ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
Το όνομα και ο τίτλος του Γιου του Θεού από τη στιγμή που χρίστηκε ενόσω ήταν στη γη.
Το όνομα Ἰησοῦς αντιστοιχεί στο εβραϊκό όνομα Γεσούα‛ (ή Γεχοσούα‛, στην πληρέστερη μορφή του), που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Είναι Σωτηρία». Αυτό καθαυτό το όνομα δεν ήταν ασυνήθιστο, καθώς πολλοί άντρες ονομάζονταν έτσι εκείνη την περίοδο. Γι’ αυτόν το λόγο, συχνά του προσέδιδαν έναν περαιτέρω προσδιορισμό, λέγοντας: «Ο Ιησούς ο Ναζωραίος». (Μαρ 10:47· Πρ 2:22) Η λέξη Χριστός είναι ισοδύναμη της εβραϊκής λέξης Μασίαχ (Μεσσίας) και σημαίνει «Χρισμένος». Αν και η λέξη «χρισμένος» εφαρμόστηκε κατάλληλα και σε άλλους πριν από τον Ιησού, όπως στον Μωυσή, στον Ααρών και στον Δαβίδ (Εβρ 11:24-26· Λευ 4:3· 8:12· 2Σα 22:51), η θέση, το αξίωμα ή η υπηρεσία που έλαβαν εκείνοι με το χρίσμα τους απλώς και μόνο προεικόνιζε τη θέση, το αξίωμα και την υπηρεσία του Ιησού Χριστού που είναι πολύ ανώτερα. Ο Ιησούς είναι, επομένως, με τον πλέον εξέχοντα και μοναδικό τρόπο «ο Χριστός, ο Γιος του ζωντανού Θεού».—Ματ 16:16· βλέπε ΜΕΣΣΙΑΣ· ΧΡΙΣΤΟΣ.
Προανθρώπινη Ύπαρξη. Το πρόσωπο που έγινε γνωστό ως Ιησούς Χριστός δεν ξεκίνησε τη ζωή του εδώ στη γη. Ο ίδιος μίλησε για την προανθρώπινη ουράνια ζωή του. (Ιωα 3:13· 6:38, 62· 8:23, 42, 58) Τα εδάφια Ιωάννης 1:1, 2 αναφέρουν το ουράνιο όνομα του προσώπου που έγινε ο άνθρωπος Ιησούς, λέγοντας: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν μαζί με τον Θεό, και ο Λόγος ήταν θεός [«ήταν θεϊκός», AT· Mo]. Αυτός ήταν στην αρχή μαζί με τον Θεό». Εφόσον ο Ιεχωβά είναι αιώνιος και δεν είχε αρχή (Ψλ 90:2· Απ 15:3), το ότι ο Λόγος ήταν μαζί με τον Θεό από την «αρχή» πρέπει εν προκειμένω να αναφέρεται στην αρχή των δημιουργικών έργων του Ιεχωβά. Αυτό επιβεβαιώνεται από άλλα εδάφια που προσδιορίζουν τον Ιησού ως “τον πρωτότοκο όλης της δημιουργίας”, “την αρχή της δημιουργίας του Θεού”. (Κολ 1:15· Απ 1:1· 3:14) Συνεπώς, οι Γραφές προσδιορίζουν τον Λόγο (τον Ιησού στην προανθρώπινη ύπαρξή του) ως το πρώτο δημιούργημα του Θεού, τον πρωτότοκο Γιο του.
Ο Ιεχωβά ήταν όντως ο Πατέρας, ή αλλιώς Ζωοδότης, αυτού του πρωτότοκου Γιου και, ως εκ τούτου, ο εν λόγω Γιος ήταν πράγματι δημιούργημα του Θεού, πράγμα το οποίο είναι ολοφάνερο από τις δηλώσεις του ίδιου του Ιησού. Αυτός υπέδειξε τον Θεό ως την Πηγή της ζωής του, λέγοντας: «Εγώ ζω χάρη στον Πατέρα». Σύμφωνα με τα συμφραζόμενα, αυτό σήμαινε ότι η ζωή του απέρρεε από τον Πατέρα του, ή αλλιώς οφειλόταν σε αυτόν, ακριβώς όπως η απόκτηση ζωής για τους θνήσκοντες ανθρώπους θα απέρρεε από την πίστη τους στη λυτρωτική θυσία του Ιησού.—Ιωα 6:56, 57.
Αν οι υπολογισμοί των σύγχρονων επιστημόνων για την ηλικία του φυσικού σύμπαντος πλησιάζουν κάπως την αλήθεια, η ύπαρξη του Ιησού ως πνευματικού πλάσματος άρχισε δισεκατομμύρια χρόνια πριν από τη δημιουργία του πρώτου ανθρώπου. (Παράβαλε Μιχ 5:2.) Αυτός ο πρωτότοκος πνευματικός Γιος χρησιμοποιήθηκε από τον Πατέρα του στη δημιουργία όλων των άλλων πραγμάτων. (Ιωα 1:3· Κολ 1:16, 17) Αυτό θα περιλάμβανε τα εκατομμύρια των άλλων πνευματικών γιων της ουράνιας οικογένειας του Ιεχωβά Θεού (Δα 7:9, 10· Απ 5:11), όπως επίσης το φυσικό σύμπαν και τα πλάσματα που εξαρχής ήρθαν σε ύπαρξη σε αυτό. Λογικά, σε αυτόν τον πρωτότοκο Γιο είπε ο Ιεχωβά: «Ας κάνουμε άνθρωπο κατά την εικόνα μας, σύμφωνα με την ομοίωσή μας». (Γε 1:26) Όλα τα άλλα δημιουργήματα δεν δημιουργήθηκαν απλώς «μέσω αυτού» αλλά και «για αυτόν», καθώς είναι ο Πρωτότοκος του Θεού και ο “κληρονόμος όλων των πραγμάτων”.—Κολ 1:16· Εβρ 1:2.
Δεν είναι συνδημιουργός. Εντούτοις, η συμμετοχή του Γιου στα δημιουργικά έργα δεν τον κατέστησε συνδημιουργό με τον Πατέρα του. Η δημιουργική δύναμη πήγαζε από τον Θεό μέσω του αγίου πνεύματός του, δηλαδή της ενεργού δύναμής του. (Γε 1:2· Ψλ 33:6) Και εφόσον ο Ιεχωβά είναι η Πηγή κάθε ζωής, όλη η έμψυχη δημιουργία, ορατή και αόρατη, οφείλει τη ζωή της σε αυτόν. (Ψλ 36:9) Αντί να είναι συνδημιουργός, λοιπόν, ο Γιος ήταν ο παράγοντας, ή αλλιώς το μέσο, διά του οποίου επιτέλεσε το έργο του ο Ιεχωβά, ο Δημιουργός. Ο ίδιος ο Ιησούς απέδωσε τη δημιουργία στον Θεό, όπως άλλωστε κάνει και όλη η Γραφή.—Ματ 19:4-6· βλέπε ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ.
Η σοφία προσωποποιημένη. Αυτά που είναι καταγραμμένα στις Γραφές αναφορικά με τον Λόγο ταιριάζουν αξιοσημείωτα με την περιγραφή που δίνεται στα εδάφια Παροιμίες 8:22-31. Εκεί, η σοφία προσωποποιείται, καθώς εμφανίζεται ως ικανή να μιλάει και να ενεργεί. (Παρ 8:1) Πολλοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων της Κοινής Χρονολογίας που δήλωναν ότι ήταν Χριστιανοί θεωρούσαν ότι αυτή η περικοπή αναφέρεται συμβολικά στον Γιο του Θεού κατά την προανθρώπινη ύπαρξή του. Δεδομένων των εδαφίων που ήδη εξετάστηκαν, δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση ούτε για το ότι εκείνος ο Γιος “φέρθηκε σε ύπαρξη” από τον Ιεχωβά «ως αρχή της οδού του, το πρώτο από τα επιτεύγματα που έκανε από πολύ παλιά», ούτε για το ότι ο Γιος ήταν «δίπλα [στον Ιεχωβά] ως δεξιοτέχνης εργάτης» κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της γης, όπως περιγράφεται σε αυτά τα εδάφια των Παροιμιών. Είναι αλήθεια ότι στην εβραϊκή, η οποία προσδίδει γένος στα ουσιαστικά της (όπως πολλές άλλες γλώσσες), η λέξη που αποδίδεται «σοφία» είναι πάντα γένους θηλυκού. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει παρότι η σοφία προσωποποιείται, χωρίς να αποκλείεται η μεταφορική χρήση της λέξης για να εξεικονίσει τον πρωτότοκο Γιο του Θεού. Η λέξη «αγάπη» στη φράση «ο Θεός είναι αγάπη» (1Ιω 4:8) είναι επίσης γένους θηλυκού, αλλά αυτό δεν κάνει τον Θεό θηλυκού γένους. Ο Σολομών, ο βασικός συγγραφέας των Παροιμιών (Παρ 1:1), εφάρμοσε τον τίτλο κοχέλεθ (συναθροιστής) στον εαυτό του (Εκ 1:1), παρότι και αυτή η λέξη είναι γένους θηλυκού.
Η σοφία γίνεται φανερή μόνο όταν εκδηλώνεται με κάποιον τρόπο. Η σοφία του ίδιου του Θεού εκδηλώθηκε στη δημιουργία (Παρ 3:19, 20) αλλά μέσω του Γιου του. (Παράβαλε 1Κο 8:6.) Παρόμοια, ο σοφός σκοπός του Θεού σχετικά με την ανθρωπότητα γίνεται φανερός μέσω του Γιου του, του Ιησού Χριστού, και συγκεφαλαιώνεται σε αυτόν. Επομένως, ο απόστολος Παύλος μπορούσε να πει ότι ο Χριστός αντιπροσωπεύει «τη δύναμη του Θεού και τη σοφία του Θεού» και ότι ο Χριστός Ιησούς «έχει γίνει για εμάς σοφία από τον Θεό, καθώς και δικαιοσύνη και αγιασμός και απελευθέρωση με λύτρο».—1Κο 1:24, 30· παράβαλε 1Κο 2:7, 8· Παρ 8:1, 10, 18-21.
Με ποια έννοια είναι ο «μονογενής Γιος». Το ότι ο Ιησούς αποκαλείται ο «μονογενής Γιος» (Ιωα 1:14· 3:16, 18· 1Ιω 4:9) δεν σημαίνει ότι τα άλλα πνευματικά πλάσματα που φέρθηκαν σε ύπαρξη δεν ήταν γιοι του Θεού, διότι και αυτοί επίσης αποκαλούνται γιοι. (Γε 6:2, 4· Ιωβ 1:6· 2:1· 38:4-7) Ωστόσο, λόγω του ότι ήταν το μόνο άμεσο δημιούργημα του Πατέρα του, ο πρωτότοκος Γιος ήταν μοναδικός, διαφορετικός από όλους τους άλλους γιους του Θεού, οι οποίοι όλοι τους δημιουργήθηκαν, ή αλλιώς γεννήθηκαν, από τον Ιεχωβά μέσω εκείνου του πρωτότοκου Γιου. Έτσι λοιπόν, «ο Λόγος» ήταν ο «μονογενής Γιος» του Ιεχωβά με ειδική έννοια, όπως και ο Ισαάκ ήταν ο “μονογενής γιος” του Αβραάμ με ειδική έννοια (ο πατέρας του είχε ήδη έναν άλλον γιο αλλά όχι από τη σύζυγό του τη Σάρρα).—Εβρ 11:17· Γε 16:15.
Γιατί αποκλήθηκε «ο Λόγος». Το όνομα (ή, ίσως, ο τίτλος) «ο Λόγος» (Ιωα 1:1) προσδιορίζει προφανώς το λειτούργημα που επιτελούσε ο πρωτότοκος Γιος του Θεού αφότου πλάστηκαν και άλλα νοήμονα πλάσματα. Μια παρόμοια έκφραση βρίσκεται στο εδάφιο Έξοδος 4:16, όπου ο Ιεχωβά λέει στον Μωυσή αναφορικά με τον αδελφό του τον Ααρών: «Και εκείνος θα μιλάει αντί για εσένα στο λαό· και εκείνος θα είναι στόμα για εσένα και εσύ θα είσαι Θεός για εκείνον». Μιλώντας εκ μέρους του πρώτιστου εκπροσώπου του Θεού στη γη, ο Ααρών έγινε το «στόμα» του Μωυσή. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση του Λόγου, ο οποίος έγινε ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός. Ο Ιεχωβά χρησιμοποίησε προφανώς τον Γιο του για να μεταβιβάσει πληροφορίες και οδηγίες σε άλλα μέλη της οικογένειας των πνευματικών γιων του, όπως άλλωστε χρησιμοποίησε τον ίδιο Γιο για να μεταφέρει το άγγελμά του στους ανθρώπους στη γη. Δείχνοντας ότι ήταν ο Λόγος, ή αλλιώς ο Εκπρόσωπος, του Θεού, ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους ακροατές του: «Αυτά που διδάσκω εγώ δεν είναι δικά μου, αλλά είναι εκείνου που με έστειλε. Αν κανείς επιθυμεί να κάνει το θέλημά Του, θα γνωρίσει σχετικά με τη διδασκαλία αν είναι από τον Θεό ή αν εγώ μιλώ από δική μου επινόηση».—Ιωα 7:16, 17· παράβαλε Ιωα 12:50· 18:37.
Αναμφίβολα, σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της προανθρώπινης ύπαρξής του ως Λόγου, ο Ιησούς ενήργησε ως ο Εκπρόσωπος του Ιεχωβά αναφορικά με διάφορα άτομα στη γη. Ενώ ορισμένα εδάφια παρουσιάζουν τον Ιεχωβά σαν να μιλάει απευθείας σε ανθρώπους, άλλα εδάφια διασαφηνίζουν ότι αυτό έγινε μέσω αγγελικού εκπροσώπου. (Παράβαλε Εξ 3:2-4 με Πρ 7:30, 35· επίσης Γε 16:7-11, 13· 22:1, 11, 12, 15-18.) Λογικά, στην πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων ο Θεός μίλησε μέσω του Λόγου. Πιθανότατα ενήργησε έτσι και στην Εδέμ, διότι στις δύο από τις τρεις περιπτώσεις όπου αναφέρεται ότι ο Θεός μίλησε εκεί, το υπόμνημα δείχνει σαφώς ότι κάποιος ήταν μαζί Του—αναμφίβολα ο Γιος του. (Γε 1:26-30· 2:16, 17· 3:8-19, 22) Ως εκ τούτου, και ο άγγελος που οδηγούσε τον Ισραήλ μέσα στην έρημο, στη φωνή του οποίου οι Ισραηλίτες έπρεπε να υπακούν προσεκτικά επειδή “το όνομα του Ιεχωβά ήταν σε αυτόν”, ίσως ήταν ο Γιος του Θεού, ο Λόγος.—Εξ 23:20-23· παράβαλε Ιη 5:13-15.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Λόγος είναι ο μόνος αγγελικός εκπρόσωπος μέσω του οποίου έχει μιλήσει ο Ιεχωβά. Οι θεόπνευστες δηλώσεις στα εδάφια Πράξεις 7:53, Γαλάτες 3:19 και Εβραίους 2:2, 3 διασαφηνίζουν ότι η διαθήκη του Νόμου διαβιβάστηκε στον Μωυσή μέσω αγγελικών γιων του Θεού διαφορετικών από τον Πρωτότοκό του.
Ο Ιησούς συνεχίζει να φέρει το όνομα «Ο Λόγος του Θεού» αφότου επέστρεψε στην ουράνια δόξα.—Απ 19:13, 16.
Γιατί μερικές μεταφράσεις της Γραφής χρησιμοποιούν για τον Ιησού τη λέξη «Θεός» με κεφαλαίο «Θ», ενώ άλλες λένε ότι ήταν «θεός» με μικρό «θ» ή «ένας θεός»;
Μερικές μεταφράσεις αποδίδουν το εδάφιο Ιωάννης 1:1 ως εξής: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν με τον Θεό, και ο Λόγος ήταν Θεός». Κατά λέξη, το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο αναφέρει: ᾿Εν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. Ο μεταφραστής πρέπει να βάλει κεφαλαία γράμματα σύμφωνα με τις ανάγκες της γλώσσας στην οποία μεταφράζει το κείμενο. Είναι ασφαλώς ορθή η γραφή της λέξης «Θεός» με κεφαλαίο γράμμα στην απόδοση της φράσης τὸν θεόν, εφόσον αυτή πρέπει να προσδιορίζει τον Παντοδύναμο Θεό με τον οποίο ήταν ο Λόγος. Αλλά η χρήση κεφαλαίου γράμματος για τη λέξη θεὸς στη δεύτερη περίπτωση δεν έχει το ίδιο έρεισμα.
Πρώτα από όλα, πρέπει να σημειωθεί ότι το ίδιο το κείμενο δείχνει πως ο Λόγος ήταν «μαζί με τον Θεό» (πρὸς τὸν θεόν), επομένως δεν θα μπορούσε να είναι ο Θεός, δηλαδή ο Παντοδύναμος Θεός. (Υπόψη επίσης το εδ. 2, το οποίο δεν θα ήταν απαραίτητο αν το εδ. 1 έδειχνε όντως ότι ο Λόγος είναι ο Θεός.) Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό το γεγονός ότι η λέξη θεὸς στη δεύτερη εμφάνισή της μέσα στο εδάφιο δεν έχει το οριστικό άρθρο ὁ. Αναφορικά με αυτό το γεγονός, ο Ερνστ Χένχεν δήλωσε τα εξής σε ένα σχολιολόγιο σχετικά με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη (κεφάλαια 1-6): «θεός και ὁ θεός (“θεός, θεϊκός” και “ο Θεός”) δεν ήταν ένα και το αυτό σε τούτη τη συντακτική περίοδο. . . . Στην πραγματικότητα, για τον . . . Ευαγγελιστή, μόνο ο Πατέρας ήταν “Θεός” ([ὁ θεός]· πρβλ. 17:3)· “ο Γιος” ήταν κατώτερος από αυτόν (πρβλ. 14:28). Αλλά αυτό απλώς υπονοείται στην εν λόγω περικοπή, επειδή εδώ η έμφαση δίνεται στην εγγύτητα του ενός προς τον άλλον. . . . Στον Ιουδαϊκό και στο Χριστιανικό μονοθεϊσμό, δεν ήταν καθόλου παράξενο να γίνεται λόγος για θεϊκά όντα τα οποία υπήρχαν δίπλα στον Θεό και υπό τον Θεό αλλά δεν ήταν ταυτόσημα με αυτόν. Τα εδάφια Φιλιπ 2:6-10 το αποδεικνύουν αυτό. Σε αυτή την περικοπή, ο Παύλος παρουσιάζει ακριβώς ένα τέτοιο θεϊκό ον, το οποίο αργότερα έγινε άνθρωπος ως Ιησούς Χριστός. . . . Συνεπώς, τόσο στην Επιστολή Προς τους Φιλιππησίους όσο και στο εδάφιο Ιωάννης 1:1, δεν πρόκειται για διαλεκτική σχέση μεταξύ δύο-σε-ένα, αλλά για προσωπική ενότητα δύο οντοτήτων».—Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη (Das Johannesevangelium), Τίμπινγκεν, 1980, σ. 116.
Αφού χρησιμοποιεί για το τρίτο σκέλος του εδαφίου Ιωάννης 1:1 την απόδοση «και θεϊκός (θεϊκής κατηγορίας) ήταν ο Λόγος», ο Χένχεν δηλώνει στη συνέχεια: «Σε αυτή την περίπτωση, το ρήμα “ήταν” (ἦν) απλώς εκφράζει κατηγόρηση. Επομένως, και το κατηγορούμενο πρέπει να το δούμε πιο προσεκτικά: άλλο θεός και άλλο ὁ θεός (άλλο “θεϊκός” και άλλο “Θεός” με κεφαλαίο «Θ»)». (σ. 118) Αναπτύσσοντας πιο λεπτομερώς αυτό το σημείο, ο Φίλιπ Μπ. Χάρνερ επισήμανε ότι η σύνταξη του εδαφίου Ιωάννης 1:1 περιλαμβάνει άναρθρο κατηγορούμενο—δηλαδή κατηγορούμενο χωρίς το οριστικό άρθρο ὁ—που προηγείται του ρήματος, σύνταξη η οποία εκφράζει πρωτίστως ποιότητα και υποδηλώνει ότι «ο λόγος έχει φύση θεού». Είπε επίσης: «Νομίζω ότι στο εδάφιο Ιωάννης 1:1 η ποιοτική χροιά του κατηγορούμενου είναι τόσο εξέχουσα ώστε το ουσιαστικό [θεός] δεν μπορεί να ερμηνευτεί σαν να είχε οριστικό άρθρο». (Περιοδικό Βιβλικής Φιλολογίας [Journal of Biblical Literature], 1973, σ. 85, 87) Άλλοι μεταφραστές, αναγνωρίζοντας και αυτοί ότι ο όρος που χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο κείμενο έχει ποιοτική χροιά και περιγράφει τη φύση του Λόγου, αποδίδουν κατά συνέπεια τη φράση: «ο Λόγος ήταν θεϊκός».—AT· Sd· παράβαλε Mo· βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παράρτημα 6Α, καθώς και Οι Χριστιανικές Γραφές, Απόδοση από τη Μετάφραση Νέου Κόσμου, παράρτημα, σ. 414, 415.
Ως εκ τούτου, η Μετάφραση Νέου Κόσμου στην αγγλική αποδίδει αυτό το εδάφιο: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν μαζί με τον Θεό, και ο Λόγος ήταν ένας θεός (a god)». Μολονότι δεν υπάρχει αόριστο άρθρο στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί αόριστο άρθρο κατά τη μετάφραση σε άλλες γλώσσες, επειδή η Κοινή Ελληνική των Βιβλικών χρόνων δεν είχε καθόλου αόριστο άρθρο. Γι’ αυτό και σε πολλές περιπτώσεις, από την αρχή ως το τέλος των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, οι μεταφραστές άλλων γλωσσών είναι υποχρεωμένοι είτε να χρησιμοποιούν το αόριστο άρθρο είτε όχι, ανάλογα με το πώς κατανοούν τη σημασία του κειμένου. Όλες οι αγγλικές μεταφράσεις των Ελληνικών Γραφών περιέχουν το αόριστο άρθρο εκατοντάδες φορές, όμως οι περισσότερες δεν το χρησιμοποιούν στο εδάφιο Ιωάννης 1:1. Ωστόσο, η χρήση του στην απόδοση αυτού του εδαφίου (στην αγγλική και σε άλλες γλώσσες) έχει σταθερή βάση. Η ελληνική Μετάφραση Νέου Κόσμου ακολουθεί το πρωτότυπο κείμενο, «και ο Λόγος ήταν θεός», εφόσον στη νεοελληνική γλώσσα εξακολουθεί να υφίσταται η σύνταξη με άναρθρο κατηγορούμενο, όπως συνέβαινε με την Κοινή Ελληνική των Βιβλικών χρόνων.
Οι Εβραϊκές Γραφές δείχνουν ξεκάθαρα και με συνέπεια ότι υπάρχει μόνο ένας Παντοδύναμος Θεός, ο Δημιουργός των πάντων, ο Ύψιστος, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά. (Γε 17:1· Ησ 45:18· Ψλ 83:18) Γι’ αυτόν το λόγο, ο Μωυσής μπορούσε να πει στο έθνος του Ισραήλ: «Ο Ιεχωβά ο Θεός μας είναι ένας Ιεχωβά. Και πρέπει να αγαπάς τον Ιεχωβά τον Θεό σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη τη ζωτική σου δύναμη». (Δευ 6:4, 5) Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές δεν αντιφάσκουν με αυτή τη διδασκαλία, την οποία είχαν αποδεχτεί και πίστευαν οι υπηρέτες του Θεού επί χιλιάδες χρόνια, αλλά τουναντίον την υποστηρίζουν. (Μαρ 12:29· Ρω 3:29, 30· 1Κο 8:6· Εφ 4:4-6· 1Τι 2:5) Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είπε: «Ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από εμένα», και αναφέρθηκε στον Πατέρα ως τον Θεό του, «τον μόνο αληθινό Θεό». (Ιωα 14:28· 17:3· 20:17· Μαρ 15:34· Απ 1:1· 3:12) Σε πολυάριθμες περιπτώσεις, ο Ιησούς εξέφρασε την κατωτερότητά του και την υπεξουσιότητά του σε σχέση με τον Πατέρα του. (Ματ 4:9, 10· 20:23· Λου 22:41, 42· Ιωα 5:19· 8:42· 13:16) Ακόμη και μετά την ανάληψη του Ιησού στον ουρανό, οι απόστολοί του εξακολούθησαν να παρουσιάζουν την ίδια εικόνα.—1Κο 11:3· 15:20, 24-28· 1Πε 1:3· 1Ιω 2:1· 4:9, 10.
Αυτά τα στοιχεία υποστηρίζουν βάσιμα την απόδοση «ο Λόγος ήταν θεός» για το εδάφιο Ιωάννης 1:1. Η προεξάρχουσα θέση που κατέχει ο Λόγος ανάμεσα στα δημιουργήματα του Θεού ως ο Πρωτότοκος, ως εκείνος μέσω του οποίου ο Θεός δημιούργησε τα πάντα και ως ο Εκπρόσωπος του Θεού παρέχει ουσιαστική βάση για να αποκαλείται «θεός», δηλαδή κραταιός. Η Μεσσιανική προφητεία στο εδάφιο Ησαΐας 9:6 προείπε ότι θα αποκαλούνταν «Κραταιός Θεός», όχι όμως ο Παντοδύναμος Θεός, και ότι θα ήταν ο «Αιώνιος Πατέρας» όλων εκείνων που θα είχαν το προνόμιο να ζουν ως υπήκοοί του. Ο ζήλος του Πατέρα του, του «Ιεχωβά των στρατευμάτων», θα το επιτελούσε αυτό. (Ησ 9:7) Σίγουρα, αν ο Αντίδικος του Θεού, ο Σατανάς ο Διάβολος, αποκαλείται «θεός» (2Κο 4:4) λόγω της κυριαρχίας του σε ανθρώπους και δαίμονες (1Ιω 5:19· Λου 11:14-18), τότε είναι πολύ πιο λογικό και κατάλληλο για τον πρωτότοκο Γιο του Θεού να αποκαλείται «θεός», «ο μονογενής θεός» όπως τον αποκαλούν τα πλέον αξιόπιστα χειρόγραφα στο εδάφιο Ιωάννης 1:18.
Όταν κατηγορήθηκε από τους εναντίους του ότι “κάνει τον εαυτό του θεό”, η απάντηση του Ιησού ήταν: «Δεν είναι γραμμένο στο Νόμο σας: “Εγώ είπα: «Είστε θεοί»”; Αν αποκάλεσε “θεούς” εκείνους ενάντια στους οποίους ήρθε ο λόγος του Θεού, και όμως η Γραφή δεν μπορεί να ακυρωθεί, λέτε σε εμένα τον οποίο ο Πατέρας αγίασε και απέστειλε στον κόσμο: “Βλασφημείς”, επειδή είπα: Είμαι Γιος του Θεού;» (Ιωα 10:31-37) Εν προκειμένω, ο Ιησούς παρέθεσε από τον 82ο Ψαλμό, όπου ορισμένοι ανθρώπινοι κριτές, τους οποίους ο Θεός καταδίκασε επειδή δεν απένειμαν δικαιοσύνη, αποκλήθηκαν «θεοί». (Ψλ 82:1, 2, 6, 7) Συνεπώς, ο Ιησούς έδειξε πόσο παράλογο ήταν να τον κατηγορούν για βλασφημία επειδή δήλωσε πως ήταν, όχι ο Θεός, αλλά Γιος του Θεού.
Αυτή η κατηγορία περί βλασφημίας προέκυψε από τα λόγια του Ιησού: «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα». (Ιωα 10:30) Το ότι αυτό δεν σήμαινε πως ο Ιησούς ισχυριζόταν ότι ήταν ο Πατέρας ή ο Θεός είναι ολοφάνερο από την απάντησή του, η οποία έχει ήδη εξεταστεί εν μέρει. Η έννοια της λέξης «ένα» την οποία χρησιμοποίησε ο Ιησούς πρέπει να κατανοηθεί σε αρμονία με τα συμφραζόμενα της δήλωσής του. Ο Ιησούς μιλούσε για τα έργα του και για τον τρόπο με τον οποίο θα φρόντιζε τα «πρόβατα» που θα τον ακολουθούσαν. Τα έργα του, καθώς και τα λόγια του, έδειχναν ότι υπήρχε ενότητα, όχι διάσταση και δυσαρμονία, ανάμεσα σε αυτόν και στον Πατέρα του, σημείο το οποίο τόνισε η συνέχεια της απάντησής του. (Ιωα 10:25, 26, 37, 38· παράβαλε Ιωα 4:34· 5:30· 6:38-40· 8:16-18.) Αναφορικά με τα «πρόβατά» του, αυτός και ο Πατέρας του είχαν παρόμοια ενότητα ως προς την παροχή προστασίας στα προβατοειδή άτομα και ως προς την καθοδήγησή τους με σκοπό την αιώνια ζωή. (Ιωα 10:27-29· παράβαλε Ιεζ 34:23, 24.) Η προσευχή που έκανε ο Ιησούς για να είναι ενωμένοι όλοι οι μαθητές του, περιλαμβανομένων και των μελλοντικών μαθητών, δείχνει ότι ο Ιησούς ήταν «ένα» με τον Πατέρα του, όχι με την έννοια της ταυτοπροσωπίας, αλλά όσον αφορά το σκοπό και τη δράση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσαν οι μαθητές του Ιησού «να είναι όλοι ένα», όπως εκείνος και ο Πατέρας του είναι «ένα».—Ιωα 17:20-23.
Σε αρμονία με αυτό, ο Ιησούς, απαντώντας σε μια ερώτηση του Θωμά, είπε: «Αν με γνωρίζατε, θα γνωρίζατε και τον Πατέρα μου· από αυτή τη στιγμή τον γνωρίζετε και τον έχετε δει», και αποκρινόμενος σε μια ερώτηση του Φιλίππου πρόσθεσε: «Αυτός που έχει δει εμένα έχει δει και τον Πατέρα». (Ιωα 14:5-9) Και πάλι, η εξήγηση που έδωσε στη συνέχεια ο Ιησούς δείχνει ότι αυτό συνέβαινε επειδή εκπροσωπούσε πιστά τον Πατέρα του, έλεγε τα λόγια του Πατέρα του και έκανε τα έργα του Πατέρα του. (Ιωα 14:10, 11· παράβαλε Ιωα 12:28, 44-49.) Ήταν στην ίδια περίσταση, τη νύχτα του θανάτου του, που ο Ιησούς είπε σε εκείνους ακριβώς τους μαθητές: «Ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από εμένα».—Ιωα 14:28.
Το ότι οι μαθητές “έβλεπαν” τον Πατέρα στο πρόσωπο του Ιησού μπορεί επίσης να γίνει κατανοητό υπό το φως άλλων παραδειγμάτων της Γραφής. Ο Ιακώβ, λόγου χάρη, είπε στον Ησαύ: «Είδα το πρόσωπό σου σαν να είδα το πρόσωπο του Θεού εφόσον με δέχτηκες με ευχαρίστηση». Το είπε αυτό επειδή ο τρόπος με τον οποίο είχε αντιδράσει ο Ησαύ ήταν σε αρμονία με την προσευχή του Ιακώβ προς τον Θεό. (Γε 33:9-11· 32:9-12) Αφού ο Θεός είχε υποβάλει στον Ιώβ μια σειρά ερωτήσεων μέσα από ανεμοθύελλα βοηθώντας τον να έχει πιο ξεκάθαρη κατανόηση, ο Ιώβ είπε: «Από λόγια άλλων έχω ακούσει για εσένα, αλλά τώρα σε βλέπουν τα ίδια μου τα μάτια». (Ιωβ 38:1· 42:5· βλέπε επίσης Κρ 13:21, 22.) Τα “μάτια της καρδιάς του” διαφωτίστηκαν. (Παράβαλε Εφ 1:18.) Το ότι αυτή η δήλωση του Ιησού—πως οι μαθητές έβλεπαν τον Πατέρα—έπρεπε να κατανοηθεί με συμβολικό και όχι κυριολεκτικό τρόπο είναι προφανές από τη δήλωση που έκανε ο ίδιος στο εδάφιο Ιωάννης 6:45, καθώς και από το γεγονός ότι ο Ιωάννης, πολύ καιρό μετά το θάνατο του Ιησού, έγραψε: «Κανένας άνθρωπος δεν έχει δει ποτέ τον Θεό· ο μονογενής θεός που βρίσκεται στον κόλπο του Πατέρα είναι εκείνος που τον έχει εξηγήσει».—Ιωα 1:18· 1Ιω 4:12.
Τι εννοούσε ο Θωμάς όταν είπε στον Ιησού: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»;
Όταν εμφανίστηκε ο Ιησούς στον Θωμά και στους άλλους αποστόλους, εξαλείφοντας έτσι τις αμφιβολίες του Θωμά για την ανάσταση του Ιησού, ο πεπεισμένος πλέον Θωμάς αναφώνησε προς τον Ιησού: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» (Ιωα 20:24-29) Μερικοί λόγιοι έχουν εκλάβει αυτή την έκφραση ως αναφώνηση έκπληξης που ειπώθηκε μεν στον Ιησού αλλά στην πραγματικότητα απευθυνόταν στον Θεό, τον Πατέρα του. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι το πρωτότυπο κείμενο επιτάσσει να εκληφθούν τα λόγια αυτά ως προσφώνηση που απευθυνόταν στον Ιησού. Ακόμη και αν ισχύει αυτό, η έκφραση «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» θα έπρεπε και πάλι να εναρμονίζεται με τις υπόλοιπες θεόπνευστες Γραφές. Εφόσον το υπόμνημα δείχνει ότι, προηγουμένως, ο Ιησούς είχε στείλει στους μαθητές του το μήνυμα: «Ανεβαίνω στον Πατέρα μου και Πατέρα σας και στον Θεό μου και Θεό σας», δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ο Θωμάς θεωρούσε τον Ιησού ως τον Παντοδύναμο Θεό. (Ιωα 20:17) Ο ίδιος ο Ιωάννης, αφού εξιστορεί τη συνάντηση του Θωμά με τον αναστημένο Ιησού, λέει σχετικά με αυτή την αφήγηση και κάποιες παρόμοιες: «Αυτά, όμως, έχουν γραφτεί για να πιστεύετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Γιος του Θεού, και, επειδή πιστεύετε, να έχετε ζωή μέσω του ονόματός του».—Ιωα 20:30, 31.
Έτσι λοιπόν, ο Θωμάς μπορεί να προσφώνησε τον Ιησού ως «ο Θεός μου» με την έννοια ότι ο Ιησούς είναι «θεός» αλλά όχι ο Παντοδύναμος Θεός, όχι “ο μόνος αληθινός Θεός”, προς τον οποίο ο Θωμάς είχε ακούσει πολλές φορές τον Ιησού να προσεύχεται. (Ιωα 17:1-3) Ή μπορεί να προσφώνησε τον Ιησού ως «ο Θεός μου» παρόμοια με τον τρόπο με τον οποίο είχαν εκφραστεί στο παρελθόν οι προπάτορές του—με εκφράσεις που είναι καταγραμμένες στις Εβραϊκές Γραφές με τις οποίες ο Θωμάς ήταν εξοικειωμένος. Σε διάφορες περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας ουράνιος αγγελιοφόρος του Ιεχωβά επισκέφτηκε ή συνομίλησε με κάποια άτομα, τα άτομα αυτά, ή ενίοτε ο Βιβλικός συγγραφέας που συνέταξε την αφήγηση, απάντησαν στον ουράνιο αγγελιοφόρο ή μίλησαν σχετικά με εκείνον σαν να ήταν ο Ιεχωβά Θεός. (Παράβαλε Γε 16:7-11, 13· 18:1-5, 22-33· 32:24-30· Κρ 6:11-15· 13:20-22.) Το έκαναν αυτό επειδή ο ουράνιος αγγελιοφόρος ενεργούσε ως εκπρόσωπος του Ιεχωβά, μιλώντας εξ ονόματός του, χρησιμοποιώντας ίσως αντωνυμία πρώτου ενικού προσώπου ή ακόμη και λέγοντας: «Εγώ είμαι ο αληθινός Θεός». (Γε 31:11-13· Κρ 2:1-5) Επομένως, ο Θωμάς ίσως απηύθυνε στον Ιησού τη φράση «ο Θεός μου» με αυτή την έννοια, αναγνωρίζοντας ή ομολογώντας τον Ιησού ως τον εκπρόσωπο του αληθινού Θεού. Ό,τι και αν ισχύει, είναι βέβαιο πως τα λόγια του Θωμά δεν αντιφάσκουν με την ξεκάθαρη δήλωση που ο ίδιος είχε ακούσει από τον Ιησού, δηλαδή: «Ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από εμένα».—Ιωα 14:28.
Η Γέννησή του στη Γη. Πριν από τη γέννηση του Ιησού στη γη, διάφοροι άγγελοι είχαν εμφανιστεί σε αυτόν τον πλανήτη με ανθρώπινη μορφή, προφανώς προσλαμβάνοντας υλικά σώματα που ήταν κατάλληλα για την περίσταση και κατόπιν εξαϋλώνοντάς τα αφού ολοκλήρωναν την αποστολή τους. (Γε 19:1-3· Κρ 6:20-22· 13:15-20) Κατά συνέπεια, αυτοί παρέμεναν πνευματικά πλάσματα, εφόσον απλώς χρησιμοποιούσαν προσωρινά ένα υλικό σώμα. Εντούτοις, δεν συνέβη το ίδιο στην περίπτωση του Γιου του Θεού ο οποίος ήρθε στη γη για να γίνει ο άνθρωπος Ιησούς. Το εδάφιο Ιωάννης 1:14 αναφέρει ότι «ο Λόγος . . . έγινε σάρκα και κατοίκησε ανάμεσά μας». Γι’ αυτό, μπορούσε να αποκαλεί τον εαυτό του “Γιο ανθρώπου”. (Ιωα 1:51· 3:14, 15) Μερικοί εφιστούν την προσοχή στη φράση «κατοίκησε [ἐσκήνωσεν, Κείμενο] ανάμεσά μας» και ισχυρίζονται πως αυτό υποδεικνύει ότι ο Ιησούς δεν ήταν πραγματικός άνθρωπος αλλά ενσαρκωμένο πνεύμα. Ωστόσο, ο απόστολος Πέτρος χρησιμοποιεί μια παρόμοια έκφραση για τον εαυτό του και ασφαλώς ο Πέτρος δεν ήταν ενσαρκωμένο πνεύμα.—2Πε 1:13, 14.
Το θεόπνευστο Υπόμνημα αναφέρει: «Η δε γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε με αυτόν τον τρόπο. Τον καιρό που η μητέρα του, η Μαρία, ήταν αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ, βρέθηκε να είναι έγκυος μέσω αγίου πνεύματος, προτού αυτοί ενωθούν». (Ματ 1:18) Πριν από αυτό, ο ουράνιος αγγελιοφόρος του Ιεχωβά είχε πληροφορήσει την παρθένα κοπέλα Μαρία ότι επρόκειτο να “συλλάβει στην κοιλιά της” χάρη στο άγιο πνεύμα του Θεού το οποίο θα ερχόταν πάνω της και στη δύναμή Του που θα την επισκίαζε. (Λου 1:30, 31, 34, 35) Εφόσον έλαβε χώρα πραγματική σύλληψη, φαίνεται ότι ο Ιεχωβά Θεός φρόντισε να γονιμοποιηθεί ένα ωάριο στη μήτρα της Μαρίας, επιτυγχάνοντάς το αυτό με τη μεταφορά της ζωής του πρωτότοκου Γιου του από το πνευματικό βασίλειο στη γη. (Γα 4:4) Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε το παιδί που τελικά γεννήθηκε να διατηρήσει την ταυτότητα του ίδιου προσώπου που κατοικούσε προηγουμένως στον ουρανό ως ο Λόγος, και μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να είναι πραγματικός γιος της Μαρίας και, ως εκ τούτου, γνήσιος απόγονος των προπατόρων της, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, του Ιούδα και του Βασιλιά Δαβίδ, και νόμιμος κληρονόμος των θεϊκών υποσχέσεων που τους είχαν δοθεί. (Γε 22:15-18· 26:24· 28:10-14· 49:10· 2Σα 7:8, 11-16· Λου 3:23-34· βλέπε ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.) Επομένως, το παιδί που γεννήθηκε είναι πιθανό να έμοιαζε στην Ιουδαία μητέρα του σε ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά.
Η Μαρία ήταν απόγονος του αμαρτωλού Αδάμ και, ως εκ τούτου, ήταν και η ίδια ατελής και αμαρτωλή. Το ερώτημα, λοιπόν, που εγείρεται είναι πώς ο Ιησούς, ο “πρωτότοκος” της Μαρίας (Λου 2:7), θα μπορούσε να είναι τέλειος και χωρίς αμαρτία στο σάρκινο σώμα του. Αν και οι σύγχρονοι γενετιστές έχουν μάθει πολλά για τους νόμους της κληρονομικότητας και για τα κυρίαρχα και τα υποτελή χαρακτηριστικά, δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να μελετήσουν τα αποτελέσματα που προκύπτουν όταν ενώνεται η τελειότητα με την ατέλεια, όπως συνέβη στην περίπτωση της σύλληψης του Ιησού. Από τα αποτελέσματα που αποκαλύπτονται στην Αγία Γραφή, φαίνεται ότι η τέλεια αρσενική δύναμη της ζωής (που προκάλεσε τη σύλληψη) εξουδετέρωσε κάθε ατέλεια που υπήρχε στο ωάριο της Μαρίας, και έτσι παρήγαγε ένα ευθύς εξαρχής τέλειο γενετικό πρότυπο (και τέλεια εμβρυϊκή ανάπτυξη). Ό,τι και αν συνέβη, η επενέργεια του αγίου πνεύματος του Θεού εκείνη τη στιγμή διασφάλισε την επιτυχία του σκοπού του Θεού. Όπως ο άγγελος Γαβριήλ εξήγησε στη Μαρία, «δύναμη του Υψίστου» την επισκίασε, με αποτέλεσμα να είναι άγιο το βρέφος που γεννήθηκε, Γιος του Θεού. Το άγιο πνεύμα του Θεού δημιούργησε, σαν να λέγαμε, ένα προστατευτικό τείχος ώστε καμιά ατέλεια ή επιζήμια δύναμη να μην μπορεί να βλάψει ή να σπιλώσει το αναπτυσσόμενο έμβρυο, από τη σύλληψη και μετά.—Λου 1:35.
Εφόσον το άγιο πνεύμα του Θεού ήταν αυτό που κατέστησε δυνατή τη γέννηση, ο Ιησούς όφειλε την ανθρώπινη ζωή του στον ουράνιο Πατέρα του, όχι σε κάποιον άνθρωπο, λόγου χάρη στο θετό του πατέρα τον Ιωσήφ. (Ματ 2:13-15· Λου 3:23) Όπως δηλώνει το εδάφιο Εβραίους 10:5, ο Ιεχωβά Θεός “τού ετοίμασε σώμα”, και ο Ιησούς, εξαρχής από τη σύλληψή του, ήταν πραγματικά «αμόλυντος, χωρισμένος από τους αμαρτωλούς».—Εβρ 7:26· παράβαλε Ιωα 8:46· 1Πε 2:21, 22.
Η Μεσσιανική προφητεία στο εδάφιο Ησαΐας 52:14, η οποία μιλάει για την «παραμόρφωση στην όψη του», πρέπει επομένως να εφαρμόζεται στον Ιησού τον Μεσσία μόνο με συμβολικό τρόπο. (Παράβαλε εδ. 7 του ίδιου κεφαλαίου.) Αν και ήταν τέλειος από σωματική άποψη, το άγγελμα αλήθειας και δικαιοσύνης που ο Ιησούς Χριστός διακήρυττε με τόλμη τον έκανε αποκρουστικό στα μάτια των υποκριτών εναντίων του, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι έβλεπαν στο πρόσωπό του ένα όργανο του Βεελζεβούλ, έναν δαιμονόπληκτο, έναν βλάσφημο απατεώνα. (Ματ 12:24· 27:39-43· Ιωα 8:48· 15:17-25) Με παρόμοιο τρόπο, το άγγελμα που διακήρυτταν οι μαθητές του Ιησού μεταγενέστερα τους καθιστούσε «ευωδιά» ζωής στα δεκτικά άτομα, αλλά οσμή θανάτου σε όσους απέρριπταν το άγγελμά τους.—2Κο 2:14-16.
Πότε Γεννήθηκε και Πόσο Διήρκεσε η Διακονία Του. Όπως αποδεικνύεται, ο Ιησούς γεννήθηκε το μήνα Εθανίμ (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) του έτους 2 Π.Κ.Χ., βαφτίστηκε περίπου την ίδια εποχή το 29 Κ.Χ. και πέθανε περίπου στις 3:00 μ.μ. την Παρασκευή, τη 14η ημέρα του εαρινού μήνα Νισάν (Μάρτιος-Απρίλιος), το 33 Κ.Χ. Οι ημερομηνίες αυτές εξάγονται από τα εξής στοιχεία:
Ο Ιησούς γεννήθηκε κατά προσέγγιση έξι μήνες μετά τη γέννηση του συγγενή του τού Ιωάννη (του Βαφτιστή), κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Καίσαρα Αυγούστου (31 Π.Κ.Χ.–14 Κ.Χ.) και όταν κυβερνήτης της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος (βλέπε ΑΠΟΓΡΑΦΗ για τις πιο πιθανές χρονολογίες της διακυβέρνησης του Κυρήνιου), και επίσης προς το τέλος της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου στην Ιουδαία.—Ματ 2:1, 13, 20-22· Λου 1:24-31, 36· 2:1, 2, 7.
Η γέννησή του σε σχέση με το θάνατο του Ηρώδη. Μολονότι η χρονολογία του θανάτου του Ηρώδη είναι αμφιλεγόμενη, υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που υποδεικνύουν το έτος 1 Π.Κ.Χ. (Βλέπε ΗΡΩΔΗΣ Αρ. 1 [Η Χρονολογία του Θανάτου Του]· ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ [Εκλείψεις της σελήνης].) Αρκετά γεγονότα έλαβαν χώρα στο διάστημα μεταξύ της γέννησης του Ιησού και του θανάτου του Ηρώδη. Αυτά περιλαμβάνουν την περιτομή του Ιησού την όγδοη ημέρα (Λου 2:21), την παρουσίασή του στο ναό της Ιερουσαλήμ 40 ημέρες μετά τη γέννησή του (Λου 2:22, 23· Λευ 12:1-4, 8), το ταξίδι των αστρολόγων «από ανατολικά μέρη» στη Βηθλεέμ (όπου ο Ιησούς δεν βρισκόταν πλέον σε φάτνη αλλά σε σπίτι—Ματ 2:1-11· παράβαλε Λου 2:7, 15, 16), τη φυγή του Ιωσήφ και της Μαρίας στην Αίγυπτο μαζί με το παιδάκι (Ματ 2:13-15), και τη μετέπειτα διαπίστωση του Ηρώδη πως οι αστρολόγοι δεν είχαν ενεργήσει σύμφωνα με τις οδηγίες του, καθώς και την επακόλουθη σφαγή όλων των αγοριών από δύο ετών και κάτω στη Βηθλεέμ και στα περίχωρά της (κάτι που υποδηλώνει ότι ο Ιησούς δεν ήταν τότε νεογέννητο βρέφος). (Ματ 2:16-18) Αν η γέννηση του Ιησού συνέβη το φθινόπωρο του 2 Π.Κ.Χ., αυτό θα έδινε το απαραίτητο χρονικό περιθώριο για να λάβουν χώρα τα παραπάνω γεγονότα στο διάστημα μεταξύ της γέννησής του και του θανάτου του Ηρώδη, ο οποίος πιθανότατα συνέβη το 1 Π.Κ.Χ. Ωστόσο, υπάρχουν επιπρόσθετοι λόγοι για την αναγωγή της γέννησης του Ιησού στο έτος 2 Π.Κ.Χ.
Σχέση με τη διακονία του Ιωάννη. Επιπλέον στοιχεία για τις ημερομηνίες που αναφέρονται στην αρχή αυτού του τμήματος μπορούν να βρεθούν στα εδάφια Λουκάς 3:1-3, τα οποία δείχνουν ότι ο Ιωάννης ο Βαφτιστής άρχισε να κηρύττει και να βαφτίζει το «δέκατο πέμπτο έτος της διακυβέρνησης του Τιβέριου Καίσαρα». Εκείνο το 15ο έτος εκτεινόταν από το δεύτερο ήμισυ του 28 Κ.Χ. ως τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 29 Κ.Χ. (Βλέπε ΤΙΒΕΡΙΟΣ.) Σε κάποιο χρονικό σημείο της διακονίας του Ιωάννη, ο Ιησούς πήγε σε αυτόν και βαφτίστηκε. Όταν ο Ιησούς άρχισε έκτοτε τη δική του διακονία, ήταν «περίπου τριάντα χρονών». (Λου 3:21-23) Στην ηλικία των 30, την ηλικία στην οποία ο Δαβίδ έγινε βασιλιάς, ο Ιησούς δεν υπόκειτο πλέον στην εξουσία των ανθρώπινων γονέων του.—2Σα 5:4, 5· παράβαλε Λου 2:51.
Σύμφωνα με τα εδάφια Αριθμοί 4:1-3, 22, 23, 29, 30, όσοι αναλάμβαναν υπηρεσία στο αγιαστήριο υπό τη διαθήκη του Νόμου ήταν «από τριάντα χρονών και πάνω». Λογικά λοιπόν, ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, ο οποίος ήταν Λευίτης και γιος ιερέα, άρχισε την υπηρεσία του στην ίδια ηλικία, όχι βέβαια στο ναό, αλλά στον ειδικό διορισμό που ο Ιεχωβά είχε καθορίσει για αυτόν. (Λου 1:1-17, 67, 76-79) Η ειδική μνεία (δύο φορές) της διαφοράς ηλικίας μεταξύ του Ιωάννη και του Ιησού και η συνάφεια που παρουσιάζουν οι εμφανίσεις και τα αγγέλματα του αγγέλου του Ιεχωβά όταν αυτός ανήγγειλε τις γεννήσεις των δύο γιων (Λου 1) παρέχουν επαρκή στοιχεία για να πιστεύουμε ότι οι διακονίες τους ακολούθησαν παρόμοιο χρονοδιάγραμμα, δηλαδή το ξεκίνημα της διακονίας του Ιωάννη (ως προδρόμου του Ιησού) ακολουθήθηκε περίπου έξι μήνες αργότερα από την έναρξη της διακονίας του Ιησού.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, η γέννηση του Ιωάννη συνέβη 30 χρόνια πριν αρχίσει αυτός τη διακονία του το 15ο έτος του Τιβέριου, άρα κάποια στιγμή ανάμεσα στο δεύτερο ήμισυ του 3 Π.Κ.Χ. και στον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 2 Π.Κ.Χ., ενώ η γέννηση του Ιησού ακολούθησε έξι μήνες αργότερα.
Αποδείξεις για διακονία τριάμισι ετών. Υπολείπεται ένα τελευταίο χρονολογικό αποδεικτικό στοιχείο μέσω του οποίου είναι δυνατόν να προκύψει ακόμη πιο συγκεκριμένο συμπέρασμα. Το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο σχετίζεται με τη διάρκεια της διακονίας του Ιησού και το πότε πέθανε αυτός. Η προφητεία στα εδάφια Δανιήλ 9:24-27 (που αναλύεται πλήρως στο λήμμα ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ) καταδεικνύει ότι ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν όταν θα άρχιζε η 70ή «εβδομάδα» ετών (Δα 9:25) και θα πέθαινε με θυσιαστικό θάνατο «στο μισό» της τελευταίας εβδομάδας, οπότε θα έπαυαν να ισχύουν οι θυσίες και οι προσφορές δώρων υπό τη διαθήκη του Νόμου. (Δα 9:26, 27· παράβαλε Εβρ 9:9-14· 10:1-10.) Αυτό σημαίνει ότι η διακονία του Ιησού Χριστού θα διαρκούσε τριάμισι χρόνια (το μισό μιας «εβδομάδας» εφτά ετών).
Για να είναι δυνατόν να διαρκέσει η διακονία του Ιησού τριάμισι χρόνια τελειώνοντας με το θάνατό του κατά το Πάσχα, θα απαιτούνταν να περιλαμβάνει αυτή η περίοδος τέσσερις εορτασμούς του Πάσχα συνολικά. Αποδείξεις για αυτούς τους τέσσερις εορτασμούς υπάρχουν στα εδάφια Ιωάννης 2:13· 5:1· 6:4 και 13:1. Το εδάφιο Ιωάννης 5:1 δεν αναφέρει συγκεκριμένα το Πάσχα, καθώς κάνει λόγο μόνο για «μια [«τη», σύμφωνα με ορισμένα αρχαία χειρόγραφα] γιορτή των Ιουδαίων». Ωστόσο, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύουμε ότι αυτό αποτελεί αναφορά στο Πάσχα μάλλον παρά σε οποιαδήποτε άλλη από τις ετήσιες γιορτές.
Νωρίτερα, στο εδάφιο Ιωάννης 4:35, αναφέρεται ότι ο Ιησούς είχε πει πως απέμεναν “ακόμη τέσσερις μήνες μέχρι το θερισμό”. Η εποχή του θερισμού, και ειδικότερα ο θερισμός του κριθαριού, ξεκινούσε περίπου την περίοδο του Πάσχα (14 Νισάν). Συνεπώς, η δήλωση του Ιησού έγινε τέσσερις μήνες πριν από αυτό, δηλαδή περίπου το μήνα Χισλέβ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος). Η μεταιχμαλωσιακή Γιορτή της Αφιέρωσης γινόταν κατά τη διάρκεια του Χισλέβ αλλά δεν ήταν από τις μεγάλες γιορτές για τις οποίες απαιτούνταν μετάβαση στην Ιερουσαλήμ. (Εξ 23:14-17· Λευ 23:4-44) Ο εορτασμός διεξαγόταν στις πολλές κατά τόπους συναγωγές σε όλη τη χώρα, σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση. (Βλέπε ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΦΙΕΡΩΣΗΣ.) Αργότερα, στο εδάφιο Ιωάννης 10:22, αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο Ιησούς παρευρέθηκε σε μια τέτοια Γιορτή της Αφιέρωσης στην Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, φαίνεται ότι ήδη βρισκόταν σε εκείνη την περιοχή από τη Γιορτή των Σκηνών, η οποία διεξαγόταν νωρίτερα, και ως εκ τούτου δεν είχε πάει εκεί ειδικά για εκείνον το σκοπό. Ανόμοια με αυτό, το εδάφιο Ιωάννης 5:1 αφήνει να εννοηθεί σαφώς ότι η συγκεκριμένη «γιορτή των Ιουδαίων» έκανε τον Ιησού να πάει από τη Γαλιλαία (Ιωα 4:54) στην Ιερουσαλήμ.
Η μόνη άλλη γιορτή ανάμεσα στον Χισλέβ και στο Πάσχα ήταν η γιορτή των Πουρίμ, η οποία διεξαγόταν τον Αδάρ (Φεβρουάριος-Μάρτιος), περίπου έναν μήνα πριν από το Πάσχα. Αλλά η μεταιχμαλωσιακή Γιορτή των Πουρίμ γιορταζόταν παρόμοια στα σπίτια και στις συναγωγές όλης της χώρας. (Βλέπε ΠΟΥΡΙΜ.) Συνεπώς, το Πάσχα φαίνεται να είναι η πιο πιθανή «γιορτή των Ιουδαίων» που αναφέρεται στο εδάφιο Ιωάννης 5:1, ο δε Ιησούς παρακολούθησε αυτή τη γιορτή στην Ιερουσαλήμ σε αρμονία με το νόμο που είχε δώσει ο Θεός στον Ισραήλ. Είναι αλήθεια ότι ο Ιωάννης στη συνέχεια καταγράφει ελάχιστα γεγονότα πριν από την επόμενη αναφορά στο Πάσχα (Ιωα 6:4), αλλά μια εξέταση του πίνακα με τα Κύρια Γεγονότα της Επίγειας Ζωής του Ιησού δείχνει πως ο Ιωάννης καλύπτει την αρχική διακονία του Ιησού πολύ συνοπτικά, παραλείποντας πολλά γεγονότα που είχαν εκθέσει ήδη οι άλλοι τρεις ευαγγελιστές. Στην πραγματικότητα, η έντονη δραστηριότητα του Ιησού όπως καταγράφεται από αυτούς τους ευαγγελιστές (Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά) συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι παρεμβλήθηκε πράγματι ένα ετήσιο Πάσχα ανάμεσα σε αυτά που αναφέρονται στα εδάφια Ιωάννης 2:13 και 6:4.
Πότε πέθανε. Ο θάνατος του Ιησού Χριστού έλαβε χώρα την άνοιξη, την Ημέρα του Πάσχα, στις 14 Νισάν (ή Αβίβ), σύμφωνα με το Ιουδαϊκό ημερολόγιο. (Ματ 26:2· Ιωα 13:1-3· Εξ 12:1-6· 13:4) Εκείνη τη χρονιά, το Πάσχα έπεσε την έκτη ημέρα της εβδομάδας (την οποία οι Ιουδαίοι υπολόγιζαν από τη δύση του ήλιου την Πέμπτη μέχρι τη δύση του ήλιου την Παρασκευή). Αυτό διαφαίνεται από το εδάφιο Ιωάννης 19:31, το οποίο δείχνει ότι η επόμενη ημέρα ήταν “μεγάλο” σάββατο. Η ημέρα μετά το Πάσχα ήταν πάντοτε σάββατο, άσχετα από το ποια ημέρα της εβδομάδας τύχαινε να είναι. (Λευ 23:5-7) Αλλά όταν εκείνο το ειδικό Σάββατο συνέπιπτε με το κανονικό Σάββατο (την έβδομη ημέρα της εβδομάδας), γινόταν “μεγάλο”. Επομένως, ο θάνατος του Ιησού έλαβε χώρα την Παρασκευή 14 Νισάν, περίπου στις 3:00 μ.μ.—Λου 23:44-46.
Συνόψιση των αποδεικτικών στοιχείων. Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, εφόσον ο θάνατος του Ιησού έλαβε χώρα τον εαρινό μήνα Νισάν, συνεπάγεται ότι η διακονία του, η οποία ξεκίνησε τριάμισι χρόνια νωρίτερα σύμφωνα με τα εδάφια Δανιήλ 9:24-27, πρέπει να είχε ξεκινήσει το φθινόπωρο, περίπου το μήνα Εθανίμ (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος). Κατά συνέπεια, η διακονία του Ιωάννη (η οποία άρχισε το 15ο έτος του Τιβέριου) πρέπει να ξεκίνησε την άνοιξη του έτους 29 Κ.Χ. Επομένως, η γέννηση του Ιωάννη ανάγεται στην άνοιξη του έτους 2 Π.Κ.Χ., η γέννηση του Ιησού ακολούθησε περίπου έξι μήνες αργότερα το φθινόπωρο του 2 Π.Κ.Χ., η διακονία του άρχισε περίπου 30 χρόνια αργότερα το φθινόπωρο του 29 Κ.Χ. και ο θάνατός του συνέβη το έτος 33 Κ.Χ. (στις 14 Νισάν, την άνοιξη, όπως έχει αναφερθεί).
Καμιά βάση για χειμερινή ημερομηνία γέννησης. Η ευρέως αποδεκτή ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας γέννησης του Ιησού δεν έχει, επομένως, καμιά Γραφική βάση. Όπως δείχνουν πολλά εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα, αυτή προέρχεται από μια ειδωλολατρική γιορτή. Αναφορικά με την προέλευση του εορτασμού της 25ης Δεκεμβρίου, ο Ιησουίτης λόγιος Ουρμπάνους Χολτσμάιστερ έγραψε:
«Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι αφορμή για τον εορτασμό της 25ης Δεκεμβρίου στάθηκε η γιορτή που γιόρταζαν οι ειδωλολάτρες αυτή την ημέρα. Ο Πετάβιος [Γάλλος Ιησουίτης λόγιος, 1583-1652] έχει ήδη παρατηρήσει ορθά ότι στις 25 Δεκεμβρίου γιορτάζονταν “τα γενέθλια του ακατανίκητου ήλιου”.
»Η γιορτή αυτή μαρτυρείται από: (α) Το Ημερολόγιο του Φούριου Διονύσιου Φιλόκαλου, το οποίο συντάχθηκε το έτος 354 [Κ.Χ.] και στο οποίο επισημαίνεται: “25 Δεκεμβρίου, τα Γ(ενέθλια) του ακατανίκητου (Ήλιου)”. (β) Το ημερολόγιο του αστρολόγου Αντίοχου (το οποίο συντάχθηκε περίπου το 200 [Κ.Χ.]): “Μήνας Δεκέμβριος . . . 25 . . . Τα γενέθλια του Ήλιου· αυξάνει το φως της ημέρας”. (γ) Ο Καίσαρας Ιουλιανός [Ιουλιανός ο Αποστάτης, αυτοκράτορας κατά τα έτη 361-363 Κ.Χ.] πρότεινε να τελούνται αγώνες στο τέλος του έτους προς τιμήν του ήλιου, ο οποίος αποκαλούνταν “ο ακατανίκητος ήλιος”».—Χρονολογία της Ζωής του Χριστού (Chronologia vitae Christi), Pontificium Institutum Biblicum, Ρώμη, 1933, σ. 46.
Ίσως η πιο φανερή απόδειξη ότι η ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου είναι λανθασμένη είναι το στοιχείο που αναφέρει η Γραφή ότι οι βοσκοί φύλαγαν τα ποίμνιά τους στο ύπαιθρο τη νύχτα της γέννησης του Ιησού. (Λου 2:8, 12) Ήδη από το φθινοπωρινό μήνα Βουλ (Οκτώβριος-Νοέμβριος) άρχιζε η εποχή των βροχών (Δευ 11:14), και τα ποίμνια οδηγούνταν τη νύχτα σε προστατευμένους χώρους. Ο επόμενος μήνας, ο Χισλέβ (ο ένατος μήνας του Ιουδαϊκού ημερολογίου, Νοέμβριος-Δεκέμβριος), ήταν κρύος και βροχερός μήνας (Ιερ 36:22· Εσδ 10:9, 13), και ο Τεβέθ (Δεκέμβριος-Ιανουάριος) είχε τις χαμηλότερες θερμοκρασίες του έτους ενώ κάπου κάπου χιόνιζε στα βουνά. Επομένως, η παρουσία των βοσκών στο ύπαιθρο τη νύχτα εναρμονίζεται με τις αποδείξεις που καταδεικνύουν το μήνα Εθανίμ, στις αρχές του φθινοπώρου, ως τον καιρό της γέννησης του Ιησού.—Βλέπε ΒΟΥΛ· ΧΙΣΛΕΒ.
Επιπρόσθετα, το να επιλέξει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας έναν χειμωνιάτικο, βροχερό μήνα για να βάλει τους Ιουδαίους υπηκόους του (οι οποίοι στασίαζαν συχνά) να ταξιδέψουν, «ο καθένας στη δική του πόλη», προκειμένου να απογραφούν θα ήταν εντελώς απίθανο, κάτι που επίσης αντικρούει την άποψη ότι επρόκειτο για ημερομηνία του Δεκεμβρίου.—Λου 2:1-3· παράβαλε Ματ 24:20· βλέπε ΤΕΒΕΘ.
Τα Πρώτα Χρόνια της Ζωής Του. Το υπόμνημα των πρώτων χρόνων της ζωής του Ιησού είναι πολύ σύντομο. Έχοντας γεννηθεί στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, τη γενέτειρα του Βασιλιά Δαβίδ, μεταφέρθηκε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας όταν η οικογένειά του επέστρεψε από την Αίγυπτο—γεγονότα που όλα αποτελούν εκπλήρωση θεϊκών προφητειών. (Ματ 2:4-6, 14, 15, 19-23· Μιχ 5:2· Ωσ 11:1· Ησ 11:1· Ιερ 23:5) Ο θετός πατέρας του Ιησού, ο Ιωσήφ, ήταν ξυλουργός (Ματ 13:55) και προφανώς όχι εύπορος. (Παράβαλε Λου 2:22-24 με Λευ 12:8.) Ο Ιησούς, λοιπόν, ο οποίος την πρώτη ημέρα της ανθρώπινης ζωής του κοιμήθηκε σε έναν στάβλο, προφανώς πέρασε την παιδική του ηλικία σε πολύ ταπεινές συνθήκες. Η Ναζαρέτ δεν είχε να επιδείξει ιστορικές περγαμηνές, αν και βρισκόταν κοντά σε δύο κύριες εμπορικές οδούς. Πιθανώς πολλοί Ιουδαίοι περιφρονούσαν αυτή την πόλη.—Παράβαλε Ιωα 1:46· βλέπε ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 539· ΝΑΖΑΡΕΤ.
Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ιησού τίποτα δεν είναι γνωστό εκτός του ότι «το παιδάκι μεγάλωνε και δυνάμωνε, γεμίζοντας σοφία, και η εύνοια του Θεού παρέμενε πάνω του». (Λου 2:40) Με την πάροδο του χρόνου, η οικογένεια αυξήθηκε καθώς ο Ιωσήφ και η Μαρία απέκτησαν τέσσερις γιους και κάποιες κόρες. (Ματ 13:54-56) Έτσι λοιπόν, ο “πρωτότοκος” γιος της Μαρίας (Λου 2:7) δεν μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι. Αυτό αναμφίβολα εξηγεί το πώς ήταν δυνατόν να ξεκινήσουν οι γονείς του το ταξίδι της επιστροφής από την Ιερουσαλήμ χωρίς να συνειδητοποιήσουν για κάποιο διάστημα ότι ο Ιησούς, το μεγαλύτερο παιδί τους, έλειπε από την ομάδα. Αυτή η περίπτωση, στην οποία ο Ιησούς (ως 12χρονο παιδί) επισκέφτηκε το ναό, όπου συζήτησε με τους Ιουδαίους δασκάλους αφήνοντάς τους κατάπληκτους, είναι το μόνο περιστατικό των πρώτων χρόνων της ζωής του που εξιστορείται με κάποιες λεπτομέρειες. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 538) Η απάντηση του Ιησού προς τους ανήσυχους γονείς του όταν τον εντόπισαν εκεί δείχνει ότι ο Ιησούς γνώριζε τη θαυματουργική φύση της γέννησής του και είχε συναίσθηση του Μεσσιανικού μέλλοντός του. (Λου 2:41-52) Όπως είναι λογικό, η μητέρα του και ο θετός του πατέρας θα του είχαν μεταβιβάσει τις πληροφορίες που είχαν λάβει μέσω των αγγελικών επισκέψεων καθώς και μέσω των προφητειών του Συμεών και της Άννας, τις οποίες άκουσαν όταν έκαναν το πρώτο ταξίδι στην Ιερουσαλήμ 40 ημέρες μετά τη γέννηση του Ιησού.—Ματ 1:20-25· 2:13, 14, 19-21· Λου 1:26-38· 2:8-38.
Δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι ο Ιησούς είχε ή ασκούσε θαυματουργικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων, όπως ισχυρίζονται οι φανταστικές ιστορίες που είναι καταγραμμένες σε ορισμένα απόκρυφα συγγράμματα, λόγου χάρη στο λεγόμενο Κατά Θωμά Ευαγγέλιο της Παιδικής Ηλικίας του Ιησού. Η μετατροπή του νερού σε κρασί στην Κανά, η οποία επιτελέστηκε κατά τη διάρκεια της διακονίας του, αποτέλεσε την «αρχή των σημείων του». (Ιωα 2:1-11) Παρόμοια, ενόσω βρισκόταν ανάμεσα στην οικογένειά του στη Ναζαρέτ, ο Ιησούς προφανώς δεν έκανε επίδειξη της σοφίας και της ανωτερότητας που διέθετε ως τέλειος άνθρωπος, πράγμα που ενδεχομένως υποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα ετεροθαλή του αδέλφια δεν άσκησαν πίστη σε αυτόν κατά τη διάρκεια της διακονίας του ως ανθρώπου, καθώς και από τη δυσπιστία που εκδήλωσε απέναντί του η πλειονότητα του πληθυσμού της Ναζαρέτ.—Ιωα 7:1-5· Μαρ 6:1, 4-6.
Εντούτοις, ο Ιησούς προφανώς ήταν πολύ γνωστός στους ανθρώπους της Ναζαρέτ. (Ματ 13:54-56· Λου 4:22) Οι έξοχες ιδιότητές του και η προσωπικότητά του πρέπει οπωσδήποτε να είχαν γίνει αντικείμενο προσοχής τουλάχιστον αυτών που εκτιμούσαν τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη. (Παράβαλε Ματ 3:13, 14.) Παρακολουθούσε σε τακτική βάση τις συναθροίσεις της συναγωγής κάθε Σάββατο. Ήταν εγγράμματος, όπως φαίνεται από την ικανότητα που είχε να βρίσκει και να διαβάζει περικοπές από τα Ιερά Συγγράμματα, αλλά δεν φοίτησε σε ραβινικές σχολές «ανώτερης εκπαίδευσης».—Λου 4:16· Ιωα 7:14-16.
Η λακωνικότητα του κειμένου αναφορικά με αυτά τα πρώτα χρόνια οφείλεται στο ότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη χριστεί από τον Ιεχωβά ως «ο Χριστός» (Ματ 16:16) και δεν είχε αρχίσει την εκτέλεση του θεϊκού διορισμού που τον περίμενε. Η παιδική του ηλικία και η διαδικασία ανάπτυξής του, όπως άλλωστε και η γέννησή του, ήταν απαραίτητα—αλλά δευτερεύοντα—μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού. Όπως δήλωσε αργότερα ο Ιησούς στον Ρωμαίο Κυβερνήτη Πιλάτο: «Εγώ για αυτό έχω γεννηθεί και για αυτό έχω έρθει στον κόσμο, ώστε να δώσω μαρτυρία για την αλήθεια».—Ιωα 18:37.
Το Βάφτισμά Του. Η έκχυση του αγίου πνεύματος κατά το βάφτισμα του Ιησού σήμανε τη στιγμή που ο Ιησούς έγινε ουσιαστικά ο Μεσσίας, ή αλλιώς Χριστός, ο Χρισμένος του Θεού (η χρήση αυτού του τίτλου από τους αγγέλους όταν ανάγγελλαν τη γέννησή του ήταν καταφανώς προφητική· Λου 2:9-11, υπόψη επίσης εδ. 25, 26). Επί έξι μήνες ο Ιωάννης “προετοίμαζε την οδό” για «το μέσο που παρέχει ο Θεός για διάσωση». (Λου 3:1-6) Ο Ιησούς, που τότε ήταν «περίπου τριάντα χρονών», βαφτίστηκε παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Ιωάννη, οι οποίες οφείλονταν στο ότι μέχρι τότε ο Ιωάννης βάφτιζε μόνο μετανοημένους αμαρτωλούς. (Ματ 3:1, 6, 13-17· Λου 3:21-23) Ο Ιησούς, όμως, ήταν αναμάρτητος. Επομένως, το βάφτισμά του πιστοποιούσε κάτι διαφορετικό—το ότι παρουσίαζε τον εαυτό του για να κάνει το θέλημα του Πατέρα του. (Παράβαλε Εβρ 10:5-9.) Αφού ο Ιησούς “ανέβηκε από το νερό” και ενώ προσευχόταν, «είδε τους ουρανούς να χωρίζονται», το πνεύμα του Θεού κατέβηκε πάνω του με σωματική μορφή σαν περιστέρι και ακούστηκε από τον ουρανό η φωνή του Ιεχωβά, η οποία έλεγε: «Εσύ είσαι ο Γιος μου ο αγαπητός· σε έχω επιδοκιμάσει».—Ματ 3:16, 17· Μαρ 1:9-11· Λου 3:21, 22.
Το πνεύμα του Θεού που εκχύθηκε πάνω στον Ιησού αναμφίβολα διαφώτισε τη διάνοιά του σε πολλά ζητήματα. Οι ίδιες του οι εκφράσεις από τότε και στο εξής, και ιδιαίτερα η πολύ προσωπική προσευχή προς τον Πατέρα του τη νύχτα του Πάσχα του 33 Κ.Χ., δείχνουν ότι ο Ιησούς θυμήθηκε την προανθρώπινη ύπαρξή του, αυτά που είχε ακούσει από τον Πατέρα του, όσα είχε δει να κάνει ο Πατέρας του, καθώς και τη δόξα που ο ίδιος απολάμβανε στους ουρανούς. (Ιωα 6:46· 7:28, 29· 8:26, 28, 38· 14:2· 17:5) Η μνήμη αυτών των πραγμάτων μπορεί κάλλιστα να επανήλθε σε αυτόν τη στιγμή του βαφτίσματος και του χρίσματός του.
Το χρίσμα του Ιησού με άγιο πνεύμα τον διόρισε να φέρει σε πέρας τη διακονία κηρύγματος και διδασκαλίας που του είχε ανατεθεί (Λου 4:16-21), καθώς επίσης να υπηρετήσει ως Προφήτης του Θεού. (Πρ 3:22-26) Αλλά το σπουδαιότερο ήταν ότι τον διόρισε Βασιλιά σύμφωνα με την υπόσχεση του Ιεχωβά, κληρονόμο του θρόνου του Δαβίδ (Λου 1:32, 33, 69· Εβρ 1:8, 9) και μιας αιώνιας Βασιλείας. Γι’ αυτόν το λόγο, μπορούσε αργότερα να πει στους Φαρισαίους: «Η βασιλεία του Θεού είναι ανάμεσά σας». (Λου 17:20, 21) Παρόμοια, ο Ιησούς χρίστηκε για να ενεργεί ως Αρχιερέας του Θεού, όχι ως απόγονος του Ααρών, αλλά όπως ο Βασιλιάς-Ιερέας Μελχισεδέκ.—Εβρ 5:1, 4-10· 7:11-17.
Ο Ιησούς ήταν Γιος του Θεού από τη στιγμή της γέννησής του, ακριβώς όπως ο τέλειος Αδάμ ήταν “γιος του Θεού”. (Λου 3:38· 1:35) Ο άγγελος Γαβριήλ είχε προσδιορίσει τον Ιησού ως Γιο του Θεού πριν από τη γέννησή του. Όταν λοιπόν, έπειτα από το βάφτισμα του Ιησού, ακούστηκε η φωνή του Πατέρα του να λέει: «Εσύ είσαι ο Γιος μου ο αγαπητός· σε έχω επιδοκιμάσει» (Μαρ 1:11), φαίνεται λογικό ότι αυτή η δήλωση, η οποία συνόδευε τη χριστήρια ροή του πνεύματος του Θεού, ήταν κάτι περισσότερο από απλή αναγνώριση της ταυτότητας του Ιησού. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τότε γεννήθηκε ο Ιησούς από τον Θεό ως πνευματικός του Γιος—έγινε, σαν να λέγαμε, “αναγεννημένος” αποκτώντας το δικαίωμα να λάβει και πάλι ζωή με πνευματική μορφή ως Γιος του Θεού στους ουρανούς.—Παράβαλε Ιωα 3:3-6· 6:51· 10:17, 18· βλέπε ΒΑΦΤΙΣΜΑ· ΜΟΝΟΓΕΝΗΣ.
Η Ζωτική του Θέση στο Σκοπό του Θεού. Ο Ιεχωβά Θεός έκρινε κατάλληλο να κάνει τον πρωτότοκο Γιο του κεντρικό πρόσωπο, ή αλλιώς κλειδί, στην επεξεργασία όλων των σκοπών Του (Ιωα 1:14-18· Κολ 1:18-20· 2:8, 9), το πρόσωπο στο οποίο θα εστιαζόταν το φως όλων των προφητειών και από το οποίο θα εκπορευόταν το φως τους (1Πε 1:10-12· Απ 19:10· Ιωα 1:3-9), τη λύση όλων των προβλημάτων που προκάλεσε ο στασιασμός του Σατανά (Εβρ 2:5-9, 14, 15· 1Ιω 3:8) και το θεμέλιο πάνω στο οποίο ο Θεός θα στήριζε όλες τις μελλοντικές διευθετήσεις για το αιώνιο καλό της παγκόσμιας οικογένειάς Του στον ουρανό και στη γη. (Εφ 1:8-10· 2:20· 1Πε 2:4-8) Έτσι λοιπόν, λόγω του ζωτικού ρόλου που παίζει στο σκοπό του Θεού, ο Ιησούς μπορούσε δικαιολογημένα και χωρίς υπερβολή να πει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού».—Ιωα 14:6.
Το «ιερό μυστικό». Ο σκοπός του Θεού όπως αποκαλύφτηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού παρέμενε “ιερό μυστικό [ή αλλιώς, μυστήριο] το οποίο κρατήθηκε σε σιωπή επί μακρόχρονους καιρούς”. (Ρω 16:25-27) Επί 4.000 και πλέον χρόνια, από το στασιασμό στην Εδέμ, άνθρωποι πίστης περίμεναν την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού για ένα «σπέρμα» το οποίο επρόκειτο να πλήξει το κεφάλι του όμοιου με φίδι Αντιδίκου, φέρνοντας έτσι ανακούφιση στην ανθρωπότητα. (Γε 3:15) Επί σχεδόν 2.000 χρόνια έλπιζαν στη διαθήκη που είχε κάνει ο Ιεχωβά με τον Αβραάμ για ένα «σπέρμα» το οποίο θα έπαιρνε «στην κατοχή του την πύλη των εχθρών του» και μέσω του οποίου όλα τα έθνη της γης θα έφερναν ευλογία στον εαυτό τους.—Γε 22:15-18.
Τελικά, όταν «έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός απέστειλε τον Γιο του» και μέσω αυτού αποκάλυψε τη σημασία του «ιερού μυστικού», έδωσε οριστική απάντηση στο ζήτημα που είχε εγείρει ο Αντίδικος του Θεού (βλέπε ΙΕΧΩΒΑ [Το υπέρτατο ζήτημα ήταν ηθικό]) και προμήθευσε το μέσο για την εξαγορά της υπάκουης ανθρωπότητας από την αμαρτία και το θάνατο μέσω της λυτρωτικής θυσίας του Γιου του. (Γα 4:4· 1Τι 3:16· Ιωα 14:30· 16:33· Ματ 20:28) Με αυτόν τον τρόπο, ο Ιεχωβά Θεός απομάκρυνε από τη διάνοια των υπηρετών του κάθε αβεβαιότητα ή ασάφεια σχετικά με τους σκοπούς του. Γι’ αυτόν το λόγο, ο απόστολος Παύλος λέει ότι «όσες και αν είναι οι υποσχέσεις του Θεού, έχουν γίνει Ναι μέσω [του Ιησού Χριστού]».—2Κο 1:19-22.
Το «ιερό μυστικό» δεν περιλάμβανε απλώς τον προσδιορισμό της ταυτότητας του Γιου του Θεού. Απεναντίας, περιλάμβανε το ρόλο που του ανατέθηκε στα πλαίσια του προκαθορισμένου σκοπού του Θεού, καθώς και την αποκάλυψη και την εκτέλεση αυτού του σκοπού μέσω του Ιησού Χριστού. Αυτός ο σκοπός, που επί μακρόν παρέμενε μυστικός, αφορούσε «μια διαχείριση στο πλήρωμα των προσδιορισμένων καιρών, δηλαδή να ξανασυγκεντρώσει όλα τα πράγματα στον Χριστό, τα πράγματα που είναι στους ουρανούς και τα πράγματα που είναι στη γη».—Εφ 1:9, 10.
Μία από τις πτυχές του «ιερού μυστικού» το οποίο είναι συνυφασμένο με τον Χριστό Ιησού είναι το ότι αυτός ηγείται μιας νέας ουράνιας κυβέρνησης, της οποίας τα μέλη είναι άτομα (Ιουδαίοι και μη Ιουδαίοι) που παίρνονται από τους κατοίκους της γης, η δε επικράτειά της εμπερικλείει και τον ουρανό και τη γη. Έτσι λοιπόν, στο όραμα των εδαφίων Δανιήλ 7:13, 14, κάποιος «σαν γιος ανθρώπου» (τίτλος που αργότερα εφαρμόστηκε πολλές φορές στον Χριστό—Ματ 12:40· 24:30· Λου 17:26· παράβαλε Απ 14:14) εμφανίζεται στις ουράνιες αυλές του Ιεχωβά και του δίνεται «εξουσία διακυβέρνησης και αξιοπρέπεια και βασιλεία, ώστε όλοι οι λαοί, οι εθνότητες και οι γλώσσες να υπηρετούν αυτόν». Εντούτοις, το ίδιο όραμα δείχνει ότι και «οι άγιοι του Υπέρτατου» θα συμμετείχαν με αυτόν το “γιο του ανθρώπου” στη Βασιλεία του, στη διακυβέρνησή του και στο μεγαλείο του. (Δα 7:27) Ενόσω ο Ιησούς ήταν στη γη, διάλεξε από τους μαθητές του τα πρώτα υποψήφια μέλη της κυβέρνησης της Βασιλείας του και, αφού εκείνοι “παρέμειναν προσκολλημένοι σε αυτόν κατά τις δοκιμασίες του”, σύναψε μαζί τους διαθήκη για μια Βασιλεία και προσευχήθηκε στον Πατέρα του για τον αγιασμό τους (για να γίνουν, δηλαδή, «άγιοι»), αιτώντας: «Όπου είμαι εγώ να είναι και αυτοί μαζί μου, για να βλέπουν τη δόξα μου την οποία μου έδωσες». (Λου 22:28, 29· Ιωα 17:5, 17, 24) Λόγω του ότι η Χριστιανική εκκλησία είναι ενωμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο με τον Χριστό, παίζει και η ίδια ρόλο στο «ιερό μυστικό», όπως εξήγησε αργότερα ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος.—Εφ 3:1-11· 5:32· Κολ 1:26, 27· βλέπε ΙΕΡΟ ΜΥΣΤΙΚΟ.
“Πρώτιστος Παράγοντας της ζωής”. Μια εκδήλωση της παρ’ αξία καλοσύνης του Πατέρα του ήταν το ότι ο Χριστός Ιησούς κατέθεσε την τέλεια ανθρώπινη ζωή του ως θυσία. Αυτό κατέστησε εφικτή τόσο την ένωση των εκλεγμένων ακολούθων του Χριστού μαζί του στην ουράνια διακυβέρνησή του όσο και τη διευθέτηση που αφορούσε τους επίγειους υπηκόους της Βασιλείας του. (Ματ 6:10· Ιωα 3:16· Εφ 1:7· Εβρ 2:5· βλέπε ΛΥΤΡΟ.) Με αυτόν τον τρόπο, ο Χριστός έγινε “ο Πρώτιστος Παράγοντας [«Άρχοντας», KJ· JB] της ζωής” για όλο το ανθρώπινο γένος. (Πρ 3:15) Η λέξη ἀρχηγός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου η οποία χρησιμοποιείται εδώ σημαίνει, βασικά, «πρώτιστος ηγέτης», και μια συγγενική λέξη, η λέξη ἄρχων, εφαρμόστηκε στον Μωυσή (Πρ 7:27, 35) ως «άρχοντα» στον Ισραήλ.
Συνεπώς, ο Ιησούς Χριστός, ως ο «πρώτιστος ηγέτης» ή «πρωτοπόρος της Ζωής» (Mo), εισήγαγε ένα νέο και ζωτικό στοιχείο για την απόκτηση αιώνιας ζωής με την ιδιότητα του μεσολαβητή, ή αλλιώς μεσάζοντα, παράλληλα όμως έχει αυτή την ιδιότητα και με μια διαχειριστική έννοια. Είναι ο Αρχιερέας του Θεού που μπορεί να επιτύχει πλήρη καθαρισμό από την αμαρτία και απελευθέρωση από τα θανατηφόρα αποτελέσματά της (Εβρ 3:1, 2· 4:14· 7:23-25· 8:1-3), ο εντεταλμένος Κριτής στα χέρια του οποίου έχει ανατεθεί όλη η κρίση, ώστε να χορηγήσει με ευθυκρισία τα οφέλη της λυτρωτικής του θυσίας σε άτομα από το ανθρώπινο γένος αν και εφόσον αξίζουν να ζήσουν υπό τη βασιλική του διακυβέρνηση (Ιωα 5:22-27· Πρ 10:42, 43), και αυτός μέσω του οποίου θα γίνει επίσης η ανάσταση των νεκρών. (Ιωα 5:28, 29· 6:39, 40) Επειδή ο Ιεχωβά Θεός όρισε να χρησιμοποιήσει τον Γιο του με αυτόν τον τρόπο, «δεν υπάρχει σωτηρία μέσω κανενός άλλου, γιατί δεν υπάρχει άλλο όνομα κάτω από τον ουρανό που να έχει δοθεί μεταξύ των ανθρώπων, μέσω του οποίου πρέπει να σωθούμε».—Πρ 4:12· παράβαλε 1Ιω 5:11-13.
Εφόσον αυτή η πτυχή της εξουσίας του Ιησού εμπεριέχεται επίσης στο «όνομά» του, οι μαθητές του, ως εκπρόσωποι του Πρώτιστου Παράγοντα της ζωής, μπορούσαν μέσω αυτού του ονόματος να θεραπεύουν ανθρώπους από τις ασθένειες που είχαν ως αποτέλεσμα της κληρονομημένης αμαρτίας—μάλιστα μπορούσαν να αναστήσουν και νεκρούς.—Πρ 3:6, 15, 16· 4:7-11· 9:36-41· 20:7-12.
Η πλήρης σημασία του «ονόματός» του. Είναι φανερό ότι, ενώ ο θάνατος του Ιησού σε ένα ξύλο βασανισμού παίζει ζωτικό ρόλο για τη σωτηρία του ανθρώπου, η αποδοχή αυτού του γεγονότος δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση όλα όσα περιλαμβάνονται στο να “θέτει κανείς πίστη στο όνομα του Ιησού”. (Πρ 10:43) Μετά την ανάστασή του, ο Ιησούς πληροφόρησε τους μαθητές του: «Μου έχει δοθεί όλη η εξουσία στον ουρανό και στη γη», δείχνοντας έτσι ότι ηγείται μιας κυβέρνησης της οποίας η επικράτεια περιλαμβάνει όλο το σύμπαν. (Ματ 28:18) Ο απόστολος Παύλος διασαφήνισε ότι ο Πατέρας του Ιησού «δεν άφησε τίποτα που να μην είναι υποταγμένο σε αυτόν [τον Ιησού]», με προφανή εξαίρεση “εκείνον που υπέταξε τα πάντα σε αυτόν”, δηλαδή τον Ιεχωβά, τον Κυρίαρχο Θεό. (1Κο 15:27· Εβρ 1:1-14· 2:8) Επομένως, το «όνομα» του Ιησού Χριστού είναι εξοχότερο από εκείνο των αγγέλων του Θεού με την έννοια ότι το όνομά του εμπεριέχει ή αντιπροσωπεύει την τεράστια εκτελεστική εξουσία που έχει αναθέσει σε αυτόν ο Ιεχωβά. (Εβρ 1:3, 4) Μόνο όσοι αναγνωρίζουν πρόθυμα αυτό το «όνομα» και υποκλίνονται σε αυτό, υποτασσόμενοι στην εξουσία που αντιπροσωπεύει, θα αποκτήσουν αιώνια ζωή. (Πρ 4:12· Εφ 1:19-23· Φλπ 2:9-11) Αυτοί πρέπει να ευθυγραμμίζουν ειλικρινά και ανυπόκριτα την πορεία τους σύμφωνα με τα πρότυπα που έθεσε ο Ιησούς με το παράδειγμά του και να υπακούν με πίστη στις εντολές του.—Ματ 7:21-23· Ρω 1:5· 1Ιω 3:23.
Ποιο είναι το «όνομα» του Ιησού εξαιτίας του οποίου μισούν τους Χριστιανούς όλα τα έθνη;
Αυτή τη διαφορετική πτυχή του «ονόματος» του Ιησού την καταδεικνύει η προφητική προειδοποίηση που έδωσε εκείνος σύμφωνα με την οποία οι ακόλουθοί του θα ήταν «αντικείμενα του μίσους όλων των εθνών εξαιτίας του ονόματός» του. (Ματ 24:9· επίσης Ματ 10:22· Ιωα 15:20, 21· Πρ 9:15, 16) Είναι σαφές ότι αυτό θα συνέβαινε, όχι επειδή το όνομά του αντιπροσώπευε έναν Λυτρωτή, αλλά επειδή αντιπροσώπευε τον εντεταλμένο Άρχοντα του Θεού, τον Βασιλιά των βασιλιάδων, στον οποίο όλα τα έθνη έπρεπε να υποκλιθούν με υποταγή, ειδάλλως επρόκειτο να υποστούν καταστροφή.—Απ 19:11-16· παράβαλε Ψλ 2:7-12.
Άρα λοιπόν, είναι επίσης βέβαιο πως, όταν οι δαίμονες υπάκουαν στην εντολή του Ιησού να βγουν από τα άτομα που είχαν υπό την επήρειά τους, δεν ενεργούσαν έτσι με βάση το ότι ο Ιησούς ήταν το Αρνί του Θεού το οποίο θα προσφερόταν ως θυσία, αλλά εξαιτίας της εξουσίας την οποία αντιπροσώπευε το όνομά του ως του χρισμένου εκπροσώπου της Βασιλείας, αυτού που είχε την εξουσία να ζητήσει, όχι απλώς μία λεγεώνα, αλλά δώδεκα λεγεώνες αγγέλων ικανές να εκβάλουν οποιουσδήποτε δαίμονες αντιστέκονταν πεισματικά στην αποπομπή τους. (Μαρ 5:1-13· 9:25-29· Ματ 12:28, 29· 26:53· παράβαλε Δα 10:5, 6, 12, 13.) Οι πιστοί απόστολοι του Ιησού ήταν εξουσιοδοτημένοι να χρησιμοποιούν το όνομά του για να εκβάλλουν δαίμονες, τόσο πριν όσο και μετά το θάνατό του. (Λου 9:1· 10:17· Πρ 16:16-18) Αλλά όταν οι γιοι του Ιουδαίου ιερέα Σκευά προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το όνομα του Ιησού με αυτόν τον τρόπο, το πονηρό πνεύμα αμφισβήτησε το αν είχαν δικαίωμα να επικαλεστούν την εξουσία την οποία αντιπροσώπευε το όνομα και έκανε τον άνθρωπο που είχε υπό την επήρειά του να τους επιτεθεί και να τους κακοποιήσει.—Πρ 19:13-17.
Όταν οι ακόλουθοι του Ιησού αναφέρονταν στο «όνομά» του, συχνά χρησιμοποιούσαν τη φράση “ο Κύριος Ιησούς” ή “ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός”. (Πρ 8:16· 15:26· 19:5, 13, 17· 1Κο 1:2, 10· Εφ 5:20· Κολ 3:17) Τον αναγνώριζαν ως Κύριό τους, όχι μόνο επειδή ήταν ο θεϊκά εντεταλμένος Εξαγοραστής και Ιδιοκτήτης τους διαμέσου της λυτρωτικής του θυσίας (1Κο 6:20· 7:22, 23· 1Πε 1:18, 19· Ιου 4), αλλά και λόγω της βασιλικής θέσης και εξουσίας του. Με όλη τη βασιλική αλλά και ιερατική εξουσία που αντιπροσώπευε το όνομα του Ιησού, οι ακόλουθοί του κήρυτταν (Πρ 5:29-32, 40-42), βάφτιζαν μαθητές (Ματ 28:18-20· Πρ 2:38· παράβαλε 1Κο 1:13-15), απέκοπταν ανήθικα άτομα (1Κο 5:4, 5), και επίσης πρότρεπαν και νουθετούσαν τις Χριστιανικές εκκλησίες τις οποίες ποίμαιναν (1Κο 1:10· 2Θε 3:6). Συνεπώς, εκείνοι τους οποίους ο Ιησούς επιδοκιμάζει για ζωή δεν θα μπορούσαν ποτέ να θέσουν πίστη ή να ορκιστούν υποταγή σε κάποιο άλλο «όνομα» θεωρώντας ότι αντιπροσωπεύει τη θεϊκή εξουσία για διακυβέρνηση, αλλά πρέπει να δείχνουν άρρηκτη οσιότητα στο «όνομα» αυτού του θεϊκά εντεταλμένου Βασιλιά, του Κυρίου Ιησού Χριστού.—Ματ 12:18, 21· Απ 2:13· 3:8· βλέπε ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ.
«Μαρτυρία για την Αλήθεια». Στην ερώτηση του Πιλάτου: «Είσαι, λοιπόν, βασιλιάς;» ο Ιησούς απάντησε: «Εσύ ο ίδιος λες ότι είμαι βασιλιάς. Εγώ για αυτό έχω γεννηθεί και για αυτό έχω έρθει στον κόσμο, ώστε να δώσω μαρτυρία για την αλήθεια. Όποιος είναι με το μέρος της αλήθειας ακούει τη φωνή μου». (Ιωα 18:37· βλέπε ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ [Η Δίκη του Ιησού].) Όπως δείχνουν οι Γραφές, η αλήθεια για την οποία έδωσε ο Ιησούς μαρτυρία δεν ήταν η αλήθεια με γενική έννοια. Ήταν η υψίστης σημασίας αλήθεια που αφορούσε το ποιοι ήταν και ποιοι είναι οι σκοποί του Θεού, μια αλήθεια βασισμένη στη θεμελιώδη πραγματικότητα του υπέρτατου θελήματος του Θεού και της ικανότητας που έχει Αυτός να εκπληρώνει το θέλημά του. Μέσω της διακονίας του, ο Ιησούς αποκάλυψε ότι αυτή η αλήθεια, η οποία περιέχεται στο «ιερό μυστικό», είναι η Βασιλεία του Θεού με ενθρονισμένο Βασιλιά-Ιερέα τον Ιησού Χριστό, το “γιο του Δαβίδ”. Αυτή άλλωστε ήταν και η ουσία του αγγέλματος που διακήρυξαν οι άγγελοι πριν από τη γέννησή του στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, την πόλη του Δαβίδ, καθώς και όταν γεννήθηκε.—Λου 1:32, 33· 2:10-14· 3:31.
Για να επιτελέσει ο Ιησούς τη διακονία του δίνοντας μαρτυρία για την αλήθεια απαιτούνταν περισσότερα πράγματα από το να μιλάει, να κηρύττει και να διδάσκει απλώς. Εκτός του ότι χρειάστηκε να απεκδυθεί την ουράνια δόξα του για να γεννηθεί ως άνθρωπος, έπρεπε επίσης να εκπληρώσει όλα όσα είχαν προφητευτεί για αυτόν, μεταξύ των οποίων ήταν οι σκιές, ή αλλιώς οι τύποι, που περιέχονταν στη διαθήκη του Νόμου. (Κολ 2:16, 17· Εβρ 10:1) Για να υποστηρίξει την αλήθεια του προφητικού λόγου και των υποσχέσεων του Πατέρα του, ο Ιησούς έπρεπε να ζήσει με τέτοιον τρόπο ώστε να κάνει αυτή την αλήθεια πραγματικότητα, εκπληρώνοντάς την με όσα είπε και έκανε, με το πώς έζησε και το πώς πέθανε. Επομένως, αυτός έπρεπε να είναι η αλήθεια, ουσιαστικά, η προσωποποίηση της αλήθειας, όπως ο ίδιος είπε ότι ήταν.—Ιωα 14:6.
Γι’ αυτό και ο απόστολος Ιωάννης μπορούσε να γράψει ότι ο Ιησούς ήταν «πλήρης παρ’ αξία καλοσύνης και αλήθειας» και ότι, αν και «ο Νόμος δόθηκε μέσω του Μωυσή, η παρ’ αξία καλοσύνη και η αλήθεια έγιναν πραγματικότητα μέσω του Ιησού Χριστού». (Ιωα 1:14, 17) Μέσω της ανθρώπινης γέννησής του, της παρουσίασης του εαυτού του στον Θεό με το βάφτισμά του στο νερό, της δημόσιας υπηρεσίας του διάρκειας τριάμισι ετών για χάρη της Βασιλείας του Θεού, του θανάτου του με πιστότητα στον Θεό, της ανάστασής του στον ουρανό—μέσω όλων αυτών των ιστορικών γεγονότων—ήρθε, ή αλλιώς «έγινε πραγματικότητα», η αλήθεια του Θεού. (Παράβαλε Ιωα 1:18· Κολ 2:17.) Όλη η σταδιοδρομία του Ιησού Χριστού αποτέλεσε επομένως “μαρτυρία για την αλήθεια”, για αυτά που είχε ορκιστεί ο Θεός. Άρα λοιπόν, ο Ιησούς δεν ήταν σκιά του Μεσσία, ή αλλιώς του Χριστού—ήταν ο πραγματικός, ο υποσχεμένος Μεσσίας. Δεν ήταν σκιά του Βασιλιά-Ιερέα—ήταν, κατ’ ουσίαν και κατά τεκμήριο, ο αληθινός Βασιλιάς-Ιερέας που είχε προεικονιστεί.—Ρω 15:8-12· παράβαλε Ψλ 18:49· 117:1· Δευ 32:43· Ησ 11:10.
Αυτή η αλήθεια ήταν η αλήθεια που θα “ελευθέρωνε” τους ανθρώπους αν έδειχναν ότι ήταν «με το μέρος της αλήθειας», αποδεχόμενοι το ρόλο του Ιησού στο σκοπό του Θεού. (Ιωα 8:32-36· 18:37) Το να αγνοεί κανείς το σκοπό του Θεού αναφορικά με τον Γιο του, το να οικοδομεί τις ελπίδες του σε οποιοδήποτε άλλο θεμέλιο, το να εξάγει συμπεράσματα όσον αφορά την πορεία της ζωής του στηριζόμενος σε οποιαδήποτε άλλη βάση θα σήμαινε ότι έχει πιστέψει ένα ψέμα, ότι έχει εξαπατηθεί, ότι ακολουθεί την ηγεσία του πατέρα του ψέματος, του Αντιδίκου του Θεού. (Ματ 7:24-27· Ιωα 8:42-47) Θα σήμαινε ότι επρόκειτο να “πεθάνει στις αμαρτίες του”. (Ιωα 8:23, 24) Γι’ αυτό και ο Ιησούς δεν δίστασε να διακηρύξει το ρόλο του στο σκοπό του Θεού.
Είναι αλήθεια ότι έδωσε την οδηγία στους μαθητές του, και μάλιστα με αυστηρότητα, να μη διαλαλούν δημόσια την ιδιότητά του ως Μεσσία (Ματ 16:20· Μαρ 8:29, 30) και σπάνια αναφερόταν στον εαυτό του ευθέως ως τον Χριστό, παρά μόνο όταν βρισκόταν ιδιαιτέρως μαζί τους. (Μαρ 9:33, 38, 41· Λου 9:20, 21· Ιωα 17:3) Ωστόσο, έστρεφε την προσοχή θαρραλέα και τακτικά στις αποδείξεις που παρείχαν οι προφητείες και τα έργα του σχετικά με το ότι ήταν ο Χριστός. (Ματ 22:41-46· Ιωα 5:31-39, 45-47· 7:25-31) Στην περίπτωση κατά την οποία μίλησε σε κάποια Σαμαρείτισσα σε ένα πηγάδι, ο Ιησούς, «κατάκοπος από το ταξίδι», της αποκάλυψε την ταυτότητά του, ενδεχομένως για να κεντρίσει την περιέργεια των κατοίκων της πόλης και να τους κάνει να βγουν για να τον συναντήσουν, κάτι που τελικά συνέβη. (Ιωα 4:6, 25-30) Από μόνος του ο ισχυρισμός για κατοχή της Μεσσιανικής ιδιότητας δεν θα σήμαινε τίποτα αν δεν συνοδευόταν από τις αποδείξεις, και σε τελική ανάλυση απαιτούνταν πίστη από μέρους εκείνων που έβλεπαν και άκουγαν προκειμένου να δεχτούν το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούσαν αλάνθαστα οι αποδείξεις.—Λου 22:66-71· Ιωα 4:39-42· 10:24-27· 12:34-36.
Δοκιμάστηκε και Τελειοποιήθηκε. Ο Ιεχωβά Θεός έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Γιο του αναθέτοντάς του την αποστολή να πάει στη γη και να υπηρετήσει ως ο υποσχεμένος Μεσσίας. Ο Θεός γνώριζε «πριν από τη θεμελίωση του κόσμου» (1Πε 1:19, 20)—μια έκφραση που εξετάζεται στο λήμμα ΠΡΟΓΝΩΣΗ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ (Προορισμός του Μεσσία)—το σκοπό του σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να υπάρξει ένα «σπέρμα» (Γε 3:15), ο Μεσσίας, ο οποίος θα θυσιαζόταν ως το Αρνί του Θεού. Ωστόσο, το Βιβλικό υπόμνημα δεν αναφέρει πότε ακριβώς προσδιόρισε ή ενημέρωσε ο Ιεχωβά το συγκεκριμένο πρόσωπο που επιλέχθηκε για να εκπληρώσει αυτόν το ρόλο, είτε τη στιγμή του στασιασμού στην Εδέμ είτε κάποια στιγμή αργότερα. Οι απαιτήσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τη λυτρωτική θυσία, απέκλειαν τη χρήση κάθε ατελούς ανθρώπου, αλλά όχι ενός τέλειου πνευματικού γιου. Από όλα τα εκατομμύρια των πνευματικών γιων του, ο Ιεχωβά επέλεξε έναν για να αναλάβει το διορισμό: τον Πρωτότοκό του, τον Λόγο.—Παράβαλε Εβρ 1:5, 6.
Ο Γιος του Θεού δέχτηκε πρόθυμα το διορισμό. Αυτό είναι ολοφάνερο από τα εδάφια Φιλιππησίους 2:5-8—«άδειασε τον εαυτό του» από την ουράνια δόξα του και από την πνευματική του φύση και «πήρε μορφή δούλου» αποδεχόμενος τη μεταφορά της ζωής του στο γήινο, υλικό επίπεδο των ανθρώπων. Ο διορισμός τον οποίο επρόκειτο να αναλάβει συνεπαγόταν τεράστια ευθύνη—διακυβεύονταν πάρα πολλά. Με το να παραμείνει πιστός, θα αποδείκνυε εσφαλμένο τον ισχυρισμό του Σατανά, ο οποίος καταγράφεται στην αφήγηση σχετικά με τον Ιώβ και σύμφωνα με τον οποίο, αν οι υπηρέτες του Θεού αντιμετώπιζαν στερήσεις, παθήματα και δοκιμασίες, θα Τον απαρνούνταν. (Ιωβ 1:6-12· 2:2-6) Ως ο πρωτότοκος Γιος, ο Ιησούς ήταν σε καλύτερη θέση από κάθε άλλο δημιούργημα του Θεού για να δώσει την πιο καθοριστική απάντηση σε αυτή την κατηγορία καθώς και την πιο ισχυρή απόδειξη προς υπεράσπιση του Πατέρα του στο μεγαλύτερο ζήτημα που αφορούσε το κατά πόσον ήταν δικαιωματική η παγκόσμια κυριαρχία του Ιεχωβά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποδεικνυόταν «ο Αμήν, ο πιστός και αληθινός μάρτυρας». (Απ 3:14) Αν αποτύγχανε, θα έφερνε όνειδος στο όνομα του Πατέρα του όσο κανένας άλλος.
Βέβαια, όταν ο Ιεχωβά επέλεξε τον μονογενή του Γιο, δεν “έθετε τα χέρια του βιαστικά πάνω του”, κινδυνεύοντας να γίνει “συμμέτοχος σε πιθανές αμαρτίες”, επειδή ο Ιησούς δεν ήταν κάποιος αρχάριος που θα ήταν πιθανό να «φουσκώσει από υπερηφάνεια και [να] πέσει στην κρίση η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του Διαβόλου». (Παράβαλε 1Τι 5:22· 3:6.) Ο Ιεχωβά “γνώριζε πλήρως” τον Γιο του λόγω της στενής συναναστροφής που είχε μαζί του επί αμέτρητους αιώνες (Ματ 11:27· παράβαλε Γε 22:12· Νε 9:7, 8), οπότε μπορούσε να του αναθέσει την εκπλήρωση των αλάνθαστων προφητειών του Λόγου Του. (Ησ 46:10, 11) Κατά συνέπεια, ο Θεός δεν εγγυόταν αυθαίρετα ή αυτόματα «βέβαιη επιτυχία» για τον Γιο του απλά τοποθετώντας τον στο ρόλο του προφητευμένου Μεσσία (Ησ 55:11), έτσι όπως ισχυρίζεται η θεωρία του προκαθορισμού.
Μολονότι ο Γιος δεν είχε υποβληθεί ποτέ σε μια δοκιμή σαν αυτήν που βρισκόταν τώρα μπροστά του, είχε καταδείξει την πιστότητά του και την αφοσίωσή του με άλλους τρόπους. Είχε ήδη μεγάλες ευθύνες ως Εκπρόσωπος του Θεού, ως ο Λόγος. Εντούτοις, ποτέ δεν καταχράστηκε τη θέση του και την εξουσία του, όπως έκανε ένας επίγειος εκπρόσωπος του Θεού, ο Μωυσής, σε κάποια περίπτωση. (Αρ 20:9-13· Δευ 32:48-51· Ιου 9) Όντας Εκείνος μέσω του οποίου έγιναν όλα τα πράγματα, ο Γιος ήταν θεός, «ο μονογενής θεός» (Ιωα 1:18), επομένως κατείχε θέση δόξας και εξοχότητας σε σχέση με όλους τους άλλους πνευματικούς γιους του Θεού. Εντούτοις, δεν έγινε υπεροπτικός. (Αντιπαράβαλε Ιεζ 28:14-17.) Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Γιος δεν είχε ήδη αποδείξει την οσιότητά του, την ταπεινοφροσύνη του και την αφοσίωσή του από πολλές απόψεις.
Για παράδειγμα, σκεφτείτε τη δοκιμή που τέθηκε στον πρώτο ανθρώπινο γιο του Θεού, τον Αδάμ. Εκείνη η δοκιμή δεν απαιτούσε από αυτόν να υπομείνει διωγμό ή βάσανα, αλλά μόνο να σεβαστεί υπάκουα το θέλημα του Θεού αναφορικά με το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. (Γε 2:16, 17· βλέπε ΔΕΝΤΡΟ.) Ο στασιασμός του Σατανά και ο πειρασμός από αυτόν δεν περιλαμβάνονταν στη δοκιμή όπως αυτή τέθηκε αρχικά από τον Θεό, αλλά υπεισήλθαν ως πρόσθετο χαρακτηριστικό, από μια πηγή ξένη προς τον Θεό. Ούτε συνεπαγόταν η δοκιμή, όταν τέθηκε, κάποιον ανθρώπινο πειρασμό, όπως συνέβη τελικά στον Αδάμ λόγω της εκτροπής της Εύας. (Γε 3:6, 12) Εφόσον έχουν έτσι τα πράγματα, η δοκιμή του Αδάμ θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί χωρίς κανέναν εξωτερικό πειρασμό ή επιρροή που να ωθεί στην αδικοπραγία, και όλο το ζήτημα θα εξαρτόταν από την καρδιά του Αδάμ—την αγάπη του για τον Θεό και την ανιδιοτέλειά του. (Παρ 4:23) Αν ο Αδάμ αποδεικνυόταν πιστός, θα είχε το προνόμιο να πάρει από τον καρπό του “δέντρου της ζωής και να φάει και να ζήσει στον αιώνα” ως δοκιμασμένος, επιδοκιμασμένος ανθρώπινος γιος του Θεού (Γε 3:22), και μάλιστα χωρίς να έχει υποβληθεί σε ποταπή επιρροή και πειρασμό, διωγμό ή παθήματα.
Μπορεί επίσης να επισημανθεί ότι ο λόγος για τον οποίο ο πνευματικός γιος που έγινε Σατανάς παρέκκλινε από την υπηρεσία του Θεού δεν ήταν επειδή κάποιος τον δίωξε ή τον έβαλε σε πειρασμό για να κάνει το κακό. Φυσικά, ο Θεός δεν θα έκανε κάτι τέτοιο, διότι “Αυτός δεν δοκιμάζει κανέναν με κακά πράγματα”. Ωστόσο, αυτός ο πνευματικός γιος απέτυχε να διακρατήσει οσιότητα και επέτρεψε στον εαυτό του να “ελκυστεί και να δελεαστεί από την ίδια του την επιθυμία”, οπότε αμάρτησε και έγινε στασιαστής. (Ιακ 1:13-15) Απέτυχε στη δοκιμή της αγάπης.
Το ζήτημα, όμως, που ήγειρε ο Αντίδικος του Θεού απαιτούσε να υποστεί τώρα ο Γιος, ως ο υποσχεμένος Μεσσίας και μελλοντικός Βασιλιάς της Βασιλείας του Θεού, μια δοκιμή ακεραιότητας υπό νέες περιστάσεις. Αυτή η δοκιμή, με τα παθήματα που περιλάμβανε, ήταν επίσης απαραίτητη για να “τελειοποιηθεί” ώστε να είναι σε θέση να διοριστεί Αρχιερέας από τον Θεό για την ανθρωπότητα. (Εβρ 5:9, 10) Προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις για την πλήρη ανάληψη των καθηκόντων του ως Πρώτιστου Παράγοντα της σωτηρίας, ο Γιος του Θεού ήταν «υποχρεωμένος να γίνει όμοιος με τους “αδελφούς” του [εκείνους που έγιναν χρισμένοι ακόλουθοί του] από όλες τις απόψεις, για να γίνει ελεήμων και πιστός αρχιερέας». Έπρεπε να υποστεί κακουχίες και παθήματα, ώστε να «είναι ικανός να προστρέξει σε βοήθεια εκείνων που υποβάλλονται σε δοκιμή», ικανός να νιώσει συμπόνια για τις αδυναμίες τους ως άτομο που είχε «δοκιμαστεί από όλες τις απόψεις όπως εμείς, αλλά χωρίς αμαρτία». Μολονότι τέλειος και αναμάρτητος, θα ήταν εντούτοις σε θέση «να φέρεται με μετριοπάθεια σε εκείνους που έχουν άγνοια και σφάλλουν». Μόνο μέσω ενός τέτοιου Αρχιερέα θα μπορούσαν οι ατελείς άνθρωποι να “πλησιάζουν με παρρησία το θρόνο της παρ’ αξία καλοσύνης, για να λάβουν έλεος και να βρουν παρ’ αξία καλοσύνη για βοήθεια στον κατάλληλο καιρό”.—Εβρ 2:10-18· 4:15–5:2· παράβαλε Λου 9:22.
Εξακολουθούσε να είναι ελεύθερος ηθικός παράγοντας. Ο ίδιος ο Ιησούς είπε ότι όλες οι προφητείες σχετικά με τον Μεσσία ήταν βέβαιο ότι θα πραγματοποιούνταν—«πρέπει να εκπληρωθούν». (Λου 24:44-47· Ματ 16:21· παράβαλε Ματ 5:17.) Ασφαλώς, όμως, αυτό ούτε απάλλασσε τον Γιο του Θεού από το βάρος της ευθύνης ούτε εξάλειφε την ελευθερία επιλογής που είχε—να είναι είτε πιστός είτε άπιστος. Το ζήτημα δεν ήταν μονόπλευρο ώστε να επαφίεται μόνο στον Παντοδύναμο Θεό, τον Ιεχωβά. Ο Γιος του έπρεπε να διαδραματίσει το δικό του ρόλο για να επαληθεύσει τις προφητείες. Ο Θεός διασφάλισε τη βεβαιότητα των προφητειών επιλέγοντας σοφά εκείνον που θα έφερνε σε πέρας το διορισμό, “τον Γιο της αγάπης του”. (Κολ 1:13) Το ότι ο Γιος του εξακολούθησε να διατηρεί και να ασκεί την ελεύθερη βούλησή του ενόσω ήταν άνθρωπος στη γη είναι καταφανές. Ο Ιησούς μίλησε για το δικό του θέλημα, έδειξε ότι υποτασσόταν εκούσια στο θέλημα του Πατέρα του (Ματ 16:21-23· Ιωα 4:34· 5:30· 6:38) και εργάστηκε συνειδητά για την εκπλήρωση του διορισμού του όπως περιγραφόταν στο Λόγο του Πατέρα του. (Ματ 3:15· 5:17, 18· 13:10-17, 34, 35· 26:52-54· Μαρ 1:14, 15· Λου 4:21) Η εκπλήρωση κάποιων άλλων προφητικών χαρακτηριστικών, βεβαίως, δεν ήταν υπό τον έλεγχο του Ιησού, κάποια δε από αυτά έλαβαν χώρα μετά το θάνατό του. (Ματ 12:40· 26:55, 56· Ιωα 18:31, 32· 19:23, 24, 36, 37) Η εξιστόρηση των όσων συνέβησαν τη νύχτα πριν από το θάνατό του αποκαλύπτει περίτρανα την έντονη προσωπική προσπάθεια που απαιτήθηκε από μέρους του για να υποτάξει το δικό του θέλημα στο ανώτερο θέλημα Εκείνου που είναι σοφότερός του, στο θέλημα του Πατέρα του. (Ματ 26:36-44· Λου 22:42-44) Επιπλέον, αποκαλύπτει ότι, αν και τέλειος, αναγνώριζε έντονα την ανθρώπινη εξάρτησή του από τον Πατέρα του, τον Ιεχωβά Θεό, για δύναμη σε καιρό ανάγκης.—Ιωα 12:23, 27, 28· Εβρ 5:7.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ο Ιησούς είχε πολλά να στοχαστεί, και για τα οποία θα έπρεπε να ενισχύσει τον εαυτό του, κατά τη διάρκεια των 40 ημερών που πέρασε στην έρημο νηστεύοντας (όπως είχε κάνει και ο Μωυσής) αφότου βαφτίστηκε και χρίστηκε. (Εξ 34:28· Λου 4:1, 2) Εκεί ήρθε άμεσα αντιμέτωπος με τον όμοιο με φίδι Αντίδικο του Πατέρα του. Χρησιμοποιώντας μεθόδους σαν εκείνες που χρησιμοποίησε στην Εδέμ, ο Σατανάς ο Διάβολος προσπάθησε να παρασύρει τον Ιησού ώστε να δείξει ιδιοτέλεια, να εξυψώσει τον εαυτό του και να αρνηθεί την κυρίαρχη θέση του Πατέρα του. Ανόμοια με τον Αδάμ, ο Ιησούς («ο τελευταίος Αδάμ») διακράτησε ακεραιότητα και, παραπέμποντας με συνέπεια στο δηλωμένο θέλημα του Πατέρα του, ανάγκασε τον Σατανά να αποσυρθεί «μέχρι κάποιον άλλον κατάλληλο καιρό».—Λου 4:1-13· 1Κο 15:45.
Τα Έργα και οι Ιδιότητές Του. Λόγω του ότι και «η παρ’ αξία καλοσύνη και η αλήθεια» έπρεπε να γίνουν πραγματικότητα μέσω του Ιησού Χριστού, αυτός έπρεπε να βρεθεί ανάμεσα στους ανθρώπους, να τους δώσει τη δυνατότητα να τον ακούσουν, να δουν τα έργα και τις ιδιότητές του. Ως αποτέλεσμα, θα μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν ως τον Μεσσία και να θέσουν πίστη στη θυσία του όταν θα πέθαινε για αυτούς ως «το Αρνί του Θεού». (Ιωα 1:17, 29) Ο Ιησούς επισκέφτηκε προσωπικά πολλές περιοχές της Παλαιστίνης, διανύοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα πεζός. Μίλησε σε ανθρώπους σε παραλίες και σε λοφοπλαγιές, σε πόλεις και σε χωριά, σε συναγωγές και στο ναό, σε αγορές, σε δρόμους και σε σπίτια (Ματ 5:1, 2· 26:55· Μαρ 6:53-56· Λου 4:16· 5:1-3· 13:22, 26· 19:5, 6), απευθύνθηκε σε μεγάλα πλήθη και μεμονωμένα άτομα, σε άντρες και γυναίκες, σε ηλικιωμένους και νέους, σε πλούσιους και φτωχούς.—Μαρ 3:7, 8· 4:1· Ιωα 3:1-3· Ματ 14:21· 19:21, 22· 11:4, 5.
Ο συνοδευτικός πίνακας παρουσιάζει μια προτεινόμενη χρονολογική εναρμόνιση των τεσσάρων αφηγήσεων της ζωής του Ιησού στη γη. Επιπρόσθετα, παρέχει κάποια κατανόηση για τις διάφορες «εκστρατείες» ή περιοδείες που έκανε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια των τριάμισι ετών της διακονίας του.
Ο Ιησούς έθεσε το παράδειγμα για τους μαθητές του με το να είναι φιλόπονος, να σηκώνεται νωρίς το πρωί, να υπηρετεί μέχρι αργά τη νύχτα. (Λου 21:37, 38· Μαρ 11:20· 1:32-34· Ιωα 3:2· 5:17) Σε αρκετές περιπτώσεις πέρασε τη νύχτα προσευχόμενος, όπως λόγου χάρη τη νύχτα πριν εκφωνήσει την Επί του Όρους Ομιλία. (Ματ 14:23-25· Λου 6:12–7:10) Κάποια άλλη φορά, αφού πρόσφερε τις υπηρεσίες του κατά τη διάρκεια της νύχτας, σηκώθηκε ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι και κατευθύνθηκε προς έναν ερημικό τόπο για να προσευχηθεί. (Μαρ 1:32, 35) Παρότι τα πλήθη συχνά διατάρασσαν τις προσωπικές του στιγμές, αυτός τα “δεχόταν με καλοσύνη και άρχιζε να τους μιλάει για τη βασιλεία του Θεού”. (Λου 9:10, 11· Μαρ 6:31-34· 7:24-30) Ένιωσε την κούραση, τη δίψα και την πείνα—μάλιστα κάποιες φορές δεν έφαγε για χάρη του έργου που έπρεπε να γίνει.—Ματ 21:18· Ιωα 4:6, 7, 31-34· παράβαλε Ματ 4:2-4· 8:24, 25.
Ισορροπημένη άποψη για τα υλικά πράγματα. Ωστόσο, δεν ήταν ασκητής που ζούσε με άκρα αυταπάρνηση χωρίς να υπολογίζει τις δεδομένες περιστάσεις. (Λου 7:33, 34) Δέχτηκε πολλές προσκλήσεις σε γεύματα, ακόμη και σε συμπόσια, επισκεπτόμενος τα σπίτια ορισμένων σχετικά ευκατάστατων ατόμων. (Λου 5:29· 7:36· 14:1· 19:1-6) Σε έναν γάμο, συνέβαλε στη χαρά των παρευρισκομένων μετατρέποντας το νερό σε εκλεκτό κρασί. (Ιωα 2:1-10) Επίσης, εκτιμούσε τα καλά πράγματα που γίνονταν για αυτόν. Όταν ο Ιούδας εξέφρασε την αγανάκτησή του για το ότι η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, χρησιμοποίησε μία λίτρα αρωματικό λάδι (αξίας μεγαλύτερης των $220, δηλαδή περίπου όσο το ετήσιο εισόδημα ενός εργάτη) για να αλείψει τα πόδια του Ιησού, ισχυριζόμενος ότι ενδιαφέρεται για τους φτωχούς που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την πώληση του λαδιού, ο Ιησούς είπε: «Άφησέ την, ώστε να τηρήσει αυτή τη συνήθεια ενόψει της ημέρας της ταφής μου. Τους φτωχούς άλλωστε τους έχετε πάντοτε μαζί σας, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε». (Ιωα 12:2-8· Μαρ 14:6-9) Το εσωτερικό ένδυμα που φορούσε όταν συνελήφθη, «υφασμένο από πάνω μέχρι κάτω», ήταν προφανώς καλής ποιότητας. (Ιωα 19:23, 24) Εντούτοις, ο Ιησούς έδινε πάντοτε την πρώτη θέση στα πνευματικά πράγματα και ποτέ δεν ανησυχούσε υπερβολικά για τα υλικά πράγματα, ακριβώς όπως συμβούλευε και τους άλλους να κάνουν.—Ματ 6:24-34· 8:20· Λου 10:38-42· παράβαλε Φλπ 4:10-12.
Θαρραλέος Απελευθερωτής. Σε όλη τη διάρκεια της διακονίας του, γίνεται φανερό το μεγάλο θάρρος του, ο ανδρισμός του και η δύναμή του. (Ματ 3:11· Λου 4:28-30· 9:51· Ιωα 2:13-17· 10:31-39· 18:3-11) Σαν τον Ιησού του Ναυή, τον Βασιλιά Δαβίδ και άλλους, ο Ιησούς ήταν μαχητής υπέρ της υπόθεσης του Θεού και όσων αγαπούν τη δικαιοσύνη. Ως το υποσχεμένο «σπέρμα», έπρεπε να αντιμετωπίσει την έχθρα του “σπέρματος του φιδιού”, μαχόμενος εναντίον του. (Γε 3:15· 22:17) Διεξήγαγε επιθετικό πόλεμο κατά των δαιμόνων και της επιρροής που ασκούν στη διάνοια και στην καρδιά των ανθρώπων. (Μαρ 5:1-13· Λου 4:32-36· 11:19-26· παράβαλε 2Κο 4:3, 4· Εφ 6:10-12.) Οι υποκριτικοί θρησκευτικοί ηγέτες έδειξαν ότι στην πραγματικότητα εναντιώνονταν στην κυριαρχία και στο θέλημα του Θεού. (Ματ 23:13, 27, 28· Λου 11:53, 54· Ιωα 19:12-16) Ο Ιησούς τούς αποστόμωσε πλήρως σε μια σειρά αντιπαραθέσεων. Χρησιμοποίησε το «σπαθί του πνεύματος», το Λόγο του Θεού, με δύναμη, τέλειο χειρισμό και στρατηγική—εξουδετερώνοντας τα ύπουλα επιχειρήματα και τις παγιδευτικές ερωτήσεις που έθεταν οι ενάντιοί του, οδηγώντας τους σε αδιέξοδο ή φέρνοντάς τους προ διλήμματος. (Ματ 21:23-27· 22:15-46) Με αφοβιά τούς εξέθεσε για αυτό που ήταν: δάσκαλοι ανθρώπινων παραδόσεων και τυπολάτρες, τυφλοί οδηγοί, γενιά οχιάς και παιδιά του Αντιδίκου του Θεού, ο οποίος είναι ο άρχοντας των δαιμόνων και αιμοσταγής ψεύτης.—Ματ 15:12-14· 21:33-41, 45, 46· 23:33-35· Μαρ 7:1-13· Ιωα 8:40-45.
Σε όλα αυτά, ο Ιησούς δεν ήταν ποτέ παράτολμος, δεν επιζητούσε φασαρίες και απέφευγε τον άσκοπο κίνδυνο. (Ματ 12:14, 15· Μαρ 3:6, 7· Ιωα 7:1, 10· 11:53, 54· παράβαλε Ματ 10:16, 17, 28-31.) Το θάρρος του βασιζόταν στην πίστη. (Μαρ 4:37-40) Όταν τον δυσφημούσαν και τον κακομεταχειρίζονταν, δεν έχανε τον έλεγχο του εαυτού του αλλά παρέμενε ήρεμος, “παραδίδοντας τον εαυτό του σε εκείνον που κρίνει δίκαια”.—1Πε 2:23.
Αγωνιζόμενος θαρραλέα για την αλήθεια και διαφωτίζοντας τους ανθρώπους σχετικά με το σκοπό του Θεού, ο Ιησούς, ως μεγαλύτερος από τον Μωυσή, εκπλήρωσε τον προφητικό ρόλο του Απελευθερωτή. Κήρυξε ελευθερία στους αιχμαλωτισμένους. (Ησ 42:1, 6, 7· Ιερ 30:8-10· Ησ 61:1) Μολονότι πολλοί υπαναχώρησαν για ιδιοτελείς λόγους και από φόβο για εκείνους που είχαν εξουσία (Ιωα 7:11-13· 9:22· 12:42, 43), άλλοι πήραν θάρρος και έσπασαν τις αλυσίδες της άγνοιας και της δουλοπρεπούς υποταγής σε ψεύτικους ηγέτες και ψεύτικες ελπίδες. (Ιωα 9:24-39· παράβαλε Γα 5:1.) Όπως διάφοροι πιστοί βασιλιάδες του Ιούδα είχαν διεξαγάγει εκστρατείες για την εξάλειψη της ψεύτικης θρησκείας από την επικράτειά τους (2Χρ 15:8· 17:1, 4-6· 2Βα 18:1, 3-6), έτσι και η διακονία του Ιησού, του Μεσσιανικού Βασιλιά του Θεού, είχε καταστροφικό αποτέλεσμα για την ψεύτικη θρησκεία των ημερών του.—Ιωα 11:47, 48.
Για επιπρόσθετες πληροφορίες αναφορικά με την επίγεια διακονία του Ιησού Χριστού, βλέπε ΧΑΡΤΕΣ, Τόμ. 2, σ. 540, 541.
Βάθος αισθημάτων και θέρμη. Ο Ιησούς, όμως, ήταν και άνθρωπος με τρυφερά αισθήματα, κάτι που απαιτούνταν για την υπηρεσία του ως Αρχιερέα του Θεού. Η τελειότητά του δεν τον έκανε να κρίνει υπερβολικά αυστηρά ή να είναι υπεροπτικός και αυταρχικός (όπως οι Φαρισαίοι) προς τους ατελείς, φορτωμένους με αμαρτίες ανθρώπους ανάμεσα στους οποίους ζούσε και κινούνταν. (Ματ 9:10-13· 21:31, 32· Λου 7:36-48· 15:1-32· 18:9-14) Ακόμη και τα παιδιά μπορούσαν να αισθάνονται άνετα μαζί του και, όταν χρησιμοποίησε κάποιο παιδί ως παράδειγμα, δεν το έβαλε απλώς να σταθεί μπροστά στους μαθητές του αλλά «το αγκάλιασε» κιόλας. (Μαρ 9:36· 10:13-16) Αποδείχτηκε πραγματικός φίλος και στοργικός σύντροφος για τους ακολούθους του, “αγαπώντας τους ως το τέλος”. (Ιωα 13:1· 15:11-15) Δεν χρησιμοποιούσε την εξουσία του με απαιτητικό τρόπο προσθέτοντας στα βάρη των ανθρώπων αλλά, αντίθετα, είπε: «Ελάτε σε εμένα, όλοι εσείς που μοχθείτε . . . εγώ θα σας αναζωογονήσω». Οι μαθητές του διαπίστωναν ότι ήταν «πράος και ταπεινός στην καρδιά» και ότι ο ζυγός του ήταν καλός και το φορτίο του ελαφρύ.—Ματ 11:28-30.
Τα ιερατικά καθήκοντα περιλάμβαναν μέριμνα για τη σωματική και την πνευματική υγεία του λαού. (Λευ 13-15) Η ευσπλαχνία και η συμπόνια υποκινούσαν τον Ιησού να βοηθάει τους ανθρώπους που υπέφεραν από αρρώστιες, τύφλωση και άλλα δεινά. (Ματ 9:36· 14:14· 20:34· Λου 7:11-15· παράβαλε Ησ 61:1.) Ο θάνατος του φίλου του, του Λαζάρου, και η θλίψη που ένιωθαν ως αποτέλεσμα οι αδελφές του έκαναν τον Ιησού να “στενάξει και να δακρύσει”. (Ιωα 11:32-36) Έτσι λοιπόν, ο Ιησούς ο Μεσσίας προκαταβολικά “βάσταξε τις αρρώστιες και επιφορτίστηκε τους πόνους” των άλλων, καταναλώνοντας δυνάμεις από τον εαυτό του. (Ησ 53:4· Λου 8:43-48) Το έκανε αυτό, όχι μόνο για να εκπληρωθεί η προφητεία, αλλά επειδή “ήθελε” να το κάνει. (Ματ 8:2-4, 16, 17) Το πιο σημαντικό είναι ότι τους χορήγησε πνευματική υγεία και συγχώρηση αμαρτιών, κάτι που είχε εξουσιοδότηση να κάνει επειδή, ως ο Χριστός, ήταν προορισμένος να παράσχει τη λυτρωτική θυσία—στην πραγματικότητα, ήδη υφίστατο το βάφτισμα στο θάνατο το οποίο θα τερματιζόταν πάνω στο ξύλο του βασανισμού.—Ησ 53:4-8, 11, 12· παράβαλε Ματ 9:2-8· 20:28· Μαρ 10:38, 39· Λου 12:50.
«Θαυμαστός Σύμβουλος». Ο ιερέας είχε την ευθύνη να εκπαιδεύει το λαό στο νόμο και στο θέλημα του Θεού. (Μαλ 2:7) Επιπλέον, ως ο βασιλικός Μεσσίας, το προειπωμένο «κλαδάκι από το υπόλειμμα του κορμού του Ιεσσαί [του πατέρα του Δαβίδ]», ο Ιησούς έπρεπε να εκδηλώνει “το πνεύμα του Ιεχωβά σε σοφία, συμβουλή, κραταιότητα, γνώση, μαζί με το φόβο του Ιεχωβά”. Στην περίπτωσή του θα γινόταν εμφανής η «απόλαυση» που απορρέει από αυτόν το φόβο του Ιεχωβά. (Ησ 11:1-3) Η απαράμιλλη σοφία που διαπνέει τις διδασκαλίες του Ιησού, ο οποίος ξεπερνούσε τον Σολομώντα (Ματ 12:42), είναι μια από τις πιο ισχυρές αποδείξεις ότι αυτός ήταν πράγματι ο Γιος του Θεού και ότι οι αφηγήσεις των Ευαγγελίων δεν θα μπορούσαν να είναι το προϊόν της διάνοιας ή της φαντασίας ατελών ανθρώπων.
Ο Ιησούς απέδειξε ότι ήταν ο υποσχεμένος «Θαυμαστός Σύμβουλος» (Ησ 9:6) επειδή γνώριζε το Λόγο και το θέλημα του Θεού, κατανοούσε την ανθρώπινη φύση, είχε την ικανότητα να φτάνει στην ουσία των ζητημάτων και υποδείκνυε λύσεις για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής. Η πασίγνωστη Επί του Όρους Ομιλία αποτελεί έξοχο παράδειγμα ως προς αυτό. (Ματ 5-7) Σε αυτήν, οι συμβουλές του έδειξαν ποια είναι η οδός για την αληθινή ευτυχία, πώς να τακτοποιούμε τις διαφορές, πώς να αποφεύγουμε την ανηθικότητα, πώς να φερόμαστε σε εκείνους που μας εχθρεύονται, τον τρόπο για να ασκούμε τη δικαιοσύνη ανυπόκριτα, τη σωστή στάση που πρέπει να έχουμε για τα υλικά πράγματα της ζωής, την εμπιστοσύνη στη γενναιοδωρία του Θεού, το χρυσό κανόνα για να έχουμε σωστές σχέσεις με τους άλλους, τον τρόπο για να διακρίνουμε τους θρησκευτικούς απατεώνες και πώς να οικοδομούμε ασφαλές μέλλον. Τα πλήθη έμεναν «έκπληκτα με τον τρόπο με τον οποίο δίδασκε· διότι τους δίδασκε ως άτομο που είχε εξουσία, και όχι όπως οι γραμματείς τους». (Ματ 7:28, 29) Μετά την ανάστασή του, συνέχισε να είναι το κεντρικό πρόσωπο στον αγωγό με τον οποίο επικοινωνούσε ο Ιεχωβά με τους ανθρώπους.—Απ 1:1.
Αριστοτέχνης Δάσκαλος. Ο τρόπος διδασκαλίας του ήταν αξιοσημείωτα αποτελεσματικός. (Ιωα 7:45, 46) Παρουσίαζε ζητήματα μεγάλης βαρύτητας και βάθους με απλότητα, συντομία και σαφήνεια. Εξηγούσε τα σημεία που ήθελε να τονίσει με πράγματα πολύ γνωστά στους ακροατές του (Ματ 13:34, 35)—είτε ήταν ψαράδες (Ματ 13:47, 48) είτε ποιμένες (Ιωα 10:1-17), γεωργοί (Ματ 13:3-9), οικοδόμοι (Ματ 7:24-27· Λου 14:28-30), έμποροι (Ματ 13:45, 46), δούλοι ή κύριοι (Λου 16:1-9), νοικοκυρές (Ματ 13:33· Λου 15:8) ή οτιδήποτε άλλο (Ματ 6:26-30). Απλά πράγματα, όπως ψωμί, νερό, αλάτι, ασκιά για κρασί, παλιά ενδύματα, χρησιμοποιούνταν ως σύμβολα εννοιών μεγάλης σπουδαιότητας, όπως χρησιμοποιήθηκαν άλλωστε και στις Εβραϊκές Γραφές. (Ιωα 6:31-35, 51· 4:13, 14· Ματ 5:13· Λου 5:36-39) Η συλλογιστική του, που συχνά εκφραζόταν με παραλληλισμούς, εξάλειφε τις παράλογες αντιρρήσεις και έθετε τα ζητήματα στη σωστή τους διάσταση. (Ματ 16:1-3· Λου 11:11-22· 14:1-6) Μέσω του αγγέλματός του στόχευε πρωτίστως στις καρδιές των ανθρώπων, χρησιμοποιώντας διεισδυτικές ερωτήσεις για να τους κάνει να σκεφτούν, να εξαγάγουν οι ίδιοι τα συμπεράσματα, να εξετάσουν τα κίνητρά τους και να πάρουν αποφάσεις. (Ματ 16:5-16· 17:24-27· 26:52-54· Μαρ 3:1-5· Λου 10:25-37· Ιωα 18:11) Δεν πάσχιζε να πάρει τις μάζες με το μέρος του, αλλά κατέβαλλε προσπάθειες για να αφυπνίσει τις καρδιές όσων πεινούσαν πραγματικά για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.—Ματ 5:3, 6· 13:10-15.
Αν και λάβαινε υπόψη του την περιορισμένη κατανόηση του ακροατηρίου του, ακόμη δε και των μαθητών του (Μαρ 4:33), και παρότι χρησιμοποιούσε διάκριση σχετικά με την ποσότητα των πληροφοριών που τους μετέδιδε (Ιωα 16:4, 12), ποτέ δεν “νέρωνε” το άγγελμα του Θεού για να γίνει δημοφιλής ή να αποσπάσει εύνοια. Ο λόγος του ήταν ευθύς, ενίοτε δε και αποστομωτικός. (Ματ 5:37· Λου 11:37-52· Ιωα 7:19· 8:46, 47) Το θέμα του αγγέλματός του ήταν: «Μετανοείτε, γιατί η βασιλεία των ουρανών έχει πλησιάσει». (Ματ 4:17) Σαν τους προγενέστερους προφήτες του Ιεχωβά, μίλησε ξεκάθαρα στο λαό «για την ανταρσία του και στον οίκο του Ιακώβ για τις αμαρτίες του» (Ησ 58:1· Ματ 21:28-32· Ιωα 8:24), υποδεικνύοντάς τους τη “στενή πύλη και το στενόχωρο δρόμο” που θα τους επανέφερε στην εύνοια του Θεού και σε ζωή.—Ματ 7:13, 14.
“Ηγέτης και Διοικητής”. Ο Ιησούς κατέδειξε ότι κατείχε προσόντα «ηγέτη και διοικητή» καθώς και «μάρτυρα στις εθνότητες». (Ησ 55:3, 4· Ματ 23:10· Ιωα 14:10, 14· παράβαλε 1Τι 6:13, 14.) Όταν έφτασε ο κατάλληλος καιρός, αρκετούς μήνες μετά την έναρξη της διακονίας του, πήγε σε κάποιους που ήδη γνώριζε και τους απηύθυνε την πρόσκληση: «Γίνε ακόλουθός μου». Ορισμένοι άντρες εγκατέλειψαν αλιευτικές επιχειρήσεις και το επάγγελμα του εισπράκτορα φόρων, ανταποκρινόμενοι χωρίς δισταγμό. (Ματ 4:18-22· Λου 5:27, 28· παράβαλε Ψλ 110:3.) Ορισμένες γυναίκες διέθεσαν χρόνο, κόπο και υλικά αγαθά για να καλύψουν τις ανάγκες του Ιησού και των ακολούθων του.—Μαρ 15:40, 41· Λου 8:1-3.
Αυτή η μικρή ομάδα σχημάτισε τον πυρήνα εκείνου που θα γινόταν νέο «έθνος», ο πνευματικός Ισραήλ. (1Πε 2:7-10) Ο Ιησούς αφιέρωσε μία ολόκληρη νύχτα προσευχόμενος για την καθοδήγηση του Πατέρα του πριν επιλέξει 12 αποστόλους, οι οποίοι, αν παρέμεναν πιστοί, θα γίνονταν στύλοι αυτού του νέου έθνους, σαν τους 12 γιους του Ιακώβ στον σαρκικό Ισραήλ. (Λου 6:12-16· Εφ 2:20· Απ 21:14) Όπως ο Μωυσής είχε 70 άντρες που συνεργάζονταν μαζί του ως εκπρόσωποι του έθνους, και ο Ιησούς αργότερα διόρισε 70 ακόμη μαθητές στη διακονία. (Αρ 11:16, 17· Λου 10:1) Έκτοτε, ο Ιησούς έδινε ιδιαίτερη προσοχή σε αυτούς τους μαθητές όταν παρείχε διδασκαλία και εκπαίδευση—ακόμη και η Επί του Όρους Ομιλία εκφωνήθηκε κυρίως για αυτούς, όπως αποκαλύπτουν τα περιεχόμενά της.—Ματ 5:1, 2, 13-16· 13:10, 11· Μαρ 4:34· 7:17.
Ο Ιησούς αποδέχτηκε πλήρως τις ευθύνες που συνεπαγόταν η ηγετική του θέση—ανέλαβε την ηγεσία από κάθε άποψη (Ματ 23:10· Μαρ 10:32), ανέθεσε στους μαθητές του ευθύνες και καθήκοντα πέρα από το έργο κηρύγματος (Λου 9:52· 19:29-35· Ιωα 4:1-8· 12:4-6· 13:29· Μαρ 3:9· 14:12-16), παρείχε ενθάρρυνση και επίπληξη (Ιωα 16:27· Λου 10:17-24· Ματ 16:22, 23). Ήταν “διοικητής” που έδινε εντολές, η κυριότερη από τις οποίες ήταν το να “αγαπούν ο ένας τον άλλον όπως αυτός τους είχε αγαπήσει”. (Ιωα 15:10-14) Ήταν ικανός να ελέγχει πλήθη που ανέρχονταν σε χιλιάδες. (Μαρ 6:39-46) Η σταθερή, χρήσιμη εκπαίδευση που παρείχε στους μαθητές του, ανθρώπους ως επί το πλείστον ταπεινής κοινωνικής θέσης και μόρφωσης, ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική. (Ματ 10:1–11:1· Μαρ 6:7-13· Λου 8:1) Μεταγενέστερα, άνθρωποι υψηλής θέσης και μόρφωσης θα απορούσαν με τον δυναμικό, γεμάτο πεποίθηση λόγο των αποστόλων, οι οποίοι, ως «ψαράδες ανθρώπων», έδρεψαν εκπληκτικά αποτελέσματα—χιλιάδες ανταποκρίθηκαν στο κήρυγμά τους. (Ματ 4:19· Πρ 2:37, 41· 4:4, 13· 6:7) Η κατανόηση των Γραφικών αρχών, τις οποίες ο Ιησούς είχε ενσταλάξει προσεκτικά στην καρδιά τους, τους ικάνωσε να γίνουν αληθινοί ποιμένες του ποιμνίου στα μετέπειτα χρόνια. (1Πε 5:1-4) Επομένως, ο Ιησούς, στο σύντομο χρονικό διάστημα των τριάμισι ετών, έθεσε το ισχυρό θεμέλιο για μια ενωμένη διεθνή εκκλησία με χιλιάδες μέλη προερχόμενα από πολλές φυλές.
Ικανός Προμηθευτής και Δίκαιος Κριτής. Το ότι η διακυβέρνησή του θα έφερνε ευημερία ανώτερη αυτής του Σολομώντα καταδείχτηκε από την ικανότητα που είχε ο Ιησούς να κατευθύνει τις αλιευτικές δραστηριότητες των μαθητών του με καταπληκτική επιτυχία. (Λου 5:4-9· παράβαλε Ιωα 21:4-11.) Το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος ο οποίος γεννήθηκε στη Βηθλεέμ (που σημαίνει «Οίκος Ψωμιού») έθρεψε χιλιάδες άτομα, καθώς και η μετατροπή του νερού σε εκλεκτό κρασί, ήταν μια μικρή πρόγευση του μελλοντικού συμποσίου που θα παρείχε η Μεσσιανική Βασιλεία του Θεού «για όλους τους λαούς». (Ησ 25:6· παράβαλε Λου 14:15.) Η διακυβέρνησή του, όχι μόνο θα τερμάτιζε τη φτώχεια και την πείνα, αλλά θα είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και την εξάλειψη του θανάτου.—Ησ 25:7, 8.
Ήταν απόλυτα βάσιμο, επίσης, να θέσει κανείς την εμπιστοσύνη του στη δικαιοσύνη και στην αμερόληπτη κρίση που θα απέδιδε η κυβέρνηση του Ιησού, σε αρμονία με τις Μεσσιανικές προφητείες. (Ησ 11:3-5· 32:1, 2· 42:1) Ο Ιησούς έδειξε απόλυτο σεβασμό για το νόμο, ιδιαίτερα για το νόμο του Θεού και Πατέρα του, αλλά και για το νόμο των “ανώτερων εξουσιών” στις οποίες έχει επιτραπεί να υφίστανται πάνω στη γη με τη μορφή κοσμικών κυβερνήσεων. (Ρω 13:1· Ματ 5:17-19· 22:17-21· Ιωα 18:36) Απέκρουσε την απόπειρα που έγινε για να τον εντάξουν στο πολιτικό σκηνικό των ημερών του “κάνοντάς τον βασιλιά” με λαϊκή εντολή. (Ιωα 6:15· παράβαλε Λου 19:11, 12· Πρ 1:6-9.) Δεν ξεπέρασε τα όρια της εξουσίας του. (Λου 12:13, 14) Κανένας δεν μπορούσε να τον “καταδικάσει για αμαρτία”, όχι απλώς επειδή είχε γεννηθεί τέλειος, αλλά και επειδή φρόντιζε διαρκώς να τηρεί το Λόγο του Θεού. (Ιωα 8:46, 55) Η δικαιοσύνη και η πιστότητα τον περιέβαλλαν ως «ζώνη». (Ησ 11:5) Η αγάπη του για τη δικαιοσύνη συνοδευόταν από μίσος για την πονηρία, την υποκρισία και την απάτη, καθώς και από αγανάκτηση για όσους ήταν άπληστοι και αναίσθητοι ως προς τα παθήματα των άλλων. (Ματ 7:21-27· 23:1-8, 25-28· Μαρ 3:1-5· 12:38-40· παράβαλε εδ. 41-44.) Οι πράοι και οι ασήμαντοι μπορούσαν να αναθαρρήσουν, επειδή η διακυβέρνησή του επρόκειτο να εξαλείψει την αδικία και την καταπίεση.—Ησ 11:4· Ματ 5:5.
Επέδειξε οξεία διάκριση για τις αρχές, την πραγματική σημασία και το σκοπό των νόμων του Θεού, δίνοντας έμφαση στα «πιο βαρυσήμαντα ζητήματα» αυτών των νόμων, «τη δικαιοσύνη και το έλεος και την πιστότητα». (Ματ 12:1-8· 23:23, 24) Ήταν αμερόληπτος, δεν έδειχνε προσωποληψία, παρότι ένιωθε ιδιαίτερη στοργή για κάποιον από τους μαθητές του. (Ματ 18:1-4· Μαρ 10:35-44· Ιωα 13:23· παράβαλε 1Πε 1:17.) Αν και μια από τις τελευταίες του ενέργειες ενώ πέθαινε πάνω στο ξύλο του βασανισμού ήταν η μέριμνα για την ανθρώπινη μητέρα του, οι σαρκικοί οικογενειακοί δεσμοί του ποτέ δεν είχαν προτεραιότητα έναντι των πνευματικών του δεσμών. (Ματ 12:46-50· Λου 11:27, 28· Ιωα 19:26, 27) Όπως ήταν προειπωμένο, ο τρόπος με τον οποίο χειριζόταν τα προβλήματα ποτέ δεν ήταν επιφανειακός με βάση “αυτό που έβλεπαν τα μάτια του ούτε [ο έλεγχός του ήταν] σύμφωνα με αυτό που άκουγαν τα αφτιά του και μόνο”. (Ησ 11:3· παράβαλε Ιωα 7:24.) Ήταν ικανός να βλέπει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, να διακρίνει τις σκέψεις τους, τους διαλογισμούς τους και τα κίνητρά τους. (Ματ 9:4· Μαρ 2:6-8· Ιωα 2:23-25) Επιπρόσθετα, έδινε συνεχώς ακρόαση στο Λόγο του Θεού και επιζητούσε, όχι το δικό του θέλημα, αλλά του Πατέρα του, πράγμα που διασφάλιζε ότι οι αποφάσεις που θα έπαιρνε ως ο διορισμένος Κριτής του Θεού θα ήταν πάντα σωστές και δίκαιες.—Ησ 11:4· Ιωα 5:30.
Εξέχων Προφήτης. Ο Ιησούς πληρούσε τις απαιτήσεις για να είναι προφήτης σαν τον Μωυσή αλλά μεγαλύτερος από αυτόν. (Δευ 18:15, 18, 19· Ματ 21:11· Λου 24:19· Πρ 3:19-23· παράβαλε Ιωα 7:40.) Προείπε τα παθήματα που θα υφίστατο και τον τρόπο με τον οποίο θα πέθαινε, το διασκορπισμό των μαθητών του, την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, καθώς και την ολοσχερή καταστροφή της πόλης και του ναού της. (Ματ 20:17-19· 24:1–25:46· 26:31-34· Λου 19:41-44· 21:20-24· Ιωα 13:18-27, 38) Σε σχέση με τα τελευταία αυτά γεγονότα, συμπεριέλαβε προφητείες που θα εκπληρώνονταν τον καιρό της παρουσίας του, όταν θα αναλάμβανε δράση η Βασιλεία του. Επιπλέον, σαν τους προγενέστερους προφήτες, εκτέλεσε σημεία και θαύματα ως θεϊκή απόδειξη για το ότι ήταν σταλμένος από τον Θεό. Τα διαπιστευτήριά του ήταν ανώτερα από του Μωυσή—γαλήνεψε τη μανιασμένη θάλασσα της Γαλιλαίας, περπάτησε πάνω στα νερά της (Ματ 8:23-27· 14:23-34), θεράπευσε τυφλούς, κουφούς, κουτσούς, καθώς και ανθρώπους που είχαν σοβαρά νοσήματα όπως η λέπρα, ενώ ανέστησε και νεκρούς.—Λου 7:18-23· 8:41-56· Ιωα 11:1-46.
Ανυπέρβλητο παράδειγμα αγάπης. Η ιδιότητα που πρυτανεύει σε όλες αυτές τις πτυχές της προσωπικότητας του Ιησού είναι η αγάπη—η αγάπη του πάνω από όλα για τον Πατέρα του και επίσης για τα άλλα πλάσματα. (Ματ 22:37-39) Ως εκ τούτου, η αγάπη επρόκειτο να είναι το διακριτικό γνώρισμα που θα προσδιόριζε τους μαθητές του. (Ιωα 13:34, 35· παράβαλε 1Ιω 3:14.) Η αγάπη του δεν ήταν συναισθηματισμός. Αν και εκδήλωνε ισχυρά αισθήματα, ο Ιησούς καθοδηγούνταν πάντα από αρχές (Εβρ 1:9), και το θέλημα του Πατέρα του ήταν το πρώτιστο μέλημά του. (Παράβαλε Ματ 16:21-23.) Απέδειξε την αγάπη του για τον Θεό τηρώντας τις εντολές του Θεού (Ιωα 14:30, 31· παράβαλε 1Ιω 5:3) και επιζητώντας να δοξάζει τον Πατέρα του σε κάθε περίσταση. (Ιωα 17:1-4) Την τελευταία του νύχτα που ήταν με τους μαθητές του, χρησιμοποίησε τις λέξεις «αγάπη» και «αγαπώ» σχεδόν τριάντα φορές, επαναλαμβάνοντας τρεις φορές την εντολή “να αγαπούν ο ένας τον άλλον”. (Ιωα 13:34· 15:12, 17) Τους είπε: «Κανείς δεν έχει αγάπη μεγαλύτερη από αυτήν, από το να παραδώσει την ψυχή του για χάρη των φίλων του. Εσείς είστε φίλοι μου αν εκτελείτε τις εντολές που σας δίνω».—Ιωα 15:13, 14· παράβαλε Ιωα 10:11-15.
Ως απόδειξη της αγάπης του για τον Θεό και για την ατελή ανθρωπότητα, άφησε στη συνέχεια τον εαυτό του “να φερθεί σαν πρόβατο στη σφαγή”, με το να υπομείνει δοκιμασίες καθώς τον χαστούκισαν, τον γρονθοκόπησαν, τον έφτυσαν, τον μαστίγωσαν και τελικά τον κάρφωσαν σε ένα ξύλο ανάμεσα σε εγκληματίες. (Ησ 53:7· Ματ 26:67, 68· 27:26-38· Μαρ 14:65· 15:15-20· Ιωα 19:1) Μέσω του θυσιαστικού του θανάτου, αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα και έκφραση της αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους (Ρω 5:8-10· Εφ 2:4, 5) και έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να έχουν απόλυτη πίστη στη δική του άρρηκτη αγάπη για τους πιστούς μαθητές του.—Ρω 8:35-39· 1Ιω 3:16-18.
Εφόσον το πορτραίτο που συνθέτει το γραπτό υπόμνημα για τον Γιο του Θεού είναι μεγαλειώδες, αν και ομολογουμένως συνοπτικό (Ιωα 21:25), η πραγματικότητα πρέπει να ήταν πολύ πιο μεγαλειώδης. Το συγκινητικό του παράδειγμα ταπεινοφροσύνης και καλοσύνης, συνδυασμένο με τη δύναμη που επιδείκνυε υπέρ της δικαιοσύνης και της κρίσης, διαβεβαιώνει ότι η διακυβέρνηση της Βασιλείας του θα πραγματοποιήσει όλα όσα λαχταρούν οι άνθρωποι πίστης ανά τους αιώνες, και μάλιστα θα ξεπεράσει ακόμη και τις υψηλότερες προσδοκίες τους. (Ρω 8:18-22) Από κάθε άποψη, ο Ιησούς ήταν το τέλειο πρότυπο για τους μαθητές του, ένα πρότυπο πολύ διαφορετικό από εκείνο των κοσμικών αρχόντων. (Ματ 20:25-28· 1Κο 11:1· 1Πε 2:21) Αυτός, ο Κύριός τους, τους έπλυνε τα πόδια. Με αυτόν τον τρόπο έθεσε το υπόδειγμα της στοχαστικότητας, του ενδιαφέροντος και της ταπεινοφροσύνης που θα χαρακτήριζε την εκκλησία των χρισμένων ακολούθων του, όχι μόνο στη γη αλλά και στον ουρανό. (Ιωα 13:3-15) Αν και θα κάθονταν σε ουράνιους θρόνους και θα ήταν συμμέτοχοι σε “όλη την εξουσία στον ουρανό και στη γη” με τον Ιησού κατά τη διάρκεια της Χιλιετούς Βασιλείας του Χριστού, θα έπρεπε να φροντίζουν ταπεινά για τις ανάγκες των υπηκόων του πάνω στη γη και να τις καλύπτουν στοργικά.—Ματ 28:18· Ρω 8:17· 1Πε 2:9· Απ 1:5, 6· 20:6· 21:2-4.
Ανακηρύχτηκε Δίκαιος και Άξιος. Μέσω ολόκληρης της ζωής του—μιας πορείας ακεραιότητας προς τον Θεό—περιλαμβανομένης και της θυσίας του, ο Ιησούς Χριστός επιτέλεσε αυτή τη “μία πράξη δικαίωσης” η οποία απέδειξε ότι είχε τα κατάλληλα προσόντα για να υπηρετεί ως ο χρισμένος Βασιλιάς-Ιερέας του Θεού στον ουρανό. (Ρω 5:17, 18) Με την ανάστασή του από τους νεκρούς σε ζωή ως ουράνιος Γιος του Θεού, «ανακηρύχτηκε δίκαιος ως πνεύμα». (1Τι 3:16) Ουράνια πλάσματα τον αναγόρευσαν «άξιο να λάβει τη δύναμη και πλούτο και σοφία και ισχύ και τιμή και δόξα και ευλογία», εφόσον υπερασπίστηκε σαν λιοντάρι τη δικαιοσύνη και την κρίση αλλά και παρέδωσε σαν αρνί τον εαυτό του ως θυσία για τη σωτηρία των άλλων. (Απ 5:5-13) Είχε επιτελέσει τον πρώτιστο σκοπό του, τον αγιασμό του ονόματος του Πατέρα του. (Ματ 6:9· 22:36-38) Αυτό το έκανε, όχι μόνο με το να χρησιμοποιεί το όνομα, αλλά και με το να αποκαλύψει το Πρόσωπο που αυτό αντιπροσωπεύει, εκδηλώνοντας τις έξοχες ιδιότητες του Πατέρα του—την αγάπη, τη σοφία, τη δικαιοσύνη και τη δύναμή του—και δίνοντας τη δυνατότητα στους ανθρώπους να γνωρίσουν ή να βιώσουν ό,τι σημαίνει το όνομα του Θεού. (Ματ 11:27· Ιωα 1:14, 18· 17:6-12) Και πάνω από όλα, το έκανε αυτό με το να υποστηρίξει την παγκόσμια κυριαρχία του Ιεχωβά, δείχνοντας ότι η δική του Βασιλική κυβέρνηση θα βασιζόταν σταθερά σε εκείνη την Υπέρτατη Πηγή εξουσίας. Επομένως, μπορούσε να ειπωθεί για τον Ιησού: «Ο Θεός είναι ο θρόνος σου στους αιώνες».—Εβρ 1:8.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι, λοιπόν, “ο Πρώτιστος Παράγοντας και Τελειοποιητής της πίστης μας”. Με το να εκπληρώσει προφητείες και να αποκαλύψει τους μελλοντικούς σκοπούς του Θεού, καθώς επίσης με τα όσα είπε, έκανε και ήταν, προμήθευσε το στερεό θεμέλιο πάνω στο οποίο πρέπει να βασίζεται η αληθινή πίστη.—Εβρ 12:2· 11:1.
[Πίνακας στις σελίδες 1303-1306]
ΚΥΡΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΓΕΙΑΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Τα Τέσσερα Ευαγγέλια σε Χρονολογική Σειρά
Πριν από τη Διακονία του Ιησού
Χρόνος
Τόπος
Γεγονός
Ματθαίος
Μάρκος
Λουκάς
Ιωάννης
3 Π.Κ.Χ.
Ιερουσαλήμ, ναός
Προλέγεται η γέννηση του Ιωάννη του Βαφτιστή στον Ζαχαρία
—
—
—
περ. 2 Π.Κ.Χ.
Ναζαρέτ· Ιουδαία
Προλέγεται η γέννηση του Ιησού στη Μαρία, η οποία επισκέπτεται την Ελισάβετ
—
—
—
2 Π.Κ.Χ.
Λοφώδης περιοχή της Ιουδαίας
Γέννηση του Ιωάννη του Βαφτιστή· αργότερα, η ζωή του στην έρημο
—
—
—
2 Π.Κ.Χ., περ. 1 Οκτ.
Βηθλεέμ
Γέννηση του Ιησού (του Λόγου, μέσω του οποίου ήρθαν σε ύπαρξη όλα τα άλλα) ως απογόνου των Αβραάμ και Δαβίδ
—
—
Κοντά στη Βηθλεέμ
Άγγελος αναγγέλλει καλά νέα· ποιμένες επισκέπτονται το βρέφος
—
—
—
—
Βηθλεέμ· Ιερουσαλήμ
Ο Ιησούς περιτέμνεται (8η ημέρα), παρουσιάζεται στο ναό (μετά την 40ή ημέρα)
—
—
—
1 Π.Κ.Χ. ή 1 Κ.Χ.
Ιερουσαλήμ· Βηθλεέμ· Ναζαρέτ
Αστρολόγοι· φυγή στην Αίγυπτο· θανάτωση νηπίων· επιστροφή του Ιησού
—
—
12 Κ.Χ.
Ιερουσαλήμ
Ο 12χρονος Ιησούς κατά το Πάσχα· πηγαίνει σπίτι του
—
—
—
29, άνοιξη
Έρημος, Ιορδάνης
Διακονία του Ιωάννη του Βαφτιστή
Έναρξη της Διακονίας του Ιησού
Χρόνος
Τόπος
Γεγονός
Ματθαίος
Μάρκος
Λουκάς
Ιωάννης
29, φθινόπωρο
Ιορδάνης Ποταμός
Βάφτισμα και χρίση του Ιησού, που γεννήθηκε ως άνθρωπος στη Δαβιδική γραμμή, αλλά ανακηρύχτηκε Γιος του Θεού
—
Έρημος της Ιουδαίας
Νηστεία και πειρασμός του Ιησού
—
—
Βηθανία πέρα από τον Ιορδάνη
Μαρτυρία του Ιωάννη του Βαφτιστή για τον Ιησού
—
—
—
—
Άνω Κοιλάδα του Ιορδάνη
Πρώτοι μαθητές του Ιησού
—
—
—
—
Κανά της Γαλιλαίας· Καπερναούμ
Πρώτο θαύμα του Ιησού· επισκέπτεται την Καπερναούμ
—
—
—
30, Πάσχα
Ιερουσαλήμ
Εορτασμός του Πάσχα· διώχνει τους εμπόρους από το ναό
—
—
—
—
Ιερουσαλήμ
Συζήτηση του Ιησού με τον Νικόδημο
—
—
—
—
Ιουδαία· Αινών
Οι μαθητές του Ιησού βαφτίζουν· ο Ιωάννης πρέπει να ελαττώνεται
—
—
—
—
Τιβεριάδα
Ο Ιωάννης φυλακίζεται· ο Ιησούς αναχωρεί για τη Γαλιλαία
—
Συχάρ, στη Σαμάρεια
Πηγαίνοντας προς τη Γαλιλαία, ο Ιησούς διδάσκει τους Σαμαρείτες
—
—
—
Η Μεγάλη Διακονία του Ιησού στη Γαλιλαία
Χρόνος
Τόπος
Γεγονός
Ματθαίος
Μάρκος
Λουκάς
Ιωάννης
—
Γαλιλαία
Για πρώτη φορά αναγγέλλει: «Η βασιλεία των ουρανών έχει πλησιάσει»
—
Ναζαρέτ· Κανά· Καπερναούμ
Γιατρεύει αγόρι· διαβάζει ποια είναι η αποστολή του· απορρίπτεται· πηγαίνει στην Καπερναούμ
—
—
Θάλασσα της Γαλιλαίας, κοντά στην Καπερναούμ
Καλεί Σίμωνα και Ανδρέα, Ιάκωβο και Ιωάννη
—
—
Καπερναούμ
Γιατρεύει δαιμονισμένο, καθώς και την πεθερά του Πέτρου και πολλούς άλλους
—
—
Γαλιλαία
Πρώτη περιοδεία στη Γαλιλαία, με τους 4 που έχει καλέσει μέχρι τώρα
—
—
Γαλιλαία
Λεπρός γιατρεύεται· πλήθη συρρέουν στον Ιησού
—
—
Καπερναούμ
Γιατρεύει παράλυτο
—
—
Καπερναούμ
Καλεί τον Ματθαίο· συμπόσιο με εισπράκτορες φόρων
—
—
Ιουδαία
Κηρύττει σε συναγωγές της Ιουδαίας
—
—
—
31, Πάσχα
Ιερουσαλήμ
Παρευρίσκεται στη γιορτή· γιατρεύει κάποιον άνθρωπο· επιπλήττει τους Φαρισαίους
—
—
—
—
Επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ(;)
Οι μαθητές αποσπούν στάχυα το Σάββατο
—
—
Γαλιλαία· Θάλασσα της Γαλιλαίας
Γιατρεύει χέρι το Σάββατο· αποσύρεται στην όχθη· γιατρεύει
—
—
Βουνό κοντά στην Καπερναούμ
Εκλέγει τους 12 αποστόλους
—
—
—
Κοντά στην Καπερναούμ
Η Επί του Όρους Ομιλία
—
—
—
Καπερναούμ
Γιατρεύει τον υπηρέτη αξιωματικού
—
—
—
Ναΐν
Εγείρει το γιο χήρας
—
—
—
—
Γαλιλαία
Ο Ιωάννης από τη φυλακή στέλνει μαθητές στον Ιησού
—
—
—
Γαλιλαία
Ονειδίζει πόλεις· αποκάλυψη σε νήπια· ζυγός καλός
—
—
—
—
Γαλιλαία
Αμαρτωλή γυναίκα αλείβει τα πόδια του· παραβολή χρεωστών
—
—
—
—
Γαλιλαία
Δεύτερη περιοδεία κηρύγματος στη Γαλιλαία, με τους 12
—
—
—
—
Γαλιλαία
Γιατρεύει δαιμονισμένο· κατηγορείται για συνεργασία με τον Βεελζεβούλ
—
—
—
Γαλιλαία
Γραμματείς και Φαρισαίοι ζητούν σημείο
—
—
—
—
Γαλιλαία
Στενοί συγγενείς του Χριστού είναι οι μαθητές του
—
—
Θάλασσα της Γαλιλαίας
Παραβολές σπορέα, ζιζανίων, άλλες· εξηγήσεις
—
—
Θάλασσα της Γαλιλαίας
Καταπαύει ανεμοθύελλα καθώς διασχίζουν τη λίμνη
—
—
Γάδαρα, ΝΑ της Θάλασσας της Γαλιλαίας
Δύο δαιμονισμένοι γιατρεύονται· γουρούνια καταλαμβάνονται από δαίμονες
—
—
Πιθανώς Καπερναούμ
Εγείρει την κόρη του Ιαείρου· γιατρεύει κάποια γυναίκα
—
—
Καπερναούμ(;)
Γιατρεύει 2 τυφλούς και έναν μουγκόδαιμονισμένο
—
—
—
—
Ναζαρέτ
Επισκέπτεται ξανά την πόλη όπου ανατράφηκε, απορρίπτεται και πάλι
—
—
—
Γαλιλαία
Τρίτη περιοδεία στη Γαλιλαία, η οποία επεκτείνεται όταν στέλνει τους αποστόλους
—
—
Τιβεριάδα
Αποκεφαλίζεται ο Ιωάννης ο Βαφτιστής· φόβος του Ηρώδη λόγω ενοχής
—
32, κοντά στο Πάσχα (Ιωα 6:4)
Καπερναούμ(;)· ΒΑ πλευρά της Θάλασσας της Γαλιλαίας
Οι απόστολοι επιστρέφουν από περιοδεία κηρύγματος· 5.000 τρέφονται
—
ΒΑ πλευρά της Θάλασσας της Γαλιλαίας· Γεννησαρέτ
Απόπειρα στέψης του Ιησού· περπατάει πάνω στη θάλασσα· θεραπεύει
—
—
Καπερναούμ
Προσδιορίζει το «ψωμί της ζωής»· πολλοί μαθητές απομακρύνονται
—
—
—
32, μετά το Πάσχα
Πιθανότατα Καπερναούμ
Παραδόσεις που ακυρώνουν το Λόγο του Θεού
—
—
Φοινίκη· Δεκάπολη
Κοντά στην Τύρο, στη Σιδώνα· κατόπιν, στη Δεκάπολη· 4.000 τρέφονται
—
—
—
Μαγαδάν
Σαδδουκαίοι και Φαρισαίοι ζητούν πάλι σημείο
—
—
—
ΒΑ πλευρά της Θάλασσας της Γαλιλαίας· Βηθσαϊδά
Προειδοποιεί για το προζύμι των Φαρισαίων· γιατρεύει τυφλό
—
—
—
Καισάρεια του Φιλίππου
Ιησούς ο Μεσσίας· προλέγει θάνατο, ανάσταση
—
—
Πιθανότατα Όρος Αερμών
Μεταμόρφωση ενώπιον Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη
—
—
Καισάρεια του Φιλίππου
Γιατρεύει δαιμονισμένο που δεν μπόρεσαν να γιατρέψουν οι μαθητές
—
—
Γαλιλαία
Πάλι προλέγει το θάνατο και την ανάστασή του
—
—
Καπερναούμ
Κάνει να βρεθούν με θαυματουργικό τρόπο χρήματα για φόρο
—
—
—
—
Καπερναούμ
Ο μεγαλύτερος στη Βασιλεία· τακτοποίηση ζητημάτων που περιλαμβάνουν σφάλματα· έλεος
—
—
Γαλιλαία· Σαμάρεια
Φεύγει από τη Γαλιλαία για τη Γιορτή των Σκηνών· όλα πρέπει να παραμερίζονται για τη διακονική υπηρεσία
—
Η Μετέπειτα Διακονία του Ιησού στην Ιουδαία
Χρόνος
Τόπος
Γεγονός
Ματθαίος
Μάρκος
Λουκάς
Ιωάννης
32, Γιορτή των Σκηνών
Ιερουσαλήμ
Δημόσια διδασκαλία από τον Ιησού στη Γιορτή των Σκηνών
—
—
—
—
Ιερουσαλήμ
Διδασκαλία μετά τη Γιορτή· θεραπεύει τυφλό
—
—
—
—
Πιθανότατα Ιουδαία
Στέλνει τους 70 να κηρύξουν· η επιστροφή τους, η αναφορά τους
—
—
—
—
Ιουδαία· Βηθανία
Λέει για τον καλό Σαμαρείτη· στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας
—
—
—
—
Πιθανότατα Ιουδαία
Πάλι διδάσκει την υποδειγματική προσευχή· επιμονή στις παρακλήσεις
—
—
—
—
Πιθανότατα Ιουδαία
Αντικρούει ψεύτικη κατηγορία· δείχνει ότι η γενιά είναι κατακριτέα
—
—
—
—
Πιθανότατα Ιουδαία
Σε γεύμα Φαρισαίου, ο Ιησούς κατακρίνει τους υποκριτές
—
—
—
—
Πιθανότατα Ιουδαία
Ομιλία για τη φροντίδα εκ μέρους του Θεού· πιστός οικονόμος
—
—
—
—
Πιθανότατα Ιουδαία
Γιατρεύει ανάπηρη το Σάββατο· τρεις παραβολές
—
—
—
32, Γιορτή της Αφιέρωσης
Ιερουσαλήμ
Ο Ιησούς στη Γιορτή της Αφιέρωσης· ο Καλός Ποιμένας
—
—
—
Η Μετέπειτα Διακονία του Ιησού Ανατολικά του Ιορδάνη
Χρόνος
Τόπος
Γεγονός
Ματθαίος
Μάρκος
Λουκάς
Ιωάννης
—
Πέρα από τον Ιορδάνη
Πολλοί θέτουν πίστη στον Ιησού
—
—
—
—
Περαία (πέρα από τον Ιορδάνη)
Διδάσκει σε πόλεις και χωριά, πηγαίνοντας προς την Ιερουσαλήμ
—
—
—
—
Περαία
Είσοδος στη Βασιλεία· απειλή από τον Ηρώδη· έρημος οίκος
—
—
—
—
Πιθανότατα Περαία
Ταπεινοφροσύνη· παραβολή του μεγάλου δείπνου
—
—
—
—
Πιθανότατα Περαία
Υπολογισμός της δαπάνης τού να είναι κανείς μαθητής
—
—
—
—
Πιθανότατα Περαία
Παραβολές: χαμένου προβάτου, χαμένου νομίσματος, άσωτου γιου
—
—
—
—
Πιθανότατα Περαία
Παραβολές: άδικου οικονόμου, πλουσίου και Λαζάρου
—
—
—
—
Πιθανότατα Περαία
Συγχωρητικότητα και πίστη· άχρηστοι δούλοι
—
—
—
—
Βηθανία
Ο Ιησούς εγείρει από τους νεκρούς τον Λάζαρο
—
—
—
—
Ιερουσαλήμ· Εφραΐμ
Συμβουλή του Καϊάφα κατά του Ιησού· ο Ιησούς αποσύρεται
—
—
—
—
Σαμάρεια· Γαλιλαία
Γιατρεύει και διδάσκει διασχίζοντας τη Σαμάρεια και τη Γαλιλαία
—
—
—
—
Σαμάρεια ή Γαλιλαία
Παραβολές: επίμονης χήρας, Φαρισαίου και εισπράκτορα φόρων
—
—
—
—
Περαία
Κατεβαίνει νότια περνώντας από την Περαία· διδασκαλία σχετικά με το διαζύγιο
—
—
—
Περαία
Δέχεται και ευλογεί παιδιά
—
—
Περαία
Πλούσιος νέος· παραβολή εργατών σε αμπέλι
—
—
Πιθανότατα Περαία
Για τρίτη φορά ο Ιησούς προλέγει το θάνατο και την ανάστασή του
—
—
Πιθανότατα Περαία
Αίτημα για θέσεις σε Ιάκωβο και Ιωάννη στη Βασιλεία
—
—
—
Ιεριχώ
Περνώντας από την Ιεριχώ, γιατρεύει 2 τυφλούς· επισκέπτεται τον Ζακχαίο· παραβολή των 10 μνων
—
Η Τελική Διακονία του Ιησού στην Ιερουσαλήμ
Χρόνος
Τόπος
Γεγονός
Ματθαίος
Μάρκος
Λουκάς
Ιωάννης
8 Νισάν του 33
Βηθανία
Φτάνει στη Βηθανία 6 ημέρες πριν από το Πάσχα
—
—
—
9 Νισάν
Βηθανία
Συμπόσιο στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού· η Μαρία χρίει τον Ιησού· Ιουδαίοι έρχονται να δουν τον Ιησού και τον Λάζαρο
—
—
Βηθανία-Ιερουσαλήμ
Θριαμβευτική είσοδος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ
10 Νισάν
Βηθανία-Ιερουσαλήμ
Καταριέται άκαρπη συκιά· δεύτερος καθαρισμός του ναού
—
—
Ιερουσαλήμ
Πρωθιερείς και γραμματείς σκευωρούν να θανατώσουν τον Ιησού
—
—
—
Ιερουσαλήμ
Συζήτηση με Έλληνες· απιστία των Ιουδαίων
—
—
—
11 Νισάν
Βηθανία-Ιερουσαλήμ
Η άκαρπη συκιά έχει ξεραθεί
—
—
—
Ιερουσαλήμ, ναός
Αμφισβήτηση της εξουσίας του Χριστού· παραβολή των 2 γιων
—
—
Ιερουσαλήμ, ναός
Παραβολή των πονηρών καλλιεργητών, παραβολή του γαμήλιου συμποσίου
—
—
Ιερουσαλήμ, ναός
Παγιδευτικές ερωτήσεις για φόρο, ανάσταση, εντολή
—
—
Ιερουσαλήμ, ναός
Αποστομωτική ερώτηση του Ιησού για την καταγωγή του Μεσσία
—
—
Ιερουσαλήμ, ναός Δριμεία κατάκριση κατά των γραμματέων και Φαρισαίων
—
—
Ιερουσαλήμ, ναός
Το δίλεπτο της χήρας
—
—
—
Όρος των Ελαιών
Πρόβλεψη για πτώση της Ιερουσαλήμ· η παρουσία του Ιησού· το τέλος του συστήματος
—
—
Όρος των Ελαιών
Παραβολές 10 παρθένων, ταλάντων, προβάτων και κατσικιών
—
—
—
12 Νισάν
Ιερουσαλήμ
Οι θρησκευτικοί ηγέτες σχεδιάζουν το θάνατο του Ιησού
—
—
Ιερουσαλήμ
Ο Ιούδας διαπραγματεύεται με τους ιερείς για να προδώσει τον Ιησού
—
13 Νισάν (Πέμπτη απόγευμα)
Κοντά και μέσα στην Ιερουσαλήμ
Διευθετήσεις για το Πάσχα
—
14 Νισάν
Ιερουσαλήμ
Τρώει το δείπνο του Πάσχα με τους 12
—
—
Ιερουσαλήμ
Ο Ιησούς πλένει τα πόδια των αποστόλων του
—
—
—
—
Ιερουσαλήμ Προσδιορίζει τον Ιούδα ως προδότη και του λέει να φύγει
—
Ιερουσαλήμ
Θέσπιση αναμνηστικού δείπνου με τους 11
—
Ιερουσαλήμ
Προλέγει την άρνηση του Πέτρου και το διασκορπισμό των αποστόλων
—
Ιερουσαλήμ
Ο βοηθός· αμοιβαία αγάπη· θλίψη· προσευχή του Ιησού
—
—
—
—
Γεθσημανή
Αγωνία στον κήπο· προδοσία και σύλληψη του Ιησού
—
Ιερουσαλήμ
Δίκη από τον Άννα, τον Καϊάφα, το Σάνχεδριν· ο Πέτρος τον αρνείται
—
Ιερουσαλήμ
Ο προδότης Ιούδας κρεμιέται
—
—
—
Ιερουσαλήμ
Ενώπιον του Πιλάτου, κατόπιν στον Ηρώδη και μετά πάλι στον Πιλάτο
—
Ιερουσαλήμ
Παραδίδεται για θάνατο, αφού πρώτα ο Πιλάτος επιδιώκει την απελευθέρωσή του
(περ. 3:00 μ.μ., Παρασκευή)
Γολγοθάς, Ιερουσαλήμ
Θάνατος του Ιησού πάνω σε ξύλο βασανισμού, και συνακόλουθα γεγονότα
—
Ιερουσαλήμ
Κατεβάζουν το σώμα του Ιησού από το ξύλο του βασανισμού και το θάβουν
15 Νισάν
Ιερουσαλήμ
Ιερείς και Φαρισαίοι βάζουν φρουρά στον τάφο
—
—
—
16 Νισάν
Ιερουσαλήμ και περίχωρα
Ανάσταση του Ιησού και γεγονότα της ημέρας εκείνης
—
Ιερουσαλήμ· Γαλιλαία
Επόμενες εμφανίσεις του Ιησού Χριστού
[Πρ 1:3-8]
25 Ιγιάρ
Όρος των Ελαιών, κοντά στη Βηθανία
Ανάληψη του Ιησού, 40ή ημέρα μετά την ανάστασή του
—
—