ΕΙΔΩΛΟ, ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ
Είδωλο είναι η εικόνα, η παράσταση οποιουδήποτε πράγματος ή το σύμβολο—πραγματικό ή φανταστικό—που αποτελεί αντικείμενο ένθερμης αφοσίωσης. Σε γενικές γραμμές, ειδωλολατρία είναι η ευλάβεια, η αγάπη ή η λατρεία προς ένα είδωλο. Συνήθως απευθύνεται σε μια πραγματική ή υποθετική ανώτερη δύναμη, είτε αυτή η δύναμη θεωρείται ότι είναι έμψυχη (όπως ένας άνθρωπος, ένα ζώο ή μια οργάνωση) είτε άψυχη (όπως μια δύναμη ή ένα άψυχο αντικείμενο της φύσης). Η ειδωλολατρία περιλαμβάνει γενικά κάποιου είδους εθιμοτυπία ή τελετουργικό.
Οι εβραϊκές λέξεις που χρησιμοποιούνταν για τα είδωλα τόνιζαν συνήθως την προέλευση και την εγγενή αχρηστία των ειδώλων ή ήταν υποτιμητικοί όροι που εξέφραζαν περιφρόνηση. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται λέξεις που αποδίδονται «γλυπτή εικόνα» (κατά κυριολεξία, κάτι γλυπτό), «χυτό άγαλμα, χυτή εικόνα ή χυτό είδωλο» (κατά κυριολεξία, κάτι βγαλμένο από καλούπι), «φρικτό είδωλο», «μάταιο είδωλο» (κατά κυριολεξία, ματαιότητα) και «κοπρώδες είδωλο». Στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών χρησιμοποιείται η λέξη εἴδωλον.
Δεν Είναι Όλες οι Εικόνες Είδωλα. Ο νόμος του Θεού που απαγόρευε την κατασκευή εικόνων (Εξ 20:4, 5) δεν απέκλειε την κατασκευή κάθε παράστασης και αγάλματος. Αυτό καταδεικνύεται από την εντολή που έδωσε αργότερα ο Ιεχωβά να κατασκευαστούν δύο χρυσά χερουβείμ πάνω στο κάλυμμα της Κιβωτού και να κεντηθούν παραστάσεις χερουβείμ στο εσωτερικό κάλυμμα της σκηνής της μαρτυρίας, το οποίο αποτελούνταν από δέκα υφάσματα, καθώς και στην κουρτίνα που χώριζε τα Άγια από τα Άγια των Αγίων. (Εξ 25:18· 26:1, 31, 33) Παρόμοια, το εσωτερικό του ναού του Σολομώντα, του οποίου τα αρχιτεκτονικά σχέδια δόθηκαν στον Δαβίδ μέσω θεϊκής έμπνευσης (1Χρ 28:11, 12), ήταν όμορφα διακοσμημένο με σκαλιστά λαξεύματα που παρίσταναν χερουβείμ, φοίνικες και άνθη. Δύο χερουβείμ από ξύλο ελαιώδους δέντρου, επικαλυμμένα με χρυσάφι, στέκονταν στα Άγια των Αγίων αυτού του ναού. (1Βα 6:23, 28, 29) Η χυτή θάλασσα στηριζόταν πάνω σε 12 χάλκινους ταύρους, τα δε πλαϊνά των χάλκινων καροτσιών που χρησιμοποιούνταν στο ναό ήταν διακοσμημένα με μορφές λιονταριών, ταύρων και χερουβείμ. (1Βα 7:25, 28, 29) Δώδεκα λιοντάρια ήταν τοποθετημένα στις δύο πλευρές των σκαλοπατιών που οδηγούσαν στο θρόνο του Σολομώντα.—2Χρ 9:17-19.
Εντούτοις, αυτές οι παραστάσεις δεν ήταν είδωλα προορισμένα για λατρεία. Μόνο οι ιερείς που εκτελούσαν τα καθήκοντά τους έβλεπαν τις παραστάσεις στο εσωτερικό της σκηνής της μαρτυρίας και αργότερα στο εσωτερικό του ναού. Κανένας άλλος εκτός από τον αρχιερέα δεν έμπαινε στα Άγια των Αγίων, και αυτό μόνο την Ημέρα της Εξιλέωσης. (Εβρ 9:7) Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπήρχε κίνδυνος να πέσουν οι Ισραηλίτες στην παγίδα να ειδωλοποιήσουν τα χρυσά χερουβείμ του αγιαστηρίου. Αυτές οι παραστάσεις αποτελούσαν πρωτίστως απεικόνιση των ουράνιων χερουβείμ. (Παράβαλε Εβρ 9:23, 24.) Το ότι δεν έπρεπε να θεωρούνται αντικείμενα ευλάβειας γίνεται φανερό από το γεγονός ότι ούτε οι ίδιοι οι άγγελοι έπρεπε να λατρεύονται.—Κολ 2:18· Απ 19:10· 22:8, 9.
Ασφαλώς, υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιες εικόνες ή ομοιώματα έγιναν είδωλα, αν και ο αρχικός τους προορισμός δεν ήταν να αποτελέσουν αντικείμενα ευλάβειας. Το χάλκινο φίδι που έφτιαξε ο Μωυσής στην έρημο κατέληξε να γίνει αντικείμενο λατρείας, γι’ αυτό και ο πιστός Βασιλιάς Εζεκίας το έκανε κομμάτια. (Αρ 21:9· 2Βα 18:1, 4) Το εφόδ που έφτιαξε ο Κριτής Γεδεών έγινε «παγίδα» για τον ίδιο και το σπιτικό του.—Κρ 8:27.
Εικόνες ως Βοηθήματα στη Λατρεία. Οι Γραφές δεν επιτρέπουν να χρησιμοποιεί κάποιος εικόνες ως μέσο για να προσεύχεται στον Θεό. Αυτή η συνήθεια αντιβαίνει στην αρχή σύμφωνα με την οποία όσοι επιζητούν να υπηρετούν τον Ιεχωβά πρέπει να τον λατρεύουν με πνεύμα και αλήθεια. (Ιωα 4:24· 2Κο 4:18· 5:6, 7) Εκείνος δεν ανέχεται την ανάμειξη ειδωλολατρικών συνηθειών με την αληθινή λατρεία, όπως φαίνεται από το ότι καταδίκασε τη μοσχολατρία, παρότι οι Ισραηλίτες είχαν συνδέσει το όνομά του με αυτήν. (Εξ 32:3-10) Ο Ιεχωβά δεν μοιράζεται τη δόξα του με γλυπτές εικόνες.—Ησ 42:8.
Ούτε σε μία περίπτωση στη Γραφή δεν αναφέρεται ότι κάποιοι πιστοί υπηρέτες του Ιεχωβά κατέφυγαν στη χρήση οπτικών βοηθημάτων για να προσευχηθούν στον Θεό ή επιδόθηκαν σε κάποια μορφή σχετικής λατρείας. Φυσικά, μερικοί μπορεί να επικαλεστούν το εδάφιο Εβραίους 11:21, το οποίο, σύμφωνα με την Καθολική Μετάφραση Ντουαί, αναφέρει: «Μέσω πίστης ο Ιακώβ, καθώς πέθαινε, ευλόγησε τον καθένα από τους γιους του Ιωσήφ και λάτρεψε την άκρη του ραβδιού του». Κατόπιν, σε υποσημείωση αυτού του εδαφίου υποστηρίζεται ότι ο Ιακώβ απέδωσε σχετική τιμή και ευλάβεια στην άκρη του ραβδιού του Ιωσήφ, και γίνεται το εξής σχόλιο: «Μερικοί μεταφραστές, που δεν είναι φιλικά διακείμενοι προς αυτή τη σχετική τιμή, έχουν διαστρεβλώσει το κείμενο μεταφράζοντάς το: πρόσφερε λατρεία ενώ στηριζόταν στην άκρη του μπαστουνιού του». Εντούτοις, αυτή η τελευταία απόδοση και παρεμφερείς παραλλαγές της δεν αποτελούν διαστρέβλωση του κειμένου, όπως υποστηρίζει αυτή η υποσημείωση, αλλά συμφωνούν με την έννοια του εβραϊκού κειμένου στο εδάφιο Γένεση 47:31 και έχουν υιοθετηθεί ακόμη και από μερικές Καθολικές μεταφράσεις, όπως Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ.
Μορφές Ειδωλολατρίας. Οι πράξεις ειδωλολατρίας που αναφέρονται στη Γραφή περιλάμβαναν αποκρουστικές συνήθειες όπως η τελετουργική πορνεία, οι θυσίες παιδιών, η μέθη και οι αυτοτραυματισμοί μέχρι αιμορραγίας. (1Βα 14:24· 18:28· Ιερ 19:3-5· Ωσ 4:13, 14· Αμ 2:8) Οι άνθρωποι έδειχναν ευλάβεια στα είδωλα τρώγοντας και πίνοντας σε γιορτές ή τελετές που γίνονταν προς τιμήν τους (Εξ 32:6· 1Κο 8:10), προσκυνώντας τα και θυσιάζοντας σε αυτά, χορεύοντας και τραγουδώντας μπροστά τους, ακόμη δε και φιλώντας τα. (Εξ 32:8, 18, 19· 1Βα 19:18· Ωσ 13:2) Διέπρατταν επίσης ειδωλολατρία στρώνοντας τραπέζι με φαγητό και ποτό για τους ψεύτικους θεούς (Ησ 65:11), κάνοντας σπονδές και πίτες για θυσία, καθώς επίσης υψώνοντας καπνό θυσίας (Ιερ 7:18· 44:17) και κλαίγοντας σε θρησκευτικές τελετές (Ιεζ 8:14). Ορισμένες πράξεις, όπως το να κάνει κάποιος τατουάζ και τομές στη σάρκα του, να προκαλεί φαλακρότητα στο μέτωπό του, να κονταίνει τα μαλλιά στα πλάγια του κεφαλιού του και να καταστρέφει τις άκρες της γενειάδας του, απαγορεύονταν από το Νόμο, ίσως—τουλάχιστον εν μέρει—επειδή συνδέονταν με επικρατούσες ειδωλολατρικές συνήθειες των γειτονικών λαών.—Λευ 19:26-28· Δευ 14:1.
Υπάρχουν, όμως, και πιο ύπουλες μορφές ειδωλολατρίας. Η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία (Κολ 3:5), εφόσον το αντικείμενο που λαχταράει κάποιος αποσπά την οφειλόμενη προς τον Δημιουργό αγάπη και, ως εκ τούτου, γίνεται στην ουσία είδωλο. Αντί να υπηρετεί τον Ιεχωβά Θεό με πιστότητα, το άτομο μπορεί να γίνει δούλος της κοιλιάς του, δηλαδή της σαρκικής του επιθυμίας ή όρεξης, και να την κάνει θεό του. (Ρω 16:18· Φλπ 3:18, 19) Εφόσον η αγάπη για τον Δημιουργό καταδεικνύεται με την υπακοή (1Ιω 5:3), η στασιαστικότητα και το να προτρέχει κανείς με αυθάδεια παραβάλλονται με πράξεις ειδωλολατρίας.—1Σα 15:22, 23.
Προκατακλυσμιαία Ειδωλολατρία. Η ειδωλολατρία δεν ξεκίνησε στο ορατό βασίλειο, αλλά στο αόρατο. Ένα ένδοξο πνευματικό πλάσμα ανέπτυξε την άπληστη επιθυμία να μοιάσει στον Ύψιστο. Η επιθυμία του ήταν τόσο ισχυρή ώστε τον αποξένωσε από τον Θεό του, τον Ιεχωβά, και η ειδωλολατρία του τον έκανε να στασιάσει.—Ιωβ 1:6-11· 1Τι 3:6· παράβαλε Ησ 14:12-14· Ιεζ 28:13-15, 17.
Παρόμοια η Εύα, λαχταρώντας τον απαγορευμένο καρπό, κατέστησε τον εαυτό της το πρώτο ανθρώπινο ον που άσκησε ειδωλολατρία, και αυτή η εσφαλμένη επιθυμία την οδήγησε στο να παρακούσει την εντολή του Θεού. Με τον ίδιο τρόπο, και ο Αδάμ, επιτρέποντας στην ιδιοτελή του επιθυμία να ανταγωνιστεί την αγάπη του για τον Ιεχωβά και κατόπιν παρακούοντάς τον, έγινε ένοχος ειδωλολατρίας.—Γε 3:6, 17.
Από τον καιρό του στασιασμού στην Εδέμ, μόνο μια μειονότητα από το ανθρώπινο γένος δεν έχει αναμειχθεί στην ειδωλολατρία. Όταν ζούσε ο Ενώς, εγγονός του Αδάμ, προφανώς ασκούνταν κάποια μορφή ειδωλολατρίας. «Εκείνον τον καιρό έγινε αρχή να επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά». (Γε 4:26) Προφανώς, όμως, δεν επρόκειτο για επίκληση του Ιεχωβά με πίστη, πράγμα που είχε κάνει ο δίκαιος Άβελ πολλά χρόνια νωρίτερα και για το οποίο υπέστη μαρτυρικό θάνατο στα χέρια του αδελφού του, του Κάιν. (Γε 4:4, 5, 8) Φαίνεται ότι αυτό που άρχισε στις ημέρες του Ενώς ήταν μια ψεύτικη μορφή λατρείας στην οποία γινόταν κακή χρήση ή ακατάλληλη εφαρμογή του ονόματος του Ιεχωβά. Είτε οι άνθρωποι έδιναν το όνομα του Ιεχωβά στον εαυτό τους ή σε άλλους ανθρώπους (μέσω των οποίων υποτίθεται ότι πλησίαζαν τον Θεό για να τον λατρέψουν) είτε έδιναν το θεϊκό όνομα σε είδωλα (χρησιμοποιώντας τα ως ορατό, απτό βοήθημα στην προσπάθειά τους να λατρέψουν τον αόρατο Θεό).
Το Βιβλικό υπόμνημα δεν αποκαλύπτει σε ποιο βαθμό ασκούνταν η ειδωλολατρία από τις ημέρες του Ενώς ως τον Κατακλυσμό. Η κατάσταση πρέπει να είχε επιδεινωθεί βαθμιαία, διότι στις ημέρες του Νώε “ο Ιεχωβά είδε ότι η κακία του ανθρώπου ήταν άφθονη στη γη και ότι κάθε τάση των σκέψεων της καρδιάς του ήταν μόνο κακή όλο τον καιρό”. Εκτός από την κληρονομημένη τάση του ανθρώπου προς την αμαρτία, οι υλοποιημένοι άγγελοι, οι οποίοι είχαν σχέσεις με τις κόρες των ανθρώπων, και οι υβριδικοί απόγονοι αυτών των ενώσεων, οι Νεφιλείμ, ασκούσαν στον κόσμο εκείνου του καιρού ισχυρή επιρροή προς το κακό.—Γε 6:4, 5.
Η Ειδωλολατρία στους Πατριαρχικούς Χρόνους. Αν και ο Κατακλυσμός των ημερών του Νώε κατέστρεψε όλους τους ανθρώπους που ήταν ειδωλολάτρες, η ειδωλολατρία επανεμφανίστηκε, με πρωτοστάτη τον Νεβρώδ, έναν “κραταιό κυνηγό εναντίον του Ιεχωβά”. (Γε 10:9) Αναμφίβολα η οικοδόμηση της Βαβέλ και του πύργου της (πιθανόν ενός ζιγκουράτ που θα χρησιμοποιούνταν για ειδωλολατρία) ξεκίνησε υπό την κατεύθυνση του Νεβρώδ. Τα σχέδια εκείνων των οικοδόμων ανατράπηκαν όταν ο Ιεχωβά επέφερε σύγχυση στη γλώσσα τους. Καθώς δεν μπορούσαν πλέον να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, σταμάτησαν τελικά την οικοδόμηση της πόλης και διασκορπίστηκαν. Εντούτοις, η ειδωλολατρία που ξεκίνησε στη Βαβέλ δεν τερματίστηκε εκεί. Οι οικοδόμοι μετέφεραν τις ψεύτικες θρησκευτικές τους αντιλήψεις όπου και αν πήγαν.—Γε 11:1-9· βλέπε ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΘΕΕΣ.
Η επόμενη πόλη που αναφέρεται στις Γραφές, η Ουρ των Χαλδαίων, δεν ήταν αφοσιωμένη στη λατρεία του αληθινού Θεού, του Ιεχωβά, όπως δεν ήταν και η Βαβέλ. Επιτόπιες αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν ότι πολιούχος θεός ήταν ο Σιν, ο θεός της σελήνης. Στην Ουρ κατοικούσε ο Θάρα, ο πατέρας του Άβραμ (Αβραάμ). (Γε 11:27, 28) Εφόσον ζούσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, ο Θάρα μπορεί να είχε επιδοθεί στην ειδωλολατρία, όπως άφησε να εννοηθεί έπειτα από αιώνες ο Ιησούς του Ναυή, λέγοντας προς τους Ισραηλίτες: «Στην άλλη πλευρά του Ποταμού [Ευφράτη] κατοικούσαν οι προπάτορές σας πριν από πολύ καιρό—ο Θάρα, ο πατέρας του Αβραάμ και πατέρας του Ναχώρ—και υπηρετούσαν άλλους θεούς». (Ιη 24:2) Ο Αβραάμ, όμως, εκδήλωσε πίστη στον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά.
Όπου και αν πήγε ο Αβραάμ, και αργότερα οι απόγονοί του, συνάντησε την ειδωλολατρία, η οποία είχε επηρεαστεί από την αρχική αποστασία στη Βαβέλ. Έτσι λοιπόν, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος της μόλυνσης από αυτήν. Ακόμη και συγγενείς του Αβραάμ είχαν είδωλα. Ο Λάβαν, ο πεθερός του Ιακώβ, του εγγονού του Αβραάμ, είχε στην κατοχή του θεραφίμ, δηλαδή εφέστιους θεούς. (Γε 31:19, 31, 32) Ο ίδιος ο Ιακώβ αναγκάστηκε να παραγγείλει στο σπιτικό του να αποβάλουν όλους τους θεούς των αλλοεθνών που είχαν, και έκρυψε τα είδωλα που του παρέδωσαν. (Γε 35:2-4) Ίσως τα εξαφάνισε με αυτόν τον τρόπο ώστε να μην ξαναχρησιμοποιήσει κανείς στο σπιτικό του το μέταλλό τους ως κάτι ειδικής αξίας λόγω της προηγούμενης ειδωλολατρικής του χρήσης. Δεν αναφέρεται αν ο Ιακώβ έλιωσε ή θρυμμάτισε πρώτα τα είδωλα.
Η Ειδωλολατρία και ο Λαός με τον Οποίο Είχε Συνάψει Διαθήκη ο Θεός. Όπως είχε δηλώσει ο Ιεχωβά στον Αβραάμ, οι απόγονοί του, οι Ισραηλίτες, έγιναν πάροικοι σε γη που δεν ήταν δική τους, δηλαδή την Αίγυπτο, και εκεί ταλαιπωρήθηκαν. (Γε 15:13) Στην Αίγυπτο ήρθαν σε επαφή με χονδροειδή ειδωλολατρία, δεδομένου ότι η κατασκευή ομοιωμάτων ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη σε εκείνη τη χώρα. Πολλές από τις θεότητες που λατρεύονταν εκεί παριστάνονταν να έχουν κεφάλια ζώων: η Βαστ κεφάλι γάτας, η Αθώρ κεφάλι αγελάδας, ο Ώρος κεφάλι γερακιού, ο Άνουβις κεφάλι τσακαλιού (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 946), ο Θωθ κεφάλι ίβιδος—και αυτά είναι απλώς μερικά ενδεικτικά παραδείγματα. Πλάσματα της θάλασσας, του αέρα και της ξηράς αποτελούσαν αντικείμενα ευλάβειας, ενώ κατά το θάνατό τους τα «ιερά» ζώα ταριχεύονταν.
Ο Νόμος που έδωσε ο Ιεχωβά στο λαό του αφού τους ελευθέρωσε από την Αίγυπτο ήταν κατηγορηματικά αντίθετος προς τις ειδωλολατρικές πράξεις που ήταν τόσο διαδεδομένες μεταξύ των αρχαίων. Η δεύτερη από τις Δέκα Εντολές απαγόρευε ρητά την κατασκευή γλυπτής εικόνας ή παράστασης οποιουδήποτε πράγματος στους ουρανούς, στη γη ή στα νερά, με σκοπό τη λατρεία. (Εξ 20:4, 5· Δευ 5:8, 9) Στις τελευταίες του παραινέσεις προς τους Ισραηλίτες, ο Μωυσής τόνισε ότι είναι αδύνατον να κατασκευαστεί εικόνα του αληθινού Θεού και τους προειδοποίησε να προσέξουν την παγίδα της ειδωλολατρίας. (Δευ 4:15-19) Για να προστατευτούν ακόμη περισσότερο από την ειδωλολατρία, οι Ισραηλίτες διατάχθηκαν να μη συνάψουν καμιά διαθήκη με τους ειδωλολάτρες κατοίκους της γης στην οποία έμπαιναν ούτε να συμπεθερέψουν μαζί τους, αλλά να τους αφανίσουν. Όσα αντικείμενα ήταν συναφή με την ειδωλολατρία—θυσιαστήρια, ιερές στήλες, ιεροί στύλοι και γλυπτές εικόνες—έπρεπε να καταστραφούν.—Δευ 7:2-5.
Ο διάδοχος του Μωυσή, ο Ιησούς του Ναυή, σύναξε όλες τις φυλές του Ισραήλ στη Συχέμ και τις νουθέτησε να αφαιρέσουν τους ψεύτικους θεούς και να υπηρετούν πιστά τον Ιεχωβά. Ο λαός δέχτηκε να το κάνει αυτό και εξακολούθησε να υπηρετεί τον Ιεχωβά ενόσω ζούσε ο Ιησούς του Ναυή και οι πρεσβύτεροι των οποίων οι ημέρες συνεχίστηκαν μετά τον Ιησού. (Ιη 24:14-16, 31) Στη συνέχεια, όμως, επικράτησε γενική αποστασία. Ο λαός άρχισε να λατρεύει θεότητες της Χαναάν—τον Βάαλ, την Αστορέθ και τον ιερό στύλο, ή αλλιώς την Ασεράχ. Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά εγκατέλειψε τους Ισραηλίτες στα χέρια των εχθρών τους. Εντούτοις, όταν μετανοούσαν, εκείνος ήγειρε με έλεος κριτές για να τους ελευθερώνουν.—Κρ 2:11-19· 3:7· βλέπε ΑΣΤΟΡΕΘ· ΒΑΑΛ Αρ. 4· ΙΕΡΗ ΣΤΗΛΗ· ΙΕΡΟΣ ΣΤΥΛΟΣ.
Υπό τη διακυβέρνηση των βασιλιάδων. Στη διάρκεια της βασιλείας του πρώτου βασιλιά του Ισραήλ, του Σαούλ, και του γιου του, του Ις-βοσθέ, όπως επίσης του Δαβίδ, δεν αναφέρεται ότι οι Ισραηλίτες επιδίδονταν σε ειδωλολατρία μεγάλης κλίμακας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ειδωλολατρία εξακολουθούσε να υποβόσκει στο βασίλειο. Για παράδειγμα, η ίδια η κόρη του Σαούλ, η Μιχάλ, είχε στην κατοχή της ένα γλυπτό θεραφίμ. (1Σα 19:13· βλέπε ΘΕΡΑΦΙΜ.) Εντούτοις, η ειδωλολατρία άρχισε τελικά να ασκείται απροκάλυπτα στο τελευταίο διάστημα της βασιλείας του Σολομώντα, του γιου του Δαβίδ, όταν ο ίδιος ο μονάρχης, επηρεασμένος από τις πολλές αλλοεθνείς συζύγους του, την προώθησε καθιστώντας την αποδεκτή. Χτίστηκαν υψηλοί τόποι για την Αστορέθ, τον Χεμώς και τον Μελχώμ ή Μολόχ. Ο λαός σε γενικές γραμμές ενέδωσε στην ψεύτικη λατρεία και άρχισε να προσκυνάει αυτούς τους ειδωλολατρικούς θεούς.—1Βα 11:3-8, 33· 2Βα 23:13· βλέπε ΜΟΛΟΧ· ΧΕΜΩΣ.
Λόγω αυτής της ειδωλολατρίας ο Ιεχωβά απέσχισε δέκα φυλές από το γιο του Σολομώντα, τον Ροβοάμ, και τις έδωσε στον Ιεροβοάμ. (1Βα 11:31-35· 12:19-24) Μολονότι δόθηκε στον Ιεροβοάμ η διαβεβαίωση ότι η βασιλεία του θα παρέμενε σταθερή εφόσον συνέχιζε να υπηρετεί τον Ιεχωβά με πιστότητα, εκείνος, μόλις έγινε βασιλιάς, καθιέρωσε τη μοσχολατρία, φοβούμενος ότι ο λαός θα εξεγειρόταν εναντίον της διακυβέρνησής του αν συνέχιζαν να πηγαίνουν στην Ιερουσαλήμ για να αποδώσουν λατρεία. (1Βα 11:38· 12:26-33) Η παγανιστική μοσχολατρία συνέχισε να ασκείται όλες τις ημέρες κατά τις οποίες υπήρχε το δεκάφυλο βασίλειο, ενώ στη διάρκεια της βασιλείας του Αχαάβ εισάχθηκε και ο Βααλισμός των Τυρίων. (1Βα 16:30-33) Εντούτοις, δεν αποστάτησαν όλοι. Ενόσω βασίλευε ο Αχαάβ, υπήρχε ακόμη ένα υπόλοιπο 7.000 ατόμων που δεν είχε λυγίσει το γόνατο στον Βάαλ ούτε τον είχε φιλήσει—και αυτό τη στιγμή που οι προφήτες του Ιεχωβά θανατώνονταν με σπαθί, αναμφίβολα με την υποκίνηση της συζύγου του Αχαάβ, της Ιεζάβελ.—1Βα 19:1, 2, 14, 18· Ρω 11:4· βλέπε ΜΟΣΧΑΡΙ (Μοσχολατρία).
Με εξαίρεση την εξάλειψη της λατρείας του Βάαλ από τον Ιηού (2Βα 10:20-28), δεν έχει καταγραφεί καμιά θρησκευτική μεταρρύθμιση εκ μέρους κάποιου μονάρχη του δεκάφυλου βασιλείου. Στους προφήτες που έστελνε επανειλημμένα ο Ιεχωβά, ο λαός και οι άρχοντες του βόρειου βασιλείου δεν έδιναν καμιά προσοχή, έτσι ώστε τελικά ο Παντοδύναμος τους εγκατέλειψε στα χέρια των Ασσυρίων εξαιτίας του άθλιου υπομνήματος της ειδωλολατρίας τους.—2Βα 17:7-23.
Η κατάσταση δεν διέφερε πολύ στο βασίλειο του Ιούδα, με εξαίρεση τις μεταρρυθμίσεις που έκαναν ορισμένοι βασιλιάδες. Μολονότι το διαιρεμένο βασίλειο είχε προκύψει ως άμεση συνέπεια της ειδωλολατρίας, ο γιος του Σολομώντα, ο Ροβοάμ, δεν πήρε στα σοβαρά τη διαπαιδαγώγηση του Ιεχωβά ώστε να απορρίψει την ειδωλολατρία. Μόλις εδραιώθηκε η θέση του, αυτός και όλος ο Ιούδας μαζί του αποστάτησαν. (2Χρ 12:1) Ο λαός έφτιαξε υψηλούς τόπους, στους οποίους τοποθέτησε ιερές στήλες και ιερούς στύλους, και επιδιδόταν σε τελετουργική πορνεία. (1Βα 14:23, 24) Αν και ο Αβιάμ (Αβιά) εκδήλωσε πίστη στον Ιεχωβά όταν πολέμησε εναντίον του Ιεροβοάμ και ευλογήθηκε με νίκη, σε μεγάλο βαθμό μιμήθηκε την αμαρτωλή πορεία του πατέρα και προκατόχου του στο θρόνο, του Ροβοάμ.—1Βα 15:1, 3· 2Χρ 13:3-18.
Οι δύο επόμενοι βασιλιάδες του Ιούδα, ο Ασά και ο Ιωσαφάτ, υπηρέτησαν τον Ιεχωβά με πιστότητα και επιδίωξαν να απαλλάξουν το βασίλειο από την ειδωλολατρία. Αλλά ο Ιούδας ήταν τόσο βυθισμένος στη λατρεία που ασκούνταν στους υψηλούς τόπους ώστε, παρότι και οι δύο αυτοί βασιλιάδες προσπάθησαν να τους καταστρέψουν, οι υψηλοί τόποι φαίνεται ότι εξακολούθησαν να υπάρχουν κρυφά ή επανεμφανίστηκαν.—1Βα 15:11-14· 22:42, 43· 2Χρ 14:2-5· 17:5, 6· 20:31-33.
Η βασιλεία του επόμενου βασιλιά του Ιούδα, του Ιωράμ, ξεκίνησε με αιματοχυσία και εισήγαγε μια νέα εποχή στην ειδωλολατρία του Ιούδα. Αυτό αποδίδεται στο ότι ο Ιωράμ είχε σύζυγο την ειδωλολάτρισσα κόρη του Αχαάβ, τη Γοθολία. (2Χρ 21:1-4, 6, 11) Η βασιλομήτωρ Γοθολία ήταν επίσης η σύμβουλος του γιου του, του Οχοζία. Συνεπώς, στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Οχοζία αλλά και της σφετερίστριας Γοθολίας, η ειδωλολατρία συνεχίστηκε με την έγκριση του στέμματος.—2Χρ 22:1-3, 12.
Στην αρχή της βασιλείας του Ιωάς, μετά την εκτέλεση της Γοθολίας, η αληθινή λατρεία αποκαταστάθηκε. Αλλά με το θάνατο του Αρχιερέα Ιωδαέ, ο Ιούδας επέστρεψε στην ειδωλολατρία με την υποκίνηση των αρχόντων του. (2Βα 12:2, 3· 2Χρ 24:17, 18) Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά παρέδωσε τις δυνάμεις του Ιούδα στα χέρια των Σύριων εισβολέων, και ο Ιωάς δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους υπηρέτες του.—2Χρ 24:23-25.
Αναμφίβολα η εκτέλεση της κρίσης του Θεού εναντίον του Ιούδα και ο βίαιος θάνατος του πατέρα του, του Ιωάς, προξένησαν μεγάλη εντύπωση στον Αμαζία, και έτσι αυτός έκανε αρχικά το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά. (2Χρ 25:1-4) Αλλά αφού νίκησε τους Εδωμίτες και πήρε τα ομοιώματά τους, άρχισε να υπηρετεί τους θεούς των κατανικημένων εχθρών του. (2Χρ 25:14) Η ανταπόδοση επήλθε όταν ο Ιούδας ηττήθηκε από το δεκάφυλο βασίλειο και όταν αργότερα ο Αμαζίας δολοφονήθηκε από συνωμότες. (2Χρ 25:20-24, 27) Μολονότι αναφέρεται ότι ο Αζαρίας (Οζίας) και ο γιος του, ο Ιωθάμ, έπραξαν γενικά το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά, οι υπήκοοί τους ενέμειναν στην ειδωλολατρία που ασκούσαν στους υψηλούς τόπους.—2Βα 15:1-4, 32-35· 2Χρ 26:3, 4, 16-18· 27:1, 2.
Στη διάρκεια της βασιλείας του γιου του Ιωθάμ, του Άχαζ, ο Ιούδας γνώρισε νέα θρησκευτική παρακμή. Ο Άχαζ άρχισε να ασκεί ειδωλολατρία σε πρωτοφανή κλίμακα για το βασίλειο. Υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς του Ιούδα που αναφέρεται ότι θυσίασε τα παιδιά του στη φωτιά στα πλαίσια της ψεύτικης λατρείας. (2Βα 16:1-4· 2Χρ 28:1-4) Ο Ιεχωβά τιμώρησε τον Ιούδα με ήττες από τους εχθρούς του. Ο Άχαζ, αντί να μετανοήσει, συμπέρανε ότι οι θεοί των βασιλιάδων της Συρίας τούς έδιναν τη νίκη και έτσι αποφάσισε να θυσιάσει σε αυτές τις θεότητες για να βοηθήσουν και τον ίδιο. (2Χρ 28:5, 23) Επιπρόσθετα, οι πόρτες του ναού του Ιεχωβά κλείστηκαν και τα σκεύη του κατατεμαχίστηκαν.—2Χρ 28:24.
Παρότι ο Άχαζ δεν ωφελήθηκε από τη διαπαιδαγώγηση του Ιεχωβά, δεν συνέβη το ίδιο με το γιο του τον Εζεκία. (2Χρ 29:1, 5-11) Τον πρώτο κιόλας χρόνο που έγινε βασιλιάς ο Εζεκίας, αποκατέστησε την αληθινή λατρεία του Ιεχωβά. (2Χρ 29:3) Στη διάρκεια της βασιλείας του καταστράφηκαν τα συναφή με την ψεύτικη λατρεία αντικείμενα, όχι μόνο στον Ιούδα και στον Βενιαμίν, αλλά επίσης στον Εφραΐμ και στον Μανασσή.—2Χρ 31:1.
Εντούτοις, ο γιος του Εζεκία, ο Μανασσής, αναβίωσε πλήρως την ειδωλολατρία. (2Βα 21:1-7· 2Χρ 33:1-7) Το Βιβλικό υπόμνημα δεν αναφέρει τους λόγους για αυτό. Ο Μανασσής, που άρχισε να κυβερνάει σε ηλικία 12 ετών, μπορεί αρχικά να παροδηγήθηκε από συμβούλους και άρχοντες οι οποίοι δεν ήταν εξ ολοκλήρου αφοσιωμένοι στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Σε αντίθεση με τον Άχαζ, όμως, ο Μανασσής, ενώ ήταν αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα, μετανόησε όταν έλαβε αυτή την αυστηρή διαπαιδαγώγηση από τον Ιεχωβά και προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις όταν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ. (2Χρ 33:10-16) Εντούτοις, ο γιος του ο Αμών άρχισε και πάλι να θυσιάζει στις γλυπτές εικόνες.—2Χρ 33:21-24.
Έπειτα ακολούθησε η διακυβέρνηση του Ιωσία, κατά την οποία εκριζώθηκε σχολαστικά η ειδωλολατρία από τον Ιούδα. Οι ειδωλολατρικοί τόποι βεβηλώθηκαν, όχι μόνο εκεί, αλλά και στις πόλεις της Σαμάρειας. Τέθηκε τέρμα στην εργασία αυτών που ήταν ιερείς σε θεούς αλλοεθνών και όσων ύψωναν καπνό θυσίας στον Βάαλ, καθώς επίσης στον ήλιο, στη σελήνη, στους αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου και σε όλο το στράτευμα των ουρανών. (2Βα 23:4-27· 2Χρ 34:1-5) Ωστόσο, αυτή η εκτεταμένη εκστρατεία κατά της ειδωλολατρίας δεν επέφερε μόνιμη μεταρρύθμιση. Οι τέσσερις τελευταίοι βασιλιάδες του Ιούδα—ο Ιωάχαζ, ο Ιωακείμ, ο Ιωαχίν και ο Σεδεκίας—ενέμειναν στην ειδωλολατρία.—2Βα 23:31, 32, 36, 37· 24:8, 9, 18, 19· βλέπε ΑΣΤΡΟΛΟΓΟΙ· ΖΩΔΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ· ΥΨΗΛΟΙ ΤΟΠΟΙ.
Οι αναφορές στην ειδωλολατρία που υπάρχουν στα συγγράμματα των προφητών ρίχνουν περισσότερο φως στο τι συνέβαινε τα τελευταία χρόνια του βασιλείου του Ιούδα. Οι τοποθεσίες όπου λάβαιναν χώρα η ειδωλολατρία, η τελετουργική πορνεία και οι θυσίες παιδιών συνέχιζαν να υπάρχουν. (Ιερ 3:6· 17:1-3· 19:2-5· 32:29, 35· Ιεζ 6:3, 4) Ακόμη και κάποιοι Λευίτες ήταν ένοχοι ειδωλολατρίας. (Ιεζ 44:10, 12, 13) Ο Ιεζεκιήλ, που μεταφέρθηκε μέσω οράματος στο ναό της Ιερουσαλήμ, είδε εκεί ένα απεχθές είδωλο, “το σύμβολο της ζηλοτυπίας”, αλλά και την προσκύνηση παραστάσεων ερπετών και σιχαμερών ζώων, καθώς και την απόδοση λατρείας στον ψεύτικο θεό Ταμμούζ και στον ήλιο.—Ιεζ 8:3, 7-16.
Παρά το γεγονός ότι οι Ισραηλίτες λάτρευαν τα είδωλα μέχρι του σημείου να θυσιάζουν τα ίδια τους τα παιδιά, συνέχιζαν να αποδίδουν κατ’ επίφαση λατρεία στον Ιεχωβά και νόμιζαν ότι δεν θα τους έβρισκε συμφορά. (Ιερ 7:4, 8-12· Ιεζ 23:36-39) Τόσο άμυαλος είχε γίνει γενικά ο λαός εμμένοντας στην ειδωλολατρία, ώστε όταν τελικά επήλθε η συμφορά και η Ιερουσαλήμ ερημώθηκε από τους Βαβυλωνίους το 607 Π.Κ.Χ., σε εκπλήρωση του λόγου του Ιεχωβά, αυτοί απέδωσαν το γεγονός στο ότι δεν ύψωναν καπνό θυσίας και δεν έκαναν σπονδές στη «βασίλισσα των ουρανών».—Ιερ 44:15-18· βλέπε ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ.
Γιατί Στράφηκε ο Ισραήλ στην Ειδωλολατρία. Διάφοροι ήταν οι παράγοντες που έκαναν τόσο πολλούς Ισραηλίτες να εγκαταλείπουν επανειλημμένα την αληθινή λατρεία. Ως ένα από τα έργα της σάρκας, η ειδωλολατρία έλκυε τις επιθυμίες της σάρκας. (Γα 5:19-21) Όταν οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στην Υποσχεμένη Γη, ίσως είδαν ότι οι ειδωλολάτρες γείτονές τους, τους οποίους δεν είχαν εκδιώξει ολοκληρωτικά, είχαν καλές σοδειές επειδή διέθεταν μεγαλύτερη πείρα στην καλλιέργεια της γης. Πολλοί μπορεί να ζήτησαν πληροφορίες και να άκουσαν τη συμβουλή των Χαναναίων γειτόνων τους όσον αφορά το τι χρειαζόταν για να ευαρεστήσουν τον Βάαλ, δηλαδή τον «ιδιοκτήτη», κάθε αγροτεμαχίου.—Ψλ 106:34-39.
Η σύναψη γάμων με τους ειδωλολάτρες αποτελούσε άλλο ένα κίνητρο για αποστασία. (Κρ 3:5, 6) Η ανεξέλεγκτη εντρύφηση στο σεξ που ήταν συνυφασμένη με την ειδωλολατρία αποδείχτηκε επίσης μεγάλος πειρασμός. Για παράδειγμα, στη Σιττίμ, στις Πεδιάδες του Μωάβ, χιλιάδες Ισραηλίτες ενέδωσαν στην ανηθικότητα και αναμείχθηκαν στην ψεύτικη λατρεία. (Αρ 22:1· 25:1-3) Μερικοί ίσως έβρισκαν δελεαστικό το να μπορούν να πίνουν ανεξέλεγκτα στα αγιαστήρια των ψεύτικων θεών.—Αμ 2:8.
Υπήρχε επίσης το δέλεαρ της υποτιθέμενης γνώσης για το τι επιφύλασσε το μέλλον, πράγμα που πήγαζε από την επιθυμία για διαβεβαίωση ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Σχετικά παραδείγματα αποτελούν η περίπτωση του Σαούλ, ο οποίος συμβουλεύτηκε μια πνευματιστική μεσάζουσα, και του Οχοζία, ο οποίος έστειλε να ρωτήσουν τον Βάαλ-ζεβούλ, το θεό της Ακκαρών.—1Σα 28:6-11· 2Βα 1:2, 3.
Η Ανοησία της Ειδωλολατρίας. Επανειλημμένα οι Γραφές επισημαίνουν ότι είναι ανόητο να βασίζεται κάποιος σε θεούς από ξύλο, πέτρα ή μέταλλο. Ο Ησαΐας περιγράφει την κατασκευή ειδώλων και δείχνει πόσο άφρονας είναι αυτός ο οποίος χρησιμοποιεί μέρος του ξύλου από ένα δέντρο για να μαγειρέψει το φαγητό του και για να ζεσταθεί, ενώ το υπόλοιπο το κάνει θεό στον οποίο αποβλέπει για βοήθεια. (Ησ 44:9-20) Την ημέρα της σφοδρής οργής του Ιεχωβά, έγραψε ο Ησαΐας, οι λάτρεις ψεύτικων θεών θα έριχναν τα ανώφελα είδωλά τους στις μυγαλές και στις νυχτερίδες. (Ησ 2:19-21) «Αλίμονο σε εκείνον που λέει σε ένα ξύλο: “Σήκω από τον ύπνο!” σε μια βουβή πέτρα: “Ξύπνα!”» (Αββ 2:19) Όσοι φτιάχνουν βουβά είδωλα θα γίνουν όμοιοι με αυτά, δηλαδή άψυχοι.—Ψλ 115:4-8· 135:15-18· βλέπε Απ 9:20.
Η Σωστή Άποψη για την Ειδωλολατρία. Οι πιστοί υπηρέτες του Ιεχωβά ανέκαθεν αποστρέφονταν τα είδωλα. Στη Γραφή, οι ψεύτικοι θεοί και τα είδωλα αναφέρονται επανειλημμένα με περιφρονητικούς όρους—ως κάτι άχρηστο (1Χρ 16:26· Ψλ 96:5· 97:7), φρικτό (1Βα 15:13· 2Χρ 15:16), επαίσχυντο (Ιερ 11:13· Ωσ 9:10), απεχθές (Ιεζ 16:36, 37) και αηδιαστικό (Ιεζ 37:23). Πολλές φορές γίνεται λόγος για τα «κοπρώδη είδωλα»—απόδοση της εβραϊκής λέξης γκιλλουλίμ, η οποία είναι συγγενική μιας λέξης που σημαίνει «κόπρανα». (1Βα 14:10· Σοφ 1:17) Αυτός ο περιφρονητικός όρος, τον οποίο βρίσκουμε πρώτη φορά στο εδάφιο Λευιτικό 26:30, εμφανίζεται σχεδόν 40 φορές στο βιβλίο του Ιεζεκιήλ και μόνο, ξεκινώντας από το κεφάλαιο 6, εδάφιο 4.
Ο πιστός Ιώβ αναγνώρισε ότι ακόμη και αν η καρδιά του δελεαζόταν κρυφά καθώς παρατηρούσε τα ουράνια σώματα, όπως τη σελήνη, και “το χέρι του άγγιζε το στόμα του για να δώσει φιλί” (κάτι που παρέπεμπε προφανώς στο να στέλνει κάποιος φιλιά με το χέρι στα πλαίσια μιας ειδωλολατρικής συνήθειας), αυτό θα αποτελούσε άρνηση του Θεού, και συνεπώς ειδωλολατρία. (Ιωβ 31:26-28· παράβαλε Δευ 4:15, 19.) Αναφερόμενος σε κάποιον που εκτελούσε δικαιοσύνη, ο Ιεχωβά είπε μέσω του προφήτη Ιεζεκιήλ: «Τα μάτια του δεν σήκωσε προς τα κοπρώδη είδωλα του οίκου του Ισραήλ», δηλαδή για να απευθύνει δέηση προς αυτά ή να περιμένει βοήθεια από αυτά.—Ιεζ 18:5, 6.
Άλλο ωραίο παράδειγμα απόρριψης της ειδωλολατρίας είναι το παράδειγμα των τριών Εβραίων, του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδενεγώ, οι οποίοι, αν και απειλήθηκαν με θάνατο στο πύρινο καμίνι, αρνήθηκαν να προσκυνήσουν τη χρυσή εικόνα που είχε στήσει ο Βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ στην Πεδιάδα Δουρά.—Δα 3.
Οι πρώτοι Χριστιανοί πρόσεξαν τη θεόπνευστη συμβουλή: «Να φεύγετε από την ειδωλολατρία» (1Κο 10:14), οι δε κατασκευαστές ομοιωμάτων θεωρούσαν τη Χριστιανοσύνη απειλή για την προσοδοφόρα επιχείρησή τους. (Πρ 19:23-27) Όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί, το ότι οι Χριστιανοί που ζούσαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρέμεναν απαλλαγμένοι από την ειδωλολατρία τούς έθετε συνήθως σε θέση παρόμοια με των τριών Εβραίων. Οι Χριστιανοί θα μπορούσαν να σωθούν από το θάνατο αν αναγνώριζαν το θεϊκό χαρακτήρα του αυτοκράτορα ως κεφαλής του Κράτους και πρόσφεραν μια μικρή ποσότητα θυμιάματος, αλλά λίγοι συμβιβάστηκαν. Εκείνοι οι πρώτοι Χριστιανοί διέκριναν πλήρως ότι άπαξ και είχαν στραφεί μακριά από τα είδωλα για να υπηρετούν τον αληθινό Θεό (1Θε 1:9), θα αποκλείονταν από τη Νέα Ιερουσαλήμ και θα έχαναν το βραβείο της ζωής αν επέστρεφαν στην ειδωλολατρία.—Απ 21:8· 22:14, 15.
Οι υπηρέτες του Ιεχωβά πρέπει να φυλάγονται από τα είδωλα (1Ιω 5:21) ακόμη και σήμερα. Προειπώθηκε ότι θα ασκούνταν έντονες πιέσεις σε όλους τους κατοίκους της γης προκειμένου να λατρέψουν το συμβολικό «θηρίο» και την «εικόνα» του. Κανένας ο οποίος εμμένει σε τέτοιου είδους ειδωλολατρία δεν θα λάβει το δώρο της αιώνιας ζωής που δίνει ο Θεός. «Εδώ είναι που περιλαμβάνεται υπομονή για τους αγίους».—Απ 13:15-17· 14:9-12· βλέπε ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ, ΣΙΧΑΜΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ.