ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ
1 Υπήρχε κάποιος άνθρωπος από τη Ραμαθαΐμ-ζοφίμ*+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ,+ του οποίου το όνομα ήταν Ελκανά,+ γιος του Ιεροάμ, γιου του Ελιού, γιου του Θοχού, γιου του Ζουφ, Εφραϊμίτης. 2 Αυτός είχε δύο συζύγους· η μια λεγόταν Άννα και η άλλη Φενίννα. Η Φενίννα είχε παιδιά, αλλά η Άννα δεν είχε. 3 Αυτός ο άνθρωπος ανέβαινε από την πόλη του κάθε χρόνο στη Σηλώ για να αποδώσει λατρεία* και να θυσιάσει στον Ιεχωβά των στρατευμάτων.+ Εκεί υπηρετούσαν ως ιερείς+ του Ιεχωβά οι δύο γιοι του Ηλεί, ο Οφνεί και ο Φινεές.+
4 Κάποια ημέρα ο Ελκανά πρόσφερε θυσία και έδωσε μερίδες στη γυναίκα του τη Φενίννα, καθώς και σε όλους τους γιους της και τις κόρες της,+ 5 αλλά στην Άννα έδωσε ιδιαίτερη μερίδα, επειδή την Άννα αγαπούσε· ο Ιεχωβά όμως δεν της είχε χαρίσει παιδιά.* 6 Επιπλέον, η αντίζηλή της σύζυγος την περιγελούσε ασταμάτητα ώστε να τη στενοχωρεί για το ότι ο Ιεχωβά δεν της είχε χαρίσει παιδιά. 7 Έτσι έκανε κάθε χρόνο· όποτε η Άννα ανέβαινε στον οίκο του Ιεχωβά,+ η αντίζηλός της την περιγελούσε τόσο πολύ ώστε εκείνη έκλαιγε και δεν έτρωγε. 8 Αλλά ο άντρας της, ο Ελκανά, της είπε: «Άννα, γιατί κλαις και γιατί δεν τρως και γιατί είσαι τόσο λυπημένη;* Δεν είμαι εγώ για εσένα καλύτερος από 10 γιους;»
9 Αφού έφαγαν και ήπιαν στη Σηλώ, η Άννα σηκώθηκε. Εκείνη την ώρα, ο Ηλεί ο ιερέας καθόταν στο κάθισμα δίπλα στην πόρτα του ναού*+ του Ιεχωβά. 10 Η Άννα ήταν τρομερά πικραμένη,* και άρχισε να προσεύχεται στον Ιεχωβά+ και να κλαίει απαρηγόρητα. 11 Και έκανε την εξής ευχή: «Ιεχωβά των στρατευμάτων, αν προσέξεις την ταλαιπωρία της υπηρέτριάς σου και με θυμηθείς, και αν δεν ξεχάσεις την υπηρέτριά σου και της δώσεις αρσενικό παιδί,+ εγώ θα το δώσω στον Ιεχωβά όλες τις ημέρες της ζωής του, και ξυράφι δεν θα αγγίξει το κεφάλι του».+
12 Ενώ προσευχόταν πολλή ώρα ενώπιον του Ιεχωβά, ο Ηλεί παρατηρούσε το στόμα της. 13 Η Άννα μιλούσε από μέσα της, μόνο τα χείλη της έτρεμαν, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν. Γι’ αυτό, ο Ηλεί νόμισε ότι ήταν μεθυσμένη 14 και της είπε: «Ως πότε θα είσαι μεθυσμένη; Σταμάτα να πίνεις κρασί». 15 Τότε η Άννα απάντησε: «Όχι, κύριέ μου! Είμαι καταστενοχωρημένη·* δεν έχω πιει κρασί ούτε άλλο οινοπνευματώδες, αλλά ανοίγω την καρδιά μου* στον Ιεχωβά.+ 16 Μη θεωρήσεις την υπηρέτριά σου άχρηστη γυναίκα, γιατί όλη αυτή την ώρα μιλώ από τη μεγάλη μου οδύνη και στενοχώρια». 17 Τότε ο Ηλεί απάντησε: «Πήγαινε με ειρήνη, και εύχομαι να σου δώσει ο Θεός του Ισραήλ αυτό που του ζήτησες».+ 18 Εκείνη είπε: «Ας βρει η υπηρέτριά σου εύνοια στα μάτια σου». Έφυγε λοιπόν η γυναίκα και έφαγε, και το πρόσωπό της δεν ήταν πια θλιμμένο.
19 Κατόπιν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί και προσκύνησαν ενώπιον του Ιεχωβά, και μετά επέστρεψαν στο σπίτι τους στη Ραμά.+ Ο Ελκανά είχε σεξουαλικές σχέσεις με τη γυναίκα του, την Άννα, και ο Ιεχωβά τής έδωσε προσοχή.*+ 20 Μέσα σε έναν χρόνο,* η Άννα έμεινε έγκυος και γέννησε γιο και τον ονόμασε+ Σαμουήλ* επειδή, όπως είπε: «Από τον Ιεχωβά τον ζήτησα».
21 Αργότερα ο Ελκανά ανέβηκε μαζί με όλο το σπιτικό του να φέρει την ετήσια θυσία στον Ιεχωβά+ και την προσφορά για την ευχή του. 22 Αλλά η Άννα δεν ανέβηκε,+ γιατί είπε στον άντρα της: «Θα φέρω το παιδί όταν απογαλακτιστεί· τότε θα εμφανιστεί ενώπιον του Ιεχωβά και στο εξής θα παραμένει εκεί».+ 23 Ο Ελκανά ο άντρας της τής είπε: «Κάνε ό,τι νομίζεις καλύτερο.* Μείνε στο σπίτι ώσπου να τον απογαλακτίσεις. Εύχομαι να εκπληρώσει ο Ιεχωβά αυτό που είπες». Έμεινε λοιπόν η γυναίκα στο σπίτι και θήλαζε τον γιο της ώσπου τον απογαλάκτισε.
24 Όταν τον απογαλάκτισε, τον πήγε στη Σηλώ, έχοντας επίσης μαζί της έναν τριετή ταύρο, ένα εφά* αλεύρι και μια μεγάλη στάμνα κρασί.+ Ήρθε λοιπόν στον οίκο του Ιεχωβά στη Σηλώ+ και έφερε το αγοράκι μαζί της. 25 Κατόπιν έσφαξαν τον ταύρο και έφεραν το αγόρι στον Ηλεί. 26 Τότε εκείνη είπε: «Με συγχωρείς, κύριέ μου! Όσο βέβαιο είναι ότι ζεις,* κύριέ μου, εγώ είμαι η γυναίκα που στεκόταν μαζί σου εδώ και προσευχόταν στον Ιεχωβά.+ 27 Για αυτό το αγόρι προσευχόμουν, και ο Ιεχωβά μού έδωσε ό,τι του ζήτησα.+ 28 Και εγώ τώρα τον δανείζω στον Ιεχωβά. Όλες τις ημέρες του είναι δανεισμένος στον Ιεχωβά».
Και εκείνος* προσκύνησε εκεί τον Ιεχωβά.
2 Κατόπιν η Άννα προσευχήθηκε λέγοντας:
Το στόμα μου είναι ανοιγμένο διάπλατα εναντίον των εχθρών μου,
διότι χαίρομαι με τις πράξεις της σωτηρίας σου.
2 Δεν υπάρχει άγιος σαν τον Ιεχωβά,
δεν υπάρχει κανείς εκτός από εσένα,+
και βράχος δεν υπάρχει σαν τον Θεό μας.+
3 Μη μιλάτε με υπεροψία·
τίποτα αλαζονικό να μη βγαίνει από το στόμα σας,
διότι ο Ιεχωβά είναι Θεός γνώσης,+
και αυτός αξιολογεί σωστά τις πράξεις.
8 Σηκώνει τον ασήμαντο από το χώμα·
βγάζει τους φτωχούς από τις στάχτες,*+
για να τους βάλει να καθίσουν μαζί με άρχοντες,
δίνοντάς τους τιμητική θέση.
Του Ιεχωβά είναι τα υποστηρίγματα της γης,+
και βάζει τα παραγωγικά εδάφη πάνω τους.
9 Τα βήματα των οσίων του τα φυλάει,+
αλλά οι πονηροί θα κατασιωπηθούν στο σκοτάδι,+
διότι δεν υπερισχύει μέσω δύναμης ο άνθρωπος.+
10 Ο Ιεχωβά θα συντρίψει όσους μάχονται εναντίον του·*+
θα βροντήσει εναντίον τους από τους ουρανούς.+
11 Κατόπιν ο Ελκανά πήγε στο σπίτι του στη Ραμά, αλλά το αγόρι έγινε διάκονος του* Ιεχωβά+ ενώπιον του Ηλεί του ιερέα.
12 Οι δε γιοι του Ηλεί ήταν πονηροί άνθρωποι·+ δεν σέβονταν τον Ιεχωβά. 13 Να τι έκαναν σε σχέση με αυτό που δικαιούνταν οι ιερείς από τον λαό:+ Όποτε πρόσφερε κάποιος θυσία, ερχόταν ένας υπηρέτης του ιερέα με μια τρίδοντη πιρούνα στο χέρι, την ώρα που έβραζε το κρέας, 14 και τη βύθιζε στο τσουκάλι, στη δίχειρη χύτρα, στο καζάνι ή στη μονόχειρη χύτρα. Ό,τι ανέβαζε η πιρούνα, το έπαιρνε ο ιερέας. Αυτό έκαναν στη Σηλώ σε όλους τους Ισραηλίτες που πήγαιναν εκεί. 15 Επίσης, προτού καν ο άνθρωπος που θυσίαζε κάνει το πάχος να βγάλει καπνό,+ ερχόταν ένας υπηρέτης του ιερέα και του έλεγε: «Δώσε στον ιερέα κρέας για ψήσιμο. Δεν θα πάρει από εσένα βρασμένο κρέας, μόνο ωμό». 16 Όταν ο άνθρωπος του έλεγε: «Ας κάνουν πρώτα το πάχος να βγάλει καπνό,+ έπειτα πάρε ό,τι θέλεις»,* αυτός έλεγε: «Όχι! Τώρα να μου το δώσεις· ειδάλλως θα το πάρω με τη βία!» 17 Έτσι λοιπόν, η αμαρτία των υπηρετών είχε γίνει πολύ μεγάλη ενώπιον του Ιεχωβά,+ διότι αυτοί μεταχειρίζονταν την προσφορά του Ιεχωβά χωρίς σεβασμό.
18 Ο δε Σαμουήλ διακονούσε+ ενώπιον του Ιεχωβά, φορώντας* λινό εφόδ,+ παρότι ήταν μικρό αγόρι. 19 Επίσης, η μητέρα του τού έφτιαχνε ένα μικρό αμάνικο πανωφόρι και του το έφερνε κάθε χρόνο όταν ανέβαινε μαζί με τον άντρα της για να προσφέρουν την ετήσια θυσία.+ 20 Και ο Ηλεί ευλόγησε τον Ελκανά και τη γυναίκα του λέγοντας: «Ας σου χαρίσει ο Ιεχωβά παιδί από αυτή τη σύζυγο στη θέση εκείνου που δανείσατε στον Ιεχωβά».+ Κατόπιν γύρισαν στο σπίτι τους. 21 Ο Ιεχωβά έστρεψε την προσοχή του στην Άννα, ώστε εκείνη μπόρεσε να συλλάβει·+ και γέννησε άλλους τρεις γιους και δύο κόρες. Στο μεταξύ, το αγόρι, ο Σαμουήλ, συνέχισε να μεγαλώνει ενώπιον του Ιεχωβά.+
22 Ο δε Ηλεί ήταν πολύ γέρος, αλλά είχε ακούσει όλα όσα έκαναν οι γιοι του+ σε βάρος όλου του Ισραήλ και ότι πλάγιαζαν με τις γυναίκες που υπηρετούσαν στην είσοδο της σκηνής της συνάντησης.+ 23 Τους έλεγε λοιπόν: «Γιατί κάνετε τέτοια πράγματα; Διότι από όλο τον λαό ακούω κακά πράγματα για εσάς. 24 Μη, γιοι μου! Αυτά που ακούω να διαδίδονται στον λαό του Ιεχωβά δεν είναι καλά. 25 Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει εναντίον άλλου ανθρώπου, ίσως κάποιος παρακαλέσει τον Ιεχωβά για αυτόν·* αλλά αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει εναντίον του Ιεχωβά,+ ποιος μπορεί να προσευχηθεί για αυτόν;» Εκείνοι όμως αρνούνταν να ακούσουν τον πατέρα τους, επειδή ο Ιεχωβά είχε αποφασίσει να τους θανατώσει.+ 26 Στο μεταξύ, το αγόρι, ο Σαμουήλ, μεγάλωνε και συγχρόνως κέρδιζε όλο και περισσότερο την εύνοια του Ιεχωβά και των ανθρώπων.+
27 Ένας άνθρωπος του Θεού ήρθε στον Ηλεί και του είπε: «Αυτό λέει ο Ιεχωβά: “Δεν αποκάλυψα εγώ ξεκάθαρα τον εαυτό μου στον οίκο του πατέρα σου όταν αυτοί ήταν στην Αίγυπτο δούλοι του οίκου του Φαραώ;+ 28 Και αυτός εκλέχθηκε μέσα από όλες τις φυλές του Ισραήλ+ ώστε να υπηρετεί ως ιερέας μου και να ανεβαίνει στο θυσιαστήριό μου+ για να κάνει θυσίες, για να προσφέρει θυμίαμα* και για να φοράει εφόδ ενώπιόν μου· και εγώ έδωσα στον οίκο του προπάτορά σου όλες τις προσφορές των Ισραηλιτών* που γίνονται με φωτιά.+ 29 Γιατί καταφρονείτε* τη θυσία μου και την προσφορά μου που διέταξα μέσα στον τόπο της κατοίκησής μου;+ Γιατί τιμάς τους γιους σου περισσότερο από εμένα με το να παχαίνετε από τις καλύτερες μερίδες κάθε προσφοράς του λαού μου του Ισραήλ;+
30 »”Να γιατί ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: «Εγώ όντως είπα ότι ο οίκος σου και ο οίκος του προπάτορά σου θα περπατούσαν πάντοτε ενώπιόν μου».+ Αλλά τώρα ο Ιεχωβά δηλώνει: «Αυτό μου είναι αδιανόητο, επειδή εκείνους που με τιμούν θα τους τιμήσω,+ αλλά εκείνοι που με καταφρονούν θα αντιμετωπιστούν με περιφρόνηση». 31 Δες! Έρχονται ημέρες κατά τις οποίες θα εξαλείψω τη δύναμή σου* και τη δύναμη του οίκου του πατέρα σου, ώστε να μη φτάνει κανείς από τον οίκο σου σε γεροντική ηλικία.+ 32 Και ενώ θα ευημερεί ο Ισραήλ, θα βλέπεις έναν αντίζηλο στην κατοικία μου,+ και ποτέ ξανά δεν θα υπάρξει γέρος στον οίκο σου. 33 Εκείνος ο απόγονός σου τον οποίο δεν θα εξαλείψω και θα υπηρετεί στο θυσιαστήριό μου θα κάνει τα μάτια σου να σβήσουν και θα σου φέρει θλίψη,* αλλά οι περισσότεροι από τον οίκο σου θα πεθάνουν από σπαθί ανθρώπων.+ 34 Και αυτό που θα συμβεί στους δύο γιους σου, τον Οφνεί και τον Φινεές, θα είναι το σημείο για εσένα: Την ίδια ημέρα θα πεθάνουν και οι δύο.+ 35 Μετά θα επιλέξω για τον εαυτό μου έναν πιστό ιερέα.+ Αυτός θα ενεργεί σε αρμονία με την επιθυμία της καρδιάς μου·* και θα του οικοδομήσω οίκο που θα διαρκέσει, και αυτός θα περπατάει ενώπιον του χρισμένου μου πάντοτε. 36 Όποιος απομείνει στον οίκο σου θα έρθει, θα τον προσκυνήσει για λίγα χρήματα και για λίγο ψωμί και θα πει: «Διόρισέ με, σε παρακαλώ, σε ένα από τα ιερατικά αξιώματα για να τρώω ένα κομμάτι ψωμί»”».+
3 Στο μεταξύ, το αγόρι, ο Σαμουήλ, διακονούσε+ τον Ιεχωβά ενώπιον του Ηλεί, αλλά ο λόγος από τον Ιεχωβά σπάνιζε εκείνες τις ημέρες· τα οράματα+ ήταν λιγοστά.
2 Κάποια ημέρα, ο Ηλεί ήταν ξαπλωμένος στον συνηθισμένο τόπο του. Η όρασή του είχε εξασθενήσει και δεν έβλεπε καλά.+ 3 Το λυχνάρι του Θεού+ δεν είχε σβήσει ακόμη, και ο Σαμουήλ ήταν ξαπλωμένος στον ναό*+ του Ιεχωβά, όπου βρισκόταν η Κιβωτός του Θεού. 4 Τότε ο Ιεχωβά φώναξε τον Σαμουήλ. Εκείνος απάντησε: «Ορίστε!» 5 Έτρεξε στον Ηλεί και είπε: «Ορίστε! Με φώναξες;» Αλλά αυτός είπε: «Δεν σε φώναξα. Πήγαινε να ξαπλώσεις». Πήγε λοιπόν και ξάπλωσε. 6 Ο Ιεχωβά φώναξε ξανά: «Σαμουήλ!» Αμέσως ο Σαμουήλ σηκώθηκε, πήγε στον Ηλεί και είπε: «Ορίστε! Με φώναξες;» Αλλά αυτός είπε: «Δεν σε φώναξα, γιε μου. Πήγαινε να ξαπλώσεις». 7 (Ο δε Σαμουήλ δεν είχε γνωρίσει ακόμη τον Ιεχωβά, και ο λόγος του Ιεχωβά δεν του είχε αποκαλυφτεί ακόμη.)+ 8 Ο Ιεχωβά λοιπόν φώναξε και τρίτη φορά: «Σαμουήλ!» Αμέσως εκείνος σηκώθηκε, πήγε στον Ηλεί και είπε: «Ορίστε! Με φώναξες;»
Τότε ο Ηλεί κατάλαβε ότι ο Ιεχωβά ήταν εκείνος που φώναζε το αγόρι. 9 Γι’ αυτό, είπε στον Σαμουήλ: «Πήγαινε να ξαπλώσεις και, αν σε φωνάξει, πες: “Μίλησε, Ιεχωβά, γιατί ο υπηρέτης σου ακούει”». Και ο Σαμουήλ πήγε και ξάπλωσε στον τόπο του.
10 Ο Ιεχωβά ήρθε και στάθηκε εκεί και φώναξε όπως τις άλλες φορές: «Σαμουήλ, Σαμουήλ!» Τότε ο Σαμουήλ είπε: «Μίλησε, γιατί ο υπηρέτης σου ακούει». 11 Ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: «Δες! Εγώ θα κάνω στον Ισραήλ κάτι που όποιος το ακούσει θα κουδουνίσουν και τα δυο του αφτιά.+ 12 Εκείνη την ημέρα θα εκτελέσω προς τον Ηλεί όλα όσα είπα για τον οίκο του, από την αρχή μέχρι το τέλος.+ 13 Πες του ότι εγώ φέρνω στον οίκο του παντοτινή κρίση λόγω του σφάλματος το οποίο γνωρίζει,+ επειδή οι γιοι του καταριούνται τον Θεό,+ αλλά εκείνος δεν τους έχει επιπλήξει.+ 14 Να γιατί ορκίστηκα στον οίκο του Ηλεί ότι δεν θα υπάρξει ποτέ εξιλέωση για το σφάλμα του οίκου του με θυσίες ή προσφορές».+
15 Ο Σαμουήλ έμεινε ξαπλωμένος ως το πρωί· έπειτα άνοιξε τις πόρτες του οίκου του Ιεχωβά. Φοβόταν όμως να πει στον Ηλεί για το όραμα. 16 Αλλά ο Ηλεί φώναξε τον Σαμουήλ, λέγοντας: «Σαμουήλ, γιε μου!» Εκείνος είπε: «Ορίστε!» 17 Αυτός τον ρώτησε: «Ποιο ήταν το μήνυμά του; Μη μου το κρύψεις, σε παρακαλώ. Έτσι να κάνει ο Θεός σε εσένα και έτσι να προσθέσει σε αυτό, αν μου κρύψεις έστω και μία λέξη από όλα όσα σου είπε». 18 Ο Σαμουήλ λοιπόν του τα είπε όλα και δεν του έκρυψε τίποτα. Ο Ηλεί είπε: «Αυτό είναι από τον Ιεχωβά. Ας κάνει ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια του».
19 Ο Σαμουήλ μεγάλωνε, και ο Ιεχωβά ήταν μαζί του+ και δεν άφηνε ανεκπλήρωτο* τίποτα από όσα έλεγε ο Σαμουήλ. 20 Όλος ο Ισραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ, αντιλήφθηκε ότι ο Σαμουήλ είχε οριστεί προφήτης του Ιεχωβά. 21 Και ο Ιεχωβά συνέχισε να εμφανίζεται στη Σηλώ, επειδή ο Ιεχωβά φανερωνόταν στον Σαμουήλ εκεί. Αυτό συνέβαινε μέσω του λόγου του Ιεχωβά.+
4 Και τα λόγια του Σαμουήλ διαβιβάζονταν σε όλο τον Ισραήλ.
Κάποια ημέρα ο Ισραήλ βγήκε να αντιμετωπίσει τους Φιλισταίους σε μάχη. Και στρατοπέδευσαν δίπλα στην Αβενέζερ, ενώ οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην Αφέκ. 2 Οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον Ισραήλ. Η μάχη πήρε κακή τροπή και ο Ισραήλ νικήθηκε από τους Φιλισταίους, οι οποίοι σκότωσαν περίπου 4.000 άντρες στο πεδίο της μάχης. 3 Όταν ο λαός επέστρεψε στο στρατόπεδο, οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ είπαν: «Γιατί επέτρεψε ο Ιεχωβά να νικηθούμε σήμερα από τους Φιλισταίους;*+ Ας πάρουμε μαζί μας την κιβωτό της διαθήκης του Ιεχωβά από τη Σηλώ,+ για να είναι μαζί μας και να μας σώσει από το χέρι των εχθρών μας». 4 Έστειλε λοιπόν ο λαός άντρες στη Σηλώ, και έφεραν από εκεί την κιβωτό της διαθήκης του Ιεχωβά των στρατευμάτων, ο οποίος κάθεται ενθρονισμένος πάνω από τα* χερουβείμ.+ Οι δύο γιοι του Ηλεί, ο Οφνεί και ο Φινεές,+ ήταν και αυτοί εκεί μαζί με την κιβωτό της διαθήκης του αληθινού Θεού.
5 Μόλις ήρθε η κιβωτός της διαθήκης του Ιεχωβά στο στρατόπεδο, όλοι οι Ισραηλίτες ξέσπασαν σε τόσο δυνατές κραυγές ώστε σείστηκε η γη. 6 Όταν οι Φιλισταίοι άκουσαν τις κραυγές, είπαν: «Τι σημαίνουν αυτές οι δυνατές κραυγές στο στρατόπεδο των Εβραίων;» Τελικά έμαθαν ότι είχε έρθει στο στρατόπεδο η Κιβωτός του Ιεχωβά. 7 Φοβήθηκαν λοιπόν οι Φιλισταίοι και είπαν: «Ο Θεός ήρθε στο στρατόπεδο!»+ Γι’ αυτό είπαν: «Αλίμονό μας! Τέτοιο πράγμα δεν έχει ξαναγίνει! 8 Αλίμονό μας! Ποιος θα μας σώσει από το χέρι αυτού του μεγαλοπρεπούς Θεού; Αυτός είναι ο Θεός που έπληξε την Αίγυπτο με κάθε είδους συμφορά στην έρημο.+ 9 Πάρτε θάρρος και φερθείτε σαν άντρες, Φιλισταίοι, για να μην υπηρετήσετε τους Εβραίους όπως υπηρέτησαν εκείνοι εσάς.+ Φερθείτε σαν άντρες και πολεμήστε!» 10 Πολέμησαν λοιπόν οι Φιλισταίοι και ο Ισραήλ νικήθηκε,+ και έφυγε ο καθένας για τη σκηνή του. Η σφαγή ήταν πολύ μεγάλη· από την πλευρά του Ισραήλ έπεσαν 30.000 πεζοί. 11 Εκτός αυτού, οι Φιλισταίοι πήραν την Κιβωτό του Θεού, και οι δύο γιοι του Ηλεί, ο Οφνεί και ο Φινεές, πέθαναν.+
12 Ένας άνθρωπος από τον Βενιαμίν έφυγε τρέχοντας από τη γραμμή της μάχης και έφτασε στη Σηλώ εκείνη την ημέρα με σκισμένα ρούχα και χώμα στο κεφάλι.+ 13 Όταν έφτασε, ο Ηλεί καθόταν στο κάθισμα στην άκρη του δρόμου και περίμενε, επειδή η καρδιά του έτρεμε για την Κιβωτό του αληθινού Θεού.+ Ο άνθρωπος μπήκε στην πόλη να πει τα νέα, και ολόκληρη η πόλη άρχισε να κραυγάζει. 14 Όταν ο Ηλεί άκουσε τις κραυγές, ρώτησε: «Τι σημαίνει αυτή η οχλοβοή;» Ο ίδιος άνθρωπος έτρεξε και είπε τα νέα στον Ηλεί. 15 (Ο Ηλεί ήταν 98 χρονών και δεν έβλεπε καλά.)+ 16 Ο άνθρωπος είπε στον Ηλεί: «Είμαι αυτός που ήρθε από τη γραμμή της μάχης! Μόλις σήμερα έφυγα από τη γραμμή της μάχης». Τότε εκείνος ρώτησε: «Τι έγινε, γιε μου;» 17 Αυτός που έφερνε τα νέα εξήγησε: «Ο Ισραήλ τράπηκε σε φυγή, και ο λαός υπέστη βαριά ήττα από τους Φιλισταίους·+ επίσης οι δύο γιοι σου, ο Οφνεί και ο Φινεές, πέθαναν,+ και οι Φιλισταίοι πήραν την Κιβωτό του αληθινού Θεού».+
18 Τη στιγμή που ανέφερε την Κιβωτό του αληθινού Θεού, ο Ηλεί έπεσε από το κάθισμά του προς τα πίσω, δίπλα στην πύλη, και έσπασε τον αυχένα του και πέθανε, επειδή ήταν γέρος και βαρύς. Είχε κρίνει τον Ισραήλ 40 χρόνια. 19 Η νύφη του, η σύζυγος του Φινεές, ήταν έγκυος και ετοιμόγεννη. Όταν έμαθε τα νέα ότι οι Φιλισταίοι είχαν πάρει την Κιβωτό του αληθινού Θεού και ότι ο πεθερός της και ο σύζυγός της είχαν πεθάνει, διπλώθηκε στα δύο και την έπιασαν αναπάντεχα οι πόνοι και γέννησε. 20 Καθώς πέθαινε, οι γυναίκες που της παραστέκονταν είπαν: «Μη φοβάσαι, επειδή γέννησες γιο». Εκείνη δεν απάντησε ούτε έδωσε σημασία σε αυτό.* 21 Αλλά ονόμασε το αγόρι Ιχαβώδ,*+ λέγοντας: «Η δόξα έφυγε από τον Ισραήλ και πήγε εξορία»,+ εννοώντας το ότι είχαν πάρει την Κιβωτό του αληθινού Θεού, καθώς και αυτό που είχε συμβεί στον πεθερό της και στον σύζυγό της.+ 22 Είπε λοιπόν: «Η δόξα έφυγε από τον Ισραήλ και πήγε εξορία, επειδή πήραν την Κιβωτό του αληθινού Θεού».+
5 Οι Φιλισταίοι πήραν την Κιβωτό+ του αληθινού Θεού και την έφεραν από την Αβενέζερ στην Άζωτο. 2 Έβαλαν την Κιβωτό του αληθινού Θεού μέσα στον οίκο* του Δαγών και την τοποθέτησαν δίπλα στον Δαγών.+ 3 Όταν οι Αζώτιοι σηκώθηκαν νωρίς την επόμενη ημέρα, τι να δουν! Ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά στην Κιβωτό του Ιεχωβά.+ Πήραν λοιπόν τον Δαγών και τον έβαλαν πάλι στη θέση του.+ 4 Όταν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί της επομένης, ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά στην Κιβωτό του Ιεχωβά. Το κεφάλι του και οι παλάμες και των δύο χεριών του είχαν κοπεί και βρίσκονταν στο κατώφλι. Μόνο το ιχθυόμορφο τμήμα* είχε μείνει άθικτο. 5 Να γιατί μέχρι αυτή την ημέρα οι ιερείς του Δαγών και όλοι όσοι μπαίνουν στον οίκο του δεν πατούν το κατώφλι του Δαγών στην Άζωτο.
6 Το χέρι του Ιεχωβά έπεσε βαρύ πάνω στους Αζωτίους, και τους προξένησε συμφορά πλήττοντας την Άζωτο και τις περιοχές της με αιμορροΐδες.+ 7 Όταν οι Αζώτιοι είδαν τι γινόταν, είπαν: «Να μη μείνει η Κιβωτός του Θεού του Ισραήλ σε εμάς, επειδή το χέρι του χτύπησε με σκληρότητα εμάς και τον θεό μας τον Δαγών». 8 Γι’ αυτό, κάλεσαν και συγκέντρωσαν εκεί όλους τους άρχοντες των Φιλισταίων και τους ρώτησαν: «Τι πρέπει να κάνουμε με την Κιβωτό του Θεού του Ισραήλ;» Εκείνοι απάντησαν: «Ας μεταφερθεί η Κιβωτός του Θεού του Ισραήλ στη Γαθ».+ Έτσι λοιπόν, μετέφεραν την Κιβωτό του Θεού του Ισραήλ εκεί.
9 Αφού τη μετέφεραν εκεί, το χέρι του Ιεχωβά στράφηκε εναντίον της πόλης προκαλώντας μεγάλο πανικό. Εκείνος έπληξε τους κατοίκους, από μικρό μέχρι μεγάλο, και εμφανίστηκαν σε αυτούς αιμορροΐδες.+ 10 Γι’ αυτό, έστειλαν την Κιβωτό του αληθινού Θεού στην Ακκαρών,+ αλλά μόλις η Κιβωτός του αληθινού Θεού έφτασε στην Ακκαρών, οι Ακκαρωνίτες άρχισαν να φωνάζουν: «Μας έφεραν την Κιβωτό του Θεού του Ισραήλ για να θανατωθούμε εμείς και ο λαός μας!»+ 11 Τότε κάλεσαν και συγκέντρωσαν όλους τους άρχοντες των Φιλισταίων και είπαν: «Διώξτε από εδώ την Κιβωτό του Θεού του Ισραήλ· ας επιστρέψει στον τόπο της για να μη θανατωθούμε εμείς και ο λαός μας». Διότι ο τρόμος του θανάτου είχε ζώσει ολόκληρη την πόλη· το χέρι του αληθινού Θεού ήταν πολύ βαρύ εκεί,+ 12 και όσοι δεν πέθαναν είχαν πληγεί με αιμορροΐδες. Και η κραυγή της πόλης για βοήθεια ανέβηκε μέχρι τους ουρανούς.
6 Η Κιβωτός+ του Ιεχωβά ήταν στην περιοχή των Φιλισταίων εφτά μήνες. 2 Οι Φιλισταίοι κάλεσαν τους ιερείς και τους μάντεις+ και ρώτησαν: «Τι πρέπει να κάνουμε με την Κιβωτό του Ιεχωβά; Πείτε μας πώς πρέπει να τη στείλουμε πίσω στον τόπο της». 3 Εκείνοι απάντησαν: «Αν διώξετε από εδώ την κιβωτό της διαθήκης του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ, μην τη στείλετε πίσω χωρίς κάποια προσφορά. Πρέπει οπωσδήποτε να του αποδώσετε προσφορά για ενοχή.+ Μόνο τότε θα γιατρευτείτε και θα μάθετε γιατί το χέρι του δεν έχει απομακρυνθεί από εσάς». 4 Ρώτησαν λοιπόν: «Τι προσφορά για ενοχή πρέπει να του στείλουμε;» Εκείνοι είπαν: «Ανάλογα με τον αριθμό των αρχόντων των Φιλισταίων,+ στείλτε πέντε χρυσές αιμορροΐδες και πέντε χρυσά ποντίκια, γιατί η ίδια μάστιγα έχει πλήξει τον καθέναν από εσάς και τους άρχοντές σας. 5 Πρέπει να φτιάξετε ομοιώματα των αιμορροΐδων σας και ομοιώματα των ποντικιών σας+ που καταστρέφουν τον τόπο, και πρέπει να τιμήσετε τον Θεό του Ισραήλ. Ίσως έτσι ελαφρύνει το χέρι του που είναι πάνω σε εσάς και στον θεό σας και στη γη σας.+ 6 Γιατί να σκληρύνετε την καρδιά σας όπως έκανε η Αίγυπτος και ο Φαραώ;+ Όταν ο Θεός τούς μεταχειρίστηκε με σκληρότητα,+ αναγκάστηκαν να αφήσουν τον Ισραήλ να φύγει, και εκείνοι έφυγαν.+ 7 Τώρα ετοιμάστε μια καινούρια άμαξα και δύο αγελάδες που έχουν μοσχαράκια και οι οποίες δεν έχουν μπει ποτέ σε ζυγό. Μετά ζέψτε τις αγελάδες στην άμαξα, αλλά πάρτε τα μοσχαράκια τους πίσω, ώστε να μην τις ακολουθούν. 8 Πάρτε την Κιβωτό του Ιεχωβά και τοποθετήστε την πάνω στην άμαξα, και βάλτε τα χρυσά αντικείμενα που του στέλνετε ως προσφορά για ενοχή μέσα σε ένα κουτί στο πλάι της.+ Μετά αφήστε την να ξεκινήσει 9 και δείτε: Αν ανεβεί τον δρόμο προς τον τόπο της, προς τη Βαιθ-σεμές,+ τότε εκείνος είναι που μας έκανε αυτό το μεγάλο κακό. Αλλά αν όχι, θα καταλάβουμε ότι δεν ήταν το χέρι του αυτό που μας έπληξε· τυχαίο ήταν ό,τι μας συνέβη».
10 Έτσι και έκαναν. Πήραν δύο αγελάδες που είχαν μοσχαράκια και τις έζεψαν στην άμαξα, και τα μοσχαράκια τα έκλεισαν στον στάβλο. 11 Κατόπιν έβαλαν την Κιβωτό του Ιεχωβά πάνω στην άμαξα, καθώς και το κουτί με τα χρυσά ποντίκια και τα ομοιώματα των αιμορροΐδων τους. 12 Και οι αγελάδες προχώρησαν ευθεία στον δρόμο προς τη Βαιθ-σεμές.+ Έμειναν στον ίδιο μεγάλο δρόμο, μουγκρίζοντας καθώς προχωρούσαν· δεν στράφηκαν ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Όλο αυτό το διάστημα οι άρχοντες των Φιλισταίων περπατούσαν από πίσω τους, μέχρι το όριο της Βαιθ-σεμές. 13 Οι κάτοικοι της Βαιθ-σεμές θέριζαν το σιτάρι στην κοιλάδα. Όταν σήκωσαν τα μάτια τους και είδαν την Κιβωτό, χάρηκαν πολύ βλέποντάς την. 14 Η άμαξα πήγε στον αγρό του Ιησού του Βαιθσεμίτη και σταμάτησε εκεί, κοντά σε μια μεγάλη πέτρα. Έκοψαν λοιπόν τα ξύλα της άμαξας και πρόσφεραν τις αγελάδες+ ως ολοκαύτωμα στον Ιεχωβά.
15 Οι Λευίτες+ κατέβασαν την Κιβωτό του Ιεχωβά και το κουτί με τα χρυσά αντικείμενα, το οποίο ήταν μαζί της, και τα έβαλαν πάνω στη μεγάλη πέτρα. Οι άντρες της Βαιθ-σεμές+ πρόσφεραν ολοκαυτώματα και θυσίες στον Ιεχωβά εκείνη την ημέρα.
16 Όταν οι πέντε άρχοντες των Φιλισταίων το είδαν αυτό, γύρισαν στην Ακκαρών την ίδια ημέρα. 17 Και αυτές είναι οι χρυσές αιμορροΐδες τις οποίες έστειλαν οι Φιλισταίοι ως προσφορά για ενοχή στον Ιεχωβά:+ μία για την Άζωτο,+ μία για τη Γάζα, μία για την Ασκαλών, μία για τη Γαθ,+ μία για την Ακκαρών.+ 18 Ο δε αριθμός των χρυσών ποντικιών αντιστοιχούσε στον αριθμό όλων των πόλεων των Φιλισταίων που ανήκαν στους πέντε άρχοντες, τόσο των οχυρωμένων πόλεων όσο και των χωριών της υπαίθρου.
Και η μεγάλη πέτρα πάνω στην οποία τοποθέτησαν την Κιβωτό του Ιεχωβά είναι μάρτυρας μέχρι αυτή την ημέρα στον αγρό του Ιησού του Βαιθσεμίτη. 19 Αλλά ο Θεός έπληξε τους άντρες της Βαιθ-σεμές επειδή είχαν κοιτάξει την Κιβωτό του Ιεχωβά. Θανάτωσε 50.070* από αυτούς, και ο λαός άρχισε να πενθεί επειδή ο Ιεχωβά τούς είχε πλήξει με μεγάλη σφαγή.+ 20 Έτσι λοιπόν, οι άντρες της Βαιθ-σεμές ρώτησαν: «Ποιος θα μπορέσει να σταθεί μπροστά στον Ιεχωβά, αυτόν τον άγιο Θεό,+ και σε ποιον θα πάει αυτός ώστε να φύγει από εμάς;»+ 21 Και έστειλαν αγγελιοφόρους στους κατοίκους της Κιριάθ-ιαρίμ,+ λέγοντας: «Οι Φιλισταίοι επέστρεψαν την Κιβωτό του Ιεχωβά. Κατεβείτε και πάρτε την μαζί σας».+
7 Ήρθαν λοιπόν οι άντρες της Κιριάθ-ιαρίμ και ανέβασαν την Κιβωτό του Ιεχωβά στο σπίτι του Αβιναδάβ,+ στον λόφο, και αγίασαν τον γιο του τον Ελεάζαρ για να φυλάει την Κιβωτό του Ιεχωβά.
2 Από την ημέρα που ήρθε η Κιβωτός στην Κιριάθ-ιαρίμ πέρασε πολύς καιρός, συνολικά 20 χρόνια, και όλος ο οίκος του Ισραήλ άρχισε να αναζητάει* τον Ιεχωβά.+ 3 Τότε ο Σαμουήλ είπε σε όλο τον οίκο του Ισραήλ: «Αν θέλετε να επιστρέψετε στον Ιεχωβά με όλη σας την καρδιά,+ τότε να αποβάλετε τους ξένους θεούς+ και τις εικόνες της Αστορέθ+ από ανάμεσά σας και να κατευθύνετε σταθερά την καρδιά σας στον Ιεχωβά και να υπηρετείτε αυτόν μόνο.+ Τότε εκείνος θα σας σώσει από το χέρι των Φιλισταίων».+ 4 Γι’ αυτό, οι Ισραηλίτες πέταξαν τους Βάαλ και τις εικόνες της Αστορέθ και υπηρετούσαν μόνο τον Ιεχωβά.+
5 Κατόπιν ο Σαμουήλ είπε: «Συγκεντρώστε όλο τον Ισραήλ στη Μισπά,+ και εγώ θα προσευχηθώ στον Ιεχωβά για χάρη σας».+ 6 Συγκεντρώθηκαν λοιπόν στη Μισπά και έβγαλαν νερό και το έχυσαν ενώπιον του Ιεχωβά* και έκαναν νηστεία εκείνη την ημέρα.+ Εκεί είπαν: «Αμαρτήσαμε εναντίον του Ιεχωβά».+ Και ο Σαμουήλ άρχισε να υπηρετεί ως κριτής+ για τους Ισραηλίτες στη Μισπά.
7 Όταν οι Φιλισταίοι έμαθαν ότι οι Ισραηλίτες είχαν συγκεντρωθεί στη Μισπά, οι άρχοντές τους+ ανέβηκαν εναντίον του Ισραήλ. Μόλις το άκουσαν αυτό οι Ισραηλίτες, φοβήθηκαν εξαιτίας των Φιλισταίων. 8 Γι’ αυτό, είπαν στον Σαμουήλ: «Μην πάψεις να καλείς τον Ιεχωβά τον Θεό μας για να μας βοηθήσει+ και να μας σώσει από το χέρι των Φιλισταίων». 9 Τότε ο Σαμουήλ πήρε ένα αρνί που θήλαζε και το πρόσφερε ως ολοκαύτωμα+ στον Ιεχωβά· και ο Σαμουήλ ζήτησε βοήθεια από τον Ιεχωβά για χάρη του Ισραήλ, και ο Ιεχωβά τού απάντησε.+ 10 Ενόσω ο Σαμουήλ πρόσφερε το ολοκαύτωμα, οι Φιλισταίοι προχώρησαν για μάχη εναντίον του Ισραήλ. Και ο Ιεχωβά προκάλεσε δυνατή βροντή+ εκείνη την ημέρα εναντίον των Φιλισταίων και τους επέφερε σύγχυση,+ ώστε νικήθηκαν μπροστά στον Ισραήλ.+ 11 Τότε οι άντρες του Ισραήλ βγήκαν από τη Μισπά και καταδίωξαν τους Φιλισταίους, συντρίβοντάς τους μέχρι και νότια της Βαιθ-χαρ. 12 Κατόπιν ο Σαμουήλ πήρε μια πέτρα+ και την έστησε μεταξύ της Μισπά και της Ιεσανά και την ονόμασε Αβενέζερ,* διότι είπε: «Ως τώρα ο Ιεχωβά μάς έχει βοηθήσει».+ 13 Έτσι καθυποτάχθηκαν οι Φιλισταίοι και δεν ξαναμπήκαν στην περιοχή του Ισραήλ·+ και το χέρι του Ιεχωβά ήταν εναντίον των Φιλισταίων όλες τις ημέρες του Σαμουήλ.+ 14 Επίσης, οι πόλεις τις οποίες είχαν πάρει οι Φιλισταίοι από τον Ισραήλ επιστράφηκαν στον Ισραήλ, από την Ακκαρών ως τη Γαθ, και ο Ισραήλ ανέκτησε την περιοχή του από το χέρι των Φιλισταίων.
Εκτός αυτού, υπήρχε ειρήνη ανάμεσα στον Ισραήλ και στους Αμορραίους.+
15 Ο Σαμουήλ εξακολούθησε να κρίνει τον Ισραήλ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.+ 16 Κάθε χρόνο έκανε μια περιοδεία στη Βαιθήλ,+ στα Γάλγαλα+ και στη Μισπά+ και έκρινε τον Ισραήλ σε όλα αυτά τα μέρη. 17 Αλλά επέστρεφε στη Ραμά,+ όπου ήταν το σπίτι του, και έκρινε και εκεί τον Ισραήλ. Μάλιστα έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά.+
8 Όταν γέρασε ο Σαμουήλ, διόρισε τους γιους του κριτές για τον Ισραήλ. 2 Τον πρωτότοκο τον έλεγαν Ιωήλ και τον δεύτερο Αβιά·+ ήταν κριτές στη Βηρ-σαβεέ. 3 Αλλά οι γιοι του δεν περπάτησαν στις οδούς του· επιδίωκαν ανέντιμο κέρδος,+ δωροδοκούνταν+ και διέστρεφαν την κρίση.+
4 Αργότερα συγκεντρώθηκαν όλοι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και πήγαν στον Σαμουήλ, στη Ραμά. 5 Του είπαν: «Εσύ έχεις γεράσει, αλλά οι γιοι σου δεν περπατούν στις οδούς σου. Διόρισε λοιπόν για εμάς έναν βασιλιά να μας κρίνει, όπως έχουν όλα τα άλλα έθνη».+ 6 Αλλά ο Σαμουήλ δυσαρεστήθηκε* όταν είπαν: «Δώσε μας βασιλιά να μας κρίνει». Τότε ο Σαμουήλ προσευχήθηκε στον Ιεχωβά, 7 και ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: «Άκουσε όλα όσα σου λέει ο λαός· διότι δεν απέρριψαν εσένα, αλλά εμένα απέρριψαν από βασιλιά τους.+ 8 Τα ίδια ακριβώς κάνουν από την ημέρα που τους ανέβασα από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα—με εγκαταλείπουν+ και υπηρετούν άλλους θεούς.+ Αυτό κάνουν και σε εσένα. 9 Τώρα λοιπόν, άκουσέ τους. Ωστόσο, πρέπει να τους προειδοποιήσεις σαφώς και να τους πεις τι θα δικαιούται να απαιτεί ο βασιλιάς που θα τους κυβερνάει».
10 Έτσι λοιπόν, ο Σαμουήλ μετέφερε στον λαό που του ζητούσε βασιλιά όλα τα λόγια του Ιεχωβά. 11 Τους είπε: «Να τι θα δικαιούται να απαιτεί ο βασιλιάς που θα σας κυβερνάει:+ Θα παίρνει τους γιους σας+ για τα άρματά του+ και για το ιππικό του,+ και μερικοί θα τρέχουν μπροστά από τα άρματά του. 12 Θα διορίζει χιλίαρχους+ και πεντηκόνταρχους,+ ενώ άλλοι θα οργώνουν+ τα χωράφια του, θα τα θερίζουν+ και θα φτιάχνουν τα όπλα του και τον εξοπλισμό για τα άρματά του.+ 13 Θα παίρνει τις κόρες σας για μυροποιούς,* μαγείρισσες και αρτοποιούς.+ 14 Θα παίρνει τα καλύτερα χωράφια, τα καλύτερα αμπέλια και τους καλύτερους ελαιώνες σας+ και θα τα δίνει στους υπηρέτες του. 15 Θα παίρνει το ένα δέκατο από τα σπαρτά σας και από τα αμπέλια σας και θα το δίνει στους αυλικούς του και στους υπηρέτες του. 16 Θα παίρνει επίσης τους υπηρέτες σας και τις υπηρέτριές σας, τα καλύτερα βόδια σας και τα γαϊδούρια σας και θα τα χρησιμοποιεί για τις δικές του εργασίες.+ 17 Θα παίρνει το ένα δέκατο από τα κοπάδια σας,+ και εσείς θα γίνετε υπηρέτες του. 18 Θα έρθει ημέρα που θα κραυγάσετε εξαιτίας του βασιλιά τον οποίο διαλέξατε,+ αλλά ο Ιεχωβά δεν θα σας απαντήσει».
19 Εντούτοις, ο λαός αρνήθηκε να ακούσει τα λόγια του Σαμουήλ και είπε: «Όχι! Εμείς θέλουμε βασιλιά να μας κυβερνάει. 20 Τότε θα είμαστε όπως όλα τα άλλα έθνη, και ο βασιλιάς μας θα μας κρίνει και θα είναι αρχηγός μας και θα διεξάγει τις μάχες μας». 21 Αφού ο Σαμουήλ άκουσε όλα τα λόγια του λαού, τα επανέλαβε ενώπιον του Ιεχωβά. 22 Ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: «Άκουσέ τους, και διόρισε βασιλιά να βασιλεύει σε αυτούς».+ Τότε ο Σαμουήλ είπε στους άντρες του Ισραήλ: «Επιστρέψτε ο καθένας στην πόλη του».
9 Υπήρχε κάποιος άνθρωπος από τον Βενιαμίν+ ο οποίος λεγόταν Κεις,+ γιος του Αβιήλ, γιου του Σερώρ, γιου του Βεχωράθ, γιου του Αφιά. Αυτός ήταν πολύ πλούσιος. 2 Είχε έναν γιο ονόματι Σαούλ,+ ο οποίος ήταν νέος και ωραίος. Δεν υπήρχε Ισραηλίτης ωραιότερος από αυτόν. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από όλο τον λαό.
3 Κάποτε χάθηκαν τα γαϊδούρια* του Κεις, του πατέρα του Σαούλ. Τότε ο Κεις είπε στον γιο του τον Σαούλ: «Πάρε, σε παρακαλώ, μαζί σου έναν υπηρέτη και πήγαινε να ψάξεις για τα γαϊδούρια». 4 Αυτοί λοιπόν διέσχισαν την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ και τη γη Σαλισά και δεν τα βρήκαν. Έπειτα πέρασαν μέσα από τη γη Σααλίμ, αλλά τα γαϊδούρια δεν ήταν εκεί. Διέσχισαν ολόκληρη τη γη των Βενιαμινιτών και δεν τα βρήκαν.
5 Μετά μπήκαν στη γη Ζουφ, και ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη του που ήταν μαζί του: «Έλα να επιστρέψουμε, ώστε να μην αρχίσει να ανησυχεί ο πατέρας μου για εμάς αντί για τα γαϊδούρια».+ 6 Αλλά ο υπηρέτης απάντησε: «Δες! Σε αυτή την πόλη υπάρχει ένας άνθρωπος του Θεού τον οποίο εκτιμούν όλοι. Ό,τι λέει βγαίνει πάντοτε αληθινό.+ Ας πάμε εκεί λοιπόν. Ίσως μπορέσει να μας πει ποιον δρόμο να πάρουμε». 7 Τότε ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη του: «Αν πάμε, τι μπορούμε να του προσφέρουμε; Δεν έχουμε ψωμί στα σακίδιά μας· δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε ως δώρο στον άνθρωπο του αληθινού Θεού. Τι έχουμε μαζί μας;» 8 Ο υπηρέτης αποκρίθηκε πάλι στον Σαούλ: «Ορίστε! Έχω ένα τέταρτο του σίκλου* ασήμι. Θα το δώσω στον άνθρωπο του αληθινού Θεού, και αυτός θα μας πει ποιον δρόμο να πάρουμε». 9 (Παλιότερα στον Ισραήλ, έτσι έλεγε κάποιος όταν πήγαινε να εκζητήσει τον Θεό: «Ελάτε να πάμε στον βλέποντα».+ Διότι αυτός που λέγεται σήμερα προφήτης αποκαλούνταν παλιότερα βλέπων.) 10 Τότε ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη του: «Αυτό που είπες είναι καλό. Ας πάμε». Πήγαν λοιπόν στην πόλη όπου ήταν ο άνθρωπος του αληθινού Θεού.
11 Ενώ προχωρούσαν στον ανήφορο προς την πόλη, συνάντησαν κάποιες κοπέλες που πήγαιναν να βγάλουν νερό. Τις ρώτησαν λοιπόν: «Είναι εδώ ο βλέπων;»+ 12 Εκείνες απάντησαν: «Ναι. Είναι λίγο πιο πάνω. Βιαστείτε, γιατί ήρθε στην πόλη σήμερα που ο λαός θα προσφέρει θυσία+ στον υψηλό τόπο.+ 13 Μόλις μπείτε στην πόλη, θα τον βρείτε πριν ανεβεί στον υψηλό τόπο για να φάει. Ο λαός δεν τρώει ώσπου να πάει εκείνος, γιατί εκείνος ευλογεί τη θυσία. Έπειτα τρώνε οι καλεσμένοι. Ανεβείτε αμέσως και θα τον βρείτε». 14 Ανέβηκαν λοιπόν στην πόλη. Καθώς πλησίαζαν στο μέσο της, ο Σαμουήλ έβγαινε να τους συναντήσει για να ανεβούν στον υψηλό τόπο.
15 Μια ημέρα προτού έρθει ο Σαούλ, ο Ιεχωβά είχε πει στον Σαμουήλ:* 16 «Αύριο, περίπου αυτή την ώρα, θα σου στείλω έναν άνθρωπο από τη γη του Βενιαμίν.+ Εσύ πρέπει να τον χρίσεις ηγέτη του λαού μου του Ισραήλ,+ και αυτός θα σώσει τον λαό μου από το χέρι των Φιλισταίων. Διότι είδα την ταλαιπωρία του λαού μου, και η κραυγή τους έχει φτάσει σε εμένα».+ 17 Όταν ο Σαμουήλ είδε τον Σαούλ, ο Ιεχωβά τού είπε: «Να ο άνθρωπος για τον οποίο σου είπα: “Αυτός θα κυβερνήσει τον λαό μου”».*+
18 Τότε ο Σαούλ πλησίασε τον Σαμουήλ στο μέσο της πύλης και είπε: «Πες μου, σε παρακαλώ, πού είναι το σπίτι του βλέποντα;» 19 Ο Σαμουήλ απάντησε στον Σαούλ: «Εγώ είμαι ο βλέπων. Ανέβα πριν από εμένα στον υψηλό τόπο, και θα φάτε μαζί μου σήμερα.+ Το πρωί θα σε ξεπροβοδίσω και θα σου πω όλα όσα θέλεις να μάθεις.* 20 Όσο για τα γαϊδούρια που χάθηκαν πριν από τρεις ημέρες,+ μην ανησυχείς για αυτά, γιατί βρέθηκαν. Άλλωστε σε ποιον ανήκει ό,τι επιθυμητό έχει ο Ισραήλ; Δεν ανήκει σε εσένα και σε ολόκληρο τον οίκο του πατέρα σου;»+ 21 Τότε ο Σαούλ απάντησε: «Δεν είμαι εγώ Βενιαμινίτης, από μία από τις μικρότερες φυλές του Ισραήλ,+ και δεν είναι η οικογένειά μου η πιο ασήμαντη από όλες τις οικογένειες της φυλής του Βενιαμίν; Γιατί λοιπόν μου το είπες αυτό;»
22 Κατόπιν ο Σαμουήλ πήρε τον Σαούλ και τον υπηρέτη του και τους έφερε στην τραπεζαρία και τους έβαλε στην καλύτερη θέση μεταξύ των καλεσμένων, οι οποίοι ήταν περίπου 30 άντρες. 23 Ο Σαμουήλ είπε στον μάγειρα: «Φέρε τη μερίδα που σου έδωσα και σου είπα να τη φυλάξεις». 24 Τότε ο μάγειρας πήρε το μπούτι και το έβαλε μπροστά στον Σαούλ. Και ο Σαμουήλ είπε: «Αυτό που έβαλαν μπροστά σου ήταν φυλαγμένο. Φάε, διότι το φύλαξαν για εσένα, για αυτή την περίσταση, επειδή τους είπα ότι θα είχα καλεσμένους». Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ έφαγε με τον Σαμουήλ εκείνη την ημέρα. 25 Έπειτα κατέβηκαν από τον υψηλό τόπο+ στην πόλη, και αυτός συνέχισε να μιλάει με τον Σαούλ στην ταράτσα. 26 Σηκώθηκαν νωρίς, και τα χαράματα ο Σαμουήλ φώναξε τον Σαούλ που βρισκόταν στην ταράτσα, λέγοντας: «Ετοιμάσου, και εγώ θα σε ξεπροβοδίσω». Ετοιμάστηκε λοιπόν ο Σαούλ και βγήκε έξω μαζί με τον Σαμουήλ. 27 Ενώ κατέβαιναν προς την άκρη της πόλης, ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Πες στον υπηρέτη+ να προχωρήσει μπροστά από εμάς», και αυτός προχώρησε. «Εσύ όμως στάσου για να σου πω τον λόγο του Θεού».
10 Τότε ο Σαμουήλ πήρε τη φιάλη με το λάδι και το έχυσε πάνω στο κεφάλι του Σαούλ.+ Τον φίλησε και είπε: «Δεν σε έχρισε ο Ιεχωβά ηγέτη+ της κληρονομιάς του;+ 2 Αφού φύγεις από εμένα σήμερα, θα βρεις δύο άντρες κοντά στο μνήμα της Ραχήλ+ στην περιοχή του Βενιαμίν, στη Σελσά. Αυτοί θα σου πουν: “Τα γαϊδούρια για τα οποία πήγες να ψάξεις βρέθηκαν, αλλά τώρα ο πατέρας σου έπαψε να νοιάζεται για αυτά+ και ανησυχεί για εσάς. Λέει: «Τι να κάνω για τον γιο μου;»” 3 Εσύ προχώρησε μέχρι να φτάσεις στο μεγάλο δέντρο του Θαβώρ, και εκεί θα συναντήσεις τρεις άντρες που θα ανεβαίνουν προς τον αληθινό Θεό στη Βαιθήλ.+ Ο ένας θα φέρνει τρία κατσικάκια, ο άλλος τρία ψωμιά και ο άλλος μια μεγάλη στάμνα κρασί. 4 Θα σε χαιρετήσουν και θα σου δώσουν δύο ψωμιά· εσύ να τα δεχτείς. 5 Έπειτα, πήγαινε στον λόφο του αληθινού Θεού, όπου υπάρχει φρουρά των Φιλισταίων. Όταν φτάσεις στην πόλη, θα συναντήσεις μια ομάδα προφητών που θα κατεβαίνουν από τον υψηλό τόπο. Αυτοί θα προφητεύουν ενώ μπροστά τους θα βαδίζουν κάποιοι που θα παίζουν έγχορδο, ντέφι, αυλό και άρπα. 6 Το πνεύμα του Ιεχωβά θα σου δώσει δύναμη,+ και θα αρχίσεις να προφητεύεις μαζί τους και θα γίνεις άλλος άνθρωπος.+ 7 Όταν συμβούν αυτά τα σημεία, κάνε ό,τι περνάει από το χέρι σου, επειδή ο αληθινός Θεός είναι μαζί σου. 8 Ύστερα κατέβα πριν από εμένα στα Γάλγαλα,+ και εγώ θα κατεβώ εκεί σε εσένα για να προσφέρω ολοκαυτώματα και θυσίες συμμετοχής. Να περιμένεις εφτά ημέρες ώσπου να έρθω. Τότε θα σου πω τι πρέπει να κάνεις».
9 Μόλις ο Σαούλ στράφηκε για να φύγει από τον Σαμουήλ, ο Θεός άρχισε να αλλάζει την καρδιά του, και όλα αυτά τα σημεία συνέβησαν εκείνη την ημέρα. 10 Πήγαν λοιπόν από εκεί στον λόφο, και τον συνάντησε μια ομάδα προφητών. Αμέσως το πνεύμα του Θεού τού έδωσε δύναμη,+ και εκείνος άρχισε να προφητεύει+ ανάμεσά τους. 11 Όταν εκείνοι που τον γνώριζαν από παλιά τον είδαν να προφητεύει μαζί με τους προφήτες, είπαν ο ένας στον άλλον: «Τι συνέβη στον γιο του Κεις; Είναι και ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;» 12 Τότε κάποιος από εκεί είπε: «Και οι άλλοι προφήτες; Αυτοί ποιον έχουν πατέρα;» Από τότε βγήκε η φράση:* «Είναι και ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;»+
13 Όταν έπαψε να προφητεύει, πήγε στον υψηλό τόπο. 14 Ο αδελφός του πατέρα του Σαούλ είπε αργότερα στον ίδιο και στον υπηρέτη του: «Πού πήγατε;» Εκείνος απάντησε: «Να ψάξουμε για τα γαϊδούρια,+ αλλά είδαμε ότι δεν ήταν εκεί, γι’ αυτό πήγαμε στον Σαμουήλ». 15 Ο θείος του Σαούλ ρώτησε: «Πες μου, σε παρακαλώ, τι σας είπε ο Σαμουήλ;» 16 Ο Σαούλ απάντησε στον θείο του: «Μας είπε ότι τα γαϊδούρια είχαν ήδη βρεθεί». Αλλά δεν του ανέφερε τι είχε πει ο Σαμουήλ για το ζήτημα της βασιλείας.
17 Κατόπιν ο Σαμουήλ συγκάλεσε τον λαό ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά+ 18 και είπε στους Ισραηλίτες: «Αυτό λέει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Εγώ ανέβασα τον Ισραήλ από την Αίγυπτο και σας έσωσα από το χέρι της Αιγύπτου+ και από το χέρι όλων των βασιλείων τα οποία σας καταδυνάστευαν. 19 Αλλά εσείς απορρίψατε σήμερα τον Θεό σας,+ ο οποίος ήταν ο Σωτήρας σας από όλες τις συμφορές και τις στενοχώριες σας, και είπατε: «Όχι! Να διορίσεις βασιλιά να μας κυβερνάει». Σταθείτε λοιπόν ενώπιον του Ιεχωβά κατά φυλές και κατά χιλιάδες”».*
20 Τότε ο Σαμουήλ έβαλε όλες τις φυλές του Ισραήλ να πλησιάσουν,+ και επιλέχθηκε η φυλή του Βενιαμίν.+ 21 Κατόπιν έβαλε τη φυλή του Βενιαμίν να πλησιάσει κατά οικογένειες, και επιλέχθηκε η οικογένεια των Ματριτών. Τελικά επιλέχθηκε ο Σαούλ, ο γιος του Κεις.+ Αλλά όταν τον αναζήτησαν, δεν τον βρήκαν πουθενά. 22 Γι’ αυτό, ρώτησαν τον Ιεχωβά:+ «Έχει έρθει ο άνθρωπος εδώ;» Ο Ιεχωβά απάντησε: «Εδώ είναι, κρύβεται ανάμεσα στις αποσκευές». 23 Έτρεξαν λοιπόν και τον έφεραν από εκεί. Όταν στάθηκε ανάμεσα στον λαό, ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από όλους τους άλλους.+ 24 Ο Σαμουήλ είπε σε όλο τον λαό: «Βλέπετε αυτόν τον οποίο επέλεξε ο Ιεχωβά;+ Δεν υπάρχει κανείς σαν αυτόν ανάμεσα στον λαό!» Και όλος ο λαός άρχισε να φωνάζει: «Ζήτω ο βασιλιάς!»
25 Ο Σαμουήλ μίλησε στον λαό για τα νόμιμα δικαιώματα των βασιλιάδων,+ τα έγραψε σε βιβλίο και το έβαλε ενώπιον του Ιεχωβά. Κατόπιν ο Σαμουήλ είπε σε όλο τον λαό να πάει ο καθένας στο σπίτι του. 26 Ο δε Σαούλ πήγε στο σπίτι του στη Γαβαά, συνοδευόμενος από τους πολεμιστές των οποίων την καρδιά είχε υποκινήσει ο Ιεχωβά. 27 Αλλά κάποιοι άχρηστοι άνθρωποι είπαν: «Πώς θα μας σώσει αυτός;»+ Τον καταφρόνησαν λοιπόν και δεν του έφεραν κανένα δώρο.+ Εκείνος όμως δεν είπε τίποτα για αυτό.*
11 Αργότερα ο Νάας ο Αμμωνίτης+ ανέβηκε και στρατοπέδευσε ενάντια στην Ιαβείς+ της Γαλαάδ. Όλοι οι άντρες της Ιαβείς είπαν στον Νάας: «Κάνε διαθήκη* μαζί μας, και εμείς θα σε υπηρετούμε». 2 Ο Νάας ο Αμμωνίτης τούς είπε: «Θα κάνω διαθήκη μαζί σας υπό έναν όρο: να βγάλω το δεξί μάτι του καθενός σας ώστε να ταπεινώσω όλο τον Ισραήλ». 3 Οι πρεσβύτεροι της Ιαβείς τού απάντησαν: «Δώσε μας εφτά ημέρες καιρό ώστε να μπορέσουμε να στείλουμε αγγελιοφόρους σε όλη την περιοχή του Ισραήλ. Αν δεν υπάρχει κανείς να μας σώσει, θα παραδοθούμε σε εσένα». 4 Οι αγγελιοφόροι έφτασαν λοιπόν στη Γαβαά+ του Σαούλ και είπαν αυτά τα λόγια ενώπιον του λαού, και όλος ο λαός άρχισε να κλαίει δυνατά.
5 Ο δε Σαούλ ερχόταν από τον αγρό ακολουθώντας το κοπάδι, και είπε: «Τι έχει ο λαός και κλαίει;» Του αφηγήθηκαν λοιπόν τα λόγια των αντρών της Ιαβείς. 6 Το πνεύμα του Θεού έδωσε δύναμη στον Σαούλ+ μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, και έγινε έξαλλος από θυμό. 7 Πήρε λοιπόν ένα ζευγάρι ταύρους και τους έκοψε σε κομμάτια, και τα έστειλε σε όλη την περιοχή του Ισραήλ με αγγελιοφόρους, οι οποίοι έλεγαν: «Όποιος δεν ακολουθήσει τον Σαούλ και τον Σαμουήλ να ξέρει ότι αυτό θα γίνει στα βόδια του!» Και ο φόβος του Ιεχωβά έπεσε στον λαό ώστε πήγαν σύσσωμοι.* 8 Έπειτα τους μέτρησε στη Βεζέκ, και οι Ισραηλίτες ήταν 300.000 ενώ οι άντρες του Ιούδα ήταν 30.000. 9 Και είπαν στους αγγελιοφόρους που είχαν πάει: «Αυτό να πείτε στους άντρες της Ιαβείς της Γαλαάδ: “Αύριο, όταν αρχίσει να καίει ο ήλιος, θα σωθείτε”». Ευθύς αμέσως οι αγγελιοφόροι πήγαν και το είπαν στους άντρες της Ιαβείς, και αυτοί χάρηκαν πολύ. 10 Οι άντρες λοιπόν της Ιαβείς είπαν στους Αμμωνίτες: «Αύριο θα παραδοθούμε σε εσάς, και εσείς κάντε μας ό,τι νομίζετε».+
11 Την επόμενη ημέρα ο Σαούλ χώρισε τον λαό σε τρεις ομάδες, και μπήκαν στο μέσο του στρατοπέδου στη διάρκεια της πρωινής σκοπιάς* και θανάτωναν τους Αμμωνίτες+ ώσπου ζέστανε η ημέρα. Όσοι επέζησαν διασκορπίστηκαν, ώστε δεν έμειναν ούτε δύο από αυτούς που να είναι μαζί. 12 Τότε ο λαός είπε στον Σαμουήλ: «Ποιοι έλεγαν: “Μα ο Σαούλ θα είναι βασιλιάς μας;”+ Παραδώστε τους για να τους θανατώσουμε». 13 Ωστόσο, ο Σαούλ είπε: «Ούτε ένας δεν πρέπει να θανατωθεί αυτή την ημέρα,+ επειδή σήμερα ο Ιεχωβά έσωσε τον Ισραήλ».
14 Αργότερα ο Σαμουήλ είπε στον λαό: «Ελάτε να πάμε στα Γάλγαλα+ για να ανακηρύξουμε ξανά τον Σαούλ βασιλιά».+ 15 Όλος ο λαός λοιπόν πήγε στα Γάλγαλα, και έκαναν εκεί τον Σαούλ βασιλιά ενώπιον του Ιεχωβά. Κατόπιν πρόσφεραν εκεί θυσίες συμμετοχής ενώπιον του Ιεχωβά,+ και ο Σαούλ και όλοι οι άντρες του Ισραήλ γιόρτασαν με μεγάλη χαρά.+
12 Τελικά ο Σαμουήλ είπε σε όλο τον Ισραήλ: «Έκανα* ό,τι μου ζητήσατε και διόρισα βασιλιά να βασιλεύει σε εσάς.+ 2 Να λοιπόν ο βασιλιάς που σας οδηγεί!*+ Όσο για εμένα, εγώ γέρασα και τα μαλλιά μου έγιναν γκρίζα, και οι γιοι μου είναι εδώ μαζί σας·+ και εγώ σας οδηγώ από τη νεότητά μου μέχρι αυτή την ημέρα.+ 3 Ορίστε! Καταθέστε εναντίον μου ενώπιον του Ιεχωβά και ενώπιον του χρισμένου του:+ Τίνος τον ταύρο ή τίνος το γαϊδούρι πήρα;+ Ή ποιον εξαπάτησα ή συνέτριψα; Από τίνος το χέρι δέχτηκα δωροδοκία για να κάνω τα στραβά μάτια;+ Αν έκανα κάτι τέτοιο, θα επανορθώσω».+ 4 Τότε εκείνοι είπαν: «Δεν μας εξαπάτησες ούτε μας συνέτριψες ούτε δέχτηκες τίποτα απολύτως από το χέρι κανενός». 5 Οπότε ο Σαμουήλ τούς είπε: «Ο Ιεχωβά είναι μάρτυρας εναντίον σας, και ο χρισμένος του είναι μάρτυρας αυτή την ημέρα για το ότι δεν βρήκατε τίποτα για το οποίο να με κατηγορήσετε».* Και εκείνοι είπαν: «Είναι μάρτυρας».
6 Έπειτα ο Σαμουήλ είπε στον λαό: «Ο Ιεχωβά, ο οποίος χρησιμοποίησε τον Μωυσή και τον Ααρών και ο οποίος ανέβασε τους προπάτορές σας από τη γη της Αιγύπτου,+ είναι μάρτυρας. 7 Σταθείτε τώρα, και εγώ θα σας κρίνω ενώπιον του Ιεχωβά λαβαίνοντας υπόψη όλες τις δίκαιες πράξεις τις οποίες έκανε ο Ιεχωβά για εσάς και τους προπάτορές σας.
8 »Όταν ο Ιακώβ πήγε στην Αίγυπτο+ και οι προπάτορές σας άρχισαν να ζητούν βοήθεια από τον Ιεχωβά,+ ο Ιεχωβά έστειλε τον Μωυσή+ και τον Ααρών να βγάλουν τους προπάτορές σας από την Αίγυπτο και να τους εγκαταστήσουν σε αυτόν τον τόπο.+ 9 Αλλά αυτοί ξέχασαν τον Ιεχωβά τον Θεό τους, και εκείνος τους πούλησε+ στο χέρι του Σισάρα,+ του αρχιστράτηγου της Ασώρ, και στο χέρι των Φιλισταίων+ και στο χέρι του βασιλιά του Μωάβ,+ οι οποίοι πολεμούσαν εναντίον τους. 10 Και ζήτησαν βοήθεια από τον Ιεχωβά+ και είπαν: “Αμαρτήσαμε,+ γιατί εγκαταλείψαμε τον Ιεχωβά για να υπηρετήσουμε τους Βάαλ+ και τις εικόνες της Αστορέθ·+ τώρα σώσε μας από το χέρι των εχθρών μας ώστε να σε υπηρετούμε”. 11 Τότε ο Ιεχωβά έστειλε τον Ιεροβάαλ,+ τον Βεδάν, τον Ιεφθάε+ και τον Σαμουήλ+ και σας έσωσε από το χέρι των εχθρών σας ολόγυρα για να ζείτε με ασφάλεια.+ 12 Όταν είδατε ότι ήρθε εναντίον σας ο Νάας,+ ο βασιλιάς των Αμμωνιτών, εξακολουθήσατε να μου λέτε: “Όχι! Εμείς θέλουμε βασιλιά να μας κυβερνάει!”+ παρότι ο Ιεχωβά ο Θεός σας είναι Βασιλιάς σας.+ 13 Να λοιπόν ο βασιλιάς τον οποίο διαλέξατε, αυτός τον οποίο ζητήσατε. Ορίστε! Ο Ιεχωβά διόρισε βασιλιά να σας κυβερνάει.+ 14 Αν φοβάστε τον Ιεχωβά+ και τον υπηρετείτε+ και υπακούτε στη φωνή του+ και δεν στασιάζετε ενάντια στην προσταγή του Ιεχωβά, και αν τόσο εσείς όσο και ο βασιλιάς που θα βασιλεύει σε εσάς ακολουθείτε τον Ιεχωβά τον Θεό σας, έχει καλώς. 15 Αλλά αν δεν υπακούτε στη φωνή του Ιεχωβά και στασιάζετε ενάντια στην προσταγή του Ιεχωβά, το χέρι του Ιεχωβά θα είναι ενάντια σε εσάς και στους πατέρες σας.+ 16 Τώρα σταθείτε και δείτε αυτό το μεγάλο πράγμα που θα κάνει ο Ιεχωβά μπροστά στα μάτια σας. 17 Δεν είναι ο θερισμός του σιταριού σήμερα; Θα επικαλεστώ τον Ιεχωβά για να στείλει βροντές και βροχή· τότε θα γνωρίσετε και θα καταλάβετε πόσο κακό ήταν στα μάτια του Ιεχωβά αυτό που κάνατε, το ότι ζητήσατε βασιλιά».+
18 Τότε ο Σαμουήλ επικαλέστηκε τον Ιεχωβά, και ο Ιεχωβά έστειλε βροντές και βροχή εκείνη την ημέρα, ώστε όλος ο λαός φοβήθηκε πολύ τον Ιεχωβά και τον Σαμουήλ. 19 Και όλος ο λαός είπε στον Σαμουήλ: «Προσευχήσου στον Ιεχωβά τον Θεό σου για τους υπηρέτες σου,+ επειδή δεν θέλουμε να πεθάνουμε, γιατί σε όλες τις αμαρτίες μας προσθέσαμε ακόμη ένα κακό ζητώντας βασιλιά».
20 Ο Σαμουήλ λοιπόν είπε στον λαό: «Μη φοβάστε. Όντως κάνατε όλο αυτό το κακό. Μην πάψετε όμως να ακολουθείτε τον Ιεχωβά.+ Να υπηρετείτε τον Ιεχωβά με όλη σας την καρδιά.+ 21 Μην ξεστρατίσετε και ακολουθήσετε τα κενά πράγματα,*+ τα οποία δεν ωφελούν και δεν μπορούν να σώσουν, επειδή είναι κενά.*+ 22 Για χάρη του μεγάλου του ονόματος,+ ο Ιεχωβά δεν θα εγκαταλείψει τον λαό του,+ επειδή ο Ιεχωβά αποφάσισε να σας κάνει λαό του.+ 23 Όσο για εμένα, μου είναι αδιανόητο να αμαρτήσω εναντίον του Ιεχωβά σταματώντας να προσεύχομαι για χάρη σας, και θα συνεχίσω να σας διδάσκω την καλή και ορθή οδό. 24 Μόνο να φοβάστε τον Ιεχωβά+ και να τον υπηρετείτε πιστά* με όλη σας την καρδιά, διότι βλέπετε τι μεγάλα πράγματα έχει κάνει για εσάς.+ 25 Ωστόσο, αν κάνετε κατάφωρα το κακό, θα σαρωθείτε,+ τόσο εσείς όσο και ο βασιλιάς σας».+
13 Ο Σαούλ ήταν . . .* χρονών όταν έγινε βασιλιάς.+ Επί δύο χρόνια βασίλευε στον Ισραήλ. 2 Έπειτα ο Σαούλ διάλεξε 3.000 άντρες από τον Ισραήλ· οι 2.000 ήταν με τον Σαούλ στη Μιχμάς και στην ορεινή περιοχή της Βαιθήλ, ενώ οι 1.000 ήταν με τον Ιωνάθαν+ στη Γαβαά+ του Βενιαμίν. Στον υπόλοιπο λαό είπε να πάει ο καθένας στη σκηνή του. 3 Τότε ο Ιωνάθαν εξόντωσε τη φρουρά των Φιλισταίων+ η οποία ήταν στη Γααβά,+ και οι Φιλισταίοι το άκουσαν. Ο δε Σαούλ έβαλε να σαλπίσουν με το κέρας+ σε όλη τη χώρα και να πουν: «Ας ακούσουν οι Εβραίοι!» 4 Όλος ο Ισραήλ άκουσε τα νέα: «Ο Σαούλ εξόντωσε μια φρουρά των Φιλισταίων, και τώρα ο Ισραήλ έχει γίνει μισητός* στους Φιλισταίους». Κλήθηκε λοιπόν ο λαός να ακολουθήσει τον Σαούλ στα Γάλγαλα.+
5 Οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν και αυτοί για να πολεμήσουν εναντίον του Ισραήλ με 30.000 πολεμικά άρματα και 6.000 ιππείς και στρατεύματα τόσο πολυάριθμα όσο οι κόκκοι της άμμου στην ακρογιαλιά·+ ανέβηκαν και στρατοπέδευσαν στη Μιχμάς, ανατολικά της Βαιθ-αβέν.+ 6 Και οι άντρες του Ισραήλ είδαν ότι βρίσκονταν σε δυσχερή θέση, επειδή δέχονταν μεγάλη πίεση· ο λαός λοιπόν κρύφτηκε στις σπηλιές,+ στα κοιλώματα, στους βράχους, στα κελάρια* και στις στέρνες. 7 Μάλιστα, ορισμένοι Εβραίοι πέρασαν τον Ιορδάνη προς τη γη του Γαδ και της Γαλαάδ.+ Αλλά ο Σαούλ ήταν ακόμη στα Γάλγαλα, και όλος ο λαός που τον ακολουθούσε έτρεμε. 8 Ο Σαούλ περίμενε εφτά ημέρες, μέχρι τον ορισμένο καιρό που είχε θέσει ο Σαμουήλ, αλλά ο Σαμουήλ δεν ήρθε στα Γάλγαλα, και ο λαός διασκορπιζόταν από κοντά του. 9 Τελικά ο Σαούλ είπε: «Φέρτε μου το ολοκαύτωμα και τις θυσίες συμμετοχής». Και πρόσφερε το ολοκαύτωμα.+
10 Αλλά μόλις τελείωσε την προσφορά του ολοκαυτώματος, έφτασε ο Σαμουήλ. Πήγε λοιπόν ο Σαούλ να τον προϋπαντήσει και να τον ευλογήσει. 11 Τότε ο Σαμουήλ είπε: «Τι έκανες;» Ο Σαούλ απάντησε: «Είδα ότι ο λαός με εγκατέλειπε,+ και εσύ δεν είχες έρθει μέσα στον καθορισμένο χρόνο, και οι Φιλισταίοι συγκεντρώνονταν στη Μιχμάς.+ 12 Γι’ αυτό είπα μέσα μου: “Θα κατεβούν τώρα οι Φιλισταίοι εναντίον μου στα Γάλγαλα, και εγώ δεν έχω εκζητήσει την εύνοια* του Ιεχωβά”. Έτσι λοιπόν, ένιωσα υποχρεωμένος να προσφέρω το ολοκαύτωμα».
13 Τότε ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Ενήργησες ανόητα. Δεν υπάκουσες στην εντολή που σου έδωσε ο Ιεχωβά ο Θεός σου.+ Αν είχες υπακούσει, ο Ιεχωβά θα είχε εδραιώσει τη βασιλεία σου στον Ισραήλ για πάντα. 14 Τώρα όμως η βασιλεία σου δεν θα διαρκέσει.+ Ο Ιεχωβά θα βρει έναν άντρα που να είναι σε αρμονία με την καρδιά του,+ και ο Ιεχωβά θα τον διορίσει ηγέτη του λαού του,+ επειδή εσύ δεν υπάκουσες σε αυτό που σε διέταξε ο Ιεχωβά».+
15 Έπειτα ο Σαμουήλ σηκώθηκε και ανέβηκε από τα Γάλγαλα στη Γαβαά του Βενιαμίν, ενώ ο Σαούλ καταμέτρησε τον λαό· είχαν απομείνει μαζί του περίπου 600 άντρες.+ 16 Ο Σαούλ, ο γιος του ο Ιωνάθαν και ο λαός που είχε απομείνει μαζί τους έμεναν στη Γααβά+ του Βενιαμίν, οι δε Φιλισταίοι είχαν στρατοπεδεύσει στη Μιχμάς.+ 17 Και οι επιδρομείς έβγαιναν από το στρατόπεδο των Φιλισταίων σε τρεις ομάδες. Η μία έπαιρνε τον δρόμο της Οφρά, προς τη γη Σουάλ· 18 η άλλη έπαιρνε τον δρόμο της Βαιθ-ορών,+ ενώ η τρίτη έπαιρνε τον δρόμο που οδηγούσε στο όριο πάνω από την κοιλάδα Ζεβωίμ, κατά την έρημο.
19 Εκείνον τον καιρό, δεν υπήρχε σιδηρουργός σε όλη τη γη του Ισραήλ, επειδή οι Φιλισταίοι είχαν πει: «Για να μη φτιάξουν οι Εβραίοι σπαθί ή δόρυ». 20 Όλοι οι Ισραηλίτες ήταν αναγκασμένοι να κατεβαίνουν στους Φιλισταίους για να ακονίσουν τα υνιά, τις αξίνες, τα τσεκούρια και τα δρεπάνια τους. 21 Η τιμή για το ακόνισμα ήταν ένα φιμ* για τα υνιά, τις αξίνες, τα τρίκρανα, τα τσεκούρια και για το στερέωμα του βούκεντρου. 22 Και την ημέρα της μάχης, δεν βρισκόταν ούτε σπαθί ούτε δόρυ στο χέρι κάποιου από τον λαό που ήταν μαζί με τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν·+ μόνο ο Σαούλ και ο γιος του ο Ιωνάθαν είχαν όπλα.
23 Και μια φρουρά* των Φιλισταίων είχε πιάσει το πέρασμα της χαράδρας της Μιχμάς.+
14 Μια ημέρα ο Ιωνάθαν,+ ο γιος του Σαούλ, είπε στον υπηρέτη που μετέφερε τα όπλα του: «Έλα να περάσουμε απέναντι, στην προφυλακή των Φιλισταίων που βρίσκεται στην άλλη πλευρά». Αλλά δεν το είπε στον πατέρα του. 2 Ο Σαούλ έμενε στα περίχωρα της Γαβαά,+ κάτω από τη ροδιά στη Μιγρών, και είχε μαζί του περίπου 600 άντρες.+ 3 (Ο Αχιά, ο γιος του Αχιτώβ,+ αδελφού του Ιχαβώδ,+ γιου του Φινεές,+ γιου του Ηλεί,+ ήταν ο ιερέας του Ιεχωβά στη Σηλώ+ και είχε το εφόδ.)+ Και ο λαός δεν ήξερε ότι ο Ιωνάθαν είχε φύγει. 4 Παρεμπιπτόντως, ανάμεσα στις διαβάσεις από τις οποίες ο Ιωνάθαν προσπαθούσε να περάσει απέναντι, για να φτάσει στην προφυλακή των Φιλισταίων, υπήρχε ένας βράχος σαν δόντι από τη μία πλευρά και ένας βράχος σαν δόντι από την άλλη· το όνομα του ενός ήταν Βοσές και το όνομα του άλλου Σενέ. 5 Ο ένας υψωνόταν σαν στήλη στον βορρά απέναντι από τη Μιχμάς και ο άλλος ήταν στον νότο απέναντι από τη Γααβά.+
6 Ο Ιωνάθαν λοιπόν είπε στον οπλοφόρο του: «Έλα να περάσουμε απέναντι, στην προφυλακή αυτών των απερίτμητων.+ Ίσως ο Ιεχωβά κάνει κάποια ενέργεια για χάρη μας, γιατί τίποτα δεν εμποδίζει τον Ιεχωβά να σώζει είτε με πολλούς είτε με λίγους».+ 7 Τότε ο οπλοφόρος του τού είπε: «Κάνε ό,τι σε υποκινήσει η καρδιά σου. Πάρε όποιον δρόμο θέλεις, και εγώ θα σε ακολουθήσω όπου σε υποκινήσει η καρδιά σου». 8 Έπειτα ο Ιωνάθαν είπε: «Θα περάσουμε απέναντι, σε αυτούς τους ανθρώπους, και θα τους φανερωθούμε. 9 Αν μας πουν: “Σταθείτε μέχρι να έρθουμε εμείς σε εσάς!” θα σταθούμε εκεί που είμαστε και δεν θα ανεβούμε. 10 Αλλά αν πουν: “Ανεβείτε εναντίον μας!” θα ανεβούμε, επειδή ο Ιεχωβά θα τους δώσει στο χέρι μας. Αυτό θα είναι το σημείο για εμάς».+
11 Κατόπιν φανερώθηκαν και οι δύο στην προφυλακή των Φιλισταίων, οι οποίοι είπαν: «Για δείτε! Οι Εβραίοι βγαίνουν από τις τρύπες όπου είχαν κρυφτεί».+ 12 Τότε οι άντρες της προφυλακής είπαν στον Ιωνάθαν και στον οπλοφόρο του: «Ανεβείτε να σας δώσουμε ένα μάθημα!»+ Αμέσως ο Ιωνάθαν είπε στον οπλοφόρο του: «Ακολούθησέ με, επειδή ο Ιεχωβά θα τους δώσει στο χέρι του Ισραήλ».+ 13 Και ο Ιωνάθαν σκαρφάλωνε με τα χέρια και τα πόδια του, ενώ ο οπλοφόρος του ήταν πίσω του· οι δε Φιλισταίοι έπεφταν μπροστά στον Ιωνάθαν, και από πίσω ο οπλοφόρος του τους θανάτωνε. 14 Στην πρώτη επίθεση που έκανε ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος του, σκότωσαν περίπου 20 άντρες μέσα σε μικρή έκταση.*
15 Τότε εξαπλώθηκε τρόμος στο στρατόπεδο της υπαίθρου και σε όλους τους άντρες της προφυλακής. Τρομοκρατήθηκαν ακόμη και οι επιδρομείς.+ Η γη άρχισε να σείεται, και έπεσε τρόμος από τον Θεό. 16 Οι δε φρουροί του Σαούλ στη Γαβαά+ του Βενιαμίν είδαν ότι η αναταραχή εξαπλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση.+
17 Ο Σαούλ είπε στον λαό που ήταν μαζί του: «Κάντε καταμέτρηση, παρακαλώ, και δείτε ποιος έχει φύγει». Όταν έκαναν την καταμέτρηση, είδαν ότι έλειπε ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος του. 18 Και ο Σαούλ είπε στον Αχιά:+ «Φέρε την Κιβωτό του αληθινού Θεού!» (Διότι η Κιβωτός του αληθινού Θεού ήταν τότε* μαζί με τους Ισραηλίτες.) 19 Ενόσω ο Σαούλ μιλούσε στον ιερέα, η αναταραχή στο στρατόπεδο των Φιλισταίων γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Τότε ο Σαούλ είπε στον ιερέα: «Σταμάτα αυτό που κάνεις».* 20 Ο Σαούλ λοιπόν και όλος ο λαός που ήταν μαζί του συγκεντρώθηκαν και πήγαν στη μάχη, όπου διαπίστωσαν ότι οι Φιλισταίοι είχαν στρέψει τα σπαθιά τους ο ένας εναντίον του άλλου, και επικρατούσε πολύ μεγάλη σύγχυση. 21 Επίσης, οι Εβραίοι που είχαν συμμαχήσει πρωτύτερα με τους Φιλισταίους, και οι οποίοι είχαν ανεβεί μαζί τους μέσα στο στρατόπεδο, συμπαρατάχθηκαν με τον Ισραήλ υπό τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν. 22 Όλοι οι άντρες του Ισραήλ που είχαν κρυφτεί+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ άκουσαν ότι οι Φιλισταίοι τράπηκαν σε φυγή και άρχισαν και εκείνοι να τους καταδιώκουν στη μάχη. 23 Έτσι λοιπόν, ο Ιεχωβά έσωσε τον Ισραήλ εκείνη την ημέρα,+ και η μάχη επεκτάθηκε ως τη Βαιθ-αβέν.+
24 Αλλά οι άντρες του Ισραήλ ήταν πολύ πιεσμένοι εκείνη την ημέρα, γιατί ο Σαούλ είχε βάλει τον λαό να πάρει τον εξής όρκο: «Καταραμένος ο άνθρωπος που θα φάει τροφή* πριν από το βράδυ και μέχρι να εκδικηθώ τους εχθρούς μου!» Γι’ αυτό, κανείς από τον λαό δεν έφαγε τίποτα.+
25 Και όλος ο λαός* μπήκε στο δάσος, όπου υπήρχε μέλι στο έδαφος. 26 Όταν μπήκαν στο δάσος, είδαν το μέλι να στάζει, αλλά κανείς δεν άπλωνε το χέρι για να βάλει λίγο στο στόμα του, επειδή φοβούνταν τον όρκο. 27 Ο Ιωνάθαν όμως δεν είχε ακούσει ότι ο πατέρας του είχε βάλει τον λαό να ορκιστεί,+ και έτσι άπλωσε την άκρη του ραβδιού που κρατούσε και τη βούτηξε στην κηρήθρα. Όταν έφερε το χέρι του στο στόμα του, τα μάτια του έλαμψαν. 28 Τότε κάποιος είπε: «Ο πατέρας σου έβαλε τον λαό να πάρει βαρύ όρκο, λέγοντας: “Καταραμένος ο άνθρωπος που θα φάει τροφή σήμερα!”+ Γι’ αυτό είναι τόσο κουρασμένος ο λαός». 29 Ωστόσο, ο Ιωνάθαν είπε: «Ο πατέρας μου έφερε συμφορά* στον τόπο. Δείτε πώς έλαμψαν τα μάτια μου επειδή γεύτηκα λίγο μέλι. 30 Πόσο καλύτερα θα ήταν αν ο λαός είχε φάει ελεύθερα+ σήμερα από τα λάφυρα τα οποία πήρε από τους εχθρούς του! Τότε η σφαγή των Φιλισταίων θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη».
31 Εκείνη την ημέρα συνέτριβαν τους Φιλισταίους από τη Μιχμάς ως την Αιαλών,+ και ο λαός κουράστηκε πολύ. 32 Γι’ αυτό, άρχισε να ορμάει άπληστα στα λάφυρα, και έπαιρναν πρόβατα, βόδια και μοσχάρια, τα έσφαζαν καταγής και έτρωγαν το κρέας μαζί με το αίμα.+ 33 Κάποιοι ανέφεραν λοιπόν στον Σαούλ: «Ο λαός αμαρτάνει εναντίον του Ιεχωβά τρώγοντας κρέας μαζί με το αίμα».+ Τότε εκείνος είπε: «Ενεργήσατε άπιστα. Κυλήστε αμέσως μια μεγάλη πέτρα προς εμένα». 34 Έπειτα ο Σαούλ είπε: «Σκορπιστείτε ανάμεσα στον λαό και πείτε τους: “Ο καθένας σας πρέπει να φέρει τον ταύρο του ή το πρόβατό του για να το σφάξει εδώ και να το φάει. Μην αμαρτάνετε εναντίον του Ιεχωβά τρώγοντας κρέας μαζί με το αίμα”».+ Ο καθένας τους λοιπόν έφερε εκείνη τη νύχτα τον ταύρο του και τον έσφαξε εκεί. 35 Και ο Σαούλ έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά.+ Ήταν το πρώτο θυσιαστήριο που έχτισε για τον Ιεχωβά.
36 Αργότερα ο Σαούλ είπε: «Ας κατεβούμε να καταδιώξουμε τους Φιλισταίους τη νύχτα και ας τους λεηλατήσουμε μέχρι να φέξει. Δεν θα αφήσουμε ούτε έναν ζωντανό». Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Κάνε ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου». Κατόπιν ο ιερέας είπε: «Ας πλησιάσουμε τον αληθινό Θεό εδώ».+ 37 Και ο Σαούλ ρώτησε τον Θεό: «Να κατεβώ για να καταδιώξω τους Φιλισταίους;+ Θα τους δώσεις στο χέρι του Ισραήλ;» Αλλά ο Θεός δεν του απάντησε εκείνη την ημέρα. 38 Οπότε ο Σαούλ είπε: «Ελάτε εδώ, όλοι οι αρχηγοί του λαού, και ψάξτε να βρείτε ποια αμαρτία διαπράχθηκε σήμερα. 39 Διότι, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, ο οποίος έσωσε τον Ισραήλ, ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι αμάρτησε ο Ιωνάθαν ο γιος μου, πρέπει να πεθάνει». Κανείς όμως από τον λαό δεν του απαντούσε. 40 Στη συνέχεια είπε σε όλο τον Ισραήλ: «Εσείς θα είστε στη μία πλευρά, ενώ εγώ και ο γιος μου ο Ιωνάθαν θα είμαστε στην άλλη». Τότε ο λαός είπε στον Σαούλ: «Κάνε ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου».
41 Κατόπιν ο Σαούλ είπε στον Ιεχωβά: «Θεέ του Ισραήλ, απάντησε με το Θουμμίμ!»+ Τότε επιλέχθηκε ο Ιωνάθαν και ο Σαούλ, ενώ ο λαός απαλλάχτηκε. 42 Μετά ο Σαούλ είπε: «Ρίξτε κλήρο+ ανάμεσα σε εμένα και στον γιο μου τον Ιωνάθαν». Και ο κλήρος έπεσε στον Ιωνάθαν. 43 Τότε ο Σαούλ τού είπε: «Πες μου, τι έκανες;» Ο Ιωνάθαν τού απάντησε: «Απλώς γεύτηκα λίγο μέλι στην άκρη του ραβδιού μου.+ Ορίστε! Είμαι έτοιμος να πεθάνω!»
44 Και ο Σαούλ είπε: «Έτσι να κάνει ο Θεός και να προσθέσει σε αυτό, αν δεν πεθάνεις, Ιωνάθαν».+ 45 Ο λαός όμως είπε στον Σαούλ: «Θα πεθάνει ο Ιωνάθαν, αυτός που χάρισε τόσο μεγάλη νίκη*+ στον Ισραήλ; Αδιανόητο! Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, ούτε μία τρίχα από το κεφάλι του δεν πρέπει να πέσει στη γη, διότι ενήργησε με τη βοήθεια του Θεού αυτή την ημέρα».+ Έτσι έσωσε* ο λαός τον Ιωνάθαν, και δεν πέθανε.
46 Ο Σαούλ λοιπόν έπαψε να καταδιώκει τους Φιλισταίους, και οι Φιλισταίοι πήγαν στην περιοχή τους.
47 Ο Σαούλ διασφάλισε τη βασιλεία στον Ισραήλ και πολέμησε εναντίον όλων των εχθρών του ολόγυρα: εναντίον των Μωαβιτών,+ των Αμμωνιτών,+ των Εδωμιτών,+ των βασιλιάδων της Ζωβά+ και των Φιλισταίων·+ οπουδήποτε πήγαινε, νικούσε. 48 Πολέμησε γενναία και υπέταξε τους Αμαληκίτες+ και έσωσε τον Ισραήλ από το χέρι των λεηλατητών του.
49 Οι γιοι του Σαούλ ήταν ο Ιωνάθαν, ο Ισβί και ο Μαλχί-σουά.+ Είχε και δύο κόρες· η μεγαλύτερη λεγόταν Μεράβ+ και η μικρότερη Μιχάλ.+ 50 Σύζυγος του Σαούλ ήταν η Αχινοάμ, η κόρη του Αχιμάας. Αρχιστράτηγός του ήταν ο Αβενήρ,+ ο γιος του Νηρ, θείος του Σαούλ. 51 Ο Κεις+ ήταν ο πατέρας του Σαούλ, και ο Νηρ,+ ο πατέρας του Αβενήρ, ήταν ο γιος του Αβιήλ.
52 Όλες τις ημέρες του Σαούλ γινόταν αδυσώπητος πόλεμος με τους Φιλισταίους.+ Όταν ο Σαούλ έβλεπε κάποιον δυνατό ή γενναίο άντρα, τον στρατολογούσε στην υπηρεσία του.+
15 Αργότερα ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Κάποτε ο Ιεχωβά με έστειλε να σε χρίσω βασιλιά του Ισραήλ του λαού του·+ άκουσε τώρα τι έχει να πει ο Ιεχωβά.+ 2 Αυτό λέει ο Ιεχωβά των στρατευμάτων: “Θα ζητήσω λογαριασμό από τους Αμαληκίτες για ό,τι έκαναν στον Ισραήλ όταν του εναντιώθηκαν καθ’ οδόν, ενόσω ανέβαινε από την Αίγυπτο.+ 3 Τώρα πήγαινε και εξόντωσε τους Αμαληκίτες+ και αφιέρωσέ τους στην καταστροφή+ μαζί με όλα όσα έχουν. Μην τους αφήσεις ζωντανούς.* Να θανατώσεις+ άντρα και γυναίκα, παιδί και βρέφος, ταύρο και πρόβατο, καμήλα και γαϊδούρι”».+ 4 Ο Σαούλ λοιπόν κάλεσε τον λαό και τον καταμέτρησε στην Τελαΐμ. Ήταν 200.000 πεζοί και 10.000 άντρες του Ιούδα.+
5 Ο Σαούλ προχώρησε μέχρι την πόλη του Αμαλήκ και έστησε ενέδρα στην κοιλάδα.* 6 Τότε ο Σαούλ είπε στους Κεναίους:+ «Φύγετε, βγείτε από τους Αμαληκίτες για να μη σας σαρώσω μαζί τους.+ Διότι εσείς δείξατε καλοσύνη* σε όλο τον λαό του Ισραήλ+ όταν ανέβαιναν από την Αίγυπτο». Έτσι λοιπόν, οι Κεναίοι έφυγαν από τον Αμαλήκ. 7 Έπειτα από αυτό, ο Σαούλ συνέτριψε τους Αμαληκίτες+ από την Αβιλά+ ως τη Σιούρ,+ η οποία είναι δίπλα στην Αίγυπτο. 8 Έπιασε ζωντανό τον Αγάγ,+ τον βασιλιά του Αμαλήκ, αλλά όλους τους άλλους τους αφιέρωσε στην καταστροφή με το σπαθί.+ 9 Ο Σαούλ όμως και ο λαός άφησαν ζωντανό τον* Αγάγ και τα καλύτερα ζώα από τα γιδοπρόβατα, τα βόδια, τα καλοθρεμμένα ζώα, τα κριάρια και οτιδήποτε ήταν καλό.+ Δεν ήθελαν να τα αφιερώσουν στην καταστροφή. Ό,τι όμως ήταν άχρηστο και δεν το ήθελε κανείς, αυτό το αφιέρωσαν στην καταστροφή.
10 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: 11 «Μεταμελούμαι* που έκανα βασιλιά τον Σαούλ, επειδή έπαψε να με ακολουθεί και δεν εκτέλεσε τα λόγια μου».+ Ο Σαμουήλ αναστατώθηκε πολύ και κραύγαζε προς τον Ιεχωβά όλη τη νύχτα.+ 12 Όταν σηκώθηκε νωρίς το πρωί για να συναντήσει τον Σαούλ, του ανέφεραν τα εξής: «Ο Σαούλ πήγε στην Κάρμηλο,+ και έστησε εκεί μνημείο για τον εαυτό του.+ Μετά έφυγε και κατέβηκε στα Γάλγαλα». 13 Όταν τελικά ο Σαμουήλ πήγε στον Σαούλ, εκείνος του είπε: «Ο Ιεχωβά να σε ευλογεί. Εκτέλεσα τον λόγο του Ιεχωβά». 14 Αλλά ο Σαμουήλ ρώτησε: «Τότε τι είναι αυτός ο ήχος από γιδοπρόβατα που φτάνει στα αφτιά μου και ο ήχος από βόδια που ακούω;»+ 15 Και ο Σαούλ απάντησε: «Από τους Αμαληκίτες τα έφεραν αυτά, επειδή ο λαός άφησε ζωντανά τα* καλύτερα ζώα από τα γιδοπρόβατα και τα βόδια, ώστε να τα θυσιάσει στον Ιεχωβά τον Θεό σου· αλλά ό,τι απέμεινε, το αφιερώσαμε στην καταστροφή». 16 Τότε ο Σαμουήλ αποκρίθηκε στον Σαούλ: «Σταμάτα! Θα σου πω τι μου είπε ο Ιεχωβά χθες τη νύχτα».+ Οπότε εκείνος του είπε: «Μίλησε!»
17 Ο Σαμουήλ συνέχισε: «Δεν θεωρούσες εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου ασήμαντο+ όταν έγινες κεφαλή των φυλών του Ισραήλ και όταν ο Ιεχωβά σε έχρισε βασιλιά του Ισραήλ;+ 18 Αργότερα ο Ιεχωβά σε έστειλε σε μια αποστολή και είπε: “Πήγαινε και αφιέρωσε τους αμαρτωλούς Αμαληκίτες στην καταστροφή.+ Πολέμησε εναντίον τους ώσπου να τους εξοντώσεις”.+ 19 Γιατί λοιπόν δεν υπάκουσες στη φωνή του Ιεχωβά; Αντί για αυτό, όρμησες άπληστα στα λάφυρα+ και έπραξες το κακό στα μάτια του Ιεχωβά!»
20 Ωστόσο, ο Σαούλ είπε στον Σαμουήλ: «Μα υπάκουσα στη φωνή του Ιεχωβά! Πήγα στην αποστολή στην οποία με έστειλε ο Ιεχωβά και έφερα τον Αγάγ, τον βασιλιά του Αμαλήκ, και αφιέρωσα τους Αμαληκίτες στην καταστροφή.+ 21 Ο λαός όμως πήρε πρόβατα και βόδια από τα λάφυρα, τα καλύτερα από αυτά που ήταν αφιερωμένα στην καταστροφή, για να θυσιάσει στον Ιεχωβά τον Θεό σου στα Γάλγαλα».+
22 Τότε ο Σαμουήλ είπε: «Ευχαριστείται ο Ιεχωβά με τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες+ όσο με την υπακοή στη φωνή του Ιεχωβά; Η υπακοή είναι καλύτερη από τη θυσία,+ και το να ακούει κανείς προσεκτικά, από το πάχος+ των κριαριών· 23 διότι η στασιαστικότητα+ είναι όπως η αμαρτία της μαντείας,+ και το να προτρέχει κανείς με αυθάδεια είναι όπως η μαγεία και η ειδωλολατρία.* Εφόσον εσύ απέρριψες τον λόγο του Ιεχωβά,+ σε απέρριψε και αυτός από βασιλιά».+
24 Ο Σαούλ είπε στον Σαμουήλ: «Αμάρτησα. Παρέβηκα την προσταγή του Ιεχωβά και τα λόγια σου επειδή φοβήθηκα τον λαό και έκανα ό,τι είπε. 25 Τώρα, σε παρακαλώ, συγχώρησε την αμαρτία μου και επίστρεψε μαζί μου για να προσκυνήσω τον Ιεχωβά».+ 26 Αλλά ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Δεν θα επιστρέψω μαζί σου, γιατί απέρριψες τον λόγο του Ιεχωβά, και ο Ιεχωβά σε απέρριψε και δεν θα παραμείνεις βασιλιάς του Ισραήλ».+ 27 Καθώς ο Σαμουήλ γύρισε να φύγει, ο Σαούλ άρπαξε την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι του και αυτό σκίστηκε. 28 Τότε ο Σαμουήλ τού είπε: «Ο Ιεχωβά απέσχισε τη βασιλική εξουσία του Ισραήλ από εσένα σήμερα και θα τη δώσει σε έναν συνάνθρωπό σου καλύτερο από εσένα.+ 29 Επιπλέον, ο Εξοχότατος του Ισραήλ+ δεν θα αποδειχτεί ψευδής+ ούτε θα αλλάξει γνώμη,* γιατί δεν είναι άνθρωπος ώστε να αλλάξει γνώμη».*+
30 Εκείνος είπε: «Αμάρτησα. Αλλά τίμησέ με, σε παρακαλώ, μπροστά στους πρεσβυτέρους του λαού μου και μπροστά στον Ισραήλ. Επίστρεψε μαζί μου, και εγώ θα προσκυνήσω τον Ιεχωβά τον Θεό σου».+ 31 Έτσι λοιπόν, ο Σαμουήλ ακολούθησε τον Σαούλ, και ο Σαούλ προσκύνησε τον Ιεχωβά. 32 Έπειτα ο Σαμουήλ είπε: «Φέρτε μου τον Αγάγ, τον βασιλιά του Αμαλήκ». Ο Αγάγ πήγε σε αυτόν επιφυλακτικά,* διότι ως τότε έλεγε μέσα του: “Ασφαλώς η απειλή* του θανάτου απομακρύνθηκε”. 33 Ωστόσο, ο Σαμουήλ είπε: «Όπως το σπαθί σου στέρησε από γυναίκες τα παιδιά τους, έτσι και η μητέρα σου θα γίνει η πλέον στερημένη από παιδιά ανάμεσα στις γυναίκες». Τότε ο Σαμουήλ κατακρεούργησε τον Αγάγ ενώπιον του Ιεχωβά στα Γάλγαλα.+
34 Ύστερα ο Σαμουήλ πήγε στη Ραμά, ενώ ο Σαούλ ανέβηκε στο σπίτι του, στη Γαβαά του Σαούλ. 35 Ο Σαμουήλ δεν ξαναείδε τον Σαούλ ως την ημέρα του θανάτου του, και πενθούσε για τον Σαούλ.+ Ο δε Ιεχωβά μεταμελήθηκε που έκανε τον Σαούλ βασιλιά του Ισραήλ.+
16 Τελικά ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: «Ως πότε θα πενθείς για τον Σαούλ,+ τον οποίο εγώ απέρριψα από βασιλιά του Ισραήλ;+ Γέμισε το κέρας σου με λάδι+ και πήγαινε. Θα σε στείλω στον Ιεσσαί+ τον Βηθλεεμίτη, επειδή έχω επιλέξει για τον εαυτό μου βασιλιά ανάμεσα από τους γιους του».+ 2 Αλλά ο Σαμουήλ είπε: «Πώς να πάω; Μόλις το ακούσει ο Σαούλ, θα με σκοτώσει».+ Ο Ιεχωβά απάντησε: «Να πάρεις μαζί σου μια νεαρή αγελάδα και να πεις: “Ήρθα να θυσιάσω στον Ιεχωβά”. 3 Να καλέσεις τον Ιεσσαί στη θυσία· τότε θα σου πω τι να κάνεις. Πρέπει να χρίσεις για εμένα αυτόν που θα σου ορίσω».+
4 Ο Σαμουήλ έκανε ό,τι είπε ο Ιεχωβά. Όταν πήγε στη Βηθλεέμ,+ οι πρεσβύτεροι της πόλης τον προϋπάντησαν τρέμοντας και ρώτησαν: «Ήρθες για καλό;»* 5 Εκείνος απάντησε: «Ναι, για καλό. Ήρθα να θυσιάσω στον Ιεχωβά. Αγιάστε τον εαυτό σας και ελάτε μαζί μου στη θυσία». Κατόπιν αγίασε τον Ιεσσαί και τους γιους του και τους κάλεσε στη θυσία. 6 Όταν μπήκαν μέσα και είδε τον Ελιάβ,+ σκέφτηκε: «Ασφαλώς αυτός είναι ο χρισμένος του Ιεχωβά». 7 Αλλά ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: «Μην κοιτάζεις την εμφάνισή του και το ανάστημά του,+ γιατί εγώ τον έχω απορρίψει. Διότι ο άνθρωπος δεν βλέπει όπως ο Θεός, επειδή ο άνθρωπος βλέπει ό,τι είναι ορατό στα μάτια, αλλά ο Ιεχωβά βλέπει μέσα στην καρδιά».+ 8 Κατόπιν ο Ιεσσαί κάλεσε τον Αβιναδάβ+ και τον παρουσίασε στον Σαμουήλ, αλλά εκείνος είπε: «Ούτε αυτόν επέλεξε ο Ιεχωβά». 9 Στη συνέχεια ο Ιεσσαί παρουσίασε τον Σαμμάχ,+ αλλά εκείνος είπε: «Ούτε αυτόν επέλεξε ο Ιεχωβά». 10 Έτσι λοιπόν, ο Ιεσσαί παρουσίασε εφτά γιους του στον Σαμουήλ, αλλά ο Σαμουήλ τού είπε: «Ο Ιεχωβά δεν επέλεξε κανέναν από αυτούς».
11 Τελικά ο Σαμουήλ ρώτησε τον Ιεσσαί: «Αυτοί είναι όλοι οι γιοι σου;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Έχω ακόμη έναν, τον νεότερο,+ που βόσκει τα πρόβατα».+ Τότε ο Σαμουήλ είπε στον Ιεσσαί: «Στείλε να τον φέρουν. Δεν θα καθίσουμε να φάμε μέχρι να έρθει». 12 Έστειλε λοιπόν και τον έφεραν. Ήταν ροδοκόκκινος με όμορφα μάτια και ωραία εμφάνιση.+ Τότε ο Ιεχωβά είπε: «Σήκω, χρίσε τον, αυτός είναι!»+ 13 Ο Σαμουήλ πήρε το κέρας με το λάδι+ και τον έχρισε μπροστά στους αδελφούς του. Και το πνεύμα του Ιεχωβά άρχισε να δίνει δύναμη στον Δαβίδ από εκείνη την ημέρα και έπειτα.+ Αργότερα ο Σαμουήλ σηκώθηκε και πήγε στη Ραμά.+
14 Στο μεταξύ, το πνεύμα του Ιεχωβά είχε φύγει από τον Σαούλ,+ και ένα κακό πνεύμα από τον Ιεχωβά τον τρομοκρατούσε.+ 15 Οι υπηρέτες του Σαούλ τού είπαν: «Βλέπεις ότι σε τρομοκρατεί ένα κακό πνεύμα από τον Θεό. 16 Ας διατάξει, παρακαλούμε, ο κύριός μας τους υπηρέτες σου που είναι ενώπιόν σου να αναζητήσουν έναν άνθρωπο δεξιοτέχνη στο παίξιμο της άρπας.+ Όποτε έρχεται πάνω σου κακό πνεύμα από τον Θεό, εκείνος θα παίζει άρπα και εσύ θα νιώθεις καλύτερα». 17 Είπε λοιπόν ο Σαούλ στους υπηρέτες του: «Βρείτε μου, παρακαλώ, έναν άνθρωπο που παίζει καλά και φέρτε τον σε εμένα».
18 Κάποιος από τους υπηρέτες είπε: «Είδα ότι ένας γιος του Ιεσσαί του Βηθλεεμίτη παίζει με δεξιοτεχνία και είναι θαρραλέος, ισχυρός πολεμιστής.+ Μιλάει όμορφα και είναι ωραίος,+ και ο Ιεχωβά είναι μαζί του».+ 19 Ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους στον Ιεσσαί και είπε: «Στείλε μου τον γιο σου τον Δαβίδ, ο οποίος είναι με το κοπάδι».+ 20 Τότε ο Ιεσσαί φόρτωσε σε ένα γαϊδούρι ψωμί, ένα ασκί κρασί και ένα κατσικάκι, και τα έστειλε στον Σαούλ με τον γιο του τον Δαβίδ. 21 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ πήγε στον Σαούλ και άρχισε να τον υπηρετεί.+ Ο Σαούλ τον αγάπησε πάρα πολύ και τον έκανε οπλοφόρο του. 22 Γι’ αυτό, έστειλε μήνυμα στον Ιεσσαί: «Ας παραμείνει, παρακαλώ, ο Δαβίδ στην υπηρεσία μου, γιατί βρήκε εύνοια στα μάτια μου». 23 Όποτε ερχόταν πάνω στον Σαούλ κακό πνεύμα από τον Θεό, ο Δαβίδ έπαιρνε την άρπα και έπαιζε. Τότε ο Σαούλ ηρεμούσε και ένιωθε καλύτερα, και το κακό πνεύμα έφευγε από πάνω του.+
17 Οι Φιλισταίοι+ συγκέντρωσαν τα στρατεύματά τους* για πόλεμο. Συγκεντρώθηκαν στη Σωχώχ+ του Ιούδα και στρατοπέδευσαν ανάμεσα στη Σωχώχ και στην Αζηκά,+ στην Εφές-δαμμίμ.+ 2 Ο δε Σαούλ και οι άντρες του Ισραήλ συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα Ηλά,+ και παρατάχθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους Φιλισταίους. 3 Οι Φιλισταίοι πήραν θέση στο βουνό που ήταν από τη μία πλευρά και οι Ισραηλίτες στο βουνό που ήταν από την άλλη, έχοντας την κοιλάδα ανάμεσά τους.
4 Έπειτα βγήκε από τα στρατόπεδα των Φιλισταίων ένας πρόμαχος· λεγόταν Γολιάθ,+ ήταν από τη Γαθ+ και είχε ύψος έξι πήχεις και μία σπιθαμή.* 5 Φορούσε χάλκινη περικεφαλαία και φολιδωτό θώρακα από πλακίδια που επικάλυπταν το ένα το άλλο. Το βάρος του χάλκινου φολιδωτού θώρακα+ ήταν 5.000 σίκλοι.* 6 Είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινο ακόντιο+ κρεμασμένο στην πλάτη του. 7 Το ξύλινο κοντάρι στο δόρυ του ήταν σαν το αντί εκείνων που δουλεύουν στον αργαλειό,+ και η σιδερένια αιχμή στο δόρυ του ζύγιζε 600 σίκλους·* και ο ασπιδοφόρος του βάδιζε μπροστά του. 8 Στάθηκε λοιπόν και φώναξε προς τη γραμμή μάχης του Ισραήλ:+ «Γιατί βγήκατε να παραταχθείτε; Δεν είμαι εγώ Φιλισταίος, και δεν είστε εσείς υπηρέτες του Σαούλ; Διαλέξτε έναν άντρα και ας κατεβεί σε εμένα. 9 Αν καταφέρει να πολεμήσει με εμένα και με σκοτώσει, εμείς θα γίνουμε υπηρέτες σας. Αλλά αν τον νικήσω εγώ και τον σκοτώσω, θα γίνετε εσείς υπηρέτες μας και θα μας υπηρετείτε». 10 Ο Φιλισταίος είπε κατόπιν: «Εγώ χλευάζω* το στράτευμα του Ισραήλ+ σήμερα. Δώστε μου έναν άντρα να μονομαχήσουμε!»
11 Όταν ο Σαούλ και όλος ο Ισραήλ άκουσαν τα λόγια του Φιλισταίου, τρομοκρατήθηκαν και πανικοβλήθηκαν.
12 Ο Δαβίδ ήταν ο γιος του Εφραθίτη+ από τη Βηθλεέμ+ του Ιούδα ο οποίος λεγόταν Ιεσσαί+ και είχε οχτώ γιους.+ Στις ημέρες του Σαούλ αυτός ήταν ήδη γέρος. 13 Οι τρεις μεγαλύτεροι γιοι του Ιεσσαί είχαν ακολουθήσει τον Σαούλ στον πόλεμο.+ Τα ονόματα αυτών των τριών γιων ήταν Ελιάβ+ ο πρωτότοκος, Αβιναδάβ+ ο δεύτερος γιος του και Σαμμάχ+ ο τρίτος. 14 Ο Δαβίδ ήταν ο νεότερος.+ Οι τρεις μεγαλύτεροι ακολούθησαν τον Σαούλ.
15 Ο Δαβίδ πηγαινοερχόταν από τον Σαούλ στη Βηθλεέμ για να βόσκει τα πρόβατα+ του πατέρα του. 16 Στο μεταξύ, ο Φιλισταίος έβγαινε και στεκόταν στο ίδιο σημείο πρωί και βράδυ επί 40 ημέρες.
17 Μια ημέρα ο Ιεσσαί είπε στον γιο του τον Δαβίδ: «Πάρε, σε παρακαλώ, αυτό το εφά* ψημένα σιτηρά και αυτά τα 10 ψωμιά και πήγαινέ τα γρήγορα στους αδελφούς σου στο στρατόπεδο. 18 Πάρε και αυτές τις 10 μερίδες τυρί* να τις πας στον χιλίαρχο· επίσης, να δεις πώς είναι οι αδελφοί σου και να φέρεις κάτι ως σημάδι ότι είναι καλά». 19 Εκείνοι ήταν μαζί με τον Σαούλ και όλους τους άλλους άντρες του Ισραήλ στην κοιλάδα Ηλά,+ πολεμώντας εναντίον των Φιλισταίων.+
20 Σηκώθηκε λοιπόν ο Δαβίδ νωρίς το πρωί και άφησε κάποιον να φυλάει τα πρόβατα· έπειτα μάζεψε τα πράγματα και έφυγε, ακριβώς όπως του είχε παραγγείλει ο Ιεσσαί. Όταν μπήκε στον περίβολο του στρατοπέδου, ο στρατός πήγαινε στη γραμμή της μάχης βγάζοντας πολεμική κραυγή. 21 Ο Ισραήλ και οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν έτσι ώστε η μια γραμμή μάχης ήταν αντίκρυ στην άλλη. 22 Ο Δαβίδ άφησε αμέσως τις αποσκευές του στη φροντίδα του φύλακα των αποσκευών και έτρεξε στη γραμμή της μάχης. Μόλις έφτασε, άρχισε να ρωτάει αν είναι καλά οι αδελφοί του.+
23 Ενόσω τους μιλούσε, εμφανίστηκε ο πρόμαχος που ονομαζόταν Γολιάθ,+ ο Φιλισταίος από τη Γαθ. Βγήκε από τη γραμμή μάχης των Φιλισταίων και είπε τα ίδια λόγια όπως προηγουμένως,+ και ο Δαβίδ τον άκουσε. 24 Όταν όλοι οι άντρες του Ισραήλ τον είδαν, τράπηκαν σε φυγή τρομοκρατημένοι εξαιτίας του+ 25 και έλεγαν: «Είδατε αυτόν που βγαίνει; Έρχεται για να χλευάσει* τον Ισραήλ.+ Ο βασιλιάς θα χαρίσει μεγάλα πλούτη στον άνθρωπο που θα τον σκοτώσει, θα του δώσει την κόρη του+ και θα απαλλάξει τον οίκο του πατέρα του από όλους τους φόρους και τις υποχρεώσεις στον Ισραήλ».
26 Ο Δαβίδ ρώτησε τους άντρες που στέκονταν κοντά του: «Πώς θα ανταμειφθεί ο άνθρωπος που θα σκοτώσει εκείνον εκεί τον Φιλισταίο και θα ξεπλύνει την ντροπή από τον Ισραήλ; Διότι ποιος είναι αυτός ο απερίτμητος Φιλισταίος που χλευάζει* το στράτευμα του ζωντανού Θεού;»+ 27 Τότε του είπαν τα ίδια όπως προηγουμένως: «Έτσι θα ανταμειφθεί ο άνθρωπος που θα τον σκοτώσει». 28 Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Ελιάβ,+ τον άκουσε να μιλάει στους άντρες, θύμωσε μαζί του και είπε: «Γιατί κατέβηκες εδώ; Και σε ποιον άφησες εκείνα τα λίγα πρόβατα στην έρημο;+ Ξέρω καλά την αυθάδειά σου και τις κακές προθέσεις της καρδιάς σου· κατέβηκες μόνο και μόνο για να δεις τη μάχη». 29 Ο Δαβίδ απάντησε: «Τι φταίω τώρα; Μια ερώτηση έκανα!» 30 Μετά στράφηκε σε κάποιον άλλον και ρώτησε το ίδιο πράγμα όπως προηγουμένως,+ και του έδωσαν την ίδια απάντηση όπως και πριν.+
31 Κάποιοι άκουσαν τα λόγια του Δαβίδ και τα ανέφεραν στον Σαούλ. Εκείνος λοιπόν έστειλε και τον έφεραν μπροστά του. 32 Ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Ας μην πτοείται η καρδιά κανενός* εξαιτίας του. Ο υπηρέτης σου θα πάει και θα πολεμήσει με αυτόν τον Φιλισταίο».+ 33 Αλλά ο Σαούλ είπε στον Δαβίδ: «Δεν μπορείς να πας και να πολεμήσεις εναντίον αυτού του Φιλισταίου, γιατί εσύ είσαι παιδί+ ενώ εκείνος είναι στρατιώτης* από τα νιάτα του». 34 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Ο υπηρέτης σου έγινε βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του, και ήρθε ένα λιοντάρι,+ καθώς και μια αρκούδα, και το καθένα άρπαξε ένα πρόβατο από το κοπάδι. 35 Εγώ έτρεξα πίσω του και το χτύπησα και έσωσα το πρόβατο από το στόμα του. Όταν σηκώθηκε εναντίον μου, το έπιασα από το τρίχωμά του* και το χτύπησα και το σκότωσα. 36 Ο υπηρέτης σου σκότωσε και το λιοντάρι και την αρκούδα, και αυτός ο απερίτμητος Φιλισταίος θα γίνει σαν ένα από αυτά, γιατί χλεύασε* τα στρατεύματα του ζωντανού Θεού».+ 37 Κατόπιν ο Δαβίδ πρόσθεσε: «Ο Ιεχωβά, ο οποίος με έσωσε από τα νύχια του λιονταριού και της αρκούδας, εκείνος θα με σώσει και από το χέρι αυτού του Φιλισταίου».+ Τότε ο Σαούλ είπε στον Δαβίδ: «Πήγαινε, και ο Ιεχωβά να είναι μαζί σου».
38 Έντυσε λοιπόν ο Σαούλ τον Δαβίδ με τα ρούχα του. Του έβαλε χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι και τον έντυσε με φολιδωτό θώρακα. 39 Έπειτα ο Δαβίδ ζώστηκε το σπαθί του πάνω από τα ρούχα του και προσπάθησε να περπατήσει αλλά δεν μπορούσε επειδή δεν τα είχε συνηθίσει. Ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Δεν μπορώ να περπατήσω με αυτά τα πράγματα, γιατί δεν τα έχω συνηθίσει». Γι’ αυτό, τα έβγαλε από πάνω του. 40 Κατόπιν πήρε το ραβδί του στο χέρι του και διάλεξε πέντε λείες πέτρες από τη ρεματιά* και τις έβαλε μέσα στο ποιμενικό του σακίδιο, ενώ στο χέρι του κρατούσε τη σφεντόνα του.+ Και άρχισε να πλησιάζει τον Φιλισταίο.
41 Ο Φιλισταίος πλησίαζε όλο και περισσότερο τον Δαβίδ, και ο ασπιδοφόρος του βάδιζε μπροστά του. 42 Όταν ο Φιλισταίος κοίταξε και είδε τον Δαβίδ, τον περιγέλασε απαξιωτικά επειδή δεν ήταν παρά ένα ροδοκόκκινο και όμορφο παιδί.+ 43 Είπε λοιπόν ο Φιλισταίος στον Δαβίδ: «Σκύλος είμαι εγώ+ και έρχεσαι εναντίον μου με ραβδιά;» Μετά ο Φιλισταίος καταράστηκε τον Δαβίδ επικαλούμενος τους θεούς του. 44 Ο Φιλισταίος είπε στον Δαβίδ: «Έλα εδώ, και θα δώσω τις σάρκες σου στα πουλιά των ουρανών και στα ζώα του αγρού».
45 Ο Δαβίδ απάντησε στον Φιλισταίο: «Εσύ έρχεσαι εναντίον μου με σπαθί και δόρυ και ακόντιο,+ εγώ όμως έρχομαι εναντίον σου στο όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων,+ του Θεού του στρατεύματος του Ισραήλ, που εσύ χλεύασες.*+ 46 Σήμερα κιόλας ο Ιεχωβά θα σε παραδώσει στο χέρι μου,+ και θα σε σκοτώσω και θα σου κόψω το κεφάλι· σήμερα θα δώσω τα πτώματα του στρατοπέδου των Φιλισταίων στα πουλιά των ουρανών και στα θηρία της γης· και οι άνθρωποι όλης της γης θα γνωρίσουν ότι υπάρχει Θεός στον Ισραήλ.+ 47 Και όλοι όσοι είναι μαζεμένοι εδώ* θα γνωρίσουν ότι ούτε με σπαθί ούτε με δόρυ σώζει ο Ιεχωβά,+ επειδή η μάχη είναι του Ιεχωβά,+ και αυτός θα σας δώσει όλους στο χέρι μας».+
48 Ο Φιλισταίος σηκώθηκε και πλησίαζε όλο και περισσότερο τον Δαβίδ για να τον αντιμετωπίσει, αλλά ο Δαβίδ έτρεξε γρήγορα προς τη γραμμή της μάχης για να αντιμετωπίσει τον Φιλισταίο. 49 Τότε ο Δαβίδ έβαλε το χέρι του στο σακίδιό του και πήρε μια πέτρα και τη σφεντόνισε. Χτύπησε τον Φιλισταίο στο μέτωπο, και η πέτρα μπήχτηκε στο μέτωπό του, και αυτός έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος.+ 50 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ νίκησε τον Φιλισταίο με μια σφεντόνα και μια πέτρα· χτύπησε τον Φιλισταίο και τον θανάτωσε, μολονότι δεν υπήρχε σπαθί στο χέρι του Δαβίδ.+ 51 Ο Δαβίδ συνέχισε να τρέχει και στάθηκε από πάνω του. Μετά πήρε το σπαθί του Φιλισταίου,+ το έβγαλε από τη θήκη του και τον αποτελείωσε κόβοντάς του με αυτό το κεφάλι. Όταν οι Φιλισταίοι είδαν ότι ο κραταιός τους άντρας πέθανε, τράπηκαν σε φυγή.+
52 Τότε οι άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα σηκώθηκαν και ξέσπασαν σε αλαλαγμό και καταδίωξαν τους Φιλισταίους από την κοιλάδα+ μέχρι τις πύλες της Ακκαρών,+ και οι θανατωμένοι Φιλισταίοι κείτονταν στον δρόμο από τη Σααραΐμ+ μέχρι τη Γαθ και την Ακκαρών. 53 Αφού οι Ισραηλίτες επέστρεψαν από την αδυσώπητη καταδίωξη των Φιλισταίων, λαφυραγώγησαν τα στρατόπεδά τους.
54 Κατόπιν ο Δαβίδ πήρε το κεφάλι του Φιλισταίου και το έφερε στην Ιερουσαλήμ, αλλά τα όπλα του τα έβαλε στη σκηνή του.+
55 Όταν ο Σαούλ είδε τον Δαβίδ να βγαίνει για να αντιμετωπίσει τον Φιλισταίο, ρώτησε τον Αβενήρ,+ τον αρχιστράτηγο: «Τίνος γιος είναι αυτό το αγόρι,+ Αβενήρ;» Ο Αβενήρ απάντησε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζεις,* βασιλιά, δεν ξέρω!» 56 Ο βασιλιάς είπε: «Μάθε τίνος γιος είναι ο νεαρός». 57 Γι’ αυτό, μόλις επέστρεψε ο Δαβίδ, αφού εξόντωσε τον Φιλισταίο, τον πήρε ο Αβενήρ και τον έφερε μπροστά στον Σαούλ, ενώ κρατούσε το κεφάλι του Φιλισταίου+ στο χέρι του. 58 Ο Σαούλ λοιπόν τον ρώτησε: «Τίνος γιος είσαι, αγόρι μου;» Ο Δαβίδ απάντησε: «Ο γιος του υπηρέτη σου του Ιεσσαί+ του Βηθλεεμίτη».+
18 Αφού ο Δαβίδ τελείωσε τη συνομιλία του με τον Σαούλ, ο Ιωνάθαν+ και ο Δαβίδ συνδέθηκαν με στενή φιλία,* και ο Ιωνάθαν τον αγάπησε όπως τον εαυτό του.*+ 2 Από εκείνη την ημέρα, ο Σαούλ κράτησε τον Δαβίδ μαζί του και δεν τον άφησε να επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του.+ 3 Ο δε Ιωνάθαν έκανε διαθήκη με τον Δαβίδ+ επειδή τον αγαπούσε όπως τον εαυτό του.*+ 4 Έβγαλε το αμάνικο πανωφόρι που φορούσε και το έδωσε στον Δαβίδ, μαζί με την πανοπλία του, το σπαθί του, το τόξο του και τη ζώνη του. 5 Ο Δαβίδ άρχισε να βγαίνει στη μάχη και είχε επιτυχία*+ οπουδήποτε τον έστελνε ο Σαούλ. Γι’ αυτό, ο Σαούλ τον έβαλε επικεφαλής των πολεμιστών,+ και αυτό άρεσε σε όλο τον λαό και στους υπηρέτες του Σαούλ.
6 Όποτε ο Δαβίδ και οι άλλοι επέστρεφαν, αφού είχαν συντρίψει τους Φιλισταίους, οι γυναίκες έβγαιναν από όλες τις πόλεις του Ισραήλ τραγουδώντας+ και χορεύοντας, για να προϋπαντήσουν τον βασιλιά Σαούλ με ντέφια,+ με χαρά και με λαούτα. 7 Οι γυναίκες πανηγύριζαν τραγουδώντας:
«Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες,
και ο Δαβίδ δεκάδες χιλιάδες».+
8 Ο Σαούλ θύμωσε πολύ,+ και το τραγούδι τον δυσαρέστησε, γι’ αυτό και είπε: «Απέδωσαν στον Δαβίδ τις δεκάδες χιλιάδες ενώ σε εμένα τις χιλιάδες. Το μόνο που μένει να του δοθεί είναι η βασιλεία!»+ 9 Από εκείνη την ημέρα και έπειτα, ο Σαούλ έβλεπε καχύποπτα τον Δαβίδ.
10 Την επόμενη ημέρα ένα κακό πνεύμα από τον Θεό κυρίευσε τον Σαούλ,+ και αυτός άρχισε να φέρεται παράξενα* μέσα στην κατοικία του, ενόσω ο Δαβίδ έπαιζε άρπα+ όπως άλλοτε. Ο Σαούλ είχε δόρυ στο χέρι του+ 11 και το έριξε+ στον Δαβίδ, λέγοντας μέσα του: “Θα τον καρφώσω στον τοίχο!” Αλλά ο Δαβίδ τού ξέφυγε δύο φορές. 12 Έκτοτε ο Σαούλ φοβόταν τον Δαβίδ επειδή ο Ιεχωβά ήταν μαζί του,+ ενώ είχε φύγει από τον ίδιο.+ 13 Γι’ αυτό, ο Σαούλ τον απομάκρυνε από κοντά του και τον διόρισε χιλίαρχο. Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ οδηγούσε τον στρατό στη μάχη.*+ 14 Ο Δαβίδ εξακολουθούσε να έχει επιτυχία*+ σε ό,τι έκανε, και ο Ιεχωβά ήταν μαζί του.+ 15 Όταν ο Σαούλ είδε πόσο μεγάλη επιτυχία είχε ο Δαβίδ, τον φοβήθηκε. 16 Όλος όμως ο Ισραήλ και ο Ιούδας αγαπούσαν τον Δαβίδ επειδή τους οδηγούσε στις εκστρατείες τους.
17 Αργότερα ο Σαούλ είπε στον Δαβίδ: «Να η μεγαλύτερη κόρη μου, η Μεράβ.+ Θα σου τη δώσω για σύζυγο.+ Πρέπει όμως να συνεχίσεις να με υπηρετείς με θάρρος και να διεξάγεις τους πολέμους του Ιεχωβά».+ Διότι ο Σαούλ έλεγε μέσα του: “Ας μη στραφεί το δικό μου χέρι εναντίον του. Ας τον χτυπήσει το χέρι των Φιλισταίων”.+ 18 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Ποιος είμαι εγώ και ποιοι είναι οι συγγενείς μου, η οικογένεια του πατέρα μου στον Ισραήλ, για να γίνω γαμπρός του βασιλιά;»+ 19 Ωστόσο, όταν ήρθε ο καιρός να δοθεί στον Δαβίδ η Μεράβ, η κόρη του Σαούλ, αυτή είχε ήδη δοθεί για σύζυγος στον Αδριήλ+ τον Μεολαθίτη.
20 Η Μιχάλ, όμως, η κόρη του Σαούλ,+ ήταν ερωτευμένη με τον Δαβίδ, και όταν το ανέφεραν στον Σαούλ, αυτό του άρεσε. 21 Ο Σαούλ λοιπόν σκέφτηκε: “Θα του τη δώσω για να του γίνει παγίδα, ώστε να πέσει πάνω του το χέρι των Φιλισταίων”.+ Τότε ο Σαούλ είπε για δεύτερη φορά στον Δαβίδ: «Σήμερα θα γίνεις γαμπρός μου».* 22 Επιπλέον, ο Σαούλ διέταξε τους υπηρέτες του: «Πείτε κρυφά στον Δαβίδ: “Ο βασιλιάς είναι ευχαριστημένος μαζί σου, και όλοι οι υπηρέτες του σε συμπαθούν. Γίνε λοιπόν γαμπρός του βασιλιά”». 23 Όταν οι υπηρέτες του Σαούλ είπαν αυτά τα πράγματα στον Δαβίδ, εκείνος αποκρίθηκε: «Σας φαίνεται απλό το να γίνω γαμπρός του βασιλιά ενώ είμαι φτωχός και ασήμαντος;»+ 24 Κατόπιν οι υπηρέτες του Σαούλ τού ανέφεραν: «Αυτά είπε ο Δαβίδ».
25 Τότε ο Σαούλ είπε: «Να τι πρέπει να πείτε στον Δαβίδ: “Ο βασιλιάς δεν θέλει νυφικό τίμημα+ παρά μόνο 100 ακροβυστίες+ Φιλισταίων, για να εκδικηθεί τους εχθρούς του βασιλιά”». Στην πραγματικότητα, ο Σαούλ σχεδίαζε να πέσει ο Δαβίδ από το χέρι των Φιλισταίων. 26 Οι υπηρέτες του λοιπόν ανέφεραν αυτά τα λόγια στον Δαβίδ, και εκείνου του άρεσε η ιδέα να γίνει γαμπρός του βασιλιά.+ Προτού έρθει ο ορισμένος καιρός, 27 ο Δαβίδ πήγε και σκότωσε με τους άντρες του 200 Φιλισταίους, και παρέδωσε όλες τις ακροβυστίες τους στον βασιλιά για να γίνει γαμπρός του. Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ τού έδωσε την κόρη του τη Μιχάλ για σύζυγο.+ 28 Ο Σαούλ αντιλήφθηκε ότι ο Ιεχωβά ήταν με τον Δαβίδ+ και ότι η κόρη του η Μιχάλ τον αγαπούσε.+ 29 Αυτό έκανε τον Σαούλ να φοβάται ακόμη περισσότερο τον Δαβίδ, και έγινε εχθρός του Δαβίδ για την υπόλοιπη ζωή του.+
30 Όποτε οι άρχοντες των Φιλισταίων έβγαιναν για μάχη, ο Δαβίδ είχε μεγαλύτερη επιτυχία* από όλους τους υπηρέτες του Σαούλ·+ και το όνομά του έχαιρε μεγάλου σεβασμού.+
19 Αργότερα ο Σαούλ είπε στον Ιωνάθαν τον γιο του και σε όλους τους υπηρέτες του ότι ήθελε να θανατωθεί ο Δαβίδ.+ 2 Αλλά ο Ιωνάθαν, ο γιος του Σαούλ, συμπαθούσε πολύ τον Δαβίδ,+ γι’ αυτό του είπε: «Ο πατέρας μου ο Σαούλ θέλει να σε θανατώσει. Σε παρακαλώ, φυλάξου το πρωί και πήγαινε να κρυφτείς κάπου και μείνε εκεί. 3 Εγώ θα βγω και θα σταθώ δίπλα στον πατέρα μου στον αγρό όπου θα βρίσκεσαι. Θα μιλήσω για εσένα στον πατέρα μου και, αν μάθω κάτι, θα φροντίσω να σου το πω».+
4 Ο Ιωνάθαν λοιπόν μίλησε με καλά λόγια για τον Δαβίδ+ στον πατέρα του τον Σαούλ, λέγοντάς του: «Ο βασιλιάς δεν πρέπει να αμαρτήσει εναντίον του υπηρέτη του τού Δαβίδ, γιατί αυτός δεν έχει αμαρτήσει εναντίον σου και ό,τι έχει κάνει για εσένα είναι προς όφελός σου. 5 Αυτός διακινδύνευσε τη ζωή του* για να σκοτώσει τον Φιλισταίο,+ και έτσι ο Ιεχωβά χάρισε μεγάλη νίκη* σε όλο τον Ισραήλ. Εσύ ο ίδιος το είδες αυτό και χάρηκες πολύ. Γιατί λοιπόν να αμαρτήσεις εναντίον αθώου αίματος βάζοντας να θανατώσουν τον Δαβίδ χωρίς λόγο;»+ 6 Ο Σαούλ άκουσε τον Ιωνάθαν και ορκίστηκε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, δεν θα θανατωθεί». 7 Ύστερα ο Ιωνάθαν φώναξε τον Δαβίδ και του τα είπε όλα αυτά. Έτσι λοιπόν, ο Ιωνάθαν έφερε τον Δαβίδ στον Σαούλ, και αυτός τον υπηρετούσε όπως παλιότερα.+
8 Έπειτα από κάποιο διάστημα ξέσπασε πάλι πόλεμος, και ο Δαβίδ βγήκε και πολέμησε εναντίον των Φιλισταίων και τους εξόντωσε με μεγάλη σφαγή, και εκείνοι τράπηκαν σε φυγή.
9 Και ένα κακό πνεύμα από τον Ιεχωβά ήρθε πάνω στον Σαούλ+ ενώ καθόταν στην κατοικία του κρατώντας το δόρυ του, καθώς ο Δαβίδ έπαιζε άρπα.+ 10 Ο Σαούλ αποπειράθηκε να καρφώσει τον Δαβίδ στον τοίχο με το δόρυ, αλλά εκείνος του ξέφυγε, και το δόρυ καρφώθηκε στον τοίχο. Ο Δαβίδ λοιπόν έφυγε εκείνη τη νύχτα και γλίτωσε. 11 Αργότερα ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους στο σπίτι του Δαβίδ για να παραμονεύσουν και να τον σκοτώσουν το πρωί,+ αλλά η σύζυγος του Δαβίδ, η Μιχάλ, του είπε: «Αν δεν φύγεις απόψε για να γλιτώσεις,* αύριο θα είσαι νεκρός». 12 Αμέσως η Μιχάλ κατέβασε τον Δαβίδ από το παράθυρο για να φύγει και να γλιτώσει. 13 Ύστερα πήρε το θεραφίμ* και το τοποθέτησε πάνω στο κρεβάτι, βάζοντας ένα πλέγμα από τρίχες κατσικιού στο μέρος του κεφαλιού, και το σκέπασε με ένα ρούχο.
14 Ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους να πάρουν τον Δαβίδ, αλλά εκείνη είπε: «Είναι άρρωστος». 15 Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ έστειλε τους αγγελιοφόρους να δουν τον Δαβίδ και τους είπε: «Φέρτε τον σε εμένα πάνω στο κρεβάτι του για να τον θανατώσω».+ 16 Αλλά όταν οι αγγελιοφόροι μπήκαν μέσα, είδαν ότι πάνω στο κρεβάτι υπήρχε το θεραφίμ* και ένα πλέγμα από τρίχες κατσικιού εκεί που κανονικά θα ήταν το κεφάλι του. 17 Ο Σαούλ ρώτησε τη Μιχάλ: «Γιατί με εξαπάτησες έτσι και άφησες τον εχθρό μου+ να φύγει και να γλιτώσει;» Η Μιχάλ τού απάντησε: «Αυτός μου είπε: “Άφησέ με να φύγω αλλιώς θα σε σκοτώσω!”»
18 Στο μεταξύ, ο Δαβίδ έφυγε και γλίτωσε. Πήγε στον Σαμουήλ στη Ραμά+ και του είπε όλα όσα του είχε κάνει ο Σαούλ. Κατόπιν αυτός και ο Σαμουήλ έφυγαν και έμειναν στη Ναϊώθ.+ 19 Αργότερα κάποιοι ανέφεραν στον Σαούλ: «Ο Δαβίδ είναι στη Ναϊώθ της Ραμά». 20 Αμέσως ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους να πιάσουν τον Δαβίδ. Όταν οι αγγελιοφόροι του Σαούλ είδαν τους ηλικιωμένους προφήτες να προφητεύουν και τον Σαμουήλ να στέκεται και να προΐσταται ανάμεσά τους, το πνεύμα του Θεού ήρθε πάνω τους και άρχισαν να συμπεριφέρονται και εκείνοι ως προφήτες.
21 Όταν το είπαν στον Σαούλ, έστειλε αμέσως άλλους αγγελιοφόρους, και άρχισαν να συμπεριφέρονται και εκείνοι ως προφήτες. Γι’ αυτό, ο Σαούλ έστειλε πάλι αγγελιοφόρους, τρίτη ομάδα, και άρχισαν να συμπεριφέρονται και εκείνοι ως προφήτες. 22 Τελικά πήγε και ο ίδιος στη Ραμά. Όταν έφτασε στη μεγάλη στέρνα που βρίσκεται στη Σοκχώ, ρώτησε: «Πού είναι ο Σαμουήλ και ο Δαβίδ;» Του απάντησαν: «Εκεί, στη Ναϊώθ+ της Ραμά». 23 Καθώς ο Σαούλ πήγαινε από εκεί στη Ναϊώθ της Ραμά, το πνεύμα του Θεού ήρθε πάνω και σε αυτόν και, ενόσω περπατούσε, συμπεριφερόταν ως προφήτης ώσπου έφτασε στη Ναϊώθ της Ραμά. 24 Έβγαλε λοιπόν και αυτός τα ρούχα του και συμπεριφερόταν και αυτός ως προφήτης ενώπιον του Σαμουήλ, ενώ κειτόταν εκεί γυμνός* όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα. Να γιατί λένε: «Είναι και ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;»+
20 Τότε ο Δαβίδ έφυγε εσπευσμένα από τη Ναϊώθ της Ραμά. Πήγε στον Ιωνάθαν και είπε: «Τι έκανα;+ Ποια είναι η παράβασή μου, και πώς αμάρτησα εναντίον του πατέρα σου ώστε να ζητάει τη ζωή* μου;» 2 Ο Ιωνάθαν τού είπε: «Αυτό είναι αδιανόητο!+ Δεν θα πεθάνεις. Ο πατέρας μου δεν θα κάνει τίποτα, μεγάλο ή μικρό, χωρίς να μου το φανερώσει. Γιατί να μου κρύψει ο πατέρας μου αυτό το ζήτημα; Αποκλείεται να συμβεί κάτι τέτοιο». 3 Αλλά ο Δαβίδ συνέχισε: «Ασφαλώς ο πατέρας σου ξέρει ότι έχω βρει εύνοια στα μάτια σου,+ γι’ αυτό θα πει: “Ας μην το μάθει ο Ιωνάθαν για να μη στενοχωρηθεί”. Αλλά όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και όσο βέβαιο είναι ότι ζεις εσύ,* ένα μόλις βήμα με χωρίζει από τον θάνατο!»+
4 Τότε ο Ιωνάθαν είπε στον Δαβίδ: «Ό,τι πεις,* θα το κάνω για χάρη σου». 5 Ο Δαβίδ είπε στον Ιωνάθαν: «Αύριο είναι νέα σελήνη,+ και εγώ αναμένεται να καθίσω οπωσδήποτε να φάω με τον βασιλιά· εσύ άφησέ με να φύγω, και εγώ θα κρύβομαι στον αγρό ως μεθαύριο το βράδυ. 6 Αν ο πατέρας σου αντιληφθεί την απουσία μου, τότε να πεις: “Ο Δαβίδ με παρακάλεσε να του δώσω την άδεια να πάει επειγόντως στην πόλη του, τη Βηθλεέμ,+ επειδή γίνεται ετήσια θυσία εκεί για όλη την οικογένεια”.+ 7 Αν απαντήσει: “Εντάξει!” αυτό σημαίνει ειρήνη για τον υπηρέτη σου. Αλλά αν θυμώσει, να είσαι σίγουρος ότι είναι αποφασισμένος να μου κάνει κακό. 8 Δείξε όσια αγάπη στον υπηρέτη σου,+ εφόσον έκανες διαθήκη με τον υπηρέτη σου ενώπιον του Ιεχωβά.+ Αν όμως είμαι ένοχος,+ θανάτωσέ με εσύ ο ίδιος. Γιατί να με παραδώσεις στον πατέρα σου;»
9 Ο Ιωνάθαν αποκρίθηκε: «Ούτε να το σκέφτεσαι! Αν μάθω ότι ο πατέρας μου είναι αποφασισμένος να σου κάνει κακό, δεν θα σου το πω;»+ 10 Τότε ο Δαβίδ ρώτησε τον Ιωνάθαν: «Ποιος θα μου πει αν ο πατέρας σου σού απαντήσει με σκληρότητα;» 11 Ο Ιωνάθαν είπε στον Δαβίδ: «Έλα να βγούμε στον αγρό». Βγήκαν λοιπόν και οι δύο στον αγρό. 12 Κατόπιν ο Ιωνάθαν είπε στον Δαβίδ: «Ας είναι μάρτυρας ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, ότι εγώ θα βολιδοσκοπήσω τον πατέρα μου αύριο τέτοια ώρα ή μεθαύριο. Αν είναι ευνοϊκά διατεθειμένος προς τον Δαβίδ, θα σου στείλω οπωσδήποτε μήνυμα για να σου το φανερώσω. 13 Αλλά αν ο πατέρας μου σκοπεύει να σου κάνει κακό, έτσι και χειρότερα να κάνει ο Ιεχωβά στον Ιωνάθαν, αν δεν σου το φανερώσω ώστε να φύγεις και να είσαι ασφαλής. Ο Ιεχωβά να είναι μαζί σου,+ όπως ήταν με τον πατέρα μου.+ 14 Μήπως δεν θα μου δείξεις εσύ την όσια αγάπη του Ιεχωβά ενόσω είμαι ζωντανός, αλλά και αφού πεθάνω;+ 15 Ποτέ μην αποσύρεις την όσια αγάπη σου από το σπιτικό μου,+ ακόμη και όταν ο Ιεχωβά εξαλείψει όλους τους εχθρούς του Δαβίδ από το πρόσωπο της γης». 16 Ο Ιωνάθαν λοιπόν έκανε διαθήκη με τον οίκο του Δαβίδ, λέγοντας: «Ο Ιεχωβά θα απαιτήσει την τιμωρία των εχθρών του Δαβίδ και θα τους ζητήσει λογαριασμό». 17 Ο Ιωνάθαν έβαλε ξανά τον Δαβίδ να ορκιστεί στην αγάπη που είχε για αυτόν, διότι τον αγαπούσε όπως τον εαυτό του.*+
18 Έπειτα ο Ιωνάθαν τού είπε: «Αύριο είναι νέα σελήνη,+ και η απουσία σου θα γίνει αντιληπτή, επειδή η θέση σου θα είναι κενή. 19 Μεθαύριο η απουσία σου θα γίνει ακόμη πιο αισθητή, και πρέπει να πας στο μέρος όπου κρύφτηκες τις προάλλες* και να μείνεις κοντά σε αυτήν εδώ την πέτρα. 20 Τότε εγώ θα ρίξω τρία βέλη προς τη μία πλευρά της, σαν να τοξεύω προς κάποιον στόχο. 21 Θα στείλω τον υπηρέτη λέγοντας: “Πήγαινε, βρες τα βέλη”. Αν του πω: “Δες! Τα βέλη είναι από αυτή την πλευρά σου, πάρε τα”, τότε μπορείς να επιστρέψεις γιατί, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, αυτό σημαίνει ότι όλα είναι ειρηνικά για εσένα και δεν υπάρχει κίνδυνος. 22 Αλλά αν πω στον νεαρό: “Δες! Τα βέλη είναι πιο πέρα”, τότε φύγε, γιατί ο Ιεχωβά σε έχει στείλει μακριά. 23 Όσο για την υπόσχεση που δώσαμε+ εγώ και εσύ, ο Ιεχωβά ας είναι ανάμεσά μας για πάντα».+
24 Ο Δαβίδ λοιπόν κρύφτηκε στον αγρό. Όταν έγινε νέα σελήνη, ο βασιλιάς κάθισε στο τραπέζι για να φάει.+ 25 Ο βασιλιάς καθόταν στη συνηθισμένη θέση του κοντά στον τοίχο. Ο Ιωνάθαν ήταν αντίκρυ του και ο Αβενήρ+ καθόταν δίπλα του, αλλά η θέση του Δαβίδ ήταν κενή. 26 Ο Σαούλ δεν είπε τίποτα εκείνη την ημέρα, γιατί σκέφτηκε: “Κάτι συνέβη και δεν είναι καθαρός.+ Μάλλον είναι ακάθαρτος”. 27 Την επομένη της νέας σελήνης, τη δεύτερη ημέρα, η θέση του Δαβίδ παρέμενε κενή. Τότε ο Σαούλ ρώτησε τον Ιωνάθαν τον γιο του: «Γιατί δεν ήρθε ο γιος του Ιεσσαί+ στο τραπέζι ούτε χθες ούτε σήμερα;» 28 Ο Ιωνάθαν απάντησε στον Σαούλ: «Ο Δαβίδ με παρακάλεσε να του δώσω την άδεια να πάει στη Βηθλεέμ.+ 29 Μου είπε: “Δώσε μου, σε παρακαλώ, την άδεια να φύγω επειδή έχουμε οικογενειακή θυσία στην πόλη, και με ειδοποίησε ο ίδιος μου ο αδελφός. Αν λοιπόν έχω βρει εύνοια στα μάτια σου, σε παρακαλώ, άφησέ με να αποχωρήσω αθόρυβα για να δω τους αδελφούς μου”. Να γιατί δεν έχει έρθει στο τραπέζι του βασιλιά». 30 Τότε ο Σαούλ εξοργίστηκε με τον Ιωνάθαν και του είπε: «Γιε στασιαστικής γυναίκας, νομίζεις ότι δεν ξέρω πως είσαι με το μέρος του γιου του Ιεσσαί, προς ντροπή δική σου και της μητέρας σου;* 31 Όσο ο γιος του Ιεσσαί ζει πάνω στη γη, εσύ και η βασιλεία σου δεν θα εδραιωθείτε.+ Στείλε λοιπόν τώρα κάποιον να μου τον φέρει, γιατί πρέπει να πεθάνει».*+
32 Ωστόσο, ο Ιωνάθαν είπε στον Σαούλ τον πατέρα του: «Γιατί να θανατωθεί;+ Τι έκανε;» 33 Τότε ο Σαούλ τού έριξε το δόρυ για να τον χτυπήσει,+ και ο Ιωνάθαν κατάλαβε ότι ο πατέρας του ήταν αποφασισμένος να θανατώσει τον Δαβίδ.+ 34 Ο Ιωνάθαν σηκώθηκε αμέσως από το τραπέζι μέσα σε έξαψη θυμού και δεν έφαγε τίποτα τη δεύτερη ημέρα μετά τη νέα σελήνη, επειδή είχε στενοχωρηθεί για τον Δαβίδ+ και επειδή ο ίδιος του ο πατέρας τον είχε ταπεινώσει.
35 Το πρωί ο Ιωνάθαν βγήκε στον αγρό για την καθορισμένη συνάντηση με τον Δαβίδ, έχοντας μαζί του έναν νεαρό υπηρέτη.+ 36 Και είπε στον υπηρέτη του: «Τρέξε, σε παρακαλώ, να βρεις τα βέλη που ρίχνω». Ο υπηρέτης έτρεξε, και ο Ιωνάθαν έριξε το βέλος πέρα από αυτόν. 37 Όταν ο υπηρέτης έφτασε εκεί που ο Ιωνάθαν είχε ρίξει το βέλος, εκείνος του φώναξε: «Το βέλος είναι πιο πέρα!» 38 Ο Ιωνάθαν φώναξε στον υπηρέτη: «Βιάσου! Κάνε γρήγορα! Μην καθυστερείς!» Και ο υπηρέτης του μάζεψε τα βέλη και γύρισε στον κύριό του. 39 Αλλά ο υπηρέτης δεν κατάλαβε τίποτα· μόνο ο Ιωνάθαν και ο Δαβίδ ήξεραν τι σήμαινε όλο αυτό. 40 Τότε ο Ιωνάθαν έδωσε τα όπλα του στον υπηρέτη του και του είπε: «Φύγε και πήγαινέ τα στην πόλη».
41 Όταν έφυγε ο υπηρέτης, ο Δαβίδ σηκώθηκε από ένα κοντινό σημείο που ήταν στα νότια και έπεσε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους και προσκύνησε τρεις φορές. Φίλησαν ο ένας τον άλλον και έκλαψαν ο ένας για τον άλλον, αλλά ο Δαβίδ έκλαψε περισσότερο. 42 Ο Ιωνάθαν είπε στον Δαβίδ: «Πήγαινε με ειρήνη, αφού έχουμε ορκιστεί και οι δυο μας+ στο όνομα του Ιεχωβά, λέγοντας: “Ο Ιεχωβά ας είναι ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα, και ανάμεσα στους απογόνους* μου και στους απογόνους* σου για πάντα”».+
Έπειτα σηκώθηκε ο Δαβίδ και έφυγε, ενώ ο Ιωνάθαν γύρισε στην πόλη.
21 Αργότερα ο Δαβίδ πήγε στη Νωβ,+ στον Αχιμέλεχ τον ιερέα. Ο Αχιμέλεχ άρχισε να τρέμει όταν τον συνάντησε και του είπε: «Γιατί είσαι μόνος σου και δεν είναι κανείς μαζί σου;»+ 2 Ο Δαβίδ απάντησε στον Αχιμέλεχ τον ιερέα: «Ο βασιλιάς με διέταξε να κάνω κάτι, αλλά είπε: “Δεν πρέπει να μάθει κανείς τίποτα για την αποστολή που σου αναθέτω και για τις διαταγές που σου έδωσα”. Έχω κανονίσει να συναντηθώ με τους νεαρούς άντρες μου σε κάποιο μέρος. 3 Αν λοιπόν έχεις πρόχειρα πέντε ψωμιά, δώσε τα σε εμένα ή δώσε μου ό,τι άλλο σου βρίσκεται». 4 Αλλά ο ιερέας απάντησε στον Δαβίδ: «Δεν έχω πρόχειρο συνηθισμένο ψωμί. Έχω όμως άγιο ψωμί+—αρκεί οι νεαροί άντρες να έχουν φυλαχτεί από τις γυναίκες».*+ 5 Ο Δαβίδ απάντησε στον ιερέα: «Έχουμε κρατηθεί μακριά από τις γυναίκες όπως παλιότερα, όταν έβγαινα σε εκστρατεία.+ Αν τα σώματα των νεαρών αντρών είναι άγια ακόμη και όταν η αποστολή είναι συνηθισμένη, πόσο μάλλον σήμερα!» 6 Ο ιερέας λοιπόν του έδωσε το άγιο ψωμί,+ επειδή δεν υπήρχε άλλο ψωμί εκεί εκτός από τα ψωμιά της πρόθεσης, τα οποία είχαν απομακρύνει από την παρουσία του Ιεχωβά ώστε να τα αντικαταστήσουν με φρέσκα ψωμιά την ίδια ημέρα.
7 Ήταν δε εκεί ένας από τους υπηρέτες του Σαούλ εκείνη την ημέρα, περιορισμένος* ενώπιον του Ιεχωβά. Το όνομά του ήταν Δωήκ+ ο Εδωμίτης,+ ο επικεφαλής των βοσκών του Σαούλ.
8 Έπειτα ο Δαβίδ είπε στον Αχιμέλεχ: «Έχεις πρόχειρο εδώ κάποιο δόρυ ή σπαθί; Διότι δεν πήρα μαζί μου το σπαθί μου ή τα όπλα μου, επειδή η αποστολή του βασιλιά ήταν επείγουσα». 9 Τότε ο ιερέας είπε: «Το σπαθί του Γολιάθ+ του Φιλισταίου, τον οποίο σκότωσες στην κοιλάδα Ηλά,+ είναι εδώ, τυλιγμένο σε ένα ύφασμα πίσω από το εφόδ.+ Αν θέλεις να το πάρεις, πάρε το, επειδή είναι το μόνο που υπάρχει εδώ». Ο Δαβίδ είπε: «Κανένα δεν είναι σαν αυτό. Δώσε το σε εμένα».
10 Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ σηκώθηκε και συνέχισε τη φυγή του+ από τον Σαούλ, πηγαίνοντας τελικά στον βασιλιά Αγχούς της Γαθ.+ 11 Οι υπηρέτες του Αγχούς τού είπαν: «Αυτός δεν είναι ο Δαβίδ, ο βασιλιάς της χώρας; Για αυτόν δεν τραγουδούσαν όταν χόρευαν, λέγοντας:
“Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες,
και ο Δαβίδ δεκάδες χιλιάδες”;»+
12 Ο Δαβίδ έβαλε αυτά τα λόγια στην καρδιά του και φοβήθηκε πάρα πολύ+ εξαιτίας του βασιλιά Αγχούς της Γαθ. 13 Γι’ αυτό, συγκάλυπτε τη διανοητική του υγεία+ μπροστά τους και παρίστανε τον παράφρονα ανάμεσά τους.* Έκανε σημάδια στις πόρτες της πύλης και άφηνε το σάλιο του να τρέχει στη γενειάδα του. 14 Τελικά ο Αγχούς είπε στους υπηρέτες του: «Βλέπετε ότι ο άνθρωπος είναι τρελός! Γιατί τον φέρατε σε εμένα; 15 Λίγους τρελούς έχω ώστε να χρειάζομαι και αυτόν να κάνει τρελά πράγματα μπροστά μου; Θα μπει αυτός στο σπίτι μου;»
22 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ έφυγε από εκεί+ και βρήκε καταφύγιο στη σπηλιά της Οδολλάμ.+ Όταν το έμαθαν οι αδελφοί του και ολόκληρος ο οίκος του πατέρα του, κατέβηκαν εκεί σε αυτόν. 2 Και όλοι όσοι είχαν προβλήματα και χρέη και όλοι οι δυσαρεστημένοι* συγκεντρώθηκαν γύρω του, και αυτός έγινε αρχηγός τους. Μαζί του ήταν περίπου 400 άντρες.
3 Αργότερα ο Δαβίδ πήγε από εκεί στη Μισπέ του Μωάβ και είπε στον βασιλιά του Μωάβ:+ «Ας μείνουν μαζί σας, παρακαλώ, ο πατέρας μου και η μητέρα μου ώσπου να μάθω τι θα κάνει ο Θεός για εμένα». 4 Τους άφησε λοιπόν στον βασιλιά του Μωάβ, και έμειναν μαζί του όλο το διάστημα που ο Δαβίδ ήταν στον οχυρό τόπο.+
5 Κάποια στιγμή ο Γαδ+ ο προφήτης είπε στον Δαβίδ: «Μη μένεις στον οχυρό τόπο. Φύγε και πήγαινε στη γη του Ιούδα».+ Γι’ αυτό, ο Δαβίδ έφυγε και πήγε στο δάσος της Χάρεθ.
6 Ο Σαούλ άκουσε ότι ο Δαβίδ και οι άντρες που ήταν μαζί του είχαν εντοπιστεί. Ο Σαούλ βρισκόταν τότε στη Γαβαά+ και καθόταν κάτω από το αλμυρίκι στον υψηλό τόπο, κρατώντας το δόρυ του, και όλοι οι υπηρέτες του στέκονταν γύρω του. 7 Τότε ο Σαούλ είπε στους υπηρέτες του: «Ακούστε, παρακαλώ, Βενιαμινίτες. Μήπως θα δώσει και ο γιος του Ιεσσαί+ σε όλους σας αγρούς και αμπέλια; Μήπως θα σας διορίσει όλους χιλίαρχους και εκατόνταρχους;+ 8 Όλοι σας συνωμοτήσατε εναντίον μου! Κανείς δεν με ενημέρωσε όταν ο ίδιος μου ο γιος έκανε διαθήκη με τον γιο του Ιεσσαί!+ Ούτε ένας από εσάς δεν με συμπονάει και δεν με ενημερώνει ότι ο ίδιος μου ο γιος έχει ξεσηκώσει τον υπηρέτη μου για να στήσει τώρα πλεκτάνη εναντίον μου».
9 Τότε ο Δωήκ+ ο Εδωμίτης, που στεκόταν εκεί ως επικεφαλής των υπηρετών του Σαούλ, απάντησε:+ «Εγώ είδα τον γιο του Ιεσσαί να έρχεται στη Νωβ, στον Αχιμέλεχ, τον γιο του Αχιτώβ.+ 10 Αυτός ρώτησε τον Ιεχωβά για εκείνον και του έδωσε προμήθειες. Του έδωσε μάλιστα το σπαθί του Γολιάθ του Φιλισταίου».+ 11 Αμέσως ο βασιλιάς έστειλε να καλέσουν τον Αχιμέλεχ, τον γιο του Αχιτώβ, τον ιερέα, και όλους τους ιερείς από τον οίκο του πατέρα του, οι οποίοι ήταν στη Νωβ. Έτσι λοιπόν, όλοι πήγαν στον βασιλιά.
12 Ο Σαούλ είπε: «Άκουσε, παρακαλώ, γιε του Αχιτώβ!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε, κύριέ μου!» 13 Ο Σαούλ τού είπε: «Γιατί συνωμοτήσατε εναντίον μου, εσύ και ο γιος του Ιεσσαί; Του έδωσες ψωμί και σπαθί και ρώτησες τον Θεό για αυτόν. Αυτός μου εναντιώνεται και τώρα μου έχει στήσει πλεκτάνη». 14 Τότε ο Αχιμέλεχ αποκρίθηκε στον βασιλιά: «Ποιος από όλους τους υπηρέτες σου είναι τόσο έμπιστος* όσο ο Δαβίδ;+ Είναι γαμπρός του βασιλιά+ και αρχηγός της σωματοφυλακής σου και τιμημένος στον οίκο σου.+ 15 Μήπως σήμερα ήταν η πρώτη φορά που ρώτησα τον Θεό για αυτόν;+ Αυτό που λες μου είναι αδιανόητο! Ας μην καταλογίσει ο βασιλιάς τίποτα εναντίον του υπηρέτη του και εναντίον ολόκληρου του οίκου του πατέρα μου, επειδή ο υπηρέτης σου δεν ήξερε απολύτως τίποτα για όλα αυτά».+
16 Αλλά ο βασιλιάς είπε: «Εξάπαντος θα πεθάνεις,+ Αχιμέλεχ, εσύ και όλος ο οίκος του πατέρα σου».+ 17 Τότε ο βασιλιάς είπε στους φρουρούς* που στέκονταν γύρω του: «Σκοτώστε τους ιερείς του Ιεχωβά, επειδή πήραν το μέρος του Δαβίδ! Ήξεραν ότι είναι φυγάς και δεν με ενημέρωσαν!» Αλλά οι υπηρέτες του βασιλιά δεν θέλησαν να σηκώσουν το χέρι τους και να επιτεθούν στους ιερείς του Ιεχωβά. 18 Τότε ο βασιλιάς είπε στον Δωήκ:+ «Να επιτεθείς εσύ στους ιερείς!» Αμέσως ο Δωήκ ο Εδωμίτης+ πήγε και επιτέθηκε ο ίδιος στους ιερείς. Σκότωσε εκείνη την ημέρα 85 άντρες που φορούσαν το λινό εφόδ.+ 19 Χτύπησε επίσης με το σπαθί τη Νωβ,+ την πόλη των ιερέων· άντρα και γυναίκα, παιδί και βρέφος, ταύρο, γαϊδούρι και πρόβατο, τα διαπέρασε με σπαθί.
20 Ωστόσο, ένας γιος του Αχιμέλεχ, του γιου του Αχιτώβ, ο οποίος λεγόταν Αβιάθαρ,+ γλίτωσε και έτρεξε να ακολουθήσει τον Δαβίδ. 21 Ο Αβιάθαρ είπε στον Δαβίδ: «Ο Σαούλ σκότωσε τους ιερείς του Ιεχωβά». 22 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Αβιάθαρ: «Το κατάλαβα εκείνη την ημέρα,+ όταν είδα εκεί τον Δωήκ τον Εδωμίτη, ότι θα το έλεγε οπωσδήποτε στον Σαούλ. Εγώ προσωπικά ευθύνομαι για τον θάνατο καθενός* στον οίκο του πατέρα σου. 23 Μείνε μαζί μου. Μη φοβάσαι, γιατί όποιος ζητάει τη ζωή* σου ζητάει και τη δική μου· είσαι υπό την προστασία μου».+
23 Αργότερα ανέφεραν στον Δαβίδ: «Οι Φιλισταίοι πολεμούν εναντίον της Κεϊλά+ και κάνουν επιδρομές στα αλώνια». 2 Ρώτησε λοιπόν ο Δαβίδ τον Ιεχωβά:+ «Να πάω να συντρίψω αυτούς τους Φιλισταίους;» Ο Ιεχωβά τού απάντησε: «Πήγαινε, σύντριψέ τους και σώσε την Κεϊλά». 3 Αλλά οι άντρες του Δαβίδ τού είπαν: «Εμείς φοβόμαστε ακόμη και εδώ στον Ιούδα·+ πόσο μάλλον αν πάμε στην Κεϊλά εναντίον του στρατεύματος των Φιλισταίων!»+ 4 Γι’ αυτό, ο Δαβίδ ρώτησε ξανά τον Ιεχωβά.+ Ο Ιεχωβά τού απάντησε: «Σήκω και κατέβα στην Κεϊλά, επειδή θα δώσω τους Φιλισταίους στο χέρι σου».+ 5 Πήγε λοιπόν ο Δαβίδ με τους άντρες του στην Κεϊλά και πολέμησε εναντίον των Φιλισταίων· πήρε τα ζωντανά τους και τους εξόντωσε με μεγάλη σφαγή, και έσωσε τους κατοίκους της Κεϊλά.+
6 Όταν δε ο Αβιάθαρ,+ ο γιος του Αχιμέλεχ, έτρεξε στον Δαβίδ στην Κεϊλά, είχε μαζί του ένα εφόδ. 7 Στο μεταξύ, κάποιοι ανέφεραν στον Σαούλ: «Ο Δαβίδ έχει έρθει στην Κεϊλά». Τότε ο Σαούλ είπε: «Ο Θεός μού τον παρέδωσε,*+ διότι παγιδεύτηκε μπαίνοντας σε πόλη με πύλες και αμπάρες». 8 Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ κάλεσε όλο τον λαό για πόλεμο, για να κατεβούν στην Κεϊλά και να πολιορκήσουν τον Δαβίδ και τους άντρες του. 9 Όταν ο Δαβίδ έμαθε ότι ο Σαούλ συνωμοτούσε εναντίον του, είπε στον Αβιάθαρ τον ιερέα: «Φέρε το εφόδ».+ 10 Έπειτα είπε: «Ιεχωβά, Θεέ του Ισραήλ, ο υπηρέτης σου άκουσε ότι ο Σαούλ σκοπεύει να έρθει στην Κεϊλά για να καταστρέψει την πόλη εξαιτίας μου.+ 11 Θα με παραδώσουν στο χέρι του οι αρχηγοί* της Κεϊλά; Θα κατεβεί ο Σαούλ όπως άκουσε ο υπηρέτης σου; Ιεχωβά, Θεέ του Ισραήλ, πες, σε παρακαλώ, στον υπηρέτη σου». Ο Ιεχωβά απάντησε: «Θα κατεβεί». 12 Ο Δαβίδ ρώτησε πάλι: «Θα παραδώσουν οι αρχηγοί της Κεϊλά εμένα και τους άντρες μου στο χέρι του Σαούλ;» Ο Ιεχωβά απάντησε: «Θα σας παραδώσουν».
13 Αμέσως ο Δαβίδ και οι άντρες του, που ήταν περίπου 600,+ σηκώθηκαν και έφυγαν από την Κεϊλά και πήγαιναν όπου μπορούσαν. Όταν αναφέρθηκε στον Σαούλ ότι ο Δαβίδ είχε διαφύγει από την Κεϊλά, δεν βγήκε να τον καταδιώξει. 14 Ο Δαβίδ έμενε στην έρημο σε μέρη δυσπρόσιτα, στην ορεινή περιοχή της ερήμου της Ζιφ.+ Ο Σαούλ τον έψαχνε διαρκώς,+ αλλά ο Ιεχωβά δεν τον έδωσε στο χέρι του. 15 Ο Δαβίδ ήξερε ότι* ο Σαούλ είχε βγει να ζητήσει τη ζωή* του ενόσω ο ίδιος ήταν στην έρημο της Ζιφ, στη Χορές.
16 Ο δε Ιωνάθαν, ο γιος του Σαούλ, πήγε στον Δαβίδ στη Χορές και τον βοήθησε να πάρει δύναμη* σε σχέση με τον Ιεχωβά.+ 17 Του είπε: «Μη φοβάσαι, διότι ο πατέρας μου δεν θα σε βρει· εσύ θα γίνεις βασιλιάς του Ισραήλ,+ και εγώ θα είμαι δεύτερος μετά από εσένα· το ξέρει και ο πατέρας μου αυτό».+ 18 Κατόπιν οι δυο τους έκαναν διαθήκη+ ενώπιον του Ιεχωβά, και ο Δαβίδ παρέμεινε στη Χορές, ενώ ο Ιωνάθαν πήγε στο σπίτι του.
19 Αργότερα οι άντρες της Ζιφ ανέβηκαν στον Σαούλ στη Γαβαά+ και είπαν: «Ο Δαβίδ κρύβεται κοντά μας,+ στα δυσπρόσιτα μέρη της Χορές,+ στον λόφο Αχελά,+ ο οποίος βρίσκεται νότια* της Γεσιμών.*+ 20 Όποτε θελήσεις* να κατεβείς, βασιλιά, κατέβα, και εμείς θα τον παραδώσουμε στο χέρι του βασιλιά».+ 21 Τότε ο Σαούλ είπε: «Ο Ιεχωβά να σας ευλογεί, γιατί μου δείξατε συμπόνια. 22 Πηγαίνετε, σας παρακαλώ, και προσπαθήστε να μάθετε πού ακριβώς βρίσκεται και ποιος τον είδε εκεί, γιατί μου έχουν πει ότι είναι πολύ πανούργος. 23 Εξακριβώστε προσεκτικά πού είναι όλα τα κρησφύγετά του και επιστρέψτε σε εμένα με τεκμηριωμένα στοιχεία. Τότε θα έρθω μαζί σας και, αν είναι στη γη αυτή, θα ψάξω να τον βρω μέσα σε όλες τις χιλιάδες* του Ιούδα».
24 Αυτοί λοιπόν έφυγαν και πήγαν στη Ζιφ+ πριν από τον Σαούλ, ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του ήταν στην έρημο της Μαών,+ στην Αραβά,+ νότια της Γεσιμών. 25 Έπειτα ήρθε ο Σαούλ μαζί με τους άντρες του για να ψάξουν να τον βρουν.+ Μόλις το έμαθε ο Δαβίδ, κατέβηκε αμέσως στον βράχο+ και έμεινε στην έρημο της Μαών. Όταν το άκουσε ο Σαούλ, καταδίωξε τον Δαβίδ στην έρημο της Μαών. 26 Ο Σαούλ βρέθηκε στη μία πλευρά του βουνού, ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του ήταν στην άλλη. Ο Δαβίδ βιαζόταν να φύγει μακριά+ από τον Σαούλ, αλλά εκείνος και οι άντρες του έσφιγγαν τον κλοιό γύρω από τον Δαβίδ και τους άντρες του για να τους πιάσουν.+ 27 Ήρθε όμως ένας αγγελιοφόρος στον Σαούλ και είπε: «Έλα γρήγορα, γιατί οι Φιλισταίοι έκαναν επιδρομή στη χώρα!» 28 Τότε ο Σαούλ έπαψε να καταδιώκει τον Δαβίδ+ και πήγε να αντιμετωπίσει τους Φιλισταίους. Να γιατί εκείνο το μέρος ονομάστηκε Βράχος των Χωρισμών.
29 Τότε ο Δαβίδ ανέβηκε από εκεί και έμεινε στα δυσπρόσιτα μέρη της Εν-γαδί.+
24 Μόλις επέστρεψε ο Σαούλ από την καταδίωξη των Φιλισταίων, του είπαν: «Ο Δαβίδ είναι στην έρημο της Εν-γαδί».+
2 Τότε ο Σαούλ πήρε 3.000 επίλεκτους άντρες από όλο τον Ισραήλ και πήγε να ψάξει για τον Δαβίδ και τους άντρες του στους βράχους των βουνίσιων αιγών. 3 Φτάνοντας στα πέτρινα μαντριά των προβάτων δίπλα στον δρόμο, όπου υπήρχε μια σπηλιά, μπήκε μέσα για τη φυσική του ανάγκη,* ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του κάθονταν στις εσοχές στο βάθος της σπηλιάς.+ 4 Οι άντρες του Δαβίδ τού είπαν: «Σήμερα ο Ιεχωβά σού λέει: “Ορίστε! Εγώ δίνω τον εχθρό σου στο χέρι σου,+ και εσύ να του κάνεις ό,τι νομίζεις”». Σηκώθηκε λοιπόν ο Δαβίδ και έκοψε αθόρυβα την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι του Σαούλ. 5 Μετά όμως η καρδιά του Δαβίδ τον καταδίκαζε*+ επειδή είχε κόψει την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι του Σαούλ. 6 Γι’ αυτό, είπε στους άντρες του: «Είναι αδιανόητο από την άποψη του Ιεχωβά να κάνω τέτοιο πράγμα στον κύριό μου, τον χρισμένο του Ιεχωβά, σηκώνοντας το χέρι μου εναντίον του, επειδή αυτός είναι ο χρισμένος του Ιεχωβά».+ 7 Με αυτά τα λόγια ο Δαβίδ συγκράτησε τους άντρες του* και δεν τους άφησε να επιτεθούν στον Σαούλ. Ο δε Σαούλ σηκώθηκε από τη σπηλιά και συνέχισε τον δρόμο του.
8 Έπειτα ο Δαβίδ σηκώθηκε και βγήκε από τη σπηλιά και φώναξε πίσω από τον Σαούλ: «Κύριέ μου βασιλιά!»+ Όταν ο Σαούλ κοίταξε πίσω του, ο Δαβίδ έσκυψε και προσκύνησε με το πρόσωπο μέχρις εδάφους. 9 Ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Γιατί ακούς αυτούς που λένε: “Ο Δαβίδ θέλει το κακό σου”;+ 10 Σήμερα είδες με τα ίδια σου τα μάτια πώς σε έδωσε ο Ιεχωβά στο χέρι μου μέσα στη σπηλιά. Αλλά όταν κάποιος με παρακίνησε να σε σκοτώσω,+ εγώ σε λυπήθηκα και είπα: “Δεν θα σηκώσω το χέρι μου εναντίον του κυρίου μου, επειδή αυτός είναι ο χρισμένος του Ιεχωβά”.+ 11 Κοίτα, πατέρα μου, ναι, δες την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι σου στο χέρι μου· όταν την έκοψα, δεν σε σκότωσα. Τώρα μπορείς να δεις και να καταλάβεις ότι δεν σκοπεύω να σου κάνω κακό ούτε να στασιάσω, και δεν έχω αμαρτήσει εναντίον σου,+ ενώ εσύ με κυνηγάς για να μου πάρεις τη ζωή.*+ 12 Ας κρίνει ο Ιεχωβά ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα,+ και ας πάρει ο Ιεχωβά εκδίκηση για εμένα από εσένα.+ Το δικό μου χέρι όμως δεν θα σηκωθεί εναντίον σου.+ 13 Όπως λέει η αρχαία παροιμία: “Από τους πονηρούς, πονηρία βγαίνει”, αλλά το δικό μου χέρι δεν θα σηκωθεί εναντίον σου. 14 Ποιον βγήκε να κυνηγήσει ο βασιλιάς του Ισραήλ; Ποιον καταδιώκεις; Έναν ψόφιο σκύλο; Έναν ψύλλο;+ 15 Ο Ιεχωβά ας γίνει κριτής. Αυτός θα κρίνει ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα και θα δει και θα με υπερασπιστεί+ και θα με κρίνει και θα με σώσει από το χέρι σου».
16 Μόλις ο Δαβίδ τελείωσε τα λόγια του, ο Σαούλ είπε: «Η φωνή σου είναι αυτή, γιε μου Δαβίδ;»+ και άρχισε να κλαίει δυνατά. 17 Είπε στον Δαβίδ: «Εσύ είσαι πιο δίκαιος από εμένα, γιατί εσύ μου φέρθηκες καλά ενώ εγώ σου το ανταπέδωσα με κακό.+ 18 Ναι, μου είπες σήμερα για το καλό που έκανες: δεν με σκότωσες παρότι ο Ιεχωβά με παρέδωσε στο χέρι σου.+ 19 Διότι ποιος βρίσκει τον εχθρό του και τον αφήνει να φύγει σώος; Ο Ιεχωβά θα σε ανταμείψει με καλό+ για αυτό που μου έκανες σήμερα. 20 Ξέρω ότι εσύ ασφαλώς θα βασιλέψεις+ και ότι στο δικό σου χέρι θα παραμείνει η βασιλεία του Ισραήλ. 21 Τώρα ορκίσου μου στον Ιεχωβά+ ότι δεν θα εξαλείψεις τους απογόνους* μου και ότι δεν θα αφανίσεις το όνομά μου από τον οίκο του πατέρα μου».+ 22 Ο Δαβίδ λοιπόν ορκίστηκε στον Σαούλ και κατόπιν ο Σαούλ πήγε στο σπίτι του.+ Αλλά ο Δαβίδ και οι άντρες του ανέβηκαν στον οχυρό τόπο.+
25 Αργότερα πέθανε ο Σαμουήλ·+ και όλος ο Ισραήλ συγκεντρώθηκε να πενθήσει για αυτόν και να τον θάψει στο σπίτι του στη Ραμά.+ Κατόπιν ο Δαβίδ σηκώθηκε και κατέβηκε στην έρημο Φαράν.
2 Υπήρχε δε κάποιος άνθρωπος στη Μαών+ του οποίου οι δουλειές ήταν στην Κάρμηλο.*+ Ήταν πολύ πλούσιος· είχε 3.000 πρόβατα και 1.000 κατσίκια, και εκείνες τις ημέρες κούρευε τα πρόβατά του στην Κάρμηλο. 3 Αυτός λεγόταν Νάβαλ+ και η σύζυγός του Αβιγαία.+ Η σύζυγος ήταν συνετή και όμορφη, αλλά ο σύζυγος, ο οποίος ήταν Χαλεβίτης,+ ήταν σκληρός και κακότροπος.+ 4 Ο Δαβίδ άκουσε στην έρημο ότι ο Νάβαλ κούρευε τα πρόβατά του. 5 Έστειλε λοιπόν 10 νεαρούς σε αυτόν και τους είπε: «Ανεβείτε στην Κάρμηλο και, όταν πάτε στον Νάβαλ, ρωτήστε τον εξ ονόματός μου αν είναι καλά. 6 Μετά να πείτε: “Εύχομαι να ζήσεις πολλά χρόνια και να είσαι καλά* εσύ και το σπιτικό σου και όλα όσα έχεις. 7 Άκουσα ότι κουρεύεις τα πρόβατά σου. Όταν οι βοσκοί σου ήταν μαζί μας, εμείς δεν τους πειράξαμε,+ και ποτέ δεν έχασαν τίποτα όλο τον καιρό που βρίσκονταν στην Κάρμηλο. 8 Ρώτησε τους νεαρούς σου να σου πουν. Ας βρουν εύνοια οι νεαροί μου στα μάτια σου, επειδή ήρθαμε σε χαρωπή περίσταση.* Δώσε, σε παρακαλώ, στους υπηρέτες σου και στον γιο σου τον Δαβίδ ό,τι μπορείς να διαθέσεις”».+
9 Πήγαν λοιπόν οι νεαροί του Δαβίδ και τα είπαν όλα αυτά στον Νάβαλ εξ ονόματος του Δαβίδ. Όταν τελείωσαν, 10 ο Νάβαλ απάντησε στους υπηρέτες του Δαβίδ: «Ποιος είναι ο Δαβίδ, και ποιος είναι ο γιος του Ιεσσαί; Στις ημέρες μας πολλοί υπηρέτες εγκαταλείπουν τους κυρίους τους.+ 11 Είμαι υποχρεωμένος εγώ να πάρω το ψωμί μου, το νερό μου και τα σφαχτά που ετοίμασα για τους κουρευτές μου και να τα δώσω σε ανθρώπους που ποιος ξέρει από πού είναι;»
12 Τότε οι νεαροί του Δαβίδ γύρισαν πίσω και του ανέφεραν όλα αυτά τα λόγια. 13 Αμέσως ο Δαβίδ είπε στους άντρες του: «Ζωστείτε ο καθένας το σπαθί του!»+ Ζώστηκαν λοιπόν όλοι τα σπαθιά τους, και ο Δαβίδ επίσης ζώστηκε το σπαθί του, και περίπου 400 άντρες ανέβηκαν μαζί του, ενώ 200 έμειναν με τις αποσκευές.
14 Στο μεταξύ, κάποιος υπηρέτης ανέφερε στην Αβιγαία, τη σύζυγο του Νάβαλ: «Ο Δαβίδ έστειλε αγγελιοφόρους από την έρημο για να ευχηθεί καλό στον κύριό μας, αλλά εκείνος τους έβαλε τις φωνές και τους πρόσβαλε.+ 15 Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πολύ καλοί μαζί μας. Δεν μας πείραξαν ποτέ και δεν χάσαμε απολύτως τίποτα όλο τον καιρό που ήμασταν μαζί τους στους αγρούς.+ 16 Ήταν σαν προστατευτικό τείχος γύρω μας, νύχτα και ημέρα, όλο τον καιρό που ήμασταν μαζί τους και βόσκαμε το κοπάδι. 17 Τώρα λοιπόν, αποφάσισε τι θα κάνεις, γιατί έρχεται συμφορά για τον κύριό μας και για όλο τον οίκο του,+ και αυτός είναι τόσο άχρηστος άνθρωπος+ ώστε κανείς δεν μπορεί να του μιλήσει».
18 Τότε η Αβιγαία+ πήρε γρήγορα 200 ψωμιά, δύο μεγάλες στάμνες κρασί, πέντε ετοιμασμένα πρόβατα, πέντε σεάχ* ψημένα σιτηρά, 100 σταφιδόπιτες και 200 συκόπιτες, και τα έβαλε όλα πάνω στα γαϊδούρια.+ 19 Κατόπιν είπε στους υπηρέτες της: «Πηγαίνετε εσείς μπροστά και εγώ θα σας ακολουθήσω». Αλλά στον σύζυγό της τον Νάβαλ δεν είπε τίποτα.
20 Καθώς εκείνη κατέβαινε με το γαϊδούρι, το βουνό την έκρυβε από τον Δαβίδ και τους άντρες του που κατέβαιναν προς το μέρος της. Κάποια στιγμή συναντήθηκαν. 21 Ο Δαβίδ έλεγε: «Μάταια φύλαξα ό,τι έχει αυτός ο άνθρωπος στην έρημο. Απολύτως τίποτα δικό του δεν χάθηκε,+ και όμως αυτός μου ανταποδίδει κακό για το καλό.+ 22 Έτσι και χειρότερα να κάνει ο Θεός στους εχθρούς του Δαβίδ,* αν αφήσω ζωντανό ως το πρωί έστω και έναν άντρα* από το σπιτικό του».
23 Όταν η Αβιγαία αντίκρισε τον Δαβίδ, κατέβηκε γρήγορα από το γαϊδούρι και έπεσε με το πρόσωπο κάτω μπροστά στον Δαβίδ, προσκυνώντας μέχρις εδάφους. 24 Μετά έπεσε στα πόδια του και είπε: «Κύριέ μου, ας είναι πάνω μου το φταίξιμο· ας μιλήσει σε εσένα η υπηρέτριά σου, και άκουσε τα λόγια της. 25 Σε παρακαλώ, ας μη δώσει σημασία ο κύριός μου σε αυτόν τον άχρηστο, τον Νάβαλ,+ γιατί είναι όπως λέει το όνομά του. Νάβαλ* είναι το όνομά του, και όντως ασύνετος είναι. Αλλά εγώ, η υπηρέτριά σου, δεν είδα τους νεαρούς του κυρίου μου τους οποίους έστειλες. 26 Τώρα λοιπόν, κύριέ μου, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και όσο βέβαιο είναι ότι ζεις εσύ,* ο Ιεχωβά είναι αυτός που σε συγκράτησε+ από το να επισύρεις ενοχή αίματος+ και από το να πάρεις εκδίκηση* με το δικό σου χέρι. Ας γίνουν σαν τον Νάβαλ οι εχθροί σου και εκείνοι που θέλουν να κάνουν κακό στον κύριό μου. 27 Τώρα αυτό το δώρο*+ που έφερε η υπηρέτριά σου στον κύριό μου ας δοθεί στους νεαρούς που ακολουθούν τον κύριό μου.+ 28 Συγχώρησε, σε παρακαλώ, την παράβαση της υπηρέτριάς σου, διότι ο Ιεχωβά θα κάνει οπωσδήποτε για τον κύριό μου οίκο που θα διαρκέσει,+ επειδή ο κύριός μου διεξάγει τους πολέμους του Ιεχωβά,+ και κακία δεν έχει βρεθεί σε εσένα όλες τις ημέρες σου.+ 29 Όταν κάποιος σηκωθεί να σε καταδιώξει και ζητήσει τη ζωή* σου, η ζωή* του κυρίου μου θα είναι τυλιγμένη με ασφάλεια στον σάκο της ζωής κοντά στον Ιεχωβά τον Θεό σου, ενώ τη ζωή* των εχθρών σου θα την πετάξει σαν πέτρα από σφεντόνα.* 30 Και όταν ο Ιεχωβά κάνει για τον κύριό μου όλα τα καλά πράγματα που έχει υποσχεθεί και σε διορίσει ηγέτη του Ισραήλ,+ 31 δεν θα έχεις τύψεις ούτε θα μετανιώνεις* στην καρδιά σου που έχυσες αίμα χωρίς λόγο και που έκανες το χέρι του κυρίου μου να πάρει εκδίκηση.*+ Όταν ο Ιεχωβά κάνει το καλό προς τον κύριό μου, θυμήσου την υπηρέτριά σου».
32 Τότε ο Δαβίδ είπε στην Αβιγαία: «Δοξασμένος να είναι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος σε έστειλε σήμερα να με συναντήσεις! 33 Ευλογημένη να είναι η σύνεσή σου! Ευλογημένη να είσαι που με εμπόδισες σήμερα να επισύρω ενοχή αίματος+ και να πάρω εκδίκηση* με τα δικά μου χέρια. 34 Ειδάλλως, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος με συγκράτησε από το να σου κάνω κακό,+ αν δεν είχες έρθει γρήγορα να με συναντήσεις,+ δεν θα είχε απομείνει ως το πρωί ούτε ένας άντρας* από το σπιτικό του Νάβαλ».+ 35 Κατόπιν ο Δαβίδ δέχτηκε όσα του είχε φέρει εκείνη και της είπε: «Ανέβα με ειρήνη στο σπίτι σου. Εγώ σε άκουσα και θα κάνω ό,τι μου ζήτησες».
36 Αργότερα η Αβιγαία γύρισε στον Νάβαλ, ο οποίος συμποσίαζε σαν βασιλιάς στο σπίτι του, και ο Νάβαλ* είχε καλή διάθεση και ήταν τελείως μεθυσμένος. Εκείνη δεν του είπε απολύτως τίποτα ως το ξημέρωμα. 37 Το πρωί, όταν ο Νάβαλ είχε ξεμεθύσει, η σύζυγός του τού είπε τα καθέκαστα. Και η καρδιά του νεκρώθηκε, και ο ίδιος παρέλυσε και έμεινε σαν πέτρα. 38 Έπειτα από περίπου 10 ημέρες, ο Ιεχωβά έπληξε τον Νάβαλ και πέθανε.
39 Όταν ο Δαβίδ άκουσε ότι ο Νάβαλ είχε πεθάνει, είπε: «Δοξασμένος να είναι ο Ιεχωβά, ο οποίος με υπερασπίστηκε+ και με απάλλαξε από τον χλευασμό του Νάβαλ+ και ο οποίος εμπόδισε τον υπηρέτη του να κάνει οτιδήποτε κακό,+ και ο Ιεχωβά έφερε την κακία του Νάβαλ πάνω στο κεφάλι του!» Τότε ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους και έκανε πρόταση στην Αβιγαία να την πάρει σύζυγό του. 40 Πήγαν λοιπόν οι υπηρέτες του Δαβίδ στην Αβιγαία στην Κάρμηλο και της είπαν: «Ο Δαβίδ μάς έστειλε σε εσένα για να σε πάρει σύζυγό του». 41 Εκείνη σηκώθηκε αμέσως και προσκύνησε με το πρόσωπό της μέχρις εδάφους και είπε: «Να η δούλη σου! Ας είναι υπηρέτρια για να πλένει τα πόδια+ των υπηρετών του κυρίου μου». 42 Κατόπιν η Αβιγαία+ σηκώθηκε γρήγορα και ανέβηκε στο γαϊδούρι της, ενώ πέντε υπηρέτριές της περπατούσαν πίσω της· πήγε μαζί με τους αγγελιοφόρους του Δαβίδ και έγινε σύζυγός του.
43 Ο Δαβίδ είχε παντρευτεί επίσης την Αχινοάμ+ από την Ιεζραέλ,+ και έγιναν σύζυγοί του και οι δύο αυτές γυναίκες.+
44 Αλλά ο Σαούλ είχε δώσει την κόρη του τη Μιχάλ,+ τη σύζυγο του Δαβίδ, στον Φαλτί,+ τον γιο του Λαΐς, ο οποίος ήταν από τη Γαλλίμ.
26 Κάποια στιγμή οι άντρες της Ζιφ+ πήγαν στον Σαούλ στη Γαβαά+ και του είπαν: «Ο Δαβίδ κρύβεται στον λόφο Αχελά που βλέπει προς τη Γεσιμών».*+ 2 Ο Σαούλ λοιπόν σηκώθηκε και κατέβηκε στην έρημο της Ζιφ με 3.000 επίλεκτους άντρες του Ισραήλ για να ψάξει να βρει τον Δαβίδ.+ 3 Στρατοπέδευσε στον λόφο Αχελά, που βλέπει προς τη Γεσιμών, κοντά στον δρόμο. Ο Δαβίδ έμενε τότε στην έρημο, και έμαθε ότι ο Σαούλ είχε έρθει στην έρημο να τον καταδιώξει. 4 Γι’ αυτό, έστειλε κατασκόπους για να σιγουρευτεί ότι είχε όντως έρθει. 5 Αργότερα πήγε εκεί όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Σαούλ, και είδε το μέρος όπου κοιμούνταν ο Σαούλ και ο Αβενήρ,+ ο γιος του Νηρ, ο αρχιστράτηγός του· ο Σαούλ κοιμόταν μέσα στον περίβολο του στρατοπέδου με τους στρατιώτες ολόγυρά του. 6 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Αχιμέλεχ τον Χετταίο+ και στον Αβισαί,+ τον γιο της Σερουίας,+ τον αδελφό του Ιωάβ: «Ποιος θα κατεβεί μαζί μου μέσα στο στρατόπεδο στον Σαούλ;» Ο Αβισαί απάντησε: «Εγώ θα κατεβώ μαζί σου». 7 Τότε ο Δαβίδ και ο Αβισαί μπήκαν στο στρατόπεδο μέσα στη νύχτα και βρήκαν τον Σαούλ να κοιμάται μέσα στον περίβολο του στρατοπέδου, έχοντας το δόρυ του μπηγμένο στο έδαφος, δίπλα στο κεφάλι του· ο Αβενήρ και οι στρατιώτες ήταν ξαπλωμένοι ολόγυρά του.
8 Τότε ο Αβισαί είπε στον Δαβίδ: «Σήμερα ο Θεός παρέδωσε τον εχθρό σου στο χέρι σου.+ Και τώρα, σε παρακαλώ, άφησέ με να τον καρφώσω στο έδαφος με το δόρυ μια και έξω, και δεν θα χρειαστώ δεύτερη φορά». 9 Ωστόσο, ο Δαβίδ είπε στον Αβισαί: «Μην του κάνεις κακό, γιατί ποιος μπορεί να σηκώσει το χέρι του εναντίον του χρισμένου του Ιεχωβά+ και να παραμείνει αθώος;»+ 10 Ο Δαβίδ συνέχισε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, θα τον πλήξει ο Ιεχωβά+ ή θα έρθει η ημέρα του+ και θα πεθάνει ή θα κατεβεί στη μάχη και θα αφανιστεί.+ 11 Είναι αδιανόητο από την άποψη του Ιεχωβά να σηκώσω το χέρι μου εναντίον του χρισμένου του Ιεχωβά!+ Πάρε λοιπόν, σε παρακαλώ, το δόρυ που είναι δίπλα στο κεφάλι του και την κανάτα του νερού, και ας φύγουμε». 12 Ο Δαβίδ λοιπόν πήρε το δόρυ και την κανάτα του νερού δίπλα από το κεφάλι του Σαούλ και έφυγαν. Κανείς δεν τους είδε+ ούτε τους αντιλήφθηκε ούτε ξύπνησε κανείς, γιατί όλοι τους κοιμούνταν, επειδή βαθύς ύπνος από τον Ιεχωβά είχε πέσει πάνω τους. 13 Κατόπιν ο Δαβίδ πέρασε στην άλλη πλευρά και στάθηκε στην κορυφή του βουνού αρκετά μακριά, ενώ τους χώριζε μεγάλη απόσταση.
14 Και ο Δαβίδ φώναξε στους στρατιώτες και στον Αβενήρ,+ τον γιο του Νηρ: «Αβενήρ, δεν απαντάς;» Ο Αβενήρ απάντησε: «Ποιος είσαι εσύ που φωνάζεις στον βασιλιά;» 15 Ο Δαβίδ είπε στον Αβενήρ: «Δεν είσαι άντρας εσύ; Και ποιος είναι σαν εσένα στον Ισραήλ; Γιατί λοιπόν δεν φύλαξες τον κύριό σου τον βασιλιά; Κάποιος στρατιώτης ήρθε να τον σκοτώσει.+ 16 Αυτό που έκανες δεν είναι καλό. Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, είστε άξιοι θανάτου, επειδή δεν φυλάξατε τον κύριό σας, τον χρισμένο του Ιεχωβά.+ Τώρα κοίτα γύρω σου! Πού είναι το δόρυ του βασιλιά και η κανάτα του νερού+ που ήταν δίπλα στο κεφάλι του;»
17 Τότε ο Σαούλ αναγνώρισε τη φωνή του Δαβίδ και είπε: «Η φωνή σου είναι αυτή, γιε μου Δαβίδ;»+ Ο Δαβίδ απάντησε: «Η φωνή μου είναι, κύριέ μου βασιλιά». 18 Και πρόσθεσε: «Γιατί καταδιώκει ο κύριός μου τον υπηρέτη του;+ Τι έκανα, και για ποιο πράγμα είμαι ένοχος;+ 19 Άκουσε, παρακαλώ, κύριέ μου βασιλιά, τα λόγια του υπηρέτη σου: Αν σε υποκίνησε εναντίον μου ο Ιεχωβά, ας δεχτεί* από εμένα προσφορά σιτηρών. Αλλά αν σε υποκίνησαν άνθρωποι,+ είναι καταραμένοι ενώπιον του Ιεχωβά, επειδή σήμερα με έδιωξαν και δεν μπορώ να είμαι ενωμένος με την κληρονομιά του Ιεχωβά.+ Είναι σαν να λένε: “Πήγαινε, υπηρέτησε άλλους θεούς!” 20 Και τώρα, ας μη χυθεί το αίμα μου στο έδαφος μακριά από την παρουσία του Ιεχωβά, γιατί ο βασιλιάς του Ισραήλ έχει βγει να ψάξει έναν ψύλλο,+ σαν να κυνηγάει πέρδικα στα βουνά».
21 Τότε ο Σαούλ είπε: «Αμάρτησα.+ Γύρισε πίσω, γιε μου Δαβίδ, γιατί δεν θα σου κάνω πια κακό, εφόσον θεώρησες πολύτιμη τη ζωή* μου+ σήμερα. Πράγματι, ενήργησα ανόητα και έκανα ένα τρομερό λάθος». 22 Ο Δαβίδ απάντησε: «Να το δόρυ του βασιλιά. Ας έρθει ένας από τους νεαρούς να το πάρει. 23 Ο Ιεχωβά είναι αυτός που θα ανταμείψει τον καθέναν για τη δικαιοσύνη του+ και την πιστότητά του, εφόσον σήμερα ο Ιεχωβά σε έδωσε στο χέρι μου, αλλά εγώ δεν θέλησα να σηκώσω το χέρι μου εναντίον του χρισμένου του Ιεχωβά.+ 24 Όπως στάθηκε πολύτιμη η ζωή* σου για εμένα σήμερα, έτσι ας σταθεί πολύτιμη η ζωή* μου στα μάτια του Ιεχωβά, και ας με σώσει από όλες τις στενοχώριες».+ 25 Ο Σαούλ απάντησε στον Δαβίδ: «Ευλογημένος να είσαι, γιε μου Δαβίδ. Ασφαλώς θα κάνεις σπουδαία πράγματα και τελικά θα επικρατήσεις».+ Τότε ο Δαβίδ πήρε τον δρόμο του, και ο Σαούλ επέστρεψε στον τόπο του.+
27 Ωστόσο, ο Δαβίδ είπε μέσα του: «Κάποια ημέρα θα πεθάνω από το χέρι του Σαούλ. Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να διαφύγω+ στη γη των Φιλισταίων· τότε ο Σαούλ θα πάψει να με ψάχνει σε όλη την περιοχή του Ισραήλ,+ και θα ξεφύγω από το χέρι του». 2 Σηκώθηκε λοιπόν ο Δαβίδ και πήγε με τους 600 άντρες+ που ήταν μαζί του στον Αγχούς,+ τον γιο του Μαώχ, τον βασιλιά της Γαθ. 3 Ο Δαβίδ έμενε με τον Αγχούς στη Γαθ, ο ίδιος και οι άντρες του, ο καθένας με το σπιτικό του. Μαζί με τον Δαβίδ ήταν και οι δύο σύζυγοί του, η Αχινοάμ+ από την Ιεζραέλ και η Αβιγαία+ η Καρμηλίτισσα, η χήρα του Νάβαλ. 4 Όταν αναφέρθηκε στον Σαούλ ότι ο Δαβίδ είχε καταφύγει στη Γαθ, έπαψε να ψάχνει για αυτόν.+
5 Κατόπιν ο Δαβίδ είπε στον Αγχούς: «Αν βρήκα εύνοια στα μάτια σου, ας μου δώσουν ένα μέρος σε κάποια επαρχιακή πόλη για να μείνω εκεί. Γιατί να μένει ο υπηρέτης σου στη βασιλική πόλη μαζί σου;» 6 Και ο Αγχούς τού έδωσε εκείνη την ημέρα τη Σικλάγ.+ Να γιατί η Σικλάγ ανήκει στους βασιλιάδες του Ιούδα μέχρι σήμερα.
7 Το χρονικό διάστημα* κατά το οποίο ο Δαβίδ έμεινε στην επαρχιακή περιοχή των Φιλισταίων ήταν ένας χρόνος και τέσσερις μήνες.+ 8 Ο Δαβίδ ανέβαινε με τους άντρες του για να κάνουν επιδρομές στους Γεσουρίτες,+ στους Γιρζίτες και στους Αμαληκίτες,+ διότι αυτοί κατοικούσαν στην περιοχή από την Τελάμ ως τη Σιούρ+ και μέχρι τη γη της Αιγύπτου. 9 Όποτε ο Δαβίδ έκανε επίθεση σε εκείνον τον τόπο, δεν άφηνε ζωντανό ούτε άντρα ούτε γυναίκα,+ αλλά έπαιρνε τα γιδοπρόβατα, τα βόδια, τα γαϊδούρια και τις καμήλες, καθώς και ρουχισμό, και επέστρεφε στον Αγχούς. 10 Τότε ο Αγχούς ρωτούσε: «Πού κάνατε επιδρομή σήμερα;» Ο Δαβίδ απαντούσε: «Στα νότια* του Ιούδα»+ ή «Στα νότια των Ιεραμεηλιτών»+ ή «Στα νότια των Κεναίων».+ 11 Ο Δαβίδ δεν άφηνε ζωντανό ούτε άντρα ούτε γυναίκα ώστε να τους φέρει στη Γαθ, λέγοντας: «Ώστε να μη μιλήσουν για εμάς και πουν: “Αυτό έκανε ο Δαβίδ”». (Αυτή ήταν η τακτική του όλο το διάστημα που έμενε στην επαρχιακή περιοχή των Φιλισταίων.) 12 Ως αποτέλεσμα, ο Αγχούς πίστευε τον Δαβίδ, λέγοντας μέσα του: “Αυτός σίγουρα έγινε μισητός* στον λαό του τον Ισραήλ, οπότε θα είναι υπηρέτης μου για πάντα”.
28 Εκείνες τις ημέρες οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν τα στρατεύματά τους για πόλεμο εναντίον του Ισραήλ.+ Ο Αγχούς λοιπόν είπε στον Δαβίδ: «Ξέρεις βέβαια ότι εσύ και οι άντρες σου θα βγείτε στη μάχη μαζί μου».+ 2 Τότε ο Δαβίδ τού είπε: «Ασφαλώς ξέρεις τι θα κάνει ο υπηρέτης σου». Ο Αγχούς είπε στον Δαβίδ: «Γι’ αυτό και εγώ θα σε διορίσω μόνιμο σωματοφύλακά μου».*+
3 Ο δε Σαμουήλ είχε πεθάνει, και όλος ο Ισραήλ είχε πενθήσει για αυτόν και τον είχε θάψει στη Ραμά, την πόλη του.+ Και ο Σαούλ είχε απομακρύνει από τη χώρα τα μέντιουμ και τους μάντεις.+
4 Οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν και πήγαν και στρατοπέδευσαν στη Σουνάμ.+ Και ο Σαούλ συγκέντρωσε όλο τον Ισραήλ, και στρατοπέδευσαν στο Γελβουέ.+ 5 Όταν ο Σαούλ είδε το στρατόπεδο των Φιλισταίων, φοβήθηκε, και η καρδιά του άρχισε να τρέμει πάρα πολύ.+ 6 Μολονότι ρωτούσε τον Ιεχωβά,+ ο Ιεχωβά δεν του απαντούσε ούτε με όνειρα ούτε μέσω του Ουρίμ+ ούτε μέσω των προφητών. 7 Τελικά ο Σαούλ είπε στους υπηρέτες του: «Βρείτε μου ένα μέντιουμ,+ και εγώ θα πάω και θα το συμβουλευτώ». Οι υπηρέτες του απάντησαν: «Υπάρχει μια γυναίκα που είναι μέντιουμ στην Εν-δωρ».+
8 Τότε ο Σαούλ μεταμφιέστηκε και φόρεσε άλλα ρούχα και πήγε στη γυναίκα μέσα στη νύχτα μαζί με δύο άντρες του. Της είπε: «Εσύ που είσαι μέντιουμ,+ χρησιμοποίησε, σε παρακαλώ, μαντεία και ανέβασέ μου αυτόν που θα σου ορίσω». 9 Αλλά η γυναίκα τού είπε: «Σίγουρα ξέρεις τι έκανε ο Σαούλ, ότι απομάκρυνε από τη χώρα τα μέντιουμ και τους μάντεις.+ Γιατί λοιπόν προσπαθείς να με παγιδέψεις* ώστε να με θανατώσουν;»+ 10 Τότε ο Σαούλ τής ορκίστηκε στον Ιεχωβά, λέγοντας: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, δεν θα έρθει πάνω σου ενοχή για αυτό το ζήτημα!» 11 Κατόπιν η γυναίκα είπε: «Ποιον να σου ανεβάσω;» Εκείνος απάντησε: «Ανέβασέ μου τον Σαμουήλ». 12 Όταν η γυναίκα είδε τον «Σαμουήλ»,*+ φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής της και είπε στον Σαούλ: «Γιατί με εξαπάτησες; Εσύ είσαι ο Σαούλ!» 13 Ο βασιλιάς τής είπε: «Μη φοβάσαι, μόνο πες μου τι βλέπεις». Η γυναίκα απάντησε στον Σαούλ: «Βλέπω κάποιον που μοιάζει με θεό να ανεβαίνει από τη γη». 14 Αμέσως εκείνος τη ρώτησε: «Πώς είναι η όψη του;» Και αυτή είπε: «Ένας γέρος άνθρωπος ανεβαίνει και φοράει αμάνικο πανωφόρι».+ Ο Σαούλ κατάλαβε ότι ήταν ο «Σαμουήλ», και έσκυψε και προσκύνησε με το πρόσωπο μέχρις εδάφους.
15 Τότε ο «Σαμουήλ» είπε στον Σαούλ: «Γιατί με ενόχλησες κάνοντάς με να ανεβώ;» Ο Σαούλ απάντησε: «Έχω μεγάλα προβλήματα. Οι Φιλισταίοι πολεμούν εναντίον μου, και ο Θεός έχει φύγει από εμένα και δεν μου απαντάει πια ούτε μέσω των προφητών ούτε με όνειρα·+ γι’ αυτό σε καλώ, για να μου πεις τι να κάνω».+
16 Στη συνέχεια ο «Σαμουήλ» είπε: «Γιατί με ρωτάς τώρα που ο Ιεχωβά έχει φύγει από εσένα+ και έχει γίνει αντίδικός σου; 17 Ο Ιεχωβά θα κάνει ό,τι προείπε μέσω εμού: Ο Ιεχωβά θα αποσχίσει τη βασιλεία από τα χέρια σου και θα τη δώσει σε έναν συνάνθρωπό σου, τον Δαβίδ.+ 18 Επειδή δεν υπάκουσες στη φωνή του Ιεχωβά και δεν φρόντισες να υποστούν οι Αμαληκίτες τον φλογερό θυμό του,+ να γιατί θα σου κάνει αυτό το πράγμα ο Ιεχωβά σήμερα. 19 Ο Ιεχωβά θα δώσει και τον Ισραήλ και εσένα στο χέρι των Φιλισταίων,+ και αύριο εσύ+ και οι γιοι σου+ θα είστε μαζί μου. Ο Ιεχωβά θα δώσει επίσης το στράτευμα του Ισραήλ στα χέρια των Φιλισταίων».+
20 Αμέσως ο Σαούλ έπεσε καταγής και φοβήθηκε πάρα πολύ με τα λόγια του «Σαμουήλ». Και δεν του είχε απομείνει δύναμη, επειδή δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα και όλη νύχτα. 21 Όταν η γυναίκα πλησίασε τον Σαούλ και είδε ότι είχε αναστατωθεί πολύ, του είπε: «Η υπηρέτριά σου υπάκουσε στα λόγια σου, και διακινδύνευσα τη ζωή μου*+ και έκανα ό,τι μου είπες. 22 Τώρα, σε παρακαλώ, άκουσε και εσύ τι σου λέει η υπηρέτριά σου. Ας βάλω μπροστά σου ένα κομμάτι ψωμί· φάε, για να πάρεις δυνάμεις και να συνεχίσεις τον δρόμο σου». 23 Αλλά εκείνος αρνήθηκε και είπε: «Δεν πρόκειται να φάω». Ωστόσο, οι υπηρέτες του και η γυναίκα τον παρακινούσαν συνεχώς. Τελικά τους άκουσε και σηκώθηκε από κάτω και κάθισε στο κρεβάτι. 24 Η γυναίκα είχε ένα καλοθρεμμένο μοσχάρι στο σπίτι, οπότε το έσφαξε* στα γρήγορα και πήρε αλεύρι, ζύμωσε και έψησε άζυμο ψωμί. 25 Τα πρόσφερε στον Σαούλ και στους υπηρέτες του και έφαγαν. Έπειτα σηκώθηκαν και έφυγαν μέσα στη νύχτα.+
29 Οι Φιλισταίοι+ συγκέντρωσαν όλα τα στρατεύματά τους στην Αφέκ, ενώ οι Ισραηλίτες ήταν στρατοπεδευμένοι κοντά στην πηγή της Ιεζραέλ.+ 2 Και οι άρχοντες των Φιλισταίων περνούσαν με τις εκατοντάδες και με τις χιλιάδες τους, ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του ακολουθούσαν τελευταίοι μαζί με τον Αγχούς.+ 3 Αλλά οι άρχοντες των Φιλισταίων είπαν: «Τι θέλουν εδώ αυτοί οι Εβραίοι;» Ο Αγχούς απάντησε στους άρχοντες των Φιλισταίων: «Αυτός είναι ο Δαβίδ, ο υπηρέτης του βασιλιά Σαούλ του Ισραήλ, ο οποίος είναι μαζί μου πάνω από έναν χρόνο.+ Δεν έχω βρει σφάλμα σε αυτόν από την ημέρα που αυτομόλησε σε εμένα μέχρι σήμερα». 4 Αλλά οι άρχοντες των Φιλισταίων αγανάκτησαν μαζί του και του είπαν: «Στείλε τον άνθρωπο αυτόν πίσω.+ Ας επιστρέψει στον τόπο που του καθόρισες. Μην τον αφήσεις να κατεβεί μαζί μας στη μάχη για να μη στραφεί εναντίον μας στη διάρκεια της μάχης.+ Γιατί ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να κερδίσει αυτός την εύνοια του κυρίου του παρά με τα κεφάλια των αντρών μας; 5 Αυτός δεν είναι ο Δαβίδ για τον οποίο τραγουδούσαν όταν χόρευαν, λέγοντας:
“Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες,
και ο Δαβίδ δεκάδες χιλιάδες”;»+
6 Γι’ αυτό, ο Αγχούς+ κάλεσε τον Δαβίδ και του είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, εσύ είσαι ευθύς άνθρωπος, και εγώ ευχαρίστως θα σε έπαιρνα στην εκστρατεία με το στράτευμά μου,+ διότι δεν έχω βρει σφάλμα σε εσένα από την ημέρα που ήρθες σε εμένα μέχρι σήμερα.+ Αλλά οι άρχοντες δεν σου έχουν εμπιστοσύνη.+ 7 Επίστρεψε λοιπόν με ειρήνη, και μην κάνεις τίποτα που θα δυσαρεστήσει τους άρχοντες των Φιλισταίων». 8 Ο Δαβίδ όμως είπε στον Αγχούς: «Γιατί, τι έκανα; Τι σφάλμα έχεις βρει στον υπηρέτη σου από την ημέρα που ήρθα σε εσένα μέχρι σήμερα; Γιατί να μην έρθω μαζί σου να πολεμήσω εναντίον των εχθρών του κυρίου μου του βασιλιά;» 9 Ο Αγχούς απάντησε στον Δαβίδ: «Κατά τη δική μου άποψη, είσαι καλός σαν άγγελος του Θεού.+ Αλλά οι άρχοντες των Φιλισταίων είπαν: “Μην τον αφήσεις να ανεβεί μαζί μας στη μάχη”. 10 Σήκω λοιπόν νωρίς το πρωί μαζί με τους υπηρέτες του κυρίου σου οι οποίοι ήρθαν μαζί σου· σηκωθείτε και φύγετε νωρίς το πρωί, μόλις φέξει».
11 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ και οι άντρες του σηκώθηκαν νωρίς το πρωί για να επιστρέψουν στη γη των Φιλισταίων, ενώ οι Φιλισταίοι ανέβηκαν στην Ιεζραέλ.+
30 Ο Δαβίδ και οι άντρες του έφτασαν στη Σικλάγ+ την τρίτη ημέρα. Στο μεταξύ, οι Αμαληκίτες+ είχαν κάνει επιδρομή στη Νεγκέμπ* και στη Σικλάγ, και είχαν επιτεθεί στη Σικλάγ και την είχαν κάψει με φωτιά. 2 Είχαν αιχμαλωτίσει τις γυναίκες+ και όλους όσους ήταν σε αυτήν, από τον μικρότερο μέχρι τον μεγαλύτερο. Δεν είχαν σκοτώσει κανέναν, αλλά τους είχαν πάρει μαζί τους και είχαν φύγει. 3 Όταν ο Δαβίδ και οι άντρες του έφτασαν στην πόλη, τη βρήκαν καμένη, ενώ οι σύζυγοί τους, οι γιοι τους και οι κόρες τους είχαν αιχμαλωτιστεί. 4 Τότε ο Δαβίδ και οι άντρες που ήταν μαζί του άρχισαν να κλαίνε δυνατά ώσπου δεν τους έμεινε δύναμη να κλάψουν άλλο. 5 Είχαν αιχμαλωτιστεί και οι δύο σύζυγοι του Δαβίδ, η Αχινοάμ από την Ιεζραέλ και η Αβιγαία, η χήρα του Νάβαλ του Καρμηλίτη.+ 6 Ο Δαβίδ στενοχωρήθηκε πολύ, επειδή οι άντρες έλεγαν ότι θα τον λιθοβολήσουν, διότι όλοι τους* ήταν πολύ πικραμένοι που έχασαν τους γιους και τις κόρες τους. Αλλά ο Δαβίδ ενίσχυσε τον εαυτό του μέσω του Ιεχωβά του Θεού του.+
7 Έπειτα ο Δαβίδ είπε στον Αβιάθαρ+ τον ιερέα, τον γιο του Αχιμέλεχ: «Φέρε, σε παρακαλώ, το εφόδ».+ Και έφερε ο Αβιάθαρ το εφόδ στον Δαβίδ. 8 Ο Δαβίδ ρώτησε τον Ιεχωβά:+ «Να καταδιώξω αυτή τη ληστρική ομάδα; Θα τους προφτάσω;» Εκείνος του είπε: «Να τους καταδιώξεις, γιατί οπωσδήποτε θα τους προφτάσεις και θα σώσεις τους αιχμαλώτους».+
9 Ο Δαβίδ ξεκίνησε αμέσως με τους 600 άντρες+ που ήταν μαζί του, και πήγαν μέχρι την κοιλάδα του χειμάρρου* Βεσόρ, και μερικοί έμειναν εκεί. 10 Ο Δαβίδ συνέχισε την καταδίωξη με 400 άντρες, ενώ 200 άντρες έμειναν πίσω, επειδή ήταν τόσο κουρασμένοι ώστε δεν μπορούσαν να περάσουν την κοιλάδα του χειμάρρου Βεσόρ.+
11 Τότε βρήκαν στον αγρό έναν Αιγύπτιο και τον πήγαν στον Δαβίδ. Του έδωσαν ψωμί να φάει και νερό να πιει, 12 καθώς και ένα κομμάτι συκόπιτα και δύο σταφιδόπιτες. Αφού έφαγε, ανέκτησε τις δυνάμεις του,* διότι είχε να φάει και να πιει τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. 13 Κατόπιν ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Σε ποιον ανήκεις, και από πού είσαι;» Εκείνος απάντησε: «Είμαι Αιγύπτιος υπηρέτης, δούλος κάποιου Αμαληκίτη, αλλά ο κύριός μου με εγκατέλειψε επειδή αρρώστησα πριν από τρεις ημέρες. 14 Κάναμε επιδρομή στα νότια* των Χερεθαίων+ και στην περιοχή του Ιούδα και στα νότια* του Χάλεβ,+ και κάψαμε τη Σικλάγ με φωτιά». 15 Τότε ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Θα με οδηγήσεις κάτω σε αυτή τη ληστρική ομάδα;» Εκείνος απάντησε: «Αν μου ορκιστείς στον Θεό ότι δεν θα με θανατώσεις και ότι δεν θα με παραδώσεις στον κύριό μου, θα σε οδηγήσω κάτω σε αυτή τη ληστρική ομάδα».
16 Τον οδήγησε λοιπόν εκεί όπου αυτοί ήταν σκορπισμένοι σε όλο τον τόπο, τρώγοντας και πίνοντας και γιορτάζοντας για όλα τα πλούσια λάφυρα που είχαν πάρει από τη γη των Φιλισταίων και από τη γη του Ιούδα. 17 Τότε ο Δαβίδ τούς θανάτωνε από τα ξημερώματα ως το επόμενο βράδυ· δεν γλίτωσε ούτε ένας+ εκτός από 400 άντρες που διέφυγαν με καμήλες. 18 Ο Δαβίδ πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες+ και έσωσε τις δύο συζύγους του. 19 Δεν έλειπε τίποτα δικό τους, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο. Πήραν πίσω τους γιους και τις κόρες τους και τα λάφυρα·+ ο Δαβίδ πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει. 20 Πήρε λοιπόν ο Δαβίδ όλα τα γιδοπρόβατα και τα βόδια, τα οποία και οδηγούσαν μπροστά από τα δικά τους ζωντανά, λέγοντας: «Αυτά είναι λάφυρα του Δαβίδ».
21 Τελικά ο Δαβίδ έφτασε στους 200 άντρες που ήταν τόσο κουρασμένοι ώστε δεν είχαν μπορέσει να πάνε μαζί του, και οι οποίοι είχαν μείνει δίπλα στην κοιλάδα του χειμάρρου Βεσόρ,+ και εκείνοι βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Δαβίδ και τον λαό που ήταν μαζί του. Όταν ο Δαβίδ τούς πλησίασε, τους ρώτησε πώς ήταν. 22 Ωστόσο, κάθε κακός και άχρηστος άνθρωπος από αυτούς που είχαν πάει με τον Δαβίδ έλεγε: «Αφού αυτοί δεν ήρθαν μαζί μας, δεν θα τους δώσουμε τίποτα από τα λάφυρα που πήραμε πίσω. Ας πάρει ο καθένας μόνο τη σύζυγό του και τους γιους του και ας φύγει». 23 Αλλά ο Δαβίδ είπε: «Δεν πρέπει να το κάνετε αυτό, αδελφοί μου, με όσα μας έδωσε ο Ιεχωβά. Εκείνος μας προστάτεψε και έδωσε στο χέρι μας τη ληστρική ομάδα που ήρθε εναντίον μας.+ 24 Ποιος θα συμφωνούσε μαζί σας σε αυτό; Το μερίδιο εκείνου που κατέβηκε στη μάχη θα είναι όσο και το μερίδιο εκείνου που κάθισε με τις αποσκευές.+ Όλοι θα έχουν μερίδιο από κοινού».+ 25 Από εκείνη την ημέρα και έπειτα, το διατήρησε αυτό ως διάταξη και κανόνα για τον Ισραήλ μέχρι σήμερα.
26 Όταν ο Δαβίδ επέστρεψε στη Σικλάγ, έστειλε μερικά από τα λάφυρα στους πρεσβυτέρους του Ιούδα οι οποίοι ήταν φίλοι του, λέγοντας: «Ορίστε ένα δώρο* για εσάς από τα λάφυρα που πήρα από τους εχθρούς του Ιεχωβά». 27 Έστειλε σε όσους ήταν στη Βαιθήλ,+ σε όσους ήταν στη Ραμώθ της Νεγκέμπ,* σε όσους ήταν στην Ιαθίρ,+ 28 σε όσους ήταν στην Αροήρ, σε όσους ήταν στη Σιφμώθ, σε όσους ήταν στην Εσθεμωά,+ 29 σε όσους ήταν στη Ραχάλ, σε όσους ήταν στις πόλεις των Ιεραμεηλιτών,+ σε όσους ήταν στις πόλεις των Κεναίων,+ 30 σε όσους ήταν στην Ορμά,+ σε όσους ήταν στη Βορασάν, σε όσους ήταν στην Ατάχ, 31 σε όσους ήταν στη Χεβρών+ και σε όλα τα μέρη από όπου είχε περάσει με τους άντρες του.
31 Οι δε Φιλισταίοι πολεμούσαν εναντίον του Ισραήλ.+ Και οι άντρες του Ισραήλ τράπηκαν σε φυγή, και πολλοί έπεσαν νεκροί στο όρος Γελβουέ.+ 2 Οι Φιλισταίοι ακολουθούσαν από κοντά τον Σαούλ και τους γιους του και σκότωσαν τον Ιωνάθαν,+ τον Αβιναδάβ και τον Μαλχί-σουά, τους γιους του Σαούλ.+ 3 Η μάχη έγινε ιδιαίτερα σκληρή γύρω από τον Σαούλ, και τον πέτυχαν οι τοξότες και τον τραυμάτισαν σοβαρά.+ 4 Τότε ο Σαούλ είπε στον οπλοφόρο του: «Τράβηξε το σπαθί σου και διαπέρασέ με, για να μην έρθουν αυτοί οι απερίτμητοι+ και με διαπεράσουν και μου φερθούν βάναυσα».* Αλλά ο οπλοφόρος του δεν ήθελε, επειδή φοβόταν πάρα πολύ. Πήρε λοιπόν ο Σαούλ το σπαθί και έπεσε πάνω σε αυτό.+ 5 Όταν ο οπλοφόρος του είδε ότι ο Σαούλ πέθανε,+ τότε έπεσε και εκείνος πάνω στο σπαθί του και πέθανε μαζί του. 6 Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ, οι τρεις γιοι του, ο οπλοφόρος του και όλοι οι άντρες του πέθαναν μαζί εκείνη την ημέρα.+ 7 Όταν οι Ισραηλίτες που ήταν στην περιοχή της κοιλάδας και στην περιοχή του Ιορδάνη είδαν ότι οι άντρες του Ισραήλ τράπηκαν σε φυγή και ότι ο Σαούλ και οι γιοι του πέθαναν, άρχισαν να εγκαταλείπουν τις πόλεις και να φεύγουν·+ μετά ήρθαν οι Φιλισταίοι και τις κατέλαβαν.
8 Την επόμενη ημέρα, όταν οι Φιλισταίοι πήγαν να γδύσουν τους σκοτωμένους, βρήκαν τον Σαούλ και τους τρεις γιους του πεσμένους στο όρος Γελβουέ.+ 9 Τότε του έκοψαν το κεφάλι και του έβγαλαν την πανοπλία και έστειλαν μήνυμα σε όλη τη γη των Φιλισταίων για να μαθευτεί η είδηση+ στους οίκους* των ειδώλων τους+ και ανάμεσα στον λαό. 10 Έπειτα έβαλαν την πανοπλία του στον οίκο των εικόνων της Αστορέθ και κρέμασαν το πτώμα του στο τείχος της Βαιθ-σαν.+ 11 Όταν οι κάτοικοι της Ιαβείς-γαλαάδ+ άκουσαν τι έκαναν οι Φιλισταίοι στον Σαούλ, 12 όλοι οι πολεμιστές σηκώθηκαν και οδοιπόρησαν όλη τη νύχτα και πήραν τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του από το τείχος της Βαιθ-σαν. Επέστρεψαν στην Ιαβείς και τα έκαψαν εκεί. 13 Κατόπιν πήραν τα κόκαλά τους,+ τα έθαψαν κάτω από το αλμυρίκι που βρίσκεται στην Ιαβείς+ και νήστεψαν εφτά ημέρες.
Ή αλλιώς «από τη Ραμά, Ζουφίτης».
Ή αλλιώς «να προσκυνήσει».
Κυριολεκτικά «είχε κλείσει τη μήτρα της».
Ή αλλιώς «γιατί νιώθει άσχημα η καρδιά σου;»
Δηλαδή της σκηνής της μαρτυρίας.
Ή αλλιώς «πικραμένη στην ψυχή».
Ή αλλιώς «γυναίκα καταθλιμμένη στο πνεύμα».
Κυριολεκτικά «χύνω την ψυχή μου». Βλέπε Γλωσσάριο.
Κυριολεκτικά «τη θυμήθηκε».
Ή πιθανώς «Στον ορισμένο καιρό».
Σημαίνει «όνομα του Θεού».
Κυριολεκτικά «ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου».
Περίπου 22 λίτρα. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή αλλιώς «Στη ζωή της ψυχής σου».
Προφανώς εννοεί τον Ελκανά.
Ή αλλιώς «η δύναμή μου». Βλέπε Γλωσσάριο.
Κυριολεκτικά «μαράθηκε».
Ή αλλιώς «φέρνει».
Ή αλλιώς «Σιεόλ». Πρόκειται για τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους. Βλέπε Γλωσσάριο.
Ή πιθανώς «τον σκουπιδότοπο».
Ή πιθανώς «Εκείνοι που διαμάχονται με τον Ιεχωβά θα τρομοκρατηθούν».
Ή αλλιώς «τη δύναμη». Βλέπε Γλωσσάριο.
Ή αλλιώς «υπηρετούσε τον».
Ή αλλιώς «ό,τι ποθεί η ψυχή σου».
Κυριολεκτικά «ζωσμένος».
Ή πιθανώς «ο Θεός θα μεσολαβήσει για αυτόν».
Ή πιθανώς «να υψώνει καπνό θυσίας».
Κυριολεκτικά «γιων του Ισραήλ».
Κυριολεκτικά «κλοτσάτε».
Κυριολεκτικά «θα κόψω τον βραχίονά σου».
Ή αλλιώς «θα κάνει την ψυχή σου να μαραζώσει».
Ή αλλιώς «με ό,τι είναι στην καρδιά μου και στην ψυχή μου».
Δηλαδή στη σκηνή της μαρτυρίας.
Κυριολεκτικά «να πέσει στη γη».
Κυριολεκτικά «Γιατί μας νίκησε ο Ιεχωβά μπροστά στους Φιλισταίους;»
Ή πιθανώς «ανάμεσα στα».
Ή αλλιώς «ούτε προσήλωσε την καρδιά της σε αυτό».
Σημαίνει «πού είναι η δόξα;»
Ή αλλιώς «ναό».
Κυριολεκτικά «Μόνο ο Δαγών».
Κυριολεκτικά «70 άντρες, 50.000 άντρες».
Ή αλλιώς «να θρηνεί αναζητώντας».
Επρόκειτο προφανώς για συμβολική τελετουργία σε ένδειξη μετάνοιας.
Σημαίνει «πέτρα βοήθειας».
Κυριολεκτικά «ήταν κακό στα μάτια του Σαμουήλ».
Ή αλλιώς «αρωματοποιούς».
Κυριολεκτικά «θηλυκά γαϊδούρια».
Ο σίκλος ισοδυναμούσε με 11,4 γρ. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Κυριολεκτικά «είχε ξεσκεπάσει το αφτί του Σαμουήλ».
Ή αλλιώς «θα κρατήσει τον λαό μου υπό έλεγχο».
Κυριολεκτικά «όλα όσα είναι στην καρδιά σου».
Ή αλλιώς «η παροιμία».
Επρόκειτο για ομάδες 1.000 ατόμων. Αυτός ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους διαιρούνταν οι φυλές του Ισραήλ.
Κυριολεκτικά «Και εκείνος ήταν σαν άλαλος».
Ή αλλιώς «συμφωνία».
Κυριολεκτικά «σαν ένας άνθρωπος».
Δηλαδή περίπου από τις 2:00 π.μ. μέχρι τις 6:00 π.μ.
Κυριολεκτικά «Άκουσα τη φωνή σας σχετικά με».
Κυριολεκτικά «που βαδίζει μπροστά σας!»
Κυριολεκτικά «δεν βρήκατε τίποτα στο χέρι μου».
Ή αλλιώς «αυτά που δεν αντιπροσωπεύουν κάτι πραγματικό».
Ή αλλιώς «δεν αντιπροσωπεύουν κάτι πραγματικό».
Ή αλλιώς «με αλήθεια».
Ο αριθμός λείπει στο εβραϊκό κείμενο.
Κυριολεκτικά «έχει γίνει δυσωδία».
Ή αλλιώς «στις κρύπτες».
Ή αλλιώς «δεν έχω απαλύνει το πρόσωπο».
Αρχαία μονάδα μέτρησης βάρους που ισοδυναμούσε κατά προσέγγιση με τα δύο τρίτα του σίκλου.
Ή αλλιώς «προφυλακή».
Ή αλλιώς «στη μισή έκταση γης που μπορεί να οργώσει ένα ζευγάρι ταύρων σε μία ημέρα».
Κυριολεκτικά «εκείνη την ημέρα».
Κυριολεκτικά «Τράβηξε το χέρι σου».
Κυριολεκτικά «ψωμί».
Κυριολεκτικά «όλη η χώρα».
Ή αλλιώς «επέφερε εξοστρακισμό».
Ή αλλιώς «σωτηρία».
Κυριολεκτικά «απολύτρωσε».
Ή αλλιώς «Μην τους δείξεις συμπόνια».
Ή αλλιώς «κοιλάδα του χειμάρρου».
Ή αλλιώς «όσια αγάπη».
Ή αλλιώς «έδειξαν συμπόνια στον».
Ή αλλιώς «Λυπάμαι».
Ή αλλιώς «έδειξε συμπόνια στα».
Κυριολεκτικά «τα θεραφίμ», δηλαδή οι εφέστιοι θεοί· τα είδωλα.
Ή αλλιώς «θα μεταμεληθεί».
Ή αλλιώς «να μεταμεληθεί».
Ή πιθανώς «με σιγουριά».
Κυριολεκτικά «πίκρα».
Κυριολεκτικά «Σημαίνει ειρήνη ο ερχομός σου;»
Κυριολεκτικά «στρατόπεδά τους».
Το ύψος του ήταν περίπου 2,9 μ. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Περίπου 57 κιλά. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Σχεδόν 7 κιλά. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή αλλιώς «προκαλώ».
Περίπου 22 λίτρα. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Κυριολεκτικά «γάλα».
Ή αλλιώς «να προκαλέσει».
Ή αλλιώς «προκαλεί».
Ή αλλιώς «Κανείς ας μη χάνει το θάρρος του».
Ή αλλιώς «άντρας πολεμιστής».
Ή αλλιώς «από το σαγόνι». Κυριολεκτικά «από τα γένια του».
Ή αλλιώς «προκάλεσε».
Ή αλλιώς «την κοιλάδα του χειμάρρου».
Ή αλλιώς «προκάλεσες».
Κυριολεκτικά «όλη αυτή η σύναξη».
Ή αλλιώς «Στη ζωή της ψυχής σου».
Ή αλλιώς «η ψυχή του Ιωνάθαν συνδέθηκε με την ψυχή του Δαβίδ».
Ή αλλιώς «όπως την ίδια του την ψυχή».
Ή αλλιώς «όπως την ίδια του την ψυχή».
Ή αλλιώς «ενεργούσε σοφά».
Ή αλλιώς «συμπεριφερόταν σαν προφήτης».
Κυριολεκτικά «έβγαινε και έμπαινε μπροστά από τον λαό».
Ή αλλιώς «να ενεργεί σοφά».
Ή αλλιώς «θα συνάψεις συμφωνία γάμου με εμένα».
Ή αλλιώς «ενεργούσε πιο σοφά».
Ή αλλιώς «έβαλε την ψυχή του στο χέρι του».
Ή αλλιώς «σωτηρία».
Ή αλλιώς «Αν δεν φροντίσεις να διαφύγει απόψε η ψυχή σου».
Ή αλλιώς «τον εφέστιο θεό· το είδωλο».
Ή αλλιώς «ο εφέστιος θεός· το είδωλο».
Ή αλλιώς «ελαφρά ντυμένος».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Ή αλλιώς «ζει η ψυχή σου».
Ή αλλιώς «πει η ψυχή σου».
Ή αλλιώς «την ίδια του την ψυχή».
Κυριολεκτικά «την εργάσιμη ημέρα».
Κυριολεκτικά «της γύμνιας της μητέρας σου;»
Κυριολεκτικά «γιατί είναι γιος θανάτου».
Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».
Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».
Ή αλλιώς «να απείχαν από σεξουαλικές σχέσεις».
Πιθανώς εξαιτίας κάποιας ευχής ή ακαθαρσίας ή υποψίας για λέπρα.
Κυριολεκτικά «στο χέρι τους».
Ή αλλιώς «πικραμένοι στην ψυχή».
Ή αλλιώς «πιστός».
Κυριολεκτικά «δρομείς».
Ή αλλιώς «κάθε ψυχής».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Κυριολεκτικά «τον πούλησε στο χέρι μου».
Ή πιθανώς «κτηματίες».
Ή πιθανώς «φοβόταν επειδή».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Κυριολεκτικά «ενίσχυσε το χέρι του».
Κυριολεκτικά «στα δεξιά».
Ή πιθανώς «της ερήμου».
Ή αλλιώς «θελήσει η ψυχή σου».
Επρόκειτο για ομάδες 1.000 ατόμων. Αυτός ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους διαιρούνταν οι φυλές του Ισραήλ.
Κυριολεκτικά «για να σκεπάσει τα πόδια του».
Ή αλλιώς «η συνείδηση του Δαβίδ τον έτυπτε».
Ή πιθανώς «πρόσταξε τους άντρες του να διαλυθούν».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Κυριολεκτικά «το σπέρμα».
Πόλη στον Ιούδα· όχι το όρος Κάρμηλος.
Ή αλλιώς «να έχεις ειρήνη».
Κυριολεκτικά «καλή ημέρα».
Το σεάχ ισοδυναμούσε με 7,33 λίτρα. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή πιθανώς «στον Δαβίδ».
Κυριολεκτικά «έναν που ουρεί στον τοίχο». Εβραϊκή περιφρονητική έκφραση που αναφέρεται στους άρρενες κάθε ηλικίας.
Σημαίνει «ασύνετος· ανόητος».
Ή αλλιώς «ζει η ψυχή σου».
Ή αλλιώς «να φέρεις σωτηρία».
Κυριολεκτικά «αυτή η ευλογία».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Ή αλλιώς «η ψυχή».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Ή αλλιώς «σαν μέσα από το κοίλωμα σφεντόνας».
Κυριολεκτικά «δεν θα υπάρξει για εσένα κλονισμός ούτε πρόσκομμα».
Ή αλλιώς «να φέρει σωτηρία».
Ή αλλιώς «να φέρω σωτηρία».
Κυριολεκτικά «ένας που ουρεί στον τοίχο». Εβραϊκή περιφρονητική έκφραση που αναφέρεται στους άρρενες κάθε ηλικίας.
Κυριολεκτικά «η καρδιά του Νάβαλ».
Ή πιθανώς «την έρημο».
Κυριολεκτικά «ας μυρίσει».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Ή αλλιώς «ψυχή».
Ή αλλιώς «ψυχή».
Κυριολεκτικά «Ο αριθμός των ημερών».
Ή αλλιώς «Στη Νεγκέμπ».
Κυριολεκτικά «έγινε δυσωδία».
Κυριολεκτικά «φύλακα για το κεφάλι μου όλες τις ημέρες».
Ή αλλιώς «να παγιδέψεις την ψυχή μου».
Ή αλλιώς «αυτό που φαινόταν ότι ήταν ο Σαμουήλ».
Ή αλλιώς «έβαλα την ψυχή μου στο χέρι μου».
Ή αλλιώς «θυσίασε».
Ή αλλιώς «στον νότο», δηλαδή στο νότιο τμήμα του Ιούδα.
Ή αλλιώς «η ψυχή όλου του λαού».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Κυριολεκτικά «το πνεύμα του επέστρεψε σε αυτόν».
Ή αλλιώς «στη Νεγκέμπ».
Ή αλλιώς «στη Νεγκέμπ».
Κυριολεκτικά «μια ευλογία».
Ή αλλιώς «του νότου».
Ή αλλιώς «με κακοποιήσουν».
Ή αλλιώς «ναούς».