Έχω Δει τη Δύναμη της Γραφικής Αλήθειας
Αφήγηση από τον Βίτο Φραέζε
ΠΙΘΑΝΩΣ, το όνομα Τρεντινάρα δεν σημαίνει τίποτα για εσάς. Πρόκειται για μια μικρή πόλη νότια της Νάπολης, στην Ιταλία. Εκεί γεννήθηκαν οι γονείς μου καθώς και ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Άντζελο. Έπειτα από τη γέννηση του Άντζελο, οι γονείς μου μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και εγκαταστάθηκαν στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, όπου γεννήθηκα εγώ το 1926. Ο πατέρας μου συνάντησε για πρώτη φορά Σπουδαστές της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, το 1922. Σύντομα, τόσο αυτός όσο και η μητέρα μου έγιναν Σπουδαστές της Γραφής.
Μολονότι ο πατέρας μου ήταν ήρεμο και σκεπτόμενο άτομο, αγανακτούσε με την αδικία. Δεν μπορούσε να ανεχτεί το γεγονός ότι ο κλήρος κρατούσε τους ανθρώπους σε άγνοια, γι’ αυτό δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να μεταδώσει τις Γραφικές αλήθειες. Μόλις συνταξιοδοτήθηκε, ανέλαβε την ολοχρόνια διακονία στην οποία και παρέμεινε μέχρι την ηλικία των 74 ετών, όταν η κακή υγεία και οι σφοδροί χειμώνες τον ανάγκασαν να σταματήσει. Και πάλι, όμως, κήρυττε 40 ως 60 ώρες κάθε μήνα ακόμη και μετά τα 90 του. Το παράδειγμα του πατέρα μου άσκησε ισχυρή επίδραση πάνω μου. Αν και είχε αίσθηση του χιούμορ, ήταν σοβαρός άνθρωπος. Συνήθιζε να λέει: «Πρέπει να παίρνουμε την αλήθεια στα σοβαρά».
Ο πατέρας μου και η μητέρα μου προσπάθησαν να διδάξουν το Λόγο του Θεού και στα πέντε παιδιά τους. Εγώ βαφτίστηκα στις 23 Αυγούστου 1943, και τον Ιούνιο του 1944 ξεκίνησα το σκαπανικό. Η αδελφή μου, η Καρμέλα, υπηρετούσε ως σκαπάνισσα στην Τζενίβα της Νέας Υόρκης μαζί με τη Φερν, τη γεμάτη ζωντάνια συνεργάτιδά της. Δεν άργησα να καταλάβω ότι η Φερν ήταν η κοπέλα με την οποία ήθελα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου. Έτσι λοιπόν, παντρευτήκαμε τον Αύγουστο του 1946.
Ιεραποστολικό Έργο
Οι πρώτοι μας δύο διορισμοί ήταν στην Τζενίβα και στο Νόριτς της Νέας Υόρκης ως ειδικοί σκαπανείς. Τον Αύγουστο του 1948, είχαμε το προνόμιο να παρακολουθήσουμε τη 12η τάξη της Γαλαάδ. Στη συνέχεια, διοριστήκαμε στη Νάπολη της Ιταλίας, μαζί με ένα άλλο ζευγάρι ιεραποστόλων, τον Καρλ και την Τζοάν Ρίτζγουεϊ. Εκείνα τα χρόνια, η Νάπολη πάλευε να συνέλθει από τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου. Δεν ήταν εύκολο να βρούμε σπίτι, και έτσι για μερικούς μήνες μέναμε σε ένα μικρό διαμέρισμα δύο δωματίων.
Είχα μεγαλώσει ακούγοντας τους γονείς μου να μιλούν στη ναπολιτάνικη διάλεκτο, και έτσι τα ιταλικά μου—παρά την αμερικανική μου προφορά—ήταν αρκετά κατανοητά. Η Φερν συνάντησε δυσκολίες με τη γλώσσα. Πρέπει να πω όμως ότι, όχι μόνο κατάφερε να με φτάσει, αλλά με ξεπέρασε κιόλας.
Στην αρχή, τα μόνα άτομα που έδειξαν ενδιαφέρον στη Νάπολη ήταν μια τετραμελής οικογένεια που πουλούσε λαθραία τσιγάρα. Η Τερέζα, ένα μέλος αυτής της οικογένειας, κάθε μέρα που πήγαινε στη δουλειά γινόταν «άλλος άνθρωπος». Το πρωί, έχοντας παραγεμίσει τις πολλές τσέπες της φούστας της με τσιγάρα, έδειχνε παχιά. Το απόγευμα, φαινόταν αδύνατη σαν στέκα. Η αλήθεια μεταμόρφωσε εντελώς αυτή την οικογένεια. Τελικά, 16 μέλη της οικογένειας έγιναν Μάρτυρες. Σήμερα, στην πόλη της Νάπολης υπάρχουν περίπου 3.700 Μάρτυρες.
Εναντίωση στο Έργο Μας
Έπειτα από εννιά μόνο μήνες παραμονής στη Νάπολη, οι αρχές ανάγκασαν και τους τέσσερίς μας να φύγουμε από την πόλη. Πήγαμε στην Ελβετία για έναν περίπου μήνα και επιστρέψαμε στην Ιταλία με τουριστική βίζα. Η Φερν και εγώ διοριστήκαμε στο Τορίνο. Αρχικά, κάποια κυρία μάς νοίκιασε ένα δωμάτιο και χρησιμοποιούσαμε από κοινού το μπάνιο της και την κουζίνα της. Όταν το ζεύγος Ρίτζγουεϊ έφτασε στο Τορίνο, νοικιάσαμε μαζί ένα διαμέρισμα. Αργότερα, πέντε ζευγάρια ιεραποστόλων ζούσαμε στο ίδιο σπίτι.
Το 1955, όταν οι αρχές μάς ανάγκασαν να φύγουμε από το Τορίνο, είχαν τεθεί τα θεμέλια για τη δημιουργία τεσσάρων νέων εκκλησιών. Ικανοί ντόπιοι αδελφοί ήταν πλέον σε θέση να χειρίζονται τα ζητήματα. Οι αρχές μάς είπαν: «Είμαστε σίγουροι πως, όταν φύγετε εσείς οι Αμερικάνοι, όλα όσα κάνατε θα διαλυθούν». Ωστόσο, η επακόλουθη αύξηση κατέδειξε ότι η επιτυχία του έργου εξαρτάται από τον Θεό. Σήμερα, υπάρχουν πάνω από 4.600 Μάρτυρες και 56 εκκλησίες στο Τορίνο.
Φλωρεντία—Μια Πανέμορφη Πόλη
Ο επόμενος διορισμός μας ήταν η Φλωρεντία. Ακούγαμε συχνά για αυτή την πόλη, καθώς αποτελούσε τον ιεραποστολικό διορισμό της αδελφής μου, της Καρμέλα, και του συζύγου της, του Μέρλιν Χάρτσλερ. Φανταστείτε, όμως, να ζει κανείς εκεί. Μέρη όπως η Πιάτσα ντέλα Σινιορία, η Πόντε Βέκιο, η Πιατσάλε Μικελάντζελο και το Παλάτσο Πίτι την έκαναν πανέμορφη! Χαιρόμασταν να βλέπουμε την ανταπόκριση μερικών Φλωρεντινών στα καλά νέα.
Μελετούσαμε με μια οικογένεια και οι γονείς βαφτίστηκαν. Ο πατέρας, όμως, ήταν καπνιστής. Το 1973, η Σκοπιά τόνισε ότι το κάπνισμα είναι μια ακάθαρτη συνήθεια και παρότρυνε τους αναγνώστες να τη σταματήσουν. Τα μεγαλύτερα παιδιά τον παρακαλούσαν να κόψει το τσιγάρο. Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα το έκοβε, αλλά δεν το έκανε. Ένα βράδυ, η σύζυγος έστειλε τα εννιάχρονα δίδυμα αγόρια μόνα τους στο κρεβάτι χωρίς να κάνει μαζί τους, ως συνήθως, τη βραδινή προσευχή. Αργότερα ένιωσε άσχημα και πήγε στο δωμάτιό τους. Εκείνα είχαν κάνει ήδη την προσευχή τους. «Για ποιο πράγμα προσευχηθήκατε;» τους ρώτησε. «Ιεχωβά, σε παρακαλούμε, βοήθησε τον μπαμπά να κόψει το τσιγάρο». Η σύζυγος φώναξε τον άντρα της: «Έλα να ακούσεις την προσευχή των παιδιών σου». Όταν εκείνος άκουσε τι είχαν πει, ξέσπασε σε κλάματα και είπε: «Δεν θα καπνίσω ποτέ ξανά!» Κράτησε την υπόσχεσή του, και τώρα πάνω από 15 μέλη εκείνης της οικογένειας είναι Μάρτυρες.
Υπηρεσία στην Αφρική
Το 1959, μεταφερθήκαμε στο Μογκαντίσου της Σομαλίας μαζί με δυο άλλους ιεραποστόλους, τον Αρτούρο Λεβέρις και τον αδελφό μου, τον Άντζελο. Η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη όταν φτάσαμε. Η ιταλική κυβέρνηση, κατ’ εντολήν των Ηνωμένων Εθνών, έπρεπε να οδηγήσει τη Σομαλία σε ανεξαρτησία, αλλά η κατάσταση φαινόταν να χειροτερεύει. Μερικοί Ιταλοί με τους οποίους μελετούσαμε εγκατέλειψαν τη χώρα, και έτσι δεν ήταν δυνατόν να οργανώσουμε μια εκκλησία εκεί.
Εκείνη την περίοδο, ο επίσκοπος ζώνης πρότεινε να υπηρετήσω ως βοηθός του. Έτσι λοιπόν, αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε τις γύρω χώρες. Ορισμένοι με τους οποίους μελετούσαμε σημείωσαν πρόοδο, αναγκάστηκαν όμως να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους εξαιτίας της εναντίωσης. Κάποιοι άλλοι παρέμειναν, μολονότι χρειάστηκε να υπομείνουν πολλά παθήματα.a Ακόμη και τώρα, όταν αναλογιζόμαστε την αγάπη τους για τον Ιεχωβά και τα όσα υπέμειναν για να παραμείνουν πιστοί, τα μάτια μας γεμίζουν δάκρυα.
Η ζέστη και η υγρασία που επικρατούσαν στη Σομαλία και στην Ερυθραία ήταν συχνά ανυπόφορες. Μερικά τοπικά φαγητά μάς έκαναν να ζεσταινόμαστε ακόμη περισσότερο. Την πρώτη φορά που φάγαμε ένα τέτοιο φαγητό στο σπίτι μιας σπουδάστριας της Γραφής, η σύζυγός μου είπε αστειευόμενη ότι τα αφτιά της είχαν γίνει κατακόκκινα!
Όταν ο Άντζελο και ο Αρτούρο έλαβαν άλλον διορισμό, μείναμε μόνοι μας. Ήταν δύσκολο να μην έχουμε κάποιον να μας ενθαρρύνει. Εντούτοις, αυτή η κατάσταση μας βοήθησε να πλησιάσουμε περισσότερο τον Ιεχωβά και να τον εμπιστευόμαστε πληρέστερα. Και οι επισκέψεις σε χώρες όπου το έργο βρισκόταν υπό απαγόρευση ήταν πράγματι πηγή ενθάρρυνσης για εμάς.
Στη Σομαλία υπήρχαν διάφορες δυσκολίες. Δεν είχαμε ψυγείο, γι’ αυτό αγοράζαμε μόνο τα τρόφιμα που θα τρώγαμε την κάθε μέρα—μερικές φορές φέτες ζύγαινας, ένα είδος καρχαρία, και άλλες φορές τοπικά φρούτα, όπως μάνγκο, παπάγιες, γκρέιπφρουτ, καρύδες ή μπανάνες. Πολύ συχνά παλεύαμε με ιπτάμενα έντομα. Συνήθως προσγειώνονταν στο λαιμό μας ενώ διεξήγαμε οικιακές Γραφικές μελέτες. Τουλάχιστον, είχαμε ένα μηχανάκι και έτσι δεν χρειαζόταν να περπατάμε για ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο.
Επιστρέφουμε στην Ιταλία
Χάρη στη γενναιοδωρία φίλων, μπορέσαμε να επιβιβαστούμε σε ένα πλοίο που μετέφερε μπανάνες με προορισμό την Ιταλία, για να παρακολουθήσουμε τη διεθνή συνέλευση στο Τορίνο το 1961. Μάθαμε ότι θα λαβαίναμε καινούριο διορισμό. Το Σεπτέμβριο του 1962, επιστρέψαμε στην Ιταλία, όπου άρχισα να υπηρετώ ως επίσκοπος περιοχής. Αγοράσαμε ένα μικρό αυτοκίνητο με το οποίο ταξιδεύαμε επί πέντε χρόνια στις δύο περιοχές που υπηρετούσαμε.
Μετά τη ζέστη της Αφρικής, έπρεπε τώρα να τα βγάλουμε πέρα με το κρύο. Τον πρώτο χειμώνα, ενώ επισκεπτόμασταν μια εκκλησία στους πρόποδες των Άλπεων, κοιμηθήκαμε σε ένα δωμάτιο χωρίς θέρμανση πάνω από έναν αχυρώνα. Έκανε τόσο πολύ κρύο ώστε κοιμηθήκαμε φορώντας τα παλτά μας. Εκείνο το βράδυ τέσσερις κότες και δυο σκυλιά ψόφησαν εκεί κοντά από το κρύο!
Αργότερα, υπηρέτησα και ως επίσκοπος περιφερείας. Εκείνα τα χρόνια, καλύπταμε ολόκληρη την Ιταλία. Κάποιες περιοχές, όπως την Καλαβρία και τη Σικελία, τις επισκεφτήκαμε πολλές φορές. Παρακινούσαμε τους νεαρούς να αναπτύσσονται πνευματικά και να επιδιώκουν να υπηρετήσουν ως επίσκοποι εκκλησιών, περιοδεύοντες διάκονοι ή Μπεθελίτες.
Έχουμε μάθει πολλά από πιστούς αδελφούς οι οποίοι έχουν υπηρετήσει τον Ιεχωβά ολόκαρδα. Έχουμε εκτιμήσει τις ιδιότητές τους, όπως την απόλυτη οσιότητα στον Ιεχωβά, τη γενναιοδωρία, την αγάπη για τους αδελφούς τους και το πνεύμα προσαρμοστικότητας και αυτοθυσίας που έχουν δείξει. Έχουμε παρακολουθήσει γάμους σε Αίθουσες Βασιλείας οι οποίοι τελέστηκαν από Μάρτυρες που ήταν νομικά αναγνωρισμένοι ως θρησκευτικοί λειτουργοί, πράγμα αδιανόητο για αυτή τη χώρα πριν από χρόνια. Οι αδελφοί δεν διεξάγουν πλέον τις συναθροίσεις τους σε κουζίνες σπιτιών ούτε κάθονται σε σανίδες, όπως συνέβαινε στο Τορίνο. Αντίθετα, οι περισσότερες εκκλησίες απολαμβάνουν όμορφες Αίθουσες Βασιλείας οι οποίες τιμούν τον Ιεχωβά. Ούτε διεξάγουμε πλέον συνελεύσεις σε αίθουσες δεύτερης κατηγορίας, αλλά σε ευρύχωρες Αίθουσες Συνελεύσεων. Και πόσο μεγάλη χαρά νιώθουμε βλέποντας τον αριθμό των ευαγγελιζομένων να ξεπερνάει τους 243.000! Όταν φτάσαμε στην Ιταλία, υπήρχαν μόνο 490.
Κάναμε τις Σωστές Επιλογές
Συναντήσαμε και πολλές δυσκολίες, μεταξύ αυτών η νοσταλγία και οι αρρώστιες. Η Φερν ένιωθε νοσταλγία κάθε φορά που έβλεπε τη θάλασσα. Χρειάστηκε επίσης να υποβληθεί σε τρεις σοβαρές εγχειρήσεις. Κάποτε, ενώ πήγαινε σε μια Γραφική μελέτη, κάποιος εναντιούμενος της επιτέθηκε με ένα δικράνι. Και εκείνη η «συνάντηση» επίσης την έστειλε στο νοσοκομείο.
Μολονότι κατά καιρούς παλεύαμε με την αποθάρρυνση, έχουμε “εκδηλώσει στάση προσμονής για τον Ιεχωβά”, σε αρμονία με το εδάφιο Θρήνοι 3:24. Αυτός είναι ο Θεός της παρηγοριάς. Κάποια φορά που νιώθαμε αποθαρρυμένοι, η Φερν έλαβε μια εξαιρετική επιστολή από τον αδελφό Νάθαν Νορ. Της έγραφε πως, όντας γεννημένος κοντά στο Μπέθλιχεμ της Πενσυλβανίας, όπου η Φερν είχε αρχίσει το σκαπανικό, γνώριζε καλά ότι οι γυναίκες της Πενσυλβανίας που έχουν γερμανική καταγωγή, όπως η Φερν, είναι δυνατές και ανθεκτικές. Είχε δίκιο. Στο πέρασμα των ετών λάβαμε ενθάρρυνση με πολλούς τρόπους και από πολλούς ανθρώπους.
Παρά τις δυσκολίες, πασχίζουμε να διατηρούμε αμείωτο το ζήλο μας για τη διακονία. Παρομοιάζοντας το πνεύμα ζήλου με ένα εύγευστο αφρώδες ιταλικό κρασί, το Λαμπρούσκο, η Φερν λέει αστειευόμενη: «Δεν πρέπει να αφήσουμε το πνεύμα μας να χάσει τη σπιρτάδα του». Έπειτα από 40 και πλέον χρόνια περιοδειών στο έργο περιοχής και περιφερείας, λάβαμε ένα καινούριο προνόμιο—να επισκεπτόμαστε και να οργανώνουμε ομίλους και εκκλησίες σε γλώσσες εκτός της ιταλικής. Αυτοί οι όμιλοι κηρύττουν σε ανθρώπους από την Αιθιοπία, την Γκάνα, την Ερυθραία, την Ινδία, την Κίνα, το Μπαγκλαντές, τη Νιγηρία, τη Σρι Λάνκα, τις Φιλιππίνες και άλλες χώρες. Ένα ολόκληρο βιβλίο δεν θα μας έφτανε για να διηγηθούμε τους θαυμάσιους τρόπους με τους οποίους έχουμε δει τη δύναμη του Λόγου του Θεού να μεταμορφώνει τις ζωές εκείνων που έχουν γευτεί το έλεος του Ιεχωβά.—Μιχ. 7:18, 19.
Προσευχόμαστε καθημερινά στον Ιεχωβά να συνεχίσει να μας παρέχει τη συναισθηματική και τη σωματική δύναμη που χρειαζόμαστε για να επιτελούμε τη διακονία μας. Η χαρά του Κυρίου είναι η δύναμή μας. Κάνει τα μάτια μας να λάμπουν και μας πείθει ότι έχουμε κάνει τις σωστές επιλογές στη ζωή καθώς διαδίδουμε τη Γραφική αλήθεια.—Εφεσ. 3:7· Κολ. 1:29.
[Υποσημείωση]
[Πίνακας/Εικόνες στη σελίδα 27-29]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Οι γονείς μου στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης
1948
Στο Σάουθ Λάνσινγκ για τη 12η τάξη της Γαλαάδ
1949
Με τη Φερν λίγο πριν φύγουμε για την Ιταλία
Κάπρι, Ιταλία
1952
Στο Τορίνο και στη Νάπολη μαζί με άλλους ιεραποστόλους
1963
Η Φερν με μερικά από τα άτομα με τα οποία μελετούσε
«Δεν πρέπει να αφήσουμε το πνεύμα μας να χάσει τη σπιρτάδα του»