασμούς ή συμβόλαια για εργασία που πρόκειται να γίνη, όπου αναμένεται πληρωμή. Φυσικά, πολλές καλωσύνες γίνονται από Χριστιανούς μεταξύ των καθώς και προς άλλους και πολλά δώρα δίδονται χωρίς καμμιά σκέψι επιστροφής ή ανταποδόσεως. (Λουκ. 6:31-36· Γαλ. 6:10) Αν όμως πρόκειται για μια εμπορική συναλλαγή, τότε πρέπει οι όροι να διατυπώνωνται εγγράφως, και ο καθένας απ’ εκείνους που περιλαμβάνονται να παίρνη ένα αντίγραφο. Η Γραφή υποστηρίζει μια τέτοια ενέργεια. Μεταξύ των Ισραηλιτών έγγραφα στοιχεία για εμπορικές επιχειρήσεις ήσαν κάτι το κοινό, και αυτή η συνήθεια είχε την επιδοκιμασία του Θεού. Αυτός είχε κατευθύνει τον Ιερεμία να διατυπώση εγγράφως την αγορά ενός ωρισμένου τεμαχίου γης.—Ιερ. 32:8-14.
Όσον αφορά τον δανειστή, πρέπει να εξετάση σοβαρά το ζήτημα προτού δανείση χρήματα σ’ ένα άλλο άτομο. Αν υπάρχη μια πραγματική ανάγκη από τον αδελφό ή την αδελφή, είναι πιθανόν να θελήση να βοηθήση μ’ ένα εκούσιο δώρο, ή να κάμη ένα δάνειο χωρίς τόκο. (Έξοδ. 22:25) Πράγματι, αποτελεί υποχρέωσί του να βοηθή όταν μπορή, και ο Ιεχωβά θα τον ευλογήση γι’ αυτήν την καλωσύνη του.—Ιακ. 2:14-16· Παροιμ. 28:27.
Εξ άλλου, αν χρειάζεται ένα δάνειο για να το χρησιμοποιήση ο δανειζόμενος σ’ επιχείρησι τότε ο υποψήφιος δανειστής πρέπει να εξετάση αν μπορή να κάμη το δάνειο, ναι, ακόμη και να χάση τα χρήματα αν προκύψουν αντίξοες συνθήκες που θα καταστήσουν τον δανειζόμενο ανίκανο να επιστρέψη τα χρήματα. Επίσης, ο δανειστής πρέπει να έχη υπ’ όψιν του ότι με το να έχη μεγάλη προθυμία να δανείση μπορεί να ενθαρρύνη τον δανειζόμενο σε μια άσοφη πορεία, ιδιαίτερα αν ο δανειζόμενος δεν έχη αντίκρυσμα, ή είναι ήδη χρεωμένος. Και το να δανείση κανείς χρήματα σ’ ένα άτομο που διευθύνει με χαλαρό τρόπο την επιχείρησί του ή καθυστερεί τις πληρωμές του, μπορεί να του κάμη περισσότερο κακό παρά καλό, από πνευματική άποψι.
Οι Γραφές δίνουν σαφή συμβουλή στο να μη θέτη κανείς σε κίνδυνο την οικονομική του κατάστασι με το να γίνεται εγγυητής για έναν άλλο, όπως όταν υπογράφη για ένα άλλο άτομο που αναλαμβάνει ένα χρέος. Μας παρέχεται η εξής προειδοποίησις: «Μη έσο εκ των διδόντων χείρα, εκ των εγγυωμένων διά χρέη. Εάν δεν έχης πόθεν να πληρώσης, διά τι να πάρωσι την κλίνην σου υποκάτωθέν σου;» Εκείνος ο οποίος το κάνει αυτό στερείται καλού ορθού ελατηρίου: «Άνθρωπος ενδεής φρενών δίδει χείρα, και εγγυάται διά τον φίλον αυτού.»—Παροιμ. 22:26, 27· 17:18.
Έχοντας, επομένως, υπ’ όψιν όλες τις περιπλοκές που είναι δυνατόν να προκύψουν, είναι φρόνιμο να διερωτηθή ένα άτομο που πρόκειται να δανεισθή χρήματα τα εξής: «Είναι αυτό το δάνειο πραγματικά αναγκαίο, ουσιώδες για τη ζωή μου;» Ίσως, εξετάζοντας τον εαυτό του ένα άτομο να διαπιστώση ότι προσπαθεί να ζήση μια ανώτερη ζωή απ’ εκείνην που του επιτρέπουν οι δυνάμεις του. Σε μερικές περιπτώσεις είναι καλύτερο να δεχθή κανείς μια εργασία ως υπάλληλος αντί να συνεχίση να προσπαθή να διευθύνη μια κλονιζομένη επιχείρησι. Ασφαλώς είναι εσφαλμένο ν’ ακολουθήση κανείς την στάσι ότι ‘οι άλλοι έχουν χρήματα, γιατί λοιπόν να μη χρησιμοποιήσω λίγα απ’ αυτά;’
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου άτομα επωφελήθηκαν από τους Χριστιανούς αδελφούς των σε εμπορικές επιχειρήσεις λόγω της εμπιστοσύνης που είχαν οι αδελφοί σ’ αυτούς ως ομοίους των Χριστιανούς. Ο απόστολος Παύλος ομιλεί γι’ αυτούς που σκέπτονται εσφαλμένα, ‘ότι η ευσέβεια είναι πλουτισμός [για να διακριθή ή ν’ αποκτήση υλικά αγαθά].’ Λέγει: «Μέγας δε πλουτισμός είναι η ευσέβεια μετά αυταρκείας. Διότι δεν εφέραμεν ουδέν εις τον κόσμον· φανερόν ότι ουδέ δυνάμεθα να εκφέρωμέν τι. Έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα, ας αρκώμεθα εις ταύτα.» Κατόπιν ο απόστολος συνεχίζει με μια προειδοποίησι σχετικά με την απόφασι να θέλη κανείς να γίνη πλούσιος.—1 Τιμ. 6:5-10.
ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Ο Παύλος είπε για τη δική του περίπτωσι: «Εγώ έμαθον να ήμαι αυτάρκης εις όσα έχω. Εξεύρω να ταπεινόνωμαι, εξεύρω και να περισσεύωμαι. . . . Τα πάντα δύναμαι διά του ενδυναμούντος με Χριστού.»—Φιλιππ. 4:11-13.
Τι έξοχο παράδειγμα έχομε με τον απόστολο Παύλο και τους Χριστιανούς αδελφούς μας οι οποίοι εμπιστεύονται στα λόγια του Ιησού: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού· και ταύτα πάντα [όπως τροφές και ρουχισμός] θέλουσι σας προστεθή.» Η συμπεριφορά των κατέληξε σε καλό και τη δική των πίστι θέλομε να μιμηθούμε.—Ματθ. 6:33· Εβρ. 13:7.
Το να διατηρήσωμε ισχυρή πίστι ότι ο Ιεχωβά θα φροντίση για μας, κατανοώντας ότι ‘αυτός εξεύρει τίνων έχομεν χρείαν, πριν εμείς ζητήσωμεν παρ’ αυτού,’ δεν θα πέσωμε στον πειρασμό να θέλωμε να συσσωρεύσωμε περισσότερα απ’ όσα έχομε ανάγκη, και δεν θα μας καταλάβη φόβος μήπως εμείς και οι οικογένειες μας δεν θα έχουν αρκετή τροφή. Τα θεόπνευστα λόγια του αποστόλου μάς διαβεβαιώνουν: «Ο τρόπος σας έστω αφιλάργυρος· αρκείσθε εις τα παρόντα· διότι αυτός είπε, ‘Δεν θέλω σε αφήσει, ουδέ σε εγκαταλείψει·’ ώστε ημείς θαρρούντες να λέγωμεν, ‘Ο Ιεχωβά είναι βοηθός μου, και δεν θέλω φοβηθή, τι να μοι κάμη άνθρωπος;’»—Ματθ. 6:8· Εβρ. 13:5, 6, ΜΝΚ.