«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
Δεν Επιδοκιμάζεται από τον Θεό Καθετί που Λέγεται «Χριστιανικό»
ΠΟΛΛΑ άτομα ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί. Αλλά μολονότι συνοδεύονται από φαινομενικές προφητεύσεις και εκτελέσεις θαυμάτων, ο ισχυρισμός αυτός και μόνος δεν τους δίνει μια επιδοκιμασμένη θέσι ενώπιον του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός αναγνωρίζει ως μαθητάς του μόνον άτομα που πράττουν το θέλημα του Πατρός του. Είπε: «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ, Κύριε, Κύριε· αλλ’ ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς. Πολλοί θέλουσιν ειπεί προς εμέ εν εκείνη τη ημέρα, Κύριε Κύριε, δεν προεφητεύσαμεν εν τω ονόματί σου, και εν τω ονόματί σου δεν εξεβάλομεν δαιμόνια, και εν τω ονόματί σου δεν εκάμαμεν θαύματα πολλά; Και τότε θέλω ομολογήσει προς αυτούς, Ότι ποτέ δεν σας εγνώρισα!»—Ματθ. 7:21-23.
Τα λόγια του Ιησού τονίζουν ότι εκείνος που επιζητεί τη θεία επιδοκιμασία πρέπει να συμμορφώνεται με τον τρόπο του Θεού στα ζητήματα λατρείας. Όχι ο άνθρωπος, αλλ’ ο Θεός, προσδιορίζει ποια είναι η ευπρόσδεκτη ιερή υπηρεσία. «Ο Θεός είναι πνεύμα·» λέγει ο Ιησούς, «και οι προσκυνούντες αυτόν, εν πνεύματι και αληθεία πρέπει να προσκυνώσι.» (Ιωάν. 4:24) Ένας αληθινός λάτρης του Θεού δεν εξαρτάται από την παρουσία ή τη χρήσι ορατών πραγμάτων και γεωγραφικών τοποθεσιών. Λατρεύει όχι μέσω αντικειμένων που μπορεί να δη και να εγγίση, αλλά «εν πνεύματι.» Η λατρεία του είναι σε αρμονία με την αλήθεια του Θεού.
Εν τούτοις υπάρχουν πολλά άτομα που λέγονται Χριστιανοί και χρησιμοποιούν εικόνες ως ορατά βοηθήματα στη λατρεία. Ισχυρίζονται ότι αυτό που λατρεύουν δεν είναι η εικόνα, αλλ’ εκείνο που παριστάνεται από την εικόνα. Υποστηρίζουν ότι αυτή η λατρεία είναι έμμεση, «σχετική,» κι έτσι δεν είναι ειδωλολατρία. Αλλ’ είναι αυτή η λατρεία ευπρόσδεκτη στον Θεό;
Ο αρχαίος λαός της διαθήκης του Θεού, οι Ισραηλίτες, είχαν διαταχθή: «Φυλάττετε λοιπόν καλώς τας ψυχάς σας, (διότι δεν είδετε ουδέν ομοίωμα εν τη ημέρα καθ’ ην ο Ιεχωβά ελάλησε προς εσάς εν Χωρήβ εκ μέσου του πυρός·) μήπως διαφθαρήτε και κάμητε εις εαυτούς είδωλον, εικόνα τινός μορφής, ομοίωμα αρσενικού ή θηλυκού.» (Δευτ. 4:15,16, ΜΝΚ) Έτσι είχε ρητώς απαγορευθή στους Ισραηλίτας να κάμουν κάποια εικόνα του Θεού. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε εικόνα εγίνετο θα κακοπαριστούσε αναπόφευκτα τον Δημιουργό, διότι κανένας άνθρωπος δεν τον είχε δη ποτέ.
Η ίδρυσις της Χριστιανικής εκκλησίας δεν το άλλαξε αυτό. Σε καμμιά περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας δεν είχαν οι άνθρωποι καλύτερη αντίληψι με τι μοιάζει ο Θεός από όση είχαν οι Ισραηλίτες. Παρά το γεγονός αυτό, συχνά γίνονται εικόνες για θρησκευτικά κτίρια του Χριστιανικού κόσμου που απεικονίζουν τον Θεό ως άνθρωπο. Αλλά πώς θα μπορούσε ο Θεός να επιδοκιμάση την κατασκευή τέτοιων εικόνων όταν απαγόρευσε στους Ισραηλίτας να το κάμουν αυτό;
Μπορεί βέβαια κάποιος να φέρη την αντίρρησι ότι μπορούσαν να γίνουν εικόνες του Ιησού και της Μαρίας διότι έζησαν ως άνθρωποι πάνω στη γη. Αλλ’ οι άνθρωποι σήμερα δεν γνωρίζουν τι όψι είχαν ο Ιησούς ή η Μαρία. Επομένως καμμιά εικόνα τους δεν θα μπορούσε να είναι ορθή αναπαράστασις. Επί παραδείγματι, οι εικόνες της Μαρίας ή του Ιησού παρουσιάζουν τεραστία ποικιλία σε χαρακτηριστικά του προσώπου. Μερικές φορές τα χαρακτηριστικά αυτά ομοιάζουν με τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων της χώρας όπου γίνονται οι εικόνες. Ο λάτρης της εικόνος πιστεύει ότι παριστά τη Μαρία ή τον Ιησού απλώς επειδή έτσι του είπαν.
Έτσι φαίνεται ότι αποδίδεται κάποια ιερότης σε μια εικόνα απλώς λόγω του ότι καθ’ υπόθεσιν παριστάνει κάποιο πρόσωπο. Αλλά το ζήτημα δεν τελειώνει μ’ αυτό. Υπάρχουν συχνά πολλές εικόνες του ιδίου προσώπου, αλλ’ όλες δεν τις βλέπουν με τον ίδιο τρόπο. Γίνονται προσκυνήματα σε ωρισμένες εικόνες, και ακόμη υποστηρίζεται ότι έχουν συμβή θαύματα σχετικά με αυτές τις ιδιαίτερες εικόνες. Πιστεύεται, επί παραδείγματι, ότι κάποιος που προσεύχεται μπροστά σε μια ωρισμένη εικόνα της Μαρίας θα πάρη καλύτερη απάντησι παρά αν προσευχηθή μπροστά σε μια άλλη εικόνα της Μαρίας. Γιατί θα έπρεπε να συμβαίνη αυτό αν ελατρεύετο η Μαρία και όχι η εικόνα; Δεν δείχνει μήπως αυτό ότι περισσότερο από σχετική λατρεία περιλαμβάνεται, ότι πραγματική δύναμις αποδίδεται στις ίδιες τις εικόνες;
Πώς θα μπορούσε ο Ιεχωβά Θεός να επιδοκιμάζη τέτοια λατρεία εικόνων; Ακόμη και αν επρόκειτο απλώς για ένα ζήτημα σχετικής λατρείας, θα ήταν ορθό; Η Γραφή δείχνει ότι πρέπει να λατρεύωμε τον Θεό και μόνον. Δεν υπάρχει Γραφική βάσις για την πεποίθησι ότι υπάρχουν διάφοροι βαθμοί λατρείας. Ο Ιησούς Χριστός, όταν αντιστάθηκε στους πειρασμούς του Διαβόλου, είπε: «Ιεχωβά τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει.» (Ματθ. 4:10, ΜΝΚ) Όταν ο απόστολος Ιωάννης έπεσε να προσκυνήση μπροστά στον άγγελο ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να του δώση την αποκάλυψι, ο άγγελος του είπε: «Πρόσεχε μη κάμης τούτο . . . τον Θεόν προσκύνησον.» (Αποκάλ. 19:10)
Αν μπορούσε να δοθή μια κατώτερη μορφή λατρείας στους αγγέλους, δεν θα υπήρχε λόγος να καταστήση ο άγγελος προσεκτικό τον Ιωάννη σχετικά με την πράξι του. Εφ’ όσον ήταν ακατάλληλο για τον Ιωάννη να πέση μπροστά σ’ ένα άγγελο για να τον προσκυνήση, προφανώς θα ήταν επίσης εσφαλμένο για ένα άτομο να προσκυνήση την εικόνα ενός αγγέλου ή κάποιου άλλου. Κάθε είδους λατρεία εικόνων είναι αντίθετη με όσα η Γραφή λέγει για την αληθινή λατρεία. Ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Διότι περιπατούμεν διά πίστεως, ουχί διά της όψεως.» (2 Κορ. 5:7) Άτομα που χρησιμοποιούν εικόνες περιπατούν οπωσδήποτε «διά της όψεως.» Χρησιμοποιούν ένα υποστήριγμα. Με το να επιμένουν στη χρήσι των εικόνων στη λατρεία των, δείχνουν έλλειψι πίστεως. Γιατί, λοιπόν, ο Θεός να τους βλέπη επιδοκιμαστικά όταν φιλούν, προσκυνούν ή καίνε θυμίαμα μπροστά σε εικόνες; Η Βίβλος διακηρύττει: «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν [τον Θεόν].»—Εβρ. 11:6.
Όχι μόνον η κατασκευή εικόνων από τον Χριστιανισμό και η χρήσις των αποδοκιμάζονται από τον Θεό, αλλ’ ακόμη και οι πιο ιερές ημέρες του συνδέονται με έθιμα που έχουν τις ρίζες των στην ψευδή θρησκεία. Το Πάσχα (Ήστερ), επί παραδείγματι, μολονότι υποτίθεται ότι εορτάζει την ανάστασι του Κυρίου Ιησού Χριστού, προδίδει την μη Χριστιανική προέλευσί του με το ίδιο του όνομα. Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία για το Σχολείο και το Σπίτι λέγει: «Η λέξις ‘Ήστερ’ προέρχεται από το Έστρε ή Όσταρα, το όνομα που οι αρχαίες Γερμανικές φυλές έδιναν στην εποχή του έτους στην οποία ο ανατέλλων ανοιξιάτικος ήλιος έσπαζε τον θάνατο του χειμώνα, όταν η φύσις αναγεννάτο. Η λέξις εσήμαινε την ανοιξιάτικη ‘εορτή της ζωής’ για τους ειδωλολάτρας Γερμανούς.» Και το αυγό και το κουνέλι, που με τόσο έντονο τρόπο είναι συνδεδεμένα με τον εορτασμό του Πάσχα, είναι γνωστόν ότι ήσαν αρχαία σύμβολα της γονιμότητος. Πολλοί στον Χριστιανικό κόσμο βάφουν ‘Πασχαλινά αυγά’ ακριβώς όπως έκαναν οι ηλιολάτραι πριν από αιώνες.
Σχετικά με την εκλογή της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας για τον εορτασμό των Χριστουγέννων, η προαναφερθείσα εγκυκλοπαιδεία λέγει: «Αυτή ήταν η ημέρα που είχε αφιερωθή στην ειδωλολατρική Ρώμη για τον εορτασμό του θεού ηλίου και είχε ονομασθή ημέρα Γεννήσεως του Ακατανίκητου Ηλίου.» Σχετικά με τα έθιμα των Χριστουγέννων, διαβάζομε: «Τα δώρα, το κούτσουρο των Χριστουγέννων και το ιξόδενδρο, είναι Χριστιανοποιημένες εκδόσεις της αρχαίας Ρωμαϊκής, Γερμανικής και Κελτικής παραδόσεως.» Έχουν τις ρίζες τους στην ειδωλολατρία.
Πώς θα μπορούσε ο Θεός να επιδοκιμάζη συνήθειες που είναι μετατροπές πραγμάτων που συνδέονται με την ψευδή θρησκεία; Ο Λόγος του η Γραφή δείχνει ότι δεν το κάνει αυτό. Στους Χριστιανούς τίθεται το ερώτημα: «Τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος;»—2 Κορ. 6:14.