Κριτές
8 Τότε οι άντρες του Εφραΐμ τού είπαν: «Τι ήταν αυτό που μας έκανες; Γιατί δεν μας κάλεσες όταν πήγες να πολεμήσεις εναντίον του Μαδιάμ;»+ Και μάλωσαν έντονα μαζί του.+ 2 Εκείνος όμως τους είπε: «Τι έκανα εγώ σε σύγκριση με εσάς; Δεν είναι τα αποτρυγήματα του Εφραΐμ+ καλύτερα από τον τρύγο του Αβί-έζερ;+ 3 Στο δικό σας χέρι έδωσε ο Θεός τον Ωρήβ και τον Ζηβ, τους άρχοντες του Μαδιάμ,+ και τι έκανα εγώ σε σύγκριση με εσάς;» Όταν μίλησε έτσι,* εκείνοι ηρέμησαν.*
4 Κατόπιν ο Γεδεών έφτασε στον Ιορδάνη και τον διέσχισε. Αυτός και οι 300 άντρες που είχε μαζί του ήταν κουρασμένοι, αλλά συνέχισαν την καταδίωξη. 5 Γι’ αυτό, είπε στους άντρες της Σοκχώθ: «Δώστε, σας παρακαλώ, ψωμιά στον λαό που με ακολουθεί, επειδή είναι κουρασμένοι και εγώ καταδιώκω τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά, τους βασιλιάδες του Μαδιάμ». 6 Οι άρχοντες όμως της Σοκχώθ είπαν: «Μήπως έχεις ήδη στο χέρι σου τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά, ώστε να πρέπει να δώσουμε ψωμί στον στρατό σου;» 7 Τότε ο Γεδεών είπε: «Επειδή το είπατε αυτό, όταν ο Ιεχωβά δώσει τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά στο χέρι μου, θα σας μαστιγώσω με τα αγκάθια και τις βάτους της ερήμου».+ 8 Και ανέβηκε από εκεί στη Φανουήλ και ζήτησε το ίδιο πράγμα, αλλά οι άντρες της Φανουήλ τού απάντησαν ό,τι και οι άντρες της Σοκχώθ. 9 Είπε λοιπόν και στους άντρες της Φανουήλ: «Όταν επιστρέψω νικητής,* θα γκρεμίσω αυτόν τον πύργο».+
10 Ο δε Ζεβεέ και ο Ζαλμανά βρίσκονταν στην Καρκόρ με τα στρατεύματά τους, περίπου 15.000 άντρες. Αυτοί ήταν όλοι όσοι είχαν απομείνει από ολόκληρο το στράτευμα των κατοίκων της Ανατολής,+ επειδή είχαν πέσει 120.000 άντρες οπλισμένοι με σπαθιά. 11 Ο Γεδεών συνέχισε να ανεβαίνει από τον δρόμο εκείνων που κατοικούν σε σκηνές, ανατολικά της Νοβά και της Ιωγβεά,+ και επιτέθηκε στο στρατόπεδο ενώ αυτοί δεν το περίμεναν. 12 Όταν ο Ζεβεέ και ο Ζαλμανά, οι δύο Μαδιανίτες βασιλιάδες, τράπηκαν σε φυγή, αυτός τους καταδίωξε και τους έπιασε, προκαλώντας πανικό σε όλο το στρατόπεδο.
13 Ύστερα ο Γεδεών, ο γιος του Ιεχωάς, επέστρεψε από τον πόλεμο ακολουθώντας το πέρασμα που ανεβαίνει προς τη Χέρες. 14 Στον δρόμο έπιασε έναν νεαρό από τη Σοκχώθ και τον ανέκρινε. Ο νεαρός λοιπόν του έγραψε τα ονόματα των αρχόντων και των πρεσβυτέρων της Σοκχώθ, 77 αντρών. 15 Τότε πήγε στους άντρες της Σοκχώθ και είπε: «Να ο Ζεβεέ και ο Ζαλμανά σχετικά με τους οποίους με ειρωνευτήκατε, λέγοντας: “Μήπως έχεις ήδη στο χέρι σου τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά, ώστε να πρέπει να δώσουμε ψωμί στους εξαντλημένους άντρες σου;”»+ 16 Κατόπιν πήρε τους πρεσβυτέρους της πόλης και, με τα αγκάθια και τις βάτους της ερήμου, έδωσε στους άντρες της Σοκχώθ ένα μάθημα.+ 17 Και γκρέμισε τον πύργο της Φανουήλ+ και σκότωσε τους άντρες της πόλης.
18 Έπειτα ρώτησε τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά: «Πώς ήταν οι άντρες που σκοτώσατε στο Θαβώρ;» Εκείνοι απάντησαν: «Ήταν όπως εσύ, ο καθένας τους έμοιαζε με γιο βασιλιά». 19 Τότε είπε: «Ήταν αδελφοί μου, οι γιοι της μητέρας μου. Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, αν τους είχατε χαρίσει τη ζωή, δεν θα σας σκότωνα». 20 Κατόπιν είπε στον Ιεθέρ τον πρωτότοκό του: «Σήκω, σκότωσέ τους». Αλλά ο νεαρός δεν τράβηξε το σπαθί του επειδή ήταν ακόμη μικρός και φοβόταν. 21 Έτσι λοιπόν, ο Ζεβεέ και ο Ζαλμανά αποκρίθηκαν: «Σήκω εσύ να μας σκοτώσεις, γιατί ο άντρας κρίνεται από την κραταιότητά του».* Τότε σηκώθηκε ο Γεδεών και σκότωσε τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά+ και πήρε τα στολίδια σε σχήμα μισοφέγγαρου που είχαν στον λαιμό οι καμήλες τους.
22 Αργότερα οι άντρες του Ισραήλ είπαν στον Γεδεών: «Κυβέρνησέ μας, εσύ και ο γιος σου και ο εγγονός σου, γιατί μας έσωσες από το χέρι του Μαδιάμ».+ 23 Ο Γεδεών όμως τους είπε: «Δεν θα σας κυβερνήσω ούτε εγώ ούτε ο γιος μου. Ο Ιεχωβά θα σας κυβερνάει».+ 24 Ο Γεδεών συνέχισε: «Θα ήθελα να σας ζητήσω κάτι: ας μου δώσει ο καθένας σας έναν κρίκο της μύτης από τα λάφυρά του». (Διότι οι νικημένοι είχαν χρυσούς κρίκους της μύτης επειδή ήταν Ισμαηλίτες.)+ 25 Εκείνοι απάντησαν: «Ασφαλώς και θα τους δώσουμε». Τότε άπλωσαν έναν μανδύα και ο καθένας τους έριξε μέσα σε αυτόν έναν κρίκο της μύτης από τα λάφυρά του. 26 Το βάρος των χρυσών κρίκων της μύτης τους οποίους είχε ζητήσει έφτασε τους 1.700 σίκλους* χρυσάφι, εκτός από τα στολίδια σε σχήμα μισοφέγγαρου, τα κρεμαστά κοσμήματα, τα πορφυρά μάλλινα ρούχα που φορούσαν οι βασιλιάδες του Μαδιάμ, καθώς και τα περιδέραια από τις καμήλες.+
27 Και ο Γεδεών έφτιαξε από αυτά ένα εφόδ+ και το εξέθεσε στην πόλη του, την Οφρά·+ και όλος ο Ισραήλ διέπραττε εκεί πνευματική πορνεία με αυτό,+ και το εφόδ αποτέλεσε παγίδα για τον Γεδεών και το σπιτικό του.+
28 Έτσι καθυποτάχθηκε ο Μαδιάμ+ από τους Ισραηλίτες, και δεν ξανασήκωσε κεφάλι· και ο τόπος είχε ησυχία* επί 40 χρόνια στις ημέρες του Γεδεών.+
29 Ο δε Ιεροβάαλ,+ ο γιος του Ιεχωάς, επέστρεψε στο σπίτι του και έμεινε εκεί.
30 Ο Γεδεών έγινε πατέρας 70 γιων,* διότι είχε πολλές συζύγους. 31 Η παλλακίδα του στη Συχέμ τού γέννησε και αυτή έναν γιο, και εκείνος τον ονόμασε Αβιμέλεχ.+ 32 Τελικά ο Γεδεών, ο γιος του Ιεχωάς, πέθανε σε καλά γηρατειά και θάφτηκε στο μνήμα του Ιεχωάς του πατέρα του στην Οφρά των Αβιεζεριτών.+
33 Μόλις πέθανε ο Γεδεών, οι Ισραηλίτες διέπραξαν πάλι πνευματική πορνεία με τους Βάαλ,+ και όρισαν θεό τους τον Βάαλ-βερίθ.+ 34 Οι Ισραηλίτες δεν θυμήθηκαν τον Ιεχωβά τον Θεό τους,+ ο οποίος τους είχε σώσει από το χέρι όλων των εχθρών τους ολόγυρα,+ 35 ούτε έδειξαν καλοσύνη* προς το σπιτικό του Ιεροβάαλ, δηλαδή του Γεδεών, σε ανταπόδοση για όλο το καλό που είχε κάνει αυτός για τον Ισραήλ.+