-
ΙεροβοάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
τον καιρό αυτοί θα ήθελαν να γίνουν και πάλι υπήκοοι του Ροβοάμ και τότε θα σκότωναν τον ίδιο. Αποφάσισε, λοιπόν, να θέσει τέλος σε αυτό καθιερώνοντας μια θρησκεία που είχε ως επίκεντρό της τη λατρεία δύο χρυσών μοσχαριών, εκ των οποίων το ένα το έστησε στη Βαιθήλ στο Ν και το άλλο στη Δαν στο Β. Εγκατέστησε επίσης ένα δικό του μη Ααρωνικό ιερατείο, του οποίου μέλη μπορούσαν να γίνουν οποιοιδήποτε από το λαό ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν έναν ταύρο και εφτά κριάρια για να εξασφαλίσουν αυτό το αξίωμα. Έκτοτε αυτοί υπηρετούσαν «για τους υψηλούς τόπους και για τους τραγόμορφους δαίμονες και για τα μοσχάρια που είχε φτιάξει». Ο Ιεροβοάμ επινόησε επίσης ειδικές “άγιες ημέρες” και ηγήθηκε προσωπικά του λαού στην προσφορά θυσιών προς τους θεούς που μόλις πρόσφατα είχε επινοήσει.—1Βα 12:26-33· 2Βα 23:15· 2Χρ 11:13-17· 13:9.
Σε μια τέτοια περίπτωση, καθώς ο Ιεροβοάμ ήταν έτοιμος να υψώσει καπνό θυσίας στο θυσιαστήριο που είχε στήσει στη Βαιθήλ, το πνεύμα του Ιεχωβά υποκίνησε κάποιον άνθρωπο του Θεού να ελέγξει το βασιλιά για την απεχθή ειδωλολατρία του, και όταν εκείνος διέταξε να πιάσουν αυτόν τον υπηρέτη του Θεού, το θυσιαστήριο σκίστηκε στα δύο, οι στάχτες του σκορπίστηκαν και το χέρι του βασιλιά έμεινε ξερό. Το χέρι αποκαταστάθηκε μόνο όταν ο άνθρωπος του Θεού απάλυνε το θυμό του Ιεχωβά, αλλά ακόμη και έπειτα από αυτό ο Ιεροβοάμ συνέχισε να ενεργεί βλάσφημα αψηφώντας τον Ιεχωβά. (1Βα 13:1-6, 33, 34) Το γεγονός ότι εισήγαγε τη μοσχολατρία αποτέλεσε «τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ», αμαρτίες οι οποίες βάρυναν και άλλους βασιλιάδες του Ισραήλ οι οποίοι διαιώνισαν αυτή την αποστατική λατρεία.—1Βα 14:16· 15:30, 34· 16:2, 19, 26, 31· 22:52· 2Βα 3:3· 10:29, 31· 13:2, 6, 11· 14:24· 15:9, 18, 24, 28· 17:21-23.
Το 18ο έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ πέθανε ο Ροβοάμ, αλλά το πολεμικό κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στα δύο έθνη συνεχίστηκε στη διάρκεια της τριετούς βασιλείας του Αβιάμ (Αβιά), του γιου του Ροβοάμ, ο οποίος τον διαδέχθηκε. (1Βα 15:1, 2, 6· 2Χρ 12:15) Κάποτε ο Αβιά συγκέντρωσε 400.000 άντρες για να πολεμήσει εναντίον των δυνάμεων του Ιεροβοάμ, που ήταν διπλάσιες σε αριθμό. Παρότι ο Ιεροβοάμ διέθετε υπέρτερη δύναμη και ακολούθησε έξυπνη στρατηγική στήνοντας ενέδρα, υπέστη βαριά ήττα. Έχασε 500.000 άντρες καθώς και πολλές από τις εφραϊμιτικές πόλεις του, και ταπεινώθηκε πολύ. Η νίκη του Ιούδα οφειλόταν στο ότι ο Αβιά και οι άντρες του εμπιστεύτηκαν στον Ιεχωβά και κραύγασαν προς αυτόν για βοήθεια.—2Χρ 13:3-20.
Η συμφορά του Ιεροβοάμ έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν αρρώστησε θανάσιμα ο γιος του ο Αβιά. Τότε ο βασιλιάς ζήτησε από τη σύζυγό του να μεταμφιεστεί και κατόπιν την έστειλε με κάποιο δώρο στον ηλικιωμένο προφήτη Αχιά, ο οποίος ήταν πια τυφλός, για να ρωτήσει αν θα ανέρρωνε το παιδί. Η απάντηση ήταν “Όχι”. Επιπλέον, προλέχθηκε ότι κάθε άρρενας κληρονόμος του Ιεροβοάμ επρόκειτο να εκκοπεί, και εκτός από αυτόν το γιο στον οποίο ο Ιεχωβά είχε βρει κάτι καλό, κανένας απόγονος του Ιεροβοάμ δεν θα είχε αξιοπρεπή ταφή, αλλά αντίθετα, τα πτώματά τους θα τα έτρωγαν είτε οι σκύλοι είτε τα πτηνά.—1Βα 14:1-18.
Λίγο αργότερα, γύρω στο 977 Π.Κ.Χ., «ο Ιεχωβά . . . κατέφερε πλήγμα [στον Ιεροβοάμ] και πέθανε», και έτσι η 22χρονη βασιλεία του έφτασε στο τέλος της. (2Χρ 13:20· 1Βα 14:20) Τον διαδέχθηκε στο θρόνο για δύο χρόνια ο γιος του ο Ναδάβ και κατόπιν φονεύτηκε από τον Βαασά, ο οποίος επίσης εξέκοψε από τον οίκο του Ιεροβοάμ ό,τι είχε πνοή. Με αυτόν τον τρόπο η δυναστεία του τερματίστηκε απότομα «σύμφωνα με το λόγο του Ιεχωβά» και «εξαιτίας των αμαρτιών του Ιεροβοάμ».—1Βα 15:25-30.
2. Βασιλιάς του Ισραήλ, γιος και διάδοχος του Ιωάς, και δισέγγονος του Ιηού. Ως ο 14ος ηγεμόνας του βόρειου βασιλείου, ο Ιεροβοάμ Β΄ βασίλεψε 41 χρόνια, αρχίζοντας περίπου από το 844 Π.Κ.Χ. (2Βα 14:16, 23) Όπως πολλοί προκάτοχοί του, έτσι και αυτός έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά με το να διαιωνίσει τη μοσχολατρία του Ιεροβοάμ Α΄.—2Βα 14:24.
Προφανώς κατά τη βασιλεία του Ιεροβοάμ Β΄ αναφέρεται ότι έλαβε χώρα μια ειδική γενεαλογική καταγραφή. (1Χρ 5:17) Ωστόσο, το μεγαλύτερο επίτευγμα της βασιλείας του ήταν η επανάκτηση περιοχών τις οποίες είχε χάσει παλιότερα το βασίλειο. Σε εκπλήρωση της προφητείας του Ιωνά, ο Ιεροβοάμ «επανέφερε το όριο του Ισραήλ από την είσοδο της Αιμάθ μέχρι τη θάλασσα της Αραβά [τη Νεκρά Θάλασσα]». Σε αυτόν αποδίδεται επίσης η επαναφορά “της Δαμασκού και της Αιμάθ για τον Ιούδα στον Ισραήλ”. (2Βα 14:25-28) Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Ιεροβοάμ κατέστησε τα βασίλεια της Δαμασκού και της Αιμάθ υποτελή, όπως ήταν κάποτε υποτελή στον Ιούδα, όταν βασίλευε ο Σολομών.—Παράβαλε 1Βα 4:21· 2Χρ 8:4.
Χωρίς αμφιβολία, αυτές οι επιτυχίες έφεραν ένα κύμα υλικής ευημερίας στο βόρειο βασίλειο. Ταυτόχρονα όμως η πνευματική παρακμή του έθνους συνεχιζόταν. Οι προφήτες Ωσηέ και Αμώς επέκριναν με δριμύτητα τον στασιαστικό Ιεροβοάμ και τους υποστηρικτές του για την κατάφωρη αποστασία τους και την ανήθικη συμπεριφορά τους—τις απάτες, τις κλοπές, την πορνεία, τους φόνους, την καταδυνάστευση, την ειδωλολατρία και άλλες συνήθειες που ατίμαζαν τον Θεό. (Ωσ 1:2, 4· 4:1, 2, 12-17· 5:1-7· 6:10· Αμ 2:6-8· 3:9, 12-15· 4:1) Ιδιαίτερα έντονη ήταν η προειδοποίηση που απηύθυνε ο Ιεχωβά προς τον Ιεροβοάμ μέσω του Αμώς του προφήτη του: «Θα εγερθώ εναντίον του οίκου του Ιεροβοάμ με σπαθί».—Αμ 7:9.
Μετά το θάνατο του Ιεροβοάμ, ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του ο Ζαχαρίας. (2Βα 14:29) Εντούτοις, υπήρξε κενό 11 ετών ανάμεσα στο θάνατο του Ιεροβοάμ και στην εξάμηνη διακυβέρνηση που αποδίδεται στον Ζαχαρία, τον τελευταίο της δυναστείας του Ιηού. Πιθανώς επειδή ο Ζαχαρίας ήταν πολύ νέος ή για κάποιον άλλον λόγο, η βασιλεία του δεν είχε εδραιωθεί πλήρως ή δεν είχε επικυρωθεί μέχρι περίπου το 792 Π.Κ.Χ.
-
-
ΙεροδουλίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΔΟΥΛΙΑ
Βλέπε ΠΟΡΝΗ.
-
-
Ιερό ΜυστικόΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Κάτι που προέρχεται από τον Θεό, μένει κρυφό για όσο διάστημα ο ίδιος επιθυμεί και αποκαλύπτεται μόνο σε εκείνους στους οποίους αυτός επιλέγει να το γνωστοποιήσει.
Η λέξη μυστήριον του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που μεταφράζεται «ιερό μυστικό», αναφέρεται πρωτίστως σε κάτι που είναι γνωστό σε όσους είναι μυημένοι. Στις αρχαίες μυστηριακές θρησκείες που άκμαζαν τον καιρό της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας, όσοι επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στις μυστηριακές τελετές έπρεπε να περάσουν από τη διαδικασία της μύησης. Οι αμύητοι δεν επιτρεπόταν ούτε να έχουν πρόσβαση στις λεγόμενες ιερές πράξεις ούτε να τις γνωρίζουν. Όσοι ήταν μυημένοι δεσμεύονταν με όρκο σιωπής να μην αποκαλύψουν τα μυστικά. Ωστόσο, η λέξη χρησιμοποιούνταν και με μια μη θρησκευτική, «καθημερινή» έννοια, όπως για ένα προσωπικό μυστικό, για ένα μυστικό ανάμεσα σε φίλους, για οικογενειακά μυστικά. Ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την παθητική φωνή του ρήματος μυέω με αυτή τη δεύτερη σημασία όταν λέει: «Έχω μάθει το μυστικό [μεμύημαι, Κείμενο], και να είμαι χορτάτος και να πεινώ, και να έχω αφθονία και να υποφέρω στερήσεις».—Φλπ 4:12.
Διαφέρει από τις Μυστηριακές Θρησκείες. Όσον αφορά τη λέξη μυστήριον, Το Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, του Βάιν (Vine’s Expository Dictionary of Old and New Testament Words), εξηγεί: «Στην [Καινή Διαθήκη] αυτή υποδηλώνει, όχι το μυστηριώδες . . . , αλλά εκείνο το οποίο, καθώς βρίσκεται έξω από τα όρια της φυσιολογικής ικανότητας που έχει ο άνθρωπος να το αντιληφθεί χωρίς βοήθεια, μπορεί να γίνει γνωστό μόνο μέσω Θεϊκής αποκάλυψης, γνωστοποιείται δε με τον τρόπο και στο χρόνο που προσδιορίζει ο Θεός και μόνο σε εκείνους που φωτίζονται από το Πνεύμα Του. Με τη συνηθισμένη του έννοια, το μυστήριο υποδηλώνει κρυμμένη γνώση, ενώ η Γραφική του σημασία είναι αποκαλυμμένη αλήθεια. Γι’ αυτό και οι λέξεις που συνδέονται ιδιαίτερα με το εν λόγω θέμα είναι: “γνωστοποιηθεί”, “φανερωθεί”, “αποκαλυφτεί”, “κηρυχτεί”, “κατανοώ”, “διαχείριση”».—1981, Τόμ. 3, σ. 97.
Συνεπώς, τα ιερά μυστικά του Θεού και άλλα «μυστήρια» της Γραφής, όπως αυτό της Βαβυλώνας της Μεγάλης, είναι πράγματα που δεν επρόκειτο να μείνουν μυστικά για πάντα, αλλά θα αποκαλύπτονταν από τον Ιεχωβά Θεό στο δικό του χρόνο σε όσους αποβλέπουν σε αυτόν και όσους αυτός επιλέγει για να τους τα αποκαλύψει. Ο απόστολος Παύλος σχολιάζει αυτή την πτυχή του ζητήματος στα εδάφια 1 Κορινθίους 2:6-16. Εκεί χαρακτηρίζει το «ιερό μυστικό» του Θεού ως «κρυμμένη σοφία», η οποία αποκαλύπτεται μέσω του πνεύματος του Θεού στους Χριστιανούς υπηρέτες του. Είναι κάτι που το πνεύμα του κόσμου ή η ανθρώπινη σοφία των φυσικών ανθρώπων δεν μπορεί να εξιχνιάσει, αλλά το οποίο λέγεται και κατανοείται από εκείνους που “συνδυάζουν πνευματικά ζητήματα με πνευματικά λόγια”. Ο Ιησούς Χριστός είχε επισημάνει προγενέστερα τα εξής στους μαθητές του: «Σε εσάς έχει δοθεί το ιερό μυστικό [μυστήριον, Κείμενο] της βασιλείας του Θεού, αλλά σε εκείνους, τους έξω, τα πάντα γίνονται με παραβολές, ώστε, μολονότι κοιτάζουν, να κοιτάζουν και όμως να μη βλέπουν και, μολονότι ακούν, να ακούν και όμως να μη συλλαμβάνουν το νόημα, ούτε να επιστρέψουν ποτέ και να τους δοθεί συγχώρηση».—Μαρ 4:11, 12· Ματ 13:11-13· Λου 8:10.
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ιερό μυστικό του Θεού και στα μυστικά των μυστηριακών θρησκειών έγκειται, πρώτα από όλα, στο περιεχόμενο: το μυστικό του Θεού είναι καλά νέα και όχι ψέμα ή ανθρωποποίητη απάτη. (Ιωα 8:31, 32, 44· Κολ 1:5· 1Ιω 2:27) Δεύτερον, εκείνοι που επιλέγονται να κατανοήσουν το ιερό μυστικό του Θεού δεσμεύονται, όχι να το κρατήσουν μυστικό, αλλά να το διακηρύξουν και να το δημοσιοποιήσουν όσο το δυνατόν ευρύτερα. Όπως προαναφέρθηκε, αυτό αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι η Γραφή χρησιμοποιεί λέξεις όπως “κηρυχτεί”, “γνωστοποιηθεί”, “φανερωθεί”, καθώς επίσης “διακηρύττω”, “μιλώ”, σε σχέση με «το ιερό μυστικό των καλών νέων». Οι αληθινοί Χριστιανοί κήρυτταν με όλο τους το σθένος αυτά τα καλά νέα, τα οποία εμπεριείχαν την κατανόηση του ιερού μυστικού, σε «όλη τη δημιουργία που είναι κάτω από τον ουρανό». (1Κο 2:1· Εφ 6:19· Κολ 1:23· 4:3, 4) Ο Θεός καθορίζει ποιοι δεν είναι άξιοι και αποκρύπτει την κατανόηση από τέτοια άτομα. Δεν είναι προσωπολήπτης όταν το κάνει αυτό, διότι εξαιτίας «της αναισθησίας της καρδιάς τους» δεν τους επιτρέπει να κατανοήσουν το ιερό μυστικό του.—Εφ 4:17, 18.
Επικεντρώνεται στον Χριστό. Εφόσον «εκείνο που εμπνέει την προφητεία είναι το να δοθεί μαρτυρία για τον Ιησού», “το ιερό μυστικό του Θεού” πρέπει να επικεντρώνεται στον Χριστό. (Απ 19:10· Κολ 2:2) Όλα «τα ιερά μυστικά» του Θεού σχετίζονται με τη Μεσσιανική Βασιλεία του. (Ματ 13:11) Ο απόστολος Παύλος γράφει στους συγχριστιανούς του: «Σε αυτόν είναι προσεκτικά αποκρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσης» και «σε αυτόν κατοικεί σωματικά όλη η πληρότητα της θεϊκής ιδιότητας».—Κολ 2:2, 3, 9.
Ο Παύλος είπε ότι ο ίδιος ήταν οικονόμος «των ιερών μυστικών του Θεού». (1Κο 4:1) Μιλάει για την κατανόηση που είχε «όσον αφορά το ιερό μυστικό του Χριστού». (Εφ 3:1-4) Εξηγεί ότι αυτό το ιερό μυστικό είναι κρυμμένη σοφία την οποία προόρισε ο Θεός πριν από τα συστήματα πραγμάτων. (1Κο 2:7) Η διακήρυξη του μυστηρίου, ή αλλιώς «του ιερού μυστικού του Θεού», άρχισε με την προφητεία που εξήγγειλε ο ίδιος ο Ιεχωβά στο εδάφιο Γένεση 3:15. Επί αιώνες, άντρες πίστης απέβλεπαν στο «σπέρμα» της υπόσχεσης το οποίο θα απελευθέρωνε την ανθρωπότητα από την αμαρτία και το θάνατο, αλλά δεν ήταν σαφώς κατανοητό ποιος ακριβώς θα ήταν το «σπέρμα» και πώς ακριβώς αυτό το «σπέρμα» θα ερχόταν και θα έφερνε απελευθέρωση. Αυτό διασαφηνίστηκε μόνο όταν ήρθε ο Χριστός και έριξε «φως στη ζωή και στην αφθαρσία μέσω των καλών νέων». (2Τι 1:10) Τότε άρχισε να κατανοείται το μυστήριο του “σπέρματος της γυναίκας”.
Η Μεσσιανική Βασιλεία. Στα συγγράμματά του ο Παύλος δίνει μια πλήρη εικόνα της αποκάλυψης του ιερού μυστικού του Χριστού. Στα εδάφια Εφεσίους 1:9-11 αναφέρει ότι ο Θεός γνωστοποιεί «το ιερό μυστικό» του θελήματός του, και συνεχίζει: «Αυτό συμφωνεί με την ευαρέστησή του την οποία είχε σκοπό μέσα του, για μια διαχείριση στο πλήρωμα των προσδιορισμένων καιρών, δηλαδή να ξανασυγκεντρώσει όλα τα πράγματα στον Χριστό, τα πράγματα που είναι στους ουρανούς και τα πράγματα που είναι στη γη. Ναι, σε αυτόν, σε ενότητα με τον οποίο διοριστήκαμε επίσης κληρονόμοι, με το ότι προοριστήκαμε σύμφωνα με το σκοπό εκείνου ο οποίος ενεργεί όλα τα πράγματα σύμφωνα με τη βούληση του θελήματός του». Αυτό το «ιερό μυστικό» περιλαμβάνει μια κυβέρνηση, τη Μεσσιανική Βασιλεία του Θεού. «Τα πράγματα που είναι στους ουρανούς», στα οποία αναφέρεται ο Παύλος, είναι όσοι πρόκειται να κληρονομήσουν αυτή την ουράνια Βασιλεία μαζί με τον Χριστό. «Τα πράγματα που είναι στη γη» θα είναι οι επίγειοι υπήκοοί της. Ο Ιησούς επισήμανε στους μαθητές του πως το ιερό μυστικό αφορούσε τη Βασιλεία όταν τους είπε: «Σε εσάς έχει δοθεί το ιερό μυστικό της βασιλείας του Θεού».—Μαρ 4:11.
Περιλαμβάνει την Εκκλησία. Η γνώση του ιερού μυστικού είναι πολύπτυχη. Ο απόστολος έδωσε επιπλέον λεπτομέρειες όταν εξήγησε ότι το ιερό μυστικό περιλαμβάνει την εκκλησία, της οποίας Κεφαλή είναι ο Χριστός. (Εφ 5:32· Κολ 1:18· Απ 1:20) Αυτοί είναι οι συγκληρονόμοι του, με τους οποίους μοιράζεται τη Βασιλεία. (Λου 22:29, 30) Έχουν παρθεί τόσο από Ιουδαίους όσο και από Εθνικούς. (Ρω 11:25· Εφ 3:3-6· Κολ 1:26, 27) Αυτή η πτυχή του «ιερού μυστικού» δεν μπορούσε να γίνει ξεκάθαρα γνωστή πριν πάρει ο Πέτρος την εντολή να επισκεφτεί τον Εθνικό Κορνήλιο και δει αυτό το σπιτικό των Εθνικών να λαβαίνει τα χαρίσματα του αγίου πνεύματος, το 36 Κ.Χ. (Πρ 10:34, 44-48) Γράφοντας στους Εθνικούς Χριστιανούς, ο Παύλος τούς είπε: «Ήσασταν χωρίς Χριστό, . . . ξένοι ως προς τις διαθήκες της υπόσχεσης, και δεν είχατε ελπίδα και ήσασταν χωρίς Θεό στον κόσμο. Αλλά τώρα σε ενότητα με τον Χριστό Ιησού, εσείς που ήσασταν κάποτε μακριά έχετε έρθει κοντά μέσω του αίματος του Χριστού». (Εφ 2:11-13) Μέσω της πολιτείας του Θεού με την εκκλησία, “οι κυβερνήσεις και οι εξουσίες στους ουράνιους τόπους” θα έφταναν στο σημείο να γνωρίσουν την «πολυποίκιλη σοφία του Θεού».—Εφ 3:10.
Σε ένα όραμα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, αυτή η εκκλησία εμφανίζεται να απαρτίζεται από 144.000 άτομα που «αγοράστηκαν ανάμεσα από την ανθρωπότητα ως πρώτοι καρποί για τον Θεό και το Αρνί». Αυτοί στέκονται με το Αρνί, τον Ιησού Χριστό, στο Όρος Σιών, τον τόπο όπου βρίσκεται “η πόλη του ζωντανού Θεού, η ουράνια Ιερουσαλήμ”. Στην αρχαία επίγεια Ιερουσαλήμ ήταν εγκατεστημένος “ο θρόνος του Ιεχωβά”, στον οποίο κάθονταν βασιλιάδες από τη γραμμή του Δαβίδ. Εκεί ήταν και ο ναός του Ιεχωβά. Στην ουράνια Ιερουσαλήμ είναι ενθρονισμένος ο Ιησούς Χριστός, οι δε όσιοι, χρισμένοι με το πνεύμα ακόλουθοί του συμμετέχουν στη διακυβέρνηση της Βασιλείας του. (Απ 14:1, 4· Εβρ 12:22· 1Χρ 29:23· 1Πε 2:4-6) Η ανάσταση αυτών των ατόμων σε αθανασία και αφθαρσία κατά τη διάρκεια της παρουσίας του Χριστού είναι μία από τις πτυχές της πολιτείας του Θεού με την εκκλησία, που από μόνη της αποτελεί «ένα ιερό μυστικό».—1Κο 15:51-54.
Το Ιερό Μυστικό της Θεοσεβούς Αφοσίωσης. Ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Σου τα γράφω αυτά, . . . για να γνωρίζεις πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι στο σπιτικό του Θεού, το οποίο είναι η εκκλησία του ζωντανού Θεού, στύλος και στήριγμα της αλήθειας. Και είναι ομολογουμένως μεγάλο το ιερό μυστικό της θεοσεβούς αφοσίωσης: “Αυτός [ο Ιησούς Χριστός] φανερώθηκε ως σάρκα, ανακηρύχτηκε δίκαιος ως πνεύμα, εμφανίστηκε σε αγγέλους, κηρύχτηκε ανάμεσα σε έθνη, του δείχτηκε πίστη μέσα στον κόσμο, αναλήφθηκε με δόξα”».—1Τι 3:14-16.
«Η εκκλησία του ζωντανού Θεού» είχε την αλήθεια και ήξερε ακριβώς το μυστήριο, ή αλλιώς «το ιερό μυστικό», της αληθινής θεοσεβούς αφοσίωσης—μάλιστα η εκκλησία δεν είχε μόνο τη μορφή αλλά και τη δύναμη αυτής της θεοσεβούς αφοσίωσης. (Αντιπαράβαλε 2Τι 3:5.) Γι’ αυτόν το λόγο, μπορούσε να είναι «στύλος και στήριγμα της αλήθειας» μέσα σε έναν κόσμο πλάνης και ψεύτικης θρησκείας, των “μυστηρίων” που είναι ιερά για τον Σατανά και για όσους έχει τυφλώσει αυτός. (2Κο 4:4) Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είναι Αυτός του οποίου η θεοσεβής αφοσίωση προειπώθηκε και περιγράφηκε στις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές. Επί αιώνες, από τότε ακόμη που εξαπολύθηκε η πρόκληση ενάντια στην κυριαρχία του Θεού και αμφισβητήθηκε η ακεραιότητα του ανθρώπου, ήταν μυστήριο, ή αλλιώς «ιερό μυστικό», το αν θα μπορούσε κανείς να διατηρήσει στην εντέλεια, παρά τις πιέσεις του Διαβόλου, πλήρη, ακλόνητη και άψογη θεοσεβή αφοσίωση. Θα υπήρχε άραγε κάποιος που θα μπορούσε να αντέξει τη δοκιμασία και να αποδειχτεί απολύτως καθαρός, αναμάρτητος και ακηλίδωτος ως προς την αποκλειστική αφοσίωση στον Ιεχωβά; Ένα συναφές ερώτημα ήταν το ποιος θα αποτελούσε το “σπέρμα της γυναίκας” το οποίο θα έπληττε το κεφάλι του Φιδιού. Αυτό θα αποκαλυπτόταν πλήρως όταν ο Χριστός επρόκειτο “να φανερωθεί ως σάρκα, να ανακηρυχτεί δίκαιος ως πνεύμα, να εμφανιστεί σε αγγέλους, να κηρυχτεί ανάμεσα σε έθνη, να του δειχτεί πίστη μέσα στον κόσμο, να αναληφθεί με δόξα”. (1Τι 3:16· 6:16) Αυτό ήταν ομολογουμένως κάτι μεγάλο. Το μεγάλο ζήτημα της θεοσεβούς αφοσίωσης επικεντρωνόταν σε ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό. Πόσο μεγαλειώδης ήταν η πορεία θεοσεβούς αφοσίωσης του Χριστού! Πόσο ωφελεί την ανθρωπότητα και εξυψώνει το όνομα του Ιεχωβά!—Βλέπε ΘΕΟΣΕΒΗΣ ΑΦΟΣΙΩΣΗ.
Φτάνει στο Τέλος Του. Στο όραμα που έλαβε ο απόστολος Ιωάννης, του ειπώθηκαν τα εξής: «Στις ημέρες κατά τις οποίες θα ηχήσει ο έβδομος άγγελος, όταν αυτός θα είναι έτοιμος να σαλπίσει, το ιερό μυστικό του Θεού σύμφωνα με τα καλά νέα που αυτός διακήρυξε στους δούλους του τους προφήτες θα έχει φερθεί σε τέλος». (Απ 10:7) Αυτό το τέλος του ιερού μυστικού συνδέεται στενά με το σάλπισμα του έβδομου αγγέλου, κατά το οποίο ακούγεται στους ουρανούς η αναγγελία: «Η βασιλεία του κόσμου έγινε βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού του, και αυτός θα βασιλέψει στους αιώνες των αιώνων». (Απ 11:15) Συνεπώς, το ιερό μυστικό του Θεού φτάνει στο τέλος του τότε που ο Ιεχωβά αρχίζει τη Βασιλεία του μέσω του Μεσσία του, δηλαδή του Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός μίλησε εκτενώς στους μαθητές του, τους «δούλους» του Θεού, για τη Βασιλεία του Θεού και είπε ότι τα «καλά νέα της βασιλείας» θα συνέχιζαν να κηρύττονται ως το τέλος του «συστήματος πραγμάτων». Έτσι λοιπόν, όταν πια “το ιερό μυστικό του Θεού θα είχε φερθεί σε τέλος”, τα «καλά νέα» που θα κηρύττονταν θα περιλάμβαναν αυτό που ανήγγειλαν οι φωνές στον ουρανό: «Η βασιλεία του κόσμου έγινε βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού του».—Ματ 24:3, 14.
Για το “μυστήριο της ανομίας” (2Θε 2:7), βλέπε ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ. Για τη φράση «Μυστήριο: “Βαβυλώνα η Μεγάλη”» (Απ 17:5), βλέπε ΒΑΒΥΛΩΝΑ Η ΜΕΓΑΛΗ.
-
-
Ιερός ΣτύλοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΣ ΣΤΥΛΟΣ
Η εβραϊκή λέξη ’ασεράχ (πληθ., ’ασερίμ) θεωρείται ότι αναφέρεται (1) σε έναν ιερό στύλο που συμβόλιζε την Ασεράχ, μια χαναανιτική θεά της γονιμότητας (Κρ 6:25, 26), και (2) στην ίδια τη θεά Ασεράχ. (2Βα 13:6, υποσ.) Εντούτοις, δεν είναι πάντοτε δυνατόν να καθοριστεί αν ένα συγκεκριμένο εδάφιο αναφέρεται στο ειδωλολατρικό αντικείμενο ή στη θεά. Ωστόσο, αρκετές σύγχρονες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής αποδίδουν τη λέξη της πρωτότυπης γλώσσας ως «ιερός στύλος» και «ιεροί στύλοι», αλλά όταν γίνεται σαφής αναφορά στη θεά τη μεταγράφουν. (AT, JB) Άλλες δεν επιδιώκουν να κάνουν κάποια διάκριση, αλλά απλώς μεταγράφουν την εβραϊκή λέξη (RS) ή τη μεταφράζουν με συνέπεια «ιερός στύλος» και «ιεροί στύλοι». (ΜΝΚ) Στις παλιότερες μεταφράσεις της Γραφής, αυτή η εβραϊκή λέξη αποδίδεται συνήθως «άλσος» και «άλση». (KJ, Le, ΒΑΜ) Η συγκεκριμένη απόδοση, όμως, είναι άστοχη σε περικοπές όπως τα εδάφια Κριτές 3:7 και 2 Βασιλέων 23:6 (KJ, ΒΑΜ), που μιλούν για υπηρεσία προς τα «άλση» και για εκβολή του «άλσους» από το ναό της Ιερουσαλήμ.
Οι Ιεροί Στύλοι. Προφανώς οι ιεροί στύλοι ήταν στημένοι σε όρθια θέση και ήταν φτιαγμένοι από ξύλο ή τουλάχιστον περιείχαν ξύλο, δεδομένου ότι οι Ισραηλίτες διατάχθηκαν να τους κόψουν και να τους κάψουν. (Εξ 34:13· Δευ 12:3) Ίσως επρόκειτο απλώς για αλάξευτους στύλους, πιθανώς δε και για δέντρα σε μερικές περιπτώσεις, διότι ο λαός του Θεού έλαβε την εντολή: «Δεν πρέπει να φυτέψεις οποιοδήποτε είδος δέντρου ως ιερό στύλο».—Δευ 16:21.
Τόσο ο Ισραήλ όσο και ο Ιούδας αγνόησαν τη ρητή εντολή του Θεού, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε να στήσουν ιερές στήλες και ιερούς στύλους. Τουναντίον, τοποθέτησαν τέτοια αντικείμενα πάνω σε «κάθε ψηλό λόφο και κάτω από κάθε θαλερό δέντρο», δίπλα στα θυσιαστήρια. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι στύλοι συμβόλιζαν το θηλυκό στοιχείο, ενώ οι στήλες το αρσενικό. Αυτά τα συναφή με την ειδωλολατρία αντικείμενα—πιθανώς φαλλικά σύμβολα—συνδέονταν με σεξουαλικά όργια χονδροειδούς ανηθικότητας, όπως αφήνεται να εννοηθεί από τη δήλωση ότι υπήρχαν ιερόδουλοι στη χώρα ήδη από τη βασιλεία του Ροβοάμ. (1Βα 14:22-24· 2Βα 17:10) Ήταν σπάνιοι οι βασιλιάδες, όπως ο Εζεκίας (και ο Ιωσίας), οι οποίοι “αφαίρεσαν τους υψηλούς τόπους και συνέτριψαν τις ιερές στήλες και έκοψαν τον ιερό στύλο”.—2Βα 18:4· 2Χρ 34:7.
Ασεράχ. Τα κείμενα της Ρας Σάμρα προσδιορίζουν αυτή τη θεά ως τη σύζυγο του θεού Ελ, του «Δημιουργού των Δημιουργημάτων», και αναφέρονται σε αυτήν ως «Κυρία Ασεράχ της Θάλασσας» και ως «Προγεννήτειρα των Θεών», πράγμα που την καθιστά και μητέρα του Βάαλ. Εντούτοις, είναι εμφανές ότι οι ρόλοι που διαδραμάτιζαν οι τρεις κυριότερες θεές του Βααλισμού (η Ανάθ, η Ασεράχ και η Αστορέθ) συνέπιπταν σε μεγάλο βαθμό, όπως καταδεικνύεται τόσο από εξωβιβλικές πηγές όσο και από το Γραφικό υπόμνημα. Αν και ως σύζυγος του Βάαλ φαίνεται ότι παρουσιαζόταν η Αστορέθ, ίσως θεωρούνταν σύζυγός του και η Ασεράχ.
Στην περίοδο των Κριτών, αναφέρεται ότι οι αποστάτες Ισραηλίτες «άρχισαν να υπηρετούν τους Βάαλ και τους ιερούς στύλους [τις Ασερίμ]». (Κρ 3:7, υποσ.· παράβαλε 2:13.) Η μνεία αυτών των θεοτήτων στον πληθυντικό ίσως υποδηλώνει ότι κάθε τόπος είχε τον δικό του Βάαλ και τη δική του Ασεράχ. (Κρ 6:25) Η Ιεζάβελ, η Σιδώνια σύζυγος του Αχαάβ, του βασιλιά του Ισραήλ, φιλοξενούσε στο τραπέζι της 450 προφήτες του Βάαλ και 400 προφήτες του ιερού στύλου, ή αλλιώς της Ασεράχ.—1Βα 18:19.
Η έκφυλη λατρεία της Ασεράχ κατέληξε να ασκείται μέσα στον ίδιο το ναό του Ιεχωβά. Μάλιστα ο Βασιλιάς Μανασσής τοποθέτησε εκεί μια γλυπτή εικόνα του ιερού στύλου, προφανώς ένα ομοίωμα της θεάς Ασεράχ. (2Βα 21:7) Ο Μανασσής διαπαιδαγωγήθηκε με την αιχμαλωσία του στη Βαβυλώνα και, μόλις επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, έδειξε ότι είχε ωφεληθεί από αυτή τη διαπαιδαγώγηση καθαρίζοντας τον οίκο του Ιεχωβά από τα συναφή με την ειδωλολατρία αντικείμενα. Εντούτοις, ο γιος του, ο Αμών, έθεσε και πάλι σε εφαρμογή την εξαχρειωτική λατρεία του Βάαλ και της Ασεράχ, λατρεία η οποία συνοδευόταν από τελετουργική πορνεία. (2Χρ 33:11-13, 15, 21-23) Αυτό κατέστησε αναγκαίο για τον δίκαιο Βασιλιά Ιωσία, ο οποίος διαδέχθηκε τον Αμών στο θρόνο, να γκρεμίσει «τα οικήματα που είχαν οι ιερόδουλοι μέσα στον οίκο του Ιεχωβά, όπου οι γυναίκες ύφαιναν σκηνές ως αγιαστήρια για τον ιερό στύλο».—2Βα 23:4-7.
-
-
ΙερουββέσεθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΥΒΒΕΣΕΘ
(Ιερουββέσεθ) [Ας Κάνει Νομική Υπεράσπιση (Ας Αντιδικήσει) το Επαίσχυντο Πράγμα].
Το όνομα του Κριτή Γεδεών το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 11:21. Προφανώς πρόκειται για μια μορφή του ονόματος «Ιεροβάαλ», ονόματος που δόθηκε στον Γεδεών από τον πατέρα του τον Ιεχωάς όταν ο Γεδεών γκρέμισε το θυσιαστήριο του Βάαλ. (Κρ 6:30-32) Μερικοί λόγιοι πιστεύουν ότι ο συγγραφέας του βιβλίου Δεύτερο Σαμουήλ αντικατέστησε το συνθετικό «βάαλ» (εβρ., μπά‛αλ) με μια εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αισχύνη» (τη λέξη μπόσεθ που αντιστοιχεί στο συνθετικό «βέσεθ»), για να μη χρησιμοποιήσει σε κύριο όνομα το όνομα του ψεύτικου θεού Βάαλ.—Βλέπε ΓΕΔΕΩΝ.
-
-
Ιερουσά(χ)Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΥΣΑ(Χ)
(Ιερουσά[χ]) [Έχει Πάρει στην Κατοχή Του].
Μητέρα του Βασιλιά Ιωθάμ, σύζυγος του Οζία και κόρη του Σαδώκ.—2Βα 15:32, 33· 2Χρ 27:1, 2.
-
-
ΙερουσαλήμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
(Ιερουσαλήμ) [Κατοχή (Θεμέλιο) Διπλής Ειρήνης].
Η πρωτεύουσα του αρχαίου έθνους του Ισραήλ από το έτος 1070 Π.Κ.Χ. και έπειτα. Μετά τη διαίρεση του έθνους σε δύο βασίλεια (997 Π.Κ.Χ.), η Ιερουσαλήμ παρέμεινε πρωτεύουσα του νότιου βασιλείου του Ιούδα. Σε όλη τη Γραφή, η Ιερουσαλήμ αναφέρεται 800 και πλέον φορές.
Όνομα. Το αρχαιότερο καταγραμμένο όνομα της πόλης είναι «Σαλήμ». (Γε 14:18) Αν και μερικοί προσπαθούν να συνδέσουν τη σημασία του ονόματος Ιερουσαλήμ με τη σημασία του ονόματος Σαλέμ, το οποίο είχε ένας δυτικοσημιτικός θεός, ο απόστολος Παύλος δείχνει ότι η αληθινή σημασία του δεύτερου συνθετικού του ονόματος είναι «Ειρήνη». (Εβρ 7:2) Η γραφή αυτού του δεύτερου συνθετικού στην εβραϊκή υποδηλώνει δυϊκό αριθμό, επομένως «Διπλή Ειρήνη». Σε ακκαδικά (ασσυροβαβυλωνιακά) κείμενα η πόλη λεγόταν Ουρουσαλίμ (ή Ουρ-σα-λι-ιμ-μου). Με βάση αυτό το γεγονός, ορισμένοι λόγιοι εξηγούν το όνομα ως «Πόλη Ειρήνης». Αλλά ο εβραϊκός τύπος, στον οποίο πρέπει λογικά να προσδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα, σημαίνει προφανώς «Κατοχή (Θεμέλιο) Διπλής Ειρήνης».
Πολλές άλλες εκφράσεις και τίτλοι χρησιμοποιήθηκαν στις Γραφές αναφορικά με αυτή την πόλη. Σε μια περίπτωση, ο ψαλμωδός χρησιμοποιεί το αρχαιότερο όνομα «Σαλήμ». (Ψλ 76:2) Άλλοι προσδιορισμοί ήταν: «πόλη του Ιεχωβά» (Ησ 60:14), «πόλη του Μεγάλου Βασιλιά» (Ψλ 48:2· παράβαλε Ματ 5:35), «Πόλη Δικαιοσύνης» και «Πιστή Πόλη» (Ησ 1:26), «Σιών» (Ησ 33:20), καθώς επίσης «άγια πόλη» (Νε 11:1· Ησ 48:2· 52:1· Ματ 4:5). Το όνομα «ελ Κουντς», που σημαίνει «η Άγια [Πόλη]», εξακολουθεί να είναι το δημώδες όνομά της στην αραβική. Το όνομα που υπάρχει στους σημερινούς χάρτες του Ισραήλ είναι Γερουσαλάιμ.
Τοποθεσία. Η Ιερουσαλήμ βρισκόταν σχετικά μακριά από τις μεγάλες διεθνείς εμπορικές οδούς, στις παρυφές μιας άγονης ερήμου (της ερήμου του Ιούδα), τα δε αποθέματά της σε νερό ήταν περιορισμένα. Εντούτοις, δύο εσωτερικές εμπορικές οδοί διασταυρώνονταν κοντά στην πόλη. Η μία είχε κατεύθυνση Β-Ν και διέτρεχε την κορυφή του οροπεδίου που αποτελούσε τη «ραχοκοκαλιά» της αρχαίας Παλαιστίνης, συνέδεε δε διάφορες πόλεις όπως τη Δωθάν, τη Συχέμ, τη Βαιθήλ, τη Βηθλεέμ, τη Χεβρών και τη Βηρ-σαβεέ. Η δεύτερη οδός είχε κατεύθυνση Α-Δ και ξεκινούσε από τη Ραββά (το σημερινό Αμμάν), διέσχιζε κοιλάδες χειμάρρων μέχρι τη λεκάνη του Ιορδάνη Ποταμού, ανέβαινε τις απότομες πλαγιές του Ιούδα και στη συνέχεια κατέβαινε ελικοειδώς μέσα από τις δυτικές πλαγιές μέχρι την ακτή της Μεσογείου και το λιμάνι της Ιόππης. Επιπρόσθετα, η Ιερουσαλήμ βρισκόταν σε κεντρικό σημείο όσον αφορά όλη την περιοχή της Υποσχεμένης Γης, και έτσι προσφερόταν για κρατικό διοικητικό κέντρο.
Η Ιερουσαλήμ, που απέχει περίπου 55 χλμ. από τη Μεσόγειο Θάλασσα και γύρω στα 25 χλμ. από το βόρειο άκρο της Νεκράς Θαλάσσης, σε ευθεία απόσταση προς τα Δ, είναι χτισμένη ανάμεσα στους λόφους της κεντρικής οροσειράς. (Παράβαλε Ψλ 125:2.) Το υψόμετρό της—περίπου 750 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας—την καθιστούσε εκείνη την εποχή μια από τις υψηλότερες πρωτεύουσες του κόσμου. Η «επιβλητικότητά» της μνημονεύεται στις Γραφές, οι δε ταξιδιώτες έπρεπε να “ανεβαίνουν” από τις παράκτιες πεδιάδες για να φτάσουν στην πόλη. (Ψλ 48:2· 122:3, 4) Το κλίμα είναι ευχάριστο, με δροσερές νύχτες, μέση ετήσια θερμοκρασία 17°C, και μέση ετήσια βροχόπτωση περίπου 63 εκ., ενώ βρέχει κυρίως από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο.
Παρά το ύψος στο οποίο βρίσκεται, η Ιερουσαλήμ δεν ξεχωρίζει από τον περιβάλλοντα χώρο. Ο ταξιδιώτης έχει πλήρη άποψη της πόλης μόνο όταν πλησιάσει αρκετά. Στα Α, το Όρος των Ελαιών υψώνεται γύρω στα 800 μ. Βόρεια από αυτό, το Όρος Σκοπός έχει ύψος περίπου 820 μ., και οι γύρω λόφοι στα Ν και στα Δ φτάνουν μέχρι και τα 835 μ. Αυτά τα υψόμετρα δίνουν μια ιδέα της τοπογραφίας σε σχέση με το Όρος του Ναού (περ. 740 μ.).
Σε καιρό πολέμου, η τοπογραφία αυτής της περιοχής θα φαινόταν ότι αποτελούσε σοβαρό μειονέκτημα. Οποιοδήποτε μειονέκτημα, όμως, αντισταθμιζόταν από το ότι η πόλη περιβαλλόταν σε τρεις πλευρές από απότομες κοιλάδες: την κοιλάδα του χειμάρρου Κιδρόν στα ανατολικά και την Κοιλάδα του Εννόμ στα νότια και στα δυτικά. Μια κεντρική κοιλάδα, προφανώς αυτή που ο Ιώσηπος ονομάζει Κοιλάδα των Τυροποιών, χώριζε την περιοχή της πόλης σε ανατολικούς και δυτικούς λόφους ή υψώματα. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ε΄, 136, 140 [iv, 1]) Με την πάροδο των αιώνων αυτή η κεντρική κοιλάδα έχει επιχωματωθεί αρκετά, αλλά για να διασχίσει ο επισκέπτης την πόλη, πρέπει ακόμη και σήμερα να κατεβεί μια αρκετά απότομη κατωφέρεια και, αφού φτάσει σε ένα κεντρικό κοίλωμα, να ανεβεί στην άλλη πλευρά. Σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, εκτός από την κεντρική κοιλάδα που είχε κατεύθυνση Β-Ν, άλλες δύο μικρότερες κοιλάδες, ή αλλιώς βυθίσματα, με κατεύθυνση Α-Δ έτεμναν περαιτέρω τους λόφους—η μία κοιλάδα διέσχιζε τον ανατολικό λόφο και η άλλη τον δυτικό.
Σε όλες τις περιόδους, το αμυντικό σύστημα των τειχών της πόλης φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκε τα απότομα τοιχώματα των κοιλάδων. Η μόνη πλευρά της πόλης που δεν διέθετε φυσική άμυνα ήταν η βόρεια, και εδώ τα τείχη ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένα. Όταν ο στρατηγός Τίτος επιτέθηκε στην πόλη το 70 Κ.Χ., σύμφωνα με τον Ιώσηπο, βρήκε μπροστά του τρία διαδοχικά τείχη σε εκείνη την πλευρά.
Ύδρευση. Σε περιόδους πολιορκίας οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ υπέφεραν από σοβαρές ελλείψεις τροφίμων, αλλά από ό,τι φαίνεται δεν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερο πρόβλημα με το νερό. Και αυτό επειδή, παρά το ότι βρίσκεται κοντά στην άνυδρη έρημο της Ιουδαίας, η πόλη συνδεόταν με μια μόνιμη παροχή τρεχούμενου νερού και υπήρχαν αρκετοί υδροταμιευτήρες εντός των τειχών της.
Κοντά στην πόλη υπήρχαν δύο πηγές: η Εν-ρογήλ και η Γιών. Η πρώτη βρισκόταν λίγο νοτιότερα από τη συμβολή της Κοιλάδας Κιδρόν με την Κοιλάδα του Εννόμ. Μολονότι αποτελούσε πολύτιμη πηγή νερού, σε περιόδους επίθεσης ή πολιορκίας δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση σε αυτήν. Η πηγή Γιών βρισκόταν στη δυτική πλευρά της Κοιλάδας Κιδρόν, δίπλα στο τμήμα που ονομάστηκε Πόλη του Δαβίδ. Μολονότι ήταν έξω από τα τείχη της πόλης, βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε κατέστη δυνατό να ανοιχτεί μια σήραγγα συνδεόμενη με ένα φρεάτιο, και έτσι οι κάτοικοι μπορούσαν να αντλούν νερό χωρίς να βγαίνουν έξω από τα προστατευτικά τείχη. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία, αυτό έλαβε χώρα σε πρώιμη περίοδο της ιστορίας της πόλης. Το 1961 και το 1962, οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα σημαντικό πρώιμο τείχος, το οποίο βρισκόταν πιο χαμηλά από την άνω άκρη ή είσοδο της σήραγγας, περικλείοντάς την. Πιστεύεται ότι ήταν το τείχος της αρχαίας πόλης των Ιεβουσαίων.
Με την πάροδο των ετών ανοίχτηκαν επιπρόσθετες σήραγγες και κανάλια για να διοχετευτούν τα νερά της Γιών. Ένα κανάλι ξεκινούσε από το στόμιο του σπηλαίου της πηγής Γιών, συνέχιζε μέσα στην κοιλάδα, περιέτρεχε την άκρη του νοτιοανατολικού λόφου και κατέληγε σε μια δεξαμενή στη συμβολή της Κοιλάδας του Εννόμ με την κεντρική κοιλάδα ή Κοιλάδα των Τυροποιών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, το κανάλι αυτό έμοιαζε με χαντάκι, ήταν σκεπασμένο με επίπεδες πέτρες και σε ορισμένα σημεία περνούσε μέσα από την πλαγιά του λόφου. Τα ανοίγματα που υπήρχαν κατά διαστήματα επέτρεπαν την άντληση νερού για την άρδευση των αναβαθμίδων χαμηλά στην κοιλάδα. Η κλίση του καναλιού—περίπου 4 ή 5 χιλιοστόμετρα ανά μέτρο—είχε ως αποτέλεσμα μια αργή, ήρεμη ροή, κάτι που θυμίζει «τα νερά του Σιλωά που κυλούν ήρεμα». (Ησ 8:6) Λέγεται ότι αυτό το κανάλι, απροστάτευτο καθώς ήταν και ευάλωτο, κατασκευάστηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Σολομώντα, όταν επικρατούσε ειρήνη και ασφάλεια.
Τα σπίτια και τα κτίρια της Ιερουσαλήμ διέθεταν προφανώς υπόγειες στέρνες, οι οποίες συμπλήρωναν την προμήθεια νερού από τις πηγές. Εκεί διατηρούσαν καθαρό και δροσερό το νερό της βροχής που συνέλεγαν από τις στέγες. Στην περιοχή του ναού φαίνεται πως υπήρχαν ιδιαίτερα μεγάλες στέρνες, και μάλιστα οι αρχαιολόγοι ισχυρίζονται ότι έχουν εντοπίσει εκεί 37 στέρνες με συνολική χωρητικότητα περίπου 38.000 kl, ενώ μία και μόνο από αυτές υπολογίζεται ότι μπορούσε να χωρέσει 7.600 kl.
Ανά τους αιώνες χτίστηκαν αρκετοί υδραγωγοί για την ύδρευση της Ιερουσαλήμ. Η παράδοση αποδίδει στον Σολομώντα την κατασκευή ενός αγωγού από τις «Δεξαμενές του Σολομώντα» (τρεις υδροταμιευτήρες ΝΔ της Βηθλεέμ) ως τον περίβολο του ναού στην Ιερουσαλήμ. Στο εδάφιο Εκκλησιαστής 2:6, ο Σολομών λέει: «Έφτιαξα δεξαμενές νερού για τον εαυτό μου, για να ποτίζω από αυτές το δάσος». Ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα όσο η κατασκευή των δεξαμενών θα μπορούσε κάλλιστα να περιλαμβάνει και την κατασκευή ενός αγωγού για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών υδροδότησης της Ιερουσαλήμ μετά την έναρξη των υπηρεσιών στο ναό. Ωστόσο, εκτός από την παράδοση, δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες ότι ο Σολομών έφτιαξε κάποιον αγωγό από τις Δεξαμενές του Σολομώντα ως την Ιερουσαλήμ. Ίχνη πολλών υδραγωγών υπάρχουν ακόμη. Ένας αγωγός που κατασκευάστηκε για να μεταφέρει νερό από τις πηγές του Ουάντι ελ-Αρούμπ, 20 χλμ. ΝΝΔ της Ιερουσαλήμ, στις Δεξαμενές του Σολομώντα ίσως είναι αυτός τον οποίο αναφέρει ο Ιώσηπος, ο οποίος λέει ότι κατασκευάστηκε από τον Πόντιο Πιλάτο με χρήματα από το θησαυροφυλάκιο του ναού. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 60 [iii, 2]· Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 175 [ix, 4]) Από τους δύο υδραγωγούς που οδηγούν από τις Δεξαμενές του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, ο χαμηλότερος είναι ο αρχαιότερος και μπορεί να ανάγεται στην εποχή του Ηρώδη ή των Ασμοναίων. Αυτός ο υδραγωγός διερχόταν κάτω από το χωριό της Βηθλεέμ και έφτανε ως το Όρος του Ναού περνώντας πάνω από την «Αψίδα του Γουίλσον».
Αρχαιολογικές Έρευνες. Μολονότι έχουν γίνει πολλές έρευνες και ανασκαφές, λίγα αδιαμφισβήτητα στοιχεία έχουν προκύψει για την πόλη των Βιβλικών χρόνων. Διάφοροι παράγοντες έχουν περιορίσει την έρευνα ή έχουν ελαττώσει την αξία της. Στους αιώνες της Κοινής Χρονολογίας η Ιερουσαλήμ υπήρξε σχεδόν πάντα οικιστική περιοχή, πράγμα που έχει μειώσει δραστικά την έκταση που προσφέρεται για ανασκαφές. Επιπρόσθετα, η πόλη καταστράφηκε αρκετές φορές και οι νέες πόλεις χτίστηκαν πάνω στα ερείπια, σε πολλές δε περιπτώσεις κατασκευάστηκαν εν μέρει από τα υλικά αυτών των ερειπίων. Τα συσσωρευμένα άχρηστα υλικά—που σε ορισμένα σημεία φτάνουν περίπου τα 30 μ. βάθος—έχουν αλλοιώσει τα αρχικά χαρακτηριστικά της περιοχής και έχουν καταστήσει παρακινδυνευμένη την ερμηνεία των ευρημάτων από τις ανασκαφές. Έχουν έρθει στο φως μερικά τμήματα των τειχών, δεξαμενές, σήραγγες νερού και αρχαία μνήματα, αλλά πολύ λίγα γραπτά στοιχεία. Οι σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις προέρχονται από το νοτιοανατολικό λόφο, ο οποίος βρίσκεται τώρα έξω από τα τείχη της πόλης.
Συνεπώς, οι κυριότερες πηγές πληροφοριών για την αρχαία πόλη παραμένουν η Αγία Γραφή και η περιγραφή της πόλης του πρώτου αιώνα από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο.
Η Παλαιότερη Ιστορία Της. Η πρώτη ιστορική μνεία της πόλης ανάγεται στη δεκαετία 1943-1933 Π.Κ.Χ., όταν ο Αβραάμ συνάντησε τον Μελχισεδέκ. Ο Μελχισεδέκ ήταν «βασιλιάς της Σαλήμ» και «ιερέας του Υψίστου Θεού». (Γε 14:17-20) Ωστόσο, η απαρχή της πόλης και η προέλευση του πληθυσμού της είναι τόσο ομιχλώδεις όσο και η προέλευση του βασιλιά-ιερέα της, του Μελχισεδέκ.—Παράβαλε Εβρ 7:1-3.
Άλλο ένα περιστατικό στη ζωή του Αβραάμ φαίνεται ότι συνέβη στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Ο Αβραάμ έλαβε την εντολή να προσφέρει το γιο του τον Ισαάκ «σε ένα από τα βουνά» στη «γη Μοριά». Ο ναός που έχτισε ο Σολομών ανεγέρθηκε στο «Όρος Μοριά», εκεί όπου υπήρχε άλλοτε ένα αλώνι. (Γε 22:2· 2Χρ 3:1) Επομένως, η Αγία Γραφή φαίνεται να συνδέει τον τόπο όπου ο Αβραάμ αποπειράθηκε να προσφέρει τη θυσία του με την ορεινή περιοχή γύρω από την Ιερουσαλήμ. (Βλέπε ΜΟΡΙΑ.) Δεν αναφέρεται αν ο Μελχισεδέκ ήταν ακόμη ζωντανός, αλλά πιθανότατα η Σαλήμ παρέμεινε φιλικό έδαφος για τον Αβραάμ.
Οι Πινακίδες της Αμάρνα, απευθυνόμενες από Χαναναίους ηγεμόνες προς τον Αιγύπτιο επικυρίαρχό τους, περιλαμβάνουν εφτά επιστολές από το βασιλιά ή κυβερνήτη της Ιερουσαλήμ (Ουρουσαλίμ). Αυτές οι επιστολές γράφτηκαν πριν από την κατάκτηση της Χαναάν από τους Ισραηλίτες. Επομένως, η Ιερουσαλήμ, στα περίπου 465 χρόνια που μεσολάβησαν από τη συνάντηση του Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ μέχρι την ισραηλιτική κατάκτηση, είχε καταληφθεί από ειδωλολάτρες Χαμίτες Χαναναίους και βρισκόταν υπό την κυριαρχία της χαμιτικής Αιγυπτιακής Αυτοκρατορίας.
Η αφήγηση της σαρωτικής κατάκτησης της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή συγκαταλέγει τον Αδωνισεδέκ, το βασιλιά της Ιερουσαλήμ, ανάμεσα στους συνασπισμένους βασιλιάδες που επιτέθηκαν στη Γαβαών. Το όνομά του (που σημαίνει «Ο Κύριός (μου) Είναι Δικαιοσύνη») παραλληλίζεται σαφώς με αυτό του παλιότερου βασιλιά της Ιερουσαλήμ, του Μελχισεδέκ («Βασιλιάς Δικαιοσύνης»), αλλά ο Αδωνισεδέκ δεν λάτρευε τον Ύψιστο Θεό, τον Ιεχωβά.—Ιη 10:1-5, 23, 26· 12:7, 8, 10.
Όταν παραχωρήθηκαν στις φυλές οι εδαφικές κληρονομιές, η Ιερουσαλήμ βρέθηκε στο όριο μεταξύ του Ιούδα και του Βενιαμίν, το ακριβές σύνορο των οποίων διέτρεχε την Κοιλάδα του Εννόμ. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον το τμήμα που αποτέλεσε μεταγενέστερα την «Πόλη του Δαβίδ», στη ράχη μεταξύ της Κοιλάδας Κιδρόν και της Κοιλάδας των Τυροποιών, βρισκόταν μέσα στα εδάφη του Βενιαμίν. Φαίνεται, όμως, ότι η χαναανιτική πόλη είχε επιπλέον οικισμούς, ή «προάστια», και μέρος της κατοικημένης περιοχής μπορεί να εισχωρούσε στα εδάφη του Ιούδα, Δ και Ν της Κοιλάδας του Εννόμ. Στο εδάφιο Κριτές 1:8 η αρχική κατάληψη της Ιερουσαλήμ αποδίδεται στον Ιούδα, αλλά όταν οι δυνάμεις εισβολής απομακρύνθηκαν, οι Ιεβουσαίοι κάτοικοι προφανώς παρέμειναν (ή επέστρεψαν) αρκετά δυνατοί ώστε να σχηματίσουν έναν μεταγενέστερο θύλακα αντίστασης που ούτε ο Ιούδας ούτε ο Βενιαμίν μπόρεσε να εκριζώσει. Επομένως, τόσο σε σχέση με τον Ιούδα όσο και σε σχέση με τον Βενιαμίν λέγεται ότι “οι Ιεβουσαίοι συνέχισαν να κατοικούν με αυτούς στην Ιερουσαλήμ”. (Ιη 15:63· Κρ 1:21) Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε επί τέσσερις περίπου αιώνες, η δε πόλη αναφερόταν μερικές φορές ως «Ιεβούς», «πόλη αλλοεθνών».—Κρ 19:10-12· 1Χρ 11:4, 5.
Στην Εποχή του Ενωμένου Βασιλείου. Η έδρα του Βασιλιά Σαούλ ήταν η Γαβαά στην περιοχή του Βενιαμίν. Η πρωτεύουσα του Βασιλιά Δαβίδ ήταν αρχικά η Χεβρών του Ιούδα, περίπου 30 χλμ. ΝΝΔ της Ιερουσαλήμ. Αφού ο Δαβίδ κυβέρνησε εκεί συνολικά εφτάμισι χρόνια (2Σα 5:5), αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Ιερουσαλήμ. Αυτό έγινε υπό θεϊκή κατεύθυνση (2Χρ 6:4-6), δεδομένου ότι αιώνες νωρίτερα ο Ιεχωβά είχε αναφερθεί στον “τόπο που θα εξέλεγε για να θέσει το όνομά του”.—Δευ 12:5· 26:2· παράβαλε 2Χρ 7:12.
Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή η πόλη των Ιεβουσαίων βρισκόταν στη νότια άκρη του ανατολικού υψώματος. Οι Ιεβουσαίοι είχαν την πεποίθηση ότι η οχυρωμένη πόλη τους ήταν απόρθητη, καθώς τα απότομα τοιχώματα των κοιλάδων πρόσφεραν φυσική άμυνα από τις τρεις πλευρές ενώ, πιθανότατα, υπήρχαν ειδικά οχυρώματα στο βορρά. Η πόλη ήταν γνωστή ως το «δυσπρόσιτο μέρος» (1Χρ 11:7), και οι Ιεβουσαίοι περιέπαιζαν τον Δαβίδ λέγοντας ότι ακόμη και “οι τυφλοί και οι κουτσοί της πόλης” μπορούσαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις του. Ο Δαβίδ, όμως, κατέλαβε την πόλη, και στην επίθεσή του πρωτοστάτησε ο Ιωάβ, ο οποίος προφανώς εισχώρησε στην πόλη μέσω «της σήραγγας του νερού». (2Σα 5:6-9· 1Χρ 11:4-8) Οι μελετητές δεν είναι απολύτως βέβαιοι για τη σημασία της εβραϊκής λέξης που μεταφράζεται εδώ “σήραγγα του νερού”, αλλά γενικά αποδέχονται αυτόν τον όρο ή άλλους παρόμοιους ως την πιθανότερη σημασία της. Η σύντομη αφήγηση δεν αναφέρει πώς ακριβώς διαρρήχθηκε η άμυνα της πόλης. Αφότου ανακαλύφτηκε η σήραγγα και το φρεάτιο που οδηγεί στην πηγή Γιών, η επικρατούσα άποψη είναι ότι ο Ιωάβ, επικεφαλής ορισμένων αντρών, ανέβηκε από αυτό το κάθετο φρεάτιο, πέρασε από την επικλινή σήραγγα και βρέθηκε μέσα στην πόλη διενεργώντας αιφνιδιαστική επίθεση. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 951) Είτε έτσι είτε αλλιώς, η πόλη καταλήφθηκε και ο Δαβίδ μετέφερε εκεί την πρωτεύουσά του (1070 Π.Κ.Χ.). Το οχυρό των Ιεβουσαίων ονομάστηκε τότε «Πόλη του Δαβίδ» και «Σιών».—2Σα 5:7.
Ο Δαβίδ άρχισε ένα οικοδομικό πρόγραμμα εντός της περιοχής, στο οποίο προφανώς περιλαμβανόταν και η βελτίωση του αμυντικού συστήματος της πόλης. (2Σα 5:9-11· 1Χρ 11:8) «Το Ύψωμα» (εβρ., χαμΜιλλώ’) που αναφέρεται εδώ (2Σα 5:9) και σε μεταγενέστερες αφηγήσεις (1Βα 9:15, 24· 11:27) ήταν κάποιο γεωγραφικό γνώρισμα ή χαρακτηριστικό οικοδόμημα της πόλης, πολύ γνωστό τότε αλλά απροσδιόριστο σήμερα. Όταν αργότερα ο Δαβίδ μετέφερε την ιερή «κιβωτό του Ιεχωβά» από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην Ιερουσαλήμ, η πόλη καταστάθηκε το θρησκευτικό, καθώς επίσης το διοικητικό, κέντρο του έθνους.—2Σα 6:11, 12, 17· βλέπε ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ· ΤΑΦΗ, ΤΑΦΟΣ· ΥΨΩΜΑ.
Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για επίθεση εχθρικών δυνάμεων στην Ιερουσαλήμ κατά τη βασιλεία του Δαβίδ, δεδομένου ότι αυτός μετέφερε το πεδίο της μάχης στις περιοχές των εχθρών του. (Παράβαλε 2Σα 5:17-25· 8:1-14· 11:1.) Σε μία περίπτωση, όμως, ο Δαβίδ θεώρησε κατάλληλο να εγκαταλείψει την πόλη ενόψει της προέλασης στασιαστικών δυνάμεων, επικεφαλής των οποίων ήταν ο ίδιος του ο γιος, ο Αβεσσαλώμ. Ο βασιλιάς μπορεί να υποχώρησε για να μη γίνει εμφύλιος πόλεμος και χυθεί αίμα σε αυτόν τον τόπο όπου είχε τεθεί το όνομα του Ιεχωβά. (2Σα 15:13-17) Όποιος και αν ήταν ο λόγος της υποχώρησης, αυτή οδήγησε στην εκπλήρωση της θεόπνευστης προφητείας του Νάθαν. (2Σα 12:11· 16:15-23) Ο Δαβίδ δεν επέτρεψε να φύγει και η κιβωτός της διαθήκης μαζί του, αλλά διέταξε τους πιστούς ιερείς να την επιστρέψουν στην πόλη, στην τοποθεσία που είχε εκλέξει ο Θεός. (2Σα 15:23-29) Η περιγραφή του αρχικού μέρους της φυγής του Δαβίδ στο Δεύτερο Σαμουήλ, κεφάλαιο 15, δίνει μια καλή εικόνα των γεωγραφικών χαρακτηριστικών της περιοχής στα Α της πόλης.
Προς το τέλος της διακυβέρνησής του, ο Δαβίδ άρχισε να προετοιμάζει οικοδομικά υλικά για το ναό. (1Χρ 22:1, 2· παράβαλε 1Βα 6:7.) Οι πέτρες που είχαν ήδη πελεκηθεί μπορεί να προέρχονταν από κάποιο λατομείο της περιοχής, διότι το βραχώδες υπόστρωμα της Ιερουσαλήμ κόβεται και σμιλεύεται εύκολα στο επιθυμητό μέγεθος και σχήμα, αλλά όταν εκτίθεται στον αέρα, σκληραίνει σχηματίζοντας ανθεκτικούς και ελκυστικούς δομικούς λίθους. Κοντά στη σημερινή Πύλη της Δαμασκού υπάρχουν ίχνη ενός αρχαίου λατομείου, από το οποίο έχουν εξαχθεί τεράστιες ποσότητες λίθων στην πάροδο του χρόνου.
Άλλη μια άποψη της τοπογραφίας των περιχώρων της Ιερουσαλήμ, αυτή τη φορά προς τα Α και τα Ν, δίνεται στην αφήγηση για τη χρίση του Σολομώντα κατ’ εντολήν του ηλικιωμένου Βασιλιά Δαβίδ. Ένας άλλος γιος, ο Αδωνίας, βρισκόταν στην πηγή Εν-ρογήλ, σχεδιάζοντας με δόλο να αρπάξει τη βασιλεία, τη στιγμή που ο Σολομών χριόταν στην πηγή Γιών. Η απόσταση ανάμεσα στα δύο σημεία ήταν τόσο μικρή (περ. 700 μ.) ώστε ο Αδωνίας και οι άλλοι συνωμότες άκουσαν το θόρυβο από το κέρας και τους εορτασμούς στη Γιών.—1Βα 1:5-9, 32-41.
Κατά τη βασιλεία του Σολομώντα έλαβαν χώρα σημαντικές εργασίες οικοδόμησης (ίσως και ανοικοδόμησης) μέσα στην πόλη, τα δε όριά της επεκτάθηκαν. (1Βα 3:1· 9:15-19, 24· 11:27· παράβαλε Εκ 2:3-6, 9.) Ο ναός, το εξοχότερο οικοδομικό έργο του Σολομώντα, μαζί με τις αυλές του χτίστηκε στο Όρος Μοριά, στην ανατολική ράχη, αλλά Β “της Πόλης του Δαβίδ”, κατά τα φαινόμενα στο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα ο Τρούλος του Βράχου. (2Χρ 3:1· 1Βα 6:37, 38· 7:12) Άλλα μεγάλα κτίρια εκεί κοντά ήταν η κατοικία ή το ανάκτορο του ίδιου του Σολομώντα, το κέδρινο Οίκημα του Δάσους του Λιβάνου, τα Προπύλαια των Στύλων και τα Προπύλαια του Θρόνου όπου εκδικάζονταν υποθέσεις. (1Βα 7:1-8) Αυτό το κτιριακό συγκρότημα βρισκόταν προφανώς Ν του ναού, στην ομαλή πλαγιά που κατηφόριζε προς την «Πόλη του Δαβίδ».—ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 752· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 748.
Διαιρεμένο Βασίλειο (997-607 Π.Κ.Χ.). Η ανταρσία του Ιεροβοάμ διαίρεσε το έθνος σε δύο βασίλεια, και η Ιερουσαλήμ ήταν πλέον η πρωτεύουσα μόνο δύο φυλών, του Βενιαμίν και του Ιούδα, υπό το γιο του Σολομώντα τον Ροβοάμ. Επίσης, Λευίτες και ιερείς μετακόμισαν στην πόλη όπου είχε τεθεί το όνομα του Ιεχωβά, ενισχύοντας τη βασιλεία του Ροβοάμ. (2Χρ 11:1-17) Η Ιερουσαλήμ δεν βρισκόταν πια στο κέντρο του βασιλείου από γεωγραφική άποψη, καθώς απείχε μόνο λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με το εχθρικό βόρειο δεκάφυλο βασίλειο. Μέσα σε πέντε χρόνια από το θάνατο του Σολομώντα, η πόλη υπέστη την πρώτη από πολλές εισβολές. Ο Βασιλιάς Σισάκ της Αιγύπτου επιτέθηκε στο βασίλειο του Ιούδα, αναμφίβολα θεωρώντας το ευάλωτο λόγω της συρρίκνωσής του. Εξαιτίας της απιστίας του έθνους, κατάφερε να μπει στην Ιερουσαλήμ και να αρπάξει τους θησαυρούς του ναού και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Μόνο χάρη στην εκδήλωση μετάνοιας χορηγήθηκε σε κάποιον βαθμό θεϊκή προστασία και αποτράπηκε η καταστροφή της πόλης.—1Βα 14:25, 26· 2Χρ 12:2-12.
Στη διάρκεια της βασιλείας του πιστού Βασιλιά Ασά, ο Βασιλιάς Βαασά του βόρειου βασιλείου προσπάθησε ανεπιτυχώς να ενισχύσει τα οχυρώματά του στα βόρεια σύνορα του Ιούδα ώστε να αποκλείσει τις διόδους προς αυτόν και να εμποδίσει την επικοινωνία με την Ιερουσαλήμ (πιθανώς δε και εκδηλώσεις οσιότητας προς το βασίλειο του Ιούδα από οποιουσδήποτε υπηκόους του). (1Βα 15:17-22) Η συνέχιση της αγνής λατρείας υπό τη διακυβέρνηση του Ιωσαφάτ, γιου του Ασά, έφερε θεϊκή προστασία και μεγάλα οφέλη στην πόλη, όπως βελτιωμένες διευθετήσεις για το χειρισμό των δικαστικών υποθέσεων.—2Χρ 19:8-11· 20:1, 22, 23, 27-30.
Σε όλη την υπόλοιπη ιστορία της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του βασιλείου του Ιούδα, επαναλαμβανόταν αυτό το μοτίβο. Η αληθινή λατρεία έφερνε την ευλογία και την προστασία του Ιεχωβά, ενώ η αποστασία οδηγούσε σε μεγάλα προβλήματα και έκανε την πόλη ευάλωτη σε επιθέσεις. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωράμ (913–περ. 907 Π.Κ.Χ.), του άπιστου γιου του Ιωσαφάτ, η πόλη υπέστη δεύτερη φορά εισβολή και λεηλασία από μια συμμαχία Αράβων-Φιλισταίων, παρά τα ισχυρά αμυντικά τείχη. (2Χρ 21:12-17) Τον επόμενο αιώνα, λόγω της παρέκκλισης του Βασιλιά Ιωάς από τη δίκαιη πορεία, οι συριακές δυνάμεις «άρχισαν να εισβάλλουν στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ», τα δε συμφραζόμενα αφήνουν να εννοηθεί ότι κατάφεραν να μπουν στην πόλη. (2Χρ 24:20-25) Στη διάρκεια της αποστασίας του Αμαζία, το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ εισέβαλε στον Ιούδα και κατεδάφισε περίπου 178 μ. από το ζωτικό βόρειο τείχος ανάμεσα στη Γωνιακή Πύλη (στη βορειοδυτική γωνία) και στην Πύλη του Εφραΐμ (Α της Γωνιακής Πύλης). (2Χρ 25:22-24) Είναι πιθανό ότι, πριν από αυτό, η πόλη είχε επεκταθεί φτάνοντας μέχρι και στη δυτική ράχη απέναντι από την κεντρική κοιλάδα.
Ο Βασιλιάς Οζίας (829-778 Π.Κ.Χ.) έκανε σημαντικές προσθήκες στο αμυντικό σύστημα της πόλης, οχυρώνοντας τη (βορειοδυτική) Γωνιακή Πύλη και την Πύλη της Κοιλάδας (στη νοτιοδυτική γωνία) με πύργους, καθώς επίσης ανεγείροντας έναν πύργο «στο Αντιστήριγμα» («στη Γωνία», RS, JB· «στη Στροφή», JP), προφανώς κάποιο τμήμα του ανατολικού τείχους, όχι μακριά από τα βασιλικά κτίρια είτε του Δαβίδ είτε του Σολομώντα. (2Χρ 26:9· Νε 3:24, 25) Επίσης, ο Οζίας εξόπλισε τους πύργους και τις γωνίες με «πολεμικές μηχανές», ίσως μηχανικούς καταπέλτες που εκτόξευαν βέλη και μεγάλες πέτρες. (2Χρ 26:14, 15) Ο γιος του ο Ιωθάμ συνέχισε το οικοδομικό πρόγραμμα.—2Χρ 27:3, 4.
Ο πιστός Βασιλιάς Εζεκίας, που κυβέρνησε μετά τον πατέρα του, τον αποστάτη Άχαζ, έκανε εργασίες καθαρισμού και επισκευές στην περιοχή του ναού και διοργάνωσε έναν μεγάλο εορτασμό του Πάσχα που προσέλκυσε στην Ιερουσαλήμ λάτρεις από όλη τη χώρα, ακόμη και από το βόρειο βασίλειο. (2Χρ 29:1-5, 18, 19· 30:1, 10-26) Εντούτοις, την ώθηση αυτή προς την αληθινή λατρεία διαδέχθηκε σύντομα μια επίθεση από ειδωλολατρικά στοιχεία, από ανθρώπους που ενέπαιξαν τον αληθινό Θεό του οποίου το όνομα είχε τεθεί στην Ιερουσαλήμ. Το 732 Π.Κ.Χ., οχτώ χρόνια μετά την κατάληψη του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ από την Ασσυρία, ο Ασσύριος Βασιλιάς Σενναχειρείμ σάρωσε την Παλαιστίνη και απέσπασε μερικά στρατεύματα για να απειλήσει την Ιερουσαλήμ. (2Χρ 32:1, 9) Ο Εζεκίας είχε προετοιμάσει την πόλη για πολιορκία. Έφραξε τις πηγές νερού έξω από την πόλη ώστε να τις κρύψει και να προκαλέσει δυσκολίες στον εχθρό, καθώς επίσης ενίσχυσε τα τείχη και τα οχύρωσε. (2Χρ 32:2-5, 27-30) Φαίνεται ότι “ο αγωγός” για την παροχή νερού στην πόλη από την πηγή Γιών υπήρχε ήδη εκείνη την εποχή—ίσως είχε κατασκευαστεί σε καιρό ειρήνης. (2Βα 20:20· 2Χρ 32:30) Αν, όπως πιστεύεται, ήταν ο αγωγός που περιλαμβάνει τη σήραγγα η οποία είχε λαξευτεί μέσα από την πλαγιά της Κοιλάδας Κιδρόν και κατέληγε στη Δεξαμενή του Σιλωάμ στην Κοιλάδα των Τυροποιών, τότε δεν επρόκειτο για μικρό έργο που θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μέσα σε λίγες ημέρες. (Βλέπε ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ [Παλαιστίνη και Συρία]· ΓΙΩΝ Αρ. 2.) Ούτως ή άλλως, η ισχύς της πόλης δεν ήταν τα αμυντικά της συστήματα και τα αποθέματά της, αλλά η προστατευτική δύναμη του Ιεχωβά Θεού, ο οποίος είπε: «Και θα υπερασπίσω οπωσδήποτε αυτή την πόλη ώστε να τη σώσω για χάρη δική μου και για χάρη του Δαβίδ του υπηρέτη μου». (2Βα 19:32-34) Η θαυματουργική εξολόθρευση 185.000 Ασσύριων στρατιωτών ανάγκασε τον Σενναχειρείμ να γυρίσει εσπευσμένα στην Ασσυρία. (2Βα 19:35, 36) Στα ασσυριακά χρονικά, τα οποία εξιστορούν την εκστρατεία, αναφέρεται κομπαστικά ότι ο Σενναχειρείμ έκλεισε τον Εζεκία στην Ιερουσαλήμ όπως ένα “πουλί μέσα στο κλουβί”, αλλά πουθενά δεν λέγεται ότι καταλήφθηκε η πόλη.—Βλέπε ΣΕΝΝΑΧΕΙΡΕΙΜ.
Στα χρόνια της βασιλείας του Μανασσή (716-662 Π.Κ.Χ.) οικοδομήθηκε περαιτέρω το τείχος κατά μήκος της Κοιλάδας Κιδρόν. Επίσης, το έθνος απομακρύνθηκε περισσότερο από την αληθινή λατρεία. (2Χρ 33:1-9, 14) Ο εγγονός του ο Ιωσίας αντέστρεψε προσωρινά αυτή την παρακμή, και στη διάρκεια της διακυβέρνησής του η Κοιλάδα του Εννόμ, όπου διεξάγονταν απαίσιες τελετές από ειδωλολάτρες, καταστάθηκε “ακατάλληλη για λατρεία”—πιθανώς βεβηλώθηκε με το να μετατραπεί σε σκουπιδότοπο της πόλης. (2Βα 23:10· 2Χρ 33:6) “Η Πύλη των Σωρών της Στάχτης” οδηγούσε προφανώς σε αυτή την κοιλάδα. (Νε 3:13, 14· βλέπε ΓΕΕΝΝΑ· ΕΝΝΟΜ, ΚΟΙΛΑΔΑ.) Στην εποχή του Ιωσία μνημονεύεται για πρώτη φορά το «δεύτερο τμήμα» της πόλης (η «νέα πόλη», JB). (2Βα 22:14· 2Χρ 34:22) Είναι γενικά παραδεκτό ότι αυτό το «δεύτερο τμήμα» ήταν ο τομέας της πόλης στα Δ ή στα ΒΔ της περιοχής του ναού.—Σοφ 1:10.
Μετά το θάνατο του Ιωσία, η κατάσταση της Ιερουσαλήμ εκτραχύνθηκε ταχύτατα, καθώς τέσσερις άπιστοι βασιλιάδες διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον. Στο όγδοο έτος του Βασιλιά Ιωακείμ, ο Ιούδας έγινε υποτελής στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας της ανταρσίας του Ιωακείμ τρία χρόνια αργότερα, οι Βαβυλώνιοι πολιόρκησαν επιτυχώς την Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα να λαφυραγωγηθούν οι θησαυροί της πόλης και να εκτοπιστεί ο τότε βασιλιάς, ο Ιωαχίν, καθώς και άλλοι πολίτες. (2Βα 24:1-16· 2Χρ 36:5-10) Ο Βασιλιάς Σεδεκίας, τον οποίο διόρισαν οι Βαβυλώνιοι, προσπάθησε να αποτινάξει το βαβυλωνιακό ζυγό, και στο ένατο έτος του (609 Π.Κ.Χ.) η Ιερουσαλήμ πολιορκήθηκε και πάλι. (2Βα 24:17-20· 25:1· 2Χρ 36:11-14) Μια αιγυπτιακή στρατιωτική δύναμη που στάλθηκε για να ανακουφίσει την Ιερουσαλήμ κατάφερε να απομακρύνει τους πολιορκητές μόνο προσωρινά. (Ιερ 37:5-10) Όπως είχε προφητεύσει ο Ιεχωβά μέσω του Ιερεμία, οι Βαβυλώνιοι επέστρεψαν και επανέλαβαν την πολιορκία. (Ιερ 34:1, 21, 22· 52:5-11) Ο Ιερεμίας πέρασε το τελευταίο μέρος της πολιορκίας φυλακισμένος «στην Αυλή της Φρουράς» (Ιερ 32:2· 38:28), η οποία συνδεόταν με «την Κατοικία του Βασιλιά». (Νε 3:25) Τελικά, στο 11ο έτος του Σεδεκία, 18 μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας η οποία επέφερε λιμοκτονία, αρρώστιες και θάνατο, ανοίχτηκε ρήγμα στα τείχη της Ιερουσαλήμ, και η πόλη καταλήφθηκε.—2Βα 25:2-4· Ιερ 39:1-3.
Ερήμωση και Αποκατάσταση. Το ρήγμα στα τείχη της πόλης ανοίχτηκε στις 9 του μήνα Ταμμούζ, το 607 Π.Κ.Χ. Έναν μήνα αργότερα, στις 10 του μήνα Αβ, ο εκπρόσωπος του Ναβουχοδονόσορα, ο Νεβουζαραδάν, μπήκε στην κατακτημένη πόλη και άρχισε το έργο της κατεδάφισης, καίγοντας το ναό και άλλα κτίρια και γκρεμίζοντας τα τείχη της πόλης. Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ και οι περισσότεροι κάτοικοί της εξορίστηκαν στη Βαβυλώνα και οι θησαυροί της πάρθηκαν ως λάφυρα.—2Βα 25:7-17· 2Χρ 36:17-20· Ιερ 52:12-20· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 326.
Η δήλωση του αρχαιολόγου Κοντέρ ότι «η ιστορία της κατεστραμμένης πόλης παραμένει άγραφη σελίδα μέχρι τον Κύρο» δεν ισχύει μόνο για την Ιερουσαλήμ αλλά και για ολόκληρη την επικράτεια του βασιλείου του Ιούδα. Ανόμοια με τους Ασσυρίους, ο Βαβυλώνιος βασιλιάς δεν μετέφερε άλλους λαούς στην κατακτημένη περιοχή για να αντικαταστήσει τους προηγούμενους κατοίκους. Άρχισε μια περίοδος 70 ετών ερήμωσης, ακριβώς όπως είχε προφητευτεί.—Ιερ 25:11· 2Χρ 36:21.
«Στο πρώτο έτος» (προφανώς ως ηγεμόνα της Βαβυλώνας) του Κύρου του Πέρση (538 Π.Κ.Χ.) εκδόθηκε το βασιλικό διάταγμα που άφηνε ελεύθερους τους εξόριστους Ιουδαίους να “ανεβούν στην Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στον Ιούδα, και να ανοικοδομήσουν τον οίκο του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ”. (Εσδ 1:1-4) Σε εκείνους που έκαναν το μακρινό ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ, μεταφέροντας θησαυρούς του ναού μαζί τους, περιλαμβάνονταν 42.360 άρρενες, εκτός από τους δούλους και τους επαγγελματίες τραγουδιστές. Έφτασαν έγκαιρα για να γιορτάσουν τη Γιορτή των Σκηνών το μήνα Τισρί (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) του 537 Π.Κ.Χ. (Εσδ 2:64, 65· 3:1-4) Η ανοικοδόμηση του ναού ξεκίνησε υπό την κατεύθυνση του Κυβερνήτη Ζοροβάβελ και, ύστερα από σοβαρές εξωτερικές παρεμβάσεις και την παρείσφρηση κάποιας αδιαφορίας μεταξύ των επαναπατρισμένων Ιουδαίων, τελικά ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 515 Π.Κ.Χ. Και άλλοι εξόριστοι επέστρεψαν μαζί με τον ιερέα-γραμματέα Έσδρα το 468 Π.Κ.Χ., φέρνοντας επιπρόσθετα πράγματα για «να δοθεί ωραιότητα στον οίκο του Ιεχωβά, ο οποίος βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ» (Εσδ 7:27), με την εξουσιοδότηση του Βασιλιά Αρταξέρξη (του Μακρόχειρα). Οι θησαυροί που έφεραν άξιζαν προφανώς περισσότερα από $43.000.000.—Εσδ 8:25-27.
Ενάμιση περίπου αιώνα μετά την κατάκτηση από τον Ναβουχοδονόσορα, τα τείχη και οι πύλες της πόλης ήταν ακόμη γκρεμισμένα. Ο Νεεμίας πήρε άδεια από τον Αρταξέρξη προκειμένου να πάει στην Ιερουσαλήμ και να διορθώσει αυτή την κατάσταση. (Νε 2:1-8) Η αφήγηση που ακολουθεί, σχετικά με τη νυχτερινή επιθεώρηση του Νεεμία και την ανάθεση του έργου της οικοδόμησης σε διαφορετικές οικογενειακές ομάδες, αποτελεί σπουδαία πηγή πληροφοριών για τη διάταξη της πόλης εκείνη την εποχή, ιδιαίτερα των πυλών της. (Νε 2:11-15· 3:1-32· βλέπε ΠΥΛΗ.) Αυτή η ανοικοδόμηση έλαβε χώρα σε εκπλήρωση της προφητείας του Δανιήλ και καθόρισε το έτος που σήμανε την αρχή των 70 προφητικών “εβδομάδων” όσον αφορά την έλευση του Μεσσία. (Δα 9:24-27) Αν και υπήρξαν παρενοχλήσεις, μέσα σε 52 ημέρες και μόνο, το έτος 455 Π.Κ.Χ., η Ιερουσαλήμ απέκτησε τείχος και πύλες.—Νε 4:1-23· 6:15· 7:1· βλέπε ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ («Από Τότε που θα Βγει ο Λόγος»).
Η Ιερουσαλήμ ήταν τώρα «ευρύχωρη και μεγάλη, [αλλά] λίγοι άνθρωποι βρίσκονταν μέσα σε αυτήν». (Νε 7:4) Μετά τη δημόσια ανάγνωση των Γραφών και τους εορτασμούς «στην πλατεία που υπήρχε απέναντι από την Πύλη των Υδάτων» στην ανατολική πλευρά της πόλης (Νε 3:26· 8:1-18), έκαναν διευθετήσεις να αυξηθεί ο πληθυσμός της φέρνοντας έναν στους δέκα Ισραηλίτες για να κατοικήσει εκεί. Αυτό έγινε με κλήρωση, παράλληλα όμως είναι φανερό ότι υπήρξαν και εθελοντές. (Νε 11:1, 2) Έλαβε χώρα ένα έργο πνευματικού καθαρισμού ώστε να αποκτήσει ο πληθυσμός της πόλης γερό θεμέλιο όσον αφορά την αληθινή λατρεία. (Νε 12:47–13:3) Ο Νεεμίας υπηρέτησε ως κυβερνήτης επί 12 χρόνια ή και περισσότερο, στη διάρκεια των οποίων έκανε ένα ταξίδι στην αυλή του Πέρση βασιλιά. Όταν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, διαπίστωσε ότι υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω καθαρισμό. (Νε 13:4-31) Το υπόμνημα των Εβραϊκών Γραφών ολοκληρώνεται με το δραστικό ξερίζωμα της αποστασίας που διενήργησε ο ίδιος, κάποια στιγμή μετά το έτος 443 Π.Κ.Χ.
Υπό την Κυριαρχία των Ελλήνων και των Μακκαβαίων. Η μετάβαση από τη μηδοπερσική στην ελληνική κυριαρχία έλαβε χώρα το 332 Π.Κ.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος προέλασε στον Ιούδα. Οι Έλληνες ιστορικοί δεν αναφέρουν αν ο Αλέξανδρος μπήκε στην Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, η πόλη περιήλθε όντως υπό την ελληνική κυριαρχία, και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο Αλέξανδρος δεν την παρέκαμψε εντελώς. Ο Ιώσηπος, του πρώτου αιώνα Κ.Χ., μεταφέρει την Ιουδαϊκή παράδοση σύμφωνα με την οποία, όταν ο Αλέξανδρος πλησίαζε στην Ιερουσαλήμ, βγήκε να τον προϋπαντήσει ο Ιουδαίος αρχιερέας ο οποίος και του έδειξε τις θεόπνευστες προφητείες του Δανιήλ που προέλεγαν τις αστραπιαίες κατακτήσεις της Ελλάδας. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΑ΄, 326-338 [viii, 4, 5]· Δα 8:5-7, 20, 21) Όπως και αν είχαν τα πράγματα, η Ιερουσαλήμ φαίνεται ότι έμεινε αλώβητη από αυτή την αλλαγή εξουσίας.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Ιερουσαλήμ και η Ιουδαία περιήλθαν υπό την κυριαρχία των Πτολεμαίων, οι οποίοι είχαν ως έδρα την Αίγυπτο. Το 198 Π.Κ.Χ., ο Αντίοχος ο Μέγας, ηγεμόνας της Συρίας, αφού εκπόρθησε την οχυρωμένη πόλη της Σιδώνας, κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, και η Ιουδαία ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. (Παράβαλε Δα 11:16.) Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Σελευκιδών 30 χρόνια. Κατόπιν, το έτος 168 Π.Κ.Χ., ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ΄ (ο Επιφανής), επιχειρώντας να εξελληνίσει τελείως τους Ιουδαίους, αφιέρωσε το ναό της Ιερουσαλήμ στον Δία και βεβήλωσε το θυσιαστήριο προσφέροντας μια ακάθαρτη θυσία. (Α΄ Μακκαβαίων 1:57, 62· Β΄ Μακκαβαίων 6:1, 2, 5· ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 335) Το γεγονός αυτό πυροδότησε την επανάσταση των Μακκαβαίων (ή Ασμοναίων). Ύστερα από έναν τριετή αγώνα, ο Ιούδας Μακκαβαίος έθεσε υπό τον έλεγχό του την πόλη και το ναό και αφιέρωσε εκ νέου το θυσιαστήριο του Ιεχωβά στην αληθινή λατρεία την ημέρα της επετείου της βεβήλωσής του, στις 25 του μήνα Χισλέβ, το 165 Π.Κ.Χ.—Α΄ Μακκαβαίων 4:52-54· Β΄ Μακκαβαίων 10:5· παράβαλε Ιωα 10:22.
Ο πόλεμος εναντίον των Σελευκιδών ηγεμόνων δεν είχε τελειώσει. Οι Ιουδαίοι επικαλέστηκαν τη βοήθεια της Ρώμης, και έτσι γύρω στο 160 Π.Κ.Χ. μια καινούρια δύναμη έκανε την εμφάνισή της στα ιστορικά δρώμενα της Ιερουσαλήμ. (Α΄ Μακκαβαίων 8:17, 18) Τώρα η Ιερουσαλήμ άρχισε να βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της επεκτεινόμενης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γύρω στο 142 Π.Κ.Χ., ο Σίμων Μακκαβαίος κατάφερε να κάνει την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα μιας περιοχής φαινομενικά απαλλαγμένης από υποτέλεια ή καταβολή φόρου σε κράτη Εθνικών. Μάλιστα ο Αριστόβουλος Α΄, ο αρχιερέας της Ιερουσαλήμ, ανακηρύχτηκε βασιλιάς το 104 Π.Κ.Χ. Δεν ήταν, όμως, από τη γραμμή του Δαβίδ.
Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν “πόλη ειρήνης” εκείνη την περίοδο. Οι εσωτερικές διαμάχες, οι οποίες πυροδοτούνταν από ιδιοτελείς φιλοδοξίες και επιτείνονταν από τις αντίπαλες θρησκευτικές φατρίες—τους Σαδδουκαίους, τους Φαρισαίους, τους Ζηλωτές και άλλους—εξασθένισαν σημαντικά την πόλη. Μια βίαιη διαμάχη ανάμεσα στον Αριστόβουλο Β΄ και στον αδελφό του τον Υρκανό είχε ως αποτέλεσμα να κληθεί η Ρώμη να μεσολαβήσει για την επίλυση της διαφοράς. Υπό τον στρατηγό Πομπήιο, οι ρωμαϊκές δυνάμεις πολιόρκησαν την Ιερουσαλήμ το 63 Π.Κ.Χ. επί τρεις μήνες προκειμένου να μπουν στην πόλη και να τακτοποιήσουν τη διαφορά. Αναφέρεται ότι πέθαναν 12.000 Ιουδαίοι, πολλοί από τα χέρια Ισραηλιτών.
Η γέφυρα πάνω από την Κοιλάδα των Τυροποιών μνημονεύεται για πρώτη φορά στην αφήγηση του Ιώσηπου σχετικά με την κατάκτηση από τον Πομπήιο. Η γέφυρα αυτή ένωνε το ανατολικό τμήμα της πόλης με το δυτικό και παρείχε σε όσους βρίσκονταν στη δυτική πλευρά άμεση πρόσβαση στην περιοχή του ναού.
Στη συνέχεια ο Ιδουμαίος Αντίπατρος (Β΄) έλαβε το διορισμό του Ρωμαίου κυβερνήτη της Ιουδαίας, ενώ επιτράπηκε σε έναν Μακκαβαίο να υπηρετεί ως αρχιερέας και τοπικός εθνάρχης στην Ιερουσαλήμ. Αργότερα, ο Ηρώδης (ο Μέγας), γιος του Αντίπατρου, διορίστηκε από τη Ρώμη «βασιλιάς» της Ιουδαίας, αλλά δεν μπόρεσε να θέσει την Ιερουσαλήμ υπό τον έλεγχό του παρά μόνο το 37 ή το 36 Π.Κ.Χ., χρονολογία από την οποία άρχισε στην ουσία η διακυβέρνησή του.
Υπό τον Ηρώδη τον Μέγα. Η διακυβέρνηση του Ηρώδη χαρακτηρίστηκε από ένα φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα, και η πόλη απόλαυσε μεγάλη ευημερία. Στα προϋπάρχοντα κτίρια προστέθηκε ένα θέατρο, ένα γυμνάσιο (γυμναστήριο) και ένας ιππόδρομος (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 535), καθώς και άλλα δημόσια κτίρια. Ο Ηρώδης έχτισε επίσης ένα καλά οχυρωμένο βασιλικό ανάκτορο (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 538), προφανώς στη δυτική πλευρά της πόλης, Ν της σημερινής Πύλης της Ιόππης, όπου οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι έχουν βρει το θεμέλιο ενός από τους πύργους. Ένα άλλο οχυρό, το Φρούριο Αντωνία, βρισκόταν κοντά στο ναό και συνδεόταν με αυτόν με ένα πέρασμα. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 535· Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 424 [xi, 7]) Με αυτόν τον τρόπο η ρωμαϊκή φρουρά μπορούσε να φτάσει γρήγορα στην περιοχή του ναού, όπως πιθανώς συνέβη όταν οι στρατιώτες έσωσαν τον Παύλο από έναν όχλο εκεί.—Πρ 21:31, 32.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο έργο του Ηρώδη ήταν η ανοικοδόμηση του ναού και των υπόλοιπων κτισμάτων του. Ο άγιος οίκος, που άρχισε να ανοικοδομείται το 18ο έτος του Ηρώδη (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 380 [xi, 1]), ολοκληρώθηκε σε ενάμιση χρόνο, αλλά οι εργασίες στα παρακείμενα κτίσματα και στις αυλές εξακολούθησαν πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. (Ιωα 2:20) Η συνολική περιοχή που διαμορφώθηκε ήταν περίπου διπλάσια από την περιοχή του προηγούμενου ναού. Προφανώς ένα τμήμα του τείχους της αυλής του ναού υπάρχει ακόμη, γνωστό σήμερα ως το Δυτικό Τείχος ή το Τείχος των Θρήνων. Οι αρχαιολόγοι ανάγουν τις χαμηλότερες σειρές των τεράστιων δομικών λίθων ύψους 0,9 μ. στην εποχή της Ηρωδιανής κατασκευής.
Από το 2 Π.Κ.Χ. ως το 70 Κ.Χ. Την εξιστόρηση των γεγονότων σχετικά με την Ιερουσαλήμ συνεχίζουν τώρα οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Ο Ιησούς γεννήθηκε, όχι στην Ιερουσαλήμ, αλλά στην κοντινή Βηθλεέμ, την «πόλη του Δαβίδ». (Λου 2:10, 11) Ωστόσο, η είδηση που μετέφεραν κατόπιν οι αστρολόγοι για τη γέννηση “του βασιλιά των Ιουδαίων” έκανε τον Ηρώδη και “μαζί του όλη την Ιερουσαλήμ” να ταραχτούν. (Ματ 2:1-3) Λίγο καιρό αφότου εξέδωσε το διαβόητο διάταγμα για τη θανάτωση των νηπίων της Βηθλεέμ, ο Ηρώδης πέθανε, προφανώς το έτος 1 Π.Κ.Χ. (Βλέπε ΗΡΩΔΗΣ Αρ. 1.) Ο γιος του ο Αρχέλαος κληρονόμησε τη διακυβέρνηση της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας καθώς και άλλων περιοχών. Αργότερα η Ρώμη απομάκρυνε τον Αρχέλαο για ατασθαλίες, και έκτοτε διοικούσαν κυβερνήτες διορισμένοι κατευθείαν από τη Ρώμη, όπως ο Πόντιος Πιλάτος στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού.—Λου 3:1.
Ο Ιησούς φέρθηκε στην Ιερουσαλήμ 40 ημέρες μετά τη γέννησή του, όπου τον παρουσίασαν στο ναό ως τον πρωτότοκο της Μαρίας. Ο Συμεών και η Άννα, δύο ηλικιωμένα άτομα, χάρηκαν όταν είδαν τον υποσχεμένο Μεσσία, και η Άννα μίλησε για αυτόν «σε όλους εκείνους που περίμεναν την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ». (Λου 2:21-38· παράβαλε Λευ 12:2-4.) Δεν αναφέρεται πόσες φορές ακόμη οδηγήθηκε ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ κατά την παιδική του ηλικία—έχει καταγραφεί συγκεκριμένα μόνο μία επίσκεψη, η οποία έγινε όταν ήταν 12 χρονών. Σε εκείνη την περίπτωση συζήτησε με τους δασκάλους στην περιοχή του ναού, μένοντας έτσι απασχολημένος στον “οίκο του Πατέρα του”, στην πόλη που είχε εκλέξει ο Πατέρας του.—Λου 2:41-49.
Μετά το βάφτισμά του και στη διάρκεια των τριάμισι ετών της διακονίας του, ο Ιησούς επισκεπτόταν κατά καιρούς την Ιερουσαλήμ. Είναι βέβαιο ότι πήγαινε εκεί για τις τρεις ετήσιες γιορτές, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται όλοι οι άρρενες Ιουδαίοι. (Εξ 23:14-17) Μεγάλο μέρος του χρόνου του, όμως, το περνούσε εκτός της πρωτεύουσας, κηρύττοντας και διδάσκοντας στη Γαλιλαία και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Εκτός από την περιοχή του ναού, όπου ο Ιησούς δίδασκε συχνά, λίγα είναι τα άλλα επιμέρους σημεία της πόλης που αναφέρονται σε σχέση με τη διακονία του. Η Δεξαμενή Βηθζαθά με τις πέντε στοές της (Ιωα 5:2) πιστεύεται ότι είναι αυτή που ανασκάφηκε ακριβώς Β της περιοχής του ναού. (Βλέπε ΒΗΘΖΑΘΑ.) Η Δεξαμενή του Σιλωάμ βρίσκεται σε μια πλαγιά του νότιου τμήματος της ανατολικής ράχης, τροφοδοτούμενη από την πηγή Γιών μέσω του αγωγού και της σήραγγας που αποδίδονται στον Εζεκία. (Ιωα 9:11· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 949) Μια λεπτομερέστερη εικόνα δίνεται στα πλαίσια της τελευταίας επίσκεψης του Ιησού στην Ιερουσαλήμ.—ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 742· ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 743.
Έξι ημέρες πριν από τη γιορτή του Πάσχα του 33 Κ.Χ., ο Ιησούς έφτασε στη Βηθανία, στην ανατολική πλευρά του Όρους των Ελαιών. Την επόμενη ημέρα, στις 9 Νισάν, ως ο χρισμένος Βασιλιάς του Ιεχωβά, πλησίασε στην πρωτεύουσα ανεβασμένος στο πουλάρι ενός γαϊδουριού, σε εκπλήρωση της προφητείας του εδαφίου Ζαχαρίας 9:9. (Ματ 21:1-9) Καθώς κατέβαινε από το Όρος των Ελαιών, σταμάτησε, κοίταξε την πόλη και έκλαψε για αυτήν, προλέγοντας παραστατικά την επερχόμενη πολιορκία και ερήμωση που θα υφίστατο. (Λου 19:37-44) Όταν μπήκε στην πόλη, ίσως από μια πύλη του ανατολικού τείχους, ολόκληρη η πόλη «αναστατώθηκε», διότι τα νέα διαδίδονταν γρήγορα στη σχετικά μικρή αυτή περιοχή.—Ματ 21:10.
Στο υπόλοιπο διάστημα, κατά το οποίο την ημέρα βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ και τη νύχτα στη Βηθανία (Λου 21:37, 38), ο Ιησούς καθάρισε την περιοχή του ναού από τους κερδοσκόπους εμπόρους (Ματ 21:12, 13), όπως είχε κάνει και περίπου τρία χρόνια νωρίτερα. (Ιωα 2:13-16) Στις 11 Νισάν, καθώς βρισκόταν με τέσσερις από τους μαθητές του στο Όρος των Ελαιών από όπου φαινόταν η πόλη και ο ναός της, είπε τη σπουδαία προφητεία του σχετικά με την επερχόμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ και “την τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων”, καθώς και σχετικά με την παρουσία του. (Ματ 24· Μαρ 13· Λου 21) Στις 13 Νισάν ο Πέτρος και ο Ιωάννης έκαναν τις ετοιμασίες για το πασχαλινό γεύμα σε ένα ανώγειο στην Ιερουσαλήμ όπου, το βράδυ (στην αρχή της 14ης Νισάν), ο Ιησούς συμμετείχε σε εκείνο το εορταστικό γεύμα μαζί με τους αποστόλους του. Μετά τη συζήτηση που είχε μαζί τους, βγήκαν από την πόλη, διέσχισαν “το χείμαρρο Κιδρόν” και ανηφόρισαν στις πλαγιές του Όρους των Ελαιών κατευθυνόμενοι προς τον κήπο που ονομαζόταν Γεθσημανή. (Ματ 26:36· Λου 22:39· Ιωα 18:1, 2) Γεθσημανή σημαίνει «Ελαιοπιεστήριο», και σε εκείνη την πλαγιά υπάρχουν ακόμη ελαιόδεντρα πολύ μεγάλης ηλικίας. Σήμερα, όμως, μπορούν να γίνουν μόνο εικασίες για το ποια ήταν η ακριβής θέση του κήπου.—Βλέπε ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ.
Εκείνη τη νύχτα ο Ιησούς συνελήφθη και οδηγήθηκε πίσω στην Ιερουσαλήμ, στους ιερείς Άννα και Καϊάφα και στην αίθουσα του Σάνχεδριν για να δικαστεί. (Ματ 26:57–27:1· Ιωα 18:13-27) Από εκεί, την αυγή, φέρθηκε ενώπιον του Πιλάτου «στο ανάκτορο του κυβερνήτη» (Ματ 27:2· Μαρ 15:1, 16) και κατόπιν στον Ηρώδη Αντίπα, που βρισκόταν και αυτός τότε στην Ιερουσαλήμ. (Λου 23:6, 7) Τελικά, τον γύρισαν πίσω στον Πιλάτο για την έκδοση της τελικής απόφασης στο «Λιθόστρωτο», που ονομαζόταν «Γαββαθά» στην εβραϊκή.—Λου 23:11· Ιωα 19:13· βλέπε ΛΙΘΟΣΤΡΩΤΟ.
Ο Γολγοθάς, που σημαίνει «Κρανίο [Κρανίου Τόπος]», ήταν το μέρος όπου ο Ιησούς κρεμάστηκε στο ξύλο. (Ματ 27:33-35· Λου 23:33) Η τοποθεσία αυτή, μολονότι βρισκόταν προφανώς έξω από τα τείχη της πόλης, πιθανότατα προς το Β, δεν μπορεί να προσδιοριστεί σήμερα με βεβαιότητα. (Βλέπε ΓΟΛΓΟΘΑΣ.) Το ίδιο αληθεύει και για τον τόπο ταφής του Ιησού.—ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 948.
“Ο αγρός του αγγειοπλάστη όπου θάβονταν ξένοι”, ο οποίος αγοράστηκε με τα χρήματα της δωροδοκίας που πέταξε ο Ιούδας στους ιερείς (Ματ 27:5-7), ταυτίζεται, σύμφωνα με την παράδοση, με μια τοποθεσία στη νότια πλευρά της Κοιλάδας του Εννόμ, κοντά στη συμβολή της με τον Κιδρόν. Σε αυτόν το χώρο υπάρχουν πολλά μνήματα.—Βλέπε ΑΚΕΛΔΑΜΑ.
Κατά την αποστολική περίοδο. Μετά την ανάστασή του, ο Ιησούς έδωσε εντολές στους μαθητές του να μη φύγουν τότε από την Ιερουσαλήμ. (Λου 24:49· Πρ 1:4) Η Ιερουσαλήμ επρόκειτο να αποτελέσει την αφετηρία του κηρύγματος μετάνοιας για συγχώρηση αμαρτιών με βάση το όνομα του Χριστού. (Λου 24:46-48) Δέκα ημέρες μετά την ανάληψή του στον ουρανό, οι μαθητές, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα ανώγειο, χρίστηκαν με άγιο πνεύμα. (Πρ 1:13, 14· 2:1-4) Η Ιερουσαλήμ ήταν κατάμεστη από Ιουδαίους και προσήλυτους από όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί για τη Γιορτή της Πεντηκοστής. Η μαρτυρία που έδωσαν οι γεμάτοι από το πνεύμα Χριστιανοί είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν χιλιάδες άτομα βαφτισμένοι μαθητές. Καθώς χιλιάδες έδιναν μαρτυρία για την πίστη τους, δεν είναι άξιο απορίας που οι οργισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες κραύγασαν: «Ορίστε! έχετε γεμίσει την Ιερουσαλήμ με τη διδασκαλία σας». (Πρ 5:28) Τα θαύματα που επιτελούνταν πρόσθεταν κύρος στη μαρτυρία, όπως για παράδειγμα η θεραπεία του κουτσού ζητιάνου «στην πόρτα του ναού που ονομαζόταν Ωραία», πιθανώς στην ανατολική πύλη της Αυλής των Γυναικών.—Πρ 3:2, 6, 7.
Ακόμη και όταν η μαρτυρία άρχισε να απλώνεται έξω από την Ιερουσαλήμ στη «Σαμάρεια και ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης» (Πρ 1:8), η Ιερουσαλήμ εξακολούθησε να είναι η έδρα του κυβερνώντος σώματος της Χριστιανικής εκκλησίας. Ο διωγμός ανάγκασε πολύ γρήγορα “όλους, εκτός από τους αποστόλους, να διασκορπιστούν μέσα στις περιοχές της Ιουδαίας και της Σαμάρειας”. (Πρ 8:1· παράβαλε Γα 1:17-19· 2:1-9.) Από την Ιερουσαλήμ στάλθηκαν ορισμένοι απόστολοι και μαθητές να βοηθήσουν καινούριες ομάδες πιστών, όπως αυτή που υπήρχε στη Σαμάρεια. (Πρ 8:14· 11:19-22, 27) Ο Σαύλος από την Ταρσό (Παύλος) έκρινε γρήγορα σκόπιμο να συντομεύσει την πρώτη του επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ ως Χριστιανός επειδή οργανώνονταν απόπειρες δολοφονίας σε βάρος του. (Πρ 9:26-30) Αλλά υπήρχαν και περίοδοι ηρεμίας. (Πρ 9:31) Εδώ εξέθεσε ο Πέτρος στη Χριστιανική σύναξη το πώς έκανε ο Θεός δεκτούς τους πιστούς από τα έθνη και εδώ, επίσης, διευθετήθηκε το ζήτημα της περιτομής και άλλα σχετικά θέματα.—Πρ 11:1-4, 18· 15:1, 2, 22-29· Γα 2:1, 2.
Ο Ιησούς είχε χαρακτηρίσει την Ιερουσαλήμ ως «αυτή που σκοτώνει τους προφήτες και λιθοβολεί τους απεσταλμένους σε αυτήν». (Ματ 23:37· παράβαλε εδ. 34-36.) Μολονότι πολλοί κάτοικοί της εκδήλωσαν πίστη στον Γιο του Θεού, η πόλη ως σύνολο συνέχισε να ακολουθεί τα πρότυπα του παρελθόντος. Γι’ αυτό, “ο οίκος της εγκαταλείφθηκε σε αυτήν”. (Ματ 23:38) Το 66 Κ.Χ. μια Ιουδαϊκή εξέγερση έφερε στην πόλη τις ρωμαϊκές δυνάμεις υπό τον Κέστιο Γάλλο, οι οποίες την περικύκλωσαν και προωθήθηκαν μέχρι και τα τείχη του ναού. Ξαφνικά ο Κέστιος Γάλλος αποσύρθηκε χωρίς προφανή λόγο. Αυτό επέτρεψε στους Χριστιανούς να εφαρμόσουν τις οδηγίες του Ιησού: «Τότε εκείνοι που είναι στην Ιουδαία ας αρχίσουν να φεύγουν στα βουνά, και εκείνοι που είναι στο μέσο της [Ιερουσαλήμ] ας αποσυρθούν, και εκείνοι που είναι στην ύπαιθρο ας μην μπουν σε αυτήν». (Λου 21:20-22) Ο Ευσέβιος, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (3, 5, 3), αναφέρει ότι οι Χριστιανοί έφυγαν από την Ιερουσαλήμ και από όλη τη γη της Ιουδαίας και πήγαν σε μια πόλη της Περαίας που ονομαζόταν Πέλλα.
Η ηρεμία που απόλαυσε η Ιερουσαλήμ λόγω της αποχώρησης των Ρωμαίων ήταν βραχύβια, όπως είχε συμβεί και όταν οι Βαβυλώνιοι αποχώρησαν προσωρινά για να συγκρουστούν με τους Αιγυπτίους προς το τέλος της βασιλείας του Σεδεκία. Οι ρωμαϊκές δυνάμεις επέστρεψαν ενισχυμένες το 70 Κ.Χ. υπό τον στρατηγό Τίτο και πολιόρκησαν την πόλη, η οποία ήταν τότε κατάμεστη λόγω του εορτασμού του Πάσχα. Οι Ρωμαίοι ύψωσαν πολιορκητικά αναχώματα και έστησαν γύρω από ολόκληρη την πόλη ένα συνεχόμενο περιτείχισμα ή φράχτη, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα. Και αυτό, επίσης, αποτελούσε εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού. (Λου 19:43) Μέσα στην πόλη αντίπαλες φατρίες φιλονικούσαν και μάχονταν, μεγάλο μέρος του αποθέματος σε τρόφιμα καταστράφηκε και όσοι συλλαμβάνονταν ενώ προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη εκτελούνταν ως προδότες. Ο Ιώσηπος, η πηγή αυτών των πληροφοριών, αφηγείται ότι τελικά η πείνα έγινε τόσο ανυπόφορη ώστε οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να φάνε ξερά χόρτα και δέρματα, ακόμη και τα ίδια τους τα παιδιά. (Παράβαλε Θρ 2:11, 12, 19, 20· Δευ 28:56, 57.) Οι πείσμονες ηγέτες της πόλης απέρριπταν συνεχώς τις προτάσεις ειρήνης που έκανε ο Τίτος.
Τελικά οι Ρωμαίοι άνοιξαν με μεθοδικότητα ρήγματα στα τείχη και τα στρατεύματά τους εισέβαλαν στην πόλη. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 752) Παρά τις διαταγές προς το αντίθετο, ο ναός πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, αυτό έλαβε χώρα στην επέτειο της καταστροφής του πρώτου ναού από τον Ναβουχοδονόσορα αιώνες πρωτύτερα. Στην αφήγησή του ο Ιώσηπος λέει επίσης ότι το αρχειοφυλάκιο, στο οποίο φυλάσσονταν τα γενεαλογικά αρχεία της φυλετικής και οικογενειακής καταγωγής και τα κληρονομικά δικαιώματα, κάηκε. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, ΣΤ΄, 250, 251 [iv, 5]· Β΄, 426-428 [xvii, 6]· ΣΤ΄, 354 [vi, 3]) Με αυτόν τον τρόπο, το νομικό μέσο για τον προσδιορισμό της γενεαλογικής γραμμής των μελών της Μεσσιανικής φυλής του Ιούδα και της ιερατικής φυλής του Λευί έπαψε να υφίσταται.
Μέσα σε 4 μόλις μήνες και 25 ημέρες—από τις 3 Απριλίου ως τις 30 Αυγούστου του 70 Κ.Χ.—η κατάκτηση είχε ολοκληρωθεί. Επομένως, η θλίψη, αν και έντονη, ήταν αξιοσημείωτα σύντομη. Αναμφίβολα, η παράλογη στάση και συμπεριφορά των Ιουδαίων που βρίσκονταν μέσα στην πόλη συνέτεινε σε αυτή τη σύντομη διάρκεια. Μολονότι ο Ιώσηπος ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών σε 1.100.000, υπήρχαν επιζώντες. Πιάστηκαν 97.000 αιχμάλωτοι, πολλοί από τους οποίους στάλθηκαν ως δούλοι στην Αίγυπτο ή θανατώθηκαν από σπαθί ή από θηρία στα θέατρα των ρωμαϊκών επαρχιών. Και αυτό, επίσης, αποτέλεσε εκπλήρωση θεϊκής προφητείας.—Δευ 28:68.
Ολόκληρη η πόλη κατεδαφίστηκε, και μόνο οι πύργοι του ανακτόρου του Ηρώδη και ένα τμήμα του δυτικού τείχους απέμειναν όρθια για να δείχνουν στις επόμενες γενιές ότι τα ισχυρά αμυντικά έργα είχαν αποδειχτεί ανώφελα. Ο Ιώσηπος παρατηρεί πως, εκτός από αυτά τα απομεινάρια, «όλο το υπόλοιπο τείχος που περιέβαλλε την πόλη ισοπεδώθηκε σε τέτοιον βαθμό ώστε να μην μπορούν οι μελλοντικοί επισκέπτες της να πιστέψουν ότι είχε ποτέ κατοικηθεί». (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ζ΄, 3 [i, 1]) Ένα ανάγλυφο στην Αψίδα του Τίτου στη Ρώμη απεικονίζει Ρωμαίους στρατιώτες να μεταφέρουν ιερά σκεύη του κατεστραμμένου ναού.—Παράβαλε Ματ 24:2· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 752.
Μεταγενέστερες Περίοδοι. Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε ουσιαστικά ερημωμένη μέχρι περίπου το 130 Κ.Χ., όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός διέταξε να χτιστεί μια καινούρια πόλη, με το όνομα Αιλία Καπιτωλίνα. Αυτό πυροδότησε μια Ιουδαϊκή εξέγερση υπό τον Μπαρ Κοχμπά (132-135 Κ.Χ.), η οποία είχε πρόσκαιρη επιτυχία αλλά κατόπιν καταπνίγηκε. Επί δύο σχεδόν αιώνες, η είσοδος στην πόλη που είχαν χτίσει οι Ρωμαίοι ήταν απαγορευμένη στους Ιουδαίους. Τον τέταρτο αιώνα, η Ελένη, η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πήγε στην Ιερουσαλήμ και άρχισε να προσδιορίζει τη θέση των πολλών αποκαλούμενων ιερών τόπων και προσκυνημάτων. Μεταγενέστερα η πόλη κατακτήθηκε από τους Μουσουλμάνους. Σήμερα υπάρχουν δύο Ισλαμικά κτίσματα στο Όρος του Ναού. Στα τέλη του έβδομου αιώνα ο Χαλίφης Αμπντ αλ Μαλίκ ιμπν Μαρουάν έχτισε τον Τρούλο του Βράχου στη θέση του ναού ή εκεί κοντά. Μολονότι αποκαλείται επίσης τέμενος, στην πραγματικότητα είναι τόπος προσκυνήματος. Νότια από τον Τρούλο του Βράχου βρίσκεται το τέμενος ελ-Άκσα, το οποίο χτίστηκε αρχικά τον όγδοο αιώνα, αλλά ανοικοδομήθηκε ευρέως τον ενδέκατο αιώνα.
Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από γεωγραφικές τοποθεσίες σχετικές με την Ιερουσαλήμ, βλέπε λήμματα όπως τα ακόλουθα: ΕΛΑΙΩΝ, ΟΡΟΣ· ΕΝ-ΡΟΓΗΛ· ΚΙΔΡΟΝ, ΚΟΙΛΑΔΑ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ· ΜΑΚΤΕΣ· ΝΑΟΣ· ΟΦΗΛ και ΣΙΩΝ.
Η Σημασία της Πόλης. Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν απλώς η πρωτεύουσα ενός επίγειου έθνους. Ήταν η μόνη πόλη σε όλη τη γη όπου ο Ιεχωβά Θεός είχε θέσει το όνομά του. (1Βα 11:36) Αφότου μεταφέρθηκε εκεί η κιβωτός της διαθήκης, η οποία συνδεόταν με την παρουσία του Θεού, και ακόμη περισσότερο όταν χτίστηκε εκεί το αγιαστήριο του ναού, ή αλλιώς ο οίκος του Θεού, η Ιερουσαλήμ έγινε η συμβολική «κατοικία» του Ιεχωβά, «ο τόπος της ανάπαυσής» του. (Ψλ 78:68, 69· 132:13, 14· 135:21· παράβαλε 2Σα 7:1-7, 12, 13.) Επειδή οι βασιλιάδες της Δαβιδικής γραμμής ήταν οι χρισμένοι του Θεού, οι οποίοι κάθονταν στο «θρόνο του Ιεχωβά» (1Χρ 29:23· Ψλ 122:3-5), η ίδια η Ιερουσαλήμ καλούνταν επίσης ο “θρόνος του Ιεχωβά”, οι δε φυλές ή τα έθνη που στρέφονταν σε αυτήν, αναγνωρίζοντας την κυριαρχία του Θεού, στην ουσία συναθροίζονταν στο όνομα του Ιεχωβά. (Ιερ 3:17· Ψλ 122:1-4· Ησ 27:13) Όσοι εχθρεύονταν ή μάχονταν την Ιερουσαλήμ στην πραγματικότητα εναντιώνονταν στην έκφραση της κυριαρχίας του Θεού. Κάτι τέτοιο ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε, δεδομένης της προφητικής δήλωσης στο εδάφιο Γένεση 3:15.
Συνεπώς, η Ιερουσαλήμ συμβόλιζε την έδρα της θεϊκά εγκαθιδρυμένης κυβέρνησης, ή αλλιώς της τυπικής βασιλείας του Θεού. Από αυτήν έβγαινε ο νόμος του Θεού, ο λόγος του και η ευλογία του. (Μιχ 4:2· Ψλ 128:5) Επομένως, όσοι εργάζονταν για την ειρήνη και το καλό της Ιερουσαλήμ εργάζονταν για την επιτυχία του δίκαιου σκοπού του Θεού, για την ευόδωση του θελήματός του. (Ψλ 122:6-9) Μολονότι η Ιερουσαλήμ ήταν χτισμένη ανάμεσα στα βουνά του Ιούδα και σίγουρα είχε εντυπωσιακή όψη, η πραγματική επιβλητικότητα και ωραιότητά της πήγαζε από τον τρόπο με τον οποίο την είχε τιμήσει και την είχε δοξάσει ο Ιεχωβά Θεός, ώστε να αποτελεί για αυτόν «στέμμα ωραιότητας».—Ψλ 48:1-3, 11-14· 50:2· Ησ 62:1-7.
Εφόσον τα νοήμονα πλάσματα του Ιεχωβά είναι πρωτίστως εκείνα που αποδίδουν αίνο σε αυτόν και εκτελούν το θέλημά του, δεν καθόριζαν τα κτίρια της πόλης το αν εκείνος θα συνέχιζε να τη χρησιμοποιεί, αλλά οι κάτοικοί της—κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, ιερείς και λαός. (Ψλ 102:18-22· Ησ 26:1, 2) Ενόσω αυτοί ήταν πιστοί, τιμώντας το όνομα του Ιεχωβά με τα λόγια και την πορεία της ζωής τους, εκείνος ευλογούσε και υπερασπιζόταν την Ιερουσαλήμ. (Ψλ 125:1, 2· Ησ 31:4, 5) Η δυσμένεια του Ιεχωβά επήλθε γρήγορα στο λαό και στους βασιλιάδες τους εξαιτίας της αποστατικής πορείας που ακολούθησε η πλειονότητα. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Ιεχωβά ανήγγειλε την πρόθεσή του να απορρίψει την πόλη η οποία στο παρελθόν έφερε το όνομά του. (2Βα 21:12-15· 23:27) Θα αφαιρούσε από την πόλη «ενίσχυση και υποστήριγμα», πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να γεμίσει η Ιερουσαλήμ τυραννία, νεανική εγκληματικότητα, έλλειψη σεβασμού για τους άντρες που κατείχαν αξιότιμες θέσεις, καθώς και να υποστεί υποβιβασμό και μεγάλη ταπείνωση. (Ησ 3:1-8, 16-26) Μολονότι ο Ιεχωβά Θεός αποκατέστησε την πόλη 70 χρόνια αφότου επέτρεψε να καταστραφεί από τη Βαβυλώνα, κάνοντάς την να έχει και πάλι ωραιότητα ως το χαρούμενο κέντρο της αληθινής λατρείας στη γη (Ησ 52:1-9· 65:17-19), ο λαός και οι ηγέτες του επέστρεψαν ξανά στην αποστατική τους πορεία.
Ο Ιεχωβά διατήρησε την πόλη ωσότου έστειλε τον Γιο του στη γη. Έπρεπε να υπάρχει αυτή για να εκπληρωθούν οι Μεσσιανικές προφητείες. (Ησ 28:16· 52:7· Ζαχ 9:9) Η αποστατική πορεία του Ισραήλ κορυφώθηκε με το κρέμασμα του Μεσσία, του Ιησού Χριστού, στο ξύλο. (Παράβαλε Ματ 21:33-41.) Το γεγονός ότι αυτό έλαβε χώρα στην Ιερουσαλήμ, με την υποκίνηση των ηγετών του έθνους και με την υποστήριξη του λαού, έκανε βέβαιη την απόλυτη και μη αναστρέψιμη απόρριψη της πόλης από τον Θεό ως αυτής που τον αντιπροσώπευε και έφερε το όνομά του. (Παράβαλε Ματ 16:21· Λου 13:33-35.) Ούτε ο Ιησούς ούτε οι απόστολοί του προείπαν ότι θα γινόταν κάποια αποκατάσταση της επίγειας Ιερουσαλήμ και του ναού της από τον Θεό μετά τη θεϊκά διατεταγμένη καταστροφή της πόλης, η οποία συνέβη το 70 Κ.Χ.
Παρ’ όλα αυτά, το όνομα Ιερουσαλήμ συνέχισε να χρησιμοποιείται ως σύμβολο κάποιου πράγματος μεγαλύτερου από την επίγεια πόλη. Μέσω θεϊκής έμπνευσης, ο απόστολος Παύλος αποκάλυψε ότι υπάρχει κάποια «άνω Ιερουσαλήμ», την οποία αποκαλεί «μητέρα» των χρισμένων Χριστιανών. (Γα 4:25, 26) Αυτό τοποθετεί την «άνω Ιερουσαλήμ» στη θέση της συζύγου του Ιεχωβά Θεού, του μεγάλου Πατέρα και Ζωοδότη. Όταν η επίγεια Ιερουσαλήμ χρησιμοποιούνταν ως η κυριότερη πόλη του εκλεκτού έθνους του Θεού, αποκαλούνταν και αυτή επίσης γυναίκα, παντρεμένη με τον Θεό, δεμένη μαζί του με άγιους δεσμούς σε μια σχέση διαθήκης. (Ησ 51:17, 21, 22· 54:1, 5· 60:1, 14) Συμβόλιζε, λοιπόν, ή αλλιώς αντιπροσώπευε, ολόκληρη την εκκλησία των ανθρώπινων υπηρετών του Θεού. Επομένως, «η άνω Ιερουσαλήμ» πρέπει να αντιπροσωπεύει ολόκληρη την εκκλησία των όσιων πνευματικών υπηρετών του Ιεχωβά.
Η νέα Ιερουσαλήμ. Στη θεόπνευστη Αποκάλυψη, ο απόστολος Ιωάννης καταγράφει πληροφορίες σχετικά με τη “νέα Ιερουσαλήμ”. (Απ 3:12) Σε όραμα ο Ιωάννης βλέπει αυτή «την άγια πόλη . . . να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό, και να είναι ετοιμασμένη σαν νύφη στολισμένη για το σύζυγό της». Αυτό εντάσσεται στα πλαίσια του οράματος που βλέπει σχετικά με έναν «νέο ουρανό και [μια] νέα γη». Αυτή η «νύφη» αναφέρεται ότι είναι “η σύζυγος του Αρνιού”. (Απ 21:1-3, 9-27) Άλλα αποστολικά συγγράμματα εφαρμόζουν αυτό το σχήμα λόγου στη Χριστιανική εκκλησία των χρισμένων. (2Κο 11:2· Εφ 5:21-32) Στο 14ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης «το Αρνί», ο Χριστός Ιησούς, παρουσιάζεται να στέκεται στο Όρος Σιών—ένα όνομα που επίσης συνδέεται με την Ιερουσαλήμ (παράβαλε 1Πε 2:6)—και μαζί του να βρίσκονται 144.000 που έχουν το όνομά του και το όνομα του Πατέρα του γραμμένα στα μέτωπά τους.—Απ 14:1-5· βλέπε ΝΕΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ.
Η άπιστη Ιερουσαλήμ. Δεδομένου ότι πολλά από όσα λέγονται σχετικά με την Ιερουσαλήμ στις Γραφές είναι καταδικαστικά για αυτήν, γίνεται σαφές ότι μόνο όταν αυτή ήταν πιστή συμβόλιζε την ουράνια οργάνωση του Ιεχωβά και, σε κάποιες περιπτώσεις, την αληθινή Χριστιανική εκκλησία, τον «Ισραήλ του Θεού». (Γα 6:16) Όταν ήταν άπιστη, παριστανόταν ως πόρνη και μοιχαλίδα, η οποία έμοιαζε με τους ειδωλολάτρες Αμορραίους και Χετταίους που είχαν κάποτε την πόλη υπό την κυριαρχία τους. (Ιεζ 16:3, 15, 30-42) Επομένως, δεν μπορούσε παρά να αντιπροσωπεύει τους αποστάτες, εκείνους που ακολουθούν μια “πορνική” πορεία απιστίας προς τον Θεό του οποίου το όνομα ισχυρίζονται ότι φέρουν.—Ιακ 4:4.
Άρα, είναι φανερό ότι το όνομα «Ιερουσαλήμ» χρησιμοποιείται με πολλαπλή έννοια, και σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφραζόμενα για να υπάρχει η σωστή κατανόηση.—Βλέπε ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ.
[Χάρτης στη σελίδα 1255]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ και ΚΟΝΤΙΝΑ ΜΕΡΗ
Ιερουσαλήμ
Βηθλεέμ
Βάαλ-φερασίμ
Βηθφαγή
Βηθανία
Νωβ
Αναθώθ
Γαβαά
Γααβά
Ραμά
Γαβαών
Εμμαούς
Κιριάθ-ιαρίμ
Μιχμάς
Μισπά
Άνω Βαιθ-ορών
Κάτω Βαιθ-ορών
Γαι
Βαιθήλ
[Εικόνες στη σελίδα 1256]
Μπρούντζινο προυτάχ που κόπηκε κατά τον Ιουδαϊκό πόλεμο εναντίον της Ρώμης και διακηρύττει την «Ελευθερία της Σιών»
Μπρούντζινος σηστέρτιος απαθανατίζει την κατάκτηση της Ιουδαίας από τη Ρώμη· πρόσθια όψη: ο Αυτοκράτορας Βεσπασιανός· οπίσθια όψη: “IVDAEA CAPTA” (Η Ιουδαία κατακτημένη)
-
-
ΙεσαΐαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΑΪΑΣ
(Ιεσαΐας) [Σωτηρία του Ιεχωβά].
1. Λευίτης, απόγονος του Μωυσή μέσω του Ελιέζερ και πρόγονος του Σελομώθ τον οποίο διόρισε ο Δαβίδ θησαυροφύλακά του.—1Χρ 23:15· 26:24-26.
2. Λευίτης μουσικός από “τους γιους του Ιεδουθούν”, ο οποίος κληρώθηκε επικεφαλής της 8ης από τις 24 ομάδες μουσικών που συγκρότησε ο Δαβίδ.—1Χρ 25:1, 3, 15.
3. Βενιαμίτης, ένας μακρινός απόγονος του οποίου ζούσε στην Ιερουσαλήμ ενόσω ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας.—Νε 11:4, 7.
4. Κεφαλή του πατρικού οίκου του Ελάμ. Αυτός και άλλοι 70 άρρενες που ήταν μαζί του συνόδευσαν τον Έσδρα στο ταξίδι της επιστροφής στην Ιερουσαλήμ.—Εσδ 8:1, 7.
5. Μεραρίτης Λευίτης που επέστρεψε και αυτός από τη Βαβυλώνα μαζί με τον Έσδρα.—Εσδ 8:1, 19.
6. Απόγονος του Βασιλιά Δαβίδ, εγγονός του Κυβερνήτη Ζοροβάβελ.—1Χρ 3:1, 19, 21.
-
-
ΙεσανάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΑΝΑ
(Ιεσανά) [Παλιά [Πόλη]].
Τοποθεσία που μνημονεύεται μαζί με τη Μισπά ως στοιχείο για τον εντοπισμό της πέτρας την οποία έστησε ο Σαμουήλ και την οποία ονόμασε «Αβενέζερ». (1Σα 7:12) Η Ιεσανά ήταν μια από τις πόλεις που κατέλαβε ο Βασιλιάς Αβιά του Ιούδα (980-978 Π.Κ.Χ.) από τον Ιεροβοάμ, το βασιλιά του Ισραήλ. (2Χρ 13:19) Πιστεύεται ότι ταυτίζεται με την Ισάνα όπου, σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο Ηρώδης ο Μέγας νίκησε τον στρατηγό Πάππο. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΔ΄, 458 [xv, 12]) Το τοπωνύμιο Ισάνα φαίνεται πως διασώζεται στην ονομασία του Μπουρτζ ελ-Ισάνε, το οποίο βρίσκεται περίπου 8 χλμ. ΒΒΑ της Βαιθήλ. Ως εκ τούτου, έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι το μέρος αυτό ίσως ταυτίζεται με την αρχαία Ιεσανά.
-
-
ΙεσβώκΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΒΩΚ
(Ιεσβώκ).
Ο πέμπτος από τους έξι γιους που γέννησε η Χετούρα στον Αβραάμ, στη σειρά με την οποία κατονομάζονται. Ο Αβραάμ έστειλε αυτούς τους γιους μακριά δίνοντάς τους δώρα, αλλά όχι μερίδιο από την κληρονομιά του.—Γε 25:1, 2, 5, 6· 1Χρ 1:32.
-
-
ΙεσείΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΕΙ
(Ιεσεί) [συντετμημένη μορφή του Ησαΐας, που σημαίνει «Σωτηρία του Ιεχωβά»].
1. Απόγονος του Ιούδα, γιος του Απφαΐμ και πατέρας του Σησάν.—1Χρ 2:3, 31.
2. Άλλος απόγονος του Ιούδα.—1Χρ 4:1, 20.
3. Ένας από τους ηγέτες και τους επικεφαλής οικογενειών στη μισή φυλή του Μανασσή, η οποία ζούσε Α του Ιορδάνη.—1Χρ 5:23, 24.
4. Συμεωνίτης, για τους τέσσερις γιους του οποίου γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο Πρώτο Χρονικών επειδή οδήγησαν 500 άντρες σε νίκη εναντίον των Αμαληκιτών που ζούσαν στο Όρος Σηείρ.—1Χρ 4:42, 43.
-
-
ΙεσέρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΕΡ
(Ιεσέρ) [Έχει Διαμορφώσει].
Ο τρίτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Νεφθαλί, ιδρυτής της οικογένειας των Ιεσεριτών.—Γε 46:24· Αρ 26:48, 49· 1Χρ 7:13.
-
-
ΙεσερίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΕΡΙΤΕΣ
(Ιεσερίτες) [Του (Από τον) Ιεσέρ].
Οικογένεια της φυλής του Νεφθαλί που προήλθε από τον Ιεσέρ.—Αρ 26:48, 49.
-
-
ΙεσήρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΗΡ
(Ιεσήρ) [Ευθύτητα].
Γιος του Χάλεβ, του γιου του Εσρών, από τη φυλή του Ιούδα.—1Χρ 2:3-5, 18.
-
-
ΙεσίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΙΑΣ
(Ιεσίας) [Ο Ιεχωβά Κάνει να Ξεχάσει].
1. Ένας από τους επικεφαλής της φυλής του Ισσάχαρ του οποίου οι απόγονοι συνέβαλαν στο να γίνει αυτή η φυλή πολυάριθμη.—1Χρ 7:1, 3, 4.
2. Πολεμιστής που συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Δαβίδ στη Σικλάγ, πιθανώς Κορεΐτης.—1Χρ 12:1, 6.
3. Απόγονος του Καάθ του οποίου τους Λευίτες γιους οργάνωσε ο Δαβίδ στη διάρκεια της βασιλείας του.—1Χρ 23:12, 20· 24:24, 25.
4. Άλλος Λευίτης των ημερών του Δαβίδ, απόγονος του Μωυσή.—1Χρ 23:14-17· 24:21.
-
-
ΙεσουρούνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΟΥΡΟΥΝ
(Ιεσουρούν) [Ευθύς].
Τιμητικός τίτλος του Ισραήλ. Στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα το όνομα «Ιεσουρούν» γίνεται έκφραση στοργής και αποδίδεται ἠγαπημένος. Ο χαρακτηρισμός «Ιεσουρούν» θα έπρεπε να υπενθυμίζει στον Ισραήλ ότι είχε κληθεί να είναι ο λαός με τον οποίο είχε συνάψει διαθήκη ο Ιεχωβά και ότι επομένως είχε την υποχρέωση να παραμένει ευθύς. (Δευ 33:5, 26· Ησ 44:2) Στο εδάφιο Δευτερονόμιο 32:15 το όνομα Ιεσουρούν χρησιμοποιείται ειρωνικά. Αντί να ζει σε αρμονία με το όνομά του, Ιεσουρούν, ο Ισραήλ έγινε ανυπότακτος, εγκατέλειψε τον Πλάστη του και καταφρόνησε τον Σωτήρα του.
-
-
ΙεσσαίΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΣΑΙ
(Ιεσσαί) [συντετμημένη μορφή του Ιεσίας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Κάνει να Ξεχάσει»· ή, πιθανώς, συντετμημένη μορφή του Αβισαί].
Πατέρας του Βασιλιά Δαβίδ από τη φυλή του Ιούδα, εγγονός της Ρουθ και του Βοόζ και κρίκος στη γενεαλογική γραμμή μεταξύ του Αβραάμ και του Ιησού. (Ρθ 4:17, 22· Ματ 1:5, 6· Λου 3:31, 32) Ο Ιεσσαί απέκτησε οχτώ γιους, ένας από τους οποίους προφανώς πέθανε προτού αποκτήσει δικούς του γιους, γεγονός που ίσως εξηγεί την απουσία του ονόματός του από τις γενεαλογίες του Πρώτου Χρονικών. (1Σα 16:10, 11· 17:12· 1Χρ 2:12-15) Οι δύο αδελφές του Δαβίδ, η Αβιγαία και η Σερουία, δεν προσδιορίζονται πουθενά ως κόρες του Ιεσσαί, η μία μάλιστα αναφέρεται ως «κόρη του Νάας». (1Χρ 2:16, 17· 2Σα 17:25) Ο Νάας πιθανόν να ήταν πρώην σύζυγος της γυναίκας του Ιεσσαί, πράγμα που θα σήμαινε ότι οι κόρες της ήταν ετεροθαλείς αδελφές των γιων του Ιεσσαί, εκτός αν «Νάας» είναι ένα άλλο όνομα του Ιεσσαί, ή και το όνομα της συζύγου του ακόμη, όπως διατείνονται μερικοί.
Ο Ιεσσαί είχε ποίμνια και ζούσε στη Βηθλεέμ. Όταν ο Βασιλιάς Σαούλ απομακρύνθηκε από την αληθινή λατρεία, ο Ιεχωβά έστειλε τον Σαμουήλ στο σπίτι του Ιεσσαί με σκοπό να χρίσει βασιλιά έναν από τους γιους του. Ο Ιεσσαί παρουσίασε τους εφτά μεγαλύτερους γιους του, αλλά ο Ιεχωβά δεν εξέλεξε κανέναν από αυτούς, οπότε ο Ιεσσαί αναγκάστηκε να καλέσει το μικρότερο γιο του τον Δαβίδ, ο οποίος έβοσκε τα πρόβατα. Αυτός ο γιος ήταν ο εκλεκτός του Ιεχωβά.—1Σα 16:1-13.
Όταν ο Σαούλ κάλεσε κοντά του τον Δαβίδ για να τον ηρεμεί παίζοντάς του άρπα, ο ηλικιωμένος Ιεσσαί τού έστειλε ένα μεγάλο δώρο και αργότερα έδωσε στον Δαβίδ την άδεια να παραμείνει για κάποιο διάστημα στην αυλή του Σαούλ υπηρετώντας τον. (1Σα 16:17-23· 17:12) Αργότερα, όταν ο Δαβίδ είχε καθώς φαίνεται επιστρέψει για να φροντίζει τα πρόβατα, ο Ιεσσαί τον έστειλε με μερικές προμήθειες στα τρία μεγαλύτερα αγόρια που υπηρετούσαν στο στρατό του Σαούλ. (1Σα 17:13, 15, 17, 18, 20) Τον καιρό που ο Δαβίδ είχε τεθεί εκτός νόμου από τον Σαούλ, ο Ιεσσαί και η σύζυγός του βρήκαν άσυλο στον Μωάβ.—1Σα 22:3, 4.
Συχνά ο Δαβίδ αποκαλείται υποτιμητικά «γιος του Ιεσσαί» από άτομα όπως ο Σαούλ, ο Δωήκ, ο Νάβαλ και ο Σεβά (1Σα 20:27, 30, 31· 22:7-9, 13· 25:10· 2Σα 20:1· 1Βα 12:16· 2Χρ 10:16), αλλά και με περισσότερο σεβασμό σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα, από τον ίδιο τον Δαβίδ, τον Έσδρα και τον Ιεχωβά Θεό.—1Σα 16:18· 17:58· 2Σα 23:1· 1Χρ 10:14· 12:18· 29:26· Ψλ 72:20· Λου 3:32· Πρ 13:22.
Η προφητική υπόσχεση ότι «η ρίζα του Ιεσσαί» θα “στεκόταν ως σημάδι για τους λαούς” και θα έκρινε με δικαιοσύνη εκπληρώνεται στο πρόσωπο του Χριστού Ιησού, εκείνου που, λόγω του ότι είναι αθάνατος, διατηρεί ζωντανή τη γενεαλογική γραμμή του Ιεσσαί.—Ησ 11:1-5, 10· Ρω 15:8, 12.
-
-
ΙεσσίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΣΙΑΣ
(Ιεσσίας) [Ο Γιαχ Κάνει να Ξεχάσει].
Ένας από τους Λευίτες που ανταποκρίθηκαν στην παρότρυνση του Έσδρα και εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:31, 44.
-
-
ΙεσχάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΧΑ
(Ιεσχά).
Κόρη του Αρράν, αδελφού του Αβραάμ, και αδελφή του Λωτ. Γεννήθηκε προτού ο θείος της ο Αβραάμ και το σπιτικό του φύγουν από την Ουρ των Χαλδαίων.—Γε 11:27-31.
-
-
ΙετούρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΤΟΥΡ
(Ιετούρ).
Γιος του Ισμαήλ (Γε 25:13-15· 1Χρ 1:31) και προπάτορας ενός λαού, εναντίον του οποίου πολέμησαν οι Ισραηλίτες. (1Χρ 5:18, 19) Απόγονοι του Ιετούρ ενδεχομένως ήταν οι Ιτουραίοι.—Λου 3:1· βλέπε ΙΤΟΥΡΑΙΑ.
-
-
ΙεφθάεΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΦΘΑΕ
(Ιεφθάε) [Είθε να Ανοίξει [ο Θεός]· [Ο Θεός] Έχει Ανοίξει].
Κριτής του Ισραήλ από τη φυλή του Μανασσή. (Αρ 26:29· Κρ 11:1) Έκρινε την περιοχή της Γαλαάδ επί έξι χρόνια, ίσως κατά την περίοδο της ιερατείας του Ηλεί και τα πρώτα χρόνια της ζωής του Σαμουήλ. (Κρ 12:7) Η αναφορά που κάνει ο Ιεφθάε στα «τριακόσια χρόνια» ισραηλιτικής κυριαρχίας Α του Ιορδάνη φαίνεται να τοποθετεί την έναρξη της εξαετούς περιόδου κατά την οποία υπηρέτησε ως κριτής στο 1173 Π.Κ.Χ. περίπου.—Κρ 11:26.
Ο Ιεφθάε Ήταν Νόμιμος Γιος. Η μητέρα του Ιεφθάε ήταν “πόρνη”, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιεφθάε ήταν καρπός πορνείας ή νόθος. Η μητέρα του υπήρξε πόρνη προτού παντρευτεί τον Γαλαάδ ως δευτερεύουσα σύζυγός του, όπως ακριβώς η Ραάβ υπήρξε κάποτε πόρνη αλλά αργότερα παντρεύτηκε τον Σαλμών. (Κρ 11:1· Ιη 2:1· Ματ 1:5) Το ότι ο Ιεφθάε δεν ήταν νόθος αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ετεροθαλείς αδελφοί του, από την κύρια σύζυγο του Γαλαάδ, τον έδιωξαν για να μη συμμετάσχει στην κληρονομιά. (Κρ 11:2) Επιπρόσθετα, ο Ιεφθάε έγινε αργότερα ο αναγνωρισμένος ηγέτης των αντρών της Γαλαάδ (ανάμεσα στους οποίους φαίνεται ότι οι ετεροθαλείς αδελφοί του κατείχαν εξέχουσα θέση). (Κρ 11:11) Επιπλέον, πρόσφερε θυσία στον Θεό στη σκηνή της μαρτυρίας. (Κρ 11:30, 31) Ένας νόθος γιος δεν θα ήταν δυνατόν να κάνει τίποτα από αυτά, διότι ο Νόμος δήλωνε συγκεκριμένα: «Κανένας νόθος γιος δεν επιτρέπεται να μπει στην εκκλησία του Ιεχωβά. Ακόμη και μέχρι τη δέκατη γενιά, κανείς δικός του δεν επιτρέπεται να μπει στην εκκλησία του Ιεχωβά».—Δευ 23:2.
Ο Ιεφθάε ήταν προφανώς ο πρωτότοκος του Γαλαάδ. Συνεπώς, φυσιολογικά θα κληρονομούσε δύο μερίδια από την περιουσία του πατέρα του, του Γαλαάδ (ο οποίος φαίνεται ότι είχε ήδη πεθάνει όταν έδιωξαν τον Ιεφθάε οι ετεροθαλείς αδελφοί του), και θα ήταν επίσης η κεφαλή της οικογένειας. Μόνο αν τον έδιωχναν παράνομα θα μπορούσαν οι ετεροθαλείς αδελφοί του να του στερήσουν την κληρονομιά που δικαιούνταν, διότι ακόμη και αν ο πρωτότοκος γιος κάποιου πατέρα ήταν γιος της δευτερεύουσας συζύγου, ή μιας λιγότερο ευνοούμενης συζύγου, θα έπρεπε, παρ’ όλα αυτά, να λάβει τα δικαιώματα του πρωτοτόκου.—Δευ 21:15-17.
«Αργόσχολοι Άνθρωποι» Συγκεντρώνονται Κοντά στον Ιεφθάε. Όταν έδιωξαν τον Ιεφθάε οι ετεροθαλείς αδελφοί του, αυτός κατοίκησε στη γη Τωβ, μια περιοχή Α της Γαλαάδ, προφανώς έξω από τα όρια του Ισραήλ. Εδώ ο Ιεφθάε βρισκόταν κοντά στα σύνορα, εκτεθειμένος στους ξένους εχθρούς του Ισραήλ, ιδιαίτερα στον Αμμών. «Αργόσχολοι άνθρωποι», δηλαδή άνθρωποι που προφανώς είχαν αναγκαστεί να γίνουν αργόσχολοι ή είχαν χάσει την εργασία τους εξαιτίας της παρενόχλησης των Αμμωνιτών και οι οποίοι επαναστάτησαν εναντίον του ζυγού του Αμμών, ήρθαν στον Ιεφθάε και τέθηκαν υπό τις διαταγές του. (Κρ 11:3) Όσοι ζούσαν στην περιοχή Α του Ιορδάνη Ποταμού (οι φυλές του Ρουβήν, του Γαδ και η μισή φυλή του Μανασσή) ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι, και οι Αμμωνίτες εισβολείς (οι οποίοι μερικές φορές διέσχιζαν μάλιστα και τον Ιορδάνη) προφανώς άρπαζαν κατά τις επιδρομές τους τα υπάρχοντα και τα εισοδήματα πολλών κατοίκων της Γαλαάδ.—Κρ 10:6-10.
Οι Αμμωνίτες Απειλούν με Πόλεμο. Η καταδυνάστευση από τους Αμμωνίτες συνεχίστηκε επί 18 χρόνια. Ο Θεός το επέτρεψε αυτό επειδή οι Ισραηλίτες, εκδηλώνοντας απιστία, είχαν στραφεί στο να υπηρετούν τους θεούς των γύρω εθνών. Τώρα όμως οι γιοι του Ισραήλ είχαν συνέλθει, είχαν μετανοήσει για την ανόητη πορεία τους και επικαλούνταν τον Ιεχωβά για βοήθεια. Άρχισαν να καταστρέφουν τα είδωλά τους και να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Τότε ο Αμμών συγκεντρώθηκε στη Γαλαάδ για έναν γενικευμένο πόλεμο. (Κρ 10:7-17· 11:4) Αυτό το γεγονός υποδηλώνει ότι στην ουσία ο μεγάλος αόρατος εχθρός του Θεού, ο Σατανάς ο Διάβολος, ήταν εκείνος ο οποίος ξεσήκωνε τα ειδωλολατρικά έθνη εναντίον του Ισραήλ και ότι το πραγματικό ζήτημα ήταν η λατρεία του αληθινού Θεού.—Παράβαλε Απ 12:9· Ψλ 96:5· 1Κο 10:20.
Ο Ισραήλ συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στη Μισπά. Οι ετεροθαλείς αδελφοί του Ιεφθάε ήταν προφανώς εξέχοντες μεταξύ των πρεσβυτέρων της Γαλαάδ. (Κρ 10:17· 11:7) Διέκριναν την ανάγκη που υπήρχε για σωστή ηγεσία και κατεύθυνση. (Κρ 10:18) Αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε να έχουν ως κεφαλή τους έναν άντρα διορισμένο από τον Θεό προκειμένου να νικήσουν τον Αμμών. (Κρ 11:5, 6, 10) Αναμφίβολα, τα επιτεύγματα του Ιεφθάε και των αντρών του στην Τωβ αποτελούσαν ένδειξη ότι τον είχε επιλέξει ο Θεός. (Κρ 11:1) Οι άντρες της Γαλαάδ αποφάσισαν να πάνε στον Ιεφθάε, τον οποίο προηγουμένως είχαν καταφρονήσει, για να του ζητήσουν να γίνει κεφαλή τους.
Ο Ιεφθάε Γίνεται Κεφαλή της Γαλαάδ. Ο Ιεφθάε συμφώνησε να τους οδηγήσει στη μάχη εναντίον του Αμμών υπό έναν όρο: αν ο Ιεχωβά τού έδινε τη νίκη, θα συνέχιζε να είναι κεφαλή όταν θα επέστρεφε από τη μάχη. Η επιμονή του σε αυτό δεν ήταν ιδιοτελής αξίωση. Είχε αποδείξει ότι ενδιαφερόταν για τη μάχη που θα δινόταν για χάρη του ονόματος του Θεού και του λαού του. Αν, λοιπόν, νικούσε τον Αμμών, αυτό θα καταδείκνυε ότι ο Θεός ήταν μαζί του. Ο Ιεφθάε ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν επρόκειτο να εγκαταλείψουν ξανά τη διακυβέρνηση του Θεού όταν θα περνούσε η κρίσιμη κατάσταση. Επίσης, αν ήταν πράγματι ο πρωτότοκος γιος του Γαλαάδ, απλώς εδραίωνε με αυτόν τον τρόπο το νόμιμο δικαίωμα που είχε να είναι κεφαλή του οίκου του Γαλαάδ. Τότε συνάφθηκε αυτή η διαθήκη ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά. Με αυτό ο Ιεφθάε έδειξε και πάλι ότι απέβλεπε στον Ιεχωβά ως τον Θεό και Βασιλιά του Ισραήλ και ως τον πραγματικό Ελευθερωτή τους.—Κρ 11:8-11.
Ο Ιεφθάε, ως δραστήριος άνθρωπος, άρχισε χωρίς καθυστέρηση να ασκεί σθεναρή ηγεσία. Έστειλε μήνυμα στο βασιλιά του Αμμών, επισημαίνοντας ότι ο Αμμών ήταν καταπατητής επειδή είχε εισβάλει στη γη του Ισραήλ. Ο βασιλιάς απάντησε ότι αυτή τη γη την είχε πάρει ο Ισραήλ από τον Αμμών. (Κρ 11:12, 13) Σε αυτό το σημείο ο Ιεφθάε έδειξε ότι δεν ήταν ένας τραχύς, άξεστος πολεμιστής, αλλά ήταν μελετητής της ιστορίας και ιδιαίτερα της πολιτείας του Θεού με το λαό του. Αντέκρουσε το επιχείρημα των Αμμωνιτών, καταδεικνύοντας ότι (1) ο Ισραήλ δεν πείραξε τον Αμμών, τον Μωάβ ή τον Εδώμ (Κρ 11:14-18· Δευ 2:9, 19, 37· 2Χρ 20:10, 11)· (2) ο Αμμών δεν είχε στην κατοχή του τη διεκδικούμενη γη τον καιρό της ισραηλιτικής κατάκτησης, επειδή αυτή βρισκόταν στα χέρια των Αμορραίων της Χαναάν και ο Θεός είχε δώσει το βασιλιά τους, τον Σηών, και τη γη του στο χέρι του Ισραήλ· (3) είχαν περάσει 300 χρόνια χωρίς να διεκδικήσει ο Αμμών τη γη που κατείχε ο Ισραήλ· επομένως, ποια ουσιαστική βάση υπήρχε για να το κάνει αυτό τώρα;—Κρ 11:19-27.
Ο Ιεφθάε έφτασε στην καρδιά του ζητήματος όταν κατέδειξε ότι επρόκειτο ουσιαστικά για θέμα λατρείας. Δήλωσε ότι ο Ιεχωβά Θεός είχε δώσει τη γη στον Ισραήλ και γι’ αυτόν το λόγο δεν επρόκειτο να δώσουν ούτε ένα χιλιοστό από αυτήν σε λάτρεις ψεύτικου θεού. Αποκάλεσε τον Χεμώς θεό του Αμμών. Μερικοί νομίζουν ότι αυτό ήταν λάθος. Αλλά παρότι ο Αμμών είχε θεό τον Μελχώμ και παρότι ο Χεμώς ήταν θεός του Μωάβ, αυτά τα συγγενή έθνη λάτρευαν πολλούς θεούς. Ακόμη και ο Σολομών έφερε τη λατρεία του Χεμώς στον Ισραήλ, ενεργώντας εσφαλμένα εξαιτίας των αλλοεθνών συζύγων του. (Κρ 11:24· 1Βα 11:1, 7, 8, 33· 2Βα 23:13) Επιπλέον, το όνομα «Χεμώς» πιθανόν να σημαίνει «Αυτός που Καθυποτάσσει, Κατακτητής», σύμφωνα με μερικούς λογίους. (Βλέπε Εβραϊκό και Χαλδαϊκό Λεξικό του Γεσένιου [Gesenius’s Hebrew and Chaldee Lexicon], μετάφραση [στην αγγλική] Σ. Τρετζέλις, 1901, σ. 401.) Ο Ιεφθάε ίσως έστρεφε την προσοχή σε αυτόν το θεό ως εκείνον στον οποίο οι Αμμωνίτες απέδιδαν το χαρακτηριστικό ότι “καθυπέτασσε” ή “κατακτούσε” άλλους λαούς για να δώσει γη στους ίδιους.
Η Ευχή του Ιεφθάε. Ο Ιεφθάε διέκρινε τώρα ότι ήταν θέλημα Θεού να διεξαχθεί η μάχη με τον Αμμών. Υπό την επενέργεια του πνεύματος του Θεού, οδήγησε το στρατό του στη μάχη. Όπως ο Ιακώβ περίπου 600 χρόνια νωρίτερα, έτσι και ο Ιεφθάε έκανε μια ευχή, εκδηλώνοντας την ολόκαρδη επιθυμία του να λάβει κατεύθυνση από τον Ιεχωβά και αποδίδοντας οποιαδήποτε πιθανή επιτυχία του στον Ιεχωβά. (Κρ 11:30, 31· Γε 28:20-22) Ο Ιεχωβά άκουσε με εύνοια την ευχή του και οι Αμμωνίτες καθυποτάχθηκαν.—Κρ 11:32, 33.
Μήπως είχε υπόψη του ο Ιεφθάε να κάνει ανθρωποθυσία όταν ευχήθηκε να προσφέρει ως ολοκαύτωμα τον πρώτο που θα έβγαινε από το σπίτι του;
Μερικοί κριτικοί και λόγιοι έχουν αποδοκιμάσει τον Ιεφθάε για την ευχή του, επειδή έχουν την άποψη ότι ο Ιεφθάε ακολούθησε τη συνήθεια των άλλων εθνών και πρόσφερε την κόρη του καίγοντάς την ως ανθρώπινο ολοκαύτωμα. Δεν συνέβη όμως κάτι τέτοιο. Μια κατά γράμμα ανθρωποθυσία θα πρόσβαλλε τον Ιεχωβά, θα ήταν ένα αηδιαστικό πράγμα που παραβίαζε το νόμο του. Εκείνος είχε διατάξει αυστηρά τον Ισραήλ: «Δεν πρέπει να μάθεις να ενεργείς σύμφωνα με τα απεχθή πράγματα εκείνων των εθνών. Δεν πρέπει να βρεθεί σε εσένα κάποιος που περνάει το γιο του ή την κόρη του μέσα από τη φωτιά . . . Διότι όποιος κάνει αυτά τα πράγματα είναι απεχθής στον Ιεχωβά, και για αυτά τα απεχθή πράγματα ο Ιεχωβά ο Θεός σου τους διώχνει από μπροστά σου». (Δευ 18:9-12) Ο Ιεχωβά δεν θα ευλογούσε ένα τέτοιο άτομο—απεναντίας, θα το καταριόταν. Οι Αμμωνίτες, τους οποίους πολεμούσε ο Ιεφθάε, ήταν αυτοί που έκαναν ανθρωποθυσίες στο θεό τους τον Μολόχ.—Παράβαλε 2Βα 17:17· 21:6· 23:10· Ιερ 7:31, 32· 19:5, 6.
Όταν ο Ιεφθάε είπε: «Όποιος βγει από τις πόρτες του σπιτιού μου να με συναντήσει . . . θα γίνει του Ιεχωβά», αναφερόταν σε άνθρωπο και όχι σε ζώο, εφόσον ήταν απίθανο να έχουν οι Ισραηλίτες στα σπίτια τους ζώα που ήταν κατάλληλα για θυσία και να τα αφήνουν να τριγυρίζουν εκεί ελεύθερα. Επιπλέον, η προσφορά ενός ζώου δεν θα έδειχνε κάποια ιδιαίτερη αφοσίωση στον Θεό. Ο Ιεφθάε ήξερε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η κόρη του το άτομο που θα έβγαινε να τον συναντήσει. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το πνεύμα του Ιεχωβά επενεργούσε στον Ιεφθάε εκείνον τον καιρό, και αυτό θα τον απέτρεπε από κάποια απερίσκεπτη ευχή. Πώς, λοιπόν, το άτομο που θα έβγαινε να συναντήσει τον Ιεφθάε για να τον συγχαρεί για τη νίκη του θα “γινόταν του Ιεχωβά” και θα προσφερόταν «ως ολοκαύτωμα»;—Κρ 11:31.
Υπήρχε η δυνατότητα να προσφερθούν άτομα για αποκλειστική υπηρεσία προς τον Ιεχωβά σχετική με το αγιαστήριο. Επρόκειτο για ένα δικαίωμα το οποίο μπορούσαν να ασκήσουν οι γονείς. Ο Σαμουήλ ήταν ένα τέτοιο άτομο, το οποίο η μητέρα του η Άννα είχε ευχηθεί να προσφέρει στην υπηρεσία της σκηνής πριν από τη γέννησή του. Αυτή η ευχή είχε την έγκριση του συζύγου της του Ελκανά. Μόλις απογαλακτίστηκε ο Σαμουήλ, η Άννα τον πρόσφερε στο αγιαστήριο. Μαζί με αυτόν, η Άννα έφερε και ένα ζώο για θυσία. (1Σα 1:11, 22-28· 2:11) Ο Σαμψών ήταν άλλο ένα παιδί που προσφέρθηκε ειδικά για να υπηρετεί τον Θεό ως Ναζηραίος.—Κρ 13:2-5, 11-14· παράβαλε με την εξουσία που είχε ο πατέρας όσον αφορά την κόρη του όπως περιγράφεται στα εδάφια Αρ 30:3-5, 16.
Όταν ο Ιεφθάε έφερε την κόρη του στο αγιαστήριο, το οποίο εκείνον τον καιρό ήταν στη Σηλώ, αναμφίβολα συνόδευσε αυτή του την ενέργεια με το ολοκαύτωμα κάποιου ζώου. Σύμφωνα με το Νόμο, το ολοκαύτωμα σφαζόταν, γδερνόταν και τεμαχιζόταν, τα έντερα και τα πόδια πλένονταν, και το σώμα, όλα τα μέλη μαζί με το κεφάλι, καιγόταν πάνω στο θυσιαστήριο. (Λευ 1:3-9) Το γεγονός ότι η προσφορά αυτή δινόταν ολόκληρη αντιπροσώπευε πλήρη, ανεπιφύλακτη, ολόκαρδη αφιέρωση στον Ιεχωβά, και όταν συνόδευε κάποια άλλη προσφορά (όπως, παραδείγματος χάρη, όταν το ολοκαύτωμα προσφερόταν έπειτα από την προσφορά για αμαρτία την Ημέρα της Εξιλέωσης), αποτελούσε επίκληση προς τον Ιεχωβά ώστε να δεχτεί εκείνη την προσφορά.—Λευ 16:3, 5, 6, 11, 15, 24.
Αυτό ήταν πραγματική θυσία τόσο από μέρους του Ιεφθάε όσο και από μέρους της κόρης του, γιατί ο Ιεφθάε δεν είχε άλλο παιδί. (Κρ 11:34) Επομένως, δεν θα υπήρχε απόγονός του για να διατηρήσει το όνομα και την κληρονομιά του στον Ισραήλ. Η μοναδική ελπίδα του Ιεφθάε σχετικά με αυτό ήταν η κόρη του. Εκείνη έκλαψε όχι για το θάνατό της, αλλά για την «παρθενία» της, επειδή επιθυμία του κάθε Ισραηλίτη και της κάθε Ισραηλίτισσας ήταν να αποκτήσει παιδιά και να διατηρήσει το όνομα και την κληρονομιά της οικογένειας. (Κρ 11:37, 38) Η στειρότητα ήταν συμφορά. Η κόρη, όμως, του Ιεφθάε «δεν είχε ποτέ σχέσεις με άντρα». Αν αυτά τα λόγια εφαρμόζονταν μόνο στην περίοδο πριν από την εκπλήρωση της ευχής, τότε θα ήταν περιττά, εφόσον είχε αναφερθεί συγκεκριμένα ότι η κοπέλα ήταν παρθένα. Το ότι η δήλωση αυτή αναφέρεται στην εκπλήρωση της ευχής φαίνεται από το ότι εμφανίζεται μετά την έκφραση: «Αυτός εκπλήρωσε προς εκείνη την ευχή του, την οποία είχε κάνει». Στην πραγματικότητα, το υπόμνημα επισημαίνει ότι και μετά την εκπλήρωση της ευχής εκείνη διατήρησε την παρθενία της.—Κρ 11:39· παράβαλε αποδόσεις KJ· Dy· ΜΝΚ· ΒΑΜ· ΛΧ.
Επιπλέον, «κάθε χρόνο» οι φίλες της κόρης του Ιεφθάε την επισκέπτονταν για να της «δώσουν έπαινο». (Κρ 11:40) Η εβραϊκή λέξη τανάχ, η οποία χρησιμοποιείται εδώ, εμφανίζεται επίσης στο εδάφιο Κριτές 5:11, και σε εκείνο το εδάφιο αποδίδεται με διάφορους τρόπους: “διηγούνται” (AT· ΜΝΚ· ΒΑΜ), «εξιστορούν» (KJ), “επαναλαμβάνουν” (RS· ΛΧ). Η λέξη αυτή ορίζεται στο Εβραϊκό και Χαλδαϊκό Λεξικό ([A Hebrew and Chaldee Lexicon], επιμέλεια Μπ. Ντέιβις, 1957, σ. 693) ως «επαναλαμβάνω, εξιστορώ». Στο εδάφιο Κριτές 11:40, η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου αποδίδει αυτόν τον όρο «να θρηνήσουν», αλλά η περιθωριακή σημείωση έχει την απόδοση «να μιλήσουν με». (Βλέπε επίσης ΒΑΜ.) Καθώς η κόρη του Ιεφθάε υπηρετούσε στο αγιαστήριο, αναμφίβολα όπως και άλλοι Νεθινίμ («Δοσμένοι», που είχαν προσφερθεί για την υπηρεσία του αγιαστηρίου), θα υπήρχαν πολλά πράγματα που θα μπορούσε να κάνει. Αυτά τα άτομα πρόσφεραν υπηρεσία μαζεύοντας ξύλα, αντλώντας νερό, κάνοντας διάφορες επισκευές και αναμφίβολα εκτελώντας πολλά άλλα καθήκοντα ως βοηθοί των ιερέων και των Λευιτών που βρίσκονταν εκεί.—Ιη 9:21, 23, 27· Εσδ 7:24· 8:20· Νε 3:26.
Οι Εφραϊμίτες Αντιτίθενται στον Ιεφθάε. Οι Εφραϊμίτες, οι οποίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως την κυρίαρχη φυλή του βόρειου Ισραήλ (περιλαμβανομένης και της Γαλαάδ), αρνήθηκαν από υπερηφάνεια να αναγνωρίσουν τον Ιεφθάε και προσπάθησαν να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Επινόησαν, λοιπόν, μια ψεύτικη κατηγορία για να δείξουν ότι τους είχε προσβάλει. Παρόμοια στάση είχαν εκδηλώσει πριν από χρόνια, την εποχή του Κριτή Γεδεών. (Κρ 8:1) Ισχυρίστηκαν ότι ο Ιεφθάε δεν τους είχε καλέσει στη μάχη εναντίον του Αμμών και απείλησαν να κάψουν το σπίτι του Ιεφθάε ενώ εκείνος θα βρισκόταν μέσα σε αυτό.—Κρ 12:1.
Ο Ιεφθάε απάντησε ότι τους είχε καλέσει αλλά εκείνοι δεν είχαν ανταποκριθεί. Τους είπε το εξής επιχείρημα: «Ο Ιεχωβά τούς έδωσε [τον Αμμών] στο χέρι μου. Γιατί, λοιπόν, ανεβήκατε εναντίον μου αυτή την ημέρα για να πολεμήσετε εναντίον μου;» (Κρ 12:2, 3) Οι Εφραϊμίτες ισχυρίστηκαν τα εξής σχετικά με το στράτευμα του Ιεφθάε: «Φυγάδες από τον Εφραΐμ είστε εσείς, ο Γαλαάδ, μέσα στον Εφραΐμ, μέσα στον Μανασσή». (Κρ 12:4) Με αυτά τα λόγια πιθανώς ονείδιζαν τον Ιεφθάε κάνοντας νύξη στο γεγονός ότι, στο παρελθόν, είχε διωχτεί και είχε μαζί του “αργόσχολους ανθρώπους”, άνεργους, ως «φυγάδες».—Κρ 11:3.
Στη μάχη που ακολούθησε, ο Εφραΐμ χτυπήθηκε και κατατροπώθηκε. Οι άντρες του Ιεφθάε τούς σταματούσαν στα περάσματα του Ιορδάνη. Όταν οι Εφραϊμίτες που διέφευγαν προσπαθούσαν να κρύψουν την ταυτότητά τους, τους πρόδιδε η προφορά τους. Στη δοκιμή στην οποία τους υπέβαλλαν ζητώντας τους να πουν τη λέξη «Σχίββωλεθ», δεν μπορούσαν να προφέρουν τον παχύ φθόγγο «σχ» και έτσι έλεγαν απλώς «Σίββωλεθ». Επειδή ενήργησαν στασιαστικά εναντίον εκείνου τον οποίο ο Ιεχωβά είχε διορίσει για τη σωτηρία τους, 42.000 Εφραϊμίτες έχασαν τη ζωή τους.—Κρ 12:5, 6.
Επιδοκιμασμένος από τον Θεό. Στο εδάφιο 1 Σαμουήλ 12:11, ο Ιεφθάε αναφέρεται ονομαστικά ως ελευθερωτής που στάλθηκε από τον Ιεχωβά, και στο εδάφιο Εβραίους 11:32 συγκαταλέγεται στο πιστό «σύννεφο μαρτύρων».—Εβρ 12:1.
-
-
ΙεχίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΙΑΣ
(Ιεχίας) [Είθε να Ζει, Γιαχ!].
Λευίτης ο οποίος υπηρέτησε ως πυλωρός για την Κιβωτό όταν αυτή μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 15:24, 25.
-
-
ΙεχιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΙΗΛ
(Ιεχιήλ) [Είθε να Ζει, Θεέ!].
1. Λευίτης της δεύτερης υποδιαίρεσης των μουσικών ο οποίος συνόδευσε την κιβωτό της διαθήκης από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην Ιερουσαλήμ. (1Χρ 15:17, 18, 20, 25, 28) Στη συνέχεια, ο Ιεχιήλ διορίστηκε μαζί με άλλους να παίζει μουσική έξω από τη σκηνή όπου βρισκόταν η Κιβωτός.—1Χρ 16:1, 4-6.
2. Λευίτης «επικεφαλής», απόγονος του Γηρσών μέσω του Λαδάν. (1Χρ 23:6-8) Προς το τέλος της βασιλείας του Δαβίδ, ο Ιεχιήλ (Ιεχιηλί) και οι γιοι του (ή ο πατρικός οίκος που έφερε το όνομά του) είχαν υπό την εποπτεία τους το θησαυροφυλάκιο του οίκου λατρείας του Ιεχωβά.—1Χρ 26:21, 22· 29:8.
3. Παιδοκόμος, πιθανώς εκπαιδευτής, των γιων του Δαβίδ, γιος ή απόγονος του Αχμονί.—1Χρ 27:32.
4. Γιος του Βασιλιά Ιωσαφάτ. Ο Ιεχιήλ και οι αδελφοί του είχαν λάβει πλούσια δώρα και πόλεις από τον πατέρα τους, αλλά η βασιλεία επρόκειτο να περιέλθει στο μεγαλύτερο αδελφό τους, τον Ιωράμ. Ωστόσο, μετά το θάνατο του Ιωσαφάτ, ο Ιωράμ φόνευσε όλους τους αδελφούς του.—2Χρ 21:1-4, 12, 13.
5. Λευίτης απόγονος του Αιμάν, ο οποίος βοήθησε στην αποκομιδή των ακάθαρτων αντικειμένων τα οποία απομάκρυνε από το ναό ο Βασιλιάς Εζεκίας. (2Χρ 29:12, 14-19) Πιθανότατα πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 6.
6. Λευίτης επίτροπος ο οποίος διορίστηκε να βοηθήσει στη διαχείριση των άφθονων συνεισφορών που έφερε ο λαός στο ναό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Εζεκία. (2Χρ 31:12, 13) Πιθανότατα πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 5.
7. Ένας από τους τρεις που «ηγούνταν στον οίκο του αληθινού Θεού» και οι οποίοι συνεισέφεραν με γενναιοδωρία ζώα για να προσφερθούν ως θυσία στο μεγάλο εορτασμό του Πάσχα που τέλεσε ο Βασιλιάς Ιωσίας.—2Χρ 35:8.
8. Μέλος του πατρικού οίκου του Ιωάβ. Ο γιος του ο Αβδιού επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Έσδρα.—Εσδ 8:1, 9.
9. Κάποιος του οποίου ο γιος παραδέχτηκε ενώπιον του Έσδρα το μεγάλο σφάλμα που διέπραξε ο λαός παίρνοντας αλλοεθνείς συζύγους. Ήταν απόγονος του Ελάμ. (Εσδ 10:2) Ο Ιεχιήλ του εδαφίου Έσδρας 10:26, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους (Εσδ 10:44), ενδέχεται να είναι το ίδιο πρόσωπο ή έστω ένας άλλος απόγονος του Ελάμ.
10. Ένας από τους ιερείς που είχαν πάρει αλλοεθνείς συζύγους αλλά τις εξαπέστειλαν.—Εσδ 10:21, 44.
-
-
ΙεχιηλίΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΙΗΛΙ
(Ιεχιηλί) [Του (Από τον) Ιεχιήλ].
Γηρσωνίτης Λευίτης ο οποίος προφανώς υπηρέτησε ως επιβλέπων στο θησαυροφυλάκιο του αγιαστηρίου. (1Χρ 26:20-22) Αλλού αποκαλείται «Ιεχιήλ».—1Χρ 23:6-8· 29:8· βλέπε ΙΕΧΙΗΛ Αρ. 2.
-
-
ΙεχολίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΟΛΙΑ
(Ιεχολία) [Ο Ιεχωβά Υπήρξε Ικανός].
Μητέρα του Βασιλιά Οζία (Αζαρία) του Ιούδα, τον οποίο γέννησε περίπου το 845 Π.Κ.Χ. Η Ιεχολία, σύζυγος του Αμαζία, ήταν από την Ιερουσαλήμ.—2Βα 15:1, 2· 2Χρ 26:1, 3.
-
-
ΙεχονίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΟΝΙΑΣ
(Ιεχονίας) [Ο Ιεχωβά Εδραιώνει].
Βασιλιάς του Ιούδα ο οποίος βασίλεψε μόλις τρεις μήνες και δέκα ημέρες προτού οδηγηθεί αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα από τον Ναβουχοδονόσορα το 617 Π.Κ.Χ. Ήταν γιος του Ιωακείμ και εγγονός του καλού Βασιλιά Ιωσία. (1Χρ 3:15-17· Εσθ 2:6· Ιερ 24:1· Ματ 1:11, 12) Μερικές φορές το όνομά του εμφανίζεται με τη συντετμημένη μορφή Χονίας. (Ιερ 22:24· 37:1) Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις αναφέρεται ως Ιωαχίν.—2Βα 24:6, 8-15· βλέπε ΙΩΑΧΙΝ.
-
-
ΙεχωακείμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΑΚΕΙΜ
(Ιεχωακείμ) [πιθανώς, Ο Ιεχωβά Εγείρει].
Γιος και, προφανώς, διάδοχος του Ιησού, αρχιερέα της μεταιχμαλωσιακής περιόδου. (Νε 12:10, 12, 26) Προφανώς υπηρετούσε με αυτό το αξίωμα τον καιρό που επέστρεψε ο Έσδρας. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΑ΄, 121 [v, 1]) Ωστόσο, αργότερα, όταν έφτασε ο Νεεμίας (455 Π.Κ.Χ.), είχε γίνει αρχιερέας ο Ελιασίβ, ο γιος του Ιεχωακείμ.—Νε 3:1.
-
-
ΙεχωανάνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΑΝΑΝ
(Ιεχωανάν) [Ο Ιεχωβά Έχει Δείξει Εύνοια (Χάρη)· Ο Ιεχωβά Στάθηκε Φιλεύσπλαχνος].
1. Κορεΐτης πυλωρός στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ, ο έκτος γιος του Μεσελεμία.—1Χρ 26:1-3.
2. Ένας από τους αρχηγούς του στρατεύματος υπό τον Βασιλιά Ιωσαφάτ. Είχε υπό την άμεση επίβλεψή του 280.000 άντρες του Ιούδα. (2Χρ 17:12, 14-16) Πιθανώς είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 3.
3. Πατέρας του Ισμαήλ, κάποιου που συνεργάστηκε με τον Ιωδαέ και άλλους αρχηγούς για να εκθρονίσουν τη Γοθολία και να τοποθετήσουν τον Ιωάς στο θρόνο του Ιούδα. (2Χρ 23:1-3) Πιθανώς είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 2.
4. Εφραϊμίτης του οποίου ο γιος, ο Αζαρίας, ήταν ένας από τους αρχηγούς της φυλής του γύρω στο 760 Π.Κ.Χ., όταν βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Άχαζ και βασιλιάς του Ισραήλ ο Φεκά.—2Χρ 28:1, 6, 12.
5. Κεφαλή του ιερατικού πατρικού οίκου του Αμαρία επί των ημερών του Ιεχωακείμ, διαδόχου του Αρχιερέα Ιησού.—Νε 12:10, 12, 13.
6. Γιος του Ελιασίβ. Ο Έσδρας αποσύρθηκε στην τραπεζαρία του Ιεχωανάν, μέσα στο ναό, για να πενθήσει για την απιστία του λαού.—Εσδ 10:6.
7. Ένας από τους τέσσερις γιους του Βηβαΐ οι οποίοι απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:28, 44.
8. Γιος του Τωβία του Αμμωνίτη, πολέμιου του Νεεμία. Ο Ιεχωανάν παντρεύτηκε μια Ισραηλίτισσα.—Νε 6:17-19.
9. Ιερέας που στεκόταν στο ναό κατά την εγκαινίαση του ανοικοδομημένου τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 12:40-42.
-
-
ΙεχωάςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΑΣ
(Ιεχωάς).
Το όνομα αυτό γράφεται με δύο τρόπους στην εβραϊκή, αν και στην ελληνική αποδίδεται μόνο «Ιεχωάς». Η πρώτη και πιο διαδεδομένη μορφή είναι το Γιοχ’άς. Οι Αριθμοί 1 και 5 παρακάτω αντιστοιχούν στον άλλον τύπο, Γιοχ‛άς.
1. Βενιαμίτης στην οικογενειακή γραμμή του Βεχέρ.—1Χρ 7:6, 8.
2. Απόγονος του Ιούδα μέσω του Σηλά, του τρίτου στη σειρά κατονομαζόμενου γιου του.—1Χρ 2:3· 4:21, 22.
3. Πατέρας του Κριτή Γεδεών, Αβιεζερίτης από τη φυλή του Μανασσή. (Κρ 6:11, 15· 7:14· 8:13, 32) Ο Ιεχωάς ήταν προφανώς ευκατάστατος άνθρωπος με επιρροή στην κοινότητα όπου ζούσε—είχε μάλιστα ένα δικό του θυσιαστήριο αφιερωμένο στον Βάαλ, έναν «ιερό στύλο», καθώς και υπηρέτες στο σπιτικό του. Όταν ο γιος του ο Γεδεών γκρέμισε κρυφά αυτό το θυσιαστήριο και τον ιερό στύλο και στη θέση τους έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά, πάνω στο οποίο θυσίασε έναν εφταετή ταύρο, οι κάτοικοι του τόπου απαίτησαν από τον Ιεχωάς να τους παραδώσει το γιο του για να τον θανατώσουν. Η απάντηση του Ιεχωάς ήταν: «Αν [ο Βάαλ] είναι Θεός, ας κάνει ο ίδιος νομική υπεράσπιση για τον εαυτό του». Και από τότε “άρχισε να ονομάζει” τον γιο του Ιεροβάαλ.—Κρ 6:25-32· 8:29.
4. Ένας από τους κραταιούς άντρες της φυλής του Βενιαμίν που συντάχθηκαν με τις δυνάμεις του Δαβίδ στη Σικλάγ, όταν ο Δαβίδ είχε τεθεί εκτός νόμου από τον Σαούλ. Ήταν γιος ή απόγονος του Σεμαά.—1Χρ 12:1-3.
5. Κάποιος που διορίστηκε από τον Βασιλιά Δαβίδ υπεύθυνος για τα αποθέματα λαδιού.—1Χρ 27:28, 31.
6. Ένας από τους άντρες στους οποίους παρέδωσε ο Αχαάβ τον πιστό προφήτη Μιχαΐα για να τον φυλακίσουν. Αποκαλείται “γιος του βασιλιά”. (1Βα 22:26, 27· 2Χρ 18:25, 26) Αυτή η έκφραση μπορεί να εννοεί ότι είτε ήταν απόγονος του Βασιλιά Αχαάβ είτε αξιωματούχος βασιλικής καταγωγής είτε κάποιος στενά συνδεδεμένος με το βασιλικό οίκο.
-
-
ΙεχωβάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΒΑ
(Ιεχωβά) [έμμεση ενεργητική διάθεση, μη τετελεσμένη κατάσταση, του εβρ. ρήματος χαβάχ (γίνομαι)· σημαίνει «Αυτός Κάνει να Γίνεται»].
Το προσωπικό όνομα του Θεού. (Ησ 42:8· 54:5) Παρά το ότι οι Γραφές αποδίδουν στον Ιεχωβά διάφορους περιγραφικούς τίτλους, όπως «Θεός», «Υπέρτατος Κύριος», «Δημιουργός», «Πατέρας», «ο Παντοδύναμος» και «ο Ύψιστος», τόσο η προσωπικότητά Του όσο και οι ιδιότητές Του—το ποιος είναι και το τι είναι—συγκεφαλαιώνονται απόλυτα σε αυτό το προσωπικό όνομα και εκφράζονται μόνο με αυτό.—Ψλ 83:18.
Η Σωστή Προφορά του Θεϊκού Ονόματος. Η πιο γνωστή προφορά του θεϊκού ονόματος είναι «Ιεχωβά», αν και η πλειονότητα των λογίων της εβραϊκής τάσσεται υπέρ της προφοράς «Γιαχβέ». Στα αρχαιότερα εβραϊκά χειρόγραφα το όνομα παριστάνεται με τέσσερα σύμφωνα, το κοινώς λεγόμενο Τετραγράμματο. Αυτά τα τέσσερα γράμματα יהוה (που γράφονται από τα δεξιά προς τα αριστερά) μπορούν να μεταγραφούν στην ελληνική ως ΓΧΒΧ (ή ΙΧΒΧ).
Επομένως, τα εβραϊκά σύμφωνα του ονόματος είναι γνωστά. Το ερώτημα είναι: Ποια φωνήεντα συνδυάζονται με αυτά τα σύμφωνα; Η χρήση φωνηεντικών σημείων στην εβραϊκή δεν άρχισε παρά μετά τα μέσα της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ. (Βλέπε ΕΒΡΑΪΚΗ [Αλφάβητο και Γραφή της Εβραϊκής].) Επιπλέον, εξαιτίας μιας θρησκευτικής δεισιδαιμονίας που είχε ξεκινήσει αιώνες νωρίτερα, τα φωνηεντικά σημεία που υπάρχουν στα εβραϊκά χειρόγραφα δεν παρέχουν διαφωτιστικά στοιχεία ως προς το ποια φωνήεντα συναπάρτιζαν κανονικά το θεϊκό όνομα.
Μια δεισιδαιμονία αποκρύπτει το όνομα. Από ένα σημείο και έπειτα, γεννήθηκε μεταξύ των Ιουδαίων η δεισιδαιμονική αντίληψη ότι ήταν κακό ακόμη και να προφέρει κανείς το θεϊκό όνομα (το οποίο αντιπροσωπευόταν από το Τετραγράμματο). Οι λόγοι που προβλήθηκαν αρχικά για να σταματήσει η χρήση του ονόματος δεν είναι γνωστοί με βεβαιότητα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι το όνομα θεωρούνταν πολύ ιερό για να το εκφέρουν ατελή χείλη. Ωστόσο, στις Εβραϊκές Γραφές δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι κάποιος από τους αληθινούς υπηρέτες του Θεού δίστασε ποτέ να προφέρει το όνομά του. Μη Βιβλικά εβραϊκά κείμενα, όπως οι λεγόμενες Επιστολές της Λαχείς, καταδεικνύουν ότι το όνομα χρησιμοποιούνταν στην κοινή επιστολογραφία στην Παλαιστίνη, στα τέλη του έβδομου αιώνα Π.Κ.Χ.
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, το ζητούμενο ήταν να αποφευχθεί η γνωστοποίηση του ονόματος στους άλλους λαούς που δεν ήταν Ιουδαίοι και η τυχόν κακή χρήση του ονόματος από μέρους τους. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ιεχωβά είπε ότι θα “έκανε το όνομά του να διακηρυχτεί σε όλη τη γη” (Εξ 9:16· παράβαλε 1Χρ 16:23, 24· Ψλ 113:3· Μαλ 1:11, 14), ώστε να το μάθουν ακόμη και οι αντίδικοί του. (Ησ 64:2) Στην πραγματικότητα, τα ειδωλολατρικά έθνη γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν αυτό το όνομα τόσο στην εποχή πριν από την Κοινή μας Χρονολογία όσο και κατά τους πρώτους αιώνες της Κοινής μας Χρονολογίας. (Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια [The Jewish Encyclopedia], 1976, Τόμ. 12, σ. 119) Σύμφωνα με έναν άλλον ισχυρισμό, σκοπός ήταν η προστασία του ονόματος, ώστε να αποφεύγεται η χρήση του σε μαγικές τελετουργίες. Αν το σκεπτικό ήταν όντως αυτό, τότε ήταν αφελές εφόσον είναι φανερό ότι όσο πιο μυστηριώδες γινόταν το όνομα, λόγω του ότι είχε πάψει να χρησιμοποιείται, τόσο περισσότερο θα εξυπηρετούνταν οι σκοποί των μάγων.
Πότε επικράτησε η δεισιδαιμονία; Η ίδια αβεβαιότητα που καλύπτει το λόγο ή τους λόγους που προβλήθηκαν αρχικά προκειμένου να σταματήσει η χρήση του θεϊκού ονόματος καλύπτει και το πότε πραγματικά επικράτησε αυτή η δεισιδαιμονική αντίληψη. Μερικοί ισχυρίζονται ότι ξεκίνησε μετά τη βαβυλωνιακή εξορία (607-537 Π.Κ.Χ.). Ωστόσο, αυτή η θεωρία στηρίζεται στην άποψη ότι οι τελευταίοι συγγραφείς των Εβραϊκών Γραφών δήθεν χρησιμοποιούσαν λιγότερο το όνομα αυτό, κάτι που δεν ευσταθεί. Για παράδειγμα, το βιβλίο του Μαλαχία ήταν προφανώς ένα από τα τελευταία βιβλία των Εβραϊκών Γραφών κατά σειρά συγγραφής (δεύτερο ήμισυ του 5ου αιώνα Π.Κ.Χ.) και αποδίδει μεγάλη εξοχότητα στο θεϊκό όνομα.
Πολλά εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα προβάλλουν την άποψη ότι το όνομα έπαψε να χρησιμοποιείται γύρω στο 300 Π.Κ.Χ. Στοιχείο υπέρ αυτής της χρονολογίας υποτίθεται ότι αποτελεί η απουσία του Τετραγράμματου (ή οποιασδήποτε μεταγραφής του) από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, μια μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών η οποία άρχισε γύρω στο 280 Π.Κ.Χ. Είναι αλήθεια ότι στα πληρέστερα από τα γνωστά σε εμάς σήμερα χειρόγραφα που αποτελούν αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα ακολουθείται συστηματικά η τακτική της αντικατάστασης του Τετραγράμματου από τις λέξεις Κύριος ή Θεός. Ωστόσο, αυτά τα κύρια χειρόγραφα δεν χρονολογούνται νωρίτερα από τον τέταρτο και τον πέμπτο αιώνα Κ.Χ. Αρχαιότερα αντίγραφα που έχουν ανακαλυφτεί, αν και σε αποσπασματική μορφή, αποδεικνύουν ότι τα πρώτα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα περιείχαν όντως το θεϊκό όνομα.
Σε αυτά συγκαταλέγεται ένας αποσπασματικά σωζόμενος πάπυρος—καταχωρισμένος ως Π. Φουάντ, Αρ. Καταλόγου 266—που περιέχει τμήμα του Δευτερονομίου. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 326) Εκεί το Τετραγράμματο χρησιμοποιείται κανονικά, γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες τετράγωνης γραφής, σε κάθε περίπτωση που εμφανίζεται στο μεταφραζόμενο εβραϊκό κείμενο. Οι λόγιοι ανάγουν αυτόν τον πάπυρο στον πρώτο αιώνα Π.Κ.Χ., πράγμα που σημαίνει ότι ο εν λόγω πάπυρος γράφτηκε τέσσερις με πέντε αιώνες νωρίτερα από τα προαναφερόμενα χειρόγραφα.—Βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παράρτημα 1Γ.
Πότε πραγματικά έπαψαν οι Ιουδαίοι ως σύνολο να προφέρουν το προσωπικό όνομα του Θεού;
Επομένως, δεν υπάρχουν, τουλάχιστον σε γραπτή μορφή, βάσιμα στοιχεία που να πιστοποιούν τυχόν απάλειψη του θεϊκού ονόματος ή διακοπή της χρήσης του την εποχή Π.Κ.Χ. Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. παρουσιάζονται για πρώτη φορά δείγματα δεισιδαιμονικής στάσης απέναντι στο όνομα. Ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ιστορικός προερχόμενος από ιερατική οικογένεια, στην αφήγησή του για την αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή στην καιόμενη βάτο, αναφέρει: «Τότε ο Θεός τού αποκάλυψε το όνομά Του, το οποίο μέχρι τότε δεν είχε φτάσει στα αφτιά των ανθρώπων και για το οποίο δεν μου είναι επιτρεπτό να μιλήσω». (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Β΄, 276 [xii, 4]) Ωστόσο, η δήλωση του Ιώσηπου αφενός είναι ανακριβής ως προς το αν το θεϊκό όνομα ήταν γνωστό πριν από τον Μωυσή και αφετέρου είναι ασαφής, μη αποκαλύπτοντας ξεκάθαρα ποια ήταν η γενική στάση που επικρατούσε τον πρώτο αιώνα όσον αφορά την προφορά ή τη χρήση του θεϊκού ονόματος.
Το Ιουδαϊκό Μισνά, μια συλλογή ραβινικών διδασκαλιών και παραδόσεων, είναι κάπως πιο σαφές. Η σύνταξη του Μισνά αποδίδεται σε κάποιον ραβίνο, γνωστό με το όνομα Ιούδας ο Πρίγκιπας, ο οποίος έζησε το δεύτερο και τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. Ένα μέρος των περιεχομένων του Μισνά αναφέρεται σαφώς στις συνθήκες που επικρατούσαν πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της το 70 Κ.Χ. Ωστόσο, ένας λόγιος λέει σχετικά με το Μισνά: «Ο καθορισμός της ιστορικής αξίας που πρέπει να αποδοθεί σε οποιαδήποτε από τις παραδόσεις οι οποίες είναι καταγραμμένες στο Μισνά αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, το οποίο ίσως να προκάλεσε συσκότιση ή διαστρέβλωση στις μνήμες πολύ διαφορετικών εποχών, οι πολιτικές αναταραχές, οι ανακατατάξεις και η σύγχυση που επέφεραν οι δύο εξεγέρσεις και η διπλή ρωμαϊκή κατάκτηση, τα πρότυπα τα οποία υποληπτόταν η παράταξη των Φαρισαίων (των οποίων τις απόψεις απηχεί το Μισνά) και τα οποία δεν ταυτίζονταν με τα πρότυπα της παράταξης των Σαδδουκαίων . . .—αυτοί είναι παράγοντες των οποίων η βαρύτητα χρειάζεται να εκτιμηθεί προκειμένου να αξιολογηθεί ο χαρακτήρας των δηλώσεων του Μισνά. Επιπρόσθετα, μεγάλο μέρος των περιεχομένων του Μισνά κινείται σε επίπεδο ακαδημαϊκής συζήτησης, που γίνεται χάριν της ίδιας της συζήτησης, και όχι (όπως φαίνεται) χάριν της καταγραφής των ιστορικών ηθών και εθίμων». (Το Μισνά [The Mishnah], μετάφραση [στην αγγλική] Χ. Ντάνμπι, Λονδίνο, 1954, σ. 14, 15) Ορισμένες από τις παραδόσεις του Μισνά γύρω από τη χρήση του θεϊκού ονόματος είναι οι ακόλουθες:
Σε σχέση με την ετήσια Ημέρα της Εξιλέωσης, το Μισνά, σε απόδοση του Ντάνμπι, αναφέρει: «Και όταν οι ιερείς και ο λαός που στέκονταν στην Αυλή του Ναού άκουγαν το Εκπεφρασμένο Όνομα να βγαίνει από το στόμα του Αρχιερέα, γονάτιζαν και προσκυνούσαν και έπεφταν με το πρόσωπο κάτω και έλεγαν: “Ευλογημένο το όνομα της δόξας της βασιλείας του στους αιώνες των αιώνων!”» (Γιομά 6:2) Στο Σοτά 7:6 διαβάζουμε σε σχέση με τις καθημερινές ευλογίες που εξέφεραν οι ιερείς: «Στο Ναό πρόφεραν το Όνομα ακριβώς όπως ήταν γραμμένο, αλλά στις επαρχίες πρόφεραν άλλη λέξη αντ’ αυτού». Στο Σάνχεδριν 7:5 αναφέρεται πως ο βλάσφημος δεν ήταν ένοχος “εκτός αν πρόφερε το Όνομα”, και πως όταν εκδικαζόταν κάποια υπόθεση βλασφημίας χρησιμοποιούνταν κάποιο υποκατάστατο όνομα μέχρι να ακουστούν όλες οι μαρτυρίες. Έπειτα ο βασικός μάρτυρας καλούνταν ιδιαιτέρως να “πει ακριβώς ό,τι είχε ακούσει”, χρησιμοποιώντας πιθανώς το θεϊκό όνομα. Στο Σάνχεδριν 10:1, όπου αναφέρεται ποιοι «δεν έχουν μερίδα στον ερχόμενο κόσμο», λέγεται: «Ο Αββά Σαούλ λέει: Επίσης, αυτός που προφέρει το Όνομα με τα κανονικά του γράμματα». Ωστόσο, παρά τις αρνητικές αυτές απόψεις, στο πρώτο μέρος του Μισνά υπάρχει επίσης η θετική προτροπή «να χαιρετάει κάποιος το συνάνθρωπό του [χρησιμοποιώντας] το Όνομα [του Θεού]», και στη συνέχεια παρατίθεται το παράδειγμα του Βοόζ (Ρθ 2:4).—Μπεραχότ 9:5.
Στο βαθμό στον οποίο μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτές τις παραδόσεις, ίσως διαπιστώνουμε κάποια δεισιδαιμονική τάση για αποφυγή της χρήσης του θεϊκού ονόματος κατά την περίοδο που προηγήθηκε της καταστροφής του ναού της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ. Ακόμη και έτσι, αναφέρεται καθαρά ότι οι ιερείς ήταν πρωτίστως αυτοί που χρησιμοποιούσαν κάποιο υποκατάστατο όνομα αντί του θεϊκού ονόματος, και αυτό μόνο στις επαρχίες. Επιπρόσθετα, η ιστορική αξία των παραδόσεων του Μισνά είναι αμφισβητήσιμη, όπως είδαμε.
Επομένως, δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία υπέρ της άποψης ότι η εξάπλωση της δεισιδαιμονικής αντίληψης που αξίωνε να σταματήσει η χρήση του θεϊκού ονόματος συντελέστηκε νωρίτερα από τον πρώτο ή το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. Ωστόσο, έφτασε μια εποχή κατά την οποία όταν ο Ιουδαίος αναγνώστης διάβαζε το κείμενο των Εβραϊκών Γραφών στην πρωτότυπη γλώσσα, αντί να προφέρει το θεϊκό όνομα, το οποίο παριστανόταν από το Τετραγράμματο, το υποκαθιστούσε είτε με τη λέξη ’Αδονάι (Υπέρτατος Κύριος) είτε με τη λέξη ’Ελοχίμ (Θεός). Αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός πως όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα φωνηεντικά σημεία μετά τα μέσα της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ., οι Ιουδαίοι αντιγραφείς παρενέβαλλαν στο Τετραγράμματο τα φωνηεντικά σημεία που αντιστοιχούσαν στις λέξεις ’Αδονάι ή ’Ελοχίμ, προφανώς για να προειδοποιούν τον αναγνώστη ότι έπρεπε να χρησιμοποιεί εκείνες τις λέξεις αντί να προφέρει το θεϊκό όνομα. Βεβαίως, οι αναγνώστες μεταγενέστερων αντιγράφων της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα διαπίστωναν ότι το Τετραγράμματο είχε αντικατασταθεί εντελώς από τις λέξεις Κύριος και Θεός.—Βλέπε ΚΥΡΙΟΣ.
Μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες, όπως η λατινική Βουλγάτα, ακολούθησαν το παράδειγμα αυτών των μεταγενέστερων αντιγράφων της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Έτσι λοιπόν, η αγγλική Καθολική Μετάφραση Ντουαί (1609-1610), η οποία βασίζεται στη λατινική Βουλγάτα, δεν περιέχει το θεϊκό όνομα, ενώ η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου (1611) χρησιμοποιεί, με εξαίρεση τέσσερις περιπτώσεις, τις λέξεις ΚΥΡΙΟΣ ή ΘΕΟΣ (με κεφαλαία και μικρά κεφαλαία) για να αποδώσει το Τετραγράμματο στις Εβραϊκές Γραφές.
Ποια είναι η σωστή προφορά του ονόματος του Θεού;
Κατά το δεύτερο ήμισυ της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ. οι Ιουδαίοι λόγιοι καθιέρωσαν ένα σύστημα σημείων, τα οποία αντιστοιχούσαν στα φωνήεντα που έλειπαν από το συμφωνικό εβραϊκό κείμενο. Όταν επρόκειτο για το όνομα του Θεού, αντί να εισάγουν τα δικά του φωνηεντικά σημεία, έβαζαν άλλα φωνηεντικά σημεία, για να θυμίζουν στον αναγνώστη ότι έπρεπε να το προφέρει ’Αδονάι (που σημαίνει «Υπέρτατος Κύριος») ή ’Ελοχίμ (που σημαίνει «Θεός»).
Στον Κώδικα του Λένινγκραντ Β 19Α, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα Κ.Χ., τα φωνηεντικά σημεία που χρησιμοποιούνται για το Τετραγράμματο υποδεικνύουν τρόπους προφοράς όπως Γεχβάχ, Γεχβίχ και Γεχοβάχ. Στο Μασοριτικό κείμενο κατά την έκδοση του Γκίνσμπουργκ τα φωνηεντικά σημεία υποδεικνύουν την προφορά Γεχοβάχ για το θεϊκό όνομα. (Γε 3:14, υποσ.) Οι λόγιοι της εβραϊκής γενικά θεωρούν ότι η πλέον πιθανή προφορά είναι «Γιαχβέ». Υπογραμμίζουν ότι η συντετμημένη μορφή του ονόματος είναι Γιαχ, όπως εμφανίζεται στο εδάφιο Ψαλμός 89:8, αλλά και στην έκφραση Χαλελου-Γιαχ (που σημαίνει «Αινείτε τον Γιαχ!»). (Ψλ 104:35· 150:1, 6) Επίσης, οι τύποι Γεχόχ, Γιω, Γιαχ και Γιάχου, οι οποίοι υπάρχουν στους εβραϊκούς τύπους των ονομάτων Ιεχωσαφάτ, Ιωσαφάτ, Σεφατίας, καθώς και άλλων, μπορούν όλοι να αναχθούν στον τύπο Γιαχβέ. Οι ελληνικές μεταγραφές του ονόματος που αποδίδονται σε κάποιους Χριστιανούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων Κ.Χ. υποδεικνύουν ανάλογη κατεύθυνση—πρόκειται για μεταγραφές όπως Ιαβέ και Ιαουέ, των οποίων η προφορά θυμίζει τον τύπο «Γιαχβέ». Παρ’ όλα αυτά, κάθε άλλο παρά ομοφωνία υπάρχει μεταξύ των λογίων σε αυτό το θέμα, δεδομένου ότι κάποιοι προτιμούν άλλους τύπους όπως «Γιαχουβά», «Γιαχουάχ» ή «Γεχουάχ».
Εφόσον προς το παρόν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την προφορά του ονόματος, δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος να εγκαταλείψουμε τον ευρέως γνωστό τύπο «Ιεχωβά» χάριν κάποιου άλλου προτεινόμενου τύπου. Αν γινόταν μια τέτοια αλλαγή, τότε για λόγους συνέπειας θα έπρεπε να αλλάξει η γραφή και η προφορά πολλών άλλων Βιβλικών ονομάτων: το όνομα Ιερεμίας θα έπρεπε να αλλάξει σε Γιρμεγιάχ, το όνομα Ησαΐας σε Γεσα‛γιάχου, και το όνομα Ιησούς θα έπρεπε να γίνει Γεχοσούα‛ (όπως ήταν στην εβραϊκή). Ο σκοπός των λέξεων είναι να μεταδίδουν έννοιες. Το όνομα «Ιεχωβά» προσδιορίζει τον αληθινό Θεό, μεταδίδοντας αυτή την έννοια σήμερα καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη προτεινόμενη εναλλακτική εκδοχή.
Η Σπουδαιότητα του Ονόματος. Πολλοί σύγχρονοι λόγιοι και μεταφραστές της Αγίας Γραφής τάσσονται υπέρ της παράδοσης που προασπίζει την απάλειψη του διακριτού ονόματος του Θεού. Όχι μόνο ισχυρίζονται ότι η ανεπιβεβαίωτη προφορά του ονόματος δικαιολογεί μια τέτοια τακτική, αλλά και διακρατούν την άποψη ότι, εφόσον ο αληθινός Θεός είναι υπέρτατος και μοναδικός, δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Αυτή η άποψη δεν υποστηρίζεται από τις θεόπνευστες Γραφές, είτε τις Γραφές της προχριστιανικής εποχής είτε τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές.
Το Τετραγράμματο εμφανίζεται 6.828 φορές στο εβραϊκό κείμενο των εκδόσεων Μπίμπλια Χεμπράικα (Biblia Hebraica) και Μπίμπλια Χεμπράικα Στουτγκαρτένσια (Biblia Hebraica Stuttgartensia). Στη Μετάφραση Νέου Κόσμου το θεϊκό όνομα εμφανίζεται 6.973 φορές στις Εβραϊκές Γραφές, διότι οι μεταφραστές έλαβαν υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία οι αντιγραφείς είχαν αντικαταστήσει το θεϊκό όνομα με τις λέξεις ’Αδονάι ή ’Ελοχίμ. (Βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παραρτήματα 1Α, 1Β.) Και μόνο η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το εν λόγω όνομα πιστοποιεί τη σπουδαιότητα που έχει αυτό για τον Συγγραφέα της Αγίας Γραφής, στον οποίο ανήκει. Στις Γραφές χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τίτλο που του αποδίδεται, όπως είναι οι τίτλοι «Υπέρτατος Κύριος» ή «Θεός».
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι τόσο στις Εβραϊκές Γραφές όσο και μεταξύ των σημιτικών λαών προσδίδεται μεγάλη σπουδαιότητα στα ονόματα αυτά καθαυτά. Ο καθηγητής Τζ. Τ. Μάνλι τονίζει: «Μελετώντας τη λέξη “όνομα” στην Π[αλαιά] Δ[ιαθήκη] ανακαλύπτουμε πόσο πολλά σημαίνει στην εβραϊκή. Το όνομα δεν είναι μια απλή ετικέτα, αλλά χαρακτηρίζει την ίδια την προσωπικότητα εκείνου στον οποίο ανήκει. . . . Όταν κάποιος θέτει το “όνομά” του σε κάποιο αντικείμενο ή σε κάποιο άλλο άτομο, αυτά περιέρχονται στην επιρροή του και στην προστασία του».—Νέο Λεξικό της Αγίας Γραφής (New Bible Dictionary), επιμέλεια Τζ. Ντ. Ντάγκλας, 1985, σ. 430· παράβαλε Ταλμούδ για Όλους (Everyman’s Talmud), του Α. Κοέν, 1949, σ. 24· Γε 27:36· 1Σα 25:25· Ψλ 20:1· Παρ 22:1· βλέπε ΟΝΟΜΑ.
Οι λέξεις «Θεός» και «Πατέρας» δεν είναι διακριτές. Ο τίτλος «Θεός» δεν είναι ούτε προσωπικός ούτε διακριτός (κάποιος μπορεί να κάνει θεό ακόμη και την κοιλιά του· Φλπ 3:19). Στις Εβραϊκές Γραφές η ίδια λέξη (’Ελοχίμ) που χρησιμοποιείται για τον Ιεχωβά, τον αληθινό Θεό, χρησιμοποιείται και για ψεύτικους θεούς, όπως ο φιλισταϊκός θεός Δαγών (Κρ 16:23, 24· 1Σα 5:7) και ο ασσυριακός θεός Νισρώκ. (2Βα 19:37) Το να πει ένας Εβραίος σε έναν Φιλισταίο ή σε έναν Ασσύριο ότι λάτρευε τον «Θεό [’Ελοχίμ]» προφανώς δεν αρκούσε για να προσδιορίσει την ταυτότητα του Προσώπου στο οποίο απηύθυνε τη λατρεία του.
Το Αυτοκρατορικό Λεξικό της Βίβλου (The Imperial Bible-Dictionary) στα λήμματα που αναφέρονται στον Ιεχωβά καταδεικνύει εύστοχα τη διαφορά μεταξύ του ’Ελοχίμ (Θεού) και του Ιεχωβά. Σχετικά με το όνομα «Ιεχωβά» λέει: «Παντού εμφανίζεται ως κύριο όνομα, προσδιορίζοντας τον προσωπικό Θεό και μόνο αυτόν. Αντίθετα, η λέξη Ελοχίμ έχει περισσότερο το χαρακτήρα του κοινού ουσιαστικού το οποίο συνήθως προσδιορίζει όντως τον Υπέρτατο, όχι όμως απαραιτήτως ούτε ανεξαιρέτως. . . . Ένας Εβραίος μπορεί να πει ο Ελοχίμ [χρησιμοποιώντας το οριστικό άρθρο] για να εννοήσει τον αληθινό Θεό σε αντιδιαστολή με όλους τους ψεύτικους θεούς. Δεν χρησιμοποιεί, όμως, ποτέ το οριστικό άρθρο για να ορίσει τον Ιεχωβά, επειδή Ιεχωβά είναι το όνομα του αληθινού Θεού μόνο. Λέει ξανά και ξανά “ο Θεός μου” . . . , αλλά ποτέ “ο Ιεχωβά μου”, διότι όταν λέει “ο Θεός μου” εννοεί τον Ιεχωβά. Μιλάει για τον Θεό του Ισραήλ, αλλά ποτέ για τον Ιεχωβά του Ισραήλ, επειδή δεν υπάρχει άλλος Ιεχωβά. Μιλάει για τον ζωντανό Θεό, αλλά ποτέ για τον ζωντανό Ιεχωβά, διότι δεν μπορεί να διανοηθεί αλλιώς τον Ιεχωβά, παρά μόνο ζωντανό».—Επιμέλεια Π. Φέρμπερν, Λονδίνο, 1874, Τόμ. 1, σ. 856.
Τα ίδια ισχύουν και για τη λέξη Θεός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου. Αυτή η λέξη χρησιμοποιούνταν τόσο για τον αληθινό Θεό όσο και για ειδωλολατρικούς θεούς όπως ο Δίας και ο Ερμής. (Παράβαλε Πρ 14:11-15.) Τα λόγια του Παύλου στα εδάφια 1 Κορινθίους 8:4-6 δίνουν την πραγματική εικόνα: «Διότι ακόμη και αν υπάρχουν εκείνοι που αποκαλούνται “θεοί”, είτε στον ουρανό είτε στη γη, όπως υπάρχουν πολλοί “θεοί” και πολλοί “κύριοι”, για εμάς, όμως, υπάρχει ένας Θεός, ο Πατέρας, από τον οποίο είναι τα πάντα, και εμείς για αυτόν». Η πίστη σε πολλούς θεούς, λόγω της οποίας είναι ζωτικό να γίνεται διάκριση ανάμεσα στον αληθινό Θεό και σε αυτούς, υπάρχει ακόμη και σήμερα στον 21ο αιώνα.
Τα λόγια του Παύλου «ένας Θεός, ο Πατέρας» δεν σημαίνουν ότι το όνομα του αληθινού Θεού είναι «Πατέρας», διότι ο προσδιορισμός «πατέρας» εφαρμόζεται επίσης σε κάθε ανθρώπινο άρρενα γονέα, καθώς και σε άλλους άρρενες που αποκαλούνται πατέρες με διαφορετική έννοια. (Ρω 4:11, 16· 1Κο 4:15) Ο Μεσσίας έχει τον τίτλο «Αιώνιος Πατέρας». (Ησ 9:6) Ο Ιησούς αποκάλεσε τον Σατανά «πατέρα» κάποιων εχθρών του που διακατέχονταν από δολοφονικές διαθέσεις. (Ιωα 8:44) Η λέξη αυτή χρησιμοποιούνταν και για τους θεούς των εθνών: ο θεός Δίας των Ελλήνων παρουσιάζεται ως ο μεγάλος πατέρας θεός στα ομηρικά έπη. Το ότι ο «Θεός, ο Πατέρας» έχει όνομα, διαφορετικό από αυτό του Γιου του, φαίνεται σε πολλά εδάφια. (Ματ 28:19· Απ 3:12· 14:1) Ο Παύλος γνώριζε το προσωπικό όνομα του Θεού, Ιεχωβά, το οποίο εμφανίζεται στην αφήγηση της Γένεσης περί δημιουργίας, από όπου παρέθεσε στα συγγράμματά του. Το όνομα «Ιεχωβά» είναι αυτό το οποίο κάνει μοναδικό τον “Θεό, τον Πατέρα” (παράβαλε Ησ 64:8), παρεμποδίζοντας έτσι κάθε προσπάθεια συγκερασμού ή σύμμειξης της ταυτότητάς του και της προσωπικότητάς του με την ταυτότητα και την προσωπικότητα οποιουδήποτε άλλου που ίσως φέρει τον τίτλο «θεός» ή «πατέρας».
Δεν είναι θεός αποκλειστικά ενός έθνους. Ο Ιεχωβά αποκαλείται «ο Θεός του Ισραήλ» και “ο Θεός των προπατόρων τους”. (1Χρ 17:24· Εξ 3:16) Ωστόσο, αυτή η στενή συσχέτιση με τους Εβραίους και με το έθνος του Ισραήλ δεν είναι λόγος να περιορίσουμε αυτό το όνομα, θεωρώντας ότι αντιπροσωπεύει το θεό ενός έθνους και μόνο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος έγραψε: «Μήπως ο Θεός είναι των Ιουδαίων μόνο; Δεν είναι και των εθνικών; Ναι, και των εθνικών». (Ρω 3:29) Ο Ιεχωβά δεν είναι μόνο «ο Θεός όλης της γης» (Ησ 54:5), αλλά και ο Θεός του σύμπαντος, “ο Δημιουργός του ουρανού και της γης”. (Ψλ 124:8) Η διαθήκη που είχε συνάψει ο Ιεχωβά με τον Αβραάμ, σχεδόν 2.000 χρόνια πριν από την εποχή του Παύλου, υποσχόταν ευλογίες για τους λαούς όλων των εθνών, σε εκδήλωση του ενδιαφέροντος του Θεού για όλη την ανθρωπότητα.—Γε 12:1-3· παράβαλε Πρ 10:34, 35· 11:18.
Ο Ιεχωβά Θεός απέρριψε τελικά το άπιστο έθνος του σαρκικού Ισραήλ. Ωστόσο, το όνομά του επρόκειτο να παραμείνει στο νέο έθνος του πνευματικού Ισραήλ, στη Χριστιανική εκκλησία, ακόμη και όταν εκείνο το νέο έθνος άρχισε να δέχεται ως μέλη του μη Ιουδαίους. Γι’ αυτό και ο μαθητής Ιάκωβος, προεδρεύοντας σε μια Χριστιανική σύναξη στην Ιερουσαλήμ, είπε ότι ο Θεός «έστρεψε . . . την προσοχή του στα [μη Ιουδαϊκά] έθνη για να πάρει από αυτά έναν λαό για το όνομά του». Για να αποδείξει ότι αυτό είχε προφητευτεί, ο Ιάκωβος παρέθεσε στη συνέχεια μια προφητεία από το βιβλίο του Αμώς, όπου εμφανίζεται το όνομα του Ιεχωβά.—Πρ 15:2, 12-14· Αμ 9:11, 12.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Με βάση αυτά τα στοιχεία φαίνεται εξαιρετικά παράδοξο το γεγονός ότι τα σωζόμενα χειρόγραφα, που αποτελούν αντίγραφα του πρωτότυπου κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, δεν περιέχουν τον πλήρη τύπο του θεϊκού ονόματος. Λόγω αυτού, το όνομα απουσιάζει και από τις περισσότερες μεταφράσεις της λεγόμενης Καινής Διαθήκης. Στην πραγματικότητα, όμως, σε αυτά τα κείμενα εμφανίζεται ο συντετμημένος τύπος του ονόματος στην έκφραση «Αλληλούια» την οποία συναντάμε στα εδάφια Αποκάλυψη 19:1, 3, 4, 6 (ΒΑΜ, ΚΔΤΚ, ΛΧ, ΜΠΚ, ΤΚΔ). Η παρότρυνση «Αινείτε τον Γιαχ!» (ΜΝΚ), την οποία σύμφωνα με αυτά τα εδάφια απευθύνουν οι πνευματικοί γιοι του Θεού, καθιστά σαφές ότι το θεϊκό όνομα δεν είχε πέσει σε αχρησία. Εξακολουθούσε να βρίσκεται στο προσκήνιο και ήταν εξίσου ζωτικό όσο και κατά την προχριστιανική περίοδο. Με αυτά υπόψη, λοιπόν, γιατί απουσιάζει ο πλήρης τύπος του ονόματος από τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές;
Γιατί απουσιάζει ο πλήρης τύπος του θεϊκού ονόματος από όλα τα διαθέσιμα αρχαία χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών;
Επί μακρόν προβαλλόταν το επιχείρημα ότι οι θεόπνευστοι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών παρέθεταν από τις Εβραϊκές Γραφές χρησιμοποιώντας τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και ότι, εφόσον αυτή η μετάφραση είχε υποκαταστήσει το Τετραγράμματο με τις λέξεις Κύριος ή Θεός, οι συγγραφείς δεν χρησιμοποίησαν το όνομα Ιεχωβά. Όπως έχει καταδειχτεί, αυτό το επιχείρημα δεν ισχύει πλέον. Ο Δρ Π. Καλ, σχολιάζοντας το γεγονός ότι τα αρχαιότερα σπαράγματα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα περιέχουν πράγματι το θεϊκό όνομα στην εβραϊκή μορφή του, αναφέρει: «Γνωρίζουμε πλέον ότι στο ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής [στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα], εφόσον αυτό γραφόταν από Ιουδαίους για Ιουδαίους, το Θεϊκό όνομα δεν αποδιδόταν με τη λέξη κύριος, αλλά σε αυτά τα χειρόγραφα διατηρούνταν το Τετραγράμματο με εβραϊκούς ή ελληνικούς χαρακτήρες. Οι Χριστιανοί ήταν αυτοί που αντικατέστησαν το Τετραγράμματο με τη λέξη κύριος, όταν το θεϊκό όνομα δεν ήταν πλέον κατανοητό όπως ήταν γραμμένο στην εβραϊκή». (Η Γκενίζα του Καΐρου [The Cairo Geniza], Οξφόρδη, 1959, σ. 222) Πότε συντελέστηκε αυτή η αλλαγή στις ελληνικές μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών;
Προφανώς αυτή έλαβε χώρα κατά τους αιώνες που ακολούθησαν το θάνατο του Ιησού και των αποστόλων του. Στην ελληνική μετάφραση του Ακύλα, η οποία χρονολογείται από το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., το Τετραγράμματο υπήρχε ακόμη, γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες. Γύρω στο 245 Κ.Χ. ο διακεκριμένος λόγιος Ωριγένης συνέταξε το έργο Εξαπλά το οποίο περιείχε το κείμενο των θεόπνευστων Εβραϊκών Γραφών σε έξι στήλες, αποτελούμενες από: (1) το πρωτότυπο εβραϊκό και αραμαϊκό, σε συνδυασμό με (2) μια μεταγραφή του κειμένου στην ελληνική, καθώς και τις ελληνικές μεταφράσεις των (3) Ακύλα, (4) Συμμάχου, (5) Εβδομήκοντα και (6) Θεοδοτίωνος. Ο καθηγητής Γ. Γκ. Γουόντελ σχολιάζει τα εξής αναφορικά με τα στοιχεία που αντλούμε από τα σπαράγματα που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας: «Στα Εξαπλά του Ωριγένη . . . οι ελληνικές μεταφράσεις του Ακύλα, του Συμμάχου και των Εβδομήκοντα μετέγραφαν όλες το ΓΧΒΧ [יהוה] ως ΠΙΠΙ· στη δεύτερη στήλη των Εξαπλών, το Τετραγράμματο ήταν γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες». (Περιοδικό Θεολογικών Σπουδών [The Journal of Theological Studies], Οξφόρδη, Τόμ. 155, 1944, σ. 158, 159) Άλλοι πιστεύουν ότι στο πρωτότυπο κείμενο των Εξαπλών του Ωριγένη το Τετραγράμματο ήταν γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες σε όλες τις στήλες του. Ο ίδιος ο Ωριγένης, σχολιάζοντας το εδάφιο Ψαλμός 2:2, δήλωσε ότι «στα ακριβέστερα χειρόγραφα ΤΟ ΟΝΟΜΑ εμφανίζεται με εβραϊκούς χαρακτήρες, αν και όχι με τους τωρινούς εβραϊκούς [χαρακτήρες], αλλά με τους αρχαιότερους».—Ελληνική Πατρολογία, Παρίσι, 1862, Τόμ. 12, στ. 1104.
Τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ., ο Ιερώνυμος, ο μεταφραστής της λατινικής Βουλγάτας, γράφει στον πρόλογο των βιβλίων Σαμουήλ και Βασιλέων: «Ακόμη και σήμερα συναντάμε σε ορισμένους ελληνικούς τόμους το όνομα του Θεού, το Τετραγράμματο [יהוה], γραμμένο με αρχαίους χαρακτήρες». Σε μια επιστολή που έγραψε ο Ιερώνυμος από τη Ρώμη το 384 Κ.Χ. δηλώνει: «Το ένατο [όνομα του Θεού] είναι το Τετραγράμματο, το οποίο θεωρούσαν ανεκφώνητον, δηλαδή απρόφερτο, και το οποίο γράφεται με τα γράμματα Ιώδ, Χε, Βάου, Χε [יהוה]. Λόγω της ομοιότητας των χαρακτήρων, ορισμένοι αδαείς συνήθιζαν να το διαβάζουν ΠΙΠΙ όταν το συναντούσαν σε ελληνικά βιβλία».—Ελληνικοί Βιβλικοί Πάπυροι (Papyrus Grecs Bibliques), του Φ. Ντυνάν, Κάιρο, 1966, σ. 47, υποσ. 4.
Επομένως, οι λεγόμενοι Χριστιανοί, οι οποίοι «αντικατέστησαν το Τετραγράμματο με τη λέξη κύριος» στα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, δεν ήταν οι πρώτοι μαθητές του Ιησού. Ήταν άτομα που έζησαν σε μεταγενέστερους αιώνες—όταν η προφητευμένη αποστασία είχε προχωρήσει αρκετά και είχε διαφθείρει τις αγνές Χριστιανικές διδασκαλίες.—2Θε 2:3· 1Τι 4:1.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του χρησιμοποιούσαν το όνομα. Άρα λοιπόν, είναι απολύτως βέβαιο ότι στις ημέρες του Ιησού και των μαθητών του το θεϊκό όνομα υπήρχε στα Βιβλικά αντίγραφα, τόσο στα εβραϊκά όσο και στα ελληνικά χειρόγραφα. Χρησιμοποιούσαν ο Ιησούς και οι μαθητές του το θεϊκό όνομα στον προφορικό και στο γραπτό λόγο; Δεδομένου ότι ο Ιησούς καταδίκασε τις Φαρισαϊκές παραδόσεις (Ματ 15:1-9), θα ήταν εξαιρετικά παράλογο να συμπεράνουμε ότι ο Ιησούς και οι μαθητές του επέτρεψαν στις Φαρισαϊκές αντιλήψεις (όπως αυτές που είναι καταγραμμένες στο Μισνά) να τους καθοδηγήσουν σε αυτό το ζήτημα. Αυτό καθαυτό το όνομα του Ιησού σημαίνει «Ο Ιεχωβά είναι Σωτηρία». Ο ίδιος ο Ιησούς δήλωσε: «Εγώ έχω έρθει εξ ονόματος του Πατέρα μου». (Ιωα 5:43) Δίδαξε τους ακολούθους του να προσεύχονται: «Πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς, ας αγιαστεί το όνομά σου». (Ματ 6:9) Είπε ότι έπραττε τα έργα του “στο όνομα του Πατέρα του”. (Ιωα 10:25) Καθώς προσευχόταν τη νύχτα που επρόκειτο να θανατωθεί, είπε ότι είχε φανερώσει το όνομα του Πατέρα του στους μαθητές του και παρακάλεσε: «Άγιε Πατέρα, φύλαξέ τους για χάρη του ονόματός σου». (Ιωα 17:6, 11, 12, 26) Κατόπιν τούτων είναι σίγουρο ότι ο Ιησούς δεν θα μπορούσε παρά να χρησιμοποιεί το θεϊκό όνομα Ιεχωβά όταν παρέθετε ή όταν διάβαζε από τις Εβραϊκές Γραφές. (Παράβαλε Ματ 4:4, 7, 10 με Δευ 8:3· 6:16· 6:13· επίσης Ματ 22:37 με Δευ 6:5· Ματ 22:44 με Ψλ 110:1· και Λου 4:16-21 με Ησ 61:1, 2.) Λογικά, οι μαθητές του Ιησού, συμπεριλαμβανομένων των θεόπνευστων συγγραφέων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, θα πρέπει να τον μιμήθηκαν σε αυτό.
Γιατί, λοιπόν, λείπει το όνομα από τα σωζόμενα χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ή αλλιώς της λεγόμενης Καινής Διαθήκης; Προφανώς διότι, όταν άρχισαν να παράγονται αυτά τα αντίγραφα (από τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. και μετά), το πρωτότυπο κείμενο των συγγραμμάτων των αποστόλων και των μαθητών είχε ήδη αλλοιωθεί. Άρα, μεταγενέστεροι αντιγραφείς αναμφίβολα αντικατέστησαν το θεϊκό όνομα, το Τετραγράμματο, με τις λέξεις Κύριος και Θεός. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 324) Όπως καταδεικνύουν τα γεγονότα, αυτό ακριβώς συνέβη και με τα μεταγενέστερα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, που ήταν μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών.
Αποκατάσταση του θεϊκού ονόματος στη μετάφραση. Αναγνωρίζοντάς το αυτό, μερικοί μεταφραστές έχουν συμπεριλάβει το όνομα Ιεχωβά στις αποδόσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Το Εμφατικό Δίγλωττο του Μπέντζαμιν Γουίλσον, μια μετάφραση του 19ου αιώνα, περιέχει το όνομα Ιεχωβά αρκετές φορές, ιδιαίτερα στα σημεία όπου οι Χριστιανοί συγγραφείς παραθέτουν από τις Εβραϊκές Γραφές. Ήδη, όμως, από το 1533, με μια μετάφραση του Αντόν Μαργκαρίθα, το Τετραγράμματο είχε αρχίσει να εμφανίζεται σε μεταφράσεις των Χριστιανικών Γραφών στην εβραϊκή. Έκτοτε, σε ποικίλες άλλες παρόμοιες μεταφράσεις που έγιναν στην εβραϊκή γλώσσα, οι μεταφραστές χρησιμοποιούσαν το Τετραγράμματο στα σημεία όπου ο θεόπνευστος συγγραφέας παρέθετε κάποια περικοπή από τις Εβραϊκές Γραφές στην οποία υπήρχε το θεϊκό όνομα.
Αναφορικά με την ορθότητα αυτής της τακτικής, προσέξτε την ακόλουθη παραδοχή από μέρους του Ρ. Μπ. Γκέρντλστοουν, εκλιπόντος διευθυντή του Ουίκλιφ Χολ της Οξφόρδης. Η δήλωση έγινε προτού έρθουν στο φως τα χειρόγραφα που αποδεικνύουν ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα αρχικά περιείχε το όνομα Ιεχωβά. Ο Γκέρντλστοουν είπε: «Αν αυτή η μετάφραση [των Εβδομήκοντα] είχε διατηρήσει τη λέξη [Ιεχωβά] ή είχε έστω χρησιμοποιήσει άλλη ελληνική λέξη για το Ιεχωβά και άλλη για το Αδονάι, τότε αυτή η διάκριση θα είχε αναμφίβολα διατηρηθεί στις ομιλίες και στα επιχειρήματα που περιέχονται στην Κ. Δ. Συνεπώς, όταν ο Κύριός μας παρέθεσε από τον 110ο Ψαλμό, αντί να πει: “Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου”, ίσως να δήλωσε: “Είπε ο Ιεχωβά στον Αδονί”».
Αναπτύσσοντας το συλλογισμό του σε αυτή τη βάση (η οποία έχει πλέον επαληθευτεί από τα διαθέσιμα στοιχεία) προσθέτει: «Αν υποτεθεί ότι κάποιος Χριστιανός λόγιος αναλάμβανε να μεταφράσει την ελληνική Διαθήκη στην εβραϊκή, τότε κάθε φορά που συναντούσε τη λέξη Κύριος θα έπρεπε να εξετάσει αν υπάρχει κάτι στα συμφραζόμενα που να υποδηλώνει ποια ήταν στην πραγματικότητα η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη. Μάλιστα, αυτή η δυσκολία θα παρουσιαζόταν κατά τη μετάφραση της Κ. Δ. σε οποιαδήποτε γλώσσα, αν είχε διατηρηθεί ο τίτλος Ιεχωβά στη [Μετάφραση των Εβδομήκοντα της] Π. Δ. Οι Εβραϊκές Γραφές θα αποτελούσαν κριτήριο για πολλά χωρία. Έτσι λοιπόν, όπου εμφανίζεται η έκφραση “ο άγγελος του Κυρίου”, γνωρίζουμε ότι η λέξη Κύριος αναφέρεται στον Ιεχωβά. Ανάλογο θα ήταν το συμπέρασμα και για την έκφραση “ο λόγος του Κυρίου” αν ακολουθούσαμε το προηγούμενο που θέτει η Π. Δ. Το ίδιο ισχύει και για τον τίτλο “ο Κύριος των Στρατευμάτων”. Απεναντίας, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η έκφραση “ο Κύριός μου” ή “ο Κύριός μας”, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι δεν θα ήταν παραδεκτή η λέξη Ιεχωβά και ότι θα ήταν επιβεβλημένη η χρήση των λέξεων Αδονάι ή Αδονί». (Συνώνυμα της Παλαιάς Διαθήκης [Synonyms of the Old Testament], 1897, σ. 43) Με αυτή τη βάση έγινε η επεξεργασία των μεταφράσεων των Ελληνικών Γραφών (που αναφέρονται νωρίτερα) οι οποίες περιέχουν το όνομα Ιεχωβά.
Από αυτή την άποψη ξεχωρίζει, ωστόσο, η Μετάφραση Νέου Κόσμου, η οποία χρησιμοποιείται σε όλο αυτό το έργο, και στην οποία ο τύπος «Ιεχωβά» του θεϊκού ονόματος εμφανίζεται 237 φορές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Όπως καταδείχτηκε, υπάρχει βάσιμο έρεισμα για κάτι τέτοιο.
Η Αρχική Χρήση του Ονόματος και η Σημασία Του. Τα εδάφια Έξοδος 3:13-16 και 6:3 παρερμηνεύονται συχνά από κάποιους οι οποίοι συμπεραίνουν ότι το όνομα του Ιεχωβά αποκαλύφτηκε για πρώτη φορά στον Μωυσή λίγο πριν την Έξοδο από την Αίγυπτο. Είναι αλήθεια ότι ο Μωυσής έθεσε το ερώτημα: «Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι πηγαίνω στους γιους του Ισραήλ και τους λέω: “Ο Θεός των προπατόρων σας με έστειλε σε εσάς” και αυτοί μου λένε: “Ποιο είναι το όνομά του;” Τι θα τους πω;» Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο Μωυσής ή οι Ισραηλίτες δεν γνώριζαν το όνομα του Ιεχωβά. Το ίδιο το όνομα της μητέρας του Μωυσή, Ιωχαβέδ, ενδεχομένως σημαίνει: «Ο Ιεχωβά Είναι Δόξα». (Εξ 6:20) Το ερώτημα του Μωυσή κατά πάσα πιθανότητα σχετιζόταν με τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν οι γιοι του Ισραήλ. Επί πολλές δεκαετίες διατελούσαν υπό καθεστώς σκληρής δουλείας, χωρίς να διαφαίνεται ανακούφιση στον ορίζοντα. Πιθανότατα είχε εισχωρήσει ανάμεσά τους η αμφιβολία, η αποθάρρυνση και η ελλιπής πίστη στη δύναμη του Θεού και στο σκοπό που είχε να τους απελευθερώσει. (Υπόψη επίσης Ιεζ 20:7, 8.) Αν ο Μωυσής έλεγε απλώς ότι ερχόταν στο όνομα του «Θεού» (’Ελοχίμ) ή του «Υπέρτατου Κυρίου» (’Αδονάι), αυτό ίσως να μη σήμαινε πολλά για τους βασανισμένους Ισραηλίτες. Εκείνοι γνώριζαν ότι οι Αιγύπτιοι είχαν τους δικούς τους θεούς και κυρίους, και είναι βέβαιο ότι οι Αιγύπτιοι τους χλεύαζαν, ισχυριζόμενοι ότι οι δικοί τους θεοί ήταν ανώτεροι από τον Θεό των Ισραηλιτών.
Εξάλλου, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι τα ονόματα τότε είχαν νόημα—δεν ήταν απλώς «ετικέτες» για να ξεχωρίζουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, όπως συμβαίνει σήμερα. Ο Μωυσής γνώριζε ότι το όνομα του Άβραμ (που σημαίνει «Ο Πατέρας Είναι Υψηλός (Εξυψωμένος)») άλλαξε σε Αβραάμ (που σημαίνει «Πατέρας Πλήθους»), λόγω του σκοπού που είχε ο Θεός για τον Αβραάμ. Παρόμοια, το όνομα της Σαραΐ άλλαξε σε Σάρρα και το όνομα του Ιακώβ σε Ισραήλ. Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις η αλλαγή του ονόματος αποκάλυπτε κάποιο θεμελιώδες, προφητικό στοιχείο σε σχέση με το σκοπό του Θεού για αυτά τα άτομα. Ο Μωυσής μπορεί κάλλιστα να είχε αναρωτηθεί αν ο Ιεχωβά επρόκειτο τώρα να αποκαλύψει τον εαυτό του με ένα νέο όνομα το οποίο θα έριχνε φως στο σκοπό που είχε για τον Ισραήλ. Το ότι ο Μωυσής θα πήγαινε στους Ισραηλίτες στο «όνομα» Εκείνου που τον έστειλε σήμαινε ότι ήταν εκπρόσωπος Εκείνου, και το πόσο μεγάλη θα ήταν η εξουσία με την οποία θα μιλούσε θα κρινόταν ή θα εξαρτόταν από το εν λόγω όνομα καθώς και από το τι αυτό αντιπροσώπευε. (Παράβαλε Εξ 23:20, 21· 1Σα 17:45.) Συνεπώς, η ερώτηση του Μωυσή είχε νόημα.
Η απάντηση του Θεού στην εβραϊκή ήταν: ’Εχγέχ ’Ασέρ ’Εχγέχ. Μερικές μεταφράσεις αποδίδουν αυτή την έκφραση με τα λόγια «ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ». Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι το εβραϊκό ρήμα χαγιάχ, του οποίου παράγωγο είναι η λέξη ’Εχγέχ, δεν σημαίνει απλώς «είμαι». Σημαίνει «γίνομαι» ή «αποδεικνύομαι». Το σημείο εδώ δεν είναι η αυθυπαρξία του Θεού, αλλά το τι Εκείνος προτίθεται να γίνει ως προς τους άλλους. Ορθά, λοιπόν, η Μετάφραση Νέου Κόσμου αποδίδει την παραπάνω εβραϊκή έκφραση ως: «ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΩ». Στη συνέχεια ο Ιεχωβά πρόσθεσε: «Αυτό θα πεις στους γιους του Ισραήλ: “Ο ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΩ με έστειλε σε εσάς”».—Εξ 3:14, υποσ.
Το ότι αυτό δεν ισοδυναμούσε με αλλαγή του ονόματος του Θεού αλλά απλώς πρόσφερε περαιτέρω ενόραση στην προσωπικότητά του φαίνεται από τα επόμενα λόγια του: «Αυτό θα πεις στους γιους του Ισραήλ: “Ο Ιεχωβά, ο Θεός των προπατόρων σας, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ, με έστειλε σε εσάς”. Αυτό είναι το όνομά μου στον αιώνα, αυτό και το ενθύμημά μου επί γενεές γενεών». (Εξ 3:15· παράβαλε Ψλ 135:13· Ωσ 12:5.) Το όνομα «Ιεχωβά» προέρχεται από ένα εβραϊκό ρήμα που σημαίνει «γίνομαι» και αρκετοί λόγιοι θεωρούν ότι το όνομα σημαίνει «Αυτός Κάνει να Γίνεται». Αυτός ο ορισμός ταιριάζει πολύ καλά με το ρόλο που έχει ο Ιεχωβά ως ο Δημιουργός των πάντων και ο Εκπληρωτής του σκοπού του. Μόνο ο αληθινός Θεός θα μπορούσε δικαιωματικά και αυθεντικά να κατέχει ένα τέτοιο όνομα.
Τα παραπάνω μας βοηθούν να κατανοήσουμε την έννοια μιας μεταγενέστερης δήλωσης του Ιεχωβά στον Μωυσή: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά. Και εμφανιζόμουν στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ ως Θεός Παντοδύναμος, αλλά ως προς το όνομά μου Ιεχωβά δεν έκανα τον εαυτό μου γνωστό σε αυτούς». (Εξ 6:2, 3) Εφόσον αυτοί οι πατριάρχες πρόγονοι του Μωυσή χρησιμοποίησαν σε πολλές περιπτώσεις το όνομα Ιεχωβά, ο Θεός προφανώς εννοούσε ότι είχε αποκαλυφτεί σε αυτούς με την ιδιότητά του ως Ιεχωβά μόνο κατά έναν περιορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όσοι γνώριζαν τον Άβραμ δεν θα μπορούσαν να πουν ότι τον είχαν γνωρίσει πράγματι ως Αβραάμ (δηλαδή «Πατέρα Πλήθους») ενόσω είχε μόνο έναν γιο, τον Ισμαήλ. Όταν, όμως, γεννήθηκε ο Ισαάκ και οι άλλοι γιοι του και άρχισαν και εκείνοι να αποκτούν απογόνους, το όνομα Αβραάμ προσέλαβε μεγαλύτερη σημασία και σπουδαιότητα. Παρόμοια, το όνομα Ιεχωβά επρόκειτο να προσλάβει τώρα περαιτέρω νόημα για τους Ισραηλίτες.
Κατά συνέπεια, «γνωρίζω» δεν σημαίνει απλώς «ξέρω» ή «έχω υπόψη μου» κάποιον ή κάτι. Ο ανόητος Νάβαλ γνώριζε το όνομα του Δαβίδ αλλά παρ’ όλα αυτά ρώτησε: «Ποιος είναι ο Δαβίδ;» εννοώντας: «Και τι είναι ο Δαβίδ;» (1Σα 25:9-11· παράβαλε 2Σα 8:13.) Αντίστοιχα, ο Φαραώ είχε πει στον Μωυσή: «Ποιος είναι ο Ιεχωβά ώστε να υπακούσω στη φωνή του και να εξαποστείλω τον Ισραήλ; Δεν γνωρίζω καθόλου τον Ιεχωβά ούτε και πρόκειται να εξαποστείλω τον Ισραήλ». (Εξ 5:1, 2) Ο Φαραώ προφανώς εννοούσε πως δεν γνώριζε ότι ο Ιεχωβά ήταν ο αληθινός Θεός ή ότι είχε εξουσία επί του βασιλιά της Αιγύπτου και των υποθέσεών του ούτε ότι ήταν αρκετά ισχυρός ώστε να επιβάλει το θέλημά Του, το οποίο είχαν εξαγγείλει ο Μωυσής και ο Ααρών. Ωστόσο, τόσο ο Φαραώ όσο και ολόκληρη η Αίγυπτος—συμπεριλαμβανομένων των Ισραηλιτών—επρόκειτο να γνωρίσουν τώρα την πραγματική σημασία αυτού του ονόματος, το πρόσωπο που αντιπροσώπευε. Όπως έδειξε ο Ιεχωβά στον Μωυσή, αυτό θα γινόταν όταν ο Θεός θα εκπλήρωνε το σκοπό Του αναφορικά με τον Ισραήλ, θα τον απελευθέρωνε και θα του χορηγούσε την Υποσχεμένη Γη, εκτελώντας έτσι τη διαθήκη που είχε συνάψει με τους προπάτορές τους. Ως εκ τούτου, όπως τους είπε ο Θεός: «Οπωσδήποτε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σας».—Εξ 6:4-8· βλέπε ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ.
Εύλογα, λοιπόν, ο Ντ. Χ. Γουέιρ, καθηγητής της εβραϊκής γλώσσας, λέει ότι όσοι ισχυρίζονται πως στα εδάφια Έξοδος 6:2, 3 αποκαλύφτηκε για πρώτη φορά το όνομα Ιεχωβά, «δεν μελέτησαν [αυτά τα εδάφια] υπό το φως άλλων χωρίων. Ειδάλλως θα είχαν διακρίνει ότι η λέξη όνομα εδώ δεν σημαίνει τις δύο συλλαβές από τις οποίες αποτελείται η λέξη Ιεχωβά, αλλά την ιδέα που εκφράζει αυτή η λέξη. Όταν διαβάζουμε στον Ησαΐα, κεφ. 52:6: “Γι’ αυτό ο λαός μου θα γνωρίσει το όνομά μου”, ή στον Ιερεμία, κεφ. 16:21: “Θα γνωρίσουν ότι το όνομά μου είναι Ιεχωβά”, ή στους Ψαλμούς, Ψαλμ. 9 [10, 16]: “Όσοι γνωρίζουν το όνομά σου θα θέσουν την εμπιστοσύνη τους σε εσένα”, βλέπουμε αμέσως ότι το να γνωρίζουμε το όνομα του Ιεχωβά διαφέρει πολύ από το να γνωρίζουμε τα τέσσερα γράμματα από τα οποία αποτελείται. Σημαίνει να γνωρίζουμε εκ πείρας ότι ο Ιεχωβά είναι πράγματι ό,τι δηλώνει το όνομά του. (Παράβαλε επίσης Ησ. 19:20, 21· Ιεζ. 20:5, 9· 39:6, 7· Ψαλμ. 83 [18]· 89 [16]· 2 Χρον. 6:33.)»—Το Αυτοκρατορικό Λεξικό της Βίβλου, Τόμ. 1, σ. 856, 857.
Ήταν γνωστό στο πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι. Το όνομα Ιεχωβά δεν αποκαλύφτηκε για πρώτη φορά στον Μωυσή, διότι είναι βέβαιο ότι ο πρώτος άνθρωπος το γνώριζε. Το όνομα εμφανίζεται αρχικά στο θεϊκό Υπόμνημα, στο εδάφιο Γένεση 2:4, μετά την αφήγηση για τα δημιουργικά έργα του Θεού, και εκεί προσδιορίζει τον Δημιουργό των ουρανών και της γης ως “τον Ιεχωβά Θεό”. Είναι λογικό να πιστεύουμε ότι ο Ιεχωβά Θεός πληροφόρησε τον Αδάμ για αυτό το ιστορικό της δημιουργίας. Το υπόμνημα της Γένεσης δεν αναφέρει κάτι τέτοιο, αλλά ούτε και διευκρινίζει αν ο Ιεχωβά αποκάλυψε την προέλευση της Εύας στον Αδάμ όταν εκείνος ξύπνησε. Παρ’ όλα αυτά, τα λόγια με τα οποία υποδέχτηκε ο Αδάμ την Εύα δείχνουν ότι είχε πληροφορηθεί με ποιον τρόπο την είχε πλάσει ο Θεός από το σώμα του ίδιου του Αδάμ. (Γε 2:21-23) Αναμφίβολα, υπήρχε ευρεία επικοινωνία ανάμεσα στον Ιεχωβά και στον επίγειο γιο του, παρότι δεν έχει καταγραφεί αυτή στο σύντομο υπόμνημα της Γένεσης.
Η Εύα είναι το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που αναφέρεται συγκεκριμένα ότι χρησιμοποίησε το θεϊκό όνομα. (Γε 4:1) Προφανώς το είχε μάθει από το σύζυγο και κεφαλή της, τον Αδάμ, από τον οποίο είχε επίσης μάθει την εντολή του Θεού για το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού (παρότι και πάλι το υπόμνημα δεν αναφέρει άμεσα ότι ο Αδάμ τής μετέδωσε αυτή την πληροφορία).—Γε 2:16, 17· 3:2, 3.
Όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΕΝΩΣ, η αρχή που έγινε στο «να επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά» στις ημέρες του Ενώς, εγγονού του Αδάμ, προφανώς δεν αφορούσε επικλήσεις που γίνονταν με πίστη και με τρόπο που είχε την επιδοκιμασία του Θεού. Και αυτό διότι, ανάμεσα στον Άβελ και στον Νώε, μόνο ο γιος του Ιάρεδ ο Ενώχ (και όχι ο Ενώς) αναφέρεται ότι «περπατούσε με τον αληθινό Θεό» πιστά. (Γε 4:26· 5:18, 22-24· Εβρ 11:4-7) Μέσω του Νώε και της οικογένειάς του, η γνώση για το θεϊκό όνομα συνέχισε να υπάρχει τόσο μετά τον κατακλυσμό όσο και έπειτα από τη διασπορά των λαών που έλαβε χώρα στον Πύργο της Βαβέλ, και έτσι μεταδόθηκε στον πατριάρχη Αβραάμ και στους απογόνους του.—Γε 9:26· 12:7, 8.
Το Πρόσωπο που Προσδιορίζεται από το Όνομα. Ο Ιεχωβά είναι ο Δημιουργός των πάντων, η μεγάλη Πρώτη Αιτία. Άρα είναι αυθύπαρκτος, δεν έχει αρχή. (Απ 4:11) «Ο αριθμός των ετών του είναι ανεξερεύνητος». (Ιωβ 36:26) Είναι αδύνατον να οριστεί κάποια ηλικία για τον Ιεχωβά, διότι δεν υπάρχει αφετηρία μέτρησης. Αν και δεν έχει ηλικία, αποκαλείται εύστοχα «ο Παλαιός των Ημερών», εφόσον η ύπαρξή του εκτείνεται στο άπειρο παρελθόν. (Δα 7:9, 13) Επίσης, το μέλλον του είναι ατελεύτητο (Απ 10:6), δεδομένου ότι είναι άφθαρτος, αθάνατος. Ως εκ τούτου, αποκαλείται “ο Βασιλιάς της αιωνιότητας” (1Τι 1:17), για τον οποίο χίλια χρόνια δεν είναι παρά σαν ολιγόωρη φυλακή της νύχτας.—Ψλ 90:2, 4· Ιερ 10:10· Αββ 1:12· Απ 15:3.
Παρότι δεν υπόκειται στο χρόνο, ο Ιεχωβά είναι κατ’ εξοχήν Θεός με ιστορική παρουσία, δεδομένου ότι συνδέει τον εαυτό του με συγκεκριμένες περιόδους, τοποθεσίες, πρόσωπα και γεγονότα. Στην πολιτεία του με το ανθρώπινο γένος έχει ακολουθήσει ακριβές χρονοδιάγραμμα. (Γε 15:13, 16· 17:21· Εξ 12:6-12· Γα 4:4) Επειδή η αιώνια ύπαρξή του είναι αδιαφιλονίκητη και αποτελεί το πλέον θεμελιώδες γεγονός στο σύμπαν, ορκίζεται σε αυτήν, λέγοντας: «Όσο βέβαιο είναι ότι εγώ ζω», εγγυώμενος έτσι την απόλυτη βασιμότητα των υποσχέσεών του και των προφητειών του. (Ιερ 22:24· Σοφ 2:9· Αρ 14:21, 28· Ησ 49:18) Άνθρωποι, επίσης, ορκίστηκαν στο γεγονός της ύπαρξης του Ιεχωβά. (Κρ 8:19· Ρθ 3:13) Μόνο οι ασύνετοι λένε: «Δεν υπάρχει Ιεχωβά».—Ψλ 14:1· 10:4.
Περιγραφές της παρουσίας του. Εφόσον είναι Πνεύμα, και οι άνθρωποι αδυνατούν να τον δουν (Ιωα 4:24), κάθε περιγραφή της μορφής του με ανθρώπινους όρους αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση την ασύγκριτη δόξα του. (Ησ 40:25, 26) Παρότι στην πραγματικότητα δεν είδαν τον Δημιουργό τους (Ιωα 1:18), ορισμένοι από τους υπηρέτες του είχαν θεόπνευστα οράματα των ουράνιων αυλών του. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφουν την παρουσία του αποπνέει, όχι μόνο μεγάλη αξιοπρέπεια και μεγαλοπρέπεια που εμπνέει δέος, αλλά και γαλήνη, ευταξία, ομορφιά και τερπνότητα.—Εξ 24:9-11· Ησ 6:1· Ιεζ 1:26-28· Δα 7:9· Απ 4:1-3· βλέπε επίσης Ψλ 96:4-6.
Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, σε αυτές τις περιγραφές χρησιμοποιούνται μεταφορές και παρομοιώσεις που παραβάλλουν τη μορφή του Ιεχωβά με πράγματα γνωστά στους ανθρώπους, όπως είναι οι πολύτιμες πέτρες, η φωτιά, το ουράνιο τόξο. Μάλιστα, του αποδίδονται ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αν και μερικοί λόγιοι δημιουργούν μεγάλο ζήτημα με τις λεγόμενες ανθρωπομορφικές εκφράσεις που υπάρχουν στην Αγία Γραφή—εκφράσεις όπως «τα μάτια», «τα αφτιά», «το πρόσωπο» (1Πε 3:12), “ο βραχίονας” (Ιεζ 20:33), “το δεξί χέρι” (Εξ 15:6) του Θεού και ούτω καθεξής—είναι προφανές ότι αυτές οι εκφράσεις καθίστανται αναγκαίες προκειμένου να είναι η περιγραφή κατανοητή στους ανθρώπους. Αν ο Ιεχωβά Θεός περιέγραφε τον εαυτό του με πνευματικούς όρους, θα ήταν σαν να έδινε περίπλοκες αλγεβρικές εξισώσεις σε άτομα που δεν έχουν παρά τις απολύτως στοιχειώδεις γνώσεις μαθηματικών ή σαν να προσπαθούσε να εξηγήσει τα χρώματα σε κάποιον εκ γενετής τυφλό.—Ιωβ 37:23, 24.
Επομένως, οι λεγόμενοι ανθρωπομορφισμοί δεν πρέπει να εννοούνται ποτέ κυριολεκτικά, κατ’ αναλογία με άλλες μεταφορικές εκφράσεις που χαρακτηρίζουν τον Θεό “ήλιο”, «ασπίδα» ή «Βράχο». (Ψλ 84:11· Δευ 32:4, 31) Η όραση του Ιεχωβά (Γε 16:13), ανόμοια με την όραση των ανθρώπων, δεν εξαρτάται από τις ακτίνες του φωτός, και έτσι ο Ιεχωβά μπορεί να δει πράξεις που γίνονται ακόμη και μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. (Ψλ 139:1, 7-12· Εβρ 4:13) Η όρασή του καλύπτει όλη τη γη. (Παρ 15:3) Ο Ιεχωβά δεν χρειάζεται ειδικό εξοπλισμό προκειμένου να δει το αναπτυσσόμενο έμβρυο μέσα στην ανθρώπινη μήτρα. (Ψλ 139:15, 16) Η ακοή του επίσης δεν εξαρτάται από τα ηχητικά κύματα στην ατμόσφαιρα, καθώς εκείνος μπορεί να «ακούσει» ακόμη και σιωπηλές εκφράσεις μέσα στην καρδιά. (Ψλ 19:14) Ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να υπολογίσει ούτε την έκταση του αχανούς υλικού σύμπαντος. Παρ’ όλα αυτά, οι φυσικοί ουρανοί δεν περιέχουν ούτε περικλείουν τον τόπο κατοικίας του Θεού—πόσο λιγότερο κάποιος επίγειος οίκος ή ναός. (1Βα 8:27· Ψλ 148:13) Μέσω του Μωυσή, ο Ιεχωβά έδωσε ειδική προειδοποίηση στο έθνος του Ισραήλ να μη φτιάξει καμιά εικόνα Του, με τη μορφή αρσενικού ή οποιουδήποτε πλάσματος. (Δευ 4:15-18) Έτσι λοιπόν, αν και στο υπόμνημα του Λουκά υπάρχει μια δήλωση του Ιησού ότι εξέβαλλε δαίμονες «μέσω του δαχτύλου του Θεού», το υπόμνημα του Ματθαίου δείχνει ότι ο Ιησούς αναφερόταν στο “πνεύμα του Θεού”, δηλαδή στην ενεργό δύναμή του.—Λου 11:20· Ματ 12:28· παράβαλε Ιερ 27:5 και Γε 1:2.
Οι προσωπικές ιδιότητές του αποκαλύπτονται στη δημιουργία. Ορισμένες πτυχές της προσωπικότητας του Ιεχωβά αποκαλύπτονται μέσα από τα δημιουργικά έργα που έκανε, ακόμη και πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου. (Ρω 1:20) Αυτή καθαυτή η πράξη της δημιουργίας αποκαλύπτει την αγάπη του. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Ιεχωβά είναι αυτάρκης και δεν στερείται κανενός πράγματος. Έτσι λοιπόν, παρότι δημιούργησε εκατοντάδες εκατομμύρια πνευματικούς γιους, κανείς τους δεν μπορούσε να προσθέσει οτιδήποτε στη γνώση του ή να συνεισφέρει κάποιο επιθυμητό συναίσθημα ή ιδιότητα που δεν κατείχε ήδη Εκείνος σε υπέρτερο βαθμό.—Δα 7:9, 10· Εβρ 12:22· Ησ 40:13, 14· Ρω 11:33, 34.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι ο Ιεχωβά δεν βρίσκει ευχαρίστηση στα πλάσματά του. Εφόσον ο άνθρωπος πλάστηκε «κατά την εικόνα του Θεού» (Γε 1:27), συνάγεται ότι η χαρά που αντλεί ένας ανθρώπινος πατέρας από το παιδί του, ιδιαίτερα όταν το παιδί τον αγαπάει και ενεργεί σοφά, αντικατοπτρίζει τη χαρά που αντλεί ο Ιεχωβά από τα νοήμονα πλάσματά του τα οποία Τον αγαπούν και Τον υπηρετούν σοφά. (Παρ 27:11· Ματ 3:17· 12:18) Αυτή η ευχαρίστηση είναι απόρροια όχι κάποιας υλικής ή φυσικής ωφέλειας αλλά του γεγονότος ότι τα πλάσματά του προσκολλώνται πρόθυμα στους δίκαιους κανόνες του και δείχνουν ανιδιοτέλεια και γενναιοδωρία. (1Χρ 29:14-17· Ψλ 50:7-15· 147:10, 11· Εβρ 13:16) Αντίθετα, όσοι ακολουθούν εσφαλμένη πορεία και περιφρονούν την αγάπη του Ιεχωβά, οι οποίοι επισύρουν όνειδος στο όνομά του και προκαλούν αμείλικτα βάσανα στους άλλους, φέρνουν «λύπη στην καρδιά» του Ιεχωβά.—Γε 6:5-8· Ψλ 78:36-41· Εβρ 10:38.
Ο Ιεχωβά χαίρεται επίσης να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις που διαθέτει, είτε δημιουργώντας είτε με άλλον τρόπο, και τα έργα του διαπνέονται πάντοτε από κάποιον ουσιαστικό σκοπό και από καλό κίνητρο. (Ψλ 135:3-6· Ησ 46:10, 11· 55:10, 11) Ως ο Γενναιόδωρος Δότης “κάθε καλού δώρου και κάθε τέλειου δωρήματος”, ευαρεστείται να ανταμείβει τους πιστούς γιους του και τις πιστές κόρες του με ευλογίες. (Ιακ 1:5, 17· Ψλ 35:27· 84:11, 12· 149:4) Ωστόσο, παρότι είναι Θεός που διακρίνεται από θέρμη και συναίσθημα, είναι σαφές ότι η ευτυχία του δεν εξαρτάται από τα πλάσματά του και ότι δεν θυσιάζει τις δίκαιες αρχές του χάριν συναισθηματισμών.
Επίσης, ο Ιεχωβά έδειξε αγάπη χαρίζοντας στον πνευματικό Γιο του τον οποίο δημιούργησε πρώτο το προνόμιο να μετάσχει μαζί του σε όλα τα υπόλοιπα δημιουργικά έργα, τόσο τα πνευματικά όσο και τα υλικά, γνωστοποιώντας μάλιστα μεγαλόψυχα αυτό το γεγονός, το οποίο συνεπάγεται τιμή για τον Γιο του. (Γε 1:26· Κολ 1:15-17) Δεν φοβήθηκε αδύναμα, λοιπόν, την πιθανότητα του ανταγωνισμού αλλά αντ’ αυτού επέδειξε πλήρη πεποίθηση στη δικαιωματική Κυριαρχία του (Εξ 15:11), καθώς και στην οσιότητα και αφοσίωση του Γιου του. Παραχωρεί στους πνευματικούς γιους του σχετική ελευθερία στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, και μάλιστα τους επιτρέπει σε κάποιες περιπτώσεις να εκφράσουν τις απόψεις τους για το πώς θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας συγκεκριμένους διορισμούς.—1Βα 22:19-22.
Όπως κατέδειξε ο απόστολος Παύλος, οι αόρατες ιδιότητες του Ιεχωβά γίνονται επίσης φανερές μέσα από την υλική δημιουργία του. (Ρω 1:19, 20) Η απεριόριστη δύναμή του καθηλώνει τη φαντασία, καθώς τεράστιοι γαλαξίες αποτελούμενοι από δισεκατομμύρια άστρα δεν είναι παρά “έργο των δαχτύλων του” (Ψλ 8:1, 3, 4· 19:1), και ο πλούτος της σοφίας που έχει επιδείξει είναι τέτοιος ώστε, ακόμη και ύστερα από χιλιάδες χρόνια έρευνας και μελέτης, η κατανόηση που έχουν αποκτήσει οι άνθρωποι για τη φυσική δημιουργία δεν είναι παρά «ψίθυρος», συγκρινόμενος με μια κραταιά βροντή. (Ιωβ 26:14· Ψλ 92:5· Εκ 3:11) Το δημιουργικό έργο του Ιεχωβά σε σχέση με τον πλανήτη Γη χαρακτηρίστηκε από λογική τάξη καθώς ακολούθησε συγκεκριμένο πρόγραμμα (Γε 1:2-31) και κατέστησε τη γη—όπως την αποκάλεσαν οι αστροναύτες στον 20ό αιώνα—στολίδι στο διάστημα.
Όπως αποκαλύφτηκε στον άνθρωπο στην Εδέμ. Ως τι είδους πρόσωπο αποκάλυψε ο Ιεχωβά τον εαυτό του στα πρώτα ανθρώπινα παιδιά του; Είναι βέβαιο ότι η τελειότητα του Αδάμ θα τον υποχρέωνε να συμφωνήσει με τα λόγια που είπε μεταγενέστερα ο ψαλμωδός: «Θα σε εξυμνώ επειδή με φοβερό και θαυμαστό τρόπο είμαι πλασμένος. Θαυμαστά είναι τα έργα σου, όπως γνωρίζει πολύ καλά η ψυχή μου». (Ψλ 139:14) Το ίδιο του το σώμα—του οποίου η πολυδιάστατη λειτουργικότητα ήταν τόσο αξιοσημείωτη, συγκρινόμενη με αυτήν των υπόλοιπων επίγειων πλασμάτων—αλλά και όσα τον περιέβαλλαν έδιναν στον άνθρωπο κάθε λόγο να αισθάνεται δέος και σεβασμό για τον Δημιουργό του. Κάθε καινούριο πουλί, ζώο και ψάρι, κάθε διαφορετικό φυτό, λουλούδι και δέντρο και κάθε χωράφι, δάσος, βουνό, κοιλάδα και ποτάμι που έβλεπε ο άνθρωπος, όλα του εντύπωναν το βάθος και το εύρος της σοφίας του Πατέρα του, καθώς και την πολυσύνθετη φύση της προσωπικότητας του Ιεχωβά, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τη μεγάλη ποικιλία των δημιουργικών του έργων. (Γε 2:7-9· παράβαλε Ψλ 104:8-24.) Όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου—η όραση, η ακοή, η γεύση, η όσφρηση και η αφή—θα τροφοδοτούσαν τη δεκτική διάνοιά του με αποδείξεις που μαρτυρούσαν έναν εξαιρετικά γενναιόδωρο και στοχαστικό Δημιουργό.
Δεν παραβλέφθηκαν ούτε οι διανοητικές ανάγκες του Αδάμ, η ανάγκη που είχε για συνομιλία και συντροφιά, καθώς ο Πατέρας του τού προμήθευσε ένα νοήμον αντίστοιχό του, τη γυναίκα. (Γε 2:18-23) Και οι δύο μπορεί κάλλιστα να έψαλαν στον Ιεχωβά όπως ο ψαλμωδός: «Χαρά μέχρι χορτασμού συνοδεύει το πρόσωπό σου· τερπνότητα είναι στα δεξιά σου για πάντα». (Ψλ 16:8, 11) Έχοντας γίνει αποδέκτες τόσης αγάπης, ο Αδάμ και η Εύα θα έπρεπε οπωσδήποτε να είχαν διακρίνει ότι «ο Θεός είναι αγάπη», η πηγή και το υπέρτατο παράδειγμα αγάπης.—1Ιω 4:16, 19.
Το σημαντικότερο είναι ότι ο Ιεχωβά Θεός φρόντισε για τις πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου. Ο Πατέρας του Αδάμ αποκάλυψε τον εαυτό Του στον ανθρώπινο γιο του, επικοινωνώντας μαζί του και αναθέτοντάς του θεόδοτους διορισμούς υπηρεσίας, των οποίων η υπάκουη εκτέλεση θα αποτελούσε σημαντικό μέρος της λατρείας που θα του απέδιδε ο άνθρωπος.—Γε 1:27-30· 2:15-17· παράβαλε Αμ 4:13.
Θεός ηθικών κανόνων. Ο άνθρωπος γνώρισε εξαρχής τον Ιεχωβά, όχι απλώς ως σοφό και γενναιόδωρο Προμηθευτή, αλλά και ως Θεό ηθικών αξιών, ο οποίος έχει συγκεκριμένους κανόνες αναφορικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος από πλευράς διαγωγής και πράξεων. Αν, όπως αφήνεται να εννοηθεί, ο Αδάμ γνώριζε το υπόμνημα της δημιουργίας, έπεται ότι γνώριζε επίσης πως ο Ιεχωβά είχε κάποιους θεϊκούς κανόνες, γιατί το υπόμνημα, αναφερόμενο στο δημιουργικό έργο του Ιεχωβά, λέει ότι Εκείνος το θεώρησε «πολύ καλό», και άρα σύμφωνο με τους τέλειους κανόνες του.—Γε 1:3, 4, 12, 25, 31· παράβαλε Δευ 32:3, 4.
Χωρίς κανόνες δεν θα υπήρχε τρόπος να προσδιορίσει κανείς ή να κρίνει τι είναι καλό και τι κακό ή να καθορίζει και να αποδέχεται βαθμούς ακρίβειας και αρτιότητας. Σε σχέση με αυτό είναι διαφωτιστικές οι ακόλουθες παρατηρήσεις της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα ([Encyclopædia Britannica] 1959, Τόμ. 21, σ. 306, 307):
«Τα επιτεύγματα του ανθρώπου [ως προς τη θέσπιση κανόνων] . . . ωχριούν συγκρινόμενα με τους κανόνες της φύσης. Οι αστερισμοί, οι τροχιές των πλανητών, οι αναλλοίωτες φυσικές ιδιότητες της αγωγιμότητας, της ολκιμότητας, της ελαστικότητας, της σκληρότητας, της διαπερατότητας, της διαθλαστικότητας, της δύναμης ή του ιξώδους των υλικών της φύσης, . . . ή η δομή των κυττάρων, δεν είναι παρά ελάχιστα παραδείγματα της εκπληκτικής κανονικότητας που διέπει τη φύση».
Προβάλλοντας τη σημασία της κανονικότητας που διέπει την υλική δημιουργία, το ίδιο σύγγραμμα αναφέρει: «Μόνο μέσω της κανονικότητας που συναντάμε στη φύση είναι δυνατόν να αναγνωρίζουμε και να ταξινομούμε . . . τα πολυάριθμα είδη φυτών, ψαριών, πουλιών ή ζώων. Μέσα στα πλαίσια του εκάστοτε είδους, τα άτομα μοιάζουν μεταξύ τους ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια ως προς τη δομή, τις λειτουργίες και τις συνήθειες που χαρακτηρίζουν το κάθε είδος. [Παράβαλε Γε 1:11, 12, 21, 24, 25.] Αν δεν υπήρχε αυτή η κανονικότητα στο ανθρώπινο σώμα, οι γιατροί δεν θα γνώριζαν κατά πόσον ένα άτομο διαθέτει συγκεκριμένα όργανα ούτε θα γνώριζαν πού βρίσκονται αυτά . . . Στην πραγματικότητα, χωρίς τους κανόνες της φύσης δεν θα υπήρχε ούτε οργανωμένη κοινωνία ούτε παιδεία ούτε ιατρική. Όλα αυτά εξαρτώνται από θεμελιώδεις, συγκρίσιμες ομοιότητες».
Ο Αδάμ διέκρινε μεγάλη σταθερότητα στα δημιουργικά έργα του Ιεχωβά—τη συνεχή εναλλαγή ημέρας και νύχτας, τη σταθερή καθοδική ροή του νερού στον ποταμό της Εδέμ, ως συνέπεια της δύναμης της βαρύτητας, και αναρίθμητα άλλα πράγματα που πιστοποιούσαν ότι ο Δημιουργός της Γης δεν είναι Θεός σύγχυσης αλλά τάξης. (Γε 1:16-18· 2:10· Εκ 1:5-7· Ιερ 31:35, 36· 1Κο 14:33) Αυτό οπωσδήποτε βοηθούσε τον άνθρωπο στην εκτέλεση τόσο της εργασίας που του είχε ανατεθεί όσο και των δραστηριοτήτων του (Γε 1:28· 2:15), καθώς του έδινε τη δυνατότητα να προγραμματίζει την εργασία του και να τη φέρνει σε πέρας με σιγουριά, χωρίς αγωνία και αβεβαιότητα.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των παραπάνω, ο νοήμων άνθρωπος δεν πρέπει να εξεπλάγη όταν ο Ιεχωβά έθεσε κανόνες για τη διαγωγή του ανθρώπου και τη σχέση του με τον Δημιουργό του. Η απαράμιλλη ποιότητα που χαρακτήριζε τα έργα του Ιεχωβά αποτέλεσε για τον Αδάμ το υπόδειγμα για την καλλιέργεια και τη φροντίδα της Εδέμ. (Γε 2:15· 1:31) Ο Αδάμ έμαθε επίσης ποιος ήταν ο κανόνας του Θεού για το γάμο—η μονογαμία και η ύπαρξη οικογενειακής σχέσης. (Γε 2:24) Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον κανόνα της υπακοής στις οδηγίες του Θεού ως κάτι το ουσιώδες για την ίδια τη ζωή. Εφόσον ο Αδάμ ήταν τέλειος άνθρωπος, ο Ιεχωβά τού έθεσε ως κανόνα την τέλεια υπακοή. Ο Ιεχωβά έδωσε στον επίγειο γιο του την ευκαιρία να καταδείξει την αγάπη του και την αφοσίωσή του μέσω υπακοής στην εντολή που του είχε δώσει να μη φάει από ένα δέντρο στην Εδέμ—ένα από τα πολλά καρποφόρα δέντρα που υπήρχαν εκεί. (Γε 2:16, 17) Αυτό ήταν κάτι απλό. Αλλά και οι περιστάσεις του Αδάμ τότε ήταν απλές, χωρίς τις πολυπλοκότητες και τη σύγχυση που έχουν προκύψει στο μεταξύ. Η σοφία του Ιεχωβά πίσω από αυτή την απλή δοκιμή υπογραμμίζεται από τα λόγια που είπε ο Ιησούς Χριστός περίπου 4.000 χρόνια αργότερα: «Ο πιστός στο ελάχιστο είναι πιστός και στο πολύ, και ο άδικος στο ελάχιστο είναι άδικος και στο πολύ».—Λου 16:10.
Αυτή η ευταξία και οι κανόνες δεν θα μείωναν την ευχαρίστηση του ανθρώπου στη ζωή αλλά θα συνέβαλλαν σε αυτήν. Σε σχέση με την υλική δημιουργία, το προαναφερθέν εγκυκλοπαιδικό άρθρο περί κανόνων επισημαίνει τα εξής: «Ωστόσο, παρά τις πάμπολλες αποδείξεις που πιστοποιούν την ύπαρξη κανόνων, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τη φύση για μονοτονία. Παρότι μια μικρή περιοχή μηκών κύματος του φάσματος αποτελεί τη βάση των χρωμάτων, οι υπάρχουσες αποχρώσεις και οι χρωματικοί συνδυασμοί που τέρπουν το μάτι είναι στην κυριολεξία ανεξάντλητοι. Αντίστοιχα, όλη η μουσική αριστοτεχνία που συλλαμβάνει το αφτί μας προέρχεται από ένα επίσης μικρό φάσμα συχνοτήτων». (Τόμ. 21, σ. 307) Παρόμοια, οι απαιτήσεις που είχε ο Θεός από το ανθρώπινο ζευγάρι τούς επέτρεπαν να απολαμβάνουν όλη την ελευθερία που θα μπορούσε να επιθυμήσει μια δίκαιη καρδιά. Δεν ήταν απαραίτητο να είναι περιχαρακωμένοι από ένα πλήθος νόμων και διατάξεων. Το στοργικό παράδειγμα του Δημιουργού τους καθώς και ο σεβασμός και η αγάπη τους για αυτόν θα τους προστάτευαν από το να υπερβούν τα κατάλληλα όρια της ελευθερίας τους.—Παράβαλε 1Τι 1:9, 10· Ρω 6:15-18· 13:8-10· 2Κο 3:17.
Συνεπώς, ο Ιεχωβά Θεός με την ίδια την Προσωπικότητά του, τις οδούς του και τα λόγια του ήταν και είναι ο Υπέρτατος Κανόνας για όλο το σύμπαν, ο ορισμός και η συνόψιση κάθε αγαθότητας. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Γιος του ενόσω ήταν στη γη είπε σε κάποιον: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός».—Μαρ 10:17, 18· επίσης Ματ 19:17· 5:48.
Η Δικαίωση της Κυριαρχίας του και ο Αγιασμός του Ονόματός Του. Ό,τι έχει σχέση με την προσωπικότητα του Θεού είναι άγιο. Το προσωπικό του όνομα, Ιεχωβά, είναι ιερό και επομένως πρέπει να αγιάζεται. (Λευ 22:32) «Αγιάζω» σημαίνει «καθιστώ άγιο, ξεχωρίζω κάτι ως ιερό, θεωρώ ιερό», και ως εκ τούτου δεν το μεταχειρίζομαι σαν κάτι το κοινό ή το συνηθισμένο. (Ησ 6:1-3· Λου 1:49· Απ 4:8· βλέπε ΑΓΙΑΣΜΟΣ.) Λόγω του Προσώπου που προσδιορίζει, το όνομα του Ιεχωβά είναι «μεγάλο και φοβερό» (Ψλ 99:3, 5), «μεγαλοπρεπές» και «άφταστα υψηλό» (Ψλ 8:1· 148:13), άξιο δέους (Ησ 29:23).
Βεβήλωση του ονόματος. Τα στοιχεία μαρτυρούν ότι το θεϊκό όνομα θεωρούνταν έτσι, ώσπου βεβηλώθηκε εξαιτίας των γεγονότων στον κήπο της Εδέμ. Ο στασιασμός του Σατανά έθεσε υπό αμφισβήτηση την υπόληψη του Θεού. Ο Σατανάς ισχυρίστηκε στην Εύα ότι μιλούσε αντί για τον Θεό, λέγοντάς της τι “γνωρίζει ο Θεός”, ενώ ταυτόχρονα ενέσπειρε αμφιβολίες για την εντολή που είχε δώσει ο Θεός στον Αδάμ αναφορικά με το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. (Γε 3:1-5) Ο Αδάμ, έχοντας λάβει θεϊκή εξουσιοδότηση και όντας η επίγεια κεφαλή μέσω της οποίας ο Θεός έδινε οδηγίες στην ανθρώπινη οικογένεια, ήταν ο εκπρόσωπος του Ιεχωβά στη γη. (Γε 1:26, 28· 2:15-17· 1Κο 11:3) Όσοι υπηρετούν με αυτή την ιδιότητα λέγεται ότι “διακονούν στο όνομα του Ιεχωβά” και “μιλούν στο όνομά του”. (Δευ 18:5, 18, 19· Ιακ 5:10) Έτσι λοιπόν, ενώ η σύζυγος του Αδάμ, η Εύα, είχε ήδη βεβηλώσει το όνομα του Ιεχωβά με την ανυπακοή της, η ίδια πράξη από μέρους του Αδάμ ήταν μια ιδιαίτερα αξιόμεμπτη πράξη ασέβειας προς το όνομα που αυτός εκπροσωπούσε.—Παράβαλε 1Σα 15:22, 23.
Το υπέρτατο ζήτημα ήταν ηθικό. Είναι προφανές ότι ο πνευματικός γιος που έγινε Σατανάς γνώριζε τον Ιεχωβά ως Θεό ηθικών κανόνων και όχι ως απρόβλεπτο, ασταθές πρόσωπο. Αν είχε γνωρίσει τον Ιεχωβά ως έναν Θεό με ανεξέλεγκτα, βίαια ξεσπάσματα, δεν θα μπορούσε παρά να αναμένει άμεση, επί τόπου εξόντωση εξαιτίας της πορείας που επέλεξε. Επομένως, το ζήτημα που ήγειρε ο Σατανάς στην Εδέμ δεν ήταν απλώς μια δοκιμή της κραταιότητας του Ιεχωβά ή της καταστροφικής του δύναμης. Αντίθετα, το ζήτημα ήταν ηθικό: αφορούσε το αν ο Θεός έχει το ηθικό δικαίωμα να ασκεί κυριαρχία στο σύμπαν και να απαιτεί απόλυτη υπακοή και αφοσίωση από όλα τα πλάσματά του παντού. Η προσέγγιση που χρησιμοποίησε ο Σατανάς μιλώντας στην Εύα το αποκαλύπτει αυτό. (Γε 3:1-6) Παρόμοια, το βιβλίο του Ιώβ εξιστορεί πώς ο Ιεχωβά εκθέτει ενώπιον της σύναξης όλων των αγγελικών γιων του την πλήρη έκταση του ζητήματος που έθεσε ο Αντίδικός του. Ο Σατανάς ισχυρίστηκε ότι η οσιότητα του Ιώβ (και, κατ’ επέκταση, κάθε νοήμονος πλάσματος του Θεού) απέναντι στον Ιεχωβά δεν ήταν ολόκαρδη ούτε βασιζόταν σε πραγματική αφοσίωση και γνήσια αγάπη.—Ιωβ 1:6-22· 2:1-8.
Επομένως, το ζήτημα της ακεραιότητας των νοημόνων πλασμάτων του Θεού ήταν ένα δευτερεύον, υποδεέστερο ζήτημα το οποίο απέρρεε από το πρωταρχικό ζήτημα του κατά πόσον έχει ο Θεός το δικαίωμα να ασκεί κυριαρχία στο σύμπαν. Για να διαλευκανθούν αυτά τα ζητήματα χρειαζόταν κάποιος χρόνος, έτσι ώστε να αποδειχτεί αν αυτές οι κατηγορίες ήταν αληθινές ή ψεύτικες, να φανεί ποια ήταν η διάθεση της καρδιάς των πλασμάτων του Θεού και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να τακτοποιηθεί το ζήτημα πέραν πάσης αμφιβολίας. (Παράβαλε Ιωβ 23:10· 31:5, 6· Εκ 8:11-13· Εβρ 5:7-9· βλέπε ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ· ΠΟΝΗΡΙΑ.) Γι’ αυτόν το λόγο ο Ιεχωβά δεν εκτέλεσε αμέσως το στασιαστικό ανθρώπινο ζευγάρι ούτε τον πνευματικό γιο που ήγειρε το ζήτημα, με αποτέλεσμα να έρθουν σε ύπαρξη τα δύο προειπωμένα “σπέρματα”, τα οποία αντιπροσώπευαν τις αντίπαλες πλευρές σε αυτό το ζήτημα.—Γε 3:15.
Το ζήτημα αυτό παρέμενε ανοιχτό τον καιρό της επίγειας ζωής του Ιησού Χριστού, όπως φαίνεται από την αντιπαράθεση που είχε ο Ιησούς με τον Σατανά στην έρημο μετά τη 40ήμερη νηστεία του. Οι ύπουλες, οφιοειδείς μέθοδοι τις οποίες χρησιμοποίησε ο Αντίδικος του Ιεχωβά προσπαθώντας να βάλει σε πειρασμό τον Γιο του Θεού ήταν παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποίησε στην Εδέμ περίπου 4.000 χρόνια νωρίτερα, και το γεγονός ότι ο Σατανάς τού πρόσφερε τη διακυβέρνηση των βασιλείων της γης κατέστησε σαφές ότι το ζήτημα της παγκόσμιας κυριαρχίας παρέμενε αμετάβλητο. (Ματ 4:1-10) Το βιβλίο της Αποκάλυψης φανερώνει ότι το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, μέχρις ότου ο Ιεχωβά Θεός κηρύξει το πέρας της υπόθεσης (παράβαλε Ψλ 74:10, 22, 23) και εκτελέσει δίκαιη κρίση σε βάρος όλων των εναντίων, μέσω της δίκαιης διακυβέρνησης της Βασιλείας του που θα δικαιώσει πλήρως την κυριαρχία του και έτσι θα αγιάσει το ιερό όνομά του.—Απ 11:17, 18· 12:17· 14:6, 7· 15:3, 4· 19:1-3, 11-21· 20:1-10, 14.
Γιατί είναι ο αγιασμός του ονόματος του Θεού πρώτιστης σημασίας;
Ολόκληρο το Βιβλικό υπόμνημα περιστρέφεται γύρω από τη δικαίωση της κυριαρχίας του Ιεχωβά, γεγονός που φανερώνει ποιος είναι ο πρωταρχικός σκοπός του Ιεχωβά Θεού: ο αγιασμός του δικού του ονόματος. Αυτός ο αγιασμός προϋποθέτει τον καθαρισμό του ονόματος του Θεού από κάθε όνειδος. Αλλά το κυριότερο είναι ότι απαιτεί από όλα τα νοήμονα πλάσματα στον ουρανό και στη γη να τιμούν αυτό το όνομα ως ιερό. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει να αναγνωρίζουν και να σέβονται την κυρίαρχη θέση του Ιεχωβά, και μάλιστα πρόθυμα, επειδή θέλουν να τον υπηρετούν και χαίρονται να εκτελούν το θεϊκό θέλημά του από αγάπη για αυτόν. Η προσευχή του Δαβίδ στον Ιεχωβά στα εδάφια Ψαλμός 40:5-10 εκφράζει ωραία αυτή τη στάση και τον αληθινό αγιασμό του ονόματος του Ιεχωβά. (Προσέξτε πώς εφαρμόζει ο απόστολος Παύλος κάποια τμήματα αυτού του ψαλμού στον Χριστό Ιησού, στα εδ. Εβρ 10:5-10.)
Επομένως, από τον αγιασμό του ονόματος του Ιεχωβά εξαρτάται η ευταξία, η ειρήνη και η ευημερία ολόκληρου του σύμπαντος και των κατοίκων του. Ο Γιος του Θεού το έδειξε αυτό, υποδεικνύοντας παράλληλα ποιο είναι το μέσο με το οποίο ο Ιεχωβά θα εκπληρώσει το σκοπό του, όταν δίδαξε τους μαθητές του να προσεύχονται στον Θεό: «Ας αγιαστεί το όνομά σου. Ας έρθει η βασιλεία σου. Ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και πάνω στη γη». (Ματ 6:9, 10) Αυτός ο πρωταρχικός σκοπός του Ιεχωβά αποτελεί το κλειδί για να κατανοήσουμε ποιος λόγος υπάρχει πίσω από τις ενέργειες του Θεού και την πολιτεία του με τα πλάσματά του, όπως αυτές παρουσιάζονται σε ολόκληρη την Αγία Γραφή.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το έθνος του Ισραήλ, του οποίου η ιστορία καλύπτει μεγάλο τμήμα του Γραφικού υπομνήματος, επιλέχθηκε για να είναι “λαός για το όνομα” του Ιεχωβά. (Δευ 28:9, 10· 2Χρ 7:14· Ησ 43:1, 3, 6, 7) Η διαθήκη του Νόμου που θέσπισε μαζί τους ο Ιεχωβά απέδιδε πρωτεύουσα σημασία στην εκδήλωση αποκλειστικής αφοσίωσης στον Ιεχωβά ως Θεό, καθώς και στο γεγονός ότι το όνομά του δεν έπρεπε να χρησιμοποιείται με μάταιο τρόπο, «γιατί ο Ιεχωβά δεν θα αφήσει ατιμώρητο εκείνον που χρησιμοποιεί το όνομά του με μάταιο τρόπο». (Εξ 20:1-7· παράβαλε Λευ 19:12· 24:10-23.) Επιδεικνύοντας τη σωτήρια και την καταστροφική του δύναμη κατά την απελευθέρωση του Ισραήλ από την Αίγυπτο, ο Ιεχωβά έκανε το όνομά του να «διακηρυχτεί σε όλη τη γη», η δε φήμη αυτού του ονόματος προπορευόταν του Ισραήλ κατά την πορεία τους προς την Υποσχεμένη Γη. (Εξ 9:15, 16· 15:1-3, 11-17· 2Σα 7:23· Ιερ 32:20, 21) Ο προφήτης Ησαΐας αναφέρθηκε σε αυτό το γεγονός με τα εξής λόγια: «Έτσι οδήγησες το λαό σου για να κάνεις θεσπέσιο όνομα για τον εαυτό σου». (Ησ 63:11-14) Όταν ο Ισραήλ εκδήλωσε στασιαστική στάση στην έρημο, ο Ιεχωβά πολιτεύτηκε μαζί τους με έλεος και δεν τους εγκατέλειψε. Ωστόσο, αποκάλυψε ποιος ήταν ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο το έκανε αυτό, λέγοντας: «Ενήργησα για χάρη του ονόματός μου, ώστε να μη βεβηλωθεί ενώπιον των εθνών».—Ιεζ 20:8-10.
Σε ολόκληρη την ιστορία αυτού του έθνους ο Ιεχωβά επικέντρωνε την προσοχή τους στη σπουδαιότητα του ιερού ονόματός του. Η πρωτεύουσα, η Ιερουσαλήμ, με το Όρος Σιών ήταν το μέρος όπου ο Ιεχωβά επέλεξε «να θέσει το όνομά του, ώστε να κάνει να κατοικήσει αυτό εκεί». (Δευ 12:5, 11· 14:24, 25· Ησ 18:7· Ιερ 3:17) Ο ναός που χτίστηκε σε εκείνη την πόλη ήταν ο “οίκος για το όνομα του Ιεχωβά”. (1Χρ 29:13-16· 1Βα 8:15-21, 41-43) Ό,τι γινόταν σε εκείνον το ναό ή σε εκείνη την πόλη, καλό ή κακό, επηρέαζε αναπόφευκτα το όνομα του Ιεχωβά και θα τύγχανε της προσοχής του. (1Βα 8:29· 9:3· 2Βα 21:4-7) Η βεβήλωση του ονόματος του Ιεχωβά εκεί θα έφερνε βέβαιη καταστροφή στην πόλη και θα οδηγούσε στην απόρριψη του ίδιου του ναού. (1Βα 9:6-8· Ιερ 25:29· 7:8-15· παράβαλε με τις ενέργειες και τα λόγια του Ιησού στα εδ. Ματ 21:12, 13· 23:38.) Εξαιτίας αυτών των γεγονότων, οι θρηνητικές ικεσίες που απηύθυναν ο Ιερεμίας και ο Δανιήλ για χάρη του λαού τους και της πόλης τους παρακαλούσαν τον Ιεχωβά να τους δείξει έλεος και να τους βοηθήσει “για χάρη του ονόματός του”.—Ιερ 14:9· Δα 9:15-19.
Προλέγοντας ότι θα αποκαθιστούσε στον Ιούδα το λαό που έφερε το όνομά του και ότι θα καθάριζε το λαό του, ο Ιεχωβά τούς διασαφήνισε και πάλι ποιο ήταν το κύριο μέλημά του, λέγοντας: «Και θα δείξω συμπόνια στο άγιο όνομά μου». «“Δεν το κάνω για χάρη σας αυτό, οίκε του Ισραήλ, αλλά για το άγιο όνομά μου, το οποίο βεβηλώσατε ανάμεσα στα έθνη στα οποία ήρθατε”. “Και ασφαλώς θα αγιάσω το μεγάλο όνομά μου, το οποίο βεβηλωνόταν . . . · και τα έθνη θα γνωρίσουν εξάπαντος ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά”, λέει ο Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά, “όταν αγιαστώ ανάμεσά σας μπροστά στα μάτια τους”».—Ιεζ 36:20-27, 32.
Αυτά καθώς και άλλα εδάφια δείχνουν ότι ο Ιεχωβά δεν μεγαλοποιεί τη σπουδαιότητα του ανθρωπίνου γένους. Εφόσον όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, είναι δικαιολογημένα άξιοι θανάτου, και μόνο χάρη στην παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού και στο έλεός του μπορεί να αποκτήσει κανείς ζωή. (Ρω 5:12, 21· 1Ιω 4:9, 10) Ο Ιεχωβά δεν οφείλει τίποτα στο ανθρώπινο γένος, και η αιώνια ζωή, για όσους την αποκτήσουν, θα είναι δώρο, όχι κάτι το οποίο κέρδισαν με την αξία τους. (Ρω 5:15· 6:23· Τιτ 3:4, 5) Είναι αλήθεια ότι εκείνος έχει δείξει απαράμιλλη αγάπη στην ανθρωπότητα. (Ιωα 3:16· Ρω 5:7, 8) Αλλά το να θεωρείται η σωτηρία του ανθρώπου το πλέον σημαντικό ζήτημα ή το κριτήριο για την αποτίμηση της κρίσης, της δικαιοσύνης και της αγιότητας του Θεού συγκρούεται με τα Γραφικά δεδομένα και συνιστά λανθασμένη θεώρηση των πραγμάτων. Ο ψαλμωδός εξέφρασε τη σωστή θεώρηση των πραγμάτων, αναφωνώντας ταπεινά και με θαυμασμό: «Ιεχωβά, Κύριέ μας, πόσο μεγαλοπρεπές είναι το όνομά σου σε όλη τη γη, εσύ του οποίου την αξιοπρέπεια διηγούνται πάνω από τους ουρανούς! . . . Όταν βλέπω τους ουρανούς σου, τα έργα των δαχτύλων σου, τη σελήνη και τα άστρα που ετοίμασες, τι είναι ο θνητός άνθρωπος και τον θυμάσαι, ή ο γιος του χωματένιου ανθρώπου και τον φροντίζεις;» (Ψλ 8:1, 3, 4· 144:3· παράβαλε Ησ 45:9· 64:8.) Εύλογα, ο αγιασμός του ονόματος του Ιεχωβά Θεού έχει μεγαλύτερη σημασία από τη ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ως εκ τούτου, όπως έδειξε ο Γιος του Θεού, ο άνθρωπος πρέπει να αγαπάει το συνάνθρωπό του σαν τον εαυτό του, αλλά τον Θεό πρέπει να τον αγαπάει με όλη του την καρδιά, τη διάνοια, την ψυχή και τη δύναμη. (Μαρ 12:29-31) Αυτό σημαίνει να αγαπάμε τον Ιεχωβά Θεό περισσότερο από τους συγγενείς μας, τους φίλους μας ή την ίδια μας τη ζωή.—Δευ 13:6-10· Απ 12:11· παράβαλε τη στάση των τριών Εβραίων στα εδ. Δα 3:16-18· βλέπε ΖΗΛΟΤΥΠΙΑ, ΖΗΛΙΑ.
Η Γραφική αυτή θεώρηση των πραγμάτων δεν πρέπει να απωθεί τους ανθρώπους αλλά αντίθετα θα πρέπει να τους ωθεί να εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο τον αληθινό Θεό. Εφόσον ο Ιεχωβά θα μπορούσε δικαίως να επιφέρει το τέλος όλης της αμαρτωλής ανθρωπότητας, αυτό εξαίρει ακόμη περισσότερο το μεγαλείο του ελέους του και της παρ’ αξία καλοσύνης του, το οποίο εκφράζεται με τη διαφύλαξη μέρους της ανθρωπότητας για ζωή. (Ιωα 3:36) Αυτός δεν βρίσκει ευχαρίστηση στο θάνατο του πονηρού (Ιεζ 18:23, 32· 33:11), ούτε, όμως, πρόκειται να επιτρέψει στον πονηρό να διαφύγει την εκτέλεση της κρίσης που του επιφυλάσσει. (Αμ 9:2-4· Ρω 2:2-9) Είναι υπομονετικός και μακρόθυμος, επιφυλάσσει σωτηρία για τα υπάκουα άτομα (2Πε 3:8-10), αλλά δεν θα ανέχεται επ’ άπειρον μια κατάσταση που φέρνει όνειδος στο εξέχον όνομά του. (Ψλ 74:10, 22, 23· Ησ 65:6, 7· 2Πε 2:3) Δείχνει συμπόνια και κατανόηση για τις ανθρώπινες αδυναμίες, συγχωρώντας «άφθονα» όσους μετανοούν (Ψλ 103:10-14· 130:3, 4· Ησ 55:6, 7), αλλά δεν απαλλάσσει τα άτομα από τις ευθύνες που δικαιολογημένα φέρουν εξαιτίας των ενεργειών τους ούτε από τις επιπτώσεις που έχουν οι ενέργειές τους τόσο στον εαυτό τους όσο και στις οικογένειές τους. Αυτοί θερίζουν ό,τι έσπειραν. (Δευ 30:19, 20· Γα 6:5, 7, 8) Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Ιεχωβά δείχνει θαυμάσια και τέλεια ισορροπία δικαιοσύνης και ελέους. Όσοι έχουν τη σωστή άποψη για τα πράγματα, όπως αυτή αποκαλύπτεται στο Λόγο του (Ησ 55:8, 9· Ιεζ 18:25, 29-31), δεν θα διαπράξουν το σοβαρό λάθος να πάρουν στα ελαφρά την παρ’ αξία καλοσύνη του ή να τους «διαφύγει ο σκοπός της».—2Κο 6:1· Εβρ 10:26-31· 12:29.
Αναλλοίωτος ως Προς τις Ιδιότητες και τους Κανόνες. Όπως είπε ο Ιεχωβά στο λαό του Ισραήλ: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά· δεν έχω αλλάξει». (Μαλ 3:6) Αυτή η δήλωση τοποθετείται σχεδόν 3.500 χρόνια μετά τη δημιουργία της ανθρωπότητας από τον Θεό και περίπου 1.500 χρόνια μετά τη διαθήκη την οποία σύναψε Εκείνος με τον Αβραάμ. Αν και μερικοί ισχυρίζονται ότι ο Θεός που αποκαλύπτεται στις Εβραϊκές Γραφές διαφέρει από τον Θεό που αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός και οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, μια εξέταση του ζητήματος δείχνει ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Αναφορικά με τον Θεό, ο μαθητής Ιάκωβος δήλωσε ορθά: «Σε αυτόν δεν υπάρχει μεταβολή στην κλίση της σκιάς». (Ιακ 1:17) Η προσωπικότητα του Ιεχωβά Θεού δεν «μαλάκωσε» στο πέρασμα των αιώνων, διότι δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο. Η αυστηρότητά του, όπως αποκαλύπτεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, δεν είναι μικρότερη ούτε η αγάπη του μεγαλύτερη από ό,τι ήταν στην αρχή της πολιτείας του με το ανθρώπινο γένος στην Εδέμ.
Οι φαινομενικές διαφορές στην προσωπικότητά του δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά διαφορετικές πτυχές της ίδιας αναλλοίωτης προσωπικότητας. Προκύπτουν δε από τις διαφορές στις περιστάσεις και στα άτομα με τα οποία πολιτεύτηκε, διαφορές που επιβάλλουν διαφορετική στάση ή σχέση. (Παράβαλε Ησ 59:1-4.) Δεν ήταν ο Ιεχωβά αυτός που άλλαξε, αλλά ο Αδάμ και η Εύα. Οι ίδιοι έβαλαν τον εαυτό τους σε μια θέση όπου οι αναλλοίωτοι δίκαιοι κανόνες του Ιεχωβά δεν του επέτρεπαν να πολιτεύεται πλέον μαζί τους σαν να επρόκειτο για μέλη της αγαπημένης του παγκόσμιας οικογένειας. Εφόσον ήταν τέλειοι, ήταν πλήρως υπεύθυνοι για την εσκεμμένη αδικοπραγία τους (Ρω 5:14) και άρα βρίσκονταν έξω από τα όρια του θεϊκού ελέους, αν και ο Ιεχωβά τούς έδειξε παρ’ αξία καλοσύνη δίνοντάς τους ενδύματα για το ξεκίνημά τους και επιτρέποντάς τους να ζήσουν επί εκατονταετίες έξω από το αγιαστήριο του Θεού, την Εδέμ, και να κάνουν απογόνους, προτού τελικά πεθάνουν από τις συνέπειες της δικής τους αμαρτωλής πορείας. (Γε 3:8-24) Μετά την εκδίωξη του Αδάμ και της συζύγου του από την Εδέμ κάθε θεϊκή επικοινωνία μαζί τους προφανώς διακόπηκε.
Γιατί μπορεί να πολιτεύεται με ατελείς ανθρώπους. Οι δίκαιοι κανόνες του Ιεχωβά τού επέτρεψαν να πολιτευτεί με τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας διαφορετικά από ό,τι πολιτεύτηκε με τους γονείς τους. Γιατί; Επειδή οι απόγονοι του Αδάμ κληρονόμησαν την αμαρτία, και ως εκ τούτου η ζωή τους άρχισε παρά τη θέλησή τους μέσα στην ατέλεια, με έμφυτη τάση προς την αδικοπραγία. (Ψλ 51:5· Ρω 5:12) Επομένως, υπήρχε βάση για να τους δειχτεί έλεος. Η πρώτη προφητεία του Ιεχωβά (Γε 3:15), η οποία εξαγγέλθηκε όταν εκφέρθηκε η κρίση στην Εδέμ, έδειξε ότι ο στασιασμός των πρώτων ανθρώπινων παιδιών του (καθώς και ενός από τους πνευματικούς γιους του) δεν γέμισε πικρία τον Ιεχωβά ούτε έκανε την αγάπη του να στερέψει. Αυτή η προφητεία υποδείκνυε με συμβολικούς όρους τη διόρθωση της κατάστασης που είχε προκαλέσει ο στασιασμός και την αποκατάσταση των συνθηκών στην αρχική τους τελειότητα, αν και η πλήρης σημασία της επρόκειτο να αποκαλυφτεί χιλιετίες αργότερα.—Παράβαλε τους συμβολισμούς «φίδι», «γυναίκα» και «σπέρμα» στα εδ. Απ 12:9, 17· Γα 3:16, 29· 4:26, 27.
Στους απογόνους του Αδάμ έχει επιτραπεί η συνέχιση της ύπαρξής τους στη γη επί χιλιάδες χρόνια, παρότι είναι ατελείς και σε θνήσκουσα κατάσταση και δεν θα μπορούσαν ποτέ να απαλλαχτούν μόνοι τους από τη θανατηφόρα λαβή της αμαρτίας. Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος εξήγησε για ποιον λόγο το επέτρεψε αυτό ο Ιεχωβά, λέγοντας: «Διότι η δημιουργία υποτάχθηκε στη ματαιότητα, όχι με τη θέλησή της, αλλά μέσω εκείνου που την υπέταξε [δηλαδή του Ιεχωβά Θεού], με βάση την ελπίδα ότι και η ίδια η δημιουργία θα ελευθερωθεί από την υποδούλωση στη φθορά και θα έχει την ένδοξη ελευθερία των παιδιών του Θεού. Διότι γνωρίζουμε ότι όλη μαζί η δημιουργία στενάζει και πονάει μέχρι τώρα». (Ρω 8:20-22) Όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΠΡΟΓΝΩΣΗ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ, δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει ότι ο Ιεχωβά επέλεξε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις διάκρισης που διαθέτει για να προβλέψει την παρέκκλιση του πρώτου ζευγαριού. Ωστόσο, όταν αυτή συντελέστηκε, ο Ιεχωβά προόρισε τα μέσα για τη διόρθωση της κακής κατάστασης που προέκυψε. (Εφ 1:9-11) Αυτό το ιερό μυστικό, που αρχικά ήταν κρυμμένο στη συμβολική προφητεία η οποία εξαγγέλθηκε στην Εδέμ, αποκαλύφτηκε τελικά πλήρως στο πρόσωπο του μονογενούς Γιου του Ιεχωβά, ο οποίος στάλθηκε στη γη για να “δώσει μαρτυρία για την αλήθεια” και «με την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού να γευτεί θάνατο για κάθε άνθρωπο».—Ιωα 18:37· Εβρ 2:9· βλέπε ΛΥΤΡΟ.
Επομένως, η πολιτεία του Θεού με ορισμένους απογόνους του αμαρτωλού Αδάμ καθώς και το γεγονός ότι τους ευλογούσε δεν σήμαιναν κάποια αλλαγή στους κανόνες της τέλειας δικαιοσύνης του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά δεν επιδοκίμαζε με αυτόν τον τρόπο την αμαρτωλή τους κατάσταση. Επειδή είναι απόλυτα βέβαιο ότι οι σκοποί του θα εκπληρωθούν, ο Ιεχωβά «καλεί τα πράγματα που δεν υπάρχουν σαν να υπήρχαν» (για παράδειγμα ονόμασε τον Άβραμ «Αβραάμ», που σημαίνει «Πατέρας Πλήθους», ενόσω αυτός και η Σάρρα ήταν ακόμη άτεκνοι). (Ρω 4:17) Γνωρίζοντας ότι στον ορισμένο του καιρό (Γα 4:4) θα προμήθευε κάποιο λύτρο, το νομικό μέσο για τη συγχώρηση των αμαρτιών και την εξάλειψη της ατέλειας (Ησ 53:11, 12· Ματ 20:28· 1Πε 2:24), ο Ιεχωβά μπορούσε με κάθε συνέπεια να πολιτεύεται με ατελείς ανθρώπους που είχαν κληρονομήσει την αμαρτία και να τους έχει στην υπηρεσία του. Αυτό συνέβαινε επειδή είχε τη σωστή βάση για να τους “υπολογίζει”, δηλαδή να τους θεωρεί, δίκαιους, λόγω της πίστης τους στις υποσχέσεις του Ιεχωβά και, τελικά, στην εκπλήρωση αυτών των υποσχέσεων στο πρόσωπο του Χριστού Ιησού ως της τέλειας θυσίας για αμαρτίες. (Ιακ 2:23· Ρω 4:20-25) Έτσι λοιπόν, τόσο η διευθέτηση του λύτρου την οποία προμήθευσε ο Ιεχωβά όσο και τα οφέλη αυτού του λύτρου μαρτυρούν περίτρανα όχι μόνο την αγάπη και το έλεος του Ιεχωβά αλλά και την πιστότητα που επιδεικνύει αυτός στους εξυψωμένους κανόνες δικαιοσύνης του, διότι μέσω της διευθέτησης του λύτρου εκδηλώνει «τη δικαιοσύνη του στον τωρινό καιρό, για να είναι αυτός δίκαιος ακόμη και όταν ανακηρύσσει δίκαιο τον άνθρωπο που [αν και ατελής] έχει πίστη στον Ιησού».—Ρω 3:21-26· παράβαλε Ησ 42:21· βλέπε ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ.
Γιατί πολεμάει ο “Θεός της ειρήνης”. Η δήλωση του Ιεχωβά στην Εδέμ ότι θα έβαζε έχθρα ανάμεσα στο σπέρμα του Αντιδίκου του και στο σπέρμα της “γυναίκας” δεν άλλαξε το γεγονός ότι ήταν ο “Θεός της ειρήνης”. (Γε 3:15· Ρω 16:20· 1Κο 14:33) Αυτή η κατάσταση ήταν ανάλογη με την κατάσταση στις ημέρες της επίγειας ζωής του Γιου του, του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε: «Μη νομίσετε ότι ήρθα να βάλω ειρήνη πάνω στη γη· δεν ήρθα να βάλω ειρήνη, αλλά σπαθί». (Ματ 10:32-40) Η διακονία του Ιησού προκάλεσε διαιρέσεις, ακόμη και μέσα σε οικογένειες (Λου 12:51-53), αλλά αυτό οφειλόταν στο ότι ο Ιησούς ήταν προσκολλημένος στους δίκαιους κανόνες και στην αλήθεια του Θεού, καθώς και στο ότι διακήρυττε αυτά τα πράγματα. Η διαίρεση προέκυψε επειδή πολλοί σκλήρυναν την καρδιά τους απέναντι σε αυτές τις αλήθειες, ενώ άλλοι τις δέχτηκαν. (Ιωα 8:40, 44-47· 15:22-25· 17:14) Αυτό ήταν αναπόφευκτο εφόσον περιλαμβανόταν η τήρηση των θεϊκών αρχών, αλλά η ευθύνη βάρυνε εκείνους που απέρριπταν το σωστό.
Επίσης προλέχθηκε ότι θα υπήρχε έχθρα επειδή οι τέλειοι κανόνες του Ιεχωβά δεν θα επέτρεπαν την ανοχή της στασιαστικής πορείας του “σπέρματος” του Σατανά. Η αποδοκιμασία του Θεού για αυτούς και οι ευλογίες που θα έδινε εκείνος σε όσους θα ενέμεναν σε μια δίκαιη πορεία θα είχαν διαιρετική επίδραση (Ιωα 15:18-21· Ιακ 4:4), όπως συνέβη στην περίπτωση του Κάιν και του Άβελ.—Γε 4:2-8· Εβρ 11:4· 1Ιω 3:12· Ιου 10, 11· βλέπε ΚΑΪΝ.
Η στασιαστική πορεία που επέλεξαν οι άνθρωποι και οι πονηροί άγγελοι συνιστούσε πρόκληση για τη δικαιωματική κυριαρχία του Ιεχωβά και για την ευταξία ολόκληρου του σύμπαντος. Προκειμένου να απαντήσει ο Ιεχωβά σε αυτή την πρόκληση, έπρεπε να γίνει «ανδρείος πολεμιστής» (Εξ 15:3-7), υπερασπιζόμενος το καλό του όνομα και τους δίκαιους κανόνες του, πολεμώντας υπέρ εκείνων που τον αγαπούν και τον υπηρετούν και εκτελώντας κρίση εναντίον εκείνων που αξίζουν καταστροφή. (1Σα 17:45· 2Χρ 14:11· Ησ 30:27-31· 42:13) Ο Ιεχωβά δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την παντοδυναμία του, μερικές φορές μάλιστα με ερημωτικές συνέπειες, όπως έκανε στον Κατακλυσμό, στην καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, καθώς και όταν απελευθέρωσε τον Ισραήλ από την Αίγυπτο. (Δευ 7:9, 10) Δεν φοβάται να αποκαλύψει λεπτομέρειες από τους δίκαιους πολέμους του. Δεν απολογείται, διότι δεν έχει τίποτα για το οποίο να ντρέπεται. (Ιωβ 34:10-15· 36:22-24· 37:23, 24· 40:1-8· Ρω 3:4) Ο σεβασμός του για το όνομά του και για τη δικαιοσύνη που αυτό αντιπροσωπεύει, καθώς και η αγάπη του για όσους τον αγαπούν, τον υποχρεώνουν να αναλάβει δράση.—Ησ 48:11· 57:21· 59:15-19· Απ 16:5-7.
Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές σκιαγραφούν την ίδια εικόνα. Ο απόστολος Παύλος ενθάρρυνε τους συγχριστιανούς του, λέγοντας: «Ο . . . Θεός που δίνει ειρήνη θα συντρίψει τον Σατανά κάτω από τα πόδια σας σύντομα». (Ρω 16:20· παράβαλε Γε 3:15.) Επίσης κατέδειξε ότι είναι δίκαιο από μέρους του Θεού να ανταποδώσει θλίψη σε εκείνους που θλίβουν τους υπηρέτες του, επιφέροντας αιώνια καταστροφή σε αυτούς τους εναντιουμένους. (2Θε 1:6-9) Αυτό το γεγονός βρισκόταν σε αρμονία με τις διδασκαλίες του Γιου του Θεού, ο οποίος δεν άφησε καμιά αμφιβολία όσον αφορά το ότι ο Πατέρας του είναι αμετάκλητα αποφασισμένος να θέσει δυναμικά τέλος σε όλη την πονηρία καθώς και σε εκείνους που την πράττουν. (Ματ 13:30, 38-42· 21:42-44· 23:33· Λου 17:26-30· 19:27) Το βιβλίο της Αποκάλυψης βρίθει από περιγραφές θεϊκά εντεταλμένης πολεμικής δράσης. Ωστόσο, χάρη στη σοφία του Ιεχωβά, όλη αυτή η δράση οδηγεί τελικά στην εδραίωση διαρκούς, παγκόσμιας ειρήνης που είναι σταθερά θεμελιωμένη στην κρίση και στη δικαιοσύνη.—Ησ 9:6, 7· 2Πε 3:13.
Η πολιτεία του με τον σαρκικό και τον πνευματικό Ισραήλ. Παρόμοια, πολλές από τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στο περιεχόμενο των Εβραϊκών Γραφών και σε αυτό των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών οφείλονται στο γεγονός ότι οι Εβραϊκές Γραφές πραγματεύονται κυρίως την πολιτεία του Ιεχωβά με τον σαρκικό Ισραήλ, ενώ οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ως επί το πλείστον, οδηγούν στην πολιτεία του με τον πνευματικό Ισραήλ—τη Χριστιανική εκκλησία—και παρουσιάζουν αυτή την πολιτεία. Έτσι λοιπόν έχουμε, από τη μία πλευρά, ένα έθνος με εκατομμύρια μέλη τα οποία ανήκουν στο έθνος αποκλειστικά και μόνο λόγω της κατά σάρκα καταγωγής τους—ένα σύμφυρμα καλού και κακού. Από την άλλη πλευρά, έχουμε ένα πνευματικό έθνος, αποτελούμενο από άτομα τα οποία ελκύονται στον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού, δείχνουν αγάπη για την αλήθεια και το σωστό, και, σε προσωπική και εθελούσια βάση, αφιερώνουν τον εαυτό τους στην εκτέλεση του θελήματος του Ιεχωβά. Λογικά, η πολιτεία του Θεού με αυτές τις δύο ομάδες, καθώς και η σχέση του μαζί τους, θα διέφερε, με την πρώτη ομάδα να επισύρει εύλογα περισσότερες εκφράσεις θυμού και αυστηρότητας από μέρους του Ιεχωβά, σε σύγκριση με τη δεύτερη ομάδα.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν σοβαρό σφάλμα να μας διαφύγει η εποικοδομητική και παρηγορητική ενόραση που μας προσφέρει στην προσωπικότητα του Ιεχωβά Θεού η πολιτεία του με τον σαρκικό Ισραήλ. Μέσω αυτής της πολιτείας μάς παρέχονται εξαίρετα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η προσωπικότητα του Ιεχωβά είναι όπως την περιέγραψε ο ίδιος στον Μωυσή: «Ιεχωβά, Ιεχωβά, Θεός ελεήμων και φιλεύσπλαχνος, που είναι μακρόθυμος και αφθονεί σε στοργική καλοσύνη και αλήθεια, που διατηρεί στοργική καλοσύνη για χιλιάδες, που συγχωρεί σφάλμα και παράβαση και αμαρτία, αλλά δεν πρόκειται να δώσει απαλλαγή από την τιμωρία, ο οποίος επιφέρει τιμωρία για το σφάλμα των πατέρων στους γιους και στους εγγονούς, στην τρίτη γενιά και στην τέταρτη γενιά».—Εξ 34:4-7· παράβαλε Εξ 20:5.
Παρά τον εξισορροπητικό ρόλο που παίζει η δικαιοσύνη του Ιεχωβά, στην πραγματικότητα η αγάπη του, η υπομονή του και η μακροθυμία του είναι οι πλέον διακριτές πτυχές της προσωπικότητάς του, όπως αυτή αποκαλύπτεται στην ιστορία του Ισραήλ—ενός κατ’ εξοχήν ευνοημένου λαού, ο οποίος στην πλειονότητά του αποδείχτηκε εξαιρετικά “σκληροτράχηλος” και “σκληρόκαρδος” απέναντι στον Δημιουργό του. (Εξ 34:8, 9· Νε 9:16, 17· Ιερ 7:21-26· Ιεζ 3:7) Οι αυστηρές κατακρίσεις και τα καταδικαστικά αγγέλματα που εξέφερε επανειλημμένα ο Ιεχωβά εναντίον του Ισραήλ, διά στόματος των προφητών του, απλούστατα τονίζουν τη μεγαλοσύνη του ελέους του και το εκπληκτικό εύρος της μακροθυμίας του. Αν και τους είχε ανεχτεί επί 1.500 χρόνια, και παρότι είχαν τώρα θανατώσει τον ίδιο του τον Γιο υποκινούμενοι από τους θρησκευτικούς ηγέτες του έθνους τους, ο Ιεχωβά συνέχισε να τους ευνοεί επί τριάμισι χρόνια ακόμη, περιορίζοντας με έλεος το κήρυγμα των καλών νέων αποκλειστικά σε αυτούς και δίνοντάς τους έτσι μια επιπρόσθετη ευκαιρία να αποκτήσουν το προνόμιο να κυβερνήσουν με τον Γιο του—ευκαιρία που άδραξαν χιλιάδες μετανοημένοι.—Πρ 2:1-5, 14-41· 10:24-28, 34-48· βλέπε ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ.
Ο Ιησούς Χριστός είχε προφανώς υπόψη του την προαναφερθείσα δήλωση του Ιεχωβά ότι “επιφέρει τιμωρία στους μεταγενέστερους απογόνους των παραβατών”, όταν είπε στους υποκριτικούς γραμματείς και Φαρισαίους: «Λέτε: “Αν ήμασταν στις ημέρες των προπατόρων μας, δεν θα ήμασταν συμμέτοχοι με αυτούς στο αίμα των προφητών”. Άρα, δίνετε μαρτυρία εναντίον του εαυτού σας ότι είστε γιοι εκείνων που δολοφόνησαν τους προφήτες. Συμπληρώστε, λοιπόν, το μέτρο των προπατόρων σας». (Ματ 23:29-32) Παρά τις αξιώσεις τους, η πορεία ενέργειάς τους έδειχνε ότι επιδοκίμαζαν τις άσχημες πράξεις των προπατόρων τους και αποδείκνυε ότι και οι ίδιοι συνέχιζαν να συγκαταλέγονται μεταξύ “εκείνων που μισούν τον Ιεχωβά”. (Εξ 20:5· Ματ 23:33-36· Ιωα 15:23, 24) Κατά συνέπεια, αντίθετα με τους Ιουδαίους οι οποίοι μετανόησαν και έδωσαν προσοχή στα λόγια του Γιου του Θεού, αυτοί υπέστησαν τις σωρευτικές συνέπειες της κρίσης του Θεού, όταν, χρόνια αργότερα, η Ιερουσαλήμ πολιορκήθηκε και καταστράφηκε και οι περισσότεροι κάτοικοί της πέθαναν. Θα μπορούσαν να είχαν διαφύγει αλλά επέλεξαν να μην επωφεληθούν από το έλεος του Ιεχωβά.—Λου 21:20-24· παράβαλε Δα 9:10, 13-15.
Ο Γιος του αντανακλά την προσωπικότητά Του. Από κάθε άποψη, ο Ιησούς Χριστός ήταν πιστή αντανάκλαση της έξοχης προσωπικότητας του Πατέρα του, του Ιεχωβά Θεού, στου οποίου το όνομα ήρθε. (Ιωα 1:18· Ματ 21:9· Ιωα 12:12, 13· παράβαλε Ψλ 118:26.) Ο Ιησούς είπε: «Ο Γιος δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα με δική του πρωτοβουλία, αλλά μόνο ό,τι βλέπει να κάνει ο Πατέρας. Διότι όποια πράγματα κάνει Εκείνος, αυτά κάνει με όμοιο τρόπο και ο Γιος». (Ιωα 5:19) Έπεται, λοιπόν, ότι η καλοσύνη και η συμπόνια του Ιησού, η πραότητα και η θέρμη του, καθώς και η ισχυρή αγάπη του για τη δικαιοσύνη αλλά και το μίσος του για την πονηρία (Εβρ 1:8, 9), όλα αυτά είναι ιδιότητες τις οποίες ο Γιος είχε δει στον Πατέρα του, τον Ιεχωβά Θεό.—Παράβαλε Ματ 9:35, 36 με Ψλ 23:1-6 και Ησ 40:10, 11· Ματ 11:27-30 με Ησ 40:28-31 και Ησ 57:15, 16· Λου 15:11-24 με Ψλ 103:8-14· Λου 19:41-44 με Ιεζ 18:31, 32· Ιεζ 33:11.
Επομένως, κάθε αναγνώστης των θεόπνευστων Γραφών ο οποίος αγαπάει τη δικαιοσύνη και ο οποίος φτάνει πράγματι στο σημείο να «γνωρίσει» την πλήρη σημασία του ονόματος του Ιεχωβά και να την κατανοήσει (Ψλ 9:9, 10· 91:14· Ιερ 16:21) έχει κάθε λόγο να αγαπάει και να ευλογεί αυτό το όνομα (Ψλ 72:18-20· 119:132· Εβρ 6:10), να το αινεί και να το εξυψώνει (Ψλ 7:17· Ησ 25:1· Εβρ 13:15), να το φοβάται, να το αγιάζει (Νε 1:11· Μαλ 2:4-6· 3:16-18· Ματ 6:9) και να το εμπιστεύεται (Ψλ 33:21· Παρ 18:10), λέγοντας μαζί με τον ψαλμωδό: «Θα ψάλλω στον Ιεχωβά σε όλη μου τη ζωή· θα αναπέμπω μελωδία στον Θεό μου όσο υπάρχω. Οι στοχασμοί που κάνω για αυτόν ας είναι απολαυστικοί. Εγώ θα χαίρομαι σε σχέση με τον Ιεχωβά. Θα εξαλειφθούν οι αμαρτωλοί από τη γη· και οι πονηροί δεν θα υπάρχουν πια. Ας ευλογείς τον Ιεχωβά, ψυχή μου. Αινείτε τον Γιαχ!»—Ψλ 104:33-35.
[Εικόνα στη σελίδα 1265]
Ασημένιο αντικείμενο στο οποίο αναγράφεται το θεϊκό όνομα. Βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ και προφανώς χρονολογείται από τον έβδομο ή τον έκτο αιώνα Π.Κ.Χ.
[Εικόνα στη σελίδα 1267]
Αποσπάσματα από τους Ψαλμούς, Ρόλος της Νεκράς Θαλάσσης. Το Τετραγράμματο εμφανίζεται επανειλημμένα με διακριτούς χαρακτήρες της αρχαίας εβραϊκής
[Εικόνες στη σελίδα 1271]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Μερικές από τις πολυάριθμες μεταφράσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών οι οποίες έχουν συμπεριλάβει το θεϊκό όνομα
Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Novum Testamentum Domini Nostri Iesu Christi), σε μετάφραση του Ηλία Χούττερου (απόδοση στην εβραϊκή)· εκδόθηκε στη Νυρεμβέργη· 1599· Εφεσίους 5:17
Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού (The New Testament of Our Lord and Saviour Jesus Christ), σε μετάφραση του Τζον Έλιοτ (στη γλώσσα της Μασαχουσέτης)· εκδόθηκε στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης· 1661· Ματθαίος 21:9
Μια Κατά Λέξη Μετάφραση της Καινής Διαθήκης . . . Από το Κείμενο του Βατικανού Χειρογράφου, του Χέρμαν Χάινφετερ· εκδόθηκε στο Λονδίνο· 1863· Μάρκος 12:29, 30
Το Πλήρες Κείμενο της Καινής Διαθήκης, σε μετάφραση του Γιόχαν Γιάκομπ Στολτς (στη γερμανική)· εκδόθηκε στη Ζυρίχη· 1781-1782· Ρωμαίους 15:11
-
-
Ιεχωβά Είναι η Δικαιοσύνη μας, ΟΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΒΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΜΑΣ, Ο
Η έκφραση αυτή αποδίδει τις δύο λέξεις Γεχβάχ Τσιδκένου, οι οποίες εμφανίζονται στα εδάφια Ιερεμίας 23:6 και 33:16.
Τα εδάφια Ιερεμίας 23:5, 6 αποτελούν μια Μεσσιανική προφητεία, σύμφωνα με την οποία ο μελλοντικός βασιλιάς που επρόκειτο να “βλαστήσει” από τη γραμμή του Δαβίδ θα “εκτελούσε κρίση και δικαιοσύνη στη χώρα”. Εφόσον κυβερνάει ως εκπρόσωπος του Θεού (όπως ο Δαβίδ και άλλοι, έτσι και αυτός κάθεται «στο θρόνο του Ιεχωβά» ως βασιλιάς χρισμένος από τον Θεό· 1Χρ 29:23), η προφητεία λέει: «Αυτό είναι το όνομά του με το οποίο θα κληθεί: Ο Ιεχωβά Είναι η Δικαιοσύνη Μας». Οι ισχυρισμοί κάποιων ότι η εν λόγω έκφραση σημαίνει πως ο Ιησούς, ο Μεσσίας, και ο Ιεχωβά ταυτίζονται, αποτελώντας έναν Θεό, είναι αστήρικτοι. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η παρεμφερής Μεσσιανική προφητεία που είναι καταγραμμένη στα εδάφια Ιερεμίας 33:14-16 χρησιμοποιεί την ίδια ακριβώς έκφραση για την Ιερουσαλήμ, λέγοντας: «Και να πώς θα αποκληθεί αυτή: Ο Ιεχωβά Είναι η Δικαιοσύνη Μας». Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η έκφραση δείχνει ότι το όνομα του Θεού, το όνομα Ιεχωβά, το οποίο έχει τεθεί πάνω στον υποσχεμένο του βασιλιά και στην εκλεγμένη του πρωτεύουσα, αποτελεί εγγύηση για τη δικαιοσύνη τους. Επιπλέον, η κρίση και η δικαιοσύνη που απορρέουν από αυτές τις πηγές ή που εκφράζονται μέσω αυτών είναι αποτέλεσμα ολοκληρωτικής αφοσίωσης στον Ιεχωβά και στο θεϊκό θέλημά του, κάτι που φέρνει την ευλογία και την καθοδήγησή του.
-
-
Ιεχωβά-ιρέΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΒΑ-ΙΡΕ
(Ιεχωβά-ιρέ) [Ο Ιεχωβά θα Φροντίσει· Ο Ιεχωβά θα Προμηθεύσει].
Τοποθεσία σε ένα από τα βουνά της γης Μοριά όπου ο Αβραάμ βρήκε ένα κριάρι παγιδευμένο σε μια συστάδα και το πρόσφερε αντί του Ισαάκ. Ο Αβραάμ θεώρησε ότι το κριάρι ήταν προμήθεια από τον Ιεχωβά και έτσι ονόμασε εκείνο το μέρος Ιεχωβά-ιρέ. Κάποια αρχαία παράδοση συνδέει το εν λόγω μέρος με την τοποθεσία του ναού του Σολομώντα.—Γε 22:2, 13, 14· βλέπε ΜΟΡΙΑ.
-
-
Ιεχωβά-νισσίΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΒΑ-ΝΙΣΣΙ
(Ιεχωβά-νισσί).
Το όνομα του αναμνηστικού θυσιαστηρίου που έχτισε ο Μωυσής μετά τη νικηφόρα μάχη του Ισραήλ εναντίον των Αμαληκιτών στη Ρεφιδίμ.—Εξ 17:8, 13-16.
Το όνομα σημαίνει «Ο Ιεχωβά Είναι το Κοντάρι που Έχω για Σημάδι», αν θεωρηθεί ότι το συνθετικό νισσί παράγεται από τη λέξη νες (κοντάρι για σημάδι). Οι μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα εξέλαβαν το συνθετικό νισσί ως παράγωγο του ρήματος νους (τρέπομαι σε φυγή αναζητώντας καταφύγιο), δίνοντάς του έτσι την έννοια «Ο Ιεχωβά Είναι το Καταφύγιό Μου», ενώ στη λατινική Βουλγάτα θεωρήθηκε παράγωγο του ρήματος νασάς (σηκώνω· υψώνω), γι’ αυτό και του δόθηκε η έννοια «Ο Ιεχωβά Είναι η Εξύψωσή Μου».—Εξ 17:15, υποσ.
-
-
Ιεχωβά ο Ίδιος Είναι Εκεί, ΟΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΒΑ Ο ΙΔΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ, Ο
Αυτή η έκφραση αποδίδει τη φράση Γεχβάχ Σάμμαχ, η οποία εφαρμόζεται στην πόλη που είδε ο προφήτης Ιεζεκιήλ στο όραμά του το οποίο έχει καταγραφεί στα κεφάλαια 40 ως 48. (Ιεζ 48:35) Η πόλη του οράματος περιγράφεται ως τετράγωνη (πλευράς 4.500 μεγάλων πήχεων [2.331 μ.]) με 12 πύλες, καθεμιά από τις οποίες φέρει το όνομα μιας φυλής του Ισραήλ. (Ιεζ 48:15, 16, 31-34) Η πόλη του οράματος για την οποία γίνεται λόγος στην προφητεία του Ιεζεκιήλ θα ανήκει σε «όλο τον οίκο του Ισραήλ». (Ιεζ 45:6) Το όνομα Ιεχωβά-Σαμμά, δηλαδή «Ο Ιεχωβά Ο Ίδιος Είναι Εκεί», θα μπορούσε να υποδηλώνει μια αντιπροσωπευτική παρουσία του Θεού, όπως αυτή που εκφράζεται σε άλλες περικοπές, για παράδειγμα στα εδάφια Ψαλμός 46:5· 132:13, 14· Ησαΐας 24:23· Ιωήλ 3:21 και Ζαχαρίας 2:10, 11, όπου ο Ιεχωβά τον οποίο “δεν μπορεί να χωρέσει ο ουρανός των ουρανών” παρουσιάζεται να κατοικεί σε μια επίγεια πόλη ή τόπο.—1Βα 8:27· βλέπε επίσης ΑΡΧΗΓΟΣ.
-
-
Ιεχωβά-σαλώμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΒΑ-ΣΑΛΩΜ
(Ιεχωβά-σαλώμ) [Ο Ιεχωβά Είναι Ειρήνη].
Το όνομα που δόθηκε στο θυσιαστήριο το οποίο έχτισε ο Γεδεών στην Οφρά, Δ του Ιορδάνη. Όταν είδε τον άγγελο του Ιεχωβά, ο Γεδεών φοβήθηκε ότι θα πέθαινε. Ωστόσο, έλαβε τη διαβεβαίωση: «Ειρήνη σε εσένα. Μη φοβάσαι. Δεν θα πεθάνεις». Από ευγνωμοσύνη, ο Γεδεών έχτισε το θυσιαστήριο, προφανώς όχι για την προσφορά θυσιών, αλλά προς ενθύμηση του Ιεχωβά.—Κρ 6:22-24.
-
-
Ιεχωβά των ΣτρατευμάτωνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΒΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΩΝ
Αυτή η έκφραση που, με διάφορες παραλλαγές, υπάρχει 285 φορές στις Γραφές αποδίδει την εβραϊκή φράση Γεχοβάχ τσεβα’ώθ. Η φράση εμφανίζεται ως επί το πλείστον στα προφητικά βιβλία, ιδιαίτερα στα βιβλία του Ησαΐα, του Ιερεμία και του Ζαχαρία. Ο Παύλος και ο Ιάκωβος, κάνοντας άμεση ή έμμεση αναφορά σε αυτές τις προφητείες, χρησιμοποίησαν στα συγγράμματά τους την εν λόγω φράση (μεταγραμμένη στην ελληνική).—Ρω 9:29· Ιακ 5:4· παράβαλε Ησ 1:9.
Με την εβραϊκή λέξη τσαβά’ (στον ενικό· πληθυντικός, τσεβα’ώθ) βασικά εννοείται ένα κατά γράμμα στράτευμα ή δυνάμεις μάχης—έννοια που χρησιμοποιείται στα εδάφια Γένεση 21:22· Δευτερονόμιο 20:9 και σε πολλά άλλα. Ωστόσο, ο όρος χρησιμοποιείται επίσης με μεταφορική έννοια, για παράδειγμα στις φράσεις «οι ουρανοί και η γη και όλο το στράτευμά τους» ή «τον ήλιο και τη σελήνη και τα άστρα, όλο το στράτευμα των ουρανών». (Γε 2:1· Δευ 4:19) Ο πληθυντικός αριθμός (τσεβα’ώθ) χρησιμοποιείται αρκετές φορές σε σχέση με τις δυνάμεις του Ισραήλ, για παράδειγμα στα εδάφια Έξοδος 6:26· 7:4· Αριθμοί 33:1· Ψαλμός 44:9· 60:10. Ορισμένοι λόγιοι πιστεύουν ότι τα “στρατεύματα” στην έκφραση «Ιεχωβά των στρατευμάτων» περιλαμβάνουν, όχι μόνο τις αγγελικές δυνάμεις, αλλά και το στρατό του Ισραήλ και τα άψυχα ουράνια σώματα. Ωστόσο, φαίνεται ότι τα “στρατεύματα” που εννοούνται είναι πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, οι αγγελικές δυνάμεις.
Όταν ο Ιησούς του Ναυή είδε έναν αγγελικό επισκέπτη κοντά στην Ιεριχώ και τον ρώτησε αν ήταν με το μέρος του Ισραήλ ή με το μέρος της εχθρικής παράταξης, η απάντηση ήταν: «Όχι! Εγώ ως άρχοντας του στρατεύματος του Ιεχωβά ήρθα τώρα». (Ιη 5:13-15) Ο προφήτης Μιχαΐας είπε στους βασιλιάδες Αχαάβ και Ιωσαφάτ: «Βλέπω τον Ιεχωβά να κάθεται στο θρόνο του και όλο το στράτευμα των ουρανών να στέκεται δίπλα του, στα δεξιά του και στα αριστερά του», αναφερόμενος σαφώς στους πνευματικούς γιους του Ιεχωβά. (1Βα 22:19-21) Η χρήση του πληθυντικού αριθμού στην έκφραση «Ιεχωβά των στρατευμάτων» είναι κατάλληλη, δεδομένου ότι οι αγγελικές δυνάμεις δεν παρουσιάζονται μόνο να είναι χωρισμένες σε υποδιαιρέσεις χερουβείμ, σεραφείμ και αγγέλων (Ησ 6:2, 3· Γε 3:24· Απ 5:11) αλλά και να είναι οργανωμένες σε ομάδες, γι’ αυτό και ο Ιησούς Χριστός μπορούσε να πει ότι θα είχε «περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων» στη διάθεσή του, σε περίπτωση που τις καλούσε. (Ματ 26:53) Ο Εζεκίας, αναπέμποντας στον Ιεχωβά ικεσία για βοήθεια, απευθύνθηκε σε αυτόν με τα λόγια «Ιεχωβά των στρατευμάτων, Θεέ του Ισραήλ, εσύ που κάθεσαι πάνω στα χερουβείμ», αναφερόμενος προφανώς στην κιβωτό της διαθήκης και στις μορφές των χερουβείμ που υπήρχαν πάνω στο κάλυμμά της, ως σύμβολο του ουράνιου θρόνου του Ιεχωβά. (Ησ 37:16· παράβαλε 1Σα 4:4· 2Σα 6:2.) Ο φοβισμένος υπηρέτης του Ελισαιέ αναθάρρησε χάρη σε ένα θαυματουργικό όραμα, στο οποίο είδε τα βουνά γύρω από την πολιορκημένη πόλη όπου κατοικούσε ο Ελισαιέ γεμάτα «άλογα και πολεμικά άρματα από φωτιά»—ένα μέρος των αγγελικών στρατιών του Ιεχωβά.—2Βα 6:15-17.
Επομένως, η έκφραση «Ιεχωβά των στρατευμάτων» μεταδίδει την έννοια της δύναμης, της δύναμης που κατέχει ο Υπέρτατος Κυρίαρχος του σύμπαντος, ο οποίος έχει υπό τις διαταγές του τεράστιες δυνάμεις πνευματικών πλασμάτων. (Ψλ 103:20, 21· 148:1, 2· Ησ 1:24· Ιερ 32:17, 18) Ως εκ τούτου, η έκφραση αυτή εμπνέει βαθύ σεβασμό και δέος, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πηγή ανακούφισης και ενθάρρυνσης για τους υπηρέτες του Ιεχωβά. Ο Δαβίδ, μόνος και χωρίς τη βοήθεια κάποιας επίγειας στρατιωτικής δύναμης, προκάλεσε τον φοβερό Φιλισταίο Γολιάθ στο «όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων, του Θεού των στρατευμάτων του Ισραήλ». (1Σα 17:45) Όχι μόνο σε καιρούς κατά γράμμα μάχης, αλλά και σε κάθε άλλη δοκιμασία ή σημαντική στιγμή, ο λαός του Θεού συνολικά και ατομικά μπορούσε να αντλεί θάρρος και ελπίδα καθώς αναγνώριζε τη μεγαλειότητα της κυρίαρχης θέσης του Ιεχωβά, η οποία αντικατοπτρίζεται στην εξουσία που ασκεί εκείνος πάνω στις κραταιές δυνάμεις που τον υπηρετούν από τις ουράνιες αυλές του. (1Σα 1:9-11· 2Σα 6:18· 7:25-29) Η χρήση της έκφρασης «Ιεχωβά των στρατευμάτων» από τους προφήτες έδινε έναν επιπλέον λόγο σε όσους άκουγαν τις προφητείες να είναι βέβαιοι για την εκπλήρωσή τους.
-
-
ΙεχωδαέΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΔΑΕ
(Ιεχωδαέ) [Είθε να Γνωρίσει ο Ιεχωβά].
1. Γιος του Φασεά ο οποίος βοήθησε να επισκευαστεί η Πύλη της Παλιάς Πόλης όταν ο Νεεμίας ανέλαβε την ανοικοδόμηση του τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 3:6.
2. Δισέγγονος του Ιησού και πατέρας του Ιωανάν (Ιωνάθαν) στην αρχιερατική γραμμή της μεταιχμαλωσιακής περιόδου. (Νε 12:10, 11, 22) Ένας από τους γιους του Ιεχωδαέ μόλυνε τον εαυτό του και την ιεροσύνη του με το να παντρευτεί μια κόρη του Σαναβαλλάτ του Ορωνίτη, γεγονός για το οποίο τον έδιωξε ο Νεεμίας.—Νε 13:28, 29.
-
-
ΙεχωζαβάδΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΖΑΒΑΔ
(Ιεχωζαβάδ) [πιθανότατα, Ο Ιεχωβά Έχει Προικίσει].
1. Ο δεύτερος από τους οχτώ γιους του Ωβήδ-εδώμ οι οποίοι συγκαταλέγονταν στους πυλωρούς του αγιαστηρίου.—1Χρ 26:1, 4, 5, 13, 15.
2. Βενιαμίτης αξιωματικός, ο οποίος είχε υπό την επίβλεψή του 180.000 άντρες στο στράτευμα του Βασιλιά Ιωσαφάτ.—2Χρ 17:17, 18.
3. Συνεργός στο φόνο του Βασιλιά Ιωάς του Ιούδα. Ο Ιεχωζαβάδ και ο Ιωζαχάρ, υπηρέτες του Ιωάς, σκότωσαν το βασιλιά επειδή αυτός είχε θανατώσει τον Ζαχαρία, το γιο του Ιωδαέ. Οι ίδιοι θανατώθηκαν από το γιο και διάδοχο του Ιωάς, τον Αμαζία. Ο Ιεχωζαβάδ ήταν γιος μιας Μωαβίτισσας ονόματι Σιμρίθ και του Σωμήρ.—2Βα 12:20, 21· 2Χρ 24:20-22, 25-27· 25:1, 3.
-
-
ΙεχωιαρίβΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΙΑΡΙΒ
(Ιεχωιαρίβ) [Είθε να Αντιδικήσει ο Ιεχωβά· Ο Ιεχωβά Έχει Χειριστεί τη Νομική [μας] Υπόθεση].
Ιερέας, ο πατρικός οίκος του οποίου κληρώθηκε ως η πρώτη από τις 24 ιερατικές υποδιαιρέσεις που οργανώθηκαν στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ. (1Χρ 24:1-3, 5-7) Κάποιοι από τους απογόνους αυτού του πατρικού οίκου κατά τη μεταιχμαλωσιακή περίοδο, ή κάποιος άλλος ιερέας με το ίδιο όνομα, ζούσαν στην Ιερουσαλήμ. (1Χρ 9:3, 10) Το όνομα είναι γραμμένο «Ιωαρίβ» στο εδάφιο Νεεμίας 11:10, σε έναν παράλληλο κατάλογο.
-
-
ΙεχωνάθανΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΝΑΘΑΝ
(Ιεχωνάθαν) [Ο Ιεχωβά Έχει Δώσει].
Στο εβραϊκό κείμενο αυτό το όνομα εναλλάσσεται συχνά με το όνομα Ιωνάθαν. Παρακάτω γίνεται μνεία μόνο των περιπτώσεων εκείνων όπου το όνομα αποδίδεται Ιεχωνάθαν. Για τις περιπτώσεις στις οποίες εμφανίζεται η συντετμημένη μορφή, βλέπε ΙΩΝΑΘΑΝ.
1. Ένας από τους Λευίτες τους οποίους έστειλε ο Ιωσαφάτ το τρίτο έτος της βασιλείας του για να διδάξουν το νόμο του Ιεχωβά στο λαό του Ιούδα.—2Χρ 17:5, 7-9.
2. Γραμματέας, του οποίου το σπίτι μετατράπηκε σε φυλακή, όπου και κρατούνταν δέσμιος ο Ιερεμίας. (Ιερ 37:15, 20· 38:26) Το σπίτι πιθανόν να είχε υπόγειους χώρους, κατάλληλους για φυλάκιση.
3. Κεφαλή πατρικού οίκου ιερέων κατά τη μεταιχμαλωσιακή περίοδο, στις ημέρες του Ιεχωακείμ, διαδόχου του Αρχιερέα Ιησού.—Νε 12:10, 12, 18.
-
-
ΙεχωράμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΡΑΜ
(Ιεχωράμ) [Ο Ιεχωβά Είναι Υψηλός (Εξυψωμένος)].
1. Γιος του Θοΐ, του βασιλιά της Αιμάθ. Ο Ιεχωράμ στάλθηκε με ακριβά δώρα, χρυσά, ασημένια και χάλκινα, καθώς και με τα συγχαρητήρια του πατέρα του, στον Βασιλιά Δαβίδ όταν ο τελευταίος νίκησε τον Αδαδέζερ, το βασιλιά της Ζωβά. Ο Δαβίδ, με τη σειρά του, δέχτηκε τα δώρα και τα αγίασε για τον Ιεχωβά. (2Σα 8:5, 9-11) Σε μια παράλληλη αφήγηση, το όνομα του Ιεχωράμ έχει τη μορφή «Χαδωράμ».—1Χρ 18:9-11.
2. Απόγονος του Λευίτη Ελιέζερ, γιου του Μωυσή. Προφανώς έζησε τον καιρό που ήταν βασιλιάς ο Δαβίδ.—1Χρ 26:24, 25· Εξ 18:2-4.
-
-
ΙεχωσαφάτΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΣΑΦΑΤ
(Ιεχωσαφάτ) [Ο Ιεχωβά Είναι Κριτής].
1. Ένας από τους όσιους πολεμιστές του Δαβίδ. Ήταν Μιθνίτης.—1Χρ 11:26, 43.
2. Ιερέας και ένας από τους εφτά σαλπιγκτές που συνόδευσαν την κιβωτό της διαθήκης στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 15:24, 25.
-
-
ΙζραΐτηςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΖΡΑΪΤΗΣ
(Ιζραΐτης).
Η επωνυμία του Σαμούθ, αρχηγού της πέμπτης από τις υποδιαιρέσεις υπηρεσίας που οργάνωσε ο Δαβίδ για να τον διακονούν. (1Χρ 27:8) Ο Σαμούθ είτε καταγόταν από την πόλη Ιζρά είτε από κάποια ομώνυμη οικογένεια.
-
-
ΙηούΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΗΟΥ
(Ιηού) [πιθανώς, Ο Ιεχωβά Είναι Αυτός].
1. Βενιαμίτης από την πόλη Αναθώθ ο οποίος πήγε εθελοντικά να υπηρετήσει τον Δαβίδ. Ο Δαβίδ βρισκόταν τότε στη Σικλάγ, κυνηγημένος από τον Βασιλιά Σαούλ. Ο Ιηού συγκαταλέγεται στους κραταιούς άντρες που «ήταν οπλισμένοι με τόξο και χρησιμοποιούσαν το δεξί χέρι και το αριστερό χέρι για να ρίχνουν πέτρες ή βέλη με το τόξο».—1Χρ 12:1-3.
2. Προφήτης, γιος του Ανανί. Προείπε την καταστροφή του οίκου του Βαασά, βασιλιά του Ισραήλ. (1Βα 16:1-4, 7, 12) Τριάντα τρία και πλέον χρόνια αργότερα, ένας προφήτης με το ίδιο όνομα (επομένως, πιθανώς το ίδιο πρόσωπο) έλεγξε τον Βασιλιά Ιωσαφάτ του Ιούδα για τη φιλική σχέση που διατηρούσε με τον πονηρό Βασιλιά Αχαάβ του Ισραήλ και την υποστήριξη που του πρόσφερε. (2Χρ 19:1-3) Στο εδάφιο 2 Χρονικών 20:34 αναφέρεται ότι η ιστορία του Ιωσαφάτ είναι γραμμένη «στα λόγια του Ιηού, του γιου του Ανανί, τα οποία καταχωρίστηκαν στο Βιβλίο των Βασιλιάδων του Ισραήλ».
3. Γιος του Ιωσαφάτ (όχι του Βασιλιά Ιωσαφάτ του Ιούδα) και εγγονός του Νιμσί. (2Βα 9:14) Ο Ιηού βασίλεψε στον Ισραήλ από το 904 περίπου μέχρι το 877 Π.Κ.Χ. Στη διάρκεια της βασιλείας του Αχαάβ στον Ισραήλ, ο Ηλίας ο προφήτης είχε καταφύγει στο Όρος Χωρήβ για να γλιτώσει το θάνατο από τα χέρια της Ιεζάβελ, της συζύγου του Αχαάβ. Ο Θεός έδωσε εντολή στον Ηλία να γυρίσει πίσω και να χρίσει τρεις άντρες: τον Ελισαιέ ως διάδοχο του Ηλία, τον Αζαήλ ως βασιλιά της Συρίας και τον Ιηού ως βασιλιά του Ισραήλ. (1Βα 19:15, 16) Ο Ηλίας έχρισε τον Ελισαιέ (δηλαδή τον διόρισε· βλέπε ΧΡΙΣΜΑ, ΧΡΙΣΜΕΝΟΣ). Ωστόσο, τη χρίση του Ιηού θα την επιτελούσε ο διάδοχος του Ηλία, ο Ελισαιέ.
Μήπως το γεγονός ότι η χρίση του Ιηού αφέθηκε στον Ελισαιέ οφείλεται σε χρονοτριβή από μέρους του Ηλία; Όχι. Λίγο αφότου ο Ιεχωβά έδωσε στον Ηλία τη σχετική εντολή, του είπε ότι η συμφορά στον οίκο του Αχαάβ (την οποία θα έφερνε ο Ιηού) δεν θα ερχόταν στις ημέρες του Αχαάβ, αλλά στις ημέρες του γιου του Αχαάβ. (1Βα 21:27-29) Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν σε κατεύθυνση του Ιεχωβά και όχι σε αμέλεια του Ηλία. Αλλά ο Ιεχωβά επέλεξε να γίνει η χρίση ακριβώς στην κατάλληλη στιγμή, όταν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες ώστε ο Ιηού να θέσει αμέσως σε ισχύ το χρίσμα του αναλαμβάνοντας δράση. Σε αρμονία δε με την αποφασιστική και δυναμική προσωπικότητά του, ο Ιηού δεν έχασε λεπτό αλλά έδρασε αμέσως.
Ο κατάλληλος καιρός ήρθε. Ήταν καιρός πολέμου. Ο Αχαάβ ήταν νεκρός και βασίλευε ο γιος του ο Ιωράμ. Ο στρατός του Ισραήλ βρισκόταν συγκεντρωμένος στη Ραμώθ-γαλαάδ, σε κατάσταση επιφυλακής εξαιτίας των δυνάμεων του Αζαήλ, του βασιλιά της Συρίας. Ο Ιηού ήταν εκεί ως ένας από τους στρατιωτικούς διοικητές. (2Βα 8:28· 9:14) Αυτός και ο υπασπιστής του ο Βιδκάρ—στρατιώτες στο στρατό του Αχαάβ—ήταν παρόντες όταν ο Ηλίας είχε κατακρίνει δημόσια τον Αχαάβ, προφητεύοντας ότι ο Ιεχωβά θα “έκανε ανταπόδοση στον Αχαάβ στο χωράφι του Ναβουθέ”. Το χωράφι αυτό το είχε πάρει ο Αχαάβ μετά τη δολοφονία του Ναβουθέ την οποία σχεδίασε η σύζυγός του η Ιεζάβελ.—1Βα 21:11-19· 2Βα 9:24-26.
Ενόσω η στρατιωτική δύναμη του Ισραήλ βρισκόταν σε επιφυλακή στη Ραμώθ-γαλαάδ, ο Βασιλιάς Ιωράμ του Ισραήλ ήταν στην Ιεζραέλ, όπου ανέρρωνε από τα τραύματα που του είχαν προξενήσει οι Σύριοι στη Ραμά. Εκεί βρισκόταν και ο βασιλιάς του Ιούδα, ο Οχοζίας. Αυτός ήταν ανιψιός του Βασιλιά Ιωράμ του Ισραήλ, καθώς μητέρα του ήταν η Γοθολία, αδελφή του Ιωράμ του Ισραήλ και κόρη του Αχαάβ και της Ιεζάβελ. Ο Βασιλιάς Οχοζίας είχε πάει στην Ιεζραέλ για να επισκεφτεί τον άρρωστο θείο του, τον Ιωράμ.—2Βα 8:25, 26, 28, 29.
Η Χρίση του Ιηού. Ο Ελισαιέ κάλεσε έναν από τους γιους των προφητών, ο οποίος ήταν και υπηρέτης του, και του είπε να πάρει μια φιάλη με λάδι, να πάει στο στρατόπεδο του Ισραήλ στη Ραμώθ-γαλαάδ, να χρίσει εκεί τον Ιηού και να φύγει αμέσως. Ο υπηρέτης του Ελισαιέ υπάκουσε. Πήρε τον Ιηού πιο πέρα από τους άλλους αξιωματικούς και πήγαν μέσα σε ένα σπίτι, όπου τον έχρισε και του ανακοίνωσε ότι είχε την αποστολή να εξολοθρεύσει ολόκληρο τον οίκο του Αχαάβ. Έπειτα ο υπηρέτης έφυγε αμέσως, όπως του είχε υποδείξει ο Ελισαιέ.—2Βα 9:1-10.
Βγαίνοντας από το σπίτι, ο Ιηού προσπάθησε να παρακάμψει το θέμα, δίνοντας την εντύπωση ότι ο προφήτης δεν είπε τίποτα σπουδαίο. Από την όψη του όμως και τον τρόπο του, οι άντρες κατάλαβαν ότι είχε συμβεί κάτι σημαντικό. Αφού τον πίεσαν, ο Ιηού αποκάλυψε ότι είχε χριστεί βασιλιάς του Ισραήλ. Μόλις άκουσε την αναγγελία αυτή, ο στρατός τον ανακήρυξε αμέσως βασιλιά.—2Βα 9:11-14.
Εξολόθρευση του Οίκου του Αχαάβ. Ο Ιηού έδωσε εντολή να κρατήσουν το ζήτημα κρυφό από την Ιεζραέλ και έφυγε προς εκείνη την πόλη οδηγώντας μανιασμένα το άρμα του. (2Βα 9:15, 16) Κάποιους αγγελιοφόρους που έστειλε ο Ιωράμ από την Ιεζραέλ με το ερώτημα «Ειρήνη;» ο Ιηού τους έστειλε πίσω από τους άντρες του. Καθώς το πλήθος των ιππέων και των αρμάτων του Ιηού πλησίαζε καλπάζοντας, ο φρουρός που στεκόταν στον πύργο αναγνώρισε τον Ιηού από το “ξέφρενο” οδήγημά του. Ο Ιωράμ, ο βασιλιάς του Ισραήλ και γιος του Αχαάβ, υποπτεύθηκε ότι κάτι συνέβαινε και βγήκε με το πολεμικό του άρμα. Πρόλαβε μάλιστα τον Ιηού στο χωράφι του Ναβουθέ. Ο Ιηού τον χτύπησε με ένα βέλος, και ενθυμούμενος την προφητεία του Ηλία διέταξε τον υπασπιστή του τον Βιδκάρ να ρίξει το πτώμα του Ιωράμ στο χωράφι του Ναβουθέ. Ακολούθως, ο Ιηού συνέχισε την πορεία του μέχρι την πόλη της Ιεζραέλ. Προφανώς, ο εγγονός του Αχαάβ ο Οχοζίας, ο οποίος είχε βγει από την πόλη μαζί με τον Ιωράμ, προσπάθησε να επιστρέψει στην πρωτεύουσά του την Ιερουσαλήμ, αλλά κατάφερε να φτάσει μόνο μέχρι τη Σαμάρεια και κρύφτηκε εκεί. Αργότερα συνελήφθη και οδηγήθηκε στον Ιηού κοντά στην πόλη Ιβλεάμ, όχι μακριά από την Ιεζραέλ. Ο Ιηού πρόσταξε τους άντρες του να τον σκοτώσουν μέσα στο πολεμικό του άρμα. Τον τραυμάτισαν θανάσιμα, καθώς ανέβαινε προς τη Γουρ, κοντά στην Ιβλεάμ, αλλά ξέφυγε και πήγε στη Μεγιδδώ, όπου και πέθανε. Έπειτα τον πήγαν στην Ιερουσαλήμ και τον έθαψαν εκεί.—2Βα 9:17-28· 2Χρ 22:6-9.
Όταν ο Ιηού έφτασε στην Ιεζραέλ, η χήρα του Αχαάβ η Ιεζάβελ φώναξε: «Του βγήκε σε καλό του Ζιμβρί, του φονιά του κυρίου του;» (Βλέπε 1Βα 16:8-20.) Αλλά ο Ιηού, χωρίς να κλονιστεί από αυτή τη συγκαλυμμένη απειλή, φώναξε στους αυλικούς να τη ρίξουν κάτω. Εκείνοι υπάκουσαν. Το αίμα της τινάχτηκε στον τοίχο, και ο Ιηού την ποδοπάτησε με τα άλογά του. Κάτι που ίσως μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα το χαρακτήρα του Ιηού είναι η λακωνική δήλωση που περιέχεται στην αφήγηση: «Μετά μπήκε και έφαγε και ήπιε», και στη συνέχεια διέταξε την ταφή της. Στο μεταξύ οι σκύλοι είχαν κατασπαράξει την Ιεζάβελ, γεγονός που υπενθύμισε στον Ιηού την προφητική εξαγγελία του Ηλία αναφορικά με το θάνατό της.—2Βα 9:30-37· 1Βα 21:23.
Δίχως να χάσει καθόλου καιρό, ο Ιηού φρόντισε να ολοκληρώσει την αποστολή του. Προκάλεσε τους άντρες της Σαμάρειας να ενθρονίσουν έναν από τους 70 γιους του Αχαάβ και να πολεμήσουν. Αλλά αυτοί από φόβο εξέφρασαν οσιότητα στον Ιηού. Ο Ιηού δοκίμασε με τόλμη την οσιότητά τους λέγοντας: «Αν ανήκετε σε εμένα . . . , πάρτε τα κεφάλια των αντρών που είναι γιοι του κυρίου σας και ελάτε σε εμένα αύριο αυτή την ώρα στην Ιεζραέλ». Την επομένη εμφανίστηκαν αγγελιοφόροι μεταφέροντας σε καλάθια τα 70 κεφάλια, τα οποία ο Ιηού διέταξε να βάλουν σε δύο σωρούς στην πύλη της Ιεζραέλ και να τα αφήσουν μέχρι το πρωί. Έπειτα ο Ιηού σκότωσε όλους τους διακεκριμένους άντρες του Αχαάβ, τους γνωστούς του και τους ιερείς του. Κατόπιν έσφαξε άλλους 42 άντρες, τους αδελφούς του Βασιλιά Οχοζία του Ιούδα, του εγγονού του Αχαάβ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αφάνισε και τους γιους του Ιωράμ του Ιούδα, του συζύγου της Γοθολίας, κόρης της πονηρής Ιεζάβελ.—2Βα 10:1-14.
Παρότι είχαν γίνει σπουδαία βήματα για την εξάλειψη της λατρείας του Βάαλ από τον Ισραήλ, ο Ιηού είχε πολλά ακόμη να κάνει—καταπιάστηκε μάλιστα με αυτά επιδεικνύοντας χαρακτηριστική ταχύτητα και ζήλο. Καθώς πήγαινε με το άρμα του στη Σαμάρεια, συνάντησε τον Ιωναδάβ, έναν Ρηχαβίτη. Ίσως θυμόμαστε ότι οι απόγονοι αυτού του άντρα επαινέθηκαν αργότερα από τον Ιεχωβά μέσω του προφήτη Ιερεμία για την πιστότητά τους. (Ιερ 35:1-16) Ο Ιωναδάβ εξέφρασε την υποστήριξή του στον Ιηού, στη μάχη του εναντίον του Βααλισμού, και ακολούθησε τον Ιηού προκειμένου να τον βοηθήσει. Όλοι όσοι είχαν απομείνει από τους συγγενείς του Αχαάβ ή από εκείνους που συνδέονταν με αυτόν στη Σαμάρεια εξολοθρεύτηκαν.—2Βα 10:15-17.
Οι Λάτρεις του Βάαλ Αφανίζονται. Κατόπιν, με πρόσχημα ότι θα συγκαλούσε μια μεγάλη σύναξη για τη λατρεία του Βάαλ, ο Ιηού συγκέντρωσε στον οίκο του Βάαλ όλους τους Βααλολάτρες που υπήρχαν στον Ισραήλ. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν παρευρίσκονταν εκεί λάτρεις του Ιεχωβά, ο Ιηού διέταξε τους άντρες του να θανατώσουν όλους όσους ήταν στον οίκο. Έπειτα κατέστρεψαν τις ιερές στήλες του Βάαλ και γκρέμισαν τον οίκο και τον κατέστησαν αποχωρητήριο—χρησιμοποιούνταν δε γι’ αυτόν το σκοπό μέχρι τις ημέρες του Ιερεμία, ο οποίος συνέγραψε την αφήγηση του βιβλίου των Βασιλέων. Το υπόμνημα αναφέρει: «Έτσι αφάνισε ο Ιηού τον Βάαλ από τον Ισραήλ». (2Βα 10:18-28) Ωστόσο, αργότερα η λατρεία του Βάαλ δημιούργησε ξανά προβλήματα τόσο στον Ισραήλ όσο και στον Ιούδα.—2Βα 17:16· 2Χρ 28:2· Ιερ 32:29.
Πιθανώς για να κρατήσει το δεκάφυλο βασίλειο του Ισραήλ χωρισμένο από το βασίλειο του Ιούδα και από το ναό του Ιεχωβά ο οποίος βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ, ο Βασιλιάς Ιηού επέτρεψε τη συνέχιση της μοσχολατρίας στον Ισραήλ με κέντρα τη Δαν και τη Βαιθήλ. «Αλλά ο Ιηού δεν φρόντισε να περπατάει με όλη του την καρδιά σύμφωνα με το νόμο του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ. Δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει».—2Βα 10:29, 31.
Παρ’ όλα αυτά, για το έργο εξάλειψης του Βααλισμού και εκτέλεσης των κρίσεων του Ιεχωβά στον οίκο του Αχαάβ το οποίο ο Ιηού επιτέλεσε με ζήλο και επιμέλεια, ο Ιεχωβά τον αντάμειψε με την υπόσχεση ότι στο θρόνο του Ισραήλ θα κάθονταν γιοι του επί τέσσερις γενιές. Αυτό εκπληρώθηκε στους απογόνους του Ιηού, τον Ιωάχαζ, τον Ιωάς, τον Ιεροβοάμ Β΄ και τον Ζαχαρία, του οποίου η διακυβέρνηση τερματίστηκε όταν τον δολοφόνησαν γύρω στο 791 Π.Κ.Χ. Έτσι λοιπόν, η δυναστεία του Ιηού βασίλεψε στον Ισραήλ περίπου 114 χρόνια.—2Βα 10:30· 13:1, 10· 14:23· 15:8-12.
Γιατί ο Θεός θεώρησε υπόλογο τον οίκο του Ιηού για αιματοχυσία, εφόσον ο Ιεχωβά ήταν αυτός που διόρισε τον Ιηού εκτελεστή;
Ωστόσο, μετά την εποχή του Ιηού, ο Ιεχωβά είπε μέσω του προφήτη Ωσηέ: «Γιατί λίγο ακόμη και θα λογαριαστώ με τον οίκο του Ιηού για τις αιματοχυσίες της Ιεζραέλ και θα τερματίσω τη βασιλική διακυβέρνηση του οίκου του Ισραήλ». (Ωσ 1:4) Αυτή η ενοχή αίματος που βάρυνε τον οίκο του Ιηού δεν θα μπορούσε να οφείλεται στο ότι ο Ιηού επιτέλεσε την αποστολή να εξολοθρεύσει τον οίκο του Αχαάβ, δεδομένου ότι ο Θεός τον επαίνεσε για αυτό. Ούτε μπορεί να οφείλεται στο ότι εξολόθρευσε τον Οχοζία του Ιούδα και τους αδελφούς του. Εξαιτίας των οικογενειακών τους δεσμών, δηλαδή εξαιτίας του γάμου που σύναψε ο Ιωράμ του Ιούδα, ο γιος του Βασιλιά Ιωσαφάτ, με τη Γοθολία, την κόρη του Αχαάβ και της Ιεζάβελ, η βασιλική γραμμή του Ιούδα είχε μολυνθεί από το γεγονός ότι εισχώρησε σε αυτήν ο πονηρός οίκος του Αμρί.
Το κλειδί για την κατανόηση του ζητήματος φαίνεται απεναντίας να βρίσκεται στη δήλωση ότι ο Ιηού επέτρεψε τη συνέχιση της μοσχολατρίας στον Ισραήλ και δεν περπάτησε σύμφωνα με το νόμο του Ιεχωβά με όλη του την καρδιά. Πιθανότατα ο Ιηού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανεξαρτησία από τον Ιούδα θα μπορούσε να διατηρηθεί μόνο μέσω του θρησκευτικού διαχωρισμού. Όπως και άλλοι βασιλιάδες του Ισραήλ, προσπάθησε να εδραιώσει τη θέση του διαιωνίζοντας τη μοσχολατρία. Αυτό στην πραγματικότητα μαρτυρούσε έλλειψη πίστης στον Ιεχωβά ο οποίος είχε καταστήσει δυνατό να γίνει ο Ιηού βασιλιάς. Επομένως, πέρα από τη δικαιολογημένη εκτέλεση της κρίσης του Ιεχωβά εναντίον του οίκου του Αχαάβ, τα εσφαλμένα κίνητρα που οδήγησαν τον Ιηού να επιτρέψει τη συνέχιση της μοσχολατρίας ενδέχεται να τον ώθησαν και σε έκχυση αίματος.
Η πραγματική δύναμη του βασιλείου του Ισραήλ συντρίφτηκε όταν έπεσε ο οίκος του Ιηού, και το βασίλειο δεν κράτησε παρά 50 περίπου χρόνια ακόμη. Μόνο ο Μεναήμ, ο οποίος πάταξε τον Σαλλούμ, το δολοφόνο του Ζαχαρία, είχε έναν γιο ο οποίος τον διαδέχθηκε στο θρόνο. Αυτός ο γιος, ο Φεκαΐας, δολοφονήθηκε, όπως και ο δολοφόνος και διάδοχος εκείνου, ο Φεκά. Ο Ωσιέ, ο τελευταίος βασιλιάς του Ισραήλ, οδηγήθηκε αιχμάλωτος στο βασιλιά της Ασσυρίας.—2Βα 15:10, 13-30· 17:4.
Εξαρχής, η κυριότερη αμαρτία του Ισραήλ ήταν το ότι ασκούσε τη μοσχολατρία. Αυτή οδήγησε στην απομάκρυνση του έθνους από τον Ιεχωβά και στον εκφυλισμό που αυτό συνεπαγόταν. Επομένως, η ενοχή
-