-
Αγριόχορτα, ΖιζάνιαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Η λέξη ζιζάνια που χρησιμοποίησε ο Ιησούς στην παραβολή των εδαφίων Ματθαίος 13:24-30, 36-43 θεωρείται γενικά ότι αναφέρεται στην ήρα (αίρα η μεθυστική [Lolium temulentum]), η οποία μοιάζει πολύ με το σιτάρι μέχρι να ωριμάσει, οπότε και διακρίνεται εύκολα από αυτό λόγω των μικρότερων μαύρων σπερμάτων της. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι ρίζες αυτού του ζιζανίου μπλέκονται με το σιτάρι, καθιστά τελείως άσοφο το να ξεριζώσει κανείς τα ζιζάνια σε αρχικό στάδιο. Αν τα σπέρματα της ήρας ανακατευτούν με τους κόκκους του σιταριού μετά το θερισμό, οι επιπτώσεις για αυτόν που θα τα φάει μπορεί να είναι σοβαρές. Έχει αναφερθεί ότι η κατανάλωση ψωμιού που περιέχει αλεύρι ήρας σε μεγάλη αναλογία έχει προκαλέσει ιλίγγους, ακόμη δε και θανατηφόρα δηλητηρίαση. Οι δηλητηριώδεις ιδιότητες των σπερμάτων της ήρας πιστεύεται γενικά ότι οφείλονται σε έναν μύκητα που αναπτύσσεται μέσα τους.
-
-
ΑγρίππαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΡΙΠΠΑΣ
Βλέπε ΗΡΩΔΗΣ Αρ. 3 και 4.
-
-
ΑγρόςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΡΟΣ
Η λέξη σαδέχ του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου, η οποία κυρίως αποδίδεται «αγρός», μπορεί να υποδηλώνει έναν κυνηγότοπο, μια έκταση που χρησιμοποιείται για βοσκή ή καλλιέργεια, έναν ακαλλιέργητο δασότοπο, μια βουνοκορφή ή ακόμη και μια περιοχή στην οποία κατοικεί κάποιος λαός, για παράδειγμα την «περιοχή του Μωάβ», ενώ χρησιμοποιείται επίσης σε αντιδιαστολή με την «πόλη». (Γε 27:5· 31:4· 37:5-7· Κρ 9:32, 36· 1Σα 14:25· Αρ 21:20· Δευ 28:3) Η λέξη ἀγρός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου υποδηλώνει ένα καλλιεργημένο χωράφι (Ματ 13:24), καθώς και την «ύπαιθρο» σε αντίθεση με την πόλη.—Μαρ 5:14· 16:12.
Επιπρόσθετα, η λέξη “αγρός” μπορούσε να εφαρμοστεί συλλογικά στα συνεχόμενα χωράφια που ανήκαν σε αρκετούς διαφορετικούς ιδιοκτήτες, όπως φαίνεται από την αφήγηση σχετικά με τη Ρουθ. Όταν η Ρουθ πήγε «στον αγρό», έτυχε «να βρεθεί στο τμήμα του αγρού που ανήκε στον Βοόζ», πράγμα που δείχνει ότι ο Βοόζ κατείχε μόνο ένα τμήμα εκείνης της περιοχής. (Ρθ 2:2, 3) Ενώ τα αμπέλια και οι κήποι είχαν προφανώς περίφραξη, φαίνεται ότι δεν συνέβαινε το ίδιο και με τους αγρούς. (Αρ 22:24· Ασμ 4:12) Ο Νόμος όριζε ότι κανείς δεν έπρεπε να μετακινεί τα οροθέσια του συνανθρώπου του, πράγμα που δείχνει ότι ήταν σχετικά εύκολο να γίνει κάτι τέτοιο. (Δευ 19:14) Σύμφωνα με το Νόμο, οι ατείχιστοι οικισμοί θεωρούνταν μέρος του αγρού της υπαίθρου.—Λευ 25:31.
Οι πυρκαγιές μπορούσαν να εξαπλωθούν εύκολα από τον έναν αγρό στον άλλον, ήταν δε απαραίτητο να προσέχει κανείς τα κατοικίδια ζώα του και να μην τα αφήνει να περιπλανιούνται στον αγρό κάποιου άλλου. (Εξ 22:5, 6) Το εδάφιο Ησαΐας 28:25 αναφέρει ότι έσπερναν αγριοσίταρο ως όριο. Σπέρνοντας αυτό το κατώτερο είδος σιταριού στις παρυφές των αγρών τους, οι γεωργοί ίσως μπορούσαν να προστατέψουν, ως έναν βαθμό, τις πιο πολύτιμες σοδειές τους, όπως το σιτάρι και το κριθάρι, από τα ζώα που πιθανόν να έμπαιναν στις παρυφές του αγρού.
Φαίνεται ότι υπήρχε η δυνατότητα να διασχίσει κανείς τους αγρούς μέσα από μονοπάτια, τα οποία μπορεί επίσης να χρησίμευαν ως όρια που χώριζαν το ένα χωράφι από το άλλο, διότι είναι εξαιρετικά απίθανο να περπάτησαν ο Ιησούς και οι μαθητές του μέσα στα χωράφια πατώντας τα σιτάρια καθώς προχωρούσαν. Αν είχαν κάνει κάτι τέτοιο, αναμφίβολα οι Φαρισαίοι θα είχαν δημιουργήσει ζήτημα και για αυτό. (Λου 6:1-5) Ίσως ο Ιησούς εννοούσε τέτοια μονοπάτια όταν, στην παραβολή του για το σπορέα, μίλησε για τους σπόρους που έπεσαν δίπλα στο δρόμο.—Ματ 13:4.
-
-
Αγρός ΑγγειοπλάστηΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΡΟΣ ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΗ
Όταν ο Ιούδας, γεμάτος τύψεις, έριξε μέσα στο ναό το αντίτιμο της προδοσίας, δηλαδή τα 30 ασημένια νομίσματα (αν επρόκειτο για σίκλους, $66), οι πρωθιερείς αγόρασαν με τα χρήματα αυτά «τον αγρό του αγγειοπλάστη για να θάβουν ξένους». (Ματ 27:3-10) Ο αγρός έγινε γνωστός με το όνομα Ακελδαμά, δηλαδή «Αγρός Αίματος». (Πρ 1:18, 19· βλέπε ΑΚΕΛΔΑΜΑ.) Από τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ., αυτός ο αγρός ταυτίστηκε με μια τοποθεσία στη νότια πλαγιά της Κοιλάδας του Εννόμ, ακριβώς πριν από το σημείο όπου αυτή η κοιλάδα ενώνεται με την Κοιλάδα Κιδρόν.
Η έκφραση “ο αγρός του αγγειοπλάστη” δεν δείχνει συγκεκριμένα αν ο αγρός ανήκε απλώς σε κάποιον αγγειοπλάστη ή αν ονομάστηκε έτσι επειδή σε κάποια περίοδο της ιστορίας του χρησιμοποιήθηκε από αγγειοπλάστες ως χώρος εργασίας. Ωστόσο, η δεύτερη αυτή εκδοχή φαίνεται πιθανή αν η τοποθεσία που υποδεικνύεται από την παράδοση είναι σωστή. Θα πρέπει να βρισκόταν κοντά στην Πύλη των Πήλινων Θραυσμάτων (ή «Πύλη των Αγγειοπλαστών», σύμφωνα με τον Γ. Σίμονς σε μια υποσημείωσή του στο σύγγραμμα Η Ιερουσαλήμ στην Παλαιά Διαθήκη [Jerusalem in the Old Testament], Λέιντεν, 1952, σ. 230), η οποία μνημονεύεται στα εδάφια Ιερεμίας 19:1, 2. (Παράβαλε Ιερ 18:2.) Ακόμη και σε πρόσφατες εποχές υπήρχε εκεί κοντά η απαραίτητη πρώτη ύλη, ο πηλός. Επίσης, η αγγειοπλαστική προϋπέθετε την ύπαρξη επαρκούς αποθέματος νερού, και η περιοχή αυτή ήταν κοντά στην πηγή της Εν-ρογήλ και στη Δεξαμενή του Σιλωάμ, καθώς και σε άλλα αποθέματα νερού που θα ήταν δυνατόν να υπήρχαν στην Κοιλάδα του Εννόμ το χειμώνα.
-
-
Αγρός ΑίματοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΡΟΣ ΑΙΜΑΤΟΣ
Βλέπε ΑΚΕΛΔΑΜΑ.
-
-
Αγρός του Καθαριστή ΡούχωνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΡΟΥΧΩΝ
Προφανώς μια περιοχή στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ όπου εργάζονταν καθαριστές ρούχων.
Ο Ησαΐας και ο γιος του ο Σεάρ-ιασούβ έπρεπε να συναντήσουν τον Βασιλιά Άχαζ «στη λεωφόρο του αγρού του καθαριστή ρούχων». Αργότερα οι απεσταλμένοι του Σενναχειρείμ ήρθαν στην ίδια περιοχή. (2Βα 18:17· Ησ 7:3· 36:2) Μολονότι είναι φανερό ότι αυτή η “λεωφόρος του αγρού του καθαριστή ρούχων” βρισκόταν έξω από την πόλη, ήταν αρκετά κοντά ώστε να ακούσουν όσοι βρίσκονταν πάνω στα τείχη της πόλης τους εμπαιγμούς των αγγελιοφόρων του Σενναχειρείμ.—2Βα 18:18, 26, 27· Ησ 36:1, 2.
Σε συσχετισμό με τη «λεωφόρο του αγρού του καθαριστή ρούχων» αναφέρεται κάποιος «αγωγός». Ο αγωγός αυτός δεν μπορεί να είναι η αποκαλούμενη σήραγγα του Εζεκία, διότι αυτή δεν είχε κατασκευαστεί ακόμη στις ημέρες του Άχαζ. Επομένως, φαίνεται ότι επρόκειτο για κάποιον αγωγό που διέτρεχε την κοιλάδα του χειμάρρου Κιδρόν μέχρι το νότιο άκρο της Πόλης του Δαβίδ. Ο αγρός του καθαριστή ρούχων βρισκόταν, όπως φαίνεται, είτε σε αυτό το τμήμα της κοιλάδας είτε λίγο νοτιότερα, κοντά στην πιθανολογούμενη θέση της Εν-ρογήλ.
-
-
ΑγχούςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΧΟΥΣ
(Αγχούς).
Φιλισταίος βασιλιάς της Γαθ ο οποίος βασίλευε την εποχή του Δαβίδ και του Σολομώντα. Ήταν γιος του Μαώχ, ή αλλιώς του Μααχά, και στην επιγραφή του 34ου Ψαλμού αποκαλείται Αβιμέλεχ—όνομα που πιθανώς αποτελεί τίτλο παρόμοιο με τους τίτλους Φαραώ και Τσάρος.—1Σα 27:2· 1Βα 2:39.
Σε δύο περιπτώσεις, όταν ο Δαβίδ ζούσε ως φυγάς εξαιτίας του Σαούλ, βρήκε καταφύγιο στην επικράτεια του Βασιλιά Αγχούς. Στην πρώτη περίπτωση, όταν άρχισαν να τον υποπτεύονται ως εχθρό, ο Δαβίδ προσποιήθηκε ότι ήταν παράφρων και ο Αγχούς τον άφησε να φύγει νομίζοντας ότι ήταν ένας ακίνδυνος τρελός. (1Σα 21:10-15· Ψλ 34:Επιγρ.· 56:Επιγρ.) Τη δεύτερη φορά ο Δαβίδ συνοδευόταν από 600 πολεμιστές και τις οικογένειές τους, και έτσι ο Αγχούς τούς παραχώρησε τη Σικλάγ για να μείνουν εκεί. Τον έναν χρόνο και τους τέσσερις μήνες που βρίσκονταν εκεί, ο Αγχούς πίστευε ότι ο Δαβίδ και οι άντρες του έκαναν επιδρομές στις πόλεις του Ιούδα, ενώ στην πραγματικότητα ο Δαβίδ λεηλατούσε τους Γεσουρίτες, τους Γιρζίτες και τους Αμαληκίτες. (1Σα 27:1-12) Ο Δαβίδ τον εξαπάτησε τόσο καλά ώστε ο Αγχούς τον διόρισε προσωπικό του σωματοφύλακα σε μια επίθεση που οργάνωναν οι Φιλισταίοι εναντίον του Βασιλιά Σαούλ, και μόνο την τελευταία στιγμή, λόγω της επιμονής των υπόλοιπων «αρχόντων του άξονα» των Φιλισταίων, ο Δαβίδ και οι άντρες του στάλθηκαν πίσω στη Σικλάγ. (1Σα 28:2· 29:1-11) Όταν ο Δαβίδ έγινε βασιλιάς και πολέμησε εναντίον της Γαθ, ο Αγχούς προφανώς δεν θανατώθηκε. Έζησε μέχρι και την εποχή της βασιλείας του Σολομώντα.—1Βα 2:39-41· βλέπε ΓΑΘ.
-
-
ΑγώνεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΩΝΕΣ
Οι οργανωμένοι αγώνες ήταν δημόσιο θέαμα αποτελούμενο από διάφορες αναμετρήσεις κυρίως μεταξύ αθλητών.
Ελλάδα. Περίπου τον καιρό που άρχισε ο Ησαΐας να προφητεύει στον Ιούδα, οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να διοργανώνουν τους περίφημους Ολυμπιακούς αθλητικούς αγώνες τους προς τιμήν του Δία, το έτος 776 Π.Κ.Χ. Μολονότι οι αγώνες στην Ολυμπία παρέμειναν οι πιο ξακουστοί, τρεις ακόμη ελληνικές πόλεις αποτέλεσαν σημαντικά κέντρα αγώνων. Στον Ισθμό της Κορίνθου τελούνταν τα Ίσθμια, που ήταν αφιερωμένα στον Ποσειδώνα. Στους Δελφούς διεξάγονταν τα Πύθια, ενώ κοντά στη Νεμέα γίνονταν τα Νέμεα, επίσης προς τιμήν του Δία.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια και είχαν βαθύτατη θρησκευτική σημασία. Οι θρησκευτικές θυσίες και η λατρεία της Ολυμπιακής φλόγας ήταν εξέχοντα χαρακτηριστικά της γιορτής. Τα Ίσθμια κοντά στην Κόρινθο διεξάγονταν κάθε δύο χρόνια.
Το βασικό πρόγραμμα όλων των αγώνων περιλάμβανε αγώνες δρόμου, πάλη, πυγμαχία, δισκοβολία, ακοντισμό, αρματοδρομίες και άλλα αθλήματα. Οι διαγωνιζόμενοι ορκίζονταν να τηρήσουν το σκληρό δεκάμηνο πρόγραμμα προπόνησης, στο οποίο αφιέρωναν τον περισσότερο χρόνο τους. Το πρόγραμμα αυτό τελούσε υπό την αυστηρή εποπτεία των ελλανοδικών, οι οποίοι έμεναν μαζί με τους διαγωνιζόμενους. Πολλές φορές, οι προπονούμενοι ασκούνταν υπό συνθήκες δυσκολότερες από τον πραγματικό αγώνα. Παραδείγματος χάρη, οι δρομείς προπονούνταν έχοντας στα πόδια τους βάρη, ενώ οι πυγμάχοι προπονούνταν φορώντας βαριές στολές. Συνήθως χρειαζόταν να περάσουν χρόνια για να αποκτήσει κάποιος τα απαιτούμενα προσόντα ώστε να αναδειχτεί νικητής στους αγώνες. Το βραβείο ήταν ένα απλό στεφάνι—φτιαγμένο από αγριελιά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, από πεύκο στα Ίσθμια, από δάφνη στα Πύθια και από σέλινο στα Νέμεα. Συνήθως τοποθετούσαν το βραβείο στη γραμμή του τερματισμού, δίπλα στον κριτή, πράγμα που ενέπνεε τους δρομείς να αγωνιστούν σθεναρά, δίνοντας και την τελευταία τους ικμάδα, καθώς κρατούσαν τα μάτια τους προσηλωμένα στο βραβείο. Εντούτοις, η παραβίαση των κανονισμών σήμαινε αποκλεισμό. Οι αγώνες ήταν το θέμα συζήτησης όλων πριν, στη διάρκεια και μετά την αθλητική διοργάνωση. Οι αθλητές που νικούσαν εξυμνούνταν, ειδωλοποιούνταν και κατακλύζονταν με δώρα και τιμητικές διακρίσεις. Η Κόρινθος χορηγούσε στους νικηφόρους αθλητές ισόβια σύνταξη.
Ρώμη. Οι ρωμαϊκοί αγώνες διέφεραν πολύ από τους ελληνικούς, έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό τους τις μονομαχίες και άλλα άκρως κτηνώδη θεάματα. Οι μονομαχίες ξεκίνησαν αρχικά τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ. ως θρησκευτική τελετουργία στα πλαίσια των κηδειών και ίσως σχετίζονταν στενά με αρχαίες ειδωλολατρικές τελετές, στις οποίες οι λάτρεις αυτοτραυματίζονταν, αφήνοντας το αίμα τους να χυθεί προς τιμήν των θεών τους ή των νεκρών τους. (1Βα 18:28· παράβαλε την απαγόρευση τέτοιων συνηθειών στον Ισραήλ στο εδ. Λευ 19:28.) Οι ρωμαϊκοί αγώνες αφιερώθηκαν μεταγενέστερα στον θεό Σατούρνο. Τίποτα δεν τους ξεπερνούσε σε κτηνωδία και ωμότητα. Ο Αυτοκράτορας Τραϊανός διοργάνωσε κάποτε αγώνες με τη συμμετοχή 10.000 μονομάχων, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν πέσει νεκροί προτού τελειώσει το θέαμα. Ακόμη και συγκλητικοί, γυναίκες από την τάξη της αριστοκρατίας και ένας αυτοκράτορας, ο Κόμμοδος, μπήκαν στην αρένα των μονομάχων. Από τον καιρό του Νέρωνα και μετά, πλήθη Χριστιανών σφαγιάστηκαν σε τέτοιες διοργανώσεις.
Οι Ειδωλολατρικοί Αγώνες Εισάγονται στην Παλαιστίνη. Φαίνεται ότι οι Ιουδαίοι δεν διοργάνωναν αθλητικές αναμετρήσεις πριν από την ελληνική περίοδο. Στη διάρκεια της βασιλείας του Αντίοχου του Επιφανούς, το δεύτερο αιώνα Π.Κ.Χ., οι εξελληνισμένοι Ιουδαίοι εισήγαγαν τον ελληνικό πολιτισμό και τους ελληνικούς αθλητικούς αγώνες στον Ισραήλ, στη δε Ιερουσαλήμ δημιουργήθηκε ένα γυμνάσιο (γυμναστήριο), σύμφωνα με το πρώτο κεφάλαιο του απόκρυφου βιβλίου Α΄ Μακκαβαίων. Στα εδάφια Β΄ Μακκαβαίων 4:12-15 αναφέρεται ότι ακόμη και οι ιερείς παραμελούσαν τα καθήκοντά τους για να πάρουν μέρος στους αγώνες. Εντούτοις, άλλοι αντιτίθεντο σθεναρά σε αυτή την υιοθέτηση των ειδωλολατρικών εθίμων.
Τον πρώτο αιώνα Π.Κ.Χ., ο Ηρώδης ο Μέγας έχτισε ένα θέατρο στην Ιερουσαλήμ, ένα αμφιθέατρο στην πεδιάδα, καθώς επίσης ένα θέατρο και ένα αμφιθέατρο στην Καισάρεια, καθιέρωσε δε τη διεξαγωγή αγώνων κάθε πέντε χρόνια προς τιμήν του Καίσαρα. Εκτός από την πάλη, τις αρματοδρομίες και άλλα αθλήματα, εισήγαγε χαρακτηριστικά των ρωμαϊκών αγώνων, οργανώνοντας θηριομαχίες ή αναγκάζοντας θανατοποινίτες να παλέψουν με θηρία. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, όλα αυτά οδήγησαν κάποιους δυσαρεστημένους Ιουδαίους σε συνωμοσία για τη δολοφονία του Ηρώδη, η οποία όμως αποδείχτηκε ανεπιτυχής.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 267-291 (viii, 1-4)· ΙΕ΄, 331-341 (ix, 6).
Η Χριστιανική Άποψη. Ο Τερτυλλιανός, συγγραφέας του δεύτερου και τρίτου αιώνα Κ.Χ., διατύπωσε τη θέση των πρώτων Χριστιανών απέναντι στην ψυχαγωγία που συνήθιζαν να έχουν οι Ρωμαίοι, λέγοντας ότι οι Χριστιανοί δεν έχουν «καμιά σχέση, ούτε μέσω ομιλίας ούτε μέσω όρασης ούτε μέσω ακοής, με την παραφροσύνη του ιππόδρομου, την αδιαντροπιά του θεάτρου, την αγριότητα της αρένας, τη ματαιότητα του γυμνασίου». Επίσης πρόσθεσε: «Γιατί προσβάλλεστε αν εμείς θεωρούμε ότι υπάρχουν άλλες απολαύσεις; . . . απορρίπτουμε όσα ευχαριστούν εσάς· όσα ευχαριστούν εμάς δεν προσφέρουν σε εσάς καμιά τέρψη». (Απολογητικός [Apologeticus], XXXVIII, 4, 5) Όσον αφορά τη σωματική εκγύμναση ή πειθαρχία γενικά, ο απόστολος Παύλος συνοψίζει τη Χριστιανική άποψη στη συμβουλή του προς τον Τιμόθεο στα εδάφια 1 Τιμόθεο 4:7-10.
Παραβολική Χρήση. Ο Παύλος και ο Πέτρος χρησιμοποίησαν κατάλληλα διάφορα χαρακτηριστικά των αγώνων για να παρουσιάσουν παραβολικά κάποια σημεία της διδασκαλίας τους. Σε αντιδιαστολή με το βραβείο που επιζητούσαν οι διαγωνιζόμενοι στους ελληνικούς αγώνες, το στεφάνι για το οποίο αγωνίζεται ο χρισμένος Χριστιανός καταδείχτηκε ότι είναι, όχι στεφάνι από φύλλα που μαραίνονται, αλλά η αμοιβή της αθάνατης ζωής. (1Πε 1:3, 4· 5:4) Ο χρισμένος Χριστιανός έπρεπε να τρέχει αποφασισμένος να κερδίσει το βραβείο και να κρατάει τα μάτια του προσηλωμένα σε αυτό. Το να κοιτάζει πίσω θα ήταν καταστροφικό. (1Κο 9:24· Φλπ 3:13, 14) Θα έπρεπε να αγωνίζεται σύμφωνα με τους κανονισμούς της ηθικής ζωής ώστε να μην αποκλειστεί. (2Τι 2:5) Η εγκράτεια, η αυτοπειθαρχία και η εκγύμναση είναι ουσιώδεις. (1Κο 9:25· 1Πε 5:10) Οι προσπάθειες του Χριστιανού έπρεπε να είναι εύστοχες, με σκοπό τη νίκη, ακριβώς όπως ένας καλά προπονημένος πυγμάχος καταφέρει πλήγματα χωρίς να σπαταλάει ενέργεια. Μολονότι ο Χριστιανός δεν πλήττει ανθρώπους αλλά πράγματα, μεταξύ των οποίων και πράγματα που έχει μέσα του, η σπατάλη ενέργειας θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε αποτυχία. (1Κο 9:26, 27· 1Τι 6:12) Έπρεπε να αποβάλει όλα τα βάρη που τον εμπόδιζαν και την αμαρτία της απιστίας που τον έμπλεκε, όπως οι δρομείς έβγαζαν τα ρούχα που περιόριζαν τις κινήσεις τους. Ο Χριστιανός δρομέας έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για αγώνα ο οποίος απαιτούσε υπομονή, όχι για έναν σύντομο υπερεντατικό αγώνα ταχύτητας.—Εβρ 12:1, 2.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο εδάφιο Εβραίους 12:1 ο Παύλος μιλάει για ένα μεγάλο «σύννεφο μαρτύρων που μας περιβάλλει». Το ότι δεν αναφέρεται απλώς σε ένα πλήθος θεατών διασαφηνίζεται από τα περιεχόμενα του προηγούμενου κεφαλαίου, στα οποία ο Παύλος αναφέρεται λέγοντας: «Έτσι λοιπόν, . . . » Συνεπώς, ο Παύλος προτρέπει τους Χριστιανούς να συνεχίσουν τον αγώνα με το να στρέφει την προσοχή, όχι σε απλούς θεατές, αλλά στο θαυμάσιο παράδειγμα ατόμων που υπήρξαν και αυτοί δρομείς, ιδιαίτερα δε με το να παρακινεί τους Χριστιανούς να προσηλώνουν το βλέμμα τους σε αυτόν που είχε ήδη αναδειχτεί νικητής και τώρα ήταν Κριτής τους, τον Χριστό Ιησού.
Η παραβολική εικόνα του εδαφίου 1 Κορινθίους 4:9 ίσως βασίζεται στους ρωμαϊκούς αγώνες, καθώς ο Παύλος και οι άλλοι απόστολοι παρομοιάζονται εδώ με τους συμμετέχοντες στο τελευταίο θέαμα του προγράμματος της αρένας—διότι το πιο αιματηρό θέαμα το κρατούσαν συνήθως για το τέλος, και όσοι προορίζονταν για αυτό αντιμετώπιζαν βέβαιο θάνατο. Παρόμοια, τα εδάφια Εβραίους 10:32, 33 ίσως αντλούν την εικόνα που δημιουργούν από τους ρωμαϊκούς αγώνες. (Βλέπε ΘΕΑΤΡΟ.) Μάλιστα ο ίδιος ο Παύλος μπορεί να είχε εκτεθεί στους κινδύνους των ρωμαϊκών αγώνων, λαβαίνοντας υπόψη το σχόλιο που κάνει στο εδάφιο 1 Κορινθίους 15:32 ότι “πάλεψε με θηρία στην Έφεσο”. Μερικοί θεωρούν ότι ήταν απίθανο να εξαναγκαστεί ένας Ρωμαίος πολίτης να αντιμετωπίσει θηρία στην αρένα, γι’ αυτό και υποστηρίζουν ότι αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται μεταφορικά, αναφερόμενη σε θηριώδεις εναντιουμένους στην Έφεσο. Εντούτοις, η δήλωση του Παύλου στα εδάφια 2 Κορινθίους 1:8-10 σχετικά με τον εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο που έζησε στην περιφέρεια της Ασίας, όπου βρισκόταν η Έφεσος, και σχετικά με το ότι ο Θεός τον διέσωσε από «κάτι τόσο μεγάλο όσο ο θάνατος» θα ταίριαζε οπωσδήποτε πολύ περισσότερο σε μια εμπειρία με κατά γράμμα θηρία στην αρένα παρά στην εναντίωση από ανθρώπους την οποία αντιμετώπισε στην Έφεσο. (Πρ 19:23-41) Άρα, μπορεί να πρόκειται για μια από τις διάφορες περιπτώσεις στις οποίες ο Παύλος βρέθηκε «κοντά στο θάνατο» κατά τη διακονία του.—2Κο 11:23· βλέπε ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ.
-
-
ΑδάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑ
(Αδά) [συντετμημένη μορφή του Ελεαδά ή του Αδαΐας].
1. Η πρώτη από τις δύο συζύγους που είχε συγχρόνως ο Λάμεχ. Ήταν μητέρα του Ιαβάλ και του Ιουβάλ, του πρώτου νομάδα βοσκού και του πρώτου μουσικού αντίστοιχα.—Γε 4:19-23.
2. Χαναναία κόρη του Αιλών του Χετταίου και μία από τις συζύγους του Ησαύ, η οποία “έφερνε πίκρα στο πνεύμα του Ισαάκ και της Ρεβέκκας”. Ο γιος της ονομαζόταν Ελιφάς και ήταν πατέρας του Αμαλήκ. Ενδέχεται να είναι η Βασεμάθ του εδαφίου Γένεση 26:34.—Γε 26:35· 36:2, 4, 10, 12.
-
-
ΑδάδΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑΔ
(Αδάδ).
1. Ένας από τους 12 γιους του Ισμαήλ, του γιου που απέκτησε ο Αβραάμ από την παλλακίδα του την Άγαρ.—Γε 25:12-15· 1Χρ 1:28-30.
2. Διάδοχος του θρόνου του Εδώμ μετά το θάνατο του Χουσάμ. «Ο Αδάδ, ο γιος του Βεδάδ, ο οποίος νίκησε τους Μαδιανίτες στην περιοχή του Μωάβ», βασίλευε προφανώς από την πόλη Αβίθ.—Γε 36:31, 35, 36· 1Χρ 1:46, 47.
3. Άλλος βασιλιάς του Εδώμ και σύζυγος της Μεεταβεήλ. Ο Αδάδ διαδέχθηκε στο θρόνο τον Βάαλ-χανάν και «το όνομα της πόλης του ήταν Παού». (1Χρ 1:43, 50, 51) Στο εδάφιο Γένεση 36:39 ονομάζεται Αδάρ, πράγμα που μπορεί να οφείλεται σε λανθασμένη αντιγραφή, επειδή τα εβραϊκά γράμματα τα οποία αντιστοιχούν στο «ρ» (ר) και στο «δ» (ד) μοιάζουν πολύ μεταξύ τους.
4. Εδωμίτης ο οποίος ανήκε στους βασιλικούς απογόνους και δημιουργούσε προβλήματα στον Ισραήλ κατά την περίοδο της βασιλείας του Σολομώντα. Ενώ ήταν ακόμη παιδί, ο Αδάδ, μαζί με μερικούς από τους υπηρέτες του πατέρα του, κατέφυγε στην Αίγυπτο μέσω της Φαράν για να γλιτώσει από τη σφαγή όλων των αρρένων του Εδώμ από τον Ιωάβ. Στην Αίγυπτο ο Αδάδ και εκείνοι που ήταν μαζί του έτυχαν καλής υποδοχής και ο Φαραώ έδωσε στον Αδάδ σπίτι, τροφή και γη, και μάλιστα αργότερα του έδωσε για σύζυγο την ίδια του την κουνιάδα. Από αυτή τη γυναίκα, ο Αδάδ απέκτησε έναν γιο ονόματι Γενουβάθ, ο οποίος ζούσε στην κατοικία του Φαραώ, ανάμεσα στους γιους του Φαραώ. Μόλις έμαθε ο Αδάδ ότι ο Βασιλιάς Δαβίδ και ο Ιωάβ είχαν πεθάνει, επέστρεψε στον Εδώμ και έκτοτε αντιστεκόταν στον Σολομώντα.—1Βα 11:14-22, 25.
5. Ο Αδάδ θεωρείται η κυριότερη θεότητα της αρχαίας Συρίας και ταυτίζεται γενικά με τον Ριμμών. Το όνομα Αδάδ αποτελεί συνθετικό των ονομάτων ορισμένων Σύριων βασιλιάδων, όπως του Βεν-αδάδ (1Βα 15:18) και του Αδαδέζερ (1Βα 11:23), ενώ εμπερικλείεται επίσης στο όνομα Αδαδριμμών.—Ζαχ 12:11· βλέπε ΑΔΑΔΡΙΜΜΩΝ.
-
-
ΑδαδάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑΔΑ
(Αδαδά).
Μια από τις πόλεις στο νότιο τμήμα της περιοχής που αρχικά είχε παραχωρηθεί στον Ιούδα, κοντά στο σύνορο του Εδώμ. (Ιη 15:22) Το Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209 της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα έχει εδώ την απόδοση «Αρουήλ». Με βάση αυτό, και σε συνδυασμό με το εδάφιο 1 Σαμουήλ 30:28, μερικοί λόγιοι υποστηρίζουν ότι ταυτίζεται με την Αροήρ του Ιούδα.—Βλέπε ΑΡΟΗΡ Αρ. 3.
-
-
ΑδαδέζερΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑΔΕΖΕΡ
(Αδαδέζερ) [Ο Αδάδ Είναι Βοηθός].
Γιος του Ρεώβ και βασιλιάς της Ζωβά, ενός συριακού (αραμαϊκού) βασιλείου που πιστεύεται ότι βρισκόταν Β της Δαμασκού (2Σα 8:3, 5· 1Βα 11:23· 1Χρ 18:3, 5) και το οποίο περιλάμβανε υποτελή κράτη. (2Σα 10:19) Προτού ηττηθεί από τον Βασιλιά Δαβίδ, ο Αδαδέζερ διεξήγε πόλεμο εναντίον του Θοΐ (Θοού), του βασιλιά της Αιμάθ.—2Σα 8:9, 10· 1Χρ 18:9, 10.
Όταν οι Σύριοι, τους οποίους είχαν μισθώσει οι Αμμωνίτες για να πολεμήσουν εναντίον του Δαβίδ, ηττήθηκαν, ο Αδαδέζερ ενίσχυσε τις δυνάμεις του επιστρατεύοντας και άλλους Συρίους από την περιοχή του Ευφράτη. (2Σα 10:6, 15, 16· 1Χρ 19:16) Ίσως αυτό το γεγονός να υπονοείται στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 8:3 (παράβαλε 1Χρ 18:3), όπου φαίνεται να γίνεται λόγος για την προσπάθεια που έκανε ο Αδαδέζερ να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο στον ποταμό Ευφράτη. Σχετικά με αυτό, το Σχολιολόγιο (Commentary) του Κουκ αναφέρει ότι, κατά κυριολεξία, το εβραϊκό κείμενο σημαίνει «να κάνει το χέρι του να επιστρέψει» και δηλώνει: «Η ακριβής έννοια της μεταφοράς πρέπει . . . να καθοριστεί από τα συμφραζόμενα. Αν, όπως είναι το πιθανότερο, αυτό το εδάφιο συνδέεται με τις συνθήκες που περιγράφονται διεξοδικότερα [στα εδάφια 2Σα 10:15-19], το νόημα αυτής της φράσης πρέπει να είναι το εξής: όταν αυτός (ο Αδαδέζερ) πήγε να επαναλάβει την επίθεσή του (εναντίον του Ισραήλ), ή αλλιώς να συγκεντρώσει νέες δυνάμεις εναντίον του Ισραήλ, στον ποταμό Ευφράτη».
Στην Αιλάμ οι δυνάμεις του Αδαδέζερ υπό τις εντολές του Σωβάκ (Σωφάκ) αντιμετώπισαν τις δυνάμεις του Δαβίδ και ηττήθηκαν. Αμέσως μετά, οι άρχοντες που ήταν υποτελείς του Αδαδέζερ έκαναν ειρήνη με τον Ισραήλ. (2Σα 10:17-19· 1Χρ 19:17-19) Στη σύγκρουση σκοτώθηκαν 40.000 Σύριοι ιππείς. Πιθανώς για να μπορέσουν να ξεφύγουν μέσα από το ανώμαλο έδαφος, αυτοί οι ιππείς κατέβηκαν από τα άλογά τους και σφαγιάστηκαν πεζοί. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο αποκαλούνται «ιππείς» στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 10:18 και “πεζοί” στο εδάφιο 1 Χρονικών 19:18. Η διαφορά στον αριθμό των Σύριων αρματηλατών που σκοτώθηκαν στη μάχη αποδίδεται συνήθως σε λανθασμένη αντιγραφή. Σωστός θεωρείται ο μικρότερος αριθμός, δηλαδή 700 αρματηλάτες.
Ο Δαβίδ πήρε επίσης πολύ χαλκό από τη Βετάχ (η οποία προφανώς καλείται και Τιβάθ) και τη Βερωθαΐ (η οποία ίσως ταυτίζεται με τη Χουν), δύο πόλεις που βρίσκονταν στην επικράτεια του Αδαδέζερ, και έφερε τις χρυσές ασπίδες των υπηρετών του Αδαδέζερ—πιθανότατα των υποτελών βασιλιάδων—στην Ιερουσαλήμ. (2Σα 8:7, 8· 1Χρ 18:7, 8· παράβαλε 2Σα 10:19.) Ο Δαβίδ πήρε επίσης πολλά από τα άλογα του Αδαδέζερ, καθώς και ιππείς, άρματα και πεζούς. Η διαφορά στους αριθμούς που αναφέρονται στα εδάφια 2 Σαμουήλ 8:4 και 1 Χρονικών 18:4 μπορεί να προήλθε από λανθασμένη αντιγραφή. Στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και οι δύο περικοπές δείχνουν ότι ο Δαβίδ πήρε 1.000 άρματα και 7.000 ιππείς, οπότε η αρχική απόδοση ίσως διασώζεται στο εδάφιο 1 Χρονικών 18:4.
Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι αυτά που κοινώς θεωρούνται λάθη αντιγραφής στην αφήγηση της σύγκρουσης του Δαβίδ με τον Αδαδέζερ μπορεί απλώς να αντανακλούν άλλες πτυχές του πολέμου ή διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού.
-
-
ΑδαδριμμώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑΔΡΙΜΜΩΝ
(Αδαδριμμών).
Προφανώς πρόκειται για τοποθεσία στο λεκανοπέδιο της Μεγιδδώ. (Ζαχ 12:11) Η Αδαδριμμών ταυτίζεται συνήθως με τη Ρουμανά, ένα μέρος περίπου 7 χλμ. ΝΝΑ της Μεγιδδώ.
Ο “μεγάλος θρήνος” στην Αδαδριμμών, για τον οποίο γίνεται λόγος στην προφητεία του Ζαχαρία, είναι πιθανώς μια έμμεση αναφορά στο θρήνο που έγινε για τον Βασιλιά Ιωσία, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη στη Μεγιδδώ. (2Βα 23:29· 2Χρ 35:24, 25) Ωστόσο, μερικοί συνδέουν αυτόν το θρήνο με ιεροτελεστίες πένθους, όπως αυτές που διεξάγονταν για τον ψεύτικο θεό Ταμμούζ (παράβαλε Ιεζ 8:14), και θεωρούν ότι το όνομα Αδαδριμμών είναι το σύνθετο όνομα ενός θεού. Κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό, κυρίως επειδή τα λόγια αυτά που εξήγγειλε ο Ιεχωβά μέσω του Ζαχαρία αποτελούν μέρος μιας προφητείας για τον Μεσσία. Οι ειδωλολατρικές ιεροτελεστίες θρήνου δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν προφητική εξεικόνιση, ενώ αντίθετα το πένθος για έναν πιστό βασιλιά του Ιούδα θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί με αυτόν τον τρόπο.—Παράβαλε Ιωα 19:37 και Απ 1:7 με Ζαχ 12:10-14.
-
-
ΑδαΐαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑΪΑΣ
(Αδαΐας) [Ο Ιεχωβά Έχει Στολίσει [τον κάτοχο του ονόματος]].
1. Απόγονος του Γηρσώμ, γιου του Λευί, και πρόγονος του Ασάφ.—1Χρ 6:39-43.
2. Βενιαμινίτης, γιος του Σιμεΐ.—1Χρ 8:1, 21.
3. Πατέρας του Μαασία, ενός από «τους εκατόνταρχους» που βοήθησαν τον ιερέα Ιωδαέ να ανατρέψει τη διακυβέρνηση της πονηρής Γοθολίας και να εγκαταστήσει τον Ιωάς στο θρόνο του Ιούδα.—2Χρ 23:1.
4. Πατέρας της Ιεδιδά, της μητέρας του Βασιλιά Ιωσία. (2Βα 22:1) Καταγόταν από τη Βοσκάθ, μια πόλη στη Σεφηλά, στην περιοχή του Ιούδα.—Ιη 15:21, 33, 39.
5. Γιος του Ιωαρίβ από τη φυλή του Ιούδα.—Νε 11:4, 5.
6. Ιερέας που κατοίκησε στην Ιερουσαλήμ μετά την επιστροφή από τη βαβυλωνιακή εξορία. Ήταν γιος του Ιεροάμ.—1Χρ 9:10-12· Νε 11:12.
7. Ισραηλίτης, ένας από τους απογόνους του Βανί οι οποίοι μετά τη βαβυλωνιακή εξορία διαζεύχθηκαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και εξαπέστειλαν τους γιους τους.—Εσδ 10:29, 44.
8. Άλλος ένας από τους Ισραηλίτες που εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους. Η κεφαλή του πατρογονικού οίκου του ήταν ο Βιννουί.—Εσδ 10:38, 39, 44.
-
-
ΑδαλίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑΛΙΑΣ
(Αδαλίας).
Ένας από τους δέκα γιους του Αμάν.—Εσθ 9:7-10· βλέπε ΑΜΑΝ.
-
-
ΑδάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑΜ
(Αδάμ) [Χωματένιος Άνθρωπος· Ανθρωπότητα· Ανθρώπινο Γένος· από μια ρίζα που σημαίνει «κόκκινος»].
Αυτή η εβραϊκή λέξη εμφανίζεται 560 και πλέον φορές στις Γραφές, στις περισσότερες από τις οποίες ως γενικός όρος για μεμονωμένα άτομα καθώς και για την ανθρωπότητα γενικά, και αποδίδεται «άνθρωπος» και «ανθρωπότητα». Χρησιμοποιείται επίσης ως κύριο όνομα.
1. Ο Θεός είπε: «Ας κάνουμε άνθρωπο κατά την εικόνα μας». (Γε 1:26) Τι ιστορική εξαγγελία! Και τι μοναδική θέση κατέχει στην ιστορία ο Αδάμ, ο “γιος του Θεού”—το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα! (Λου 3:38) Ο Αδάμ ήταν το ένδοξο επιστέγασμα των επίγειων δημιουργημάτων του Ιεχωβά, όχι μόνο επειδή η χρονική στιγμή της δημιουργίας του τοποθετείται κοντά στη λήξη των έξι δημιουργικών περιόδων, αλλά, το σημαντικότερο, επειδή «κατά την εικόνα του Θεού τον δημιούργησε». (Γε 1:27) Γι’ αυτό, ο τέλειος άνθρωπος Αδάμ, και πολύ λιγότερο οι εκφυλισμένοι απόγονοί του, κατείχε διανοητικές δυνάμεις και ικανότητες πολύ ανώτερες από αυτές όλων των υπόλοιπων επίγειων πλασμάτων.
Από ποια άποψη φτιάχτηκε ο Αδάμ κατά την ομοίωση του Θεού;
Εφόσον ο Αδάμ φτιάχτηκε κατά την ομοίωση του Μεγαλειώδους Δημιουργού του, είχε τις θεϊκές ιδιότητες της αγάπης, της σοφίας, της δικαιοσύνης και της δύναμης, και κατά συνέπεια διέθετε ένα αίσθημα ηθικής το οποίο περιλάμβανε τη συνείδηση, κάτι εντελώς καινούριο στη σφαίρα της επίγειας ζωής. Πλασμένος κατά την εικόνα του Θεού, ο Αδάμ επρόκειτο να είναι διαχειριστής όλης της γης και να έχει σε υποταγή τα πλάσματα της θάλασσας και της ξηράς και τα πτηνά του ουρανού.
Δεν ήταν απαραίτητο να είναι ο Αδάμ πνευματικό πλάσμα, ολικώς ή εν μέρει, προκειμένου να διαθέτει θεοειδείς ιδιότητες. Ο Ιεχωβά έπλασε τον άνθρωπο από τα στοιχεία του χώματος της γης, έθεσε μέσα του τη δύναμη της ζωής ώστε να γίνει ζωντανή ψυχή και του έδωσε την ικανότητα να αντανακλά την εικόνα και την ομοίωση του Δημιουργού του. «Ο πρώτος άνθρωπος είναι από τη γη και φτιάχτηκε από χώμα». «Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ έγινε ζωντανή ψυχή». (Γε 2:7· 1Κο 15:45, 47) Αυτό έλαβε χώρα το 4026 Π.Κ.Χ., πιθανώς το φθινόπωρο εκείνου του έτους, δεδομένου ότι στα αρχαιότερα ημερολόγια της ανθρωπότητας η μέτρηση του χρόνου άρχιζε το φθινόπωρο γύρω στην 1η Οκτωβρίου, ή με την πρώτη νέα σελήνη του σεληνιακού πολιτικού έτους.—Βλέπε ΕΤΟΣ.
Η κατοικία του Αδάμ ήταν ένας πολύ ξεχωριστός παράδεισος, ένας πραγματικός κήπος τέρψης ο οποίος ονομαζόταν Εδέμ (βλέπε ΕΔΕΜ Αρ. 1) και ο οποίος του πρόσφερε όλα τα υλικά πράγματα που του ήταν απαραίτητα για τη ζωή, αφού εκεί βρισκόταν «κάθε δέντρο επιθυμητό στην όραση και καλό για τροφή» για την παντοτινή συντήρησή του. (Γε 2:9) Ο Αδάμ περιστοιχιζόταν από ειρηνικά ζώα κάθε είδους και μορφής. Αλλά ήταν μόνος. Δεν υπήρχε άλλο πλάσμα «κατά το είδος του» με το οποίο να μπορεί να μιλάει. Ο Ιεχωβά αναγνώρισε ότι «δεν είναι καλό να παραμένει ο άνθρωπος μόνος». Έτσι λοιπόν, με μια θεϊκή χειρουργική επέμβαση, την πρώτη και μοναδική στο είδος της, ο Ιεχωβά αφαίρεσε ένα πλευρό από τον Αδάμ και το διαμόρφωσε με τέτοιον τρόπο ώστε να αποτελέσει το θηλυκό αντίστοιχό του που θα γινόταν η σύζυγός του και μητέρα των παιδιών του. Ξεχειλίζοντας από χαρά για την όμορφη αυτή βοηθό και μόνιμη σύντροφό του, ο Αδάμ εκφράστηκε με τα πρώτα ποιητικά λόγια που έχουν καταγραφεί: «Αυτό είναι επιτέλους οστό από τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου», και ονομάστηκε ανδρίς «επειδή από τον άντρα πάρθηκε». Αργότερα ο Αδάμ ονόμασε τη σύζυγό του Εύα. (Γε 2:18-23· 3:20) Η εγκυρότητα αυτής της αφήγησης επιβεβαιώνεται από τον Ιησού και τους αποστόλους.—Ματ 19:4-6· Μαρ 10:6-9· Εφ 5:31· 1Τι 2:13.
Επιπλέον, ο Ιεχωβά ευλόγησε τους νεόνυμφους με πολλή και απολαυστική εργασία. (Παράβαλε Εκ 3:13· 5:18.) Δεν ήταν καταδικασμένοι σε απραξία. Θα παρέμεναν απασχολημένοι και δραστήριοι ενώ θα περιποιούνταν και θα φρόντιζαν τον κήπο που ήταν η κατοικία τους, και, καθώς θα πολλαπλασιάζονταν και θα γέμιζαν τη γη με δισεκατομμύρια μέλη του είδους τους, θα επέκτειναν τον Παράδεισο ως τα πέρατα της γης. Αυτό ήταν θεϊκή εντολή.—Γε 1:28.
«Ο Θεός είδε καθετί που είχε κάνει, και ήταν πολύ καλό». (Γε 1:31) Πράγματι, ευθύς εξαρχής ο Αδάμ ήταν τέλειος από κάθε άποψη. Είχε προικιστεί με την ικανότητα της ομιλίας και με εξαιρετικά αναπτυγμένο λεξιλόγιο. Ήταν σε θέση να δίνει ονόματα με σημασία στα ζωντανά πλάσματα που τον περιστοίχιζαν. Μπορούσε να συνομιλεί με τον Θεό του και με τη σύζυγό του.
Για όλους αυτούς τους λόγους και για ακόμη περισσότερους, ο Αδάμ είχε την υποχρέωση να αγαπάει και να λατρεύει τον Μεγαλειώδη Δημιουργό του, καθώς και να υπακούει προσεκτικά σε Αυτόν. Επιπλέον, ο Παγκόσμιος Νομοθέτης τού εξέθεσε σαφώς τον απλό νόμο της υπακοής και τον ενημέρωσε πλήρως για τη δίκαιη και λογική τιμωρία που θα επέσυρε η ανυπακοή: «Από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού δεν πρέπει να φας, γιατί την ημέρα που θα φας από αυτό οπωσδήποτε θα πεθάνεις». (Γε 2:16, 17· 3:2, 3) Παρά το ρητό αυτόν νόμο ο οποίος περιλάμβανε αυστηρότατη τιμωρία σε περίπτωση ανυπακοής, εκείνος παρήκουσε.
Τα Αποτελέσματα της Αμαρτίας. Η Εύα απατήθηκε πλήρως από τον Σατανά τον Διάβολο αλλά «ο Αδάμ δεν απατήθηκε», λέει ο απόστολος Παύλος. (1Τι 2:14) Εν πλήρει γνώσει του, ο Αδάμ επέλεξε ηθελημένα και εσκεμμένα να παρακούσει και στη συνέχεια, σαν εγκληματίας, προσπάθησε να κρυφτεί. Όταν φέρθηκε σε δίκη, αντί να δείξει λύπη ή μετάνοια ή να ζητήσει συγχώρηση, ο Αδάμ προσπάθησε να δικαιολογηθεί και να μεταθέσει την ευθύνη στους άλλους, κατηγορώντας ακόμη και τον Ιεχωβά για τη δική του εσκεμμένη αμαρτία. «Η γυναίκα που μου έδωσες να είναι μαζί μου, αυτή μου έδωσε καρπό από το δέντρο και έφαγα». (Γε 3:7-12) Ως εκ τούτου, ο Αδάμ εκδιώχθηκε από την Εδέμ και βρέθηκε σε μια μη καθυποταγμένη γη η οποία ήταν υπό την κατάρα να παράγει αγκάθια και τριβόλια. Εκεί θα έπρεπε να εξασφαλίζει την επιβίωσή του με τον ιδρώτα του, θερίζοντας τους πικρούς καρπούς της αμαρτίας του. Έξω από τον κήπο, και ενώ περίμενε το θάνατο, ο Αδάμ απέκτησε γιους και κόρες. Έχουν διασωθεί τα ονόματα μόνο τριών από αυτούς—του Κάιν, του Άβελ και του Σηθ. Σε όλα τα παιδιά του ο Αδάμ μεταβίβασε την κληρονομική αμαρτία και το θάνατο, δεδομένου ότι ήταν ο ίδιος αμαρτωλός.—Γε 3:23· 4:1, 2, 25.
Αυτό ήταν το τραγικό ξεκίνημα που έδωσε ο Αδάμ στην ανθρώπινη φυλή. Ο Παράδεισος, η ευτυχία και η αιώνια ζωή χάθηκαν, και τη θέση τους πήραν η αμαρτία, τα παθήματα και ο θάνατος που έφερε η ανυπακοή. «Μέσω ενός ανθρώπου μπήκε η αμαρτία στον κόσμο και μέσω της αμαρτίας ο θάνατος, και έτσι ο θάνατος απλώθηκε σε όλους τους ανθρώπους, επειδή όλοι είχαν αμαρτήσει». «Ο θάνατος βασίλεψε από τον Αδάμ». (Ρω 5:12, 14) Αλλά ο Ιεχωβά, με τη σοφία και την αγάπη που διαθέτει, προμήθευσε έναν “δεύτερο άνθρωπο”, τον “τελευταίο Αδάμ”, που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Μέσω αυτού του υπάκουου «Γιου του Θεού» διανοίχτηκε ο δρόμος για να αποκτήσουν και πάλι οι απόγονοι του ανυπάκουου “πρώτου ανθρώπου Αδάμ” τον Παράδεισο και την αιώνια ζωή—μάλιστα για την εκκλησία του Χριστού διανοίχτηκε η προοπτική της ουράνιας ζωής. «Διότι όπως σε σχέση με τον Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι και σε σχέση με τον Χριστό όλοι θα ζωοποιηθούν».—Ιωα 3:16, 18· Ρω 6:23· 1Κο 15:22, 45, 47.
Μετά την εκδίωξή του από την Εδέμ, ο αμαρτωλός Αδάμ έζησε τη δολοφονία ενός γιου του, τον εκτοπισμό του δολοφόνου γιου του, τη διαστρέβλωση του θεσμού του γάμου και τη βεβήλωση του ιερού ονόματος του Ιεχωβά. Είδε το χτίσιμο μιας πόλης, τη δημιουργία μουσικών οργάνων και την κατασκευή εργαλείων από σίδερο και χαλκό. Έβλεπε το καταδικαστικό για αυτόν παράδειγμα του Ενώχ, “του έβδομου στη σειρά από τον Αδάμ”, ενός ανθρώπου ο οποίος «περπατούσε με τον αληθινό Θεό». Στη διάρκεια της ζωής του γνώρισε ως και τον πατέρα του Νώε, τον Λάμεχ, ο οποίος ανήκε στην ένατη γενιά. Τελικά, έπειτα από 930 χρόνια, τα περισσότερα από τα οποία δαπανήθηκαν στην αργή διαδικασία του θανάτου, το έτος 3096 Π.Κ.Χ. ο Αδάμ επέστρεψε στη γη από την οποία πάρθηκε, ακριβώς όπως είχε πει ο Ιεχωβά.—Γε 4:8-26· 5:5-24· Ιου 14· βλέπε ΛΑΜΕΧ Αρ. 2.
2. Πόλη που αναφέρεται στο εδάφιο Ιησούς του Ναυή 3:16, όπου λέγεται ότι βρισκόταν δίπλα στη Ζαρετάν. Γενικά την ταυτίζουν με το Τελλ εντ-Νταμίγιε (Τελ Νταμίγια), ένα μέρος Α του Ιορδάνη Ποταμού, περίπου 1 χλμ. Ν του σημείου όπου ο Ιορδάνης συναντάει την κοιλάδα του χειμάρρου Ιαβόκ και περίπου 28 χλμ. ΒΒΑ της Ιεριχώς. Το όνομα της πόλης ίσως οφείλεται στο χρώμα του αλλουβιακού πηλού που αφθονεί σε αυτή την περιοχή.—1Βα 7:46.
Το Βιβλικό υπόμνημα δείχνει ότι η αναχαίτιση των νερών του Ιορδάνη τότε που ο Ισραήλ διέσχισε τον ποταμό έλαβε χώρα στην Αδάμ. Η Κοιλάδα του Ιορδάνη στενεύει σημαντικά από την περιοχή του Τελλ εντ-Νταμίγιε (Τελ Νταμίγια) και πάνω προς το Β, και η ιστορία αναφέρει ότι το έτος 1267 έφραξε ο ποταμός σε αυτό ακριβώς το σημείο, όταν έπεσε μέσα σε αυτόν ένας μεγάλος ογκόλιθος, με αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή των νερών επί 16 ώρες περίπου. Στη σύγχρονη εποχή, μικρές σεισμικές δονήσεις το καλοκαίρι του 1927 προκάλεσαν ξανά κατολισθήσεις που έφραξαν τον Ιορδάνη, με αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή των νερών επί 21 1⁄2 ώρες. (Τα Θεμέλια της Βιβλικής Ιστορίας: Ιησούς του Ναυή, Κριτές [The Foundations of Bible History: Joshua, Judges], του Τζ. Γκάρστανγκ, Λονδίνο, 1931, σ. 136, 137) Αν το μέσο που ο Θεός έκρινε σκόπιμο να χρησιμοποιήσει την εποχή του Ιησού του Ναυή ήταν μια τέτοια αναχαίτιση του ποταμού, τότε αυτή προγραμματίστηκε και πραγματοποιήθηκε θαυματουργικά ώστε να συμπέσει με τη διάβαση του Ιορδάνη κατά την ημέρα την οποία είχε προαναγγείλει ο Ιεχωβά μέσω του Ιησού του Ναυή.—Ιη 3:5-13.
-
-
Αδαμί-νεκέβΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑΜΙ-ΝΕΚΕΒ
(Αδαμί-νεκέβ) [Έδαφος Τρυπήματος].
Τοποθεσία στο νότιο τμήμα του Νεφθαλί. (Ιη 19:33) Η θέση της ταυτίζεται γενικά με το Χίρμπετ ετ-Τελλ (Τελ Ανταμί), πάνω και Δ από το Χίρμπετ εντ-Νταμίγιε, περίπου 16 χλμ. ΑΒΑ της Ναζαρέτ και σχεδόν στη μέση της απόστασης μεταξύ της Τιβεριάδας και του Όρους Θαβώρ. Λόγω της θέσης της έλεγχε ένα πέρασμα μιας αρχαίας οδού καραβανιών μεταξύ της Γαλαάδ και της Πεδιάδας της Ακό.
-
-
Αδάρ, 2Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΑΡ, 2
(Αδάρ).
Το μεταιχμαλωσιακό όνομα του 12ου Ιουδαϊκού σεληνιακού μήνα στο θρησκευτικό ημερολόγιο, αλλά 6ου στο πολιτικό ημερολόγιο. (Εσθ 3:7) Αντιστοιχεί με ένα μέρος του Φεβρουαρίου και ένα μέρος του Μαρτίου. Μετά το μήνα Αδάρ προστίθεται σε συγκεκριμένα έτη ο εμβόλιμος μήνας Βεαδάρ, ή δεύτερος Αδάρ.
Στη διάρκεια αυτού του μήνα, ο οποίος έπεφτε στο τέλος του χειμώνα και οδηγούσε στην άνοιξη, άρχιζαν να ανθίζουν σε διάφορα μέρη της Παλαιστίνης οι χαρουπιές, ενώ οι πορτοκαλιές και οι λεμονιές ήταν έτοιμες για συγκομιδή στις ζεστές πεδινές περιοχές.
Με βασιλικό διάταγμα του Βασιλιά Ασσουήρη της Περσίας και κατόπιν υποκίνησης του πρωθυπουργού του, του Αμάν, η 13η ημέρα του Αδάρ επρόκειτο να σηματοδοτήσει τον αφανισμό όλων των Ιουδαίων στις διοικητικές περιφέρειες της επικράτειάς του. Ένα νέο διάταγμα, που εκδόθηκε με τη μεσολάβηση της Βασίλισσας Εσθήρ, επέτρεψε στους Ιουδαίους να κατανικήσουν τους επίδοξους δολοφόνους τους, και ο Μαροδοχαίος διέταξε να γιορτάζουν έκτοτε τη 14η και τη 15η ημέρα του Αδάρ σε ανάμνηση της απελευθέρωσής τους. (Εσθ 3:13· 8:11, 12· 9:1, 15, 20, 21, 27, 28) Αυτή η Ιουδαϊκή γιορτή είναι γνωστή ως Πουρίμ, όνομα που παράγεται από τη λέξη «Πουρ, δηλαδή Κλήρος».—Εσθ 9:24-26· βλέπε ΠΟΥΡΙΜ.
Ο Αδάρ είναι επίσης ο μήνας κατά τον οποίο ο Κυβερνήτης Ζοροβάβελ αποπεράτωσε την ανοικοδόμηση του ναού στην Ιερουσαλήμ. (Εσδ 6:15) Σε άλλα σημεία της Γραφής αναφέρεται μόνο ως «ο δωδέκατος μήνας».—2Βα 25:27· 1Χρ 27:15· Ιερ 52:31· Ιεζ 32:1.
-
-
ΑδδάνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΔΑΝ
(Αδδάν).
Πρόκειται προφανώς για άγνωστη τοποθεσία στη Βαβυλωνία, από όπου επέστρεψαν κάποιοι στην Ιερουσαλήμ το 537 Π.Κ.Χ., στο τέλος της 70ετούς ερήμωσης του Ιούδα, οι οποίοι όμως δεν μπόρεσαν να αποδείξουν μέσα από τα δημόσια αρχεία τη γενεαλογία τους. Ως εκ τούτου, αποκλείστηκαν από την ιεροσύνη. Μερικοί λόγιοι θεωρούν ότι «Αδδάν» ήταν το όνομα ενός ατόμου που δεν κατάφερε να αποδείξει την καταγωγή του.—Εσδ 2:59-62· Νε 7:61-64.
-
-
ΑδδάρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΔΑΡ
(Αδδάρ).
1. Γιος του Βελά, Βενιαμινίτης.—1Χρ 8:1, 3.
2. Μεθόρια κωμόπολη του Ιούδα στο νότο, κοντά στην Κάδης-βαρνή. (Ιη 15:3) Στην αφήγηση του Ιησού του Ναυή καταχωρίζεται ανάμεσα στην Εσρών και στην Καρκά, αλλά στο εδάφιο Αριθμοί 34:4 φαίνεται πως το όνομα Εσρών (που σημαίνει «Αυλή· Οικισμός») έχει συνδυαστεί με το όνομα Αδδάρ σχηματίζοντας το τοπωνύμιο Ασάρ-αδδάρ, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αφηγήσεις είναι παράλληλες. Το βιβλίο Βιβλική Αρχαιολογία ([Biblical Archaeology] του Τζ. Έ. Ράιτ, 1962, σ. 71) προβάλλει ως πιθανή θέση της Αδδάρ την Έιν ελ-Κουντέιρατ, όπου μια πηγή με συνεχή ροή αρδεύει μια μικρή αλλά εύφορη κοιλάδα. Αυτή η τοποθεσία βρίσκεται περίπου 8 χλμ. ΒΒΔ της Έιν Κεντέις, που είναι η πιθανή θέση της Κάδης-βαρνή.
-
-
ΑδελφήΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΕΛΦΗ
Στις Γραφές αυτός ο όρος εφαρμόζεται σε αμφιθαλείς και ετεροθαλείς αδελφές—δηλαδή αδελφές που προέρχονται από τον ίδιο πατέρα αλλά από διαφορετική μητέρα (Γε 34:1, 27· 1Χρ 3:1-9) ή από την ίδια μητέρα αλλά από διαφορετικό πατέρα, όπως συνέβαινε με τις αδελφές του Ιησού.—Ματ 13:55, 56· Μαρ 6:3.
Μερικοί γιοι του Αδάμ παντρεύτηκαν προφανώς τις αδελφές τους, εφόσον όλο το ανθρώπινο γένος προήλθε από τον Αδάμ και την Εύα. (Γε 3:20· 5:4) Η σύζυγος του Αδάμ, η Εύα, ως “οστό από τα οστά του και σάρκα από τη σάρκα του”, ήταν ακόμη πιο στενή συγγενής από αδελφή. (Γε 2:22-24) Οι γάμοι με αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς αδελφές δεν ήταν κατακριτέοι. Η αφήγηση αναφέρει ότι, πάνω από 2.000 χρόνια αργότερα, ο Αβραάμ παντρεύτηκε τη Σάρρα που ήταν ετεροθαλής αδελφή του. (Γε 20:2, 12) Ωστόσο, περίπου 430 χρόνια αργότερα, ο Μωσαϊκός Νόμος απαγόρευσε τέτοιες ενώσεις ως αιμομεικτικές. (Λευ 18:9, 11· 20:17) Αναμφίβολα, καθώς η ανθρώπινη φυλή ξέπεφτε από την αρχική τελειότητα του Αδάμ, ο γάμος μεταξύ στενών συγγενών έγινε εξαιρετικά επιβλαβής.
Ο όρος «αδελφή» χρησιμοποιούμενος ευρύτερα σήμαινε και «συμπατριώτισσα». (Αρ 25:17, 18) Έθνη ή πόλεις που είχαν στενή σχέση ή παρόμοια συμπεριφορά όσον αφορά την ηθική παρομοιάζονταν με αδελφές.—Ιερ 3:7-10· Ιεζ 16:46, 48, 49, 55· 23:32, 33.
Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «αδελφή» (’αχώθ) μεταφράζεται «η άλλη» ή «το άλλο» όταν περιγράφεται η τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων ως προς άλλα ομοειδή τους αντικείμενα στη σκηνή της μαρτυρίας και στα οράματα του Ιεζεκιήλ.—Εξ 26:3, 5, 6, 17· Ιεζ 1:9, 23· 3:13.
Στη Χριστιανική Εκκλησία. Ο Ιησούς δίδαξε ότι η πνευματική συγγένεια προηγείται της σαρκικής. Οι γυναίκες που έκαναν το θέλημα του Πατέρα του ήταν “αδελφές” οι οποίες έχαιραν μεγαλύτερης εκτίμησης από τους απλούς σαρκικούς συγγενείς. (Ματ 12:50· Μαρ 3:34, 35) Όποιος είναι διατεθειμένος να κόψει τους γήινους δεσμούς, αν αυτό είναι απαραίτητο, για χάρη της Βασιλείας, θα έχει “εκατονταπλάσιες” «αδελφές» και άλλους συγγενείς τώρα, καθώς και «αιώνια ζωή» στο μέλλον. (Ματ 19:29· Μαρ 10:29, 30· Λου 14:26) Οι γυναίκες στη Χριστιανική εκκλησία αποκαλούνται αδελφές, με πνευματική έννοια.—Ρω 16:1· 1Κο 7:15· 9:5· Ιακ 2:15.
Μεταφορική Χρήση. Τονίζοντας τη σπουδαιότητα των εντολών του Ιεχωβά, ο σοφός συγγραφέας Σολομών ενθαρρύνει τη στενή σχέση με τη σοφία. «Πες στη σοφία: “Εσύ είσαι αδελφή μου”· και να αποκαλέσεις την κατανόηση “Η συγγενής μου”».—Παρ 7:4.
-
-
ΑδελφόςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΕΛΦΟΣ
Άντρας που έχει τον ίδιο γονέα ή τους ίδιους γονείς με άλλο άτομο. Ο όρος του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου είναι ’αχ και ο αντίστοιχος όρος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι ἀδελφός. Μερικοί από τους αμφιθαλείς αδελφούς που αναφέρονται στην Αγία Γραφή—γιοι του ίδιου πατέρα και της ίδιας μητέρας—είναι ο Κάιν και ο Άβελ, γιοι του Αδάμ και της Εύας (Γε 4:1, 2· 1Ιω 3:12), ο Ιακώβ και ο Ησαύ, δίδυμοι γιοι του Ισαάκ και της Ρεβέκκας (Γε 25:24-26), καθώς επίσης ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, γιοι του Ζεβεδαίου και της συζύγου του (Ματ 4:21· 27:56· παράβαλε Κρ 8:19). Ο Μωυσής και ο Ααρών ήταν αδελφοί της Μαριάμ (Αρ 26:59), ο δε Λάζαρος ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρίας. (Ιωα 11:1, 19) Ο όρος «αδελφοί» προσδιορίζει επίσης τους ετεροθαλείς αδελφούς, άτομα από τον ίδιο πατέρα αλλά από διαφορετική μητέρα, όπως οι 12 γιοι που απέκτησε ο Ιακώβ από τέσσερις διαφορετικές γυναίκες (Γε 35:22-26· 37:4· 42:3, 4, 13), καθώς επίσης παιδιά από την ίδια μητέρα αλλά από διαφορετικούς πατέρες, όπως ο Ιησούς και οι αδελφοί του, πιθανόν δε και ο Δαβίδ με τις αδελφές του.—Ματ 13:55· 1Χρ 2:13-16· 2Σα 17:25· βλέπε «Οι Αδελφοί του Ιησού» πιο κάτω.
Ωστόσο, ο όρος «αδελφός» δεν περιοριζόταν στην άμεση σαρκική συγγένεια. Ο Αβραάμ και ο Λάβαν αναφέρθηκαν στους ανιψιούς τους, τον Λωτ και τον Ιακώβ αντίστοιχα, ως αδελφούς. (Γε 11:27· 13:8· 14:14, 16· 29:10, 12, 15· παράβαλε Λευ 10:4.) Τα μέλη της ίδιας φυλής στον Ισραήλ είχαν αδελφική συγγένεια (2Σα 19:12, 13· Αρ 8:26), και με ακόμη ευρύτερη έννοια ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ ήταν αδελφοί, δεδομένου ότι ήταν απόγονοι ενός κοινού πατέρα, του Ιακώβ, και ήταν ενωμένοι στη λατρεία του ίδιου Θεού, του Ιεχωβά. (Εξ 2:11· Δευ 15:12· Ματ 5:47· Πρ 3:17, 22· 7:23· Ρω 9:3) Ακόμη και οι Εδωμίτες, οι οποίοι κατάγονταν από τον Αβραάμ μέσω του δίδυμου αδελφού του Ιακώβ, του Ησαύ, και επομένως συγγένευαν με τον Ισραήλ, αποκαλούνταν αδελφοί. (Αρ 20:14) Μετά την επανένωσή τους, τα βασίλεια του Ιούδα και του Ισραήλ αναφέρθηκε ότι βρίσκονταν σε «αδελφοσύνη» (εβρ., ’αχαβάχ).—Ζαχ 11:14.
Ο όρος «αδελφός» εφαρμόζεται επίσης σε εκείνους οι οποίοι είναι ενωμένοι σε μια κοινή προσπάθεια και έχουν παρόμοιους στόχους και σκοπούς. Παραδείγματος χάρη, ο Βασιλιάς Χιράμ της Τύρου αποκάλεσε τον Βασιλιά Σολομώντα αδελφό του, όχι μόνο επειδή ήταν ίσοι από πλευράς αξιώματος και θέσης, αλλά και, ενδεχομένως, επειδή είχαν κοινά συμφέροντα όσον αφορά την προμήθεια ξυλείας και άλλων υλικών για το ναό. (1Βα 9:13· 5:1-12) «Δείτε! Τι καλό και τι ευχάριστο που είναι να κατοικούν μαζί οι αδελφοί με ενότητα!» έγραψε ο Δαβίδ, υπονοώντας ότι στην ειρήνη και στην ενότητα μεταξύ σαρκικών αδελφών δεν συμβάλλουν μόνο οι σχέσεις αίματος. (Ψλ 133:1) Στην πραγματικότητα, η αμοιβαία στοργή και το ενδιαφέρον, και όχι η κοινή οικογενειακή καταγωγή, υποκίνησαν τον Δαβίδ να αποκαλέσει τον Ιωνάθαν αδελφό του. (2Σα 1:26) Οι σύντροφοι που έχουν παρόμοιες ιδιοσυγκρασίες και διαθέσεις, ακόμη και όταν αυτές είναι κακές, χαρακτηρίζονται εύστοχα αδελφοί.—Παρ 18:9.
Στην πατριαρχική κοινωνία και υπό το Μωσαϊκό Νόμο, οι σαρκικοί αδελφοί είχαν κάποια προνόμια και κάποιες υποχρεώσεις. Με το θάνατο του πατέρα, ο μεγαλύτερος αδελφός, ο πρωτότοκος, λάβαινε διπλό μερίδιο από την οικογενειακή κληρονομιά και αναλάμβανε την ευθύνη να ενεργεί ως κεφαλή της οικογένειας. Ένας σαρκικός αδελφός ήταν ο πρώτος κατά σειρά αρμόδιος να ασκήσει το δικαίωμα της εξαγοράς, να προβεί σε ανδραδελφικό γάμο και να γίνει εκδικητής του αίματος. (Λευ 25:48, 49· Δευ 25:5) Οι αιμομεικτικές σχέσεις μεταξύ αδελφού και αδελφής απαγορεύονταν αυστηρά υπό το Μωσαϊκό Νόμο.—Λευ 18:9· Δευ 27:22.
Τα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας έχουν κοινή πνευματική συγγένεια ανάλογη με τη συγγένεια των αδελφών. Ο Ιησούς αποκάλεσε τους μαθητές του αδελφούς. (Ματ 25:40· 28:10· Ιωα 20:17) Τόνισε ιδιαίτερα αυτή τη συγγένεια, λέγοντας: «Όποιος κάνει το θέλημα του Πατέρα μου . . . αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα μου». (Ματ 12:48-50) Επομένως, πρέπει κανείς να αγαπάει τους εξ αίματος συγγενείς του λιγότερο από τον Χριστό και να τους αφήνει πίσω για χάρη του, αν αυτό είναι απαραίτητο. (Ματ 10:37· 19:29· Λου 14:26) Στην πραγματικότητα, αδελφός μπορεί να παραδώσει αδελφό στο θάνατο. (Μαρ 13:12) Ο όρος «αδελφός», πέραν των άμεσων συντρόφων του Ιησού, περιλαμβάνει ολόκληρη την εκκλησία των πιστών (Ματ 23:8· Εβρ 2:17), «ολόκληρη την αδελφότητα» “η οποία έχει το έργο της επίδοσης μαρτυρίας για τον Ιησού”. (1Πε 2:17· 5:9· Απ 19:10) Μια τέτοια πνευματική αδελφότητα εκδηλώνει «αδελφική αγάπη» στον πληρέστερο βαθμό.—Ρω 12:10· Εβρ 13:1.
Την Πεντηκοστή, ο Πέτρος απευθύνθηκε σε άτομα από μακρινές χώρες, μεταξύ των οποίων και σε προσήλυτους, αποκαλώντας τους όλους “αδελφούς”. (Πρ 2:8-10, 29, 37) Μερικές φορές οι άρρενες Χριστιανοί πιστοί διακρίνονταν από τις γυναίκες όταν αποκαλούνταν «αδελφοί», ενώ εκείνες αποκαλούνταν αντίστοιχα «αδελφές» (1Κο 7:14, 15), αλλά γενικά ο όρος «αδελφοί» ήταν ο αποδεκτός χαιρετισμός που απευθυνόταν προς μεικτές ομάδες και δεν περιοριζόταν στους άρρενες. (Πρ 1:15· Ρω 1:13· 1Θε 1:4) Ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια σε όλες τις θεόπνευστες Χριστιανικές επιστολές εκτός από τρεις (Τίτο, 2 Ιωάννη και Ιούδα), καθώς και στα έργα των πρώτων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Οι απόστολοι έδιναν προειδοποιήσεις σχετικά με τους “ψευδαδέλφους” που παρεισέφρεαν στις εκκλησίες.—2Κο 11:26· Γα 2:4.
Οι Αδελφοί του Ιησού. Τα τέσσερα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων και δύο από τις επιστολές του Παύλου κάνουν λόγο για “τους αδελφούς του Κυρίου”, «τον αδελφό του Κυρίου», «τους αδελφούς του», “τις αδελφές του”, κατονομάζοντας μάλιστα τέσσερις από τους «αδελφούς»: τον Ιάκωβο, τον Ιωσήφ, τον Σίμωνα και τον Ιούδα. (Ματ 12:46· 13:55, 56· Μαρ 3:31· Λου 8:19· Ιωα 2:12· Πρ 1:14· 1Κο 9:5· Γα 1:19) Οι περισσότεροι Βιβλικοί μελετητές αποδέχονται τη σωρεία των σχετικών αποδείξεων ότι ο Ιησούς είχε τουλάχιστον τέσσερις αδελφούς και δύο αδελφές και ότι ήταν όλοι τους παιδιά του Ιωσήφ και της Μαρίας που ήρθαν σε ύπαρξη με φυσιολογικό τρόπο μετά τη θαυματουργική γέννηση του Ιησού.
Οι αυθαίρετες απόψεις ότι αυτοί οι αδελφοί του Ιησού ήταν γιοι του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του ή από ανδραδελφικό γάμο του Ιωσήφ με τη νύφη του πρέπει να χαρακτηριστούν μυθοπλασίες, εφόσον δεν επιβεβαιώνονται από τα γεγονότα ούτε υπάρχει καν σχετική νύξη στις Γραφές. Ο ισχυρισμός ότι ο όρος ἀδελφός εδώ σημαίνει «εξάδελφος» (ἀνεψιὸς, Κείμενο) είναι ένα θεωρητικό επιχείρημα, η επινόηση του οποίου αποδίδεται στον Ιερώνυμο, και δεν χρονολογείται νωρίτερα από το 383 Κ.Χ. Ο Ιερώνυμος, όχι μόνο δεν παραθέτει τίποτα προς υποστήριξη της πρόσφατης τότε υπόθεσής του, αλλά σε μεταγενέστερα συγγράμματα ταλαντεύεται στις απόψεις του και μάλιστα εκφράζει αμφιβολίες για τη «θεωρία των εξαδέλφων» που ο ίδιος επινόησε. Ο Τζ. Μπ. Λάιτφουτ δηλώνει ότι «ο Άγιος Ιερώνυμος δεν επικαλέστηκε κάποια έγκυρη πηγή από την παράδοση για να υποστηρίξει τη θεωρία του και ότι, επομένως, τα όποια υποστηρικτικά στοιχεία πρέπει να αναζητηθούν στις Γραφές και μόνο. Εγώ εξέτασα τα Γραφικά στοιχεία, και ο . . . συνδυασμός των δυσκολιών . . . αντισταθμίζει με το παραπάνω αυτά τα δευτερεύοντα υποστηρικτικά επιχειρήματα, και μάλιστα πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της θεωρίας».—Η Επιστολή του Αγίου Παύλου προς τους Γαλάτες (St. Paul’s Epistle to the Galatians), Λονδίνο, 1874, σ. 258.
Στις Ελληνικές Γραφές, εκεί όπου η αφήγηση αφορά ανιψιό ή εξάδελφο, δεν χρησιμοποιείται η λέξη ἀδελφός. Απεναντίας, η συγγένεια διασαφηνίζεται, όπως «ο γιος της αδελφής του Παύλου» ή «ο Μάρκος, ο εξάδελφος [ἀνεψιός, Κείμενο] του Βαρνάβα». (Πρ 23:16· Κολ 4:10) Στο εδάφιο Λουκάς 21:16 εμφανίζεται τόσο η λέξη συγγενῶν (όπως είναι οι εξάδελφοι) όσο και η λέξη ἀδελφῶν, πράγμα που δείχνει ότι αυτοί οι όροι δεν χρησιμοποιούνται χαλαρά και συγκεχυμένα στις Ελληνικές Γραφές.
Η δήλωση ότι, στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού, «οι αδελφοί του, στην πραγματικότητα, δεν ασκούσαν πίστη σε αυτόν» ασφαλώς αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν αυτοί αδελφοί του με πνευματική έννοια. (Ιωα 7:3-5) Ο Ιησούς αντιπαρέβαλε αυτούς τους σαρκικούς αδελφούς με τους μαθητές του, οι οποίοι πίστευαν σε αυτόν και ήταν πνευματικοί αδελφοί του. (Ματ 12:46-50· Μαρ 3:31-35· Λου 8:19-21) Αυτή η απιστία εκ μέρους των σαρκικών αδελφών του μας εμποδίζει να τους ταυτίσουμε με τους συνονόματους αποστόλους: τον Ιάκωβο, τον Σίμωνα και τον Ιούδα. Οι σαρκικοί αδελφοί του Ιησού διαχωρίζονται σαφώς από τους μαθητές του.—Ιωα 2:12.
Επίσης, η σχέση που είχαν αυτοί οι σαρκικοί αδελφοί του Ιησού με τη μητέρα του τη Μαρία υποδηλώνει ότι ήταν παιδιά της και όχι κάποιοι πιο μακρινοί συγγενείς. Συνήθως αναφέρονται σε συνδυασμό με αυτήν. Δηλώσεις του είδους ότι ο Ιησούς ήταν “ο πρωτότοκος” της Μαρίας (Λου 2:7) και ότι ο Ιωσήφ «δεν είχε σχέσεις μαζί της μέχρι που εκείνη γέννησε γιο» υποστηρίζουν επίσης την άποψη ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία είχαν και άλλα παιδιά. (Ματ 1:25) Ακόμη και οι γείτονες στη Ναζαρέτ αναγνώρισαν και προσδιόρισαν τον Ιησού ως τον “αδελφό του Ιακώβου και του Ιωσήφ και του Ιούδα και του Σίμωνα”, προσθέτοντας: «Και δεν είναι εδώ μαζί μας οι αδελφές του;»—Μαρ 6:3.
Έχοντας υπόψη αυτά τα εδάφια, τίθεται το ερώτημα: Γιατί τότε εμπιστεύτηκε ο Ιησούς τη φροντίδα της μητέρας του της Μαρίας στον απόστολο Ιωάννη και όχι στους σαρκικούς αδελφούς του, λίγο πριν από το θάνατό του; (Ιωα 19:26, 27) Προφανώς επειδή ο εξάδελφος του Ιησού, ο απόστολος Ιωάννης, ήταν άντρας που είχε αποδείξει την πίστη του, ήταν ο μαθητής που ο Ιησούς αγαπούσε θερμά, και ως εκ τούτου αυτή η πνευματική συγγένεια υπερείχε από τη σαρκική. Μάλιστα δεν υπάρχουν καν ενδείξεις ότι οι σαρκικοί αδελφοί του Ιησού είχαν γίνει μέχρι τότε μαθητές του.
Μετά την ανάσταση του Ιησού, οι σαρκικοί αδελφοί του απέβαλαν τη δύσπιστη στάση τους, εφόσον ήταν παρόντες μαζί με τη μητέρα τους και με τους αποστόλους όταν αυτοί συναθροίζονταν για να προσευχηθούν μετά την ανάληψη του Ιησού. (Πρ 1:14) Αυτό αφήνει να εννοηθεί ότι ήταν παρόντες και κατά την έκχυση του αγίου πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής. Ο αδελφός του Ιησού ο Ιάκωβος, ο οποίος διακρίθηκε ιδιαίτερα μεταξύ των πρεσβυτέρων του κυβερνώντος σώματος στην Ιερουσαλήμ, έγραψε την ομώνυμη επιστολή. (Πρ 12:17· 15:13· 21:18· Γα 1:19· Ιακ 1:1) Ο αδελφός του Ιησού ο Ιούδας έγραψε την ομώνυμη επιστολή. (Ιου 1, 17) Ο Παύλος υπονοεί ότι τουλάχιστον κάποιοι από τους αδελφούς του Ιησού ήταν παντρεμένοι.—1Κο 9:5.
-
-
ΆδηςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΗΣ
(Άδης).
Η λέξη ᾅδης του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου πιθανώς σημαίνει «ο αθέατος τόπος». Συνολικά, συναντάται δέκα φορές στα αρχαιότερα χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών.—Ματ 11:23· 16:18· Λου 10:15· 16:23· Πρ 2:27, 31· Απ 1:18· 6:8· 20:13, 14.
Η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου αποδίδει σε αυτά τα εδάφια τη λέξη ᾅδης ως «κόλαση» (“hell”), αλλά η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση την αποδίδει «Άδης», με εξαίρεση το εδάφιο Ματθαίος 16:18 όπου χρησιμοποιείται η έκφραση «δυνάμεις του θανάτου», μολονότι η υποσημείωση αναφέρει «πύλες του Άδη». Σε πολλές σύγχρονες μεταφράσεις χρησιμοποιείται η λέξη «Άδης» αντί της λέξης «κόλαση».
Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, μια μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών (από τη Γένεση ως τον Μαλαχία), χρησιμοποιεί τη λέξη ᾅδης 73 φορές, στις 60 από αυτές για να μεταφράσει την εβραϊκή λέξη σιε’όλ, η κοινή απόδοση της οποίας είναι «Σιεόλ». Ο Λουκάς, ο θεόπνευστος συγγραφέας των Πράξεων, κατέδειξε με κατηγορηματικό τρόπο ότι ο Άδης είναι η αντίστοιχη ελληνική λέξη για τον Σιεόλ όταν μετέφρασε την παράθεση του Πέτρου από το εδάφιο Ψαλμός 16:10. (Πρ 2:27) Αντιστρόφως, εννιά σύγχρονες εβραϊκές μεταφράσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών χρησιμοποιούν τη λέξη «Σιεόλ» για να μεταφράσουν τη λέξη ᾅδης στα εδάφια Αποκάλυψη 20:13, 14, ενώ η Φιλοξένια-Χάρκλεια Συριακή Μετάφραση χρησιμοποιεί τη συγγενική λέξη Σιούλ.
Σε όλες τις περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείται η λέξη Άδης στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, εκτός από δύο, συνδέεται με το θάνατο, είτε στο ίδιο το εδάφιο είτε στα άμεσα συμφραζόμενα. Οι άλλες δύο περιπτώσεις εξετάζονται στην παράγραφο που ακολουθεί. Ο Άδης δεν αναφέρεται σε κάποιον συγκεκριμένο «τάφο» ή σε ένα συγκεκριμένο «μνήμα» ή συγκεκριμένο «μνημείο», αλλά στον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους, όπου οι θαμμένοι νεκροί είναι αθέατοι. Συνεπώς, υποδηλώνει ό,τι και η αντίστοιχη λέξη «Σιεόλ», όπως πιστοποιείται από την ανάλυση της χρήσης του και στις δέκα περιπτώσεις όπου εμφανίζεται.—Βλέπε ΣΙΕΟΛ· ΤΑΦΗ, ΤΑΦΟΣ.
Την πρώτη φορά όπου εμφανίζεται η λέξη, στο εδάφιο Ματθαίος 11:23, ο Ιησούς Χριστός, επιπλήττοντας την Καπερναούμ για την απιστία της, χρησιμοποιεί τον Άδη για να τονίσει το μέγεθος του υποβιβασμού στον οποίο θα περιερχόταν αυτή η πόλη, σε αντίθεση με τα ύψη του ουρανού όπου είχε εξυψωθεί λόγω της διακονίας του Ιησού εκεί. Ένα αντίστοιχο εδάφιο είναι το Λουκάς 10:15. Προσέξτε τον παρόμοιο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η λέξη Σιεόλ στα εδάφια Ιώβ 11:7, 8.
Ο Ιησούς και η Εκκλησία Απελευθερώνονται. Σχετικά με τη Χριστιανική εκκλησία, ο Ιησούς είπε, στο εδάφιο Ματθαίος 16:18, ότι «οι πύλες του Άδη [«δυνάμεις του θανάτου», RS] δεν θα υπερισχύσουν εναντίον της». Παρόμοια, ο Βασιλιάς Εζεκίας, ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, είπε: «Στα μισά των ημερών μου θα πάω στις πύλες του Σιεόλ». (Ησ 38:10) Επομένως, γίνεται προφανές ότι η υπόσχεση του Ιησού για νίκη επί του Άδη σημαίνει πως οι «πύλες» του Άδη θα ανοίξουν για να απελευθερώσουν τους νεκρούς μέσω ανάστασης, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του ίδιου του Χριστού Ιησού.
Εφόσον ο Άδης υποδηλώνει τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους, ο Ιησούς πέρασε μέσα από τις «πύλες του Άδη» όταν τον έθαψε ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., ο Πέτρος είπε για τον Χριστό: «Ούτε εγκαταλείφθηκε αυτός στον Άδη ούτε είδε η σάρκα του φθορά. Αυτόν τον Ιησού ανέστησε ο Θεός, γεγονός για το οποίο όλοι εμείς είμαστε μάρτυρες». (Πρ 2:25-27, 29-32· Ψλ 16:10) Ενώ «οι πύλες του Άδη» (Ματ 16:18) εξακολουθούσαν να κρατούν κλεισμένο τον Δαβίδ στις ημέρες του Πέτρου (Πρ 2:29), άνοιξαν διάπλατα για τον Χριστό Ιησού όταν ο Πατέρας του τον ανέστησε από τον Άδη. Έκτοτε, μέσω της δύναμης που του δόθηκε να ανασταίνει νεκρούς (Ιωα 5:21-30), ο Ιησούς κρατάει «τα κλειδιά του θανάτου και του Άδη».—Απ 1:17, 18.
Είναι ολοφάνερο ότι ο Άδης της Αγίας Γραφής δεν είναι το φανταστικό εκείνο μέρος που οι μη Χριστιανοί αρχαίοι Έλληνες περιέγραφαν στη μυθολογία τους ως «σκοτεινή, ανήλια περιοχή στα έγκατα της γης», διότι δεν υπήρχε ανάσταση από έναν τέτοιον μυθολογικό κάτω κόσμο.
Παραβολική Χρήση. Στο εδάφιο Αποκάλυψη 6:8 ο Άδης παρουσιάζεται συμβολικά να ακολουθεί από κοντά τον ιππέα του ωχρού αλόγου, τον προσωποποιημένο Θάνατο, για να δεχτεί τα θύματα των θανατηφόρων συνεπειών του πολέμου, της πείνας, των πληγών και των θηρίων.
Η θάλασσα (που ενίοτε γίνεται υγρός τάφος για μερικούς) αναφέρεται σε συνδυασμό με τον Άδη (τον κοινό χωμάτινο τάφο), με σκοπό να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι συμπεριλαμβάνονται όλοι αυτοί οι νεκροί στη δήλωση που κάνουν τα εδάφια Αποκάλυψη 20:13, 14 ότι η θάλασσα, ο θάνατος και ο Άδης πρόκειται να δώσουν τους νεκρούς τους ή να αδειάσουν από αυτούς. Κατόπιν, ο θάνατος και ο Άδης (όχι όμως και η θάλασσα) ρίχνονται στη «λίμνη της φωτιάς», “το δεύτερο θάνατο”. Με αυτόν τον τρόπο “πεθαίνουν” συμβολικά, περιερχόμενοι σε ανυπαρξία, πράγμα που σηματοδοτεί το τέλος του Άδη (Σιεόλ), του κοινού τάφου του ανθρωπίνου γένους, όπως επίσης και του κληρονομημένου από τον Αδάμ θανάτου.
Μία ακόμη μνεία του Άδη την οποία δεν αναφέραμε γίνεται στα εδάφια Λουκάς 16:22-26, στην αφήγηση για τον “πλούσιο” και τον «Λάζαρο». Η γλώσσα σε ολόκληρη την αφήγηση είναι ξεκάθαρα παραβολική και δεν μπορεί να ερμηνευτεί κατά γράμμα, λαμβανομένων υπόψη όλων των προηγούμενων εδαφίων. Προσέξτε, ωστόσο, τη δήλωση της παραβολής ότι ο «πλούσιος» «θάφτηκε» στον Άδη, κάτι που παρέχει επιπρόσθετη απόδειξη για το ότι ο Άδης σημαίνει τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους.—Βλέπε ΓΕΕΝΝΑ· ΤΑΡΤΑΡΟΣ.
-
-
ΑδίδΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΙΔ
(Αδίδ).
Προγονική πόλη κάποιων Βενιαμιτών που επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία (Εσδ 2:1, 2, 33· Νε 7:6, 7, 37· 11:31, 34), η οποία ταυτίζεται συνήθως με το ελ-Χάντιθε (Τελ Χαντίντ), ένα εγκαταλειμμένο αραβικό χωριό περίπου 5 χλμ. ΑΒΑ της Λωδ (Λύδδας). Πιστεύεται γενικά ότι η Αδίδ είναι κατά πάσα πιθανότητα η ίδια τοποθεσία με τη «Χουντίτι», που μνημονεύεται στον Κατάλογο του Τουθμώσεως Γ΄ στο Καρνάκ, και με την «Αδιδά» από το απόκρυφο βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων (12:38· 13:13, RS, ΜΠΚ) η οποία περιγράφεται εκεί ως τοποθεσία της Σεφηλά που έβλεπε προς την παράκτια πεδιάδα.
-
-
ΑδιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΙΗΛ
(Αδιήλ) [Ο Θεός Είναι Στολίδι].
1. Πατέρας του Αζμαβέθ, τον οποίο διόρισε ο Βασιλιάς Δαβίδ υπεύθυνο για το βασιλικό θησαυροφυλάκιό του.—1Χρ 27:25, 31.
2. Ένας από τους αρχηγούς της φυλής του Συμεών, ο οποίος στις ημέρες του Βασιλιά Εζεκία του Ιούδα, τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ., συμμετείχε στην εκδίωξη των Χαμιτών από τα περίχωρα της Γεδώρ.—1Χρ 4:36, 38-41.
3. Ααρωνικός ιερέας από τον πατρικό οίκο του Ιμμήρ. Πατέρας του ήταν ο Ιαζηρά. Ο γιος του ο Μαασαΐ υπηρέτησε στην Ιερουσαλήμ μετά τη βαβυλωνιακή εξορία.—1Χρ 9:12.
-
-
Άδικος ΠλούτοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Βλέπε ΠΛΟΥΤΟΣ.
-
-
ΑδίνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΙΝ
(Αδίν) [Δοσμένος στην Τέρψη].
Ένας από τους επικεφαλής των πατρικών οίκων του Ισραήλ, μερικές εκατοντάδες απόγονοι του οποίου επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία μαζί με τον Ζοροβάβελ. (Εσδ 2:15· Νε 7:20) Αργότερα, 51 ακόμη άτομα από την οικογένειά του επέστρεψαν με τον Έσδρα το 468 Π.Κ.Χ. (Εσδ 8:6) Ένας άρχοντας που εκπροσωπούσε τον πατρικό οίκο του Αδίν ήταν ανάμεσα σε εκείνους οι οποίοι επικύρωσαν την «αξιόπιστη συμφωνία» που συντάχθηκε στις ημέρες του Νεεμία.—Νε 9:38· 10:1, 16.
-
-
ΑδινάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΙΝΑ
(Αδινά) [από μια ρίζα που σημαίνει «ευημερώ» [με την έννοια του «τέρπομαι»]].
Γιος του Σιζά και αξιωματικός που ηγούνταν άλλων 30 Ρουβηνιτών στο στράτευμα του Δαβίδ.—1Χρ 11:26, 42.
-
-
ΑδινώΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΙΝΩ
Βλέπε ΙΟΣΕΒ-ΒΑΣΕΒΕΘ.
-
-
ΑδλαΐΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΛΑΪ
(Αδλαΐ).
Πατέρας του Σαφάτ, υπεύθυνου για τα κοπάδια των βοδιών που είχε ο Δαβίδ στις κοιλάδες.—1Χρ 27:29.
-
-
ΑδμάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΜΑ
(Αδμά) [Έδαφος].
Μια από τις πέντε πόλεις στην περιοχή της “Κοιλάδας Σιδδίμ” οι οποίες κατοικούνταν από Χαναναίους. (Γε 10:19· 14:1-3) Αυτή η κοιλάδα πιθανότατα βρισκόταν κοντά στη νότια άκρη της Αλμυρής Θάλασσας.
Μαζί με τις γειτονικές πόλεις Σόδομα, Γόμορρα, Ζεβωγίμ και Βελά (Σηγώρ), η Αδμά και ο βασιλιάς της ο Σεναάβ ηττήθηκαν όταν εισέβαλαν εκεί τέσσερις βασιλιάδες από την ανατολή. (Γε 14:8-11) Το εδάφιο Δευτερονόμιο 29:23 δείχνει ότι αργότερα η Αδμά καταστράφηκε μαζί με τα Σόδομα, τα Γόμορρα και τη Ζεβωγίμ, όταν ο Ιεχωβά έκανε να πέσει σε ολόκληρο εκείνο το λεκανοπέδιο βροχή από φωτιά και θειάφι. (Γε 19:25) Στο εδάφιο Ωσηέ 11:8 η Αδμά αναφέρεται μαζί με τη Ζεβωγίμ ως προειδοποιητικό παράδειγμα.
Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι η αρχαία Αδμά και οι άλλες «πόλεις της Περιφέρειας» βρίσκονται τώρα καταποντισμένες στα νερά της Αλμυρής Θάλασσας, μολονότι κάποιοι άλλοι ισχυρίστηκαν πρόσφατα ότι τα ερείπια των πόλεων αυτών μπορούν να εντοπιστούν σε κάποιες τοποθεσίες δίπλα στα ουάντι (κοίτες χειμάρρων) στα Α και ΝΑ της Νεκράς Θαλάσσης.—Γε 13:12.
-
-
ΑδμαθάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΜΑΘΑ
(Αδμαθά) [περσικής προέλευσης· σημαίνει «Ανίκητος»].
Ένας από τους εφτά άρχοντες στο βασίλειο της Περσίας και της Μηδίας οι οποίοι είχαν πρόσβαση στον Βασιλιά Ασσουήρη. Αυτοί οι άρχοντες ήταν σύμφωνοι με την απόφαση που λήφθηκε σε βάρος της Βασίλισσας Αστίν, και προφανώς υπήρχε μια τέτοια εφταμελής επιτροπή συμβούλων στην υπηρεσία των Περσών βασιλιάδων.—Εσθ 1:14· Εσδ 7:14.
-
-
ΑδνάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΝΑ
(Αδνά) [Τέρψη].
1. Ισραηλίτης, απόγονος του πατρικού οίκου του Φαάθ-μωάβ και ένας από εκείνους οι οποίοι συμφώνησαν να εξαποστείλουν τις μη Ισραηλίτισσες συζύγους τους στην εκκαθάριση που έλαβε χώρα κατόπιν της συμβουλής του ιερέα Έσδρα.—Εσδ 10:30, 44.
2. Ιερέας από τον πατρικό οίκο του Χαρίμ, επί των ημερών του Αρχιερέα Ιεχωακείμ και του Νεεμία, καθώς και του ιερέα Έσδρα.—Νε 12:12-15, 26.
-
-
ΑδνάχΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΝΑΧ
(Αδνάχ) [Τέρψη].
1. Γενναίος αξιωματικός του Μανασσή ο οποίος εγκατέλειψε τον Σαούλ και αυτομόλησε στο στρατό του Δαβίδ, στη Σικλάγ. Πολέμησε στο πλευρό του Δαβίδ παίρνοντας μέρος στην καταδίωξη της ληστρικής ομάδας των Αμαληκιτών που ερήμωσε το στρατόπεδο του Δαβίδ στη Σικλάγ, και έγινε ένας από τους αρχηγούς του στρατεύματος του Δαβίδ.—1Χρ 12:20, 21· 1Σα 30:1, 2, 17-19.
2. Ιουδαίος στρατηγός στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωσαφάτ, ο οποίος διοικούσε 300.000 γενναίους, κραταιούς πολεμιστές και είχε υπό τον έλεγχό του μια επιπρόσθετη δύναμη 480.000 αντρών διοικούμενη από τους στρατηγούς Ιεχωανάν και Αμασία. Όλοι αυτοί διακονούσαν το βασιλιά στην Ιερουσαλήμ.—2Χρ 17:13-16, 19.
-
-
ΑδουμμίμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΟΥΜΜΙΜ
(Αδουμμίμ) [από μια ρίζα που σημαίνει «κόκκινος»· πιθανώς, Κόκκινοι Βράχοι].
Ο ανήφορος του Αδουμμίμ είναι ένα απότομο πέρασμα περίπου 12 χλμ. ΑΒΑ της Ιερουσαλήμ, στο μέσο της απόστασης ανάμεσα στην Ιεριχώ και στην Ιερουσαλήμ. Οδηγεί από τη χαμηλή κοιλάδα του Ιορδάνη ψηλά στην ορεινή περιοχή του Ιούδα. Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τώρα ο δρόμος ανάμεσα στις δύο πόλεις διέρχεται μέσα από αυτό το πέρασμα. Αναφέρεται στο Βιβλικό υπόμνημα, αλλά μόνο ως οροθέσιο ανάμεσα στην περιοχή του Ιούδα και του Βενιαμίν.—Ιη 15:7· 18:17.
Στην αραβική το πέρασμα λέγεται Ταλάτ ετ-Νταμ (που σημαίνει «Ανήφορος Αίματος») και στην εβραϊκή Μααλέ Αντουμίμ (που σημαίνει «Ανήφορος του Αδουμμίμ»). Παρότι μερικοί αρχαίοι συγγραφείς αποδίδουν την προέλευση του ονόματος σε αιματοχυσία από κλέφτες και ληστές, η πιθανότερη εξήγηση είναι το κοκκινωπό χρώμα του εδάφους το οποίο οφείλεται σε κατά τόπους επιφανειακά στρώματα ώχρας. Η διαδρομή ήταν ανέκαθεν επικίνδυνη επειδή η περιοχή ήταν έρημη και γίνονταν πολλές ληστείες, ενώ από την αρχαιότητα υπήρχε εκεί ένα φρούριο για την προστασία των ταξιδιωτών. Εξαιτίας αυτού, έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι σε εκείνο το μέρος έλαβε χώρα η επίθεση στον ταξιδιώτη “που κατέβαινε στην Ιεριχώ”, όπως αναφέρεται στην παραβολή του Ιησού για τον καλό Σαμαρείτη.—Λου 10:30-37.
“Η κοιλάδα του χειμάρρου” που αναφέρεται στο εδάφιο Ιησούς του Ναυή 15:7, στα Ν της οποίας βρισκόταν ο ανήφορος του Αδουμμίμ, είναι προφανώς το Ουάντι ελ Κιλτ, το οποίο εκτείνεται σχεδόν παράλληλα με το δρόμο και περνάει ακριβώς Ν της Ιεριχώς με κατεύθυνση προς τον Ιορδάνη Ποταμό.
-
-
ΑδραμμέλεχΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΡΑΜΜΕΛΕΧ
(Αδραμμέλεχ).
1. Γιος του Βασιλιά της Ασσυρίας Σενναχειρείμ. Ο Αδραμμέλεχ και ο αδελφός του ο Σαρασάρ σκότωσαν τον πατέρα τους ενώ αυτός προσκυνούσε στον οίκο του Νισρώκ του θεού του στη Νινευή. Κατόπιν διέφυγαν στη γη Αραράτ, προφανώς στο έδαφος της αρχαίας Αρμενίας, στην ορεινή περιοχή που βρίσκεται Δ της σημερινής Κασπίας Θάλασσας. (2Βα 19:35-37· Ησ 37:36-38) Μια επιγραφή του Εσάρ-αδδών, ενός άλλου γιου του Σενναχειρείμ, εξιστορεί πως αυτός, ως διάδοχος του πατέρα του, συγκρούστηκε με τα στρατεύματα των δολοφόνων του πατέρα του στο Χανιγκαλμπάτ, σε εκείνη την περιοχή, και τα νίκησε.
2. Θεός που λάτρευαν οι Σεφαρβαΐτες—ένας από τους υποτελείς λαούς που έφερε ο βασιλιάς της Ασσυρίας στην περιοχή της Σαμάρειας αφού πρώτα οδήγησε τους Ισραηλίτες του δεκάφυλου βασιλείου σε εξορία. Στο όνομα του Αδραμμέλεχ και του Αναμμέλεχ οι Σεφαρβαΐτες θυσίαζαν τους γιους τους στη φωτιά.—2Βα 17:22-24, 31, 33.
-
-
ΑδραμύττιοΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΡΑΜΥΤΤΙΟ
(Αδραμύττιο).
Λιμάνι του Αιγαίου Πελάγους, το οποίο βρισκόταν στη Μυσία, στη βορειοδυτική γωνία της Μικράς Ασίας, Β της Περγάμου. Στη σημερινή Τουρκία υπάρχει η ηπειρωτική πόλη Εντρεμίτ (Α του λιμανιού), στην ονομασία της οποίας διασώζεται το αρχαίο όνομα.
Το Αδραμύττιο ανήκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας και προφανώς ήταν κάποτε σημαντικό κέντρο ναυτιλίας και εμπορίου, δεδομένου ότι βρισκόταν πάνω στη ρωμαϊκή οδό η οποία περνούσε μέσα από την Πέργαμο και την Έφεσο προς το Ν και μέσα από την Άσσο, την Τρωάδα και τον Ελλήσποντο προς τα Δ και τα Β. Ο Παύλος ενδέχεται να πέρασε από το Αδραμύττιο κατά τη διάρκεια της τρίτης ιεραποστολικής περιοδείας του. Ωστόσο, η μόνη άμεση Βιβλική αναφορά σε αυτή την πόλη βρίσκεται στο εδάφιο Πράξεις 27:2. Στην Καισάρεια, ο κρατούμενος Παύλος, υπό την επιτήρηση του Ρωμαίου αξιωματικού Ιούλιου, επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο από το Αδραμύττιο το οποίο επρόκειτο να πλεύσει σε διάφορα παράκτια μέρη της Μικράς Ασίας. Ο Παύλος και οι σύντροφοί του αποβιβάστηκαν από αυτό το πλοίο στα Μύρα της Λυκίας και επιβιβάστηκαν σε ένα σιταγωγό πλοίο από την Αλεξάνδρεια το οποίο πήγαινε στην Ιταλία.—Πρ 27:3-6.
-
-
ΑδράχΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΡΑΧ
(Αδράχ).
Γη εναντίον της οποίας ο Ιεχωβά απηύθυνε μια εξαγγελία μέσω του Ζαχαρία, του προφήτη του. Αυτή η προφητεία, που εξαγγέλθηκε κατά πάσα πιθανότητα το 518 Π.Κ.Χ., έδειχνε ότι η Αδράχ είχε επισύρει τη δυσμένεια του Ιεχωβά. Αναφέρεται σε συσχετισμό με αρκετές πόλεις γύρω από τον Ισραήλ, όπως ήταν η Δαμασκός, η Αιμάθ, η Τύρος, η Σιδώνα και οι φιλισταϊκές πόλεις Ασκαλών, Γάζα, Ακκαρών και Άζωτος.—Ζαχ 9:1-8.
Η Αδράχ ενδέχεται να ήταν πόλη-κράτος με εξουσία στην περιοχή που την περιέβαλλε. Πιστεύεται ότι ήταν η Χαταρίκα που μνημονεύεται στις ασσυριακές επιγραφές και η οποία ταυτίζεται με το γήλοφο Τελλ Αφίς, περίπου 45 χλμ. ΝΔ του Χαλεπίου. Ο Ασσύριος Βασιλιάς Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ αναφέρει τη Χαταρίκα μεταξύ των «19 επαρχιών που ανήκαν στην Αιμάθ».—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 282, 283.
-
-
ΑδρίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΡΙΑΣ
(Αδρίας).
Στο εδάφιο Πράξεις 27:27 γίνεται λόγος για τη «θάλασσα του Αδρία», όπου ο Παύλος πέρασε 14 ημέρες αγωνίας προτού ναυαγήσει στη Μάλτα. Ο Στράβων λέει ότι το όνομα αυτό προέρχεται από την πόλη Ατρία, η οποία βρισκόταν στις εκβολές του ποταμού Πάδου, στον κόλπο που είναι τώρα γνωστός ως Κόλπος της Βενετίας. (Γεωγραφικά, Ε΄, I, 8) Η σημερινή ιταλική πόλη Άντρια βρίσκεται σε κάποια απόσταση από την ακτή. Φαίνεται ότι το όνομα Αδρίας κατέληξε να χρησιμοποιείται για τα θαλάσσια ύδατα εκείνης της περιοχής, και προοδευτικά η χρήση του διευρύνθηκε ώστε να περιλαμβάνει ολόκληρη τη σημερινή Αδριατική Θάλασσα, το Ιόνιο Πέλαγος, καθώς και τη θαλάσσια περιοχή της Μεσογείου Α της Σικελίας (και της Μάλτας) και Δ της Κρήτης. Το όνομα αυτό, λοιπόν, περιλάμβανε κάποιες θαλάσσιες περιοχές που σήμερα δεν θεωρούνται μέρος της Αδριατικής Θάλασσας. Ωστόσο, στις ημέρες του Παύλου μπορούσε ορθά να ειπωθεί για τη Μάλτα ότι βρεχόταν από τη «θάλασσα του Αδρία».
-
-
ΑδριήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΡΙΗΛ
(Αδριήλ).
Γιος του Βαρζελαΐ, από την πόλη Αβέλ-μεολά.
Ο Σαούλ έδωσε στον Αδριήλ για σύζυγό του τη Μεράβ, τη μεγαλύτερη κόρη του, παρότι προηγουμένως είχε υποσχεθεί να τη δώσει στον Δαβίδ. (1Σα 18:17-19) Και οι πέντε γιοι του Αδριήλ παραδόθηκαν αργότερα για να εκτελεστούν, ώστε να γίνει εξιλέωση για την απόπειρα που είχε κάνει ο Σαούλ να εξαλείψει τους Γαβαωνίτες. (2Σα 21:8, 9) Η συγκεκριμένη αφήγηση αναφέρει ως μητέρα των πέντε γιων του Αδριήλ τη Μιχάλ και όχι τη Μεράβ. Δεδομένου ότι η Μιχάλ πέθανε άτεκνη (2Σα 6:23) και δεν αναφέρεται πουθενά ότι έγινε σύζυγος του Αδριήλ, μερικοί μεταφραστές θεωρούν ότι το όνομα της Μιχάλ εδώ οφείλεται σε λανθασμένη αντιγραφή. Ωστόσο, σχεδόν όλα τα εβραϊκά χειρόγραφα χρησιμοποιούν το όνομα της Μιχάλ, και η εξήγηση που δίνει η παράδοση είναι ότι η Μεράβ, η μεγαλύτερη αδελφή της Μιχάλ, πέθανε λίγο καιρό αφότου γέννησε τους πέντε γιους του Αδριήλ, και τότε η Μιχάλ ανέλαβε να αναθρέψει τα πέντε αγόρια της αδελφής της τα οποία γι’ αυτόν το λόγο αναφέρονται ως γιοι της. Η μετάφραση του Ισαάκ Λίσερ αναφέρει στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 21:8: «Και τους πέντε γιους της Μιχάλ, της κόρης του Σαούλ, τους οποίους είχε αναθρέψει για λογαριασμό του Αδριήλ».
-
-
ΑδωνίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΩΝΙΑΣ
(Αδωνίας) [Ο Ιεχωβά Είναι Κύριος].
1. Ο τέταρτος γιος του Δαβίδ, τον οποίο γέννησε η Αγγίθ στη Χεβρών.—2Σα 3:4, 5.
Αν και ήταν από άλλη μητέρα, ο Αδωνίας έμοιαζε πολύ με τον Αβεσσαλώμ από την άποψη ότι «είχε πολύ ωραία διάπλαση» και ότι ήταν φιλόδοξος. (1Βα 1:5, 6· παράβαλε 2Σα 14:25· 15:1.) Άρχισε να ξεχωρίζει στο Γραφικό υπόμνημα τα χρόνια που ο Δαβίδ βρισκόταν στη δύση του. Παρά την εξαγγελία του Ιεχωβά ότι η βασιλεία θα περιερχόταν στον Σολομώντα (1Χρ 22:9, 10), ο Αδωνίας άρχισε να καυχιέται ότι θα γινόταν ο επόμενος βασιλιάς του Ισραήλ. Εφόσον ο Αμνών και ο Αβεσσαλώμ, πιθανώς δε και ο Χιλεάβ, είχαν πεθάνει, αναμφίβολα ο Αδωνίας στήριζε τις αξιώσεις του για το θρόνο στο γεγονός ότι ήταν ο μεγαλύτερος γιος. Όπως και ο Αβεσσαλώμ, πρόβαλλε επιδεικτικά τις διεκδικήσεις του και δεν έλαβε διόρθωση για αυτό από τον πατέρα του. Σταδιακά εξασφάλισε την υποστήριξη μιας μερίδας ατόμων, κερδίζοντας την εύνοια του επικεφαλής του στρατεύματος, του Ιωάβ, και του επικεφαλής του ιερατείου, του Αβιάθαρ. (1Βα 1:5-8) Κατόπιν οργάνωσε ένα συμπόσιο με προσφορά θυσιών κοντά στην Εν-ρογήλ, η οποία βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την πόλη της Ιερουσαλήμ, και προσκάλεσε τα περισσότερα μέλη του βασιλικού οίκου, όχι όμως και τον Σολομώντα, τον προφήτη Νάθαν και τον Βεναΐα. Προφανής σκοπός του ήταν να ανακηρυχτεί βασιλιάς.—1Βα 1:9, 10, 25.
Ο προφήτης Νάθαν ενήργησε αμέσως ώστε να παρεμποδίσει το σχέδιο του Αδωνία. Συμβούλεψε τη μητέρα του Σολομώντα, τη Βηθ-σαβεέ, να υπενθυμίσει στον Δαβίδ τον όρκο που είχε κάνει ότι θα έδινε τη βασιλεία στον Σολομώντα, και στη συνέχεια, εμφανίστηκε και ο ίδιος μετά από αυτήν στα διαμερίσματα του βασιλιά για να επιβεβαιώσει τα λόγια της και να αφυπνίσει τον Δαβίδ ως προς τη σοβαρότητα της κατάστασης, αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί ότι είχε την εντύπωση πως ο Δαβίδ ενεργούσε πίσω από τις πλάτες των στενών συνεργατών του. (1Βα 1:11-27) Αυτό υποκίνησε το γέροντα βασιλιά να αναλάβει δράση: έδωσε κατευθείαν εντολές να χριστεί αμέσως ο Σολομών συμβασιλιάς και διάδοχος του θρόνου. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε μια χαρούμενη οχλοβοή η οποία ακούστηκε μέχρι το συμπόσιο του Αδωνία. Σύντομα παρουσιάστηκε ένας δρομέας, ο γιος του ιερέα Αβιάθαρ, φέρνοντας τα ανησυχητικά νέα ότι ο Δαβίδ αναγόρευσε τον Σολομώντα βασιλιά. Οι υποστηρικτές του Αδωνία διαλύθηκαν γρήγορα, και εκείνος έτρεξε στην αυλή της σκηνής αναζητώντας καταφύγιο. Τότε ο Σολομών τού παραχώρησε χάρη, υπό τον όρο ότι θα επιδείκνυε καλή διαγωγή.—1Βα 1:32-53.
Ωστόσο, μετά το θάνατο του Δαβίδ, ο Αδωνίας πλησίασε τη Βηθ-σαβεέ και την έπεισε να μεσολαβήσει για λογαριασμό του στον Σολομώντα, ζητώντας τη νεαρή νοσοκόμα και σύντροφο του Δαβίδ, την Αβισάγ, για σύζυγό του. Η δήλωση του Αδωνία ότι “η βασιλεία θα γινόταν δική του και ότι σε εκείνον είχε προσηλώσει το πρόσωπό του όλος ο Ισραήλ για να γίνει βασιλιάς” δείχνει ότι πίστευε πως του είχαν στερήσει το δικαίωμά του, αν και προσποιητά αναγνώρισε πως το χέρι του Θεού κατηύθυνε αυτό το ζήτημα. (1Βα 2:13-21) Μολονότι το αίτημά του μπορεί να ξεκινούσε αποκλειστικά και μόνο από την επιθυμία του να αποζημιωθεί με κάποιον τρόπο για την απώλεια της βασιλείας, έδειχνε έντονα ότι η φλόγα της φιλοδοξίας παρέμενε μέσα του, δεδομένου ότι, σύμφωνα με ένα έθιμο της αρχαίας Ανατολής, οι σύζυγοι και οι παλλακίδες ενός βασιλιά περιέρχονταν μόνο στο νόμιμο διάδοχό του. (Παράβαλε 2Σα 3:7· 16:21.) Υπό αυτό το πρίσμα είδε ο Σολομών το αίτημα που υποβλήθηκε μέσω της μητέρας του και διέταξε το θάνατο του Αδωνία, διαταγή που εκτελέστηκε αμέσως από τον Βεναΐα.—1Βα 2:22-25.
2. Λευίτης που στάλθηκε από τον Ιωσαφάτ να διδάξει στις πόλεις του Ιούδα.—2Χρ 17:7-9.
3. Ένας από τους επικεφαλής του λαού, του οποίου κάποιος απόγονος, αν όχι ο ίδιος, συμμετείχε μαζί με ορισμένους άρχοντες και Λευίτες στην επικύρωση με σφραγίδα του συμφώνου ομολογίας που σύναψαν οι επαναπατρισμένοι Ισραηλίτες στις ημέρες του Νεεμία και του Έσδρα. (Νε 9:38· 10:1, 14, 16) Μερικοί πιστεύουν ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αδωνικάμ του εδαφίου Έσδρας 2:13, οι απόγονοι του οποίου, 666 τον αριθμό, επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα υπό τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. Μια σύγκριση ανάμεσα στα ονόματα των ατόμων που ως εκπρόσωποι του λαού σφράγισαν την απόφαση, σύμφωνα με το 10ο κεφάλαιο του Νεεμία, και στα ονόματα εκείνων που αναφέρονται ως κεφαλές των επαναπατριζόμενων εξορίστων, σύμφωνα με το 2ο κεφάλαιο του Έσδρα, φαίνεται πως υποστηρίζει αυτή την εκδοχή.
-
-
Αδωνί-βεζέκΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΩΝΙ-ΒΕΖΕΚ
(Αδωνί-βεζέκ) [Κύριος της Βεζέκ].
Ισχυρός άρχοντας ο οποίος, πριν από την επίθεση των Ισραηλιτών στη Βεζέκ, είχε ταπεινώσει 70 ειδωλολάτρες βασιλιάδες κόβοντάς τους τούς αντίχειρες και τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών.
Παρόμοια τακτική ακολούθησαν κάποτε οι αρχαίοι Αθηναίοι, που ψήφισαν διάταγμα να κόβονται οι αντίχειρες των αιχμαλώτων πολέμου. Έτσι αυτοί θα μπορούσαν να κωπηλατούν, αλλά δεν θα ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν σπαθί ή δόρυ. Λίγο μετά το θάνατο του Ιησού του Ναυή, οι συνδυασμένες δυνάμεις του Ιούδα και του Συμεών συγκρούστηκαν με μια δύναμη 10.000 Χαναναίων και Φερεζαίων στη Βεζέκ, νικώντας τον Αδωνί-βεζέκ και τρέποντάς τον σε φυγή. Όταν τον συνέλαβαν, του έκοψαν και εκείνου τους αντίχειρες και τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών, πράγμα που τον υποκίνησε να πει: «Όπως ακριβώς έκανα, έτσι μου ανταπέδωσε ο Θεός». Τον μετέφεραν στην Ιερουσαλήμ όπου και πέθανε.—Κρ 1:4-7.
-
-
ΑδωνικάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΩΝΙΚΑΜ
(Αδωνικάμ) [Ο Κύριός (μου) Έχει Σηκωθεί [δηλαδή για να βοηθήσει]].
Ιδρυτής ενός από τους πατρικούς οίκους του Ισραήλ. Περισσότερα από 600 μέλη αυτής της οικογένειας επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ μετά τη βαβυλωνιακή εξορία. (Εσδ 2:13· Νε 7:18) Άλλα 63 μέλη αυτού του πατρικού οίκου συνόδευσαν τον Έσδρα στην Ιερουσαλήμ το 468 Π.Κ.Χ. (Εσδ 8:13) Όταν οι εκπρόσωποι των πατρικών οίκων επικύρωσαν την «αξιόπιστη συμφωνία», δηλαδή την απόφαση που συντάχθηκε στις ημέρες του Νεεμία, αυτή η οικογένεια προφανώς καταγράφηκε με το όνομα Αδωνίας.—Νε 9:38· 10:16.
-
-
ΑδωνιράμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΩΝΙΡΑΜ
(Αδωνιράμ) [Ο Κύριός (μου) Είναι Υψηλός (Εξυψωμένος)].
Άρχοντας, ικανός διαχειριστής και γιος του Αβδά. Ο Αδωνιράμ επέβλεπε τους επιστρατευμένους για καταναγκαστική εργασία επί βασιλείας του Δαβίδ, του Σολομώντα και του Ροβοάμ, παίζοντας σημαντικό ρόλο στα πολλά οικοδομικά προγράμματα του Σολομώντα. Αργότερα, όταν οι δέκα φυλές στασίασαν εναντίον των σκληρών διαταγμάτων του Ροβοάμ στη Συχέμ το 997 Π.Κ.Χ., ο βασιλιάς έστειλε στο λαό αυτόν τον άρχοντα που στρατολογούσε άτομα για καταναγκαστική εργασία, αλλά εκείνοι «τον λιθοβόλησαν και πέθανε». (2Χρ 10:18) Αναφέρεται άλλοτε ως Αδωνιράμ (1Βα 4:6· 5:14), άλλοτε ως Αδωράμ (2Σα 20:24· 1Βα 12:18) και άλλοτε ως Χαδωράμ.—2Χρ 10:18.
-
-
ΑδωνισεδέκΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΩΝΙΣΕΔΕΚ
(Αδωνισεδέκ) [Ο Κύριός (μου) Είναι Δικαιοσύνη].
Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ την εποχή της κατάκτησης της Υποσχεμένης Γης από τους Ισραηλίτες. Ο Αδωνισεδέκ συμμάχησε με άλλα μικρά βασίλεια Δ του Ιορδάνη επιχειρώντας από κοινού με αυτά να ανακόψει την προέλαση των νικηφόρων δυνάμεων του Ιησού του Ναυή. (Ιη 9:1-3) Εντούτοις, οι Ευαίοι που κατοικούσαν στη Γαβαών έκαναν ειρήνη με τον Ιησού. Σε μια ενέργεια αντιποίνων, η οποία αποσκοπούσε στο να αποτρέψει περαιτέρω προσχωρήσεις στον εχθρό, ο Αδωνισεδέκ ένωσε το στρατό του με τους στρατούς τεσσάρων ακόμη βασιλιάδων των Αμορραίων, πολιόρκησε τη Γαβαών και πολέμησε εναντίον της. Η θεαματική διάσωση των Γαβαωνιτών από τον Ιησού του Ναυή και η πανωλεθρία που υπέστησαν αυτές οι συνδυασμένες δυνάμεις ανάγκασαν τους πέντε βασιλιάδες να καταφύγουν στη Μακκηδά, όπου παγιδεύτηκαν σε μια σπηλιά. Ο ίδιος ο Ιησούς θανάτωσε τον Αδωνισεδέκ και τους άλλους τέσσερις βασιλιάδες μπροστά στα στρατεύματά του και τους κρέμασε πάνω σε ξύλα. Τα πτώματά τους ρίχτηκαν τελικά πίσω στη σπηλιά, η οποία και έγινε ο τάφος τους.—Ιη 10:1-27.
-
-
ΑδωραΐμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΩΡΑΪΜ
(Αδωραΐμ).
Μια από τις πόλεις του Ιούδα που ανοικοδόμησε και οχύρωσε ο Βασιλιάς Ροβοάμ το δέκατο αιώνα Π.Κ.Χ. (2Χρ 11:9) Ταυτίζεται με το σημερινό χωριό Ντουρά, το οποίο βρίσκεται σε μια λοφοπλαγιά περίπου 8 χλμ. Δ της Χεβρών.
-
-
ΑδωράμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΔΩΡΑΜ
Βλέπε ΑΔΩΝΙΡΑΜ.
-
-
ΑείνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΕΙΝ
(Αείν) [Πηγή].
Η λέξη σημαίνει κατά κυριολεξία «μάτι» αλλά χρησιμοποιείται συνεκδοχικά με την έννοια της φυσικής πηγής, σε αντιδιαστολή με το ανθρωποποίητο πηγάδι ή δεξαμενή, τα οποία αποδίδονται από τις εβραϊκές λέξεις μπε’έρ και μπωρ. (Γε 49:22· Δευ 8:7· βλέπε ΠΗΓΑΔΙ· ΣΤΕΡΝΑ.) Συχνά γράφεται «Εν-» όταν χρησιμοποιείται σε σύνθετες λέξεις, όπως Εν-ριμμών, Εν-γαδί, Εν-γαννίμ.
1. Τοποθεσία που ανέφερε ο Ιεχωβά όταν περιέγραφε το ανατολικό σύνορο του Ισραήλ στον Μωυσή. (Αρ 34:11) Η «Ριβλά», που σύμφωνα με αυτό το εδάφιο τοποθετείται «ανατολικά της Αείν», προφανώς δεν είναι η Ριβλά που βρισκόταν στη γη της Αιμάθ, αρκετά Β της Δαμασκού, δεδομένου ότι η Αείν συσχετίζεται με τη Θάλασσα της Χιννερέθ (της Γαλιλαίας). Η Αείν βρισκόταν στα Β αυτής της θάλασσας αλλά η ακριβής θέση της δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα.
2. Μια από τις νοτιότερες πόλεις που αρχικά είχαν παραχωρηθεί στη φυλή του Ιούδα (Ιη 15:32) και κατόπιν παραχωρήθηκαν στη φυλή του Συμεών, όταν δόθηκε στον Συμεών εδαφική κληρονομιά από την υπερβολικά μεγάλη περιοχή του Ιούδα. (Ιη 19:1, 7, 9· 1Χρ 4:24, 32) Η Αείν βρισκόταν κοντά στην πόλη της Ριμμών και φαίνεται πως, όταν κατοικήθηκε εκ νέου μετά την εξορία στη Βαβυλώνα, τα ονόματα αυτών των δύο τοποθεσιών συνδυάστηκαν σε ένα: Εν-ριμμών. (Νε 11:29) Η Εν-ριμμών συνήθως ταυτίζεται με το Χίρμπετ Ουμ ερ-Ραμαμίν (Χορβάτ Ρεμαλίγια), το οποίο βρίσκεται περίπου 15 χλμ. Β της Βηρ-σαβεέ.—Βλέπε ΡΙΜΜΩΝ Αρ. 2.
3. Στο εδάφιο Ιησούς του Ναυή 21:16 μια από τις πόλεις που δόθηκαν στους Λευίτες ονομάζεται Αείν. Μια σύγκριση αυτού του εδαφίου με τα εδάφια Ιησούς του Ναυή 15:42· 19:7 και 1 Χρονικών 6:59 υποδηλώνει ότι η εν λόγω πόλη αποκαλείται σε άλλα σημεία Ασάν.—Βλέπε ΑΣΑΝ.
-
-
ΑερμώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΕΡΜΩΝ
(Αερμών) [Αφιερωμένο Πράγμα· Πράγμα που Έχει Γίνει Ανάθεμα].
Το Αερμών έχει ταυτιστεί με το ψηλότερο βουνό στην περιοχή της Παλαιστίνης, το οποίο οι Άραβες ονομάζουν Τζέμπελ ες-Σέιχ (που πιθανώς σημαίνει «Βουνό του Γέροντα») ή Τζέμπελ εθ-Θαλτζ (που σημαίνει «Βουνό του Χιονιού»). Αυτά τα ονόματα προφανώς προέρχονται από το γεγονός ότι το Όρος Αερμών είναι σκεπασμένο με χιόνια σχεδόν όλο το χρόνο. Η χιονισμένη κορυφή του μπορεί να λεχθεί ότι μοιάζει με το κεφάλι ενός ασπρομάλλη γέροντα. Κατά την αρχαιότητα αυτό το βουνό ήταν γνωστό στους Σιδωνίους ως «Σιριών» και στους Αμορραίους ως «Σενίρ». (Δευ 3:8, 9) Το όνομα Σενίρ φαίνεται επίσης ότι χρησιμοποιούνταν για ένα τμήμα της οροσειράς του Αντιλιβάνου. (1Χρ 5:23) Το όνομα Σιόν επίσης (όχι Σιών) ήταν ένα ακόμη όνομα του Όρους Αερμών. (Δευ 4:47, 48) Ο ψαλμωδός μνημόνευσε το Αερμών μαζί με το Θαβώρ, λέγοντας ότι αυτά κραυγάζουν χαρούμενα στο όνομα του Ιεχωβά.—Ψλ 89:12.
Το Όρος Αερμών, το οποίο σχηματίζει το νότιο άκρο της οροσειράς του Αντιλιβάνου, υψώνεται 2.814 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται περίπου 30 χλμ. από Β προς Ν. Οι κορυφές του, που είναι αρκετές, συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός οροπεδίου. (Ψλ 42:6) Το Όρος Αερμών αποτελείται από ασβεστόλιθο, αν και υπάρχουν κάποια επιφανειακά σημεία από βασάλτη στην ανατολική και στη δυτική πλευρά. Το επάνω τμήμα του είναι τελείως γυμνό, αν εξαιρέσουμε κάποιους σποραδικούς χαμηλούς θάμνους. Πιο κάτω, όμως, υπάρχουν έλατα, οπωροφόρα δέντρα και θαμνώδης βλάστηση. Οι χαμηλότερες πλαγιές της δυτικής και της νότιας πλευράς είναι καλυμμένες από αμπέλια.
Όταν η ημέρα είναι καθαρή, από την κορυφή του Αερμών μπορεί να έχει κανείς μια εξαίσια άποψη μεγάλου μέρους της Παλαιστίνης. Στα Δ διακρίνονται τα όρη του Λιβάνου, η Πεδιάδα της Τύρου και η Μεσόγειος, στα ΝΔ το Όρος Κάρμηλος, στα Ν η Κοιλάδα του Ιορδάνη μαζί με τη Λεκάνη Χούλα και τη Θάλασσα της Γαλιλαίας, ενώ στα Α η Πεδιάδα της Δαμασκού.
Η χιονισμένη κορυφή του Όρους Αερμών συντελεί στη συμπύκνωση των νυχτερινών υδρατμών, παράγοντας έτσι άφθονη δροσιά. «Περισσότερη δροσιά», παρατήρησε ο φυσιοδίφης του 19ου αιώνα Χ. Μπ. Τρίστραμ, «δεν είχαμε δει ποτέ. Τα πάντα είχαν μουσκέψει από τη δροσιά και οι σκηνές παρείχαν ελάχιστη προστασία». (Η Γη του Ισραήλ [The Land of Israel], Λονδίνο, 1866, σ. 608, 609) Η αναζωογονητική δροσιά του Αερμών συντηρεί τη βλάστηση κατά τη μακρά εποχή της ανομβρίας. (Ψλ 133:3· βλέπε ΔΡΟΣΙΑ.) Τα χιόνια που λιώνουν στο Όρος Αερμών είναι η κύρια πηγή νερού του ποταμού Ιορδάνη.
Κατά την αρχαιότητα, το Όρος Αερμών ήταν καταφύγιο για άγρια ζώα όπως τα λιοντάρια και οι λεοπαρδάλεις. (Ασμ 4:8) Τα πρόσφατα χρόνια έχουν υπάρξει αναφορές για την παρουσία αλεπούδων, λύκων, λεοπαρδάλεων και συριακών αρκούδων εκεί.
Το Όρος Αερμών έγινε το βόρειο όριο της Υποσχεμένης Γης. (Ιη 12:1· 13:2, 5, 8, 11) Οι Ευαίοι, που κατοικούσαν στους πρόποδές του, ηττήθηκαν από τον Ιησού του Ναυή. (Ιη 11:1-3, 8, 16, 17) Σε αυτό το βουνό ενδέχεται να έλαβε χώρα η μεταμόρφωση του Ιησού Χριστού (Ματ 17:1· Μαρ 9:2· Λου 9:28· 2Πε 1:18), διότι λίγο πριν από αυτό το γεγονός εκείνος βρισκόταν στην κοντινή Καισάρεια του Φιλίππου.—Μαρ 8:27· βλέπε ΒΑΑΛ-ΑΕΡΜΩΝ· ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ.
[Εικόνα στη σελίδα 101]
Τα χιόνια στο Όρος Αερμών συντελούν στη συμπύκνωση των νυχτερινών υδρατμών, παράγοντας έτσι άφθονη δροσιά για τη γη
-
-
ΑετόςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΕΤΟΣ
[εβρ., νέσερ· αραμαϊκή, νεσάρ· ελλ. κείμενο, ἀετός].
Μεγάλο αρπακτικό πουλί. Μερικοί πιστεύουν ότι η εβραϊκή του ονομασία παράγεται από μια ρίζα που σημαίνει «κομματιάζω ή ξεσκίζω». Άλλοι θεωρούν ότι η λέξη νέσερ είναι ονοματοποιημένη (δηλαδή πρόκειται για ονομασία που θυμίζει ηχητικά αυτό το οποίο προσδιορίζει) και πιστεύουν ότι αποτελεί μίμηση ενός «ορμητικού ήχου» ή μιας «αστραπιαίας κίνησης», δηλαδή προσδιορίζει ένα πουλί που εφορμά κάθετα στη λεία του, που βουτάει προς τα κάτω παράγοντας έναν ορμητικό ήχο και μοιάζοντας με αστραπιαία λάμψη μέσα στον αέρα. Ούτως ή άλλως, η εβραϊκή αυτή λέξη περιγράφει ορθά τον αετό, του οποίου η αστραπιαία κάθοδος από μεγάλα ύψη παράγει έναν οξύ ήχο καθώς ο αέρας περνάει ορμητικά μέσα από τα απλωμένα ακροπτερύγιά του (τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά). Ο αετός, που είναι αρπακτικό πουλί και πίνει αίμα (Ιωβ 39:27, 30), περιλαμβανόταν στον κατάλογο των “ακάθαρτων” πουλιών σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο.—Λευ 11:13· Δευ 14:12.
Ποικιλίες της Παλαιστίνης. Μερικοί από τους αετούς που βρίσκονται σήμερα στο Ισραήλ είναι ο αυτοκρατορικός αετός (αετός ο μέλας [Aquila heliaca]), ο χρυσαετός (αετός ο γνήσιος [Aquila chrysaëtos]) και ο φιδαετός (κιρκάετος ο γαλατικός [Circaëtus gallicus]). Ο χρυσαετός, που ονομάστηκε έτσι από τη χρυσαφιά στιλπνή απόχρωση του κεφαλιού και του αυχένα του, είναι ένα εντυπωσιακό σκουροκάστανο πουλί που έχει μήκος περίπου 1 μ. και συνολικό άνοιγμα φτερών περίπου 2 μ. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αετών είναι το αρκετά πλατύ κεφάλι με μια επιμήκη προεξοχή πάνω από τα μάτια, το κοντό, δυνατό και αγκιστροειδές ράμφος, τα ισχυρά πόδια, καθώς επίσης τα κοφτερά και δυνατά νύχια.
“Μεταφέρθηκαν πάνω σε φτερούγες αετών”—τι βάση υπάρχει για ένα τέτοιο σχήμα λόγου;
Η περιοχή του Σινά αποκαλείται «χώρα των αετών», όπου τα πουλιά αυτά ανεμοπορούν και αερολισθαίνουν με τις δυνατές, πλατιές φτερούγες τους. Άρα, οι απελευθερωμένοι Ισραηλίτες που είχαν συγκεντρωθεί στο Όρος Σινά μπορούσαν κάλλιστα να κατανοήσουν πόσο ταιριαστή ήταν η εικόνα την οποία μετέδιδαν τα λόγια του Θεού, δηλαδή ότι τους είχε βγάλει από την Αίγυπτο μεταφέροντάς τους «πάνω σε φτερούγες αετών». (Εξ 19:4· παράβαλε Απ 12:14.) Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, ο Μωυσής μπορούσε να παρομοιάσει τον τρόπο με τον οποίο είχε οδηγήσει ο Ιεχωβά τον Ισραήλ διαμέσου της ερήμου με τον τρόπο με τον οποίο ο αετός «ξεσηκώνει τη φωλιά του, φτερουγίζει πάνω από τα μικρά του, απλώνει τις φτερούγες του και τα παίρνει, τα μεταφέρει πάνω στα φτερά του». (Δευ 32:9-12) Όταν έρχεται ο καιρός να αρχίσουν να πετούν τα μικρά αετόπουλα, ο γονέας τους τα ξεσηκώνει φτεροκοπώντας, για να μεταδώσει στα μικρά του την ιδέα της πτήσης, και κατόπιν τα σπρώχνει έξω από τη φωλιά ή τα δελεάζει για να βγουν από αυτήν και να δοκιμάσουν τις φτερούγες τους.
Μολονότι μερικοί έχουν εκφράσει αμφιβολίες ως προς το αν ο αετός μεταφέρει πράγματι τα μικρά του πάνω στη ράχη του, ο Σερ Γ. Μπ. Τόμας ανέφερε ότι ένας ξεναγός στη Σκωτία επιβεβαίωσε τα εξής για το χρυσαετό: «Οι γονείς, αφού παρακινήσουν το μικρό τους να πέσει στον αέρα, ενίοτε δε αφού το σπρώξουν, εφορμούν κάτω από αυτό και το αφήνουν να αναπαυτεί προς στιγμήν πάνω στις φτερούγες τους και στη ράχη τους». (Η Αγγλία του Αγρότη [The Yeoman’s England], Λονδίνο, 1934, σ. 135) Το Δελτίο Πληροφοριών (Bulletin) του Σμιθσόνειου Ινστιτούτου (1937, Αρ. 167, σ. 302) αναφέρει τα λόγια ενός παρατηρητή στις Ηνωμένες Πολιτείες: «Η μητέρα ξεκινούσε από τα βράχια, από τη φωλιά, και, μεταχειριζόμενη το μικρό της χωρίς τρυφερότητα, το άφηνε να πέσει, θα έλεγα, περίπου ενενήντα πόδια [30 μ.]. Κατόπιν εφορμούσε κάτω από αυτό με τις φτερούγες της ανοιγμένες και το μικρό προσγειωνόταν πάνω στη ράχη της. Πετούσε μαζί του ως την κορυφή του βουνού και επαναλάμβανε τη διαδικασία. . . . Μαζί με τον πατέρα μου τα παρακολουθούσαμε όλα αυτά μαγεμένοι επί μία και πλέον ώρα». Ο Τζ. Ρ. Ντράιβερ, σχολιάζοντας αυτές τις δηλώσεις, λέει: «Άρα, η εικόνα [του εδαφίου Δευτερονόμιο 32:11] δεν είναι αποκύημα ζωηρής φαντασίας, αλλά βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα».—Τριμηνιαίο Περιοδικό για την Εξερεύνηση της Παλαιστίνης (Palestine Exploration Quarterly), Λονδίνο, 1958, σ. 56, 57.
Φωλιά σε Μεγάλο Ύψος και Οξυδέρκεια. Οι συνήθειες του αετού όσον αφορά το χτίσιμο της φωλιάς του τονίζονται μέσω των ερωτημάτων που θέτει ο Θεός στον Ιώβ, στα εδάφια Ιώβ 39:27-30. Η φωλιά του μπορεί να βρίσκεται σε ένα ψηλό δέντρο ή στον απόκρημνο βράχο κάποιου γκρεμού ή φαραγγιού. Με τα χρόνια, η φωλιά μπορεί να μεγαλώσει και να φτάσει σε ύψος τα 2 μ.—μάλιστα, μερικές φωλιές αετών καταλήγουν να ζυγίζουν μέχρι και έναν τόνο! Το προφανές γεγονός ότι η φωλιά του αετού είναι ασφαλής και απρόσιτη χρησιμοποιήθηκε, επίσης, συμβολικά από τους προφήτες στα αγγέλματα που μετέδωσαν κατά του επηρμένου βασιλείου του Εδώμ, το οποίο βρισκόταν στα απόκρημνα βουνά της περιοχής της Αραβά.—Ιερ 49:16· Αβδ 3, 4.
Η οξυδέρκεια του αετού, που μνημονεύεται στο εδάφιο Ιώβ 39:29, τονίζεται από τον Ράδερφορντ Πλατ στο βιβλίο του Το Ποτάμι της Ζωής ([The River of Life] 1956, σ. 215, 216), όπου καταδεικνύεται και η ασυνήθιστη σχεδίαση του ματιού του αετού, πράγμα που πιστοποιεί τη σοφία του Δημιουργού. Το βιβλίο αναφέρει:
«Τα πλέον οξυδερκή μάτια ολόκληρου του ζωικού βασιλείου . . . [τα έχουν] ο αετός, ο γύπας και το γεράκι. Αυτά τα πουλιά είναι τόσο οξυδερκή ώστε, πετώντας ακόμη και σε ύψος χιλίων ποδιών [300 μ.], μπορούν να εντοπίσουν ένα κουνέλι ή έναν αγριόκουρκο μισοκρυμμένο στο χορτάρι.
»Η οξεία όραση που διαθέτει το μάτι του “κυνηγού” οφείλεται στο ότι η αντανάκλαση του αντικειμένου πέφτει πάνω σε μια πυκνή συμπαγή μάζα οξύληκτων, κωνικών κυττάρων. Αυτή η μικροσκοπική κηλίδα στην οπίσθια πλευρά του βολβού απορροφά ακτίνες φωτός από το αντικείμενο διαμέσου χιλιάδων σημείων με έναν ειδικό τρόπο ο οποίος σχηματίζει μια καθαρή εικόνα στον εγκέφαλο. Στην περίπτωση σχεδόν όλων των “κυνηγών”, όπως η μεφίτις, το πούμα και ο άνθρωπος, μία και μόνο κηλίδα κωνίων είναι αρκετή—κοιτάζουμε ίσια εμπρός και πλησιάζουμε κατευθείαν το αντικείμενο που βλέπουμε. Αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με τον αετό ή το γεράκι, τα οποία, αφού εντοπίσουν το κουνέλι μέσα στο χορτάρι χρησιμοποιώντας τα οξείας εστίασης κωνία τους, μπορεί κατόπιν να το πλησιάσουν με μια μακριά, λοξή βουτιά. Με αυτή την εφόρμηση, η εικόνα του στόχου μετακινείται προς την άλλη άκρη της οπίσθιας πλευράς του βολβού ακολουθώντας καμπύλη γραμμή. Αυτή η γραμμή είναι επακριβώς σχεδιασμένη για το μάτι του αετού εφόσον το πουλί που εφορμά, αντί για μια συμπαγή μάζα κωνίων, διαθέτει κωνία τα οποία σχηματίζουν καμπύλη γραμμή. Καθώς ο αετός πλησιάζει ταχύτατα προς το έδαφος, η εικόνα του κουνελιού μέσα στο χορτάρι παραμένει κατ’ αυτόν τον τρόπο διαρκώς εστιασμένη».—Παράβαλε Ιερ 49:22.
Πτητικές Ικανότητες. Η ταχύτητα του αετού τονίζεται σε πολλά εδάφια. (2Σα 1:23· Ιερ 4:13· Θρ 4:19· Αββ 1:8) Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αετών που ξεπέρασαν την ταχύτητα των 130 χλμ./ώ. Ο Σολομών προειδοποίησε ότι τα πλούτη “φτιάχνουν φτερά” σαν του αετού ο οποίος πετάει προς τον ουρανό (Παρ 23:4, 5), ενώ ο Ιώβ θρήνησε για την ταχύτητα με την οποία φεύγει η ζωή, παραβάλλοντάς την με την ταχύτητα του αετού όταν αναζητάει τη λεία του. (Ιωβ 9:25, 26) Εντούτοις, όσοι εμπιστεύονται στον Ιεχωβά λαβαίνουν δύναμη για να συνεχίσουν, σαν να ανέβαιναν με τις φαινομενικά ακούραστες φτερούγες του αετού που γλιστράει στον αέρα.—Ησ 40:31.
Σύγχρονοι επιστήμονες έχουν μείνει έκθαμβοι με “την οδό του αετού στους ουρανούς”, όπως συνέβη και με το συγγραφέα του εδαφίου Παροιμίες 30:19. Ο Κλάρενς Ντ. Κόουν αφηγείται πώς η παρατήρηση της μεγαλοπρεπούς αερολίσθησης που κάνουν σχεδόν αβίαστα οι αετοί, τα γεράκια και οι γύπες «βοήθησε στην ανακάλυψη ενός θεμελιώδους μηχανισμού της μετεωρολογίας». Δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα μεγάλα πουλιά εκμεταλλεύονται στο πλήρες τη δυναμική ενέργεια των μεγάλων «φυσαλίδων» θερμού αέρα που ανυψώνονται από το έδαφος λόγω της θερμότητας του ήλιου, καθώς επίσης τον τρόπο με τον οποίο τα ακροπτερύγια του αετού, τα οποία σχηματίζουν σχισμές, είναι σχεδιασμένα τόσο αεροδυναμικά ώστε μηδενίζουν την αντίσταση του ανέμου στη φτερούγα.—Σαϊεντίφικ Αμέρικαν (Scientific American), Απρίλιος 1962, σ. 131, 138.
Μεταφορική Χρήση. Αυτό το ισχυρό αρπακτικό πουλί χρησιμοποιήθηκε συχνά από τους προφήτες για να συμβολίσει τις πολεμικές δυνάμεις των εχθρικών εθνών όταν αυτές επιτίθεντο αιφνιδιαστικά και συνήθως απρόσμενα. (Δευ 28:49-51· Ιερ 48:40· 49:22· Ωσ 8:1) Οι Βαβυλώνιοι και οι Αιγύπτιοι ηγέτες χαρακτηρίστηκαν ως αετοί. (Ιεζ 17:3, 7) Είναι αξιοπρόσεκτο ότι σε πολλά αρχαία έθνη, μεταξύ των οποίων η Ασσυρία, η Περσία και η Ρώμη, η απεικόνιση του αετού χρησιμοποιούνταν συχνά στα βασιλικά σκήπτρα, στα λάβαρα και στις στήλες, όπως χρησιμοποιείται και στη σύγχρονη εποχή από τη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες.
Μερικοί έχουν αμφισβητήσει τη χρήση της λέξης «αετοί» στα εδάφια Ματθαίος 24:28 και Λουκάς 17:37, θεωρώντας ότι αυτές οι περικοπές πρέπει να αναφέρονται στους γύπες, οι οποίοι μαζεύονται γύρω από το πτώμα. Εντούτοις, μολονότι ο αετός δεν είναι κατά κύριο λόγο νεκροφάγο πουλί όπως ο γύπας, ενίοτε τρέφεται με πτώματα. (Τριμηνιαίο Περιοδικό για την Εξερεύνηση της Παλαιστίνης, 1955, σ. 9) Επίσης, ο αετός, μολονότι είναι συνήθως μοναχικός κυνηγός, σε αντίθεση με τον αγελαίο γύπα, είναι γνωστό ότι μερικές φορές κυνηγάει ανά ζεύγη, και το έργο Το Ζωικό Βασίλειο ([The Animal Kingdom] Τόμ. 2, σ. 965) αναφέρει μια περίπτωση στην οποία «αρκετοί [αετοί] εξαπέλυσαν μαζική επίθεση σε μια αμερικανική αντιλοκάπρα». (Επιμέλεια Φ. Ντρίμερ, 1954) Η προαναφερθείσα προφητεία του Ιησού εξαγγέλθηκε αναφορικά με την υποσχεμένη «παρουσία» του. Συνεπώς, δεν θα εφαρμοζόταν μόνο στην ερήμωση του Ιουδαϊκού έθνους το 70 Κ.Χ. από τις ρωμαϊκές στρατιές, οι οποίες είχαν ζωγραφισμένους αετούς στα λάβαρά τους.
Αετοί χρησιμοποιούνται στην Αποκάλυψη για να συμβολίσουν πλάσματα που υπηρετούν στο θρόνο του Θεού και αναγγέλλουν τα αγγέλματα κρίσης του Θεού για τους κατοίκους της γης, πράγμα που αναμφίβολα υποδηλώνει ταχύτητα και οξυδέρκεια.—Απ 4:7· 8:13· παράβαλε Ιεζ 1:10· 10:14.
Μια άλλη περικοπή που πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι εφαρμόζεται στο γύπα και όχι στον αετό είναι το εδάφιο Μιχαίας 1:16, το οποίο λέει ότι ο Ισραήλ συμβολικά “πλατύνει τη φαλακρότητά του σαν του αετού”. Το κεφάλι του αετού καλύπτεται από άφθονα πούπουλα. Ακόμη και ο λευκοκέφαλος θαλάσσιος αετός (αλιάετος ο λευκοκέφαλος [Haliaetus leucocephalus]) της Βόρειας Αμερικής, ο οποίος ονομάζεται στην αγγλική φαλακρός αετός (bald eagle), οφείλει αυτόν το χαρακτηρισμό απλώς και μόνο στο ότι έχει λευκά πούπουλα στο κεφάλι και γι’ αυτό από μακριά δίνει την εντύπωση ότι είναι φαλακρός. Το όρνιο (γυψ ο πυρρόχρους [Gyps fulvus]), που βρίσκεται ακόμη και σήμερα στο Ισραήλ, έχει μόνο λίγο λευκό χνούδι στο κεφάλι του και ο λαιμός του έχει ελάχιστο φτέρωμα. Αν το εν λόγω εδάφιο αναφέρεται σε αυτό, κάτι τέτοιο θα υποδήλωνε ότι η εβραϊκή λέξη νέσερ έχει ευρύτερη εφαρμογή και δεν περιορίζεται μόνο στον αετό. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το όρνιο, μολονότι δεν κατατάσσεται από τους ορνιθολόγους στο ίδιο «είδος» ή «γένος» με τον αετό, θεωρείται ότι ανήκει στην ίδια «οικογένεια» (Ακκιπιτρίδες). Ωστόσο, ορισμένοι πιστεύουν ότι το εδάφιο Μιχαίας 1:16 αναφέρεται στην έκδυση που υφίσταται ο αετός, μολονότι λέγεται ότι αυτή η διαδικασία είναι σταδιακή και μάλλον δυσδιάκριτη. Η εν λόγω διαδικασία έκδυσης, που προκαλεί κάποια μείωση της δραστηριότητας και της ισχύος, και ακολουθείται από ανανέωση της κανονικής ζωής, ίσως είναι αυτό που εννοούσε ο ψαλμωδός όταν είπε ότι η νεότητα κάποιου «ανανεώνεται σαν του αετού». (Ψλ 103:5) Άλλοι θεωρούν ότι αυτό το εδάφιο αναφέρεται στη σχετική μακροβιότητα του αετού, εφόσον είναι γνωστό ότι μερικοί αετοί έχουν φτάσει σε ηλικία 80 ετών.
Το όνομα Ακύλας (Πρ 18:2) σημαίνει αετός στη λατινική.
-
-
ΑζαζήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΑΖΗΛ
(Αζαζήλ) [Κατσίκι που Εξαφανίζεται].
Η λέξη «Αζαζήλ» εμφανίζεται τέσσερις φορές στην Αγία Γραφή, στο πλαίσιο διατάξεων που αφορούσαν την Ημέρα της Εξιλέωσης.—Λευ 16:8, 10, 26.
Η ετυμολογία αυτής της λέξης είναι αμφιλεγόμενη. Αν παραμείνουμε στον τρόπο γραφής του εβραϊκού Μασοριτικού κειμένου, η λέξη ‛αζα’ζέλ φαίνεται να είναι συνδυασμός δύο ριζών που σημαίνουν «κατσίκι» και «εξαφανίζομαι», εξού και η σημασία «Κατσίκι που Εξαφανίζεται». Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία, που βασίζεται στην πεποίθηση ότι έχει λάβει χώρα αντιμετάθεση δύο συμφώνων, η λέξη αυτή σημαίνει «Ισχύς του Θεού». Η λατινική Βουλγάτα αποδίδει την εβραϊκή λέξη με τον όρο caper emissarius, δηλαδή «αποδιοπομπαίος τράγος». Και η λέξη ἀποπομπαῖος που χρησιμοποιείται στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα σημαίνει «αυτός που παίρνει μακριά (απομακρύνει) το κακό».
Την ετήσια Ημέρα της Εξιλέωσης, ο αρχιερέας έπαιρνε από τη σύναξη των γιων του Ισραήλ δύο αρσενικά κατσικάκια. Τραβώντας κλήρους, όριζε το ένα κατσίκι «για τον Ιεχωβά» και το άλλο «για τον Αζαζήλ». Αφού θυσιαζόταν ένας ταύρος για τον αρχιερέα και το σπιτικό του (στο οποίο περιλαμβάνονταν αναμφίβολα όλοι οι Λευίτες), θυσιαζόταν και το κατσίκι για τον Ιεχωβά ως προσφορά για αμαρτία. Ωστόσο, το κατσίκι για τον Αζαζήλ παρέμενε για κάποιο διάστημα ζωντανό «ενώπιον του Ιεχωβά για να γίνει εξιλέωση για αυτό, ώστε να το εξαποστείλει για τον Αζαζήλ στην έρημο». (Λευ 16:5, 7-10) Η εξιλέωση για αυτό το ζωντανό κατσίκι προερχόταν από το αίμα του κατσικιού που ήταν για τον Ιεχωβά, το οποίο είχε μόλις θανατωθεί ως προσφορά για αμαρτία, δεδομένου ότι η ζωή της σάρκας είναι στο αίμα. (Λευ 17:11) Η αξία του αίματος, ή αλλιώς η αξία της ζωής, του σφαγμένου κατσικιού μεταφερόταν με αυτόν τον τρόπο στο ζωντανό κατσίκι, δηλαδή στο κατσίκι για τον Αζαζήλ. Συνεπώς, μολονότι ο ιερέας δεν το θανάτωνε, αυτό το ζωντανό κατσίκι είχε αξία με την οποία μπορούσε να γίνει εξιλέωση για αμαρτίες, με άλλα λόγια αξία ζωής. Το γεγονός ότι το παρουσίαζαν ενώπιον του Ιεχωβά υποδηλώνει προφανώς ότι εκείνος αναγνώριζε αυτή τη μεταφορά αξίας, ή αλλιώς εξιλεωτικής δύναμης. Αντιστοιχία με τα παραπάνω βρίσκουμε στον προσδιορισμένο τρόπο καθαρισμού ενός Ισραηλίτη που θεραπευόταν από λέπρα ή ενός σπιτιού που θεραπευόταν από την ίδια πληγή. Σε αυτή την περίπτωση βουτούσαν ένα ζωντανό πουλί στο αίμα ενός πουλιού που είχε θανατωθεί. Έπειτα άφηναν το ζωντανό πουλί ελεύθερο ώστε να πάρει μακριά την αμαρτία.—Λευ 14:1-8, 49-53.
Και τα δύο κατσίκια έπρεπε να είναι άψογα, υγιή και όσο το δυνατόν πιο όμοια μεταξύ τους. Προτού τραβήξουν κλήρους για αυτά, ήταν πιθανό να επιλεχθεί το καθένα από αυτά ως το κατσίκι για τον Ιεχωβά. Αφού ο αρχιερέας θυσίαζε το κατσίκι για τον Ιεχωβά, έβαζε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι του ζωντανού κατσικιού και ομολογούσε πάνω σε αυτό τις αμαρτίες του λαού. Κατόπιν εξαπέστελλε αυτό το κατσίκι στην έρημο, όπου το οδηγούσε “άνθρωπος έτοιμος από πριν”. (Λευ 16:20-22) Έτσι λοιπόν, το κατσίκι για τον Αζαζήλ έπαιρνε με συμβολικό τρόπο μακριά τις αμαρτίες που είχε διαπράξει ο λαός το περασμένο έτος, καθώς εξαφανιζόταν μαζί με αυτές μέσα στην έρημο.
Τα δύο κατσίκια θεωρούνταν ενιαία προσφορά για αμαρτία. (Λευ 16:5) Προφανώς χρησιμοποιούνταν δύο για επιπρόσθετη έμφαση στο αποτέλεσμα αυτής της προμήθειας, σκοπός της οποίας ήταν να εξιλεωθεί ο λαός για τις αμαρτίες του. Το πρώτο κατσίκι θυσιαζόταν. Το δεύτερο, πάνω στο οποίο ομολογούσαν τις αμαρτίες του λαού και το οποίο εξαπέστελλαν μακριά στην έρημο, πρόσθετε ισχύ στη συγχώρηση που χορηγεί ο Ιεχωβά στους μετανοημένους. Το εδάφιο Ψαλμός 103:12 δίνει τη διαβεβαίωση: «Όσο μακριά είναι η ανατολή από τη δύση, τόσο μακριά από εμάς έβαλε τις παραβάσεις μας».
Όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος, ο Ιησούς, προσφέροντας την τέλεια ανθρώπινη ζωή του ως θυσία για τις αμαρτίες του ανθρωπίνου γένους, επιτέλεσε πολύ περισσότερα από όσα είχαν επιτευχθεί από «το αίμα ταύρων και τράγων». (Εβρ 10:4, 11, 12) Ως εκ τούτου, έπαιξε το ρόλο του “αποδιοπομπαίου τράγου”, εφόσον “βάσταξε τις αρρώστιες μας” και «διατρυπήθηκε για την παράβασή μας». (Ησ 53:4, 5· Ματ 8:17· 1Πε 2:24) Ο Ιησούς “πήρε μακριά” τις αμαρτίες όλων όσων ασκούν πίστη στην αξία της θυσίας του. Κατέδειξε την προμήθεια που είχε κάνει ο Θεός για να οδηγήσει την αμαρτωλότητα στην απόλυτη λησμονιά. Με αυτούς τους τρόπους, το κατσίκι «για τον Αζαζήλ» εξεικονίζει τη θυσία του Ιησού Χριστού.
-
-
ΑζαζίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΑΖΙΑΣ
(Αζαζίας) [Ο Ιεχωβά Έχει Αποδειχτεί Ανώτερος σε Ισχύ].
1. Ένας από τους έξι αρπιστές της πομπής που έφερε την κιβωτό της διαθήκης στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 15:21.
2. Πατέρας του Ωσιέ, του άρχοντα της φυλής του Εφραΐμ την εποχή του Δαβίδ.—1Χρ 27:16, 20, 22.
3. Λευίτης, ένας από τους δέκα επιτρόπους τους οποίους διόρισε ο Βασιλιάς Εζεκίας για τη φροντίδα των συνεισφορών που γίνονταν για τον οίκο του Ιεχωβά.—2Χρ 31:12, 13.
-
-
ΑζαήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΑΗΛ
(Αζαήλ) [Ο Θεός Είδε].
Εξέχων βασιλιάς της Συρίας. Ο Αζαήλ προφανώς έγινε βασιλιάς την περίοδο που βασίλευε στον Ισραήλ ο Ιωράμ (περ. 917-905 Π.Κ.Χ.). (2Βα 8:7-16) Πέθανε τον καιρό που βασίλευε στον Ισραήλ ο Ιωάς (περ. 859-845 Π.Κ.Χ.). (2Βα 13:24, 25) Ο Αζαήλ δεν είχε βασιλική καταγωγή αλλά ήταν απλώς ένας ανώτερος αξιωματούχος στην υπηρεσία του προκατόχου του, του Βασιλιά Βεν-αδάδ Β΄ της Συρίας.—2Βα 8:7-9.
Χρόνια ολόκληρα προτού γίνει βασιλιάς ο Αζαήλ, ο Ιεχωβά είχε δώσει στον Ηλία την οδηγία “να χρίσει τον Αζαήλ βασιλιά της Συρίας”. Ο λόγος για αυτόν το διορισμό ήταν ότι ο Ισραήλ είχε αμαρτήσει εναντίον του Θεού και ο Αζαήλ επρόκειτο να εκτελέσει την τιμωρία στο έθνος.—1Βα 19:15-18.
Ο Αζαήλ ποτέ δεν χρίστηκε στην κυριολεξία με λάδι, αλλά η αποστολή που είχε ανατεθεί στον Ηλία εκπληρώθηκε από το διάδοχό του, τον προφήτη Ελισαιέ. Αυτό έγινε όταν ο Σύριος Βασιλιάς Βεν-αδάδ Β΄ αρρώστησε και έστειλε τον Αζαήλ στην κυριότερη πόλη της Συρίας, τη Δαμασκό. Ο Αζαήλ έπρεπε να πάει ένα δώρο στον Ελισαιέ και να τον ρωτήσει αν ο Βεν-αδάδ θα επιζούσε από την ασθένειά του. Ο Ελισαιέ είπε στον Αζαήλ: «Πήγαινε, πες [στον Βεν-αδάδ]: “Οπωσδήποτε θα αναρρώσεις”». Ο προφήτης, όμως, συνέχισε λέγοντας: «Αλλά ο Ιεχωβά μού έδειξε ότι οπωσδήποτε θα πεθάνει». Είπε ακόμη στον Αζαήλ: «Ο Ιεχωβά μού έδειξε ότι εσύ θα γίνεις βασιλιάς της Συρίας». Όταν επέστρεψε ο Αζαήλ και ο βασιλιάς τον ρώτησε τι του απάντησε ο Ελισαιέ, ο Αζαήλ είπε: «Μου είπε ότι θα αναρρώσεις οπωσδήποτε», αλλά την επόμενη μέρα ο ίδιος σκότωσε το βασιλιά προκαλώντας του ασφυξία με ένα υγρό κλινοσκέπασμα, και άρχισε να βασιλεύει στη θέση του.—2Βα 8:7-15.
Τα λόγια του Ελισαιέ στον Αζαήλ έχουν γίνει αντικείμενο πολλών εικασιών. Σύμφωνα με μια περιθωριακή σημείωση του Μασοριτικού κειμένου, αλλά και τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, τη λατινική Βουλγάτα, τη συριακή Πεσίτα και 18 εβραϊκά χειρόγραφα, η απόδοση είναι: «Πες του: “Θα [αναρρώσεις]”», ενώ το κυρίως Μασοριτικό κείμενο λέει: «Πες του: “Δεν θα [αναρρώσεις]”».
Αν πάρουμε την εκδοχή ότι ο Αζαήλ έπρεπε, σύμφωνα με όσα του ειπώθηκαν, να πει στον Βεν-αδάδ «“Οπωσδήποτε θα αναρρώσεις”», η απάντηση του Ελισαιέ στο ερώτημα του Βεν-αδάδ μπορεί να αποτελούσε ένα είδος αινίγματος και να σήμαινε ότι αυτή καθαυτή η ασθένειά του δεν θα απέβαινε θανατηφόρα αλλά, παρ’ όλα αυτά, ο Βεν-αδάδ θα πέθαινε (όπως και έγινε, από το χέρι του Αζαήλ). Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο Αζαήλ μετέδωσε προφορικά στο βασιλιά το πρώτο μέρος της απάντησης του Ελισαιέ: «Οπωσδήποτε θα αναρρώσεις», ενώ την υπόλοιπη απάντηση την έκανε πράξη ο ίδιος με βίαιο τρόπο.—2Βα 8:10.
Ο Αζαήλ Καταδυναστεύει τον Ισραήλ. Λίγο καιρό αφότου ο Αζαήλ έγινε βασιλιάς, ενεπλάκη σε πόλεμο με τους βασιλιάδες του Ισραήλ και του Ιούδα στη Ραμώθ-γαλαάδ (Ραμά). Σε εκείνη την περίπτωση, ο Βασιλιάς Ιωράμ του Ισραήλ τραυματίστηκε αλλά το υπόμνημα δεν αναφέρει ποια ήταν η έκβαση της μάχης. (2Βα 8:25-29· 2Χρ 22:1-6) Στις ημέρες του διαδόχου του Ιωράμ, του Βασιλιά Ιηού του Ισραήλ, ο Αζαήλ άρχισε σταδιακά να κατακτά εδάφη του Ισραήλ, καταλαμβάνοντας τη Γαλαάδ και τη Βασάν, Α του Ιορδάνη. (2Βα 10:32, 33) Αυτό προφανώς του άνοιγε το δρόμο για να εισβάλει αργότερα στο βασίλειο του Ιούδα. Ο Αζαήλ κατέλαβε την πόλη Γαθ της Φιλιστίας και έπειτα προσήλωσε το πρόσωπό του στο να ανεβεί εναντίον της Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, ο Βασιλιάς Ιωάς του Ιούδα εξαγόρασε τον Αζαήλ για να φύγει, δίνοντάς του πολύτιμα αγαθά από το ναό και από το παλάτι, και έτσι ο Αζαήλ αποσύρθηκε χωρίς να πειράξει την Ιερουσαλήμ.—2Βα 12:17, 18.
Ιδιαίτερα στη διάρκεια της βασιλείας του γιου του Ιηού, του Βασιλιά Ιωάχαζ του Ισραήλ, ο Αζαήλ έγινε τρομερός δυνάστης του Ισραήλ, εκπληρώνοντας την πρόρρηση του προφήτη Ελισαιέ σύμφωνα με την οποία ο Αζαήλ θα παρέδιδε στη φωτιά τα οχυρώματα του Ισραήλ, θα σκότωνε με σπαθί τους εκλεκτούς άντρες τους, θα έκανε κομμάτια τα παιδιά τους και θα έσκιζε τις έγκυες γυναίκες τους. (2Βα 13:3, 22· 8:12) Ωστόσο, ο Θεός δεν επέτρεψε στη Συρία να συντρίψει ολοκληρωτικά τον Ισραήλ. (2Βα 13:4, 5) Μετά το θάνατο του Αζαήλ, ο Βασιλιάς Ιωάς του Ισραήλ με τρεις νίκες ανέκτησε από τον Βεν-αδάδ Γ΄, το γιο του Αζαήλ, τις πόλεις που είχε πάρει ο Αζαήλ από τον πατέρα του τον Βασιλιά Ιωάχαζ. (2Βα 13:23-25) Αργότερα, ο Βασιλιάς Ιεροβοάμ Β΄ του Ισραήλ «επανέφερε τη Δαμασκό και την Αιμάθ για τον Ιούδα στον Ισραήλ».—2Βα 14:28.
Σε Αρχαίες Επιγραφές. Ο Αζαήλ μνημονεύεται σε μια επιγραφή ιστορικού χαρακτήρα η οποία ανακαλύφτηκε σε κάποια τοποθεσία που τώρα ονομάζεται Αφίς, περίπου 40 χλμ. ΝΔ του Χαλεπίου. Αυτή η επιγραφή συμφωνεί με την Αγία Γραφή ως προς το ότι ο γιος του Αζαήλ, ο Βεν-αδάδ Γ΄—ο οποίος στην επιγραφή αποκαλείται «Βαρ-αδάδ»—τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Συρίας.
Οι εκστρατείες του Σαλμανασάρ Γ΄ εναντίον της Συρίας έχουν καταγραφεί στα χρονικά του, όπου εξιστορεί τις νίκες του επί του Αζαήλ. Σε αυτά τα χρονικά, ο Αζαήλ χαρακτηρίζεται κοινός θνητός (κατά κυριολεξία, γιος ουτιδανού), αναμφίβολα επειδή δεν είχε βασιλική καταγωγή αλλά κατέλαβε το θρόνο της Δαμασκού δολοφονώντας τον Βασιλιά Βεν-αδάδ Β΄. Μια από αυτές τις επιγραφές αναφέρει: «Το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας μου διέσχισα τον Ευφράτη για δέκατη έκτη φορά. Ο Αζαήλ της Δαμασκού (Ιμερισού) βασίστηκε στον πολυάριθμο στρατό του και συγκέντρωσε τεράστιες στρατιές, κάνοντας το βουνό Σενίρ (Σα-νι-ρου), ένα βουνό απέναντι από τον Λίβανο, φρούριό του. Πολέμησα μαζί του και τον νίκησα, θανατώνοντας με το σπαθί 16.000 από τους εμπειροπόλεμους στρατιώτες του. Του απέσπασα 1.121 άρματα, 470 άλογα ιππασίας και το στρατόπεδό του. Εξαφανίστηκε για να σώσει τη ζωή του (αλλά) τον ακολούθησα και τον πολιόρκησα στη Δαμασκό (Ντι-μασ-κι), τη βασιλική κατοικία του. (Εκεί) κατέστρεψα τους κήπους του (έξω από την πόλη, και έφυγα). Βάδισα μέχρι τα βουνά της Αυράν (σαντεε ματΧα-ου-ρα-νι), καταστρέφοντας, γκρεμίζοντας και καίγοντας αναρίθμητες πόλεις, παίρνοντας αμέτρητα λάφυρα από αυτές».—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Μπ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 280.
Ωστόσο, ο Σαλμανασάρ Γ΄ προφανώς δεν κατάφερε να καταλάβει την ίδια τη Δαμασκό. Αυτό φαίνεται ότι επιτελέστηκε από τον Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄, στις ημέρες του Σύριου Βασιλιά Ρεζίν. Έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του Ιεχωβά μέσω του Αμώς: «Θα στείλω φωτιά στον οίκο του Αζαήλ και θα καταφάει τα πυργόσπιτα του Βεν-αδάδ. Και θα σπάσω την αμπάρα της Δαμασκού».—Αμ 1:4, 5· 2Βα 16:9.
-
-
ΑζαΐαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΑΪΑΣ
(Αζαΐας) [Ο Γιαχ Είδε].
Απόγονος του Σηλά, γιου του Ιούδα.—Νε 11:4, 5· Αρ 26:20.
-
-
ΑζανίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΑΝΙΑΣ
(Αζανίας) [Ο Γιαχ Έχει Δώσει Ακρόαση].
Πατέρας του Λευίτη Ιησού.—Νε 10:9.
-
-
ΑζαρήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΑΡΗΛ
(Αζαρήλ) [Ο Θεός Έχει Βοηθήσει].
1. Ένας από τους κραταιούς άντρες που συντάχθηκαν με τον Δαβίδ στη Σικλάγ.—1Χρ 12:1, 6.
2. Επικεφαλής της 11ης από τις 24 υποδιαιρέσεις των υμνωδών του ναού την εποχή του Δαβίδ. Ονομάζεται επίσης Οζιήλ.—1Χρ 25:1, 4, 18.
3. Γιος του Ιεροάμ και άρχοντας της φυλής του Δαν υπό τη διακυβέρνηση του Δαβίδ.—1Χρ 27:22· 28:1.
4. Ένας από τους απογόνους του Βιννουί οι οποίοι, ύστερα από παρότρυνση του Έσδρα, εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:19, 38-41, 44.
5. Πατέρας ή πρόγονος του Αμασσαΐ ο οποίος κατοίκησε στην Ιερουσαλήμ όταν ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας. Καταγόταν από τον ιερατικό οίκο του Ιμμήρ.—Νε 11:1, 13.
6. Μουσικός στην πομπή η οποία με επικεφαλής τον Έσδρα βάδισε πάνω στο ανοικοδομημένο τείχος της Ιερουσαλήμ κατά την εγκαινίασή του. Ίσως το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 5 πιο πάνω.—Νε 12:31, 36.
-
-
ΑζαρίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΑΡΙΑΣ
(Αζαρίας) [Ο Ιεχωβά Έχει Βοηθήσει].
1. Απόγονος του Ιούδα μέσω της Θάμαρ, από τον οίκο του Εθάν.—1Χρ 2:4, 6, 8.
2. Λευίτης απόγονος του Καάθ· γιος κάποιου Σοφονία και προπάτορας του προφήτη Σαμουήλ.—1Χρ 6:33, 36.
3. Απόγονος του Ααρών από τη γραμμή του Ελεάζαρ, γιος του Αχιμάας.—1Χρ 6:9.
4. Ένας από τους άρχοντες του Σολομώντα. (1Βα 4:2) Αναφέρεται ως γιος του Ιερέα Σαδώκ· ίσως να είναι αδελφός του Αχιμάας.—1Χρ 6:8.
5. Γιος του Νάθαν· ο άρχοντας τον οποίο ο Σολομών διόρισε επικεφαλής των 12 διαχειριστών που εφοδίαζαν με τροφή το σπιτικό του βασιλιά.—1Βα 4:5, 7, 19.
6. Προφήτης, γιος του Ωδήδ, ο οποίος συνέβαλε στο να υποκινηθεί ο Ασά το 963 Π.Κ.Χ. να “αναζητήσει τον Ιεχωβά”. Ως αποτέλεσμα, ο βασιλιάς αφαίρεσε «τα αηδιαστικά πράγματα» από όλη τη χώρα και οδήγησε το λαό σε μια ένορκη διαθήκη, ώστε «οποιοσδήποτε δεν αναζητούσε τον Ιεχωβά, τον Θεό του Ισραήλ, να θανατώνεται».—2Χρ 15:1-15.
7, 8. Δύο από τους εφτά γιους του Ιωσαφάτ, οι οποίοι κατονομάζονται δεύτερος και πέμπτος στη σειρά. Ο πατέρας τους τούς έδωσε πολλά δώρα και οχυρωμένες πόλεις, αλλά όταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο Ιωράμ, έγινε βασιλιάς, αυτοί οι γιοι θανατώθηκαν. (2Χρ 21:1-4) «Θα ήταν αβάσιμο να υποθέσουμε [όπως έχουν υποθέσει μερικοί] ότι το όνομα χρησιμοποιήθηκε δύο φορές επειδή τα αγόρια ήταν απλώς ετεροθαλείς αδελφοί ή επειδή ο ένας είχε ήδη πεθάνει σε βρεφική ηλικία». (Το Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή [The Interpreter’s Dictionary of the Bible], επιμέλεια Τζ. Ά. Μπάτρικ, 1962, Τόμ. 1, σ. 325) Δεν είναι συνηθισμένο να έχουν δύο αδέλφια το ίδιο φαινομενικά όνομα, αλλά στην εβραϊκή υπάρχει μια μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ονομάτων όσον αφορά τον τρόπο γραφής και την προφορά: ‛Αζαργιάχ («Ο Γιαχ Έχει Βοηθήσει») και ‛Αζαργιάχου («Ο Ιεχωβά Έχει Βοηθήσει»).
9. Γιος κάποιου Ιηού και πατέρας του Χελής από τη φυλή του Ιούδα, εφτά γενιές μετά τον Αιγύπτιο προπάτορά του, τον Ιαραά.—1Χρ 2:3, 34-39.
10. Βασιλιάς του Ιούδα, ο νεότερος γιος του Ιωράμ και της Γοθολίας. Ονομάζεται επίσης Ιωάχαζ και Οχοζίας.—2Βα 8:25-29· 2Χρ 21:17· 22:1, 6· βλέπε ΟΧΟΖΙΑΣ Αρ. 2.
11. Γιος του Ιεροάμ. Ένας από τους πέντε εκατόνταρχους που βοήθησαν να ανατραπεί η σφετερίστρια Γοθολία και να τοποθετηθεί ο Ιωάς στο θρόνο του Ιούδα το 898 Π.Κ.Χ.—2Χρ 23:1-15.
12. Γιος του Ωβήδ. Ένας από τους πέντε εκατόνταρχους που βοήθησαν να ενθρονιστεί ο Ιωάς στη θέση της σφετερίστριας Γοθολίας το 898 Π.Κ.Χ.—2Χρ 23:1-15.
13. Βασιλιάς του Ιούδα επί 52 χρόνια (829-778 Π.Κ.Χ.). Ήταν γιος του Αμαζία και της Ιεχολίας. (2Βα 14:21· 15:1, 2) Αποκαλείται Οζίας στο εδάφιο 2 Βασιλέων 15:13.—Βλέπε ΟΖΙΑΣ Αρ. 3.
14. Αρχιερέας, γιος του Ιωανάν, απόγονος του Ααρών. (1Χρ 6:1-10) Όταν ο Βασιλιάς Οζίας αποπειράθηκε με αυθάδεια να προσφέρει θυμίαμα στο ναό, ίσως να ήταν αυτός ο Αζαρίας που τον διέταξε να βγει έξω, και όταν ο βασιλιάς αντιστάθηκε, ο Ιεχωβά τον πάταξε με λέπρα. (2Χρ 26:16-21) Περίπου τρεις δεκαετίες μετά το θάνατο του Οζία, στη διάρκεια του πρώτου έτους της βασιλείας του Εζεκία (745 Π.Κ.Χ.), ο Αζαρίας, ο οποίος υπηρετούσε ακόμη ως αρχιερέας (ή κάποιος άλλος με το ίδιο όνομα), επιβεβαίωσε το ότι ο Ιεχωβά ευλογούσε τις μεταρρυθμίσεις του βασιλιά.—2Χρ 31:9, 10, 13.
15. Άρχοντας του Εφραΐμ, γιος του Ιεχωανάν. Αφού νίκησαν τον Ιούδα στα μέσα του όγδοου αιώνα Π.Κ.Χ., οι Ισραηλίτες έφερναν μαζί τους 200.000 αιχμαλώτους όταν ο Αζαρίας και άλλοι άρχοντες του Εφραΐμ κατάφεραν να τους πείσουν να αφήσουν τους αιχμαλώτους ελεύθερους και τους πρόσφεραν υλική βοήθεια για να επιστρέψουν.—2Χρ 28:5-15.
16. Απόγονος του Λευί μέσω του Καάθ, του οποίου ο γιος, ο Ιωήλ, βοήθησε στον καθαρισμό του ναού που έγινε κατά διαταγή του Εζεκία το 745 Π.Κ.Χ.—2Χρ 29:1-12, 15.
17. Απόγονος του Λευί μέσω του Μεραρί, γιος του Ιαλελεήλ· ένας από εκείνους που πήραν μέρος στον καθαρισμό του ναού, σύμφωνα με τις εντολές του Εζεκία.—2Χρ 29:1-12, 15.
18. Γιος του Μεραϊώθ, πρόγονος του Έσδρα.—Εσδ 7:3.
19. Γιος του Χελκία, του αρχιερέα που υπηρέτησε υπό τον Ιωσία, πατέρας του Σεραΐα (2Βα 22:3, 4· 1Χρ 6:13, 14) και προπάτορας του αντιγραφέα Έσδρα.—Εσδ 7:1.
20. Γιος του Ωσαΐα. (Ιερ 43:2) Ονομάζεται επίσης Ιεζανίας (Ιερ 40:8· 42:1) και Ιααζανίας (2Βα 25:23). Ο Αζαρίας ήταν ένας από τους αρχηγούς των στρατιωτικών δυνάμεων που υποστήριξαν τον Γεδαλία (Ιερ 40:7-10)· ήταν ανάμεσα σε αυτούς που ζήτησαν από τον Ιερεμία να προσευχηθεί εκ μέρους τους ζητώντας καθοδήγηση (Ιερ 42:1-3)· και, τέλος, ήταν ένας από τους «αυθάδεις άντρες» οι οποίοι απέρριψαν την απάντηση του Ιεχωβά που δόθηκε μέσω του Ιερεμία.—Ιερ 43:1-3.
21. Ένας από τους Εβραίους νεαρούς που φέρθηκαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα το 617 Π.Κ.Χ., ο οποίος μετονομάστηκε σε Αβδενεγώ, ένα όνομα που πιθανότατα σημαίνει «Υπηρέτης του Νεβώ [ενός θεού των Βαβυλωνίων]». (Δα 1:3-7) Ύστερα από μια ειδική εκπαίδευση τριών χρόνων, διαπιστώθηκε ότι ο Αζαρίας και οι σύντροφοί του (ο Δανιήλ, ο Ανανίας και ο Μισαήλ) ήταν “δέκα φορές καλύτεροι από όλους τους μάγους ιερείς και τους επικαλούμενους πνεύματα” στη Βαβυλώνα. (Δα 1:5, 14-20) Αφού πρώτα απειλήθηκε με θάνατο (Δα 2:13-18) και κατόπιν προβιβάστηκε στο αξίωμα του διαχειριστή (Δα 2:49), η μεγαλύτερη δοκιμή της οσιότητας του Αζαρία στον Ιεχωβά ήρθε όταν τον έριξαν σε ένα υπερθερμασμένο καμίνι επειδή αρνήθηκε να λατρέψει την εικόνα που είχε στήσει ο Ναβουχοδονόσορ. (Δα 3:12-30) Υπήρξε πράγματι άντρας πίστης, και ο απόστολος Παύλος κάνει νύξη για αυτόν αναφερόμενος σε εκείνους που «σταμάτησαν τη δύναμη της φωτιάς».—Εβρ 11:34.
22. Κάποιος που επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. μετά την εξορία στη Βαβυλώνα. (Νε 7:6, 7) Ονομάζεται Σεραΐας στο εδάφιο Έσδρας 2:2.
23. Ένας από τους ιερείς που έζησαν στην Ιερουσαλήμ μετά την εξορία. (1Χρ 9:11) Σε έναν παράλληλο κατάλογο (Νε 11:11) το όνομά του είναι Σεραΐας. Πιθανώς το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 22 πιο πάνω.
24. Γιος του Μαασία, γιου του Ανανεία. Υπό την επίβλεψη του Νεεμία, επισκεύασε ένα τμήμα του τείχους της Ιερουσαλήμ κοντά στο σπίτι του το 455 Π.Κ.Χ.—Νε 3:23, 24.
25. Κάποιος που διορίστηκε από τον Νεεμία να συμμετάσχει μαζί με τον Έσδρα και διάφορους άλλους στην πομπή που βάδισε πάνω στο ανοικοδομημένο τείχος της Ιερουσαλήμ κατά την εγκαινίασή του· ίσως το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 27.—Νε 12:31-36.
26. Ένας από τους 13 Λευίτες που βοήθησαν τον Έσδρα στην εξήγηση του Νόμου καθώς γινόταν η ανάγνωσή του στο λαό.—Νε 8:7, 8.
27. Ιερέας, ή κάποιος προπάτοράς του, ο οποίος στις ημέρες του Κυβερνήτη Νεεμία επικύρωσε με σφραγίδα την «αξιόπιστη συμφωνία».—Νε 9:38· 10:1, 2, 8.
-
-
ΑζβούκΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΒΟΥΚ
(Αζβούκ).
Πατέρας του άρχοντα Νεεμία, ενός άρχοντα που ήταν σύγχρονος του κυβερνήτη και Βιβλικού συγγραφέα, αλλά όχι το ίδιο πρόσωπο.—Νε 3:16.
-
-
ΑζγάδΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΓΑΔ
(Αζγάδ) [Ισχυρός Είναι ο Γαδ].
Κεφαλή ενός πατρικού οίκου, του οποίου κάποια μέλη επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. (Εσδ 2:12· Νε 7:17), ενώ κάποια άλλα, μαζί με τον Έσδρα το 468 Π.Κ.Χ. (Εσδ 8:12) Πιθανότατα ένας απόγονός του επικύρωσε την «αξιόπιστη συμφωνία» την οποία επεξεργάστηκε ο Νεεμίας.—Νε 9:38· 10:1, 14, 15.
-
-
ΑζεήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΕΗΛ
Βλέπε ΙΑΑΖΕΗΛ.
-
-
ΑζηκάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΗΚΑ
(Αζηκά) [από μια ρίζα που σημαίνει «ανασκάπτω» [δηλαδή τσαπίζω]].
Πόλη στην περιοχή της Σεφηλά η οποία φύλαγε τα ανάντη της Κοιλάδας Ηλά. Η τοποθεσία αυτή ταυτίζεται με το Τελλ Ζακαρίγιε (Τελ Αζέκα), περίπου 26 χλμ. ΒΔ της Χεβρών.
Η πρώτη μνεία αυτής της πόλης γίνεται στα εδάφια Ιησούς του Ναυή 10:5-11 σε σχέση με τη συνδυασμένη επίθεση πέντε Χαναναίων βασιλιάδων εναντίον της Γαβαών. Ο Ιησούς του Ναυή και ο στρατός του, προστρέχοντας σε βοήθεια της Γαβαών, καταδίωξαν τα στρατεύματα των Χαναναίων «μέχρι την Αζηκά και τη Μακκηδά», μια απόσταση περίπου 30 χλμ. Κατόπιν η πόλη παραχωρήθηκε στη φυλή του Ιούδα.—Ιη 15:20, 35.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Σαούλ (1117-1078 Π.Κ.Χ.) οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν και παρέταξαν τις δυνάμεις τους ανάμεσα στη Σωχώχ και στην Αζηκά, προβάλλοντας ως πρόμαχό τους τον Γολιάθ. Όταν έφτασαν οι Ισραηλίτες, τα δύο στρατεύματα αντιπαρατάχθηκαν στην Κοιλάδα Ηλά, ώσπου η αναπάντεχη νίκη του Δαβίδ επί του Γολιάθ έτρεψε τους Φιλισταίους σε φυγή.—1Σα 17:1-53.
Όταν διαιρέθηκε το έθνος μετά το θάνατο του Σολομώντα (περ. 998 Π.Κ.Χ.), ο Βασιλιάς Ροβοάμ του Ιούδα οχύρωσε την Αζηκά καθώς και τη Λαχείς και άλλες πόλεις στρατηγικής σημασίας. (2Χρ 11:5-10) Ανασκαφές που έγιναν στο Τελλ Ζακαρίγιε αποκαλύπτουν υπολείμματα τειχών και πύργων και μαρτυρούν την ύπαρξη ενός οχυρωμένου φρουρίου στο ψηλότερο σημείο της περιοχής.
Όταν τα βαβυλωνιακά στρατεύματα του Ναβουχοδονόσορα κατέλαβαν το βασίλειο του Ιούδα (609-607 Π.Κ.Χ.), η Αζηκά και η Λαχείς ήταν οι τελευταίες δύο οχυρωμένες πόλεις που έπεσαν προτού καταληφθεί και η ίδια η Ιερουσαλήμ. (Ιερ 34:6, 7) Μια προφανής επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος ήρθε στο φως με την ανακάλυψη κάποιων εγχάρακτων οστράκων, των λεγόμενων Επιστολών της Λαχείς—μία από αυτές περιέχει το ακόλουθο μήνυμα το οποίο προφανώς απηύθυνε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο στο στρατιωτικό διοικητή της Λαχείς, και το οποίο εν μέρει αναφέρει: «έχουμε το νου μας για να δούμε τα σήματα της Λαχείς, σύμφωνα με όλες τις υποδείξεις που έχει δώσει ο κύριός μου, καθώς δεν μπορούμε να δούμε την Αζηκά». (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Μπ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 322) Αν, όπως φαίνεται να έχουν τα πράγματα, αυτή η επιστολή γράφτηκε τον καιρό της βαβυλωνιακής επίθεσης, ίσως υποδηλώνει ότι η Αζηκά είχε ήδη πέσει με αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται πλέον σήματα από εκείνο το φρούριο.
Μετά την 70ετή περίοδο ερήμωσης του τόπου, η Αζηκά ήταν μια από τις πόλεις που κατοικήθηκαν εκ νέου από τους επαναπατριζόμενους Ιουδαίους εξορίστους.—Νε 11:25, 30.
-
-
ΑζήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΗΛ
(Αζήλ) [Διακεκριμένος Άντρας].
1. Απόγονος του Σαούλ μέσω του Ιωνάθαν. Είχε έξι γιους.—1Χρ 8:33-38· 9:43, 44.
2. Τοποθεσία που μνημονεύεται στο εδάφιο Ζαχαρίας 14:5 ως το σημείο στο οποίο θα έφτανε η κοιλάδα, επειδή, όπως προφητεύτηκε, το Όρος των Ελαιών θα σκιζόταν στη μέση. Ως εκ τούτου πρέπει να εννοείται κάποιο μέρος κοντά στην Ιερουσαλήμ—ίσως μάλιστα αυτό το όνομα να αντανακλάται στην ονομασία του Ουάντι Γιασούλ (Νάχαλ Αζάλ), το οποίο εισρέει στην Κοιλάδα Κιδρόν από το Όρος των Ελαιών.
-
-
ΑζιζάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΙΖΑ
(Αζιζά) [Ισχυρός].
Ένας από εκείνους οι οποίοι, ύστερα από παρότρυνση του Έσδρα, απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:27, 44.
-
-
ΑζιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΙΗΛ
(Αζιήλ) [Ο Θεός Είδε].
Γιος του Σιμεΐ, Γηρσωνίτης Λευίτης της εποχής του Δαβίδ.—1Χρ 23:6-9.
-
-
ΑζμαβέθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΜΑΒΕΘ
(Αζμαβέθ) [Ο Θάνατος Είναι Ισχυρός].
1. Ένας από τους γενναίους άντρες του Δαβίδ, ο οποίος ήταν Βαρουμίτης (Βαχαρουμίτης). (2Σα 23:31· 1Χρ 11:33) Πιθανόν το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 2.
2. Πατέρας του Ιεζιήλ και του Φελέτ από τη φυλή του Βενιαμίν, οι οποίοι ήταν ανάμεσα στους κραταιούς άντρες που συντάχθηκαν με τις δυνάμεις του Δαβίδ στη Σικλάγ. (1Χρ 12:1-3) Πιθανόν το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 1.
3. Γιος του Αδιήλ ο οποίος, στις ημέρες του Βασιλιά Δαβίδ, ήταν υπεύθυνος για τους θησαυρούς του βασιλιά.—1Χρ 27:25.
4. Απόγονος του Σαούλ μέσω του Ιωνάθαν, έκτος στη σειρά μετά τον Σαούλ.—1Χρ 8:33-36· 9:39-42.
5. Κωμόπολη στην περιοχή του Βενιαμίν που ονομαζόταν επίσης Βαιθ-αζμαβέθ. Εξόριστοι που κατάγονταν από εκεί ήταν ανάμεσα σε αυτούς που επέστρεψαν από την εξορία. (Εσδ 2:1, 24· Νε 7:28) Στην εγκαινίαση του τείχους της αποκαταστημένης Ιερουσαλήμ, μερικοί από τους υμνωδούς που έψαλαν για την περίσταση προέρχονταν από αυτή την κωμόπολη. (Νε 12:29) Ταυτίζεται με το σημερινό Χίζμε (Χίζμα), περίπου 8 χλμ. ΒΒΑ της Ιερουσαλήμ, ανάμεσα στη Γααβά και στην Αναθώθ.
-
-
ΑζμώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΜΩΝ
(Αζμών) [Τόπος Οστών].
Τοποθεσία στο νότιο όριο της Υποσχεμένης Γης, μεταξύ της Ασάρ-αδδάρ και της Κοιλάδας του Χειμάρρου της Αιγύπτου. (Αρ 34:3-5· Ιη 15:1-4) Μια εκδοχή ως προς τη θέση της Αζμών είναι η τοποθεσία Έιν ελ-Κεσέιμε, 13 χλμ. και πλέον ΒΔ της Κάδης-βαρνή. Εκεί υπάρχει μια μικρή πηγή.
-
-
ΑζουβάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΟΥΒΑ
(Αζουβά) [Εγκαταλειμμένη].
1. Μια από τις συζύγους του Χάλεβ, γιου του Εσρών.—1Χρ 2:18, 19· βλέπε ΙΕΡΙΩΘ.
2. Κόρη του Σιλεί και μητέρα του Βασιλιά Ιωσαφάτ, γιου του Ασά.—1Βα 22:41, 42· 2Χρ 20:31, 32.
-
-
ΑζούρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΟΥΡ
(Αζούρ) [Αυτός που Προσφέρει Βοήθεια].
1. Πατέρας του ψευδοπροφήτη Ανανία από τη Γαβαών.—Ιερ 28:1.
2. Πατέρας του Ιααζανία, ενός από τους «άρχοντες του λαού» που περιλαμβανόταν στους 25 άντρες τους οποίους ο Ιεζεκιήλ είδε σε όραμα “να σχεδιάζουν βλαβερά πράγματα και να συμβουλεύουν με κακή συμβουλή” σε βάρος της Ιερουσαλήμ.—Ιεζ 11:1, 2.
3. Ένας από τους επικεφαλής του λαού, του οποίου κάποιος απόγονος, αν όχι ο ίδιος, επικύρωσε με σφραγίδα την «αξιόπιστη συμφωνία» του Νεεμία.—Νε 10:1, 14, 17· 9:38.
-
-
ΑζριήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΡΙΗΛ
(Αζριήλ) [Ο Θεός Είναι Βοήθειά Μου].
1. Πατέρας του Ιεριμώθ, άρχοντα της φυλής του Νεφθαλί, την εποχή του Δαβίδ.—1Χρ 27:19, 22.
2. Κεφαλή ενός οίκου από τη μισή φυλή του Μανασσή, η οποία κατοικούσε Α του Ιορδάνη. Ήταν ένας από τους “γενναίους και κραταιούς άντρες”, οι απόγονοι των οποίων επιτράπηκε να οδηγηθούν σε εξορία από τον Ασσύριο βασιλιά Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ επειδή είχαν στραφεί στη λατρεία ψεύτικων θεών.—1Χρ 5:23-26.
3. Πατέρας του Σεραΐα, ενός από τους τρεις άντρες που στάλθηκαν να συλλάβουν τον Βαρούχ και τον Ιερεμία.—Ιερ 36:26.
-
-
ΑζρικάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΡΙΚΑΜ
(Αζρικάμ) [Η Βοήθειά μου Έχει Σηκωθεί].
1. Ένας από τους έξι γιους του Αζήλ, απόγονος του Βασιλιά Σαούλ μέσω του Ιωνάθαν, από τη φυλή του Βενιαμίν.—1Χρ 8:33-38· 9:44.
2. Το άτομο που «είχε την ηγεσία στο σπιτικό» του πονηρού Βασιλιά Άχαζ του Ιούδα. Θανατώθηκε από τον Εφραϊμίτη Ζιχρί, όταν ο Βασιλιάς Φεκά του Ισραήλ πολέμησε με τον Ιούδα.—2Χρ 28:6, 7.
3. Λευίτης από την οικογένεια του Μεραρί. Ένας απόγονός του, ο Σεμαΐας, έζησε στην Ιερουσαλήμ μετά την επιστροφή από την εξορία.—1Χρ 9:2, 14· Νε 11:15.
4. Ο τρίτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Νεαρία και απόγονος του Δαβίδ.—1Χρ 3:1, 23.
-
-
ΑζώΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΩ
(Αζώ) [πιθανώς συντετμημένη μορφή του Αζαήλ, που σημαίνει «Ο Θεός Είδε»].
Ανιψιός του Αβραάμ και πέμπτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Ναχώρ και της Μελχά.—Γε 22:20-22.
-
-
ΑζώρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΩΡ
(Αζώρ) [εβρ. προέλευσης· σημαίνει «Αυτός που Προσφέρει Βοήθεια»].
Πρόγονος του Ιωσήφ, του θετού πατέρα του Ιησού, ο οποίος έζησε στη μεταιχμαλωσιακή περίοδο.—Ματ 1:13, 14, 16.
-
-
ΑζώτιοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΩΤΙΟΣ
(Αζώτιος) [Της Αζώτου (Από την Άζωτο)].
Κάτοικος της Αζώτου, μιας φιλισταϊκής πόλης. (Ιη 13:3) Όπως και οι υπόλοιποι Φιλισταίοι, οι Αζώτιοι ήταν απόγονοι του Χαμ μέσω του Μισραΐμ και του Χασλουχίμ και προφανώς πήγαν στη Χαναάν από την Κρήτη.—Γε 10:6, 13, 14· Αμ 9:7· βλέπε ΑΖΩΤΟΣ· ΦΙΛΙΣΤΙΑ, ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ.
Στο εδάφιο Νεεμίας 13:24 γίνεται λόγος για την «αζωτική γλώσσα». Δεδομένου ότι δεν έχουμε κανένα στοιχείο για τη γλώσσα των Αζώτιων, δεν είναι δυνατόν να λεχθεί με βεβαιότητα αν εξακολουθούσαν να μιλούν την αρχαία φιλισταϊκή γλώσσα ή κάποια διάλεκτο που διαμορφώθηκε μέσα από αιώνες ξένης κυριαρχίας.
-
-
ΆζωτοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΖΩΤΟΣ
(Άζωτος).
Η ελληνική ονομασία μιας φιλισταϊκής πόλης που στην εβραϊκή ονομαζόταν Ασντόντ. Επρόκειτο για μία από τις πέντε κυριότερες φιλισταϊκές πόλεις που βρίσκονταν υπό την εξουσία των “αρχόντων του άξονα”, και αποτελούσε προφανώς το θρησκευτικό κέντρο της Φιλιστίας όπου λατρευόταν ο ψεύτικος θεός Δαγών. Οι άλλες πόλεις ήταν η Γαθ, η Γάζα, η Ασκαλών και η Ακκαρών. (Ιη 13:3) Η Άζωτος ταυτίζεται με την Εσντούντ (Τελ Ασντόντ), η οποία βρίσκεται περίπου 6 χλμ. ΝΝΑ της σημερινής παραλιακής Ασντόντ, προς την ενδοχώρα.
Η πρώτη μνεία της Αζώτου γίνεται στο εδάφιο Ιησούς του Ναυή 11:22, όπου αναφέρεται, μαζί με τη Γάζα και τη Γαθ, ως ο τόπος κατοικίας όσων απέμεναν από τους γιγαντόσωμους Ανακίμ. Λόγω του ότι ήταν χτισμένη πάνω σε ύψωμα, επί της στρατιωτικής οδού που διέτρεχε τα παράλια της Αιγύπτου και διέσχιζε την Παλαιστίνη, βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο από στρατιωτική άποψη. Όταν οι Ισραηλίτες κατέκτησαν την περιοχή, η Άζωτος και τα γύρω χωριά της δόθηκαν στον Ιούδα (Ιη 15:46, 47), αλλά προφανώς οι κάτοικοί της περιλαμβάνονται στους «κατοίκους της κοιλάδας» οι οποίοι δεν κατέστη δυνατό να εκδιωχθούν «επειδή είχαν πολεμικά άρματα με σιδερένια δρεπάνια».—Κρ 1:19.
Οι πόλεις των Φιλισταίων φαίνεται ότι βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμής τους την εποχή του Βασιλιά Σαούλ. Πριν από τη βασιλεία του Σαούλ, οι Φιλισταίοι κατατρόπωσαν τους Ισραηλίτες στην Αβενέζερ και έπιασαν την κιβωτό της διαθήκης, την οποία στη συνέχεια μετέφεραν στην Άζωτο και την τοποθέτησαν στο ναό του Δαγών, δίπλα στην εικόνα του θεού τους. Αφού η εικόνα του Δαγών υπέστη θαυματουργικά δύο ταπεινώσεις, οι Αζώτιοι άρχισαν να μαστίζονται από μια πληγή αιμορροΐδων τόσο έντονη ώστε προκλήθηκε πανικός ανάμεσά τους. Έπειτα από σύσκεψη των Φιλισταίων αρχόντων του άξονα, η Κιβωτός μεταφέρθηκε στην πόλη Γαθ, με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί η μάστιγα και εκεί. Εφτά μήνες αργότερα, η Κιβωτός επέστρεψε στον Ισραήλ μαζί με μια προσφορά χρυσού.—1Σα 5:1–6:18· βλέπε ΦΙΛΙΣΤΙΑ, ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ.
Αν και ο Βασιλιάς Δαβίδ νίκησε αρκετές φορές τους Φιλισταίους, οι κύριες πόλεις τους προφανώς παρέμειναν ανεξάρτητες μέχρι την εποχή του Βασιλιά Οζία (829-778 Π.Κ.Χ.). Για τον Οζία αναφέρεται ότι έφτιαξε «πολεμικές μηχανές» (2Χρ 26:15), και το εδάφιο 2 Χρονικών 26:6 μας λέει ότι ο Οζίας «βγήκε και πολέμησε εναντίον των Φιλισταίων, και άνοιξε ρήγμα στο τείχος της Γαθ και στο τείχος της Ιαβνή και στο τείχος της Αζώτου· έπειτα έχτισε πόλεις στην περιοχή της Αζώτου και ανάμεσα στους Φιλισταίους».
Προφανώς η περιοχή της Αζώτου δεν παρέμεινε υπό την κυριαρχία του Ιούδα, διότι επιγραφές μεταγενέστερων περιόδων δείχνουν ότι ο Ασσύριος Βασιλιάς Σαργών Β΄ εκθρόνισε τον τοπικό βασιλιά Αζουρί και αντ’ αυτού ενθρόνισε τον Αχιμιτί. Μια ανταρσία έκανε τον Σαργών να εκστρατεύσει εναντίον της Φιλιστίας και να κατακτήσει τη Γαθ, την «Αζντούντου» (Άζωτο) και την «Αζντουντίμμου» (Παραθαλάσσια Άζωτο, προφανώς ξεχωριστή τοποθεσία που βρισκόταν στα παράλια). Αυτή μπορεί να είναι η εκστρατεία στην οποία αναφέρεται το εδάφιο Ησαΐας 20:1, ενώ ενδέχεται να αποτέλεσε και μερική εκπλήρωση της προφητείας που είναι καταγραμμένη στο εδάφιο Αμώς 1:8. Τον επόμενο αιώνα ο Ηρόδοτος (Β΄, 157) ανέφερε ότι η Άζωτος αντιμετώπισε μια πολιορκία διάρκειας 29 ετών από τον Φαραώ Ψαμτίκ (Ψαμμήτιχο).
Ένα πέτρινο πρίσμα του Βασιλιά Σενναχειρείμ της Ασσυρίας αναφέρει ότι «ο Μιτιντί από την Άζωτο» του έφερε πλούσια δώρα και φίλησε τα πόδια του, και προσθέτει αναφορικά με τον Βασιλιά Εζεκία του Ιούδα (745-717 Π.Κ.Χ.): «Τις πόλεις του, τις οποίες είχα λεηλατήσει, τις αφαίρεσα από τη χώρα του και τις έδωσα στον Μιτιντί, βασιλιά της Αζώτου». (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Μπ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 287, 288) Η Άζωτος φαίνεται ότι είχε ήδη χάσει τη δύναμή της την εποχή του Ιερεμία (μετά το 647 Π.Κ.Χ.), γι’ αυτό και εκείνος κάνει λόγο για «το υπόλοιπο της Αζώτου». (Ιερ 25:20) Ο Ναβουχοδονόσορ, ο οποίος άρχισε να βασιλεύει το 624 Π.Κ.Χ., μνημονεύει το βασιλιά της Αζώτου ως έναν από τους αιχμαλώτους που βρίσκονταν στη βαβυλωνιακή αυλή.—Παράβαλε Σοφ 2:4.
Στη διάρκεια της μεταιχμαλωσιακής περιόδου, η Άζωτος εξακολουθούσε να αποτελεί πυρήνα εναντίωσης κατά των Ισραηλιτών (Νε 4:7), και ο Νεεμίας επέκρινε αυστηρά τους Ιουδαίους που είχαν πάρει Αζώτιες συζύγους, και μάλιστα οι γιοι τους οποίους είχαν αποκτήσει «μιλούσαν την αζωτική γλώσσα, και κανείς τους δεν ήξερε να μιλάει ιουδαϊκά». (Νε 13:23, 24) Την εποχή των Μακκαβαίων, η ειδωλολατρική Άζωτος δέχτηκε επίθεση από τον Ιούδα Μακκαβαίο γύρω στο 163 Π.Κ.Χ. και αργότερα, γύρω στο 148 Π.Κ.Χ., από τον αδελφό του Ιούδα, τον Ιωνάθαν. Κατά τη δεύτερη αυτή επίθεση, ο ναός του Δαγών πυρπολήθηκε.—Α΄ Μακκαβαίων 5:68· 10:84.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η προφητεία του Ζαχαρία υποδείκνυε πως κάποια στιγμή θα καταλάμβαναν την Άζωτο αλλοεθνείς. Προφανώς επειδή δεν θα υπήρχε πια αυτόχθων φιλισταϊκός πληθυσμός ούτε φιλισταϊκή κυβέρνηση, η προφητεία έλεγε: «Νόθος γιος θα καθήσει στην Άζωτο».—Ζαχ 9:6.
Η πόλη ανοικοδομήθηκε από τους Ρωμαίους γύρω στο 55 Π.Κ.Χ. και έγινε ευρέως γνωστή με το ελληνικό της όνομα Άζωτος. Ο Φίλιππος ο ευαγγελιστής πέρασε από την Άζωτο στη διάρκεια μιας περιοδείας κηρύγματος που έκανε, όπως έχει καταγραφεί στο εδάφιο Πράξεις 8:40.
-
-
Αηδιαστικό Πράγμα, επίσης Σιχαμερό ΠράγμαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ, ΕΠΙΣΗΣ ΣΙΧΑΜΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ.
Τα εβραϊκά ουσιαστικά σέκετς (σιχαμερό πράγμα) και σικκούτς (αηδιαστικό πράγμα) προέρχονται από τη ρίζα σακάτς, η οποία χρησιμοποιείται με την έννοια «σιχαίνομαι» (Λευ 11:11, 13) και, στην έμμεση ενεργητική διάθεση, «κάνω σιχαμερό». (Λευ 11:43· 20:25) Αυτές οι εβραϊκές λέξεις αναφέρονται σε ό,τι είναι αποκρουστικό από την άποψη της αληθινής λατρείας του Ιεχωβά. Σε πολλές μεταφράσεις αποδίδονται συνήθως με λέξεις όπως «βδελύττομαι», «βδελυρός» ή «βδέλυγμα». Έτσι προέκυψε η πολύ γνωστή έκφραση «βδέλυγμα της ερημώσεως». (Δα 11:31· 12:11, KJ, ΒΑΜ) Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος χρησιμοποίησαν τη λέξη βδέλυγμα για να μεταφράσουν την εβραϊκή λέξη σικκούτς (πληθυντικός, σικκουτσίμ). (Δα 9:27· Ματ 24:15· Μαρ 13:14) Αυτή η λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου υποδηλώνει βασικά κάτι που προκαλεί αηδία.—Βλέπε ΑΠΕΧΘΕΣ ΠΡΑΓΜΑ.
Ο Μωσαϊκός Νόμος απαγόρευε τη βρώση συγκεκριμένων ζώων, προσδιορίζοντάς τα ως «ακάθαρτα» για βρώση (καθώς και για θυσίες). Επομένως, από αυτή την άποψη θα έπρεπε να θεωρείται ένα τέτοιο ζώο «σιχαμερό πράγμα», ο καθένας δε που θα το έτρωγε (ή θα το χρησιμοποιούσε για θυσία) θα καθιστούσε τον εαυτό του “σιχαμερό”, εφόσον έτσι θα έδειχνε περιφρόνηση για τις εντολές του Θεού. (Λευ 7:21· 11:10-13, 20-23, 41, 42· 20:25· Ησ 66:17) Ωστόσο, τα απαγορευμένα ζώα δεν έπρεπε να τα σιχαίνονται γενικά, όπως μπορεί να φανεί από άλλα εδάφια. Για παράδειγμα, αν και το γαϊδούρι ήταν «ακάθαρτο» για τροφή ή για θυσία, οι Ισραηλίτες το χρησιμοποιούσαν συχνά ως μέσο μεταφοράς ή υποζύγιο. (Εξ 23:4, 5· Ματ 21:2-5) Ο Βασιλιάς Δαβίδ είχε κοπάδια από καμήλες και το τρίχωμα της καμήλας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή ενδυμάτων. (1Χρ 27:30, 31· Ματ 3:4) Ο δε αετός χρησιμοποιήθηκε ως κατάλληλο παράδειγμα για να περιγράψει την προστατευτική φροντίδα με την οποία περιέβαλε ο Θεός τον Ισραήλ στη διάρκεια της Εξόδου. (Εξ 19:4· Δευ 32:9-12) Με την κατάργηση της διαθήκης του Νόμου, έπαψε να ισχύει και η εντολή που όριζε να θεωρούνται οποιαδήποτε από αυτά τα ζώα «σιχαμερά» για τροφή.—Πρ 10:9-15· 1Τι 4:1-5· βλέπε ΖΩΑ.
Ενώ η εβραϊκή λέξη σέκετς χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για τα «ακάθαρτα» ζώα, η λέξη σικκούτς χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για τα είδωλα και τις ειδωλολατρικές συνήθειες. Τον καιρό της Εξόδου, ο Ιεχωβά έδωσε στους Ισραηλίτες την οδηγία να πετάξουν «τα αηδιαστικά πράγματα» και τα «κοπρώδη είδωλα της Αιγύπτου», αλλά κάποια άτομα δεν υπάκουσαν και έτσι βεβήλωσαν το όνομα του Θεού. (Ιεζ 20:6-9) Καθ’ οδόν προς την Υποσχεμένη Γη, ο Ισραήλ πέρασε ανάμεσα από ειδωλολατρικά έθνη και είδε «τα αηδιαστικά τους πράγματα και τα κοπρώδη τους είδωλα, ξύλο και πέτρα, ασήμι και χρυσάφι». Τους δόθηκε η εντολή να “σιχαίνονται εξ ολοκλήρου” τέτοια θρησκευτικά ομοιώματα ως «κάτι αφιερωμένο στην καταστροφή» και να μην τα φέρνουν στις κατοικίες τους. (Δευ 29:16-18· 7:26) Οι ψεύτικοι θεοί και θεές αυτών των εθνών, περιλαμβανομένου του Μελχώμ, ή Μολόχ, καθώς και του Χεμώς και της Αστορέθ, ήταν οι ίδιοι “αηδιαστικά πράγματα”. (1Βα 11:5, 7· 2Βα 23:13) Όταν ο Ισραήλ ασκούσε τέτοιου είδους ειδωλολατρία, γινόταν και αυτός αποκρουστικός στα μάτια του Θεού, η δε μεταγενέστερη μίανση του ναού με ειδωλολατρικά αντικείμενα επέφερε τη σφοδρή οργή του Θεού στο έθνος, πράγμα το οποίο κατέληξε στην ερήμωσή του. (Ιερ 32:34, 35· Ιεζ 7:20-22· Ωσ 9:10) «Διακονώντας το ξύλο και την πέτρα» κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκείνοι επιδίδονταν σε «ανήθικες σχέσεις», πνευματική πορνεία, αποκόπτοντας τον εαυτό τους από την επικοινωνία με τον Θεό.—Ιεζ 20:30-32· παράβαλε Ιερ 13:27.
Μόνο με σθεναρές και θαρραλέες ενέργειες για την απαλλαγή του τόπου από την ειδωλολατρία μπόρεσαν ορισμένοι βασιλιάδες να φέρουν περιόδους ευλογίας στο έθνος. (2Βα 23:24· 2Χρ 15:8-15) Ο Θεός κατέστησε σαφές ότι μόνο με σχολαστικό καθαρισμό από τέτοιες συνήθειες θα μπορούσαν οι Ισραηλίτες να διασφαλίσουν την επαναφορά τους από την επερχόμενη αιχμαλωσία και να αποκατασταθούν ως λαός του. (Ιεζ 11:17-21) Σε μια παρόμοια προφητεία, το γεγονός ότι ο Δαβίδ μνημονεύεται ως ο βασιλιάς αυτού του καθαρισμένου λαού και ο “ένας ποιμένας” τους και ο «αρχηγός τους στον αιώνα» παραπέμπει σαφέστατα σε μια μεγαλύτερη εκπλήρωση στο έθνος του πνευματικού Ισραήλ, τη Χριστιανική εκκλησία, υπό τον χρισμένο Κληρονόμο του θρόνου του Δαβίδ, τον Χριστό Ιησού.—Ιεζ 37:21-25· παράβαλε Λου 1:32· Ιωα 10:16.
Στο εδάφιο Ναούμ 3:6, η προφητεία εναντίον της πρωτεύουσας της Ασσυρίας, της Νινευή, προλέγει το τέλος της πολιτικής και διεθνούς πορνείας της, καθώς και το ότι ο Ιεχωβά θα “έριχνε αηδιαστικά πράγματα [εβρ., σικκουτσίμ]” πάνω της. Αυτά τα αηδιαστικά πράγματα προφανώς αναφέρονται, όχι σε ειδωλολατρικά αντικείμενα, αλλά σε πράγματα που γενικά θεωρούνται ακάθαρτα ή απωθητικά, όπως η βρωμιά και οι ακαθαρσίες, τα οποία θα καθιστούσαν την αιμοβόρα πόλη αξιοκαταφρόνητη στα μάτια όλων. (Να 3:4-7) Τα αιματοβαμμένα και αηδιαστικά πράγματα τα οποία θα αφαιρούνταν από τα δόντια του Φιλισταίου (Ζαχ 9:6, 7) αναφέρονται πιθανώς στη συνήθεια που είχαν οι ειδωλολάτρες να τρώνε θυσιασμένα ζώα με το αίμα τους.—Παράβαλε Ιεζ 33:25.
Μολονότι τον καιρό που ο Ιησούς ήταν στη γη οι Ιουδαίοι, και ειδικότερα οι θρησκευτικοί τους ηγέτες, προφανώς απέφευγαν σχολαστικά οτιδήποτε σχετιζόταν με τα κατά γράμμα είδωλα, ήταν ωστόσο ένοχοι αηδιαστικών πράξεων όπως η ειδωλοποίηση του εαυτού τους, η ανυπακοή, η υποκρισία, η απληστία και το ψεύδος, ο δε Ιησούς είπε ότι, όπως οι προπάτορές τους, έτσι και αυτοί είχαν μετατρέψει το ναό σε «σπηλιά ληστών». (Ματ 23:1-15, 23-28· Λου 16:14, 15· παράβαλε Ματ 21:13 και Ιερ 7:11, 30.) Αυτή η κακή κατάσταση και διάθεση καρδιάς τούς οδήγησε στην απόρριψη του ίδιου του Γιου του Θεού, μια χονδροειδέστατη πράξη στασιασμού, ο δε Ιησούς έδειξε ότι αυτό θα έφερνε βέβαιη καταστροφή πάνω τους.—Ματ 21:33-41· Λου 19:41-44.
“Αηδιαστικά Πράγματα που Οδηγούν σε Ερήμωση”. Η προφητεία του Δανιήλ προείπε “αηδιαστικά πράγματα” που σχετίζονταν με ερήμωση. (Δα 9:27) Η άποψη που είναι δημοφιλής αποδέχεται γενικά την αρχαία Ιουδαϊκή παράδοση, εφαρμόζοντας αυτή την έκφραση στη βεβήλωση που υπέστη ο ναός του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ το έτος 168 Π.Κ.Χ. από τον Αντίοχο Δ΄ (τον Επιφανή), βασιλιά της Συρίας. Στην προσπάθειά του να εξαλείψει τη λατρεία του Ιεχωβά, ο Αντίοχος έχτισε έναν βωμό πάνω στο μεγάλο θυσιαστήριο του Ιεχωβά και θυσίασε εκεί ένα γουρούνι στον Ολύμπιο Δία. Μια έκφραση παρόμοια με του Δανιήλ (που συσχετίζει τα αηδιαστικά πράγματα με την ερήμωση) υπάρχει στο απόκρυφο βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων (1:54) και αναφέρεται σε αυτό το περιστατικό.
Αλλά αυτή ήταν απλώς η ερμηνεία που έδωσαν οι Ιουδαίοι, όχι θεόπνευστη αποκάλυψη. Ο Χριστός Ιησούς έδειξε ότι η εν λόγω άποψη ήταν εσφαλμένη όταν έδωσε την εξής προειδοποίηση στους μαθητές του: «Όταν, λοιπόν, δείτε το αηδιαστικό πράγμα που προκαλεί ερήμωση, όπως ειπώθηκε μέσω του Δανιήλ του προφήτη, να στέκεται σε άγιο τόπο (ο αναγνώστης ας ασκεί διάκριση), τότε εκείνοι που είναι στην Ιουδαία ας αρχίσουν να φεύγουν στα βουνά». (Ματ 24:15, 16) Αυτά τα λόγια δείχνουν ότι «το αηδιαστικό πράγμα που προκαλεί ερήμωση» δεν είχε έρθει ακόμη αλλά ήταν μελλοντικό.
Η ειδωλολατρική βεβήλωση του θυσιαστηρίου του ναού από τον Αντίοχο, όσο αηδιαστική και αν ήταν στα μάτια του Θεού, δεν κατέληξε σε ερήμωση—της Ιερουσαλήμ, του ναού ή του Ιουδαϊκού έθνους. Αλλά 33 χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού, οι Χριστιανοί όντως “είδαν το αηδιαστικό πράγμα που προκαλεί ερήμωση . . . να στέκεται σε άγιο τόπο”. (Ματ 24:15) Το 66 Κ.Χ., ειδωλολατρικά ρωμαϊκά στρατεύματα περικύκλωσαν την «άγια πόλη» Ιερουσαλήμ, η οποία τότε αποτελούσε το κέντρο της Ιουδαϊκής εξέγερσης ενάντια στη Ρώμη. Ως εκ τούτου, η “πρόκληση ερήμωσης” από το αηδιαστικό πράγμα ήταν προ των πυλών, και επομένως αυτό ήταν το τελικό σημάδι για να “φύγουν στα βουνά” οι Χριστιανοί που ασκούσαν διάκριση. (Ματ 4:5· 27:53· 24:15, 16· Λου 19:43, 44· 21:20-22) Μετά τη φυγή τους έλαβε χώρα η ερήμωση της πόλης και του έθνους—η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε το έτος 70 Κ.Χ. και το τελευταίο Ιουδαϊκό οχυρό, η Μασάδα, έπεσε στους Ρωμαίους το 73 Κ.Χ.—Παράβαλε Δα 9:25-27.
Επιπρόσθετες προφητείες για κάποιο αηδιαστικό πράγμα. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα εδάφια Δανιήλ 11:31-35 και 12:9, 11 συνδέουν κάποιο «αηδιαστικό πράγμα που προκαλεί ερήμωση» με «τον καιρό του τέλους». Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι η εξέλιξη της πορείας αυτού του δεύτερου “αηδιαστικού πράγματος που προκαλεί ερήμωση” στον καιρό του τέλους πρέπει να ακολουθεί σε γενικές γραμμές το υπόδειγμα του αηδιαστικού πράγματος του πρώτου αιώνα Κ.Χ., αν και δεν περιορίζεται στη γη του Ισραήλ.
Η ερήμωση της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ. έφερε το τέλος του “αγίου τόπου”, της Ιερουσαλήμ, της “άγιας πόλης”. (Ματ 27:53) Εντούτοις, οι Γραφές στρέφουν την προσοχή μας σε μια «ουράνια Ιερουσαλήμ», τη Μεσσιανική Βασιλεία, η οποία εκπροσωπείται στη γη από χρισμένους Χριστιανούς. (Εβρ 12:22) Υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι ισχυρίζονται ψευδώς ότι εκπροσωπούν αυτή τη Βασιλεία, και το 17ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης δείχνει ότι το θρησκευτικό πεδίο δράσης τους θα ερημωθεί από τα «δέκα κέρατα» (δηλαδή βασιλιάδες) ενός συμβολικού «θηρίου».
Τα Αηδιαστικά Πράγματα της Βαβυλώνας της Μεγάλης. Στο προφητικό όραμα του 17ου κεφαλαίου της Αποκάλυψης απεικονίζεται η συμβολική ανήθικη γυναίκα, η Βαβυλώνα η Μεγάλη. Αυτή αποκαλείται «η μητέρα των πορνών και των αηδιαστικών πραγμάτων της γης». Κρατάει ένα χρυσό ποτήρι “γεμάτο με τα αηδιαστικά πράγματα της πορνείας που διέπραξε με τους βασιλιάδες της γης”. Αν και καλοπιάνει τα επίγεια βασίλεια για να έχει την εύνοιά τους, καθισμένη όπως είναι πάνω σε ένα συμβολικό θηρίο αποτελούμενο από τέτοιου είδους βασίλεια, έρχεται η ώρα που αυτό το «θηρίο» θα αρνηθεί να τη βαστάζει πια, θα στραφεί εναντίον της και θα την ερημώσει τελείως.—Βλέπε ΒΑΒΥΛΩΝΑ Η ΜΕΓΑΛΗ.
Η είσοδος στη «Νέα Ιερουσαλήμ», την αγνή τάξη της “νύφης” του Αρνιού, είναι αδύνατη για όσους εμμένουν σε «αηδιαστικό πράγμα», σύμφωνα με τα εδάφια Αποκάλυψη 21:9, 10, 27.
-
-
ΑθαΐαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΘΑΪΑΣ
(Αθαΐας).
Κάποιος άντρας από τη φυλή του Ιούδα, απόγονος του Φαρές, ο οποίος κατονομάζεται μαζί με άλλους κατοίκους της Ιερουσαλήμ στην εποχή του Νεεμία, μετά την απελευθέρωση από τη βαβυλωνιακή εξορία.—Νε 11:4-6.
-
-
ΑθανασίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Η λέξη ἀθανασία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου προέρχεται από τη λέξη ἀθάνατος η οποία σχηματίζεται από το στερητικό μόριο α και τη λέξη θάνατος, αναφέρεται δε στο είδος της συγκεκριμένης ζωής, στο ότι είναι ατελεύτητη και ακατάστρεπτη. (1Κο 15:53, 54· 1Τι 6:16) Η λέξη ἀφθαρσία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου χαρακτηρίζει κάτι που δεν υπόκειται σε αλλοίωση, φθορά ή αφανισμό.—Ρω 2:7· 1Κο 15:42, 50, 53· Εφ 6:24· 2Τι 1:10.
Οι Εβραϊκές Γραφές δεν περιέχουν μεν τις λέξεις «αθάνατος» ή «αθανασία» αλλά παρ’ όλα αυτά δείχνουν ότι ο Ιεχωβά Θεός, ως η Πηγή κάθε ζωής, δεν υπόκειται στο θάνατο και συνεπώς είναι αθάνατος. (Ψλ 36:7, 9· 90:1, 2· Αββ 1:12) Αυτό το γεγονός υπογραμμίζεται και από τον Χριστιανό απόστολο Παύλο ο οποίος αναφέρεται στον Θεό ως τον «Βασιλιά . . . της αιωνιότητας, τον άφθαρτο».—1Τι 1:17.
Όπως δείχνει το λήμμα ΨΥΧΗ, οι Εβραϊκές Γραφές καθιστούν επίσης σαφές ότι ο άνθρωπος δεν είναι εγγενώς αθάνατος. Τα εδάφια που αναφέρουν ότι η ανθρώπινη ψυχή (εβρ., νέφες) πεθαίνει, οδεύει προς τον τάφο και εξολοθρεύεται είναι πολυάριθμα. (Γε 17:14· Ιη 10:32· Ιωβ 33:22· Ψλ 22:29· 78:50· Ιεζ 18:4, 20) Όπως είναι φυσικό, οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές απηχούν την ίδια αντίληψη για τη λέξη ψυχή του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, και αντίστοιχα περιέχουν αναφορές στο θάνατο της ψυχής. (Ματ 26:38· Μαρ 3:4· Πρ 3:23· Ιακ 5:20· Απ 8:9· 16:3) Συνεπώς, οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές δεν αμφισβητούν ούτε αλλοιώνουν τη θεόπνευστη διδασκαλία των Εβραϊκών Γραφών ότι ο άνθρωπος—η ανθρώπινη ψυχή—είναι θνητός, υποκείμενος στο θάνατο. Παρ’ όλα αυτά, οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές αποκαλύπτουν ότι ο Θεός έχει σκοπό να χορηγήσει αθανασία σε ορισμένους υπηρέτες του.
Με ποια έννοια είναι ο Ιησούς «ο μόνος που έχει αθανασία»;
Ο πρώτος που σύμφωνα με την Αγία Γραφή ανταμείφθηκε με το δώρο της αθανασίας είναι ο Ιησούς Χριστός. Το ότι αυτός δεν κατείχε αθανασία προτού τον αναστήσει ο Θεός φαίνεται από τα θεόπνευστα λόγια του αποστόλου Παύλου στο εδάφιο Ρωμαίους 6:9: «Ο Χριστός, τώρα που έχει εγερθεί από τους νεκρούς, δεν πεθαίνει πια· ο θάνατος δεν τον εξουσιάζει πια». (Παράβαλε Απ 1:17, 18.) Γι’ αυτό και τα εδάφια 1 Τιμόθεο 6:15, 16, τα οποία τον περιγράφουν ως “τον Βασιλιά εκείνων που κυβερνούν ως βασιλιάδες και Κύριο εκείνων που κυβερνούν ως κύριοι”, δείχνουν ότι ο Ιησούς διαφέρει από όλους τους άλλους βασιλιάδες και κυρίους ως προς το ότι αυτός είναι «ο μόνος που έχει αθανασία». Οι άλλοι βασιλιάδες και κύριοι, εφόσον είναι θνητοί, πεθαίνουν, όπως επίσης πέθαιναν και οι αρχιερείς του Ισραήλ. Εντούτοις, ο δοξασμένος Ιησούς, ο διορισμένος από τον Θεό Αρχιερέας κατά την τάξη του Μελχισεδέκ, έχει “ακατάστρεπτη ζωή”.—Εβρ 7:15-17, 23-25.
Η λέξη “ακατάστρεπτη” αποδίδει εδώ τη λέξη ἀκατάλυτος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που σημαίνει κατά κυριολεξία «αδιάλυτος» (Εβρ 7:16), και είναι σύνθετη λέξη, αποτελούμενη από το στερητικό μόριο α και το ρήμα καταλύω, το οποίο σημαίνει «διαλύω», έννοια που συναντάμε στη δήλωση του Ιησού ότι οι πέτρες του ναού στην Ιερουσαλήμ θα γκρεμίζονταν (Ματ 24:1, 2· καταλυθήσεται, Κείμενο), καθώς και στα λόγια του Παύλου αναφορικά με τη διάλυση της επίγειας “σκηνής” των Χριστιανών, δηλαδή της επίγειας ζωής που βίωναν σε ανθρώπινα σώματα. (2Κο 5:1· καταλυθῇ, Κείμενο) Έτσι λοιπόν, η αθάνατη ζωή που χορηγήθηκε στον Ιησού με την ανάστασή του δεν είναι απλώς ατελεύτητη, αλλά είναι υπεράνω αλλοίωσης ή διάλυσης και υπεράνω καταστροφής.
Χορήγηση Αθανασίας στους Κληρονόμους της Βασιλείας. Στους χρισμένους Χριστιανούς που καλούνται να βασιλέψουν μαζί με τον Χριστό στους ουρανούς (1Πε 1:3, 4) δίνεται η υπόσχεση ότι θα έχουν ανάσταση όμοια με αυτήν του Χριστού. (Ρω 6:5) Επομένως, τα χρισμένα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας που πεθαίνουν πιστά ανασταίνονται σε αθάνατη πνευματική ζωή, σαν τον Κύριό τους και Κεφαλή τους, με αποτέλεσμα “αυτό που είναι θνητό να ντύνεται αθανασία”. (1Κο 15:50-54) Όπως στην περίπτωση του Ιησού, έτσι και στη δική τους περίπτωση, αθανασία δεν σημαίνει απλώς αιώνια ζωή ή απαλλαγή από το θάνατο. Το ότι χορηγείται η «δύναμη μιας ακατάστρεπτης ζωής» και σε αυτούς επίσης, ως συγκληρονόμους με τον Χριστό, φαίνεται από τη συσχέτιση που κάνει ο απόστολος Παύλος ανάμεσα στην αφθαρσία και στην αθανασία που αυτοί αποκτούν. (1Κο 15:42-49) Σε αυτούς «ο δεύτερος θάνατος δεν έχει εξουσία».—Απ 20:6· βλέπε ΑΦΘΑΡΣΙΑ.
Η χορήγηση αθανασίας στους κληρονόμους της Βασιλείας καθίσταται ιδιαίτερα αξιοσημείωτη λόγω του γεγονότος ότι ακόμη και οι άγγελοι του Θεού παρουσιάζονται ως θνητοί, αν και κατέχουν πνευματικά και όχι σάρκινα σώματα. Η θνητότητα των αγγέλων είναι προφανής, δεδομένης της καταδίκης σε θάνατο που απαγγέλθηκε εναντίον του πνευματικού γιου ο οποίος έγινε ο Αντίδικος του Θεού, ή Σατανάς, καθώς και εναντίον των αγγέλων που ακολούθησαν την ίδια σατανική πορεία και «δεν κράτησαν την αρχική τους θέση αλλά εγκατέλειψαν την κατοικία που τους άρμοζε». (Ιου 6· Ματ 25:41· Απ 20:10, 14) Επομένως, η χορήγηση «ακατάστρεπτης ζωής» (Εβρ 7:16) ή ακατάλυτης ζωής σε όσους Χριστιανούς αποκτούν το προνόμιο να βασιλέψουν με τον Γιο του Θεού στην ουράνια Βασιλεία καταδεικνύει έξοχα την εμπιστοσύνη που έχει ο Θεός σε αυτούς.—Βλέπε ΖΩΗ· ΟΥΡΑΝΟΣ (Η οδός για την ουράνια ζωή).
-
-
ΑθαρίμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΘΑΡΙΜ
(Αθαρίμ).
Αναφέρεται ότι οι Ισραηλίτες πήγαν «από το δρόμο του Αθαρίμ», κατά τη διάρκεια της οδοιπορίας τους προς την Υποσχεμένη Γη, όταν άφησαν την Κάδης-βαρνή και συνέχισαν μέσω του Όρους Ωρ. (Αρ 21:1) Κατόπιν, στην περιοχή της Νεγκέμπ δέχτηκαν επίθεση από το βασιλιά της Αράδ. Η ονομασία «Αθαρίμ» ίσως αναφέρεται σε τοποθεσία ή σε συγκεκριμένη διαδρομή.
-
-
ΑθάχΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΘΑΧ
(Αθάχ).
Ευνούχος του Βασιλιά Ασσουήρη, που ήταν διορισμένος να υπηρετεί τη Βασίλισσα Εσθήρ και μέσω του οποίου η Εσθήρ επικοινωνούσε με τον Μαροδοχαίο.—Εσθ 4:5, 6, 9, 10.
-
-
ΑθήναΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΘΗΝΑ
(Αθήνα) [συγγενεύει ετυμολογικά με το όνομα της θεάς Αθηνάς].
Η σημερινή πρωτεύουσα της Ελλάδας και η πιο εξέχουσα πόλη της κατά τους αρχαίους χρόνους. Βρίσκεται προς το νότιο άκρο του λεκανοπεδίου της Αττικής, σε απόσταση 8 χλμ. περίπου από το Αιγαίο Πέλαγος, και εξυπηρετείται από το κοντινό της λιμάνι του Πειραιά με το οποίο συνδεόταν κατά τους προχριστιανικούς χρόνους μέσω μακρών, σχεδόν παράλληλων τειχών. Η γεωγραφική της θέση συνέβαλε πολύ στο ιστορικό της μεγαλείο. Τα βουνά που περιέβαλλαν την πόλη τής πρόσφεραν φυσική άμυνα και τα ορεινά περάσματα ήταν αρκετά μακριά ώστε να απαλείφεται το ενδεχόμενο αιφνιδιαστικής χερσαίας επίθεσης. Επίσης, βρισκόταν αρκετά μακριά από τη θάλασσα ώστε να είναι ασφαλής σε περίπτωση εισβολής από κάποιον στόλο, συγχρόνως όμως, η πρόσβαση στα τρία φυσικά λιμάνια της στον κοντινό Πειραιά ήταν εύκολη από την πόλη.
Πολιτιστικό και Θρησκευτικό Κέντρο. Παρότι η Αθήνα απέκτησε κάποια στρατιωτική φήμη ως πρωτεύουσα μιας μικρής αυτοκρατορίας και ως ισχυρή ναυτική δύναμη τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., πρωτίστως διακρίθηκε ως το κέντρο της ελληνικής παιδείας και των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών. Εξελίχθηκε σε ακαδημαϊκή πόλη και διέθετε πληθώρα δασκάλων, ρητόρων και φιλοσόφων—ήταν μάλιστα η έδρα διάσημων φιλοσόφων όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Τέσσερις φιλοσοφικές σχολές ιδρύθηκαν εκεί—η Πλατωνική, η Περιπατητική, η Επικούρεια και η Στωική (Πρ 17:18)—στις οποίες φοιτούσαν σπουδαστές από ολόκληρη την αυτοκρατορία κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Επίσης, η Αθήνα ήταν πολύ θρησκευόμενη πόλη, γεγονός που προκάλεσε το σχόλιο του αποστόλου Παύλου πως οι Αθηναίοι “φαίνεται ότι έχουν μεγαλύτερο φόβο για τις θεότητες από ό,τι άλλοι”. (Πρ 17:22) Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιώσηπο, οι Αθηναίοι ήταν «οι πιο ευσεβείς από όλους τους Έλληνες». (Κατ’ Απίωνος, Β΄, 130 [11]) Η Πολιτεία είχε υπό τον έλεγχό της τη θρησκεία και την προωθούσε πληρώνοντας για τις δημόσιες θυσίες, τις τελετές και τις πομπές που γίνονταν προς τιμήν των θεών. Είδωλα υπήρχαν σε ναούς, σε πλατείες και στους δρόμους, ενώ οι άνθρωποι συνήθιζαν να προσεύχονται στους θεούς πριν από τα συμπόσιά τους—στη διάρκεια των οποίων επιδίδονταν σε φιλοσοφικές συζητήσεις—καθώς και πριν από τις πολιτικές συγκεντρώσεις και τους αθλητικούς αγώνες. Μάλιστα για να μην προσβάλουν κανέναν από τους θεούς, οι Αθηναίοι είχαν φτιάξει βωμούς «Στον Άγνωστο Θεό», γεγονός που σχολιάζει ο Παύλος στο εδάφιο Πράξεις 17:23. Ο γεωγράφος του δεύτερου αιώνα Παυσανίας το επιβεβαιώνει αυτό, εξηγώντας ότι καθ’ οδόν από το λιμάνι του Φαληρικού Όρμου προς την Αθήνα (από όπου πιθανόν να πέρασε ο Παύλος κατά την άφιξή του) παρατήρησε “βωμούς θεών που ονομάζονταν Άγνωστοι και ηρώων”.—Ελλάδος Περιήγησις, Αττικά, Α΄, 4.
Η Παλαιότερη Ιστορία Της. Η πόλη αναπτύχθηκε γύρω από την Ακρόπολη, έναν προμήκη λόφο ύψους 150 μ. περίπου, τρεις από τις πλευρές του οποίου ορθώνονται απόκρημνες. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 749) Τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ. κυβερνιόταν από μια ομάδα ευγενών ή αριστοκρατών η εξουσία των οποίων μεταβιβαζόταν κληρονομικά. Αυτοί ήταν γνωστοί ως Ευπατρίδες και είχαν το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας καθώς και τον έλεγχο του Αρείου Πάγου, του κύριου ποινικού δικαστηρίου εκείνης της εποχής. Ωστόσο, στις αρχές του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ., ο νομοθέτης Σόλων έκανε θεσμικές μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν την κατάσταση των φτωχών και έθεσαν το θεμέλιο για μια δημοκρατική διακυβέρνηση. Αυτή η δημοκρατία, όμως, ίσχυε μόνο για τους ελεύθερους πολίτες της χώρας, καθώς μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν δούλοι.
Μετά τις νίκες επί των Περσών τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., η Αθήνα έγινε η πρωτεύουσα μιας μικρής αυτοκρατορίας, η οποία είχε υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος των παράκτιων περιοχών του Αιγαίου και της οποίας η εμπορική δραστηριότητα και η επιρροή απλώνονταν από την Ιταλία και τη Σικελία στη Δ μέχρι την Κύπρο και τη Συρία στην Α. Η πόλη έγινε η πολιτιστική ηγέτιδα του αρχαίου κόσμου με λαμπρά επιτεύγματα στα γράμματα και στις τέχνες. Εκείνη την εποχή ανεγέρθηκαν πολλά όμορφα δημόσια κτίρια και ναοί—μεταξύ αυτών ο Παρθενώνας (ο ναός της Αθηνάς) και το Ερέχθειο, τα ερείπια των οποίων στέκουν ακόμη πάνω στην Ακρόπολη, στη σημερινή Αθήνα. Ο Παρθενώνας θεωρούνταν το κυριότερο αρχιτεκτονικό μνημείο της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας και κοσμούνταν από ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς ύψους 12 μ.
Ωστόσο, αυτή η υλική ομορφιά δεν απέφερε αληθινή πνευματική ανύψωση στους Αθηναίους, διότι οι θεοί και οι θεές τους οποίους τιμούσε επιδίδονταν, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, σε κάθε είδους ανήθικη και εγκληματική πράξη γνωστή στον άνθρωπο. Γι’ αυτόν το λόγο, στις ημέρες του Παύλου ο Έλληνας φιλόσοφος Απολλώνιος επέκρινε τους Αθηναίους για τους οργιαστικούς χορούς τους στα Διονύσια, που ήταν γιορτή προς τιμήν του Διονύσου (Βάκχου), και για τον ενθουσιασμό που έδειχναν βλέποντας να χύνεται ανθρώπινο αίμα στους αγώνες μονομάχων.
Η Αθηναϊκή Ηγεμονία διαλύθηκε μετά την ήττα της από τους Σπαρτιάτες στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στο τέλος του πέμπτου αιώνα Π.Κ.Χ., αλλά οι κατακτητές της σεβάστηκαν την πόλη λόγω του πολιτισμού της και δεν την κατέστρεψαν ολοσχερώς. Το 86 Π.Κ.Χ. η πόλη καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, με αποτέλεσμα να στερηθεί την εμπορική και οικονομική της ευημερία. Έτσι λοιπόν, την εποχή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο, στην Παλαιστίνη, ο Ιησούς και οι πρώτοι Χριστιανοί, η σπουδαιότητα της Αθήνας συνίστατο κυρίως στα ακαδημαϊκά της ιδρύματα και στις φιλοσοφικές της σχολές.
Η Δράση του Παύλου στην Αθήνα. Περίπου το 50 Κ.Χ. ο απόστολος Παύλος επισκέφτηκε την Αθήνα στη διάρκεια της δεύτερης ιεραποστολικής του περιοδείας. Είχε αφήσει τον Σίλα και τον Τιμόθεο στη Βέροια παραγγέλλοντάς τους να τον συναντήσουν το συντομότερο δυνατόν. (Πρ 17:13-15) Ενόσω τους περίμενε, παροξύνθηκε από τους πολλούς ψεύτικους θεούς της πόλης και έτσι άρχισε να συζητάει λογικά με τους ανθρώπους, τόσο στην Ιουδαϊκή συναγωγή όσο και στην αγορά. (Πρ 17:16, 17) Στην εποχή μας, αυτή η αγορά ΒΔ της Ακρόπολης ανασκάφηκε πλήρως από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών. Προφανώς, η αγορά δεν ήταν τόπος μόνο εμπορικών συναλλαγών αλλά και συζητήσεων και διεκπεραίωσης υποθέσεων της πολιτείας. Η φιλοπερίεργη διάθεση των Αθηναίων η οποία περιγράφεται στα εδάφια Πράξεις 17:18-21 αντικατοπτρίζεται στην κριτική που ασκεί ο Δημοσθένης στους Αθηναίους συμπολίτες του επειδή τους άρεσε να τριγυρίζουν στην αγορά και να ρωτούν διαρκώς: «Τι νέα;»
Ενόσω ο Παύλος ήταν στην αγορά, τον πλησίασαν Στωικοί και Επικούρειοι φιλόσοφοι οι οποίοι τον είδαν καχύποπτα ως “διαγγελέα ξένων θεοτήτων”. (Πρ 17:18) Υπήρχαν πολλά είδη θρησκειών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά οι ελληνικοί και οι ρωμαϊκοί νόμοι απαγόρευαν την εισαγωγή ξένων θεών και καινούριων θρησκευτικών συνηθειών, ιδίως όταν αυτά συγκρούονταν με την τοπική θρησκεία. Ο Παύλος προφανώς είχε αντιμετωπίσει δυσκολίες λόγω θρησκευτικής μισαλλοδοξίας στην εκρωμαϊσμένη πόλη των Φιλίππων. (Πρ 16:19-24) Οι κάτοικοι της Αθήνας αποδείχτηκαν πιο σκεπτικιστές και ανεκτικοί από τους Φιλιππήσιους, αλλά προφανώς δεν έπαυαν να ενδιαφέρονται για το πώς αυτή η καινούρια διδασκαλία θα μπορούσε να επηρεάσει την ασφάλεια της πολιτείας. Ο Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο, αλλά δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα αν μίλησε ενώπιον του ομώνυμου δικαστηρίου. Μερικοί ισχυρίζονται ότι στις ημέρες του Παύλου το δικαστήριο δεν συνερχόταν πλέον στο λόφο αλλά στην αγορά.
Η γλαφυρή μαρτυρία που έδωσε ο Παύλος ενώπιον αυτών των πολυμαθών Αθηναίων αποτελεί μάθημα διακριτικότητας και διάκρισης. Ο Παύλος έδειξε ότι δεν κήρυττε για κάποια καινούρια θεότητα αλλά ότι, απεναντίας, κήρυττε για τον ίδιο τον Δημιουργό του ουρανού και της γης, και με διακριτικότητα αναφέρθηκε στον «Άγνωστο Θεό» του οποίου το βωμό είχε δει, παραθέτοντας μάλιστα από τα Φαινόμενα του Άρατου, ενός ποιητή από τους Σόλους της Κιλικίας, και από τον Ύμνο εις τον Δία του Κλεάνθη. (Πρ 17:22-31) Παρότι οι περισσότεροι τον ενέπαιξαν, μερικοί Αθηναίοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Αρεοπαγίτης δικαστής Διονύσιος και μια γυναίκα ονόματι Δάμαρις, έγιναν πιστοί.—Πρ 17:32-34.
Ίσως ο Τιμόθεος συνάντησε τον Παύλο στην Αθήνα και στη συνέχεια στάλθηκε πίσω στη Θεσσαλονίκη. Αλλά φαίνεται πιο πιθανό να ήταν στη Βέροια όταν ειδοποιήθηκε από τον Παύλο να κάνει το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να μείνει ο Παύλος στην Αθήνα χωρίς συντρόφους. Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που εμφανίζεται στα εδάφια 1 Θεσσαλονικείς 3:1, 2 φαίνεται ότι αποτελεί τρόπο έκφρασης που χρησιμοποιεί ο Παύλος αναφερόμενος στον εαυτό του. (Παράβαλε 1Θε 2:18· 3:6.) Αν ισχύει αυτό, τότε ο Παύλος έφυγε μόνος του από την Αθήνα και συνέχισε μέχρι την Κόρινθο, όπου τελικά ξαναβρέθηκε με τον Σίλα και τον Τιμόθεο. (Πρ 18:5) Είναι πιθανό να επισκέφτηκε και πάλι ο Παύλος την Αθήνα στην τρίτη ιεραποστολική περιοδεία του (55 ή 56 Κ.Χ.), δεδομένου ότι το υπόμνημα αναφέρει πως τότε έμεινε τρεις μήνες στην Ελλάδα.—Πρ 20:2, 3.
[Εικόνα στη σελίδα 115]
Η σημερινή Αθήνα με το λόφο του Λυκαβηττού
-
-
ΑθλαΐΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΘΛΑΪ
(Αθλαΐ).
Γιος του Βηβαΐ· ένας από τους Ισραηλίτες που απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους μετά τον ερχομό του Έσδρα στην Ιερουσαλήμ το 468 Π.Κ.Χ.—Εσδ 10:28, 44.
-
-
ΑϊάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΪΑ
(Αϊά) [Μελανόχρωμος Ικτίνος].
1. Ο πρώτος από τους δύο γιους του Ευαίου σεΐχη Σεβεγών στη σειρά με την οποία κατονομάζονται και θείος της Οολιβαμά, μιας από τις συζύγους του Ησαύ.—Γε 36:2, 20, 24, 29· 1Χρ 1:40.
2. Πατέρας της Ρεσφά, παλλακίδας του Σαούλ. Οι δύο εγγονοί του που προήλθαν από αυτή την ένωση εκτελέστηκαν.—2Σα 3:7· 21:8-11.
-
-
ΑιαλώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΑΛΩΝ
(Αιαλών) [Τόπος του Ελαφιού].
1. Πόλη της Σεφηλά, δηλαδή μιας περιοχής με χαμηλούς λόφους στην Παλαιστίνη, χτισμένη σε έναν λόφο στο νότιο άκρο της όμορφης κοιλάδας της Αιαλών. Το χωριό που υπάρχει εκεί ονομάζεται τώρα Γιαλό και βρίσκεται Β του δρόμου που οδηγεί από την Ιερουσαλήμ στο Τελ Αβίβ-Γιάφο, περίπου 21 χλμ. ΔΒΔ της Ιερουσαλήμ.
Η Κοιλάδα της Αιαλών είναι η βορειότερη από μια σειρά κοιλάδων οι οποίες διασχίζουν τους λόφους της Σεφηλά και ήταν ένα σημαντικό πέρασμα που οδηγούσε από τις παράκτιες πεδιάδες στην κεντρική ορεινή περιοχή. Ο Ιησούς του Ναυή βρισκόταν προφανώς κοντά σε αυτή την πεδιάδα όταν ζήτησε να “σταθούν” ο ήλιος και η σελήνη πάνω από τη Γαβαών και πάνω από «την κοιλάδα της Αιαλών», προς το τέλος της νικηφόρας μάχης του εναντίον των πέντε Αμορραίων βασιλιάδων που είχαν επιτεθεί στη Γαβαών. (Ιη 10:12-14) Μετά την κατάκτηση της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή, η Αιαλών παραχωρήθηκε στη φυλή του Δαν. (Ιη 19:40-42) Αργότερα παραχωρήθηκε στους γιους του Καάθ ως Λευιτική πόλη.—Ιη 21:24.
Αρχικά, οι Δανίτες δεν στάθηκαν ικανοί να εκδιώξουν τους Αμορραίους από την Αιαλών, αλλά φαίνεται ότι ο Εφραΐμ από τα Β πρόστρεξε σε βοήθειά τους και “το χέρι του οίκου του Ιωσήφ έγινε τόσο βαρύ ώστε επιβλήθηκε [στους Αμορραίους] καταναγκαστική εργασία”. (Κρ 1:34, 35) Ενδεχομένως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το εδάφιο 1 Χρονικών 6:69 καταχωρίζει την Αιαλών ως μια από τις πόλεις των Εφραϊμιτών την οποία εκείνοι παραχώρησαν στους Κααθίτες. (Βλέπε, ωστόσο, την αντίστοιχη περίπτωση της ΓΑΘ-ΡΙΜΜΩΝ Αρ. 1.) Μεταγενέστερα, ίσως μετά τη διαίρεση του βασιλείου, αναφέρεται ως η πόλη ορισμένων διακεκριμένων Βενιαμιτών.—1Χρ 8:13.
Στην Αιαλών, ο Σαούλ κέρδισε την πρώτη του νίκη επί των Φιλισταίων όταν ο Ισραήλ “πάταξε τους Φιλισταίους [που είχαν τραπεί σε φυγή] από τη Μιχμάς ως την Αιαλών”. (1Σα 14:31) Πολλά χρόνια αργότερα, όταν το βασίλειο είχε διαιρεθεί έπειτα από το θάνατο του Βασιλιά Σολομώντα (περ. 998 Π.Κ.Χ.), ο γιος και διάδοχός του, ο Ροβοάμ, οχύρωσε την Αιαλών και την κατέστησε ένα από τα προπύργιά του σε περίπτωση επίθεσης από τα Β και τα Δ. (2Χρ 11:5-12) Σχεδόν δυόμισι αιώνες αργότερα, η Αιαλών κατέληξε στα χέρια των Φιλισταίων, στη διάρκεια της βασιλείας του άπιστου Άχαζ (761-746 Π.Κ.Χ.).—2Χρ 28:18.
Η Αιαλών μνημονεύεται σε μια από τις Πινακίδες της Αμάρνα ως Αγιαλούνα.
2. Τοποθεσία στην περιοχή του Ζαβουλών, όπου θάφτηκε ο Κριτής Αιλών, ο οποίος καταγόταν από εκείνη τη φυλή. (Κρ 12:12) Η θέση της είναι άγνωστη.
[Εικόνα στη σελίδα 116]
Η Κοιλάδα της Αιαλών. Στη μάχη με τους Αμορραίους, ο Ιησούς του Ναυή ζήτησε να μείνει η σελήνη ακίνητη «πάνω από την κοιλάδα της Αιαλών»
-
-
ΑίγαγροςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΓΑΓΡΟΣ
Βλέπε ΚΑΤΣΙΚΙ.
-
-
Αίγα των ΒουνώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΓΑ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ
Βλέπε ΚΑΤΣΙΚΙ.
-
-
Αίγυπτος, ΑιγύπτιοιΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΑΙΓΥΠΤΙΟΙ
Η Αίγυπτος και οι κάτοικοί της αναφέρονται περισσότερες από 700 φορές στην Αγία Γραφή. Στο πρωτότυπο κείμενο των Εβραϊκών Γραφών, η Αίγυπτος προσδιορίζεται συνήθως με την ονομασία Μισραΐμ (Μιτσράγιμ) (παράβαλε Γε 50:11), η οποία προφανώς υποδήλωνε την εξέχουσα θέση ή την επικράτηση των απογόνων αυτού του γιου του Χαμ σε εκείνη την περιοχή. (Γε 10:6) Ακόμη και σήμερα, οι Άραβες ονομάζουν την Αίγυπτο Μισρ. Σε ορισμένους ψαλμούς αποκαλείται «γη του Χαμ».—Ψλ 105:23, 27· 106:21, 22.
Τα Όρια και η Γεωγραφία Της. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 531) Τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη εποχή, η Αίγυπτος οφείλει την ύπαρξή της στον Νείλο Ποταμό, του οποίου η εύφορη κοιλάδα σχηματίζει μια στενόμακρη πράσινη λωρίδα μέσα στις αφιλόξενες ερήμους της βορειοανατολικής Αφρικής. Η «Κάτω Αίγυπτος» αποτελούνταν από την πλατιά περιοχή του Δέλτα όπου ο Νείλος διακλαδίζεται προτού εκβάλει στη Μεσόγειο Θάλασσα. Κάποτε είχε τουλάχιστον πέντε ξεχωριστές διακλαδώσεις, αλλά σήμερα έχει μόνο δύο. Από το σημείο όπου τα νερά του Νείλου ακολουθούν διαφορετικές κατευθύνσεις (κοντά στο σημερινό Κάιρο) μέχρι την ακτή της θάλασσας μεσολαβεί απόσταση περίπου 160 χλμ. Η τοποθεσία της αρχαίας Ηλιούπολης (της Βιβλικής Ων) βρίσκεται σε μικρή απόσταση Β του Καΐρου, ενώ λίγα χιλιόμετρα Ν του Καΐρου βρίσκεται η Μέμφις (στην Αγία Γραφή αποκαλείται συνήθως Νοφ). (Γε 46:20· Ιερ 46:19· Ωσ 9:6) Νότια της Μέμφιδος άρχιζε η περιοχή της «Άνω Αιγύπτου», η οποία εκτεινόταν κατά μήκος της κοιλάδας μέχρι τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου στο Ασουάν (την αρχαία Συήνη), καλύπτοντας μια απόσταση περίπου 960 χλμ. Πολλοί λόγιοι, όμως, θεωρούν ότι είναι λογικότερο να ονομάζουν το βόρειο μέρος αυτού του τμήματος «Μέση Αίγυπτο». Σε ολόκληρη αυτή την περιοχή (της Μέσης και της Άνω Αιγύπτου), το πλάτος της επίπεδης Κοιλάδας του Νείλου σπάνια υπερβαίνει τα 20 χλμ. Η κοιλάδα περιστοιχίζεται από ασβεστολιθικά και ψαμμιτικά απόκρημνα υψώματα τα οποία αποτελούν την άκρη της καθαυτό ερήμου.
Πέρα από τον πρώτο καταρράκτη βρισκόταν η αρχαία Αιθιοπία, γι’ αυτό και λέγεται για την Αίγυπτο ότι εκτεινόταν «από τη Μιγδώλ [προφανώς μια τοποθεσία στη βορειοανατολική Αίγυπτο] ως τη Συήνη και ως τα όρια της Αιθιοπίας». (Ιεζ 29:10) Μολονότι ο εβραϊκός όρος Μιτσράγιμ χρησιμοποιείται κανονικά για να υποδηλώσει ολόκληρη τη γη της Αιγύπτου, πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αντιπροσωπεύει την Κάτω Αίγυπτο—ίσως και τη Μέση Αίγυπτο—ενώ η Άνω Αίγυπτος προσδιορίζεται από το όνομα Παθρώς. Η αναφορά του εδαφίου Ησαΐας 11:11 στην “Αίγυπτο [Μισραΐμ], στην Παθρώς και στον Χους” παραλληλίζεται με μια παρόμοια γεωγραφική διάταξη που εμφανίζεται σε επιγραφή του Ασσύριου Βασιλιά Εσάρ-αδδών, η οποία μνημονεύει ως μέρος της αυτοκρατορίας του τις περιοχές “Μουσούρ, Πατουρισί και Κουσού”.—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 290.
Συνορεύοντας προς Β με τη Μεσόγειο Θάλασσα και προς Ν με τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου και τη Νουβία-Αιθιοπία, η Αίγυπτος περικλειόταν από τη Λιβυκή Έρημο (τμήμα της Σαχάρας) στα Δ και την Έρημο της Ερυθράς Θάλασσας στα Α. Επομένως, ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελείως απομονωμένη από εξωτερικές επιρροές και προστατευμένη από επιδρομές. Ωστόσο, η Χερσόνησος του Σινά στα ΒΑ αποτελούσε τη γέφυρα με την ήπειρο της Ασίας (1Σα 15:7· 27:8), και από αυτή τη γέφυρα γης κατέφθαναν εμπορικά καραβάνια (Γε 37:25), μετανάστες και, αργότερα, στρατεύματα εισβολέων. Η «κοιλάδα του χειμάρρου της Αιγύπτου», την οποία συνήθως ταυτίζουν με το Ουάντι ελ-Αρίς στη Χερσόνησο του Σινά, αποτελούσε προφανώς το βορειοανατολικό άκρο της εδραιωμένης επικράτειας της Αιγύπτου. (2Βα 24:7) Πέρα από εκεί εκτεινόταν η Χαναάν. (Ιη 15:4) Στην έρημο Δ του Νείλου, υπήρχαν τουλάχιστον πέντε οάσεις που απάρτιζαν τμήμα του αιγυπτιακού βασιλείου. Η μεγάλη όαση του Φαγιούμ, περίπου 72 χλμ. ΝΔ της αρχαίας Μέμφιδος, λάβαινε νερό από τον Νείλο μέσω ενός καναλιού.
Οικονομία εξαρτώμενη από τον Νείλο. Μολονότι σήμερα οι έρημοι δίπλα από την Κοιλάδα του Νείλου έχουν ελάχιστη ή και καθόλου βλάστηση, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βόσκουν εκεί ζώα, υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στην αρχαιότητα ζούσαν στις ρεματιές πολλά θηράματα τα οποία κυνηγούσαν οι Αιγύπτιοι. Παρ’ όλα αυτά, οι βροχές ήταν προφανώς σποραδικές και σήμερα είναι αμελητέες (το ύψος των βροχοπτώσεων στο Κάιρο ίσως φτάνει τα 5 εκ. ετησίως). Επομένως, η ζωή στην Αίγυπτο εξαρτόταν από τα νερά του Νείλου.
Οι πηγές του Νείλου βρίσκονται στα βουνά της Αιθιοπίας και των γειτονικών χωρών. Εδώ, οι εποχιακές βροχοπτώσεις ήταν τόσο πολλές ώστε προκαλούσαν ανύψωση της στάθμης του ποταμού, κάνοντάς τον να πλημμυρίζει τις όχθες του στην Αίγυπτο κάθε χρόνο, από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο. (Παράβαλε Αμ 8:8· 9:5.) Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο διοχετευόταν νερό στα αρδευτικά κανάλια και στις αρδευτικές λεκάνες, αλλά επίσης κατακαθόταν πολύτιμη λάσπη που εμπλούτιζε το έδαφος. Τόσο εύφορη ήταν η Κοιλάδα του Νείλου, όπως και το Δέλτα, ώστε όταν ο Λωτ είδε την περιοχή των Σοδόμων και των Γομόρρων—μια περιοχή με άφθονα νερά—την παρομοίασε με «τον κήπο του Ιεχωβά, [με] τη γη της Αιγύπτου». (Γε 13:10) Ωστόσο, το μέγεθος της πλημμύρας παρουσίαζε διακυμάνσεις. Όταν η πλημμύρα ήταν μικρή, η παραγωγή δεν επαρκούσε και το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχει πείνα. (Γε 41:29-31) Η παντελής έλλειψη πλημμυρών στον Νείλο θα συνιστούσε τεράστια καταστροφή και θα μετέτρεπε τη χώρα σε άγονη έρημο.—Ησ 19:5-7· Ιεζ 29:10-12.
Προϊόντα. Τα κύρια προϊόντα της Αιγύπτου, χώρας με πλούσια αγροτική παραγωγή, ήταν το κριθάρι, το σιτάρι, το αγριοσίταρο και το λινάρι (από το οποίο φτιαχνόταν εκλεκτό λινό ύφασμα που εξαγόταν σε πολλές χώρες). (Εξ 9:31, 32· Παρ 7:16) Υπήρχαν αμπέλια, καθώς επίσης χουρμαδιές, συκιές και ροδιές. Οι λαχανόκηποι παρήγαν μεγάλη ποικιλία προϊόντων, όπως αγγούρια, καρπούζια, πράσα, κρεμμύδια και σκόρδα. (Γε 40:9-11· Αρ 11:5· 20:5) Η αναφορά στο “πότισμα της γης με το πόδι” (Δευ 11:10) θεωρείται από ορισμένους μελετητές ότι υποδηλώνει τη χρήση ποδοκίνητου υδροτροχού. Μπορεί επίσης να υποδηλώνει ότι άνοιγαν και έκλειναν με τα πόδια τα κανάλια μέσα από τα οποία έρρεαν τα αρδευτικά νερά.
Όταν οι γειτονικές χώρες πλήττονταν από πείνα, οι άνθρωποι κατέβαιναν συχνά στην εύφορη Αίγυπτο, όπως έκανε και ο Αβραάμ στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. (Γε 12:10) Με την πάροδο του χρόνου, η Αίγυπτος αποτέλεσε το σιτοβολώνα μεγάλου μέρους της περιοχής της Μεσογείου. Το πλοίο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στο οποίο επιβιβάστηκε ο απόστολος Παύλος από τα Μύρα τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., ήταν σιταγωγό που έπλεε προς την Ιταλία.—Πρ 27:5, 6, 38.
Ένα άλλο σπουδαίο προϊόν που εξήγε η Αίγυπτος ήταν ο πάπυρος, το ποώδες φυτό που ευδοκιμούσε στα πολυάριθμα έλη του Δέλτα (Εξ 2:3· παράβαλε Ιωβ 8:11) και χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή γραφικής ύλης. Επειδή, όμως, στην Αίγυπτο δεν υπήρχαν δάση, αναγκάζονταν να εισάγουν ξυλεία από τη Φοινίκη, ειδικά ξύλο κέδρου από λιμάνια όπως η Τύρος, όπου τα πολύχρωμα λινά υφάσματα της Αιγύπτου ήταν περιζήτητα. (Ιεζ 27:7) Οι ναοί και τα μνημεία της Αιγύπτου χτίζονταν από γρανίτη και μερικές μαλακότερες πέτρες, όπως ο ασβεστόλιθος, υλικά από τα οποία υπήρχαν άφθονα αποθέματα στους λόφους κατά μήκος της Κοιλάδας του Νείλου. Τα συνηθισμένα σπίτια, αλλά ακόμη και ανάκτορα, κατασκευάζονταν από πλίθους (οι οποίοι αποτελούσαν κοινό οικοδομικό υλικό). Τα αιγυπτιακά ορυχεία στους λόφους που υπήρχαν κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας (καθώς και απέναντι, στη Χερσόνησο του Σινά) έβγαζαν χρυσάφι και χαλκό. Από αυτόν το χαλκό κατασκευάζονταν μπρούντζινα αντικείμενα τα οποία επίσης εξάγονταν.—Γε 13:1, 2· Ψλ 68:31.
Η κτηνοτροφία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αιγυπτιακή οικονομία. Ο Αβραάμ απέκτησε πρόβατα και βόδια ενόσω βρισκόταν εκεί, καθώς και υποζύγια, όπως γαϊδούρια και καμήλες. (Γε 12:16· Εξ 9:3) Όταν ασκούσε τη διαχείριση στην Αίγυπτο ο Ιωσήφ (1737-1657 Π.Κ.Χ.), αναφέρεται ότι υπήρχαν άλογα, τα οποία πιστεύεται γενικά ότι προήλθαν από την Ασία. (Γε 47:17· 50:9) Μπορεί οι Αιγύπτιοι να τα απέκτησαν αρχικά μέσω εμπορίου ή να τα αιχμαλώτισαν στη διάρκεια επιδρομών τους σε χώρες οι οποίες βρίσκονταν ΒΑ. Τον καιρό του Σολομώντα τα άλογα της Αιγύπτου ήταν τόσο πολλά και θεωρούνταν τόσο καλά ώστε αποτελούσαν σπουδαίο εμπόρευμα (μαζί με τα αιγυπτιακά άρματα) στην παγκόσμια αγορά.—1Βα 10:28, 29.
Υπήρχαν άφθονα αρπακτικά και νεκροφάγα πουλιά, όπως γύπες, ικτίνοι, αετοί και γεράκια, καθώς και πολλά υδρόβια πουλιά, μεταξύ των οποίων η ίβις και ο γερανός. Ο Νείλος έβριθε από ψάρια (Ησ 19:8), οι δε ιπποπόταμοι και οι κροκόδειλοι ήταν σύνηθες θέαμα. (Παράβαλε με τη συμβολική γλώσσα των εδ. Ιεζ 29:2-5.) Στις ερήμους ενδημούσαν τσακάλια, λύκοι, ύαινες και λιοντάρια, καθώς και διάφορα είδη φιδιών και άλλων ερπετών.
Ο Λαός. Ο λαός της Αιγύπτου ήταν χαμιτικός και, από ό,τι φαίνεται, καταγόταν κυρίως από τον Μισραΐμ, γιο του Χαμ. (Γε 10:6) Μετά το διασκορπισμό που έλαβε χώρα στη Βαβέλ (Γε 11:8, 9), πολλοί από τους απογόνους του Μισραΐμ, όπως οι Λουδίμ, οι Αναμίμ, οι Λεαβίμ, οι Ναφθουχίμ και οι Παθρουσίμ, μπορεί να μετανάστευσαν στη βόρεια Αφρική. (Γε 10:6, 13, 14) Όπως επισημάνθηκε ήδη, το όνομα Παθρώς (ενικός αριθμός του ονόματος Παθρουσίμ) συσχετίζεται με την Άνω Αίγυπτο, ενώ υπάρχουν κάποια στοιχεία που τοποθετούν τους Ναφθουχίμ στην περιοχή του Δέλτα της Αιγύπτου.
Υπέρ της άποψης ότι υπήρχε ένας αρκετά πολυσύνθετος πληθυσμός, που απαρτιζόταν από διαφορετικές φυλές οικογενειακών ομάδων, συνηγορεί το γεγονός ότι από αρχαιοτάτων χρόνων η χώρα ήταν διαιρεμένη σε πολυάριθμα τμήματα (αργότερα ονομάστηκαν νομοί) και ότι αυτή η διαίρεση εξακολουθούσε να υφίσταται και αποτελούσε μέρος της κυβερνητικής δομής και μετά την ενοποίηση της χώρας υπό έναν κυρίαρχο ηγεμόνα, μάλιστα δε και μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. Γενικά αναγνωρίζονταν 42 νομοί, 20 στην Κάτω Αίγυπτο και 22 στην Άνω Αίγυπτο. Σε όλη την ιστορία της χώρας, η συνεχής διάκριση μεταξύ της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου, μολονότι ίσως οφείλεται σε γεωγραφικές διαφορές, μπορεί να εμπεριέχει και έναν αρχικό φυλετικό διαχωρισμό. Όποτε εξασθενούσε η κεντρική εξουσία, η χώρα έτεινε να διαιρείται σε αυτά τα δύο κύρια τμήματα ή ακόμη και να προσεγγίζει τον κατακερματισμό σε πολυάριθμα μικρά βασίλεια που είχαν ως επικράτεια τους διάφορους νομούς.
Με βάση αρχαίες ζωγραφικές παραστάσεις, καθώς και από τις μούμιες, υποστηρίζεται ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν γενικά μικρόσωμοι, λεπτοί και μελαμψοί, μολονότι όχι νεγροειδείς. Ωστόσο, οι αρχαίες ζωγραφικές παραστάσεις και τα γλυπτά φανερώνουν αξιοσημείωτη ποικιλία.
Γλώσσα. Οι σύγχρονοι μελετητές τείνουν να χαρακτηρίζουν την αιγυπτιακή γλώσσα με τον όρο «σημιτοχαμιτική» ή με άλλους παρόμοιους. Μολονότι η γλώσσα ήταν κατά βάση χαμιτική, υπάρχει η άποψη ότι η γραμματική της παρουσίαζε πολλές αναλογίες με τη γραμματική των σημιτικών γλωσσών, καθώς και ότι υπήρχαν κάποιες ομοιότητες στο λεξιλόγιο. Παρά τις φαινομενικές αυτές συνδέσεις, θεωρείται ότι «η αιγυπτιακή διαφέρει από όλες τις σημιτικές γλώσσες πολύ περισσότερο από όσο διαφέρει καθεμιά από αυτές με οποιαδήποτε άλλη, και τουλάχιστον μέχρι να προσδιοριστεί ακριβέστερα η σχέση της με τις αφρικανικές γλώσσες, η αιγυπτιακή πρέπει να καταταχθεί οπωσδήποτε εκτός της σημιτικής ομάδας». (Αιγυπτιακή Γραμματική [Egyptian Grammar], του Α. Γκάρντινερ, Λονδίνο, 1957, σ. 3) Όταν ο Ιωσήφ απέκρυψε την ταυτότητά του από τους αδελφούς του, τους μίλησε μέσω Αιγύπτιου διερμηνέα.—Γε 42:23.
Ούτως ή άλλως, κάποιοι παράγοντες καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων για τις παλαιότατες μορφές της γλώσσας που χρησιμοποιούνταν στην Αίγυπτο. Ένας από αυτούς είναι το αιγυπτιακό σύστημα γραφής. Οι αρχαίες επιγραφές χρησιμοποιούν πικτογραφικά σύμβολα (αναπαραστάσεις ζώων, πουλιών, φυτών ή άλλων αντικειμένων) καθώς και κάποια γεωμετρικά σχήματα—ένα σύστημα γραφής την οποία οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν ιερογλυφική. Μολονότι ορισμένα σύμβολα κατέληξαν να αντιπροσωπεύουν συλλαβές, αυτά χρησιμοποιούνταν μόνο για να συμπληρώσουν τα ιερογλυφικά και δεν τα αντικαθιστούσαν ποτέ. Επιπλέον, οι ακριβείς φθόγγοι που παριστάνονταν με αυτές τις συλλαβές δεν είναι γνωστοί σήμερα. Κάποια βοήθεια προσφέρουν ορισμένα συγγράμματα σε σφηνοειδή γραφή που κάνουν αναφορές στην Αίγυπτο από τα μέσα κιόλας της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. Μεταγραφές διαφόρων αιγυπτιακών ονομάτων και άλλων λέξεων στην ελληνική από τον έκτο περίπου αιώνα Κ.Χ., καθώς και διάφορες μεταγραφές στην αραμαϊκή οι οποίες αρχίζουν να εμφανίζονται έναν περίπου αιώνα αργότερα, δίνουν παρομοίως κάποια ιδέα για την προφορά των μεταγραμμένων αιγυπτιακών λέξεων. Ωστόσο, η αναπαραγωγή του φωνολογικού συστήματος, δηλαδή του τρόπου προφοράς των φθόγγων, της αρχαίας αιγυπτιακής εξακολουθεί να βασίζεται πρωτίστως στην κοπτική, τη μορφή της αιγυπτιακής που χρησιμοποιείται από τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. και εφεξής. Επομένως, η αρχική δομή του αρχαίου λεξιλογίου στην παλαιότατη μορφή του, ιδιαίτερα στη μορφή που είχε πριν από την παραμονή των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο, μπορεί να αναπλαστεί μόνο κατά προσέγγιση. Παραδείγματος χάρη, βλέπε ΝΩ, ΝΩ-ΑΜΜΩΝ.
Εκτός αυτού, οι γνώσεις μας γύρω από άλλες αρχαίες χαμιτικές γλώσσες της Αφρικής είναι πολύ περιορισμένες σήμερα, πράγμα που καθιστά δύσκολη τη συσχέτιση της αιγυπτιακής με αυτές. Δεν έχουν βρεθεί επιγραφές σε αφρικανικές γλώσσες εκτός της αιγυπτιακής οι οποίες να ανάγονται σε εποχές πριν από την Κοινή Χρονολογία. Τα δεδομένα επιβεβαιώνουν τη Βιβλική αφήγηση για τη σύγχυση των γλωσσών και, όπως φαίνεται, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, ως απόγονοι του Χαμ μέσω του Μισραΐμ, μιλούσαν μια γλώσσα διαφορετική και ξεχωριστή από τις σημιτικές γλώσσες.
Τα ιερογλυφικά χρησιμοποιούνταν ειδικά για επιγραφές μνημείων και τοιχογραφίες, όπου τα σύμβολα χαράζονταν με μεγάλη λεπτομέρεια. Μολονότι εξακολούθησαν να βρίσκονται σε χρήση μέχρι την αρχή της Κοινής Χρονολογίας, ιδιαίτερα στα θρησκευτικά κείμενα, οι γραφείς που έγραφαν με μελάνι πάνω σε δέρμα και πάπυρο ανέπτυξαν από νωρίς μια ευκολότερη γραφή σε απλουστευμένη, ρέουσα μορφή. Τη γραφή αυτή—που ονομάστηκε ιερατική—διαδέχθηκε μια ακόμη πιο ρέουσα μορφή, η δημοτική, ιδιαίτερα από τη λεγόμενη «Εικοστή Έκτη Δυναστεία» (έβδομος και έκτος αιώνας Π.Κ.Χ.) και έπειτα. Η αποκρυπτογράφηση των αιγυπτιακών κειμένων έγινε δυνατή μόνο μετά την ανακάλυψη της Στήλης της Ροζέτης το 1799. Αυτή η επιγραφή, που εκτίθεται τώρα στο Βρετανικό Μουσείο, περιέχει ένα διάταγμα για την απονομή τιμών προς τον Πτολεμαίο Ε΄ (τον Επιφανή) και χρονολογείται από το 196 Π.Κ.Χ. Είναι γραμμένη στην ιερογλυφική και στη δημοτική αιγυπτιακή, καθώς επίσης στην ελληνική, το δε ελληνικό κείμενο αποτέλεσε το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της αιγυπτιακής.
Θρησκεία. Η Αίγυπτος ήταν άκρως θρησκευόμενη χώρα στην οποία κυριαρχούσε ο πολυθεϊσμός. Κάθε πόλη, μεγάλη ή μικρή, είχε τη δική της τοπική θεότητα η οποία έφερε τον τίτλο «Κύριος της Πόλης». Ένας κατάλογος που βρέθηκε στον τάφο του Τουθμώσεως Γ΄ αναφέρει τα ονόματα περίπου 740 θεών. (Εξ 12:12) Συχνά ο θεός παριστανόταν παντρεμένος με κάποια θεά που του είχε γεννήσει έναν γιο, «με αποτέλεσμα να σχηματίζεται μια τριάδα θεών, στην οποία μάλιστα ο πατέρας δεν ήταν πάντοτε επικεφαλής. Ενίοτε αρκούνταν στο ρόλο του πριγκιπικού συζύγου, ενώ κύρια τοπική θεότητα παρέμενε η θεά». (Νέα Εγκυκλοπαίδεια Λαρούς της Μυθολογίας [New Larousse Encyclopedia of Mythology], 1968, σ. 10) Καθένας από τους κυριότερους θεούς κατοικούσε σε ναό στον οποίο δεν είχε πρόσβαση ο λαός. Ο θεός λατρευόταν από τους ιερείς οι οποίοι κάθε πρωί τον ξυπνούσαν με έναν ύμνο, τον έλουζαν, τον έντυναν, τον «τάιζαν» και του πρόσφεραν και άλλες υπηρεσίες. (Αντιπαράβαλε Ψλ 121:3, 4· Ησ 40:28.) Σε όλες αυτές τις ενέργειες οι ιερείς προφανώς εκλαμβάνονταν ως εκπρόσωποι του Φαραώ, ο οποίος με τη σειρά του, σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, ήταν και ο ίδιος ζωντανός θεός, ο γιος του θεού Ρα. Αυτή η κατάσταση οπωσδήποτε εξαίρει το θάρρος που εκδήλωσαν ο Μωυσής και ο Ααρών, όταν εμφανίστηκαν ενώπιον του Φαραώ για να του γνωστοποιήσουν το διάταγμα του αληθινού Θεού, και προσδίδει νόημα στην αλαζονική απάντηση του Φαραώ: «Ποιος είναι ο Ιεχωβά ώστε να υπακούσω στη φωνή του;»—Εξ 5:2.
Παρά το άφθονο υλικό που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην Αίγυπτο με τη μορφή ναών, αγαλμάτων, θρησκευτικών ζωγραφικών παραστάσεων και κειμένων, σχετικά λίγα πράγματα είναι γνωστά για τις πραγματικές θρησκευτικές δοξασίες των Αιγυπτίων. Τα θρησκευτικά κείμενα παρουσιάζουν μια πολύ ασύνδετη και αποσπασματική εικόνα, παραλείποντας σε γενικές γραμμές τόσα στοιχεία όσα αναφέρουν, ή και περισσότερα. Μεγάλο μέρος της γνώσης μας γύρω από τις θεότητες και τις συνήθειες των Αιγυπτίων αυτές καθαυτές βασίζεται στα πορίσματα των μελετητών ή σε πληροφορίες που μας δίνουν συγγραφείς όπως ο Ηρόδοτος και ο Πλούταρχος.
Ωστόσο, η έλλειψη ενιαίων δοξασιών είναι φανερή, εφόσον οι τοπικές διαφορές εξακολούθησαν να υπάρχουν σε όλη την αιγυπτιακή ιστορία και δημιούργησαν έναν λαβύρινθο θρύλων και μύθων, οι οποίοι είναι συχνά αντιφατικοί. Παραδείγματος χάρη, ο θεός Ρα ήταν γνωστός με 75 διαφορετικά ονόματα και μορφές. Από τις εκατοντάδες θεότητες, φαίνεται ότι ήταν σχετικά λίγες εκείνες που λατρεύονταν πράγματι σε εθνικό επίπεδο. Η πιο δημοφιλής από αυτές ήταν η τριάδα την οποία αποτελούσαν ο Όσιρις, η Ίσις (η σύζυγός του) και ο Ώρος (ο γιος του). Επίσης, υπήρχαν οι «κοσμικοί» θεοί, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Ρα, ο θεός του ήλιου, και στους οποίους περιλαμβάνονταν θεοί για τη σελήνη, τον ουρανό, τον αέρα, τη γη, τον ποταμό Νείλο, και ούτω καθεξής. Στις Θήβες (τη Βιβλική Νω) την υψηλότερη θέση κατείχε ο θεός Άμμων στον οποίο αποδόθηκε αργότερα ο τίτλος «βασιλιάς των θεών» υπό την ονομασία Άμμων-Ρα. (Ιερ 46:25) Στις γιορτές (Ιερ 46:17) περιέφεραν τους θεούς στους δρόμους των πόλεων. Όταν, λόγου χάρη, οι ιερείς του Ρα περιέφεραν το είδωλό του σε θρησκευτική πομπή, ο λαός φρόντιζε να είναι παρών, αναμένοντας να ανταμειφθεί για αυτό. Θεωρώντας ότι με την παρουσία τους και μόνο εκπλήρωναν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις, οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι ο Ρα, με τη σειρά του, ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει να τους παρέχει ευημερία. Απέβλεπαν σε αυτόν μόνο για υλικές ευλογίες και ευημερία, αλλά δεν ζητούσαν ποτέ κάτι πνευματικό. Υπάρχουν πολλές αντιστοιχίες ανάμεσα στους κύριους θεούς της Αιγύπτου και της Βαβυλώνας, τα δε στοιχεία υποδεικνύουν τη Βαβυλώνα ως την πηγή και την Αίγυπτο ως τον αποδέκτη ή συνεχιστή.—Βλέπε ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΘΕΕΣ.
Αυτή η πολυθεϊστική λατρεία δεν ωφελούσε ούτε εξύψωνε το επίπεδο των Αιγυπτίων. Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα ([Encyclopædia Britannica] 1959, Τόμ. 8, σ. 53) παρατηρεί τα εξής: «Η φαντασία των ανθρώπων της κλασικής και της σύγχρονης εποχής τούς αποδίδει θαυμαστά μυστήρια τα οποία εμπεριείχαν με κρυφό τρόπο βαθιές αλήθειες. Πράγματι, [οι Αιγύπτιοι] είχαν μυστήρια, όπως και οι Ασάντι και οι Ίμπο [αφρικανικές φυλές]. Είναι λάθος, όμως, να νομίζουμε ότι αυτά τα μυστήρια έκρυβαν διάφορες αλήθειες και περιέκλειαν μια απόκρυφη “πίστη”». Στην πραγματικότητα, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι τα βασικά συστατικά της αιγυπτιακής λατρείας ήταν η μαγεία και οι πρωτόγονες δεισιδαιμονίες. (Γε 41:8) Χρησιμοποιούσαν θρησκευτική μαγεία για την πρόληψη των ασθενειών. Ο πνευματισμός ήταν κυρίαρχο στοιχείο, καθώς υπήρχαν πολλοί «γοητευτές», “πνευματιστικοί μεσάζοντες” και «επαγγελματίες προγνώστες γεγονότων». (Ησ 19:3) Φορούσαν περίαπτα και φυλαχτά για «καλή τύχη», και έγραφαν μαγικές ρήσεις πάνω σε κομμάτια παπύρου τα οποία κρεμούσαν στο λαιμό τους. (Παράβαλε Δευ 18:10, 11.) Όταν ο Μωυσής και ο Ααρών εκτέλεσαν θαυματουργικές πράξεις με θεϊκή δύναμη, οι μάγοι ιερείς και οι μαγγανευτές της αυλής του Φαραώ έκαναν επίδειξη των ικανοτήτων τους αντιγράφοντας αυτές τις πράξεις με τις μαγικές τέχνες τους ώσπου αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την αποτυχία τους.—Εξ 7:11, 22· 8:7, 18, 19.
Ζωολατρία. Αυτή η δεισιδαιμονική λατρεία οδήγησε τους Αιγυπτίους σε μια τελείως εξαχρειωτική ειδωλολατρία που περιλάμβανε τη λατρεία ζώων. (Παράβαλε Ρω 1:22, 23.) Πολλοί από τους εξοχότερους θεούς παριστάνονταν συχνά με ανθρώπινο σώμα και με κεφάλι ζώου ή πουλιού. Έτσι λοιπόν, ο θεός Ώρος απεικονιζόταν με κεφάλι γερακιού, ενώ ο Θωθ με κεφάλι ίβιδος ή, κάποιες φορές, πιθήκου. Σε ορισμένες περιπτώσεις πίστευαν ότι ο θεός ήταν πραγματικά ενσαρκωμένος στο σώμα του ζώου, όπως στην περίπτωση των ταύρων Άπιδων. Ο ζωντανός ταύρος Άπις, ο οποίος θεωρούνταν ότι ήταν ο ενσαρκωμένος θεός Όσιρις, ήταν εγκατεστημένος σε ναό και, όταν πέθαινε, του γινόταν λαμπρή κηδεία και ταφή. Η δοξασία ότι κάποια ζώα, όπως οι γάτες, οι μπαμπουίνοι, οι κροκόδειλοι, τα τσακάλια και διάφορα πουλιά, ήταν ιερά επειδή σχετίζονταν με ορισμένους θεούς έκανε τους Αιγυπτίους να ταριχεύουν στην κυριολεξία εκατοντάδες χιλιάδες τέτοια πλάσματα και να τα θάβουν σε ειδικά νεκροταφεία.
Γιατί επέμενε ο Μωυσής ότι οι θυσίες του Ισραήλ θα ήταν “απεχθείς για τους Αιγυπτίους”;
Το γεγονός ότι τόσο πολλά διαφορετικά ζώα θεωρούνταν αντικείμενα ευλάβειας σε όλη την Αίγυπτο είναι ασφαλώς αυτό που προσέδωσε ισχύ και πειστικότητα στο επίμονο αίτημα που υπέβαλε ο Μωυσής να επιτραπεί στον Ισραήλ να πάει στην έρημο για να προσφέρει τις θυσίες του, λέγοντας στον Φαραώ: «Ας υποθέσουμε ότι θυσιάζαμε κάτι απεχθές για τους Αιγυπτίους, μπροστά στα μάτια τους· δεν θα μας λιθοβολούσαν;» (Εξ 8:26, 27) Φαίνεται ότι οι περισσότερες από τις θυσίες που πρόσφερε αργότερα ο Ισραήλ θα ήταν εξαιρετικά προσβλητικές για τους Αιγυπτίους. (Στην Αίγυπτο, ο θεός του ήλιου, ο Ρα, παριστανόταν μερικές φορές ως μοσχάρι που γεννήθηκε από την ουράνια αγελάδα.) Από την άλλη μεριά, όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΘΕΕΣ, επιφέροντας στην Αίγυπτο τις Δέκα Πληγές, ο Ιεχωβά εκτέλεσε κρίσεις «εναντίον όλων των θεών της Αιγύπτου», αφενός κάνοντάς τους να υποστούν μεγάλη ταπείνωση και αφετέρου καθιστώντας το δικό του όνομα γνωστό σε όλη τη χώρα.—Εξ 12:12.
Το έθνος του Ισραήλ δεν απέφυγε εντελώς τη μίανση από αυτή την ψεύτικη λατρεία στους δύο αιώνες της παραμονής του στην Αίγυπτο (Ιη 24:14), και αναμφίβολα σε αυτό το γεγονός οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, οι εσφαλμένες διαθέσεις που εκδηλώθηκαν από νωρίς κατά την πορεία της Εξόδου. Μολονότι ο Ιεχωβά έδωσε στους Ισραηλίτες την εντολή να πετάξουν «τα κοπρώδη είδωλα της Αιγύπτου», εκείνοι δεν το έκαναν. (Ιεζ 20:7, 8· 23:3, 4, 8) Η κατασκευή ενός χρυσού μοσχαριού για λατρεία στην έρημο πιθανόν να απηχεί την αιγυπτιακή ζωολατρία που είχε μολύνει κάποιους Ισραηλίτες. (Εξ 32:1-8· Πρ 7:39-41) Ακριβώς προτού μπει ο Ισραήλ στην Υποσχεμένη Γη, ο Ιεχωβά προειδοποίησε και πάλι ρητά ότι δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνουν οποιεσδήποτε μορφές ζώων ή οποιαδήποτε αστρικά σώματα στη λατρεία τους προς Αυτόν. (Δευ 4:15-20) Εντούτοις, η ζωολατρία επανεμφανίστηκε έπειτα από αιώνες όταν ο Ιεροβοάμ, ο οποίος είχε επιστρέψει πρόσφατα από την Αίγυπτο, έφτιαξε δύο χρυσά μοσχάρια για λατρεία αφού ανέβηκε στο θρόνο του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ. (1Βα 12:2, 28, 29) Αξίζει να σημειωθεί ότι οι θεόπνευστες Γραφές που κατέγραψε ο Μωυσής είναι τελείως απαλλαγμένες από κάθε φθοροποιά επιρροή αυτής της αιγυπτιακής ειδωλολατρίας και δεισιδαιμονίας.
Έλλειψη πνευματικών και ηθικών ιδιοτήτων. Ορισμένοι λόγιοι υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε αντίληψη περί αμαρτίας φανερώνεται σε ορισμένα αιγυπτιακά θρησκευτικά κείμενα είναι το αποτέλεσμα μεταγενέστερης σημιτικής επιρροής. Και πάλι, όμως, η εξομολόγηση των αμαρτιών γινόταν πάντοτε με αρνητική έννοια, όπως επισημαίνει η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (1959, Τόμ. 8, σ. 56): «Όταν [ο Αιγύπτιος] ομολογούσε, δεν έλεγε “Είμαι ένοχος”, αλλά έλεγε “Δεν είμαι ένοχος”. Η ομολογία του ήταν αρνητική και το βάρος της απόδειξης [onus probandi] έπεφτε στους δικαστές του οι οποίοι, σύμφωνα με τους παπύρους που έθαβαν μαζί με τους νεκρούς, εξέφεραν πάντοτε ευνοϊκή κρίση για αυτόν—ή τουλάχιστον υπήρχε η ελπίδα και η προσδοκία ότι έτσι θα έκαναν». (Αντιπαράβαλε Ψλ 51:1-5.) Η θρησκεία της αρχαίας Αιγύπτου φαίνεται ότι συνίστατο κυρίως σε τελετουργίες και μαγικές ρήσεις που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση των επιθυμητών αποτελεσμάτων μέσω της πρόνοιας ενός ή περισσοτέρων από τους πολυάριθμους θεούς τους.
Μολονότι προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τις βασιλείες των Φαραώ Αμενχοτέπ Γ΄ και Αμενχοτέπ Δ΄ (Ακενατόν) υπήρχε κάποια μορφή μονοθεϊσμού, τότε που η λατρεία του θεού του ήλιου, του Ατόν, επικράτησε σχεδόν αποκλειστικά, αυτός δεν ήταν αληθινός μονοθεϊσμός. Ο ίδιος ο Φαραώ συνέχισε να λατρεύεται ως θεός. Ακόμη δε και σε αυτή την περίοδο δεν υπήρχε ηθική διάσταση στα αιγυπτιακά θρησκευτικά κείμενα, δεδομένου ότι οι ύμνοι προς το θεό του ήλιου, τον Ατόν, απλώς τον αινούσαν για τη ζωογόνα θερμότητά του αλλά εξακολουθούσαν να στερούνται εκφράσεων αίνου ή εκτίμησης για τυχόν πνευματικές ή ηθικές ιδιότητες. Επομένως, κάθε υπόνοια ότι ο μονοθεϊσμός των συγγραμμάτων του Μωυσή είναι αποτέλεσμα αιγυπτιακής επιρροής είναι τελείως αβάσιμη.
Δοξασίες για τους νεκρούς. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην αιγυπτιακή θρησκεία διαδραμάτιζε η φροντίδα για τους νεκρούς και το υπερβολικό ενδιαφέρον για την εξασφάλιση ευημερίας και ευτυχίας έπειτα από τη «μεταλλαγή» του θανάτου. Η πίστη στη μετενσάρκωση ή στη μετεμψύχωση ήταν ένα δόγμα που διαπότιζε τα πάντα. Πίστευαν ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά πίστευαν επίσης ότι πρέπει να διατηρείται και το ανθρώπινο σώμα ώστε να μπορεί η ψυχή να επιστρέφει μερικές φορές και να το χρησιμοποιεί. Λόγω αυτής της δοξασίας, οι Αιγύπτιοι ταρίχευαν τους νεκρούς τους. Ο τάφος στον οποίο τοποθετούσαν τη μούμια θεωρούνταν η «κατοικία» του νεκρού. Οι πυραμίδες ήταν κολοσσιαία οικήματα για τους νεκρούς βασιλιάδες. Στους τάφους απέθεταν επίσης αντικείμενα για τη συντήρηση και την απόλαυση της ζωής, μεταξύ των οποίων κοσμήματα, ρούχα, έπιπλα και τρόφιμα, ώστε αυτά να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον από τον νεκρό, μαζί με γραπτές μαγικές ρήσεις και φυλαχτά (όπως το «Βιβλίο των Νεκρών») για την προστασία του εκλιπόντος από τα πονηρά πνεύματα. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 533) Εντούτοις, αυτές οι μαγικές ρήσεις δεν τους προστάτεψαν ούτε καν από τους ανθρώπους—τους τυμβωρύχους οι οποίοι τελικά σύλησαν ουσιαστικά κάθε μεγάλο ταφικό μνημείο.
Αν και είναι αλήθεια ότι ταριχεύτηκαν και τα σώματα του Ιακώβ και του Ιωσήφ, ασφαλώς στην περίπτωση του Ιακώβ αυτό έγινε κυρίως για να διατηρηθεί το σώμα του μέχρι να μπορέσουν να το μεταφέρουν σε έναν τάφο στην Υποσχεμένη Γη ως έκφραση της πίστης τους. Ειδικά στην περίπτωση του Ιωσήφ, η ταρίχευση μπορεί να έγινε από τους Αιγυπτίους ως έκφραση σεβασμού και τιμής.—Γε 47:29-31· 50:2-14, 24-26.
Η Ζωή και ο Πολιτισμός των Αιγυπτίων. Οι μελετητές παρουσίαζαν πολύ καιρό την Αίγυπτο ως τον “αρχαιότερο πολιτισμό” και ως την πηγή από όπου προήλθαν πολλές από τις πρώτες εφευρέσεις του ανθρώπου και από όπου ξεκίνησε η πρόοδος της ανθρωπότητας. Πιο πρόσφατα, όμως, τα στοιχεία που έχουν συσσωρευτεί υποδεικνύουν τη Μεσοποταμία ως το λεγόμενο λίκνο του πολιτισμού. Ορισμένες αιγυπτιακές αρχιτεκτονικές μέθοδοι, η χρήση του τροχού, ίσως οι βασικές αρχές της πικτογραφίας τους και ειδικά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αιγυπτιακής θρησκείας πιστεύεται ότι προήλθαν από τη Μεσοποταμία. Φυσικά, αυτό συμφωνεί με το Βιβλικό υπόμνημα για το διασκορπισμό των λαών μετά τον Κατακλυσμό.
Τα πιο γνωστά επιτεύγματα της αιγυπτιακής αρχιτεκτονικής είναι οι πυραμίδες που κατασκευάστηκαν στην Γκίζα από τους Φαραώ Χουφού (Χέοπα), Χάφρε και Μενκουρέ της λεγόμενης «Τέταρτης Δυναστείας». Η μεγαλύτερη, η πυραμίδα του Χουφού, καλύπτει με τη βάση της μια επιφάνεια περίπου 53 στρ. και έχει ύψος γύρω στα 137 μ. (όσο ένα σύγχρονο κτίριο 40 ορόφων). Υπολογίζεται ότι για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν 2.300.000 ογκόλιθοι, μέσου βάρους 2,3 τόνων ο καθένας. Οι ογκόλιθοι λαξεύτηκαν με τόση ακρίβεια ώστε οι πλευρές τους εφάρμοζαν με απόκλιση λίγων χιλιοστόμετρων. Χτίστηκαν επίσης τεράστιοι ναοί. Ένας από αυτούς στο Καρνάκ των Θηβών (της Βιβλικής Νω· Ιερ 46:25· Ιεζ 30:14-16) υπήρξε το μεγαλύτερο υπόστυλο οικοδόμημα που κατασκεύασε ποτέ ο άνθρωπος.
Οι Αιγύπτιοι εφάρμοζαν την περιτομή από την αρχαιότητα, και η Αγία Γραφή τούς κατατάσσει μαζί με άλλους περιτμημένους λαούς.—Ιερ 9:25, 26.
Το εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται ότι συνίστατο πρωτίστως σε σχολές γραφέων, τις οποίες διηύθυναν οι ιερείς. Εκτός του ότι ήταν ειδήμονες στην αιγυπτιακή γραφή, οι βασιλικοί γραφείς γνώριζαν καλά και την αραμαϊκή σφηνοειδή γραφή. Ήδη από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. οι υποτελείς ηγεμόνες της Συρίας και της Παλαιστίνης επικοινωνούσαν τακτικά με την αιγυπτιακή πρωτεύουσα στην αραμαϊκή. Οι Αιγύπτιοι είχαν αναπτύξει τα μαθηματικά σε τέτοιον βαθμό ώστε να μπορούν να πραγματοποιούν τα εκπληκτικά οικοδομικά επιτεύγματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, και είναι φανερό ότι διέθεταν κάποιες γνώσεις γεωμετρίας και αλγεβρικών αρχών. Ας σημειωθεί ότι «ο Μωυσής διδάχτηκε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων». (Πρ 7:22) Μολονότι στην Αίγυπτο επικρατούσε πολλή ψευδής σοφία, ήταν διαθέσιμες και κάποιες γνώσεις πρακτικής αξίας.
Η εξουσία και ο νόμος ήταν συγκεντρωμένα στο πρόσωπο του βασιλιά, δηλαδή του Φαραώ, ο οποίος θεωρούνταν θεός με ανθρώπινη μορφή. Αυτός κυβερνούσε τη χώρα μέσω υφισταμένων, ή αλλιώς κρατικών λειτουργών, και μέσω φεουδαρχών, η δύναμη των οποίων σε περιόδους εξασθένησης της βασιλείας ανταγωνιζόταν τη δύναμη του βασιλιά. Ίσως μάλιστα αυτοί οι άρχοντες να θεωρούνταν ουσιαστικά βασιλιάδες από όσους ζούσαν στις επικράτειές τους, πράγμα που θα δικαιολογούσε την αναφορά της Αγίας Γραφής στους «βασιλιάδες [πληθυντικός] της Αιγύπτου» όταν γίνεται λόγος για συγκεκριμένες εποχές. (2Βα 7:6· Ιερ 46:25) Αφότου η Αίγυπτος κατέκτησε τη Νουβία-Αιθιοπία στο Ν, εκείνη την περιοχή κυβερνούσε ένας αντιβασιλιάς που έφερε τον τίτλο «βασιλικός γιος του Χους», ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την παρουσία Αιγύπτιου αντιβασιλιά και στη Φοινίκη.
Δεν είναι γνωστή η ύπαρξη κάποιου ουσιαστικού κώδικα νόμων στην Αίγυπτο. Νόμοι υπήρχαν, αλλά από ό,τι φαίνεται επρόκειτο απλώς για βασιλικά διατάγματα, όπως τα διατάγματα του Φαραώ σχετικά με την καταναγκαστική εργασία των Ισραηλιτών για την κατασκευή πλίθων και τη θανάτωση με πνιγμό στο νερό όλων των νεογέννητων αρσενικών βρεφών των Ισραηλιτών. (Εξ 1:8-22· 5:6-18· παράβαλε Γε 41:44.) Επιβάλλονταν φόροι σε όλα τα προϊόντα των κτηματιών, και αυτό φαίνεται ότι άρχισε να εφαρμόζεται στις ημέρες του Ιωσήφ, όταν όλη η γη, εκτός από τη γη των ιερέων, έγινε ιδιοκτησία του Φαραώ. (Γε 47:20-26) Οι φόροι περιλάμβαναν, όχι μόνο ένα μέρος της παραγωγής ή των κοπαδιών, αλλά και υποχρεωτική εργασία σε κυβερνητικά προγράμματα και στρατιωτική υπηρεσία. Στις τιμωρίες για τα εγκλήματα συγκαταλέγονταν ο ακρωτηριασμός της μύτης, η εξορία για καταναγκαστική εργασία στα ορυχεία, ο ραβδισμός, η φυλάκιση και ο θάνατος, συχνά με αποκεφαλισμό.—Γε 39:20· 40:1-3, 16-22.
Τα γαμήλια έθιμα επέτρεπαν την πολυγαμία καθώς και τους γάμους μεταξύ αδελφού και αδελφής. Αυτή η τακτική ακολουθούνταν σε ορισμένα μέρη της Αιγύπτου μέχρι και το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. Είναι γνωστό ότι ορισμένοι Φαραώ παντρεύτηκαν κάποια αδελφή τους, προφανώς επειδή καμιά άλλη γυναίκα δεν θεωρούνταν αρκετά ιερή ώστε να συζευχθεί με έναν τέτοιον «ζωντανό θεό». Ο Νόμος που δόθηκε στον Ισραήλ αφού έφυγαν από την Αίγυπτο απαγόρευε τους αιμομεικτικούς γάμους, λέγοντας: «Όπως ενεργεί η γη της Αιγύπτου . . . δεν πρέπει να ενεργείτε· [ούτε] όπως ενεργεί η γη Χαναάν».—Λευ 18:3, 6-16.
Οι γνώσεις των αρχαίων Αιγυπτίων γύρω από την ιατρική παρουσιάζονται πολλές φορές ως αρκετά επιστημονικές και εξελιγμένες. Παρ’ όλο που φαίνεται ότι διέθεταν κάποιες γνώσεις ανατομίας και ότι ανέπτυξαν και κατέγραψαν ορισμένες απλές χειρουργικές μεθόδους, είναι φανερό ότι αγνοούσαν και πολλά πράγματα. Έτσι λοιπόν, ενώ το κείμενο ενός αιγυπτιακού παπύρου λέει ότι η καρδιά συνδέεται μέσω αγγείων με κάθε μέρος του σώματος, το ίδιο κείμενο υποστηρίζει ότι τα αγγεία μεταφέρουν, όχι αίμα, αλλά αέρα, νερό, σπέρμα και βλέννα. Όχι μόνο υπήρχαν ουσιαστικές παρανοήσεις γύρω από τις ζωτικές λειτουργίες του σώματος, αλλά επίσης τα ιατρικά κείμενα βρίθουν από μαγείες και δεισιδαιμονίες—οι μαγικές ρήσεις και τα ξόρκια συνιστούν μεγάλο μέρος του περιεχομένου τους. Οι ιατρικές συνταγές περιλάμβαναν μεν ωφέλιμα βότανα και φυτά, αλλά επίσης προέβλεπαν συστατικά όπως αίμα ποντικών, ούρα ή περιττώματα μυγών τα οποία, μαζί με τις μαγικές ρήσεις, «πίστευαν ότι θα ανάγκαζαν το δαίμονα που κατείχε το σώμα του ανθρώπου να το εγκαταλείψει από αηδία». (Ιστορία της Ανθρωπότητας [History of Mankind], των Τζ. Χόουκς και Σερ Λέναρντ Γούλεϊ, 1963, Τόμ. 1, σ. 695) Αυτή η άγνοια μπορεί να συντέλεσε στην ύπαρξη ορισμένων από τις “φοβερές ασθένειες της Αιγύπτου”, μεταξύ των οποίων πιθανόν να ήταν η ελεφαντίαση, η δυσεντερία, η ευλογιά, η βουβωνική πανώλη, η οφθαλμία και άλλες παθήσεις, από τις οποίες ο Ισραήλ μπορούσε να προστατευτεί αν υπάκουε πιστά. (Δευ 7:15· παράβαλε Δευ 28:27, 58-60· Αμ 4:10.) Τα μέτρα υγιεινής που επιβλήθηκαν στους Ισραηλίτες μετά την Έξοδο έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με πολλές μεθόδους οι οποίες περιγράφονται στα αιγυπτιακά κείμενα.—Λευ 11:32-40· βλέπε ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ.
Οι τέχνες των Αιγυπτίων κάλυπταν το συνηθισμένο φάσμα των τεχνών: αγγειοπλαστική, υφαντουργία, μεταλλουργία, κοσμηματοποιία, κατασκευή θρησκευτικών φυλαχτών και πολλές άλλες. (Ησ 19:1, 9, 10) Ήδη από τα μέσα περίπου της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ., η Αίγυπτος ήταν κέντρο υαλουργίας.—Παράβαλε Ιωβ 28:17.
Οι μεταφορές στο εσωτερικό της χώρας επικεντρώνονταν στον Νείλο Ποταμό. Οι επικρατούντες άνεμοι από το Β βοηθούσαν τα σκάφη να πλέουν αντίθετα στο ρου του ποταμού, ενώ όσα πλοιάρια ξεκινούσαν από το Ν έπλεαν σύμφωνα με το ρου παρασυρόμενα από το ρεύμα. Εκτός από αυτή την κύρια «συγκοινωνιακή αρτηρία», υπήρχαν κανάλια και μερικοί δρόμοι, όπως για παράδειγμα αυτός που οδηγούσε στη Χαναάν.
Με καραβάνια και με πλοία που διέσχιζαν την Ερυθρά Θάλασσα γινόταν διεθνές εμπόριο με άλλες αφρικανικές χώρες, ενώ μεγάλες αιγυπτιακές γαλέρες μετέφεραν εμπορεύματα και επιβάτες σε πολλά λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου.
Η ενδυμασία των Αιγυπτίων ήταν απλή. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της παλιότερης ιστορικής περιόδου, οι άντρες φορούσαν απλώς ένα είδος ποδιάς που μαζευόταν εμπρός σχηματίζοντας πτυχώσεις. Αργότερα μόνο οι κατώτερες τάξεις άφηναν το πάνω μέρος του σώματος γυμνό. Οι γυναίκες φορούσαν ένα μακρύ εφαρμοστό φόρεμα με τιράντες, φτιαγμένο συχνά από εκλεκτό λινό. Συνήθιζαν να κυκλοφορούν ξυπόλητοι, κάτι που μπορεί να συντέλεσε στη διάδοση ορισμένων ασθενειών.
Στις αιγυπτιακές ζωγραφικές παραστάσεις οι άντρες απεικονίζονται με κοντά μαλλιά ή ξυρισμένο κεφάλι και χωρίς γένια. (Γε 41:14) Η χρήση καλλυντικών ήταν διαδεδομένη μεταξύ των γυναικών.
Τα αιγυπτιακά σπίτια ποίκιλλαν από τις απλές καλύβες των φτωχών μέχρι τις ευρύχωρες επαύλεις των πλουσίων, οι οποίες περιβάλλονταν από κήπους, περιβόλια και λιμνούλες. Εφόσον ο Πετεφρής ήταν αξιωματούχος του Φαραώ, πιθανόν το σπίτι του να ήταν μια ωραία έπαυλη. (Γε 39:1, 4-6) Υπήρχαν διαφόρων ειδών έπιπλα, από απλά σκαμνιά μέχρι περίτεχνες καρέκλες και ντιβάνια. Τα σπίτια που ήταν κάπως μεγάλα χτίζονταν συνήθως γύρω από ανοιχτές αυλές. (Παράβαλε Εξ 8:3, 13.) Το ζύμωμα και το μαγείρεμα γίνονταν συχνά στην αυλή. Η τροφή των περισσότερων Αιγυπτίων πιθανότατα ήταν το κριθαρένιο ψωμί, τα λαχανικά, το ψάρι (άφθονο και φτηνό· Αρ 11:5) και η μπίρα, το κοινό ποτό. Όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα εμπλούτιζαν τη διατροφή τους με διάφορα είδη κρέατος.—Εξ 16:3.
Οι άντρες που υπηρετούσαν στον αιγυπτιακό στρατό χρησιμοποιούσαν τα συνηθισμένα όπλα της εποχής: τόξο και βέλος, δόρυ ή κοντάρι, ρόπαλο, τσεκούρι και ξιφίδιο. Τα ιππήλατα άρματα έπαιζαν μεγάλο ρόλο στους πολέμους τους. Μολονότι οι πανοπλίες φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν ελάχιστα τα παλιότερα χρόνια, αργότερα τέθηκαν σε χρήση, όπως και οι περικεφαλαίες, οι οποίες συχνά είχαν και φτερά. Άρα, η προφητεία του Ιερεμία (46:2-4) δίνει μια ακριβή περιγραφή του αιγυπτιακού στρατού τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ. Μεγάλο μέρος του στρατεύματος φαίνεται ότι αποτελούνταν από άντρες που στρατολογούνταν ανάμεσα από το λαό. Σε μεταγενέστερες εποχές χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση μισθοφόροι από άλλα έθνη.—Ιερ 46:7-9.
Ιστορία. Η αιγυπτιακή ιστορία, όπως προκύπτει από μη Βιβλικές πηγές, είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπιβεβαίωτη, ιδιαίτερα όσον αφορά τις παλιότερες περιόδους.—Βλέπε ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ (Αιγυπτιακή Χρονολόγηση).
Η επίσκεψη του Αβραάμ. Κάποιο διάστημα μετά τον Κατακλυσμό (2370-2369 Π.Κ.Χ.) και το μεταγενέστερο χωρισμό των λαών στη Βαβέλ, η Αίγυπτος κατοικήθηκε από Χαμίτες. Την εποχή που η πείνα ανάγκασε τον Αβραάμ (Άβραμ) να φύγει από τη Χαναάν και να κατεβεί στην Αίγυπτο (κάποιο διάστημα μεταξύ του 1943 Π.Κ.Χ. και του 1932 Π.Κ.Χ.), υπήρχε ένα βασίλειο που το κυβερνούσε κάποιος Φαραώ (το όνομά του δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή).—Γε 12:4, 14, 15· 16:16.
Φαίνεται ότι η Αίγυπτος ήταν ανοιχτή στους ξένους, και δεν υπάρχουν ενδείξεις εχθρικής αντιμετώπισης του νομάδα Αβραάμ, ενός σκηνίτη. Ωστόσο, ο φόβος του Αβραάμ μήπως δολοφονηθεί εξαιτίας της όμορφης συζύγου του προφανώς ήταν βάσιμος και ενδεικτικός του χαμηλού ηθικού επιπέδου της Αιγύπτου. (Γε 12:11-13) Οι πληγές που επήλθαν στον Φαραώ επειδή πήρε τη Σάρρα στην κατοικία του αποδείχτηκαν αποτελεσματικές, και έτσι ο Αβραάμ διατάχθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Όταν έφυγε, πήρε μαζί του, όχι μόνο τη σύζυγό του, αλλά και επιπλέον αγαθά. (Γε 12:15-20· 13:1, 2) Η Άγαρ, η υπηρέτρια της Σάρρας, μπορεί να αποκτήθηκε κατά την παραμονή του Αβραάμ στην Αίγυπτο. (Γε 16:1) Η Άγαρ γέννησε τον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ (το 1932 Π.Κ.Χ.), ο οποίος όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε μια γυναίκα από την πατρίδα της μητέρας του, την Αίγυπτο. (Γε 16:3, 4, 15, 16· 21:21) Άρα, ως φυλή, αρχικά οι Ισμαηλίτες ήταν κατά βάση Αιγύπτιοι, και η ακτίνα των καταυλισμών τους έφτανε μερικές φορές σε μικρή απόσταση από τα σύνορα της Αιγύπτου.—Γε 25:13-18.
Μια δεύτερη πείνα έκανε και πάλι την Αίγυπτο τόπο καταφυγίου, αλλά τώρα (κάποια στιγμή μετά το 1843 Π.Κ.Χ., το έτος που πέθανε ο Αβραάμ) ο Ιεχωβά έδωσε στον Ισαάκ την εντολή να απορρίψει κάθε ιδέα μετακίνησης σε εκείνη τη χώρα.—Γε 26:1, 2.
Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο. Κατόπιν, σχεδόν δύο αιώνες μετά την παραμονή του Αβραάμ στην Αίγυπτο, ο Ιωσήφ, ο νεαρός γιος του Ιακώβ, πουλήθηκε σε ένα καραβάνι Μαδιανιτών-Ισμαηλιτών και μεταπουλήθηκε στην Αίγυπτο, σε έναν αυλικό του Φαραώ (1750 Π.Κ.Χ.). (Γε 37:25-28, 36) Όπως εξήγησε μεταγενέστερα ο Ιωσήφ στους αδελφούς του, ο Θεός το επέτρεψε αυτό ώστε να ετοιμαστεί η οδός για τη διατήρηση της οικογένειας του Ιακώβ κατά την περίοδο μιας σφοδρής πείνας. (Γε 45:5-8) Η αφήγηση των σημαντικότερων γεγονότων της ζωής του Ιωσήφ παρουσιάζει μια αναμφισβήτητα ακριβή εικόνα της Αιγύπτου. (Βλέπε ΙΩΣΗΦ Αρ. 1.) Οι τίτλοι των αξιωματούχων, τα έθιμα, η ενδυμασία, η χρήση μαγείας και πολλές άλλες καταγραμμένες λεπτομέρειες μπορούν να επιβεβαιωθούν από στοιχεία που προέρχονται από αιγυπτιακά μνημεία, απεικονίσεις και συγγράμματα. Για παράδειγμα, η διαδικασία που ακολουθήθηκε όταν ανατέθηκαν στον Ιωσήφ τα καθήκοντα του αντιβασιλιά της Αιγύπτου (Γε 41:42) συμφωνεί με το εθιμοτυπικό που παρουσιάζεται σε αιγυπτιακές επιγραφές και τοιχογραφίες.—Γε κεφ. 45-47.
Το ότι οι Αιγύπτιοι απεχθάνονταν να τρώνε μαζί με Εβραίους, όπως στο γεύμα που παρέθεσε ο Ιωσήφ για τους αδελφούς του, μπορεί να οφειλόταν σε θρησκευτική ή φυλετική υπερηφάνεια και προκατάληψη ή μπορεί να ήταν σχετικό με την απέχθειά τους προς τους ποιμένες. (Γε 43:31, 32· 46:31-34) Με τη σειρά της, αυτή η τελευταία στάση μπορεί να οφειλόταν απλώς σε ένα σύστημα καστών που διατηρούσαν οι Αιγύπτιοι, στο οποίο οι ποιμένες φαίνεται ότι βρίσκονταν σχεδόν στη χαμηλότερη θέση. Ή, εφόσον οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης ήταν περιορισμένες, μπορεί να αντιπαθούσαν πολύ όσους αναζητούσαν βοσκότοπους για ποίμνια.
«Η Περίοδος των Υξώς». Πολλοί σχολιαστές τοποθετούν την είσοδο του Ιωσήφ στην Αίγυπτο, καθώς και την είσοδο του πατέρα του και της οικογένειάς του, στο διάστημα που είναι κοινώς γνωστό ως η Περίοδος των Υξώς. Εντούτοις, ο Μέριλ Άνγκερ επισημαίνει τα εξής (Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη [Archaeology and the Old Testament], 1964, σ. 134): «Δυστυχώς, πρόκειται για μια πολύ σκοτεινή περίοδο της Αιγύπτου, και οι γνώσεις μας για την κατάκτηση από τους Υξώς είναι πολύ ελλιπείς».
Ορισμένοι μελετητές αποδίδουν στους Υξώς διακυβέρνηση 200 χρόνων η οποία διήρκεσε από τη «Δέκατη Τρίτη ως τη Δέκατη Έβδομη Δυναστεία», ενώ άλλοι περιορίζουν την παρουσία τους στη «Δέκατη Πέμπτη και Δέκατη Έκτη Δυναστεία», χρονικό διάστημα ενάμιση ή μόνο ενός αιώνα. Μερικοί διατείνονται ότι το όνομα Υξώς σημαίνει «Ποιμένες Βασιλιάδες», ενώ άλλοι, «Ηγεμόνες Ξένων Χωρών». Αναφορικά με τη φυλή ή την εθνικότητά τους υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία εικασιών, καθώς έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι ήταν Ινδοευρωπαίοι από τον Καύκασο ή ακόμη και από την κεντρική Ασία, Χετταίοι, Συροπαλαιστίνιοι ηγεμόνες (Χαναναίοι ή Αμορραίοι) ή αραβικές φυλές.
Ορισμένοι αρχαιολόγοι προβάλλουν την άποψη ότι η κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Υξώς συντελέστηκε από ορδές βορείων που σάρωσαν την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο με τα ταχύτατα άρματά τους, ενώ άλλοι την παρουσιάζουν ως ύπουλη κατάκτηση εκ των έσω, δηλαδή ως βαθμιαία διείσδυση μεταναστών νομάδων ή ημινομάδων οι οποίοι είτε απέκτησαν αργά και τμηματικά τον έλεγχο της χώρας είτε κατέλαβαν την εξουσία με αιφνιδιαστικό πραξικόπημα. Στο βιβλίο Ο Κόσμος του Παρελθόντος ([The World of the Past] Μέρος 5ο, 1963, σ. 444) η αρχαιολόγος Τζακέτα Χόουκς δηλώνει: «Δεν υποστηρίζεται πλέον ότι οι ηγεμόνες Υξώς . . . αντιπροσωπεύουν την εισβολή μιας νικηφόρας ορδής Ασιατών. Το όνομα φαίνεται ότι σημαίνει Ηγεμόνες των Άνω Χωρών, και επρόκειτο για περιπλανώμενες ομάδες Σημιτών οι οποίοι είχαν έρθει προ πολλού στην Αίγυπτο για εμπόριο και άλλους ειρηνικούς σκοπούς». Μολονότι προς το παρόν αυτή μπορεί να είναι η επικρατέστερη άποψη, παραμένει ανεξήγητο το πώς τέτοιες «περιπλανώμενες ομάδες» μπόρεσαν να καταλάβουν τη γη της Αιγύπτου, εφόσον μάλιστα η «Δωδέκατη Δυναστεία», που προηγήθηκε αυτής της περιόδου, θεωρείται ότι οδήγησε τη χώρα σε απόγειο δύναμης.
Η Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια (1978, Τόμ. 21, σ. 120) λέει: «Η μόνη . . . υφισταμένη λεπτομερής περί αυτών [των Υξώς] περιγραφή περιέχεται εις μη αξιόπιστον παράγραφον απολεσθέντος έργου του Μανέθωνος, αναφερομένην υπό του Φλαβίου Ιωσήπου . . . εις την απάντησιν αυτού προς τον Απίωνα». Οι δηλώσεις τις οποίες ο Ιώσηπος αποδίδει στον Μανέθωνα είναι η πηγή του ονόματος Υξώς. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ιώσηπος, ισχυριζόμενος ότι παραθέτει από εκείνον επί λέξει, παρουσιάζει την αφήγηση του Μανέθωνος να συνδέει άμεσα τους Υξώς με τους Ισραηλίτες. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι ο Ιώσηπος αποδέχεται αυτή τη σύνδεση, αλλά αντιτίθεται σφοδρά σε πολλές από τις λεπτομέρειες της αφήγησης. Φαίνεται να προτιμάει την ερμηνεία του ονόματος Υξώς ως «αιχμάλωτοι ποιμένες» αντί για «βασιλιάδες-ποιμένες». Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο Μανέθων υποστηρίζει ότι οι Υξώς κυρίευσαν την Αίγυπτο αμαχητί, καταστρέφοντας πόλεις και «τα ιερά των θεών» και προκαλώντας σφαγές και όλεθρο. Φέρονται να εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Δέλτα. Τελικά λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι εξεγέρθηκαν, διεξήγαγαν έναν μακρόχρονο και φοβερό πόλεμο με 480.000 άντρες, πολιόρκησαν την κύρια πόλη των Υξώς, την Αβάριδα, και, παραδόξως, στη συνέχεια σύναψαν συνθήκη μαζί τους επιτρέποντάς τους να εγκαταλείψουν τη χώρα αλώβητοι μαζί με τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους, οπότε αυτοί πήγαν στην Ιουδαία και έχτισαν την Ιερουσαλήμ.—Κατ’ Απίωνος, Α΄, 73-105 (14-16)· 223-232 (25, 26).
Στα κείμενα της εποχής των Υξώς, μπροστά από τα ονόματα αυτών των ηγεμόνων υπήρχαν τίτλοι όπως «Αγαθός Θεός», «Γιος του Ρε» ή Χικ-χοσουέτ, «Ηγεμόνας Ξένων Χωρών». Ο όρος «Υξώς» παράγεται προφανώς από αυτόν τον τελευταίο τίτλο. Τα αιγυπτιακά έγγραφα της εποχής αμέσως μετά τη διακυβέρνησή τους τούς χαρακτηρίζουν Ασιάτες. Σχετικά με αυτή την περίοδο της αιγυπτιακής ιστορίας, ο Κ. Έ. Ντε Βρις παρατήρησε: «Στην προσπάθειά τους να συσχετίσουν τις ιστορικές πηγές με τις βιβλικές πληροφορίες, ορισμένοι μελετητές επιχείρησαν να ταυτίσουν την εκδίωξη των Υξώς από την Αίγυπτο με την Έξοδο των Ισραηλιτών, αλλά η χρονολόγηση αποκλείει αυτή την ταύτιση, και άλλοι παράγοντες επίσης καθιστούν αυτή την υπόθεση αβάσιμη. . . . Η καταγωγή των Υξώς είναι ανεξακρίβωτη. Ήρθαν από κάποιο μέρος της Ασίας και είχαν κυρίως σημιτικά ονόματα».—Η Διεθνής Στερεότυπη Εγκυκλοπαίδεια της Βίβλου (The International Standard Bible Encyclopedia), επιμέλεια Τζ. Μπρόμιλι, 1982, Τόμ. 2, σ. 787.
Εφόσον η άνοδος του Ιωσήφ στην εξουσία και τα οφέλη που έφερε αυτή στον Ισραήλ ήταν αποτελέσματα θεϊκής πρόνοιας, δεν χρειάζεται να προσπαθούμε να βρούμε κάποια άλλη αιτιολόγηση παραπέμποντας στην ύπαρξη φιλικών “Ποιμένων Βασιλιάδων”. (Γε 45:7-9) Αλλά η αφήγηση του Μανέθωνος—στην ουσία η βάση της ιδέας περί «Υξώς»—ενδέχεται να αποτελεί απλώς μια διαστρεβλωμένη παράδοση την οποία ανέπτυξαν από την αρχαιότητα οι Αιγύπτιοι για να δικαιολογήσουν τι συνέβη στη χώρα τους κατά την παραμονή των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο. Η καταλυτική επίδραση που είχε στη χώρα η ανάρρηση του Ιωσήφ στη θέση του κυβερνήτη (Γε 41:39-46· 45:26), η βαθιά αλλαγή που έφερε η διοίκησή του, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ότι οι Αιγύπτιοι πούλησαν τη γη τους, ακόμη δε και τον εαυτό τους, στον Φαραώ (Γε 47:13-20), ο φόρος του 20 τοις εκατό που πλήρωναν έκτοτε από τα προϊόντα τους (Γε 47:21-26), τα 215 χρόνια της κατοίκησης των Ισραηλιτών στη Γεσέν, καθώς και το ότι αυτοί τελικά ξεπέρασαν το γηγενή πληθυσμό σε αριθμό και δύναμη, όπως είπε ο Φαραώ (Εξ 1:7-10, 12, 20), οι Δέκα Πληγές και το καταστροφικό πλήγμα που επέφεραν αυτές, όχι μόνο στην αιγυπτιακή οικονομία, αλλά ακόμη περισσότερο στις θρησκευτικές τους δοξασίες και στο γόητρο του ιερατείου τους (Εξ 10:7· 11:1-3· 12:12, 13), η Έξοδος του Ισραήλ μετά το θάνατο όλων των πρωτοτόκων της Αιγύπτου και στη συνέχεια η καταστροφή της αφρόκρεμας των στρατιωτικών δυνάμεων της Αιγύπτου στην Ερυθρά Θάλασσα (Εξ 12:2-38· 14:1-28)—όλα αυτά απαιτούσαν ασφαλώς μια εξήγηση την οποία θα επιχειρούσαν να δώσουν οι Αιγύπτιοι επίσημοι.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων στην Αίγυπτο, όπως και σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με το ιερατείο, υπό την κηδεμονία του οποίου εκπαιδεύονταν οι γραφείς. Θα ήταν τελείως απίθανο να μην επινοηθεί κάποια προπαγανδιστική εξήγηση για την πλήρη αδυναμία των αιγυπτιακών θεών να αποτρέψουν την καταστροφή που επέφερε ο Ιεχωβά Θεός στην Αίγυπτο και στο λαό της. Η ιστορία—ακόμη και η πρόσφατη ιστορία—έχει καταγράψει πολλές περιπτώσεις στις οποίες η προπαγάνδα διαστρέβλωσε τα γεγονότα σε τέτοιον βαθμό ώστε οι καταπιεσμένοι να παρουσιάζονται ως καταπιεστές, και τα αθώα θύματα ως οι επικίνδυνοι και σκληροί επιτιθέμενοι. Η αφήγηση του Μανέθωνος (η οποία γράφτηκε χίλια και πλέον χρόνια μετά την Έξοδο), αν διατηρήθηκε μέχρις ενός βαθμού ακριβής από τον Ιώσηπο, πιθανόν να απηχεί τις παραποιημένες παραδόσεις τις οποίες μετέφεραν διαδοχικές γενιές Αιγυπτίων για να δικαιολογήσουν τα βασικά στοιχεία της αληθινής αφήγησης—αυτής που βρίσκεται στην Αγία Γραφή—σχετικά με τον Ισραήλ στην Αίγυπτο.—Βλέπε ΕΞΟΔΟΣ (Αυθεντικότητα της Αφήγησης της Εξόδου).
Η δουλεία του Ισραήλ. Εφόσον η Αγία Γραφή δεν κατονομάζει τον Φαραώ που άρχισε να καταδυναστεύει τους Ισραηλίτες (Εξ 1:8-22) ούτε τον Φαραώ ενώπιον του οποίου εμφανίστηκαν ο Μωυσής και ο Ααρών και στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου έλαβε χώρα η Έξοδος (Εξ 2:23· 5:1), και εφόσον αυτά τα γεγονότα είτε παραλείφθηκαν εκούσια από τα αιγυπτιακά αρχεία είτε τα αρχεία καταστράφηκαν, δεν είναι δυνατόν να συνδέσουμε αυτά τα γεγονότα με κάποια συγκεκριμένη δυναστεία ούτε με τη βασιλεία οποιουδήποτε Φαραώ γνωστού από την ιστορία. Συχνά υποστηρίζεται ότι ο Φαραώ της καταδυνάστευσης ήταν ο Ραμσής (Ραμεσσής) Β΄ (της «Δέκατης Ένατης Δυναστείας»), επειδή αναφέρεται ότι οι πόλεις Πιθώμ και Ρααμσής οικοδομήθηκαν από Ισραηλίτες εργάτες. (Εξ 1:11) Θεωρείται ότι αυτές οι πόλεις οικοδομήθηκαν κατά τη βασιλεία του Ραμσή Β΄. Στο έργο Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη (σ. 149) ο Μέριλ Άνγκερ κάνει το εξής σχόλιο: «Αλλά αν λάβουμε υπόψη την περιβόητη συνήθεια του Ρααμσή Β΄ να αποδίδει στον εαυτό του τα επιτεύγματα των προκατόχων του, τότε είναι απολύτως βέβαιο ότι εκείνος απλώς ανοικοδόμησε ή επέκτεινε αυτά τα μέρη». Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι το όνομα «Ραμεσσής» εφαρμοζόταν σε μια ολόκληρη περιφέρεια ήδη από την εποχή του Ιωσήφ.—Γε 47:11.
Χάρη στη διάσωση που παρείχε ο Θεός μέσω του Μωυσή, το έθνος του Ισραήλ ελευθερώθηκε από «το σπίτι των δούλων» και «το σιδηρουργικό καμίνι», όπως συνέχισαν να χαρακτηρίζουν την Αίγυπτο οι Βιβλικοί συγγραφείς. (Εξ 13:3· Δευ 4:20· Ιερ 11:4· Μιχ 6:4) Ύστερα από σαράντα χρόνια ο Ισραήλ άρχισε την κατάκτηση της Χαναάν. Ορισμένοι έχουν επιχειρήσει να συνδέσουν αυτό το Βιβλικό γεγονός με την κατάσταση που περιγράφεται στις λεγόμενες Πινακίδες της Αμάρνα, οι οποίες βρέθηκαν στην Τελλ ελ-Αμάρνα κοντά στον Νείλο, περίπου 270 χλμ. Ν του Καΐρου. Οι 379 πινακίδες είναι επιστολές από διάφορους Χαναναίους και Σύριους ηγεμόνες (μεταξύ των οποίων ηγεμόνες της Χεβρών, της Ιερουσαλήμ και της Λαχείς) και πολλές διατυπώνουν παράπονα στον Φαραώ που βρισκόταν στο θρόνο (γενικά τον Ακενατόν) σχετικά με τις επιδρομές και τις λεηλασίες των «Χαμπιρού» (‛απιρού). Αν και κάποιοι λόγιοι επιχείρησαν να ταυτίσουν τους «Χαμπιρού» με τους Εβραίους, δηλαδή τους Ισραηλίτες, τα ίδια τα περιεχόμενα των επιστολών αποκλείουν κάτι τέτοιο. Εμφανίζουν τους Χαμπιρού ως απλούς επιδρομείς, που κατά καιρούς συμμαχούσαν με ορισμένους Χαναναίους ηγεμόνες σε ανταγωνισμούς μεταξύ πόλεων της ίδιας περιοχής. Ανάμεσα στις πόλεις που απειλήθηκαν από τους Χαμπιρού ήταν η Βύβλος στον βόρειο Λίβανο, πολύ μακριά από τις περιοχές στις οποίες επιτέθηκαν οι Ισραηλίτες. Επίσης, οι πινακίδες δεν παρουσιάζουν εικόνα αντίστοιχη με τις κύριες μάχες και νίκες των Ισραηλιτών κατά την κατάκτηση της Χαναάν μετά την Έξοδο.—Βλέπε ΕΒΡΑΙΟΣ (Οι «Χαμπιρού»).
Η παραμονή του Ισραήλ στην Αίγυπτο χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη του έθνους, και η θαυματουργική απελευθέρωσή τους από εκείνη τη χώρα μνημονευόταν συχνά ως εξέχουσα απόδειξη του γεγονότος ότι ο Ιεχωβά είναι ο αληθινός Θεός. (Εξ 19:4· Λευ 22:32, 33· Δευ 4:32-36· 2Βα 17:36· Εβρ 11:23-29) Εξού και η έκφραση: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σου από τη γη της Αιγύπτου». (Ωσ 13:4· παράβαλε Λευ 11:45.) Κανένα απολύτως περιστατικό ή γεγονός δεν το ξεπέρασε αυτό μέχρι την απελευθέρωσή τους από τη Βαβυλώνα η οποία τους παρείχε μια επιπλέον απόδειξη ότι ο Ιεχωβά έχει τη δύναμη να διασώζει. (Ιερ 16:14, 15) Η εμπειρία που είχαν στην Αίγυπτο καταγράφηκε στο Νόμο που τους δόθηκε (Εξ 20:2, 3· Δευ 5:12-15), αποτέλεσε τη βάση για τη γιορτή του Πάσχα (Εξ 12:1-27· Δευ 16:1-3), τους καθοδηγούσε στις δοσοληψίες τους με τους πάροικους (Εξ 22:21· Λευ 19:33, 34) και με τους φτωχούς που πουλούσαν τον εαυτό τους ως δούλο (Λευ 25:39-43, 55· Δευ 15:12-15), καθώς επίσης προμήθευσε τη νομική βάση με την οποία η φυλή του Λευί επιλέχθηκε και αγιάστηκε για την υπηρεσία του αγιαστηρίου (Αρ 3:11-13). Λόγω της παροίκησης του Ισραήλ στην Αίγυπτο, οι Αιγύπτιοι που πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στην εκκλησία του Ισραήλ. (Δευ 23:7, 8) Τα βασίλεια της Χαναάν και οι λαοί των γειτονικών χωρών ένιωσαν φόβο και δέος με όσα άκουσαν για τη δύναμη του Θεού η οποία καταδείχτηκε εναντίον της Αιγύπτου, πράγμα που προλείανε το έδαφος για την κατάκτησή τους από τον Ισραήλ (Εξ 18:1, 10, 11· Δευ 7:17-20· Ιη 2:10, 11· 9:9), και μάλιστα έμεινε στη θύμησή τους επί αιώνες. (1Σα 4:7, 8) Σε όλη την ιστορία του, ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ έψαλλε αυτά τα γεγονότα στους ύμνους του.—Ψλ 78:43-51· Ψλ 105 και 106· 136:10-15.
Μετά την κατάκτηση της Χαναάν από τον Ισραήλ. Η πρώτη άμεση αιγυπτιακή αναφορά στον Ισραήλ χρονολογείται από τη βασιλεία του Φαραώ Μερνεπτά, γιου του Ραμσή Β΄ (προς το τέλος της «Δέκατης Ένατης Δυναστείας»). Μάλιστα πρόκειται για τη μόνη άμεση αναφορά στον Ισραήλ ως λαό η οποία έχει βρεθεί μέχρι τώρα σε αρχαία αιγυπτιακά αρχεία. Σε μια επινίκια στήλη, ο Μερνεπτά καυχιέται ότι νίκησε διάφορες πόλεις της Χαναάν και κατόπιν υποστηρίζει: «Ερημώθηκε ο Ισραήλ, το σπέρμα του εξαφανίστηκε». Μολονότι είναι φανερό ότι πρόκειται απλώς για κενή καύχηση, ωστόσο αυτά τα λόγια φαίνεται να υποδεικνύουν ότι ο Ισραήλ ήταν τότε εγκατεστημένος στη Χαναάν.
Δεν αναφέρονται επαφές του Ισραήλ με την Αίγυπτο κατά την περίοδο των Κριτών ή κατά τις βασιλείες του Σαούλ και του Δαβίδ, εκτός από μια μονομαχία μεταξύ ενός πολεμιστή του Δαβίδ και ενός “υπερμεγέθους” Αιγυπτίου. (2Σα 23:21) Όταν βασίλευε ο Σολομών (1037-998 Π.Κ.Χ.) οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στα δύο έθνη ήταν τέτοιες ώστε ο Σολομών μπόρεσε να συνάψει συμφωνία γάμου με τον Φαραώ και να πάρει την κόρη του ως σύζυγο. (1Βα 3:1) Το πότε ακριβώς αυτός ο μη κατονομαζόμενος Φαραώ είχε κατακτήσει τη Γεζέρ, την οποία έδωσε τότε στην κόρη του ως αποχαιρετιστήριο γαμήλιο δώρο, ή προίκα, δεν προσδιορίζεται. (1Βα 9:16) Ο Σολομών είχε επίσης επιχειρηματικές συναλλαγές με την Αίγυπτο, που περιλάμβαναν άλογα και άρματα αιγυπτιακής κατασκευής.—2Χρ 1:16, 17.
Εντούτοις, η Αίγυπτος αποτέλεσε καταφύγιο για ορισμένους εχθρούς των βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ. Ο Αδάδ ο Εδωμίτης κατέφυγε στην Αίγυπτο μετά την ερήμωση του Εδώμ από τον Δαβίδ. Μολονότι ο Αδάδ ήταν Σημίτης, ο Φαραώ τον τίμησε δίνοντάς του σπίτι, τροφή και γη. Μάλιστα ο Αδάδ παντρεύτηκε ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας και ο Γενουβάθ, ο γιος του, μεγάλωσε σαν γιος του Φαραώ. (1Βα 11:14-22) Αργότερα ο Ιεροβοάμ, που έγινε βασιλιάς του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ μετά το θάνατο του Σολομώντα, κατέφυγε και αυτός για ένα διάστημα στην Αίγυπτο κατά τη βασιλεία του Σισάκ.—1Βα 11:40.
Ο Σισάκ (γνωστός ως Σεσόνκ Α΄ από τα αιγυπτιακά αρχεία) είχε ιδρύσει μια λιβυκή δυναστεία Φαραώ (την «Εικοστή Δεύτερη Δυναστεία»), της οποίας πρωτεύουσα ήταν η Βούβαστις, στην περιοχή του ανατολικού Δέλτα. Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, γιου του Σολομώντα (993 Π.Κ.Χ.), ο Σισάκ εισέβαλε στον Ιούδα με ισχυρή δύναμη αποτελούμενη από άρματα, ιππικό και πεζούς, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν Λίβυοι και Αιθίοπες. Κατέλαβε πολλές πόλεις και απείλησε ακόμη και την Ιερουσαλήμ. Χάρη στο έλεος του Ιεχωβά, η Ιερουσαλήμ δεν ερημώθηκε, αλλά ο μεγάλος της πλούτος παραδόθηκε στον Σισάκ. (1Βα 14:25, 26· 2Χρ 12:2-9) Ένα ανάγλυφο σε κάποιον τοίχο ναού στο Καρνάκ απεικονίζει την εκστρατεία του Σισάκ και απαριθμεί πολλές πόλεις του Ισραήλ και του Ιούδα υποστηρίζοντας ότι καταλήφθηκαν.
Ο Ζερά ο Αιθίοπας, ο οποίος ηγήθηκε ενός εκατομμυρίου Αιθιόπων και Λίβυων στρατιωτών εναντίον του Βασιλιά Ασά του Ιούδα (967 Π.Κ.Χ.), είναι πιθανό να ξεκίνησε την προέλασή του από την Αίγυπτο. Οι δυνάμεις του συγκεντρώθηκαν στην κοιλάδα Σεφαθά ΝΔ της Ιερουσαλήμ, όπου και ηττήθηκαν ολοσχερώς.—2Χρ 14:9-13· 16:8.
Κατά τους επόμενους δύο αιώνες υπήρξε κάποια ανάπαυλα στις επιθέσεις της Αιγύπτου εναντίον του Ιούδα και του Ισραήλ. Φαίνεται ότι σε αυτή την περίοδο η Αίγυπτος αντιμετώπιζε σημαντικές εσωτερικές διαμάχες, καθώς κάποιες δυναστείες κυβερνούσαν ταυτόχρονα. Στο μεταξύ, ήρθε στο προσκήνιο η Ασσυρία ως η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη. Ο Ωσιέ, ο τελευταίος βασιλιάς του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ (περ. 758-740 Π.Κ.Χ.), έγινε υποτελής στην Ασσυρία και κατόπιν προσπάθησε να αποτινάξει τον ασσυριακό ζυγό συνωμοτώντας με τον Βασιλιά Σω της Αιγύπτου. Η προσπάθεια απέτυχε, και σύντομα το ισραηλιτικό βόρειο βασίλειο έπεσε στα χέρια της Ασσυρίας.—2Βα 17:4.
Φαίνεται ότι αυτή την εποχή η Αίγυπτος είχε περιέλθει σε μεγάλο βαθμό υπό την κυριαρχία νουβικών-αιθιοπικών στοιχείων, εφόσον η «Εικοστή Πέμπτη Δυναστεία» χαρακτηρίζεται αιθιοπική. Ο Ραβσάκης, ο αξιωματούχος του Ασσύριου Βασιλιά Σενναχειρείμ, φωνάζοντας δυνατά είπε στο λαό της πόλης της Ιερουσαλήμ ότι το να εμπιστεύονται στην Αίγυπτο για βοήθεια ισοδυναμούσε με το να εμπιστεύονται σε ένα «συντριμμένο καλάμι». (2Βα 18:19-21, 24) Ο Βασιλιάς Τιρχάκα της Αιθιοπίας, ο οποίος προέλασε τότε (732 Π.Κ.Χ.) στη Χαναάν και απασχόλησε προσωρινά τον Ασσύριο βασιλιά και τις δυνάμεις του, συσχετίζεται γενικά με τον Αιθίοπα ηγεμόνα της Αιγύπτου Φαραώ Ταχάρκα. (2Βα 19:8-10) Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από παλιότερη προφητεία του Ησαΐα (Ησ 7:18, 19), σύμφωνα με την οποία ο Ιεχωβά επρόκειτο να «σφυρίξει για να έρθουν οι μύγες που είναι στην άκρη των καναλιών του Νείλου στην Αίγυπτο και οι μέλισσες που είναι στη γη της Ασσυρίας», προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο τη σύγκρουση των δύο δυνάμεων στη γη του Ιούδα και ασκώντας σε εκείνη τη γη διπλή πίεση. Όπως παρατήρησε ο Φραντς Ντέλιτς: «Και τα εμβλήματα επίσης αντιστοιχούν στη φύση των δύο χωρών: η μύγα στην [ελώδη] Αίγυπτο όπου ενδημούσαν σμήνη εντόμων . . . και η μέλισσα στην πιο ορεινή και δασώδη Ασσυρία».—Σχολιολόγιο της Παλαιάς Διαθήκης (Commentary on the Old Testament), 1973, Τόμ. 7, Ησαΐας, σ. 223.
Στην εξαγγελία του εναντίον της Αιγύπτου, ο Ησαΐας προλέγει προφανώς την αστάθεια που θα επικρατούσε στην Αίγυπτο στα τέλη του όγδοου και στις αρχές του έβδομου αιώνα Π.Κ.Χ. (Ησ 19) Περιγράφει εμφύλιο πόλεμο και κατακερματισμό, λέγοντας ότι θα μαχόταν «πόλη εναντίον πόλης, βασίλειο εναντίον βασιλείου» στην Αίγυπτο. (Ησ 19:2, 13, 14) Οι σύγχρονοι ιστορικοί ανακαλύπτουν στοιχεία για την ύπαρξη δυναστειών που κυβερνούσαν ταυτόχρονα σε διαφορετικά τμήματα της χώρας εκείνη την εποχή. Η πολυδιαφημισμένη «σοφία» της Αιγύπτου με “τους άχρηστους θεούς της και τους γοητευτές της” δεν την προστάτεψε και έτσι αυτή παραδόθηκε στο «χέρι ενός σκληρού κυρίου».—Ησ 19:3, 4.
Η εισβολή των Ασσυρίων. Ο Ασσύριος Βασιλιάς Εσάρ-αδδών (σύγχρονος του Βασιλιά Μανασσή του Ιούδα [716-662 Π.Κ.Χ.]) εισέβαλε στην Αίγυπτο, κατέλαβε τη Μέμφιδα στην Κάτω Αίγυπτο και εξόρισε πολλούς. Από ό,τι φαίνεται, ο Φαραώ που βρισκόταν στο θρόνο εκείνη την εποχή ήταν ακόμη ο Ταχάρκα (Τιρχάκα).
Ο Ασσουρμπανιπάλ επανέλαβε την επίθεση και λεηλάτησε τις Θήβες (τη Βιβλική Νω-άμμων) στην Άνω Αίγυπτο, όπου βρίσκονταν οι μεγαλύτεροι θησαυροί των ναών της Αιγύπτου. Και πάλι, η Αγία Γραφή δείχνει ότι ενεπλάκησαν Αιθίοπες, Λίβυοι και άλλοι Αφρικανοί.—Να 3:8-10.
Αργότερα οι ασσυριακές φρουρές ανακλήθηκαν από την Αίγυπτο, και η χώρα άρχισε να ανακτά μέρος της προηγούμενης ευημερίας και δύναμής της. Όταν η Ασσυρία έπεσε στα χέρια των Μήδων και των Βαβυλωνίων, η Αίγυπτος είχε αποκτήσει αρκετή δύναμη (με την υποστήριξη μισθοφόρων) ώστε να προστρέξει σε βοήθεια του Ασσύριου βασιλιά. Επικεφαλής των αιγυπτιακών δυνάμεων τέθηκε ο Φαραώ Νεχαώ (Β΄), ο οποίος όμως καθ’ οδόν συνάντησε αντίσταση από το στρατό του Βασιλιά Ιωσία του Ιούδα στη Μεγιδδώ και, παρά τη θέλησή του, υποχρεώθηκε να πολεμήσει. Νίκησε τον Ιούδα και προκάλεσε το θάνατο του Ιωσία. (2Βα 23:29· 2Χρ 35:20-24) Ύστερα από τρεις μήνες (το 628 Π.Κ.Χ.) ο Νεχαώ καθαίρεσε από το θρόνο του Ιούδα τον Ιωάχαζ, γιο και διάδοχο του Ιωσία, και τον αντικατέστησε με τον αδελφό του τον Ελιακείμ (μετονομάζοντάς τον σε Ιωακείμ), ενώ τον Ιωάχαζ τον οδήγησε αιχμάλωτο στην Αίγυπτο. (2Βα 23:31-35· 2Χρ 36:1-4· παράβαλε Ιεζ 19:1-4.) Ο Ιούδας έγινε τότε υποτελής στην Αίγυπτο και πλήρωσε ένα αρχικό ποσό που ισοδυναμούσε σχεδόν με $1.046.000. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο προφήτης Ουριγίας διέφυγε στην Αίγυπτο αλλά αυτό αποδείχτηκε ανώφελο.—Ιερ 26:21-23.
Η ήττα από τον Ναβουχοδονόσορα. Ωστόσο, η προσπάθεια της Αιγύπτου να θέσει και πάλι υπό την κυριαρχία της τη Συρία και την Παλαιστίνη ήταν βραχύβια. Η Αίγυπτος ήταν καταδικασμένη να πιει το πικρό ποτήρι της ήττας, σύμφωνα με την προφητεία του Ιεχωβά που είχε εξαγγείλει ήδη ο Ιερεμίας (25:17-19). Η πτώση της Αιγύπτου άρχισε με την καθοριστική ήττα της από τους Βαβυλωνίους στη Χαρκεμίς, κοντά στον ποταμό Ευφράτη, υπό την αρχηγία του Ναβουχοδονόσορα ως διαδόχου του θρόνου το 625 Π.Κ.Χ., γεγονός που περιγράφεται στα εδάφια Ιερεμίας 46:2-10 καθώς και σε κάποιο βαβυλωνιακό χρονικό.
Στη συνέχεια ο Ναβουχοδονόσορ—ως βασιλιάς πια της Βαβυλώνας—κατέλαβε τη Συρία και την Παλαιστίνη, ο δε Ιούδας έγινε κράτος υποτελές στη Βαβυλώνα. (2Βα 24:1) Η Αίγυπτος έκανε μια τελευταία απόπειρα να παραμείνει υπολογίσιμη δύναμη στην Ασία. Μια στρατιά του Φαραώ (το όνομα του οποίου δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή) ήρθε από την Αίγυπτο ανταποκρινόμενη στο αίτημα του Βασιλιά Σεδεκία για στρατιωτική υποστήριξη στην εξέγερσή του εναντίον της Βαβυλώνας το 609-607 Π.Κ.Χ. Τα αιγυπτιακά στρατεύματα, αφού κατάφεραν να προκαλέσουν μόνο προσωρινή άρση της πολιορκίας των Βαβυλωνίων, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, και η Ιερουσαλήμ εγκαταλείφθηκε αβοήθητη και καταστράφηκε.—Ιερ 37:5-7· Ιεζ 17:15-18.
Παρά τις σθεναρές προειδοποιήσεις του Ιερεμία (Ιερ 42:7-22), ο πληθυσμός του Ιούδα που είχε απομείνει αναζήτησε άσυλο στην Αίγυπτο, όπου φαίνεται πως ενσωματώθηκε με τους Ιουδαίους οι οποίοι κατοικούσαν ήδη σε εκείνη τη χώρα. (Ιερ 24:1, 8-10) Οι τόποι όπου αναφέρεται συγκεκριμένα ότι κατοίκησαν ήταν η Ταχπανές, προφανώς οχυρή πόλη στην περιοχή του Δέλτα (Ιερ 43:7-9), η Μιγδώλ, καθώς και η Νοφ, η οποία θεωρείται ότι ταυτίζεται με τη Μέμφιδα, μια αρχαία πρωτεύουσα στην Κάτω Αίγυπτο (Ιερ 44:1· Ιεζ 30:13). Έτσι λοιπόν, αυτοί οι πρόσφυγες μιλούσαν τώρα στην Αίγυπτο «τη γλώσσα της Χαναάν» (προφανώς την εβραϊκή). (Ησ 19:18) Ενεργώντας ανόητα, απέκτησαν και πάλι στην Αίγυπτο εκείνες ακριβώς τις ειδωλολατρικές συνήθειες που είχαν προκαλέσει την κρίση του Ιεχωβά εναντίον του Ιούδα. (Ιερ 44:2-25) Αλλά η εκπλήρωση των προφητειών του Ιεχωβά κατέφθασε τους Ισραηλίτες πρόσφυγες όταν ο Ναβουχοδονόσορ προέλασε εναντίον της Αιγύπτου και κατέκτησε τη χώρα.—Ιερ 43:8-13· 46:13-26.
Έχει βρεθεί ένα βαβυλωνιακό κείμενο το οποίο αναφέρεται στο 37ο έτος του Ναβουχοδονόσορα (588 Π.Κ.Χ.) και το οποίο μνημονεύει μια εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου. Δεν μπορεί να λεχθεί κατά πόσον πρόκειται για την αρχική κατάκτηση ή απλώς για κάποια επακόλουθη στρατιωτική ενέργεια. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, ο Ναβουχοδονόσορ έλαβε τον πλούτο της Αιγύπτου ως αμοιβή για τη στρατιωτική υπηρεσία που πρόσφερε στην κρίση την οποία εκτέλεσε ο Ιεχωβά εναντίον της Τύρου, μιας εχθράς του λαού του Θεού.—Ιεζ 29:18-20· 30:10-12.
Στα εδάφια Ιεζεκιήλ 29:1-16 προλέγεται 40χρονη ερήμωση για την Αίγυπτο. Αυτή μπορεί να έλαβε χώρα μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Ναβουχοδονόσορα. Μολονότι μερικά σχολιολόγια χαρακτηρίζουν την περίοδο κατά την οποία βασίλεψε ο Άμασις (Αχμός) Β΄, διάδοχος του Χοφρά, εξαιρετικά ευημερούσα για περισσότερα από 40 χρόνια, στηρίζουν την άποψή τους κυρίως στη μαρτυρία του Ηρόδοτου, ο οποίος επισκέφτηκε την Αίγυπτο εκατό και πλέον χρόνια αργότερα. Αλλά η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (1959, Τόμ. 8, σ. 62) κάνει το εξής σχόλιο όσον αφορά την ιστορία του Ηρόδοτου γύρω από αυτή την περίοδο (τη «Σαϊτική Περίοδο»): «Οι δηλώσεις του δεν αποδεικνύονται εντελώς αξιόπιστες όποτε μπορούν να παραβληθούν με τα λιγοστά τοπικά αποδεικτικά στοιχεία». Το Σχολιολόγιο (Commentary) της Αγίας Γραφής του Φ. Τσ. Κουκ, αφού επισημαίνει ότι ο Ηρόδοτος ούτε καν αναφέρει την επίθεση του Ναβουχοδονόσορα στην Αίγυπτο, λέει: «Είναι πασίγνωστο ότι ο Ηρόδοτος, μολονότι κατέγραψε πιστά όλα όσα άκουσε και είδε στην Αίγυπτο, χρωστούσε τις πληροφορίες του για την ιστορία του παρελθόντος στους Αιγύπτιους ιερείς, των οποίων τις αφηγήσεις υιοθέτησε με απόλυτη ευπιστία. . . . Όλη η ιστορία [του Ηρόδοτου] για τον Απρίη [Χοφρά] και τον Άμασι περιέχει τόσο πολλές ασυνέπειες και τόσο πολλά μυθεύματα ώστε είναι κάλλιστα δικαιολογημένο να διστάσουμε να τη δεχτούμε ως αυθεντική ιστορία. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο να προσπάθησαν οι ιερείς να συγκαλύψουν την εθνική ταπείνωση της υποταγής σε ξένο ζυγό». (Σημείωση Β., σ. 132) Άρα, παρ’ όλο που η ιστορία δεν μας δίνει σαφείς αποδείξεις για την εκπλήρωση της προφητείας, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβεια του Βιβλικού υπομνήματος.
Υπό περσική κυριαρχία. Μεταγενέστερα η Αίγυπτος υποστήριξε τη Βαβυλώνα στη διαμάχη με την ανερχόμενη δύναμη της Μηδοπερσίας. Αλλά το 525 Π.Κ.Χ. η χώρα κατακτήθηκε από τον Καμβύση Β΄, γιο του Κύρου του Μεγάλου, και περιήλθε στην εξουσία της Περσικής Αυτοκρατορίας. (Ησ 43:3) Μολονότι ασφαλώς πολλοί Ιουδαίοι έφυγαν από την Αίγυπτο και επέστρεψαν στην πατρίδα τους (Ησ 11:11-16· Ωσ 11:11· Ζαχ 10:10, 11), άλλοι παρέμειναν εκεί. Λόγου χάρη, υπήρχε μια Ιουδαϊκή αποικία στην Ελεφαντίνη (στην αιγυπτιακή, Γιεμπ), ένα νησί στον Νείλο κοντά στο Ασουάν, περίπου 690 χλμ. Ν του Καΐρου. Ένα πολύτιμο εύρημα παπύρων αποκαλύπτει τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., τον ίδιο περίπου καιρό που ο Έσδρας και ο Νεεμίας δρούσαν στην Ιερουσαλήμ. Αυτά τα έγγραφα, στην αραμαϊκή, περιέχουν το όνομα του Σαναβαλλάτ της Σαμάρειας (Νε 4:1, 2) και του Ιωανάν του αρχιερέα. (Νε 12:22) Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια επίσημη διαταγή από τα χρόνια του Δαρείου Β΄ (423-405 Π.Κ.Χ.) σύμφωνα με την οποία η αποικία έπρεπε να τηρήσει «τη γιορτή των άζυμων άρτων». (Εξ 12:17· 13:3, 6, 7) Αξιοσημείωτη ακόμη είναι η συχνή χρήση του ονόματος Γιάχου, μιας μορφής του ονόματος Ιεχωβά (ή Γιαχβέ· παράβαλε Ησ 19:18), αν και υπάρχουν επίσης αρκετές αποδείξεις σαφούς διείσδυσης της ειδωλολατρίας.
Υπό ελληνική και ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Η Αίγυπτος παρέμεινε υπό περσική διακυβέρνηση μέχρι την κατάκτησή της από τον Αλέξανδρο τον Μέγα το 332 Π.Κ.Χ., ο οποίος υποτίθεται ότι την απελευθέρωσε από τον περσικό ζυγό αλλά τερμάτισε οριστικά τη διακυβέρνηση από γηγενείς Φαραώ. Η κραταιά Αίγυπτος είχε γίνει πράγματι «ένα ασήμαντο βασίλειο».—Ιεζ 29:14, 15.
Κατά τη βασιλεία του Αλεξάνδρου ιδρύθηκε η πόλη της Αλεξάνδρειας, και μετά το θάνατό του η χώρα κυβερνήθηκε από τους Πτολεμαίους. Το 312 Π.Κ.Χ., ο Πτολεμαίος Α΄ κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και ο Ιούδας έγινε επαρχία της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου μέχρι το 198 Π.Κ.Χ. Κατόπιν, έπειτα από μακρά διαμάχη με την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών στη Συρία, η Αίγυπτος έχασε τελικά τον έλεγχο της Παλαιστίνης όταν ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Γ΄ νίκησε το στρατό του Πτολεμαίου Ε΄. Έκτοτε η Αίγυπτος περιερχόταν ολοένα και περισσότερο στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης. Το 31 Π.Κ.Χ., κατά την αποφασιστική ναυμαχία στο Άκτιο, η Κλεοπάτρα εγκατέλειψε το στόλο του Ρωμαίου εραστή της Μάρκου Αντώνιου, ο οποίος νικήθηκε από τον Οκτάβιο, γιο της ανιψιάς του Ιούλιου Καίσαρα. Ο Οκτάβιος κατέλαβε την Αίγυπτο το 30 Π.Κ.Χ. και η χώρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Σε αυτή τη ρωμαϊκή επαρχία κατέφυγαν ο Ιωσήφ και η Μαρία μαζί με τον Ιησού, που ήταν τότε παιδάκι, για να σωθούν από το δολοφονικό διάταγμα του Ηρώδη, και όταν πέθανε ο Ηρώδης επέστρεψαν, με αποτέλεσμα να εκπληρωθούν τα λόγια του Ωσηέ: «Από την Αίγυπτο κάλεσα το γιο μου».—Ματ 2:13-15· Ωσ 11:1· παράβαλε Εξ 4:22, 23.
Ο «Αιγύπτιος» στασιαστής με τον οποίο μπέρδεψε τον Παύλο ο στρατιωτικός διοικητής της Ιερουσαλήμ πιθανόν να είναι ο ίδιος με αυτόν που μνημονεύει ο Ιώσηπος. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 254-263 [xiii, 3-5]) Η εξέγερσή του αναφέρεται ότι έλαβε χώρα όταν κυβερνούσε ο Νέρων και όταν αυτοκρατορικός επίτροπος στην Ιουδαία ήταν ο Φήλιξ, στοιχεία που ταιριάζουν στην περιγραφή των εδαφίων Πράξεις 21:37-39· 23:23, 24.
Με τη δεύτερη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, από τους Ρωμαίους το 70 Κ.Χ., εκπληρώθηκε περαιτέρω το εδάφιο Δευτερονόμιο 28:68, καθώς πολλοί επιζώντες Ιουδαίοι στάλθηκαν στην Αίγυπτο ως δούλοι.—Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, ΣΤ΄, 418 (ix, 2).
Άλλες Προφητικές και Συμβολικές Αναφορές. Πολλές από τις αναφορές στην Αίγυπτο παρουσιάζονται σε εξαγγελίες κρίσης, διατυπωμένες με συμβολική γλώσσα. (Ιεζ 29:1-7· 32:1-32) Για τους Ισραηλίτες, η Αίγυπτος αντιπροσώπευε τη στρατιωτική ισχύ και δύναμη μέσω πολιτικής συμμαχίας, γι’ αυτό και η στήριξη των ελπίδων στην Αίγυπτο έγινε σύμβολο της στήριξης των ελπίδων στην ανθρώπινη δύναμη και όχι στον Ιεχωβά. (Ησ 31:1-3) Αλλά στα εδάφια Ησαΐας 30:1-7, ο Ιεχωβά έδειξε ότι η κραταιότητα της Αιγύπτου ήταν περισσότερο επιφανειακή παρά ουσιαστική, αποκαλώντας την Αίγυπτο «Ραάβ—αυτοί είναι για να κάθονται άπραγοι». (Παράβαλε Ψλ 87:4· Ησ 51:9, 10.) Ωστόσο, παράλληλα με τις πολλές καταδικαστικές δηλώσεις, υπήρξαν και υποσχέσεις ότι πολλοί από την «Αίγυπτο» θα γνώριζαν τον Ιεχωβά, με αποτέλεσμα να ειπωθεί: «Ευλογημένος να είναι ο λαός μου, η Αίγυπτος».—Ησ 19:19-25· 45:14.
Η Αίγυπτος αναφέρεται ως τμήμα της επικράτειας του συμβολικού “βασιλιά του νότου”. (Δα 11:5, 8, 42, 43) Στο εδάφιο Αποκάλυψη 11:8, η άπιστη Ιερουσαλήμ, όπου ο Κύριος Ιησούς Χριστός κρεμάστηκε στο ξύλο, αποκαλείται «με πνευματική έννοια» Αίγυπτος. Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι εύστοχος δεδομένου ότι η άπιστη Ιερουσαλήμ καταδυνάστευε θρησκευτικά τους Ιουδαίους και τους είχε υποδουλωμένους. Επίσης, οι πρώτες πασχαλινές θυσίες σφάχτηκαν στην Αίγυπτο, ενώ το αντιτυπικό Πασχαλινό Αρνί, ο Ιησούς Χριστός, θανατώθηκε στην Ιερουσαλήμ.—Ιωα 1:29, 36· 1Κο 5:7· 1Πε 1:19.
Πολύτιμα Ευρήματα Παπύρων. Το ασυνήθιστα ξηρό έδαφος της Αιγύπτου έκανε δυνατή τη διατήρηση χειρογράφων σε παπύρους, που αν υπήρχε περισσότερη υγρασία θα είχαν καταστραφεί. Από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα έχουν ανακαλυφτεί εκεί πολλοί πάπυροι, μεταξύ των οποίων και αρκετοί Βιβλικοί πάπυροι, όπως η συλλογή Τσέστερ Μπίτι. Αυτοί αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικούς συνδετικούς κρίκους μεταξύ των πρωτότυπων κειμένων της Αγίας Γραφής και των μεταγενέστερων αντιγράφων σε περγαμηνή vellum.
[Εικόνα στη σελίδα 119]
Άγαλμα που συμβολίζει την προστασία του Άμμωνος προς τον Φαραώ
[Εικόνα στη σελίδα 120]
Η πληγή της επιδημίας που επέφερε ο Ιεχωβά στα ζώα της Αιγύπτου κατήσχυνε το θεό τους τον Άπι, ο οποίος είχε ως σύμβολό του τον ταύρο
[Εικόνα στη σελίδα 121]
Η γιγαντιαία Σφίγγα φαίνεται να στέκεται σαν φρουρός μπροστά από τις πυραμίδες της Γκίζας
[Εικόνα στη σελίδα 122]
Κολοσσιαία αγάλματα στο Αμπού Σιμπέλ, όλα προς τιμήν του Ραμσή Β΄
-
-
Αιγύπτου, Κοιλάδα ΧειμάρρουΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΓΥΠΤΟΥ, ΚΟΙΛΑΔΑ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ
Ένα μακρύ ουάντι (ή ρεματιά) το οποίο αποτελούσε το θεϊκά καθορισμένο νοτιοδυτικό σύνορο της Υποσχεμένης Γης, δηλαδή “της γης Χαναάν”. (Αρ 34:2, 5· 1Βα 8:65· Ησ 27:12) Αν και αυτή η κοιλάδα χειμάρρου στην πραγματικότητα δεν βρισκόταν στην Αίγυπτο, η επικράτεια του έθνους αυτού προφανώς εκτεινόταν, τουλάχιστον κατά περιόδους, μέχρι εκείνο το σημείο. (2Βα 24:7) Η συντομευμένη φράση “η κοιλάδα του χειμάρρου”, η οποία χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των ορίων της γης του Ισραήλ στο όραμα του Ιεζεκιήλ, προφανώς αναφέρεται στην ίδια αυτή ρεματιά.—Ιεζ 47:19· 48:28.
Η κοιλάδα του χειμάρρου της Αιγύπτου ταυτίζεται συνήθως με το Ουάντι ελ-Αρίς, η αρχή του οποίου βρίσκεται 200 και πλέον χλμ. στην ενδοχώρα της Χερσονήσου του Σινά, κοντά στο Τζέμπελ ετ-Τιχ. Εκτείνεται Β μέχρις ότου συναντάει τη Μεσόγειο στην πόλη ελ-Αρίς (Ρινοκόλουρα), περίπου 150 χλμ. Α του Πορτ Σάιντ. Το καλοκαίρι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ξερή κοίτη. Ωστόσο, την εποχή των βροχών, όταν αρκετοί παραπόταμοι εκβάλλουν σε αυτό, το Ουάντι ελ-Αρίς μετατρέπεται σε φουσκωμένο χείμαρρο ο οποίος κατακλύζει με μανία τις όχθες του, ξεριζώνοντας ακόμη και δέντρα και παρασύροντάς τα με την ορμητική ροή του. Το γεγονός αυτό θα επέτρεπε την ταύτισή του με «τον ποταμό της Αιγύπτου» του εδαφίου Γένεση 15:18, όπου αναφέρονται τα όρια της Υποσχεμένης Γης.—Βλέπε, ωστόσο, ΣΙΧΩΡ.
-
-
ΑιθέρεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΘΕΡΕΣ
Η εβραϊκή λέξη σάχακ, όπως χρησιμοποιείται από τους Βιβλικούς συγγραφείς και αποδίδεται, μεταξύ άλλων, με τις λέξεις «σύννεφα» και «αιθέρες», μπορεί να σημαίνει το εκπέτασμα της ατμόσφαιρας που περιβάλλει τη γη, στο οποίο αιωρούνται τα σύννεφα (Ησ 45:8), ή μπορεί να σημαίνει τον εμφανή θόλο πάνω από τη γη που είναι γαλάζιος την ημέρα και έναστρος τη νύχτα. (Ψλ 89:37) Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναφέρεται απλώς σε αυτό που βρίσκεται ψηλά πάνω από τον άνθρωπο χωρίς να καθορίζει πώς πρέπει να εννοηθεί η λέξη «αιθέρες».—Ψλ 57:10· 108:4.
Τα λεπτά σωματίδια σκόνης στην ατμόσφαιρα, τα μόρια των υδρατμών και, μέχρις ενός σημείου, τα μόρια άλλων αερίων στην ατμόσφαιρα, όπως είναι το οξυγόνο, το άζωτο και το διοξείδιο του άνθρακα, διαχέουν τις ακτίνες του φωτός, από τις οποίες οι γαλάζιες είναι εκείνες που διαχέονται περισσότερο, πράγμα που δίνει στον καθαρό ουρανό το χαρακτηριστικό γαλάζιο χρώμα του. Τα λεπτά σωματίδια σκόνης παίζουν επίσης μεγάλο ρόλο στο σχηματισμό των σύννεφων, καθώς οι υδρατμοί συγκεντρώνονται γύρω από αυτά τα σωματίδια.
Η εβραϊκή λέξη σάχακ μεταφράζεται επίσης «λεπτό στρώμα σκόνης» και «συννεφιασμένος ουρανός». Προφανώς προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «κατατρίβω». (2Σα 22:43) Ο Ιεχωβά λέει ότι ο ίδιος “σφυρηλατεί τους αιθέρες για να είναι συμπαγείς σαν χυτός καθρέφτης”. (Ιωβ 37:18) Πράγματι, τα σωματίδια που αποτελούν την ατμόσφαιρα συμπιέζονται υπό την έλξη της βαρύτητας, και τα εξωτερικά τους σύνορα βρίσκονται μέσα σε καθορισμένα όρια, καθώς η βαρύτητα εμποδίζει τη διαφυγή τους από τη γη. (Γε 1:6-8) Όντως αντανακλούν το φως του ήλιου σαν καθρέφτης. Λόγω αυτού του γεγονότος ο ουρανός είναι φωτεινός, ενώ αν δεν υπήρχε ατμόσφαιρα, ο παρατηρητής από τη γη θα έβλεπε μόνο μαύρο χρώμα στον ουρανό, τα δε ουράνια σώματα θα ακτινοβολούσαν έντονα πάνω σε μαύρο φόντο, όπως συμβαίνει με τη στερούμενη ατμόσφαιρας σελήνη. Οι αστροναύτες βλέπουν την ατμόσφαιρα της γης από το έξω διάστημα ως μια φωτεινή, ακτινοβολούσα άλω.
Ενίοτε η λέξη «αιθέρες» χρησιμοποιείται παράλληλα με τη λέξη «ουρανός».—Βλέπε ΟΥΡΑΝΟΣ.
-
-
Αιθιοπία, ΑιθίοπεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΘΙΟΠΙΑ
(Αιθιοπία) [«Περιοχή των Καμένων Προσώπων»], ΑΙΘΙΟΠΕΣ (Αιθίοπες).
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Αιθιοπία την περιοχή της Αφρικής Ν της Αιγύπτου. Επομένως, αυτή η ονομασία αντιστοιχούσε γενικά στην εβραϊκή ονομασία «Χους», η οποία περιλάμβανε κυρίως το σημερινό Σουδάν και το νοτιότερο τμήμα της σύγχρονης Αιγύπτου. Παρόμοια, σε αιγυπτιακά κείμενα αυτή η περιοχή αναφερόταν με το όνομα Κέες. Όταν έγινε η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές χρησιμοποίησαν παντού τις ελληνικές λέξεις «Αιθιοπία» και «Αιθίοπες» για να αποδώσουν την εβραϊκή λέξη «Χους», εκτός από δύο περικοπές. (Γε 10:6-8· 1Χρ 1:8-10) Η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου ακολουθεί αυτή την απόδοση σε όλες τις περιπτώσεις εκτός από το εδάφιο Ησαΐας 11:11, όπου χρησιμοποιεί τη λέξη «Χους» αντί της λέξης «Αιθιοπία». Ανάλογα, η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση ακολουθεί τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα εκτός από τα εδάφια Γένεση 2:13 και Ιεζεκιήλ 38:5. Ορισμένες μεταφράσεις (ΜΝΚ, JB) προτιμούν την απόδοση «Χους» και σε άλλα εδάφια όπου τα συμφραζόμενα δεν καθιστούν βέβαιη την ταύτιση με την αρχαία Αιθιοπία. Το όνομα Χους μπορεί επίσης να εφαρμοστεί σε κάποιους λαούς της Αραβίας.—Βλέπε ΧΟΥΣ Αρ. 2· ΧΟΥΣΙΤΕΣ.
Η περιοχή που προσδιοριζόταν αρχικά από την ονομασία Αιθιοπία αποτελείται τώρα από ημιάνυδρες πεδιάδες στο Β, σαβάνες και οροπέδια στο κεντρικό τμήμα και τροπικό βροχερό δάσος προς το Ν. Στο παρελθόν, πρωτεύουσες της αρχαίας Αιθιοπίας υπήρξαν η Ναπάτα και η Μερόη. Η Μερόη ήταν έδρα ενός βασιλείου όπου το δικαίωμα της βασιλικής διαδοχής μεταβιβαζόταν από τη μητέρα και όχι από τον πατέρα. Έτσι λοιπόν, ο γιος που γινόταν βασιλιάς κληρονομούσε το δικαίωμά του στο θρόνο από τη βασιλομήτορα, και κατά καιρούς αυτή μπορεί να διοικούσε ουσιαστικά τη χώρα. Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς αναφέρουν το όνομα Κανδάκη ως τίτλο που χρησιμοποιούσαν αρκετές τέτοιες Αιθιόπισσες βασίλισσες, μεταξύ των οποίων ήταν προφανώς και η βασίλισσα του εδαφίου Πράξεις 8:27.
Με ποια έννοια ήταν ευνούχος ο Αιθίοπας στον οποίο κήρυξε ο Φίλιππος;
Ο Αιθίοπας ευνούχος ο οποίος ήταν “υπεύθυνος για τους θησαυρούς” της Βασίλισσας Κανδάκης, και στον οποίο κήρυξε ο Φίλιππος, ήταν προφανώς περιτμημένος προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό. (Πρ 8:27-39) Κατά συνέπεια δεν θεωρούνταν Εθνικός και επομένως δεν προηγήθηκε του Κορνήλιου ως ο πρώτος απερίτμητος Εθνικός που μεταστράφηκε στη Χριστιανοσύνη. (Πρ 10) Εφόσον ο Αιθίοπας συμμετείχε στη λατρεία που προσφερόταν στο ναό της Ιερουσαλήμ, πρέπει να είχε μεταστραφεί στην Ιουδαϊκή θρησκεία και να είχε περιτμηθεί. (Εξ 12:48, 49· Λευ 24:22) Δεδομένου ότι ο Μωσαϊκός Νόμος απαγόρευε την είσοδο ευνουχισμένων ατόμων στην εκκλησία του Ισραήλ (Δευ 23:1), είναι φανερό ότι ο Αιθίοπας δεν ήταν ευνούχος με τη σαρκική έννοια. Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «ευνούχος» (σαρίς) κατά μια ευρεία ή ειδική έννοια σήμαινε επίσης αξιωματούχος, όπως στο εδάφιο Γένεση 39:1, όπου ένας αξιωματούχος του Φαραώ, ο Πετεφρής, ένας έγγαμος άντρας, αποκαλείται σαρίς. Αν ο Αιθίοπας αξιωματούχος ήταν πραγματικός ευνούχος, δεν θα είχε γίνει προσήλυτος, και αν δεν ήταν προσήλυτος, ο Φίλιππος δεν θα τον βάφτιζε, εφόσον τα καλά νέα δεν είχαν αρχίσει ακόμη να μεταδίδονται στους απερίτμητους Εθνικούς.
Η Αιθιοπία (ο Χους) ήταν μια από τις χώρες στις οποίες διασκορπίστηκαν οι Ιουδαίοι εξόριστοι μετά την κατάκτηση του Ιούδα από τους Βαβυλωνίους. (Ησ 11:11) Άρα, αυτός ο Αιθίοπας αξιωματούχος μπορεί να είχε επαφές με Ιουδαίους στην πατρίδα του ή ίσως στην Αίγυπτο, όπου κατοικούσαν πολλοί Ιουδαίοι. Το αντίγραφο που είχε από το ρόλο του Ησαΐα ήταν πιθανώς της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, η οποία είχε γίνει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εφόσον το αιθιοπικό βασίλειο είχε μερικώς εξελληνιστεί από τον καιρό του Πτολεμαίου Β΄ (308-246 Π.Κ.Χ.), δεν θα ήταν παράξενο να μπορούσε αυτός ο αξιωματούχος να διαβάζει ελληνικά. Το γεγονός ότι είχε προσηλυτιστεί στον Ιουδαϊσμό και ότι αργότερα μεταστράφηκε στη Χριστιανοσύνη αποτελούσε εκπλήρωση του εδαφίου Ψαλμός 68:31.
Αιθιοπική Γλώσσα. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την αρχική γλώσσα της Αιθιοπίας. Κατά τα τέλη του όγδοου αιώνα Π.Κ.Χ., για τις επίσημες αιθιοπικές επιγραφές χρησιμοποιούνταν η αιγυπτιακή ιερογλυφική γραφή. Μια τοπική γλώσσα και γραφή, η μεροϊτική, είναι γνωστή από τον πρώτο αιώνα πριν από την Κοινή Χρονολογία και διατηρήθηκε επί μερικούς αιώνες. Η λεγόμενη αιθιοπική γλώσσα ήταν η καθομιλουμένη στους πρώτους αιώνες της Κοινής Χρονολογίας μέχρι το 14ο αιώνα. Είναι σημιτικής προέλευσης, όπως και η σύγχρονη γλώσσα της σημερινής Αιθιοπίας που ονομάζεται αμχαρική.
-
-
ΑιλάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΛΑΜ
(Αιλάμ).
Τοποθεσία όπου ο στρατός του Δαβίδ νίκησε τις στρατιωτικές δυνάμεις του Σύριου Βασιλιά Αδαδέζερ οι οποίες τελούσαν υπό τον Σωβάκ, τον αρχηγό του στρατεύματός του. (2Σα 10:15-19) Μερικοί λόγιοι τη συνδέουν με την τοποθεσία “Άλεμοι” που αναφέρεται στο απόκρυφο βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων (5:26, JB, ΛΧ). Ενδέχεται, λοιπόν, να ταυτίζεται με τη σημερινή Αλμά, η οποία βρίσκεται ακριβώς στα Α της Θάλασσας της Γαλιλαίας, σε απόσταση 55 χλμ. περίπου.
-
-
ΑιλίμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΛΙΜ
(Αιλίμ) [Μεγάλα Δέντρα].
Ο δεύτερος σταθμός στρατοπέδευσης των Ισραηλιτών μετά τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας. (Εξ 15:27· 16:1· Αρ 33:9, 10) Παρότι η ακριβής θέση της δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, κατά παράδοση η Αιλίμ ταυτίζεται με το Ουάντι Γαράντελ, στη Χερσόνησο του Σινά, περίπου 88 χλμ. ΝΝΑ του Σουέζ. Όπως η Βιβλική Αιλίμ, που είχε «δώδεκα πηγές νερού και εβδομήντα φοίνικες», έτσι και η σημερινή αυτή τοποθεσία είναι πολύ γνωστή για τα άφθονα νερά, τη βλάστηση και τους φοίνικες που υπάρχουν εκεί.
-
-
ΑιλώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΛΩΝ
(Αιλών) [πιθανότατα, Μεγάλο Δέντρο].
1. Κάποιος Χετταίος του οποίου η κόρη “έφερε πίκρα” στον Ισαάκ και στη Ρεβέκκα όταν έγινε σύζυγος του γιου τους του Ησαύ.—Γε 26:34, 35· 27:46· 28:8· 36:2.
2. Ο δεύτερος από τους τρεις γιους του Ζαβουλών. Περιλαμβανόταν στα μέλη του σπιτικού του παππού του, του Ιακώβ, τα οποία πήγαν στην Αίγυπτο. Ήταν επίσης κεφαλή της οικογένειας των Αιλωνιτών.—Γε 46:14· Αρ 26:26.
3. Ζαβουλωνίτης κριτής του Ισραήλ. Αφού υπηρέτησε επί δέκα χρόνια ως κριτής, τον έθαψαν στην Αιαλών της περιοχής του Ζαβουλών.—Κρ 12:11, 12.
4. Πόλη της φυλής του Δαν, η οποία αναφέρεται ανάμεσα στην Ιεθλά και στη Θιμνάχ. (Ιη 19:42, 43) Η θέση της δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα.
-
-
Αιλών-βαιθ-ανάνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΛΩΝ-ΒΑΙΘ-ΑΝΑΝ
(Αιλών-βαιθ-ανάν) [πιθανότατα, Μεγάλο Δέντρο του Οίκου του Ανάν].
Πόλη που αναφέρεται στο εδάφιο 1 Βασιλέων 4:9 ως τμήμα μιας από τις περιφέρειες που εφοδίαζαν τον Σολομώντα με τρόφιμα. Ορισμένοι μελετητές πιθανολογούν ότι πρόκειται για την ίδια τοποθεσία με την Αιλών.—Βλέπε ΑΙΛΩΝ Αρ. 4.
-
-
ΑιλωνίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΛΩΝΙΤΕΣ
(Αιλωνίτες). [Του (Από τον) Αιλών].
Οικογένεια καταγόμενη από τον Αιλών, έναν γιο του Ζαβουλών.—Αρ 26:26.
-
-
ΑίμαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΜΑ
Αληθινά θαυμαστό υγρό που κυκλοφορεί στο αγγειακό σύστημα των ανθρώπων και των περισσότερων πολυκύτταρων ζώων. Η λέξη του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου είναι νταμ και η αντίστοιχη λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αἷμα. Το αίμα μεταφέρει τροφή και οξυγόνο σε όλα τα μέρη του σώματος, απομακρύνει τις άχρηστες ουσίες και παίζει σπουδαίο ρόλο στην προστασία του σώματος από τις λοιμώξεις. Η χημική σύσταση του αίματος είναι υπερβολικά περίπλοκη και γι’ αυτό πολλά πράγματα είναι ακόμη άγνωστα στους επιστήμονες.
Στην Αγία Γραφή, η ψυχή λέγεται ότι είναι στο αίμα επειδή το αίμα συνδέεται άρρηκτα με τις ζωτικές λειτουργίες. Ο Λόγος του Θεού λέει: «Διότι η ψυχή της σάρκας είναι στο αίμα, και εγώ ο ίδιος το έβαλα πάνω στο θυσιαστήριο για εσάς προκειμένου να γίνεται εξιλέωση για τις ψυχές σας, επειδή το αίμα είναι που κάνει εξιλέωση μέσω της ψυχής που είναι σε αυτό». (Λευ 17:11) Για παρόμοιους λόγους, αλλά θέλοντας να κάνει τη σύνδεση ακόμη πιο άμεση, η Αγία Γραφή λέει: «Η ψυχή κάθε είδους σάρκας είναι το αίμα της». (Λευ 17:14) Είναι σαφές ότι ο Λόγος του Θεού θεωρεί και τη ζωή και το αίμα ιερά.
Αφαίρεση Ζωής. Στον Ιεχωβά είναι η πηγή της ζωής. (Ψλ 36:9) Ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιστρέψει τη ζωή που αφαιρεί. «Όλες οι ψυχές—σε εμένα ανήκουν», λέει ο Ιεχωβά. (Ιεζ 18:4) Επομένως, το να αφαιρεί κανείς ζωή ισοδυναμεί με το να αφαιρεί από τον Ιεχωβά κάτι που του ανήκει. Κάθε ζωντανό πλάσμα έχει σκοπό και θέση στη δημιουργία του Θεού. Κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί ζωή παρά μόνο όταν το επιτρέπει ο Θεός και με τον τρόπο με τον οποίο εκείνος ορίζει.
Μετά τον Κατακλυσμό, δόθηκε στον Νώε και στους γιους του—τους προγεννήτορες όλων όσων ζουν σήμερα—η προσταγή να σέβονται τη ζωή, το αίμα, των συνανθρώπων τους. (Γε 9:1, 5, 6) Επίσης, ο Θεός τούς επέτρεψε φιλάγαθα να προσθέσουν το κρέας των ζώων στη διατροφή τους. Ωστόσο, έπρεπε να αναγνωρίζουν ότι η ζωή κάθε ζώου που σκότωναν για τροφή ανήκε στον Θεό, και ως αναγνώριση αυτού του γεγονότος έπρεπε να χύνουν το αίμα του σαν νερό στο έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο ήταν σαν να το επέστρεφαν στον Θεό και να μην το χρησιμοποιούσαν για δικούς τους σκοπούς.—Δευ 12:15, 16.
Ο άνθρωπος είχε το δικαίωμα να απολαμβάνει τη ζωή που του είχε δώσει ο Θεός, και όποιος του στερούσε αυτή τη ζωή θα ήταν υπόλογος στον Θεό. Αυτό έγινε φανερό όταν ο Θεός είπε στον δολοφόνο Κάιν: «Το αίμα του αδελφού σου κραυγάζει προς εμένα από τη γη». (Γε 4:10) Ακόμη και κάποιος που μισούσε τον αδελφό του, και επομένως ήθελε να τον δει νεκρό, ή τον συκοφαντούσε ή ψευδομαρτυρούσε εναντίον του, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τη ζωή του, θα έφερνε πάνω του ενοχή σε σχέση με το αίμα του συνανθρώπου του.—Λευ 19:16· Δευ 19:18-21· 1Ιω 3:15.
Λόγω της άποψης που έχει ο Θεός για την αξία της ζωής, το αίμα ενός δολοφονημένου ατόμου λέγεται ότι μολύνει τη γη, και αυτού του είδους η μόλυνση μπορεί να εξαλειφθεί μόνο με την έκχυση του αίματος του δολοφόνου. Σε αυτή τη βάση η Αγία Γραφή προβλέπει τη θανατική ποινή για το φόνο, την οποία θα επέβαλλαν οι αρμόδιες εξουσίες. (Αρ 35:33· Γε 9:5, 6) Στον αρχαίο Ισραήλ δεν μπορούσε να γίνει δεκτό κάποιο λύτρο για να απαλλαχτεί ο εκούσιος δολοφόνος από τη θανατική ποινή.—Αρ 35:19-21, 31.
Ακόμη και όταν ο ανθρωποκτόνος παρέμενε άγνωστος μετά την έρευνα, η πόλη που βρισκόταν πιο κοντά στο σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα θεωρούνταν ένοχη αίματος. Για να αφαιρεθεί η ενοχή αίματος, οι υπεύθυνοι πρεσβύτεροι της πόλης έπρεπε να τηρήσουν τη διαδικασία που απαιτούσε ο Θεός, να αρνηθούν οποιαδήποτε ενοχή ή γνώση του φόνου και να προσευχηθούν στον Θεό για το έλεός του. (Δευ 21:1-9) Αν ένας ακούσιος ανθρωποκτόνος δεν έπαιρνε στα σοβαρά την αφαίρεση ζωής και δεν ακολουθούσε τη διευθέτηση του Θεού για την προστασία του με το να τρέξει στην πόλη του καταφυγίου και να παραμείνει εκεί, ο πλησιέστερος συγγενής του νεκρού ήταν ο εκδικητής που είχε την εξουσία και την υποχρέωση να τον σκοτώσει για να απομακρύνει την ενοχή αίματος από τη γη.—Αρ 35:26, 27· βλέπε ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ.
Κατάλληλη Χρήση του Αίματος. Μόνο για έναν σκοπό επέτρεψε ποτέ ο Θεός να χρησιμοποιείται το αίμα—για θυσίες. Πρόσταξε ότι όσοι υπόκειντο στο Μωσαϊκό Νόμο έπρεπε να προσφέρουν θυσίες ζώων προκειμένου να γίνεται εξιλέωση για αμαρτίες. (Λευ 17:10, 11) Ήταν επίσης σε αρμονία με το θέλημά Του το γεγονός ότι ο Γιος Του, ο Ιησούς Χριστός, πρόσφερε την τέλεια ανθρώπινη ζωή του ως θυσία για αμαρτίες.—Εβρ 10:5, 10.
Η ζωοσωτήρια εφαρμογή του αίματος του Χριστού προσκιάστηκε με διάφορους τρόπους στις Εβραϊκές Γραφές. Την εποχή του πρώτου Πάσχα, στην Αίγυπτο, το αίμα στο ανώφλι της πόρτας και στους παραστάτες των ισραηλιτικών σπιτιών προστάτεψε τα πρωτότοκα που υπήρχαν μέσα ώστε να μη θανατωθούν από τον άγγελο του Θεού. (Εξ 12:7, 22, 23· 1Κο 5:7) Η διαθήκη του Νόμου, η οποία διέθετε ένα χαρακτηριστικό που αποτελούσε εξεικονιστικό τύπο της αφαίρεσης αμαρτιών, επικυρώθηκε με το αίμα ζώων. (Εξ 24:5-8) Οι πολυάριθμες αιματηρές θυσίες, ιδίως εκείνες που προσφέρονταν την Ημέρα της Εξιλέωσης, γίνονταν ως εξεικονιστικός τύπος της εξιλέωσης για αμαρτίες, υποδεικνύοντας την πραγματική αφαίρεση των αμαρτιών μέσω της θυσίας του Χριστού.—Λευ 16:11, 15-18.
Η νομική ισχύς που έχει το αίμα ενώπιον του Θεού ως μέσο αποδεκτό από αυτόν για εξιλέωση εξεικονίστηκε από την έκχυση του αίματος στη βάση, ή αλλιώς στο θεμέλιο, του θυσιαστηρίου και από την τοποθέτηση αίματος στα κέρατα του θυσιαστηρίου. Η διευθέτηση της εξιλέωσης είχε τη βάση της, ή αλλιώς το θεμέλιό της, στο αίμα, και η ισχύς (την οποία συμβόλιζαν τα κέρατα) της διευθέτησης των θυσιών στηριζόταν στο αίμα.—Λευ 9:9· Εβρ 9:22· 1Κο 1:18.
Υπό τη Χριστιανική διευθέτηση, η ιερότητα του αίματος τονίστηκε ακόμη περισσότερο. Δεν χρειαζόταν πια να προσφέρεται αίμα ζώων, διότι οι προσφορές ζώων ήταν μόνο σκιά της πραγματικότητας, του Ιησού Χριστού. (Κολ 2:17· Εβρ 10:1-4, 8-10) Ο αρχιερέας στον Ισραήλ έφερνε μια μικρή ποσότητα του αίματος στα Άγια των Αγίων του επίγειου αγιαστηρίου. (Λευ 16:14) Ο Ιησούς Χριστός, ως ο πραγματικός Αρχιερέας, μπήκε στον ίδιο τον ουρανό, όχι με το αίμα του, το οποίο χύθηκε στη γη (Ιωα 19:34), αλλά με την αξία της τέλειας ανθρώπινης ζωής του την οποία συμβόλιζε το αίμα. Αυτό το δικαίωμα ζωής δεν το έχασε ποτέ λόγω αμαρτίας, αλλά το διατήρησε ώστε να το χρησιμοποιήσει για να υπάρξει εξιλέωση για τις αμαρτίες. (Εβρ 7:26· 8:3· 9:11, 12) Γι’ αυτούς τους λόγους το αίμα του Χριστού κραυγάζει για καλύτερα πράγματα από ό,τι το αίμα του δίκαιου Άβελ. Μόνο το αίμα της τέλειας θυσίας του Γιου του Θεού μπορεί να κάνει έκκληση για έλεος, ενώ το αίμα του Άβελ, καθώς και το αίμα των ακολούθων του Χριστού που πέθαναν μαρτυρικά, κραυγάζει για εκδίκηση.—Εβρ 12:24· Απ 6:9-11.
Σε ποιους εφαρμόζεται η απαγόρευση της βρώσης αίματος;
Ο Ιεχωβά επέτρεψε στον Νώε και στους γιους του να προσθέσουν κρέας ζώων στη διατροφή τους μετά τον Κατακλυσμό, αλλά τους έδωσε την αυστηρή οδηγία να μην τρώνε αίμα. (Γε 9:1, 3, 4) Σε αυτή την περίπτωση ο Θεός έθεσε έναν κανόνα που ίσχυε, όχι μόνο για τον Νώε και την άμεση οικογένειά του, αλλά και στη συνέχεια για όλη την ανθρωπότητα, επειδή όλοι όσοι έζησαν μετά τον Κατακλυσμό είναι απόγονοι της οικογένειας του Νώε.
Σχετικά με τη μόνιμη ισχύ αυτής της απαγόρευσης, ο Τζόζεφ Μπένσον παρατηρεί: «Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η απαγόρευση που δόθηκε στον Νώε και σε όλους τους απογόνους του αναφορικά με τη βρώση αίματος και που επαναλήφθηκε στους Ισραηλίτες με κάθε επισημότητα υπό το Μωσαϊκό σύστημα δεν ακυρώθηκε ποτέ, αλλά, αντίθετα, επικυρώθηκε υπό την Καινή Διαθήκη, Πράξεις ιε΄, με αποτέλεσμα να γίνει παντοτινή υποχρέωση».—Σημειώσεις (Notes) του Μπένσον, 1839, Τόμ. 1, σ. 43.
Υπό το Μωσαϊκό Νόμο. Στη διαθήκη του Νόμου την οποία σύναψε με το έθνος του Ισραήλ, ο Ιεχωβά ενσωμάτωσε το νόμο που είχε δώσει στον Νώε. Έκανε σαφές ότι όποιος αγνοούσε τη διαδικασία που οριζόταν από το νόμο του Θεού ακόμη και όσον αφορά τη θανάτωση ζώου θα έφερε «ενοχή αίματος». (Λευ 17:3, 4) Το αίμα ενός ζώου που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ως τροφή έπρεπε να χυθεί στη γη και να σκεπαστεί με χώμα. (Λευ 17:13, 14) Όποιος έτρωγε το αίμα οποιουδήποτε είδους σάρκας έπρεπε να “εκκοπεί ανάμεσα από το λαό του”. Η εσκεμμένη παραβίαση αυτού του νόμου σχετικά με την ιερότητα του αίματος επέφερε “εκκοπή” μέσω θανάτωσης.—Λευ 17:10· 7:26, 27· Αρ 15:30, 31.
Σχολιάζοντας τα εδάφια Λευιτικό 17:11, 12, η Εγκυκλοπαίδεια (Cyclopædia) των Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ (1882, Τόμ. 1, σ. 834) λέει: «Αυτή η αυστηρή εντολή δεν ίσχυε μόνο για τους Ισραηλίτες, αλλά και για τους ξένους που κατοικούσαν ανάμεσά τους. Η ποινή που προβλεπόταν για την παραβίασή της ήταν η “εκκοπή από το λαό”, φράση με την οποία φαίνεται να υπονοείται η θανάτωση (πρβλ. Εβρ. 10:28), μολονότι είναι δύσκολο να καθοριστεί αν επιβαλλόταν με σπαθί ή με λιθοβολισμό».
Στο εδάφιο Δευτερονόμιο 14:21 αναφέρεται ότι επιτρεπόταν η πώληση ενός ζώου που είχε ψοφήσει ή είχε κατασπαραχτεί από θηρίο σε κάποιον πάροικο ή αλλοεθνή. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν διάκριση ανάμεσα στο αίμα τέτοιων ζώων και στο αίμα των ζώων τα οποία κάποιος έσφαζε για τροφή. (Παράβαλε Λευ 17:14-16.) Οι Ισραηλίτες, καθώς επίσης οι πάροικοι που ενστερνίζονταν την αληθινή λατρεία και υπόκειντο πλέον στη διαθήκη του Νόμου, ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σύμφωνα με τις υψηλές απαιτήσεις αυτού του Νόμου. Οι άνθρωποι όλων των εθνών δεσμεύονταν από την απαίτηση των εδαφίων Γένεση 9:3, 4, αλλά από όσους υπόκειντο στο Νόμο ο Θεός ανέμενε να διακρατούν υψηλότερο επίπεδο όσον αφορά την προσκόλληση σε αυτή την απαίτηση από ό,τι οι αλλοεθνείς και οι πάροικοι που δεν είχαν γίνει λάτρεις του Ιεχωβά.
Υπό τη Χριστιανική διευθέτηση. Το κυβερνών σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας του πρώτου αιώνα, υπό την κατεύθυνση του αγίου πνεύματος, αποφάνθηκε σχετικά με το ζήτημα του αίματος. Το διάταγμά τους δηλώνει τα εξής: «Διότι το άγιο πνεύμα και εμείς θεωρήσαμε καλό να μη σας προσθέσουμε παραπάνω βάρος, εκτός από αυτά τα αναγκαία: να απέχετε από πράγματα θυσιασμένα σε είδωλα και από αίμα και από πνιχτά και από πορνεία. Αν φυλάγεστε προσεκτικά από αυτά, θα ευημερείτε. Υγιαίνετε!» (Πρ 15:22, 28, 29) Η απαγόρευση περιλάμβανε κρέας που περιείχε αίμα («πνιχτά»).
Σε τελική ανάλυση, αυτό το διάταγμα στηρίζεται στην εντολή του Θεού που απαγορεύει τη βρώση αίματος, η οποία εντολή δόθηκε στον Νώε και στους γιους του και, επομένως, σε όλη την ανθρωπότητα. Σχετικά με αυτό, στο έργο Διόρθωση Χρονολογίας Αρχαίων Βασιλείων ([The Chronology of Ancient Kingdoms Amended] Δουβλίνο, 1728, σ. 184) του Σερ Ισαάκ Νεύτωνα διαβάζουμε τα εξής: «Αυτός ο νόμος [περί αποχής από αίμα] ήταν αρχαιότερος από τις ημέρες του Μωυσή, εφόσον δόθηκε στον Νώε και στους γιους του, πολύ πριν από τις ημέρες του Αβραάμ: άρα λοιπόν, όταν οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι στη Σύνοδο της Ιερουσαλήμ δήλωσαν ότι οι Εθνικοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να περιτέμνονται και να τηρούν το νόμο του Μωυσή, εξαίρεσαν αυτόν το νόμο περί αποχής από αίμα και πνιχτά ως παλιότερο νόμο του Θεού, νόμο ο οποίος δεν είχε επιβληθεί μόνο στους γιους του Αβραάμ, αλλά σε όλα τα έθνη, ενόσω ζούσαν μαζί στη Σεναάρ υπό την κυριαρχία του Νώε: παρόμοιος είναι και ο νόμος περί αποχής από κρέατα που έχουν προσφερθεί σε Είδωλα ή ψεύτικους Θεούς και από πορνεία».—Τα πλάγια γράμματα δικά του.
Τηρείται από τους αποστολικούς χρόνους. Η σύνοδος της Ιερουσαλήμ έστειλε την απόφασή της στις Χριστιανικές εκκλησίες για να την τηρούν. (Πρ 16:4) Περίπου εφτά χρόνια αφότου η σύνοδος της Ιερουσαλήμ εξέδωσε αυτό το διάταγμα, οι Χριστιανοί συνέχιζαν να συμμορφώνονται με την απόφαση «ότι πρέπει να φυλάγονται από ό,τι έχει θυσιαστεί σε είδωλα, καθώς και από αίμα και από πνιχτό και από πορνεία». (Πρ 21:25) Και ύστερα από εκατό και πλέον χρόνια, το 177 Κ.Χ., στη Λυών (στη σημερινή Γαλλία), όταν κάποιοι θρησκευτικοί εχθροί κατηγόρησαν ψευδώς τους Χριστιανούς ότι έτρωγαν παιδιά, μια γυναίκα ονόματι Βιβλίς είπε: «Πώς είναι δυνατόν να τρώνε παιδιά αυτοί οι άνθρωποι, στους οποίους δεν επιτρέπεται να τρώνε ούτε το αίμα των άλογων ζώων;»—Η Εκκλησιαστική Ιστορία, του Ευσέβιου, 5, 1, 26.
Οι πρώτοι Χριστιανοί απείχαν από τη βρώση οποιουδήποτε είδους αίματος. Σε σχέση με αυτό, ο Τερτυλλιανός (περ. 155-μτ. 220 Κ.Χ.) επισήμανε στο έργο του Απολογητικός ([Apologeticus] IX, 13, 14): «Ας ερυθριάσει η πλάνη σας ενώπιον των Χριστιανών, διότι εμείς δεν περιλαμβάνουμε ούτε καν το αίμα ζώων στη φυσική μας διατροφή. Γι’ αυτόν το λόγο απέχουμε από πνιχτά ή από ζώα που ψόφησαν μόνα τους ώστε να μη μολυνθούμε με κανέναν τρόπο από αίμα, έστω και αν αυτό είναι κρυμμένο μέσα στο κρέας. Τελικά, όταν δοκιμάζετε τους Χριστιανούς, τους προσφέρετε λουκάνικα γεμάτα αίμα. Ξέρετε πολύ καλά, φυσικά, ότι για αυτούς είναι κάτι το απαγορευμένο, αλλά θέλετε να τους κάνετε να παραβιάσουν τις αρχές τους». Ο Μινούκιος Φήλιξ, Ρωμαίος δικηγόρος που έζησε μέχρι το 250 Κ.Χ. περίπου, τόνισε το ίδιο σημείο, γράφοντας: «Εμείς δεν επιτρέπεται ούτε να δούμε ανθρώπινη σφαγή ούτε να ακούσουμε για αυτήν. Έχουμε τέτοια αποστροφή για το ανθρώπινο αίμα ώστε στα γεύματά μας αποφεύγουμε το αίμα των βρώσιμων ζώων».—Οκτάβιος (Octavius), XXX, 6.
Περιλαμβάνεται η Ακεραιότητα. Από τότε που εγκαινιάστηκε η νέα διαθήκη με βάση το αίμα του Ιησού Χριστού, οι Χριστιανοί αναγνωρίζουν τη ζωοσωτήρια αξία που έχει αυτό το αίμα μέσω της διευθέτησης του Ιεχωβά και μέσω του Ιησού ως του μεγάλου Αρχιερέα ο οποίος «μπήκε, όχι με το αίμα τράγων και νεαρών ταύρων, αλλά με το δικό του αίμα, μία φορά για πάντα στον άγιο τόπο και εξασφάλισε αιώνια απελευθέρωση για εμάς». Μέσω πίστης στο αίμα του Χριστού, οι συνειδήσεις των Χριστιανών έχουν καθαριστεί από νεκρά έργα ώστε αυτοί να αποδίδουν ιερή υπηρεσία στον ζωντανό Θεό. Οι Χριστιανοί ενδιαφέρονται για τη σωματική τους υγεία, αλλά πρωτίστως και πολύ πιο σοβαρά ενδιαφέρονται για την πνευματική τους υγεία και την υπόστασή τους ενώπιον του Δημιουργού. Θέλουν να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους προς τον ζωντανό Θεό, με το να μην αρνηθούν τη θυσία του Ιησού, να μη θεωρήσουν ότι δεν έχει αξία και να μην την ποδοπατήσουν. Και αυτό διότι επιζητούν, όχι την παροδική ζωή, αλλά την αιώνια.—Εβρ 9:12, 14, 15· 10:28, 29.
-
-
Αιμάθ, ΑιμαθίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΜΑΘ
(Αιμάθ), ΑΙΜΑΘΙΤΕΣ (Αιμαθίτες).
Η πόλη Αιμάθ ήταν η πρωτεύουσα ενός μικρού χαναανιτικού βασιλείου στη Συρία κατά την αρχική περίοδο του Ισραήλ. Η πλούσια αγροτική περιοχή γύρω της ονομαζόταν και αυτή Αιμάθ. Στους ελληνορωμαϊκούς χρόνους η κλασική ονομασία της πόλης ήταν Επιφάνεια, από το όνομα του Αντίοχου Δ΄ (του Επιφανούς). Σήμερα ονομάζεται Χάμα, λέξη που αποτελεί σύντμηση της αρχικής μορφής του ονόματός της.
Η πόλη της Αιμάθ ήταν χτισμένη δίπλα στον ποταμό Ορόντη, κατά μήκος σπουδαίων εμπορικών οδών, σε απόσταση 81 χλμ. από τη Μεσόγειο, γύρω στα 190 χλμ. Β της Δαμασκού και περίπου 120 χλμ. Ν του Χαλεπίου.
Μολονότι μερικές φορές λέγεται ότι η Αιμάθ είχε χετταϊκή προέλευση, το πιθανότερο είναι ότι ιδρύθηκε από τους Αιμαθίτες, που ήταν συγγενείς των Χετταίων και αποτελούσαν μια από τις 70 μετακατακλυσμιαίες οικογένειες. Ο Χετ και ο Αιμάθ, οι προπάτορες αυτών των δύο οικογενειακών γραμμών, κατονομάζονται αντίστοιχα ως ο 2ος και ο 11ος γιος του Χαναάν, γιου του Χαμ.—Γε 10:6, 15-18· 1Χρ 1:8, 13-16· βλέπε ΧΕΤΤΑΙΟΙ.
“Η Είσοδος της Αιμάθ”. Στην παλαιότερη αναφορά που έχουμε για την Αιμάθ μάς λέγεται ότι το 16ο αιώνα Π.Κ.Χ. οι 12 Ισραηλίτες κατάσκοποι ανέβηκαν από το Ν μέχρι «την είσοδο της Αιμάθ», μια συχνά επαναλαμβανόμενη φράση η οποία πιστεύεται ότι αναφέρεται, όχι στις πύλες της ίδιας της πόλης, αλλά στο νότιο σύνορο της περιοχής την οποία εξουσίαζε. (Αρ 13:21) Μέχρι αυτό το όριο επεκτάθηκε η κατάκτηση του Ιησού του Ναυή προς το Β. (Ιη 13:2, 5· Κρ 3:1-3) Ωστόσο, ορισμένοι λόγιοι υποστηρίζουν ότι η έκφραση «μέχρι την είσοδο της Αιμάθ» (Ιη 13:5) θα έπρεπε πιθανώς να αποδίδεται «μέχρι τη Λεβί-αιμάθ (Λιοντάρι της Αιμάθ)», υποδηλώνοντας έναν συγκεκριμένο τόπο.—Βλέπε Παλαιά Διαθήκη (Vetus Testamentum), Λέιντεν, 1952, σ. 114.
Η ακριβής θέση αυτού του συνόρου (ή τόπου) δεν είναι βέβαιη. Θεωρούνταν ότι αποτελούσε το βόρειο σύνορο της περιοχής του Ισραήλ (Αρ 34:8· 1Βα 8:65· 2Βα 14:25· 2Χρ 7:8) και ότι συνόρευε με τη Δαμασκό. (Ιερ 49:23· Ιεζ 47:15-17· 48:1· Ζαχ 9:1, 2) Μερικοί πιστεύουν ότι ήταν το νότιο άκρο της Κοιλάδας της Κοίλης Συρίας (ονομάζεται και Μπεκάα), η οποία εκτείνεται μεταξύ των οροσειρών του Λιβάνου και του Αντιλιβάνου. Άλλοι λένε ότι βρισκόταν στο μέσο της απόστασης μεταξύ Μπααλμπέκ και Ριβλά. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ήταν ακόμη βορειότερα, στο σημείο όπου το πέρασμα διευρύνεται ανάμεσα στη Χομς και στη θάλασσα.—Ιεζ 47:20.
Σχέσεις με τον Ισραήλ. Ο Θοΐ (Θοού), βασιλιάς της Αιμάθ, έστειλε το γιο του τον Ιεχωράμ (Χαδωράμ) να συγχαρεί τον Βασιλιά Δαβίδ για τη νίκη του επί ενός κοινού τους εχθρού, του Αδαδέζερ. Η Αιμάθ ήταν τότε ανεξάρτητο βασίλειο. (2Σα 8:3, 9, 10· 1Χρ 18:3, 9, 10) Ωστόσο, στη διάρκεια της βασιλείας του Σολομώντα, το βασίλειο της Αιμάθ φαίνεται ότι ήταν υπό τον έλεγχο του Ισραήλ, διότι ο Σολομών έχτισε πόλεις αποθήκευσης σε εκείνη την περιοχή. (2Χρ 8:3, 4) Μετά το θάνατο του Σολομώντα, η Αιμάθ κέρδισε την ανεξαρτησία της και παρέμεινε ανεξάρτητη, με εξαίρεση μια σύντομη περίοδο τον ένατο αιώνα Π.Κ.Χ., όταν ο Ιεροβοάμ Β΄ την επανέφερε προσωρινά υπό τον έλεγχο του Ισραήλ. (2Βα 14:28) Εκείνη περίπου την εποχή χαρακτηριζόταν ως “πολυπληθής Αιμάθ”.—Αμ 6:2.
Τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ., η Αιμάθ και οι γείτονές της—μεταξύ των οποίων και το δεκάφυλο βασίλειο του Ισραήλ—κατατροπώθηκαν από τους Ασσυρίους οι οποίοι σάρωναν τα πάντα οδεύοντας προς την παγκόσμια κυριαρχία. Η τακτική της Ασσυρίας ήταν να ανταλλάσσει και να μετεγκαθιστά τους αιχμαλώτους της, και έτσι πληθυσμοί από την Αιμάθ μεταφέρθηκαν και πήραν τη θέση των κατοίκων της Σαμάρειας, οι οποίοι με τη σειρά τους οδηγήθηκαν στην Αιμάθ και σε άλλα μέρη. (2Βα 17:24· 19:12, 13· Ησ 10:9-11· 37:12, 13) Στη συνέχεια, οι Αιμαθίτες έστησαν στους υψηλούς τόπους της Σαμάρειας ομοιώματα της θεότητάς τους της Ασιμά, μολονότι αυτή η άχρηστη θεότητα είχε αποδειχτεί ανίσχυρη εναντίον των Ασσυρίων.—2Βα 17:29, 30· 18:33, 34· Ησ 36:18, 19.
Σύμφωνα με μια σωζόμενη σφηνοειδή επιγραφή (Βρετανικό Μουσείο 21946), μετά τη μάχη της Χαρκεμίς το 625 Π.Κ.Χ. (Ιερ 46:2), οι δυνάμεις του Ναβουχοδονόσορα πρόφτασαν τους Αιγυπτίους που είχαν τραπεί σε φυγή και τους εξολόθρευσαν στην περιφέρεια της Αιμάθ. (Ασσυριακά και Βαβυλωνιακά Χρονικά [Assyrian and Babylonian Chronicles], του Α. Κ. Γκρέισον, 1975, σ. 99) Σε αυτή την ίδια περιοχή, μερικά χρόνια νωρίτερα, ο Φαραώ Νεχαώ είχε αιχμαλωτίσει τον Βασιλιά Ιωάχαζ. (2Βα 23:31-33) Κατόπιν, το 607 Π.Κ.Χ., με την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο Σεδεκίας και άλλοι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στη Ριβλά, στην περιοχή της Αιμάθ, και εκεί, μπροστά στα μάτια του Σεδεκία, θανατώθηκαν οι γιοι του, καθώς και άλλοι ευγενείς. (2Βα 25:18-21· Ιερ 39:5, 6· 52:9, 10, 24-27) Εντούτοις, ο Θεός είχε υποσχεθεί ότι στον ορισμένο καιρό θα αποκαθιστούσε ένα υπόλοιπο του αιχμάλωτου λαού του, μεταξύ των οποίων και εκείνους που βρίσκονταν στη γη της Αιμάθ.—Ησ 11:11, 12.
[Χάρτης στη σελίδα 137]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Μεγάλη Θάλασσα
Ποταμός Ορόντης
Αιμάθ
Χομς
Ριβλά
Όρη του Λιβάνου
Σιδώνα
Ποταμός Λιτάνι
Όρη του Αντιλιβάνου
Δαμασκός
-
-
Αιμάθ-ζωβάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΜΑΘ-ΖΩΒΑ
(Αιμάθ-ζωβά).
Η τοποθεσία αυτή προφανώς καταλήφθηκε από τον Σολομώντα και έτσι μνημονεύεται στα πλαίσια του μοναδικού στρατιωτικού του εγχειρήματος για το οποίο γίνεται νύξη στις Γραφές. (2Χρ 8:3) Η ακριβής ταυτότητα της Αιμάθ-ζωβά δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Η Αιμάθ και η Ζωβά ενδέχεται να ήταν όμορα βασίλεια (παράβαλε 1Χρ 18:9· 2Χρ 8:4), εξού και το σύνθετο όνομα «Αιμάθ-ζωβά». Το ότι δύο γειτονικές γεωγραφικές τοποθεσίες είναι δυνατόν να συνδεθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο φαίνεται από το εδάφιο 1 Χρονικών 6:78. Το εβραϊκό κείμενο σε αυτό το εδάφιο λέει κατά κυριολεξία «του Ιορδάνη Ιεριχώ» ή «του Ιορδάνη της Ιεριχώς» και συνήθως αποδίδεται «του Ιορδάνη, κοντά στην Ιεριχώ».—RS, KJ, ΜΝΚ, ΒΑΜ.
-
-
ΑιμάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΜΑΜ
(Αιμάμ).
Γιος του Λωτάν και απόγονος του Σηείρ του Χορίτη. (Γε 36:20, 22) Το όνομα αποδίδεται Ωμάμ στο εδάφιο 1 Χρονικών 1:39 σύμφωνα με το Μασοριτικό κείμενο, αλλά η Μετάφραση των Εβδομήκοντα έχει την απόδοση «Αιμάν».
-
-
ΑιμάνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΜΑΝ
(Αιμάν).
1. Ένας από τους τέσσερις σοφούς άντρες τους οποίους ξεπέρασε σε σοφία ο Βασιλιάς Σολομών, παρότι διέθεταν και εκείνοι μεγάλη σοφία. Ο Αιμάν, ο Χαλχόλ και ο Δαρδά επονομάζονται “γιοι του Μαώλ”. Μερικοί πιστεύουν ότι η έκφραση αυτή αναφέρεται σε έναν όμιλο χορευτών ή μουσικών. (1Βα 4:31) Στα εδάφια 1 Χρονικών 2:3-6, ο Αιμάν προσδιορίζεται ως απόγονος του Ιούδα μέσω του Ζερά. Στην επιγραφή του 88ου Ψαλμού αποκαλείται «Εζραΐτης», το οποίο προφανώς δεν είναι παρά μια άλλη λέξη για το «Ζεραΐτης».—Βλέπε ΕΖΡΑΪΤΗΣ.
2. Γιος του Ιωήλ και εγγονός του προφήτη Σαμουήλ από την οικογένεια των Κααθιτών. Ήταν Λευίτης υμνωδός και κυμβαλιστής στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ και του Σολομώντα. (1Χρ 6:33· 15:17-19· 2Χρ 5:11, 12) Απέκτησε 14 γιους και 3 κόρες, και υπό τη διεύθυνσή του η οικογένειά του πρόσφερε υμνωδία στον οίκο του Ιεχωβά. Ωστόσο, ο ίδιος μαζί με τον Ασάφ και τον Ιεδουθούν ήταν υπό την άμεση επιστασία του βασιλιά.—1Χρ 25:1, 4-6.
-
-
ΑιμμάθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΜΜΑΘ
(Αιμμάθ).
1. “Ο πατέρας” του οίκου του Ρηχάβ και πρόγονος ορισμένων Κεναίων.—1Χρ 2:55.
2. [Τόπος Θερμής (Πηγής)]. Οχυρωμένη πόλη του Νεφθαλί. (Ιη 19:32, 35) Ταυτίζεται γενικά με το Χαμάμ Ταμπαρίγιε (Χαμέ Τεβέρια), ακριβώς Ν της Τιβεριάδας, στη δυτική όχθη της Θάλασσας της Γαλιλαίας. Η θειούχα πηγή που υπάρχει εκεί προφανώς έδωσε στην Αιμμάθ το όνομά της. Αν, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι λόγιοι, η Αιμμώθ-δωρ (Ιη 21:32) και η Αιμμών (1Χρ 6:76) είναι εναλλακτικές ονομασίες της ίδιας τοποθεσίας, η Αιμμάθ ήταν και Λευιτική πόλη.
-
-
ΑιμμώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΜΜΩΝ
(Αιμμών) [σημαίνει «Τόπος Θερμής (Πηγής)»].
1. Πόλη στο όριο του Ασήρ. (Ιη 19:24-28) Ταυτίζεται γενικά με το Ουμ ελ Αουάμιντ, το οποίο βρίσκεται στα παράλια της Μεσογείου, περίπου 16 χλμ. ΝΝΔ της Τύρου.
2. Τοποθεσία στην περιοχή του Νεφθαλί η οποία παραχωρήθηκε στους Λευίτες. (1Χρ 6:71, 76) Προφανώς ταυτίζεται με την Αιμμάθ.—Ιη 19:35· βλέπε ΑΙΜΜΑΘ Αρ. 2.
-
-
ΑιμομειξίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΜΟΜΕΙΞΙΑ
Βλέπε ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ (Κακουργήματα υπό το Νόμο).
-
-
ΑιμορροΐδεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΜΟΡΡΟΪΔΕΣ
Κιρσώδεις διευρύνσεις των φλεβών στον πρωκτό, οι οποίες συνοδεύονται πολλές φορές από αιμορραγία. Σε αυτή τη συχνά επώδυνη πάθηση, εμφανίζονται αγγειακές διογκώσεις κάτω από το βλεννογόνο του απευθυσμένου, είτε στο εσωτερικό του έξω σφιγκτήρα (εσωτερικές αιμορροΐδες) είτε στην εξωτερική πλευρά του (εξωτερικές αιμορροΐδες) είτε και στα δύο μέρη.
Οι αιμορροΐδες ήταν μεταξύ των παθήσεων από τις οποίες θα υπέφεραν οι Ισραηλίτες αν δεν υπάκουαν, όπως τους προειδοποίησε ο Ιεχωβά. (Δευ 28:15, 27) Ο ίδιος έπληξε τους Φιλισταίους της Αζώτου και των περιοχών της, καθώς επίσης της Γαθ και της Ακκαρών, με αιμορροΐδες ενόσω βρισκόταν στην κατοχή τους η ιερή Κιβωτός.—1Σα 5:6-12.
Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «αιμορροΐδες» (Le· ΜΝΚ· ΒΑΜ), «διογκώσεις» (AS· RS) και «επιδημία μεγάλων σπυριών» (AT), όπως στο εδάφιο 1 Σαμουήλ 5:6, είναι ‛οφαλίμ και υποδηλώνει καμπύλα εξογκώματα ή προεξοχές, αιμορροΐδες ή διογκώσεις στον πρωκτό. Στα εδάφια 1 Σαμουήλ 6:11, 17, όπως αυτά εμφανίζονται στο Μασοριτικό κείμενο, τα εξογκώματα που πλήττουν τους Φιλισταίους αναφέρονται ως τεχορίμ, που σημαίνει «διογκώσεις». Και στις έξι περιπτώσεις όπου εμφανίζεται στη Γραφή η λέξη ‛οφαλίμ (αιμορροΐδες), οι Ιουδαίοι Μασορίτες πρόσθεσαν σε αυτήν τα φωνηεντικά σημεία της λέξης τεχορίμ (διογκώσεις) και σε περιθωριακή σημείωση υπέδειξαν ότι πρέπει να διαβάζεται αυτή η λέξη αντί για τη λέξη ‛οφαλίμ.
Οι πέντε άρχοντες του άξονα των Φιλισταίων επέστρεψαν την Κιβωτό στον Ισραήλ μαζί με μια προσφορά για ενοχή προς τον Ιεχωβά, η οποία προσφορά αποτελούνταν εν μέρει από πέντε χρυσές εικόνες των αιμορροΐδων, δηλαδή από αναπαραστάσεις αυτών των εξογκωμάτων. (1Σα 6:4, 5, 11, 17) Με παραπλήσιο τρόπο, ορισμένοι αρχαίοι λαοί (ιδιαίτερα οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι) ικέτευαν τις θεότητές τους για θεραπεία προσφέροντάς τους αναπαραστάσεις του πάσχοντος μέλους ή εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους για υποτιθέμενες θεραπείες προσφέροντας κάποιο ομοίωμα αυτού του μέλους.
Εφόσον οι δίποδες (τρωκτικά που πηδούν και μοιάζουν με ποντικούς) κατέστρεφαν τη γη των Φιλισταίων (1Σα 6:5), μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι οι Φιλισταίοι πατάχθηκαν με βουβωνική πανώλη, μια άκρως θανατηφόρα λοιμώδη νόσο, της οποίας συμπτώματα είναι ο πυρετός, τα ρίγη, η εξάντληση και η επώδυνη διόγκωση των λεμφαδένων, ή αλλιώς η βουβωνική αδενίτιδα. Αυτή η πανώλη μεταδίδεται κυρίως από τα τσιμπήματα ψύλλων οι οποίοι προηγουμένως έχουν τσιμπήσει μολυσμένους αρουραίους ή άλλα τρωκτικά που είτε είναι ετοιμοθάνατα είτε έχουν ήδη ψοφήσει.
«Θανατηφόρα σύγχυση» επήλθε όταν η Κιβωτός βρισκόταν στην Ακκαρών, όπου «οι άνθρωποι που δεν πέθαναν είχαν παταχθεί με αιμορροΐδες». (1Σα 5:10-12) Αναπαραστάσεις τόσο αιμορροΐδων όσο και διπόδων αναφέρονται στο εδάφιο 1 Σαμουήλ 6:4, όπου οι Φιλισταίοι ιερείς και μάντεις παρουσιάζονται να λένε: «Ο καθένας από εσάς και οι άρχοντες του άξονά σας έχουν πληγεί από την ίδια μάστιγα». Αλλά αυτό μπορεί απλώς να σημαίνει ότι ολόκληρο το έθνος—οι άρχοντες του άξονα και ο λαός εξίσου—είχε υποστεί μια κοινή συμφορά, «την ίδια μάστιγα», όχι κατ’ ανάγκην ότι τα τρωκτικά και οι αιμορροΐδες συνδέονταν μεταξύ τους στα πλαίσια της ίδιας επιδημίας ή πληγής. Η Αγία Γραφή φαίνεται να υποδηλώνει μόνο ότι οι δίποδες ερήμωναν τη βλάστηση σε όλη τη Φιλιστία, καταστρέφοντας έτσι εκείνη τη γη, και δεν δηλώνει συγκεκριμένα ότι ήταν φορείς λοίμωξης στους Φιλισταίους τους οποίους πάταξε ο Ιεχωβά.
-
-
ΑινέαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΝΕΑΣ
(Αινέας) [Παινεμένος].
Κάποιος άντρας από τη Λύδδα—τοποθεσία στην άκρη της Πεδιάδας του Σαρών—τον οποίο θεράπευσε ο Πέτρος, έπειτα από οχτώ χρόνια παράλυσης.—Πρ 9:32-35.
-
-
ΑίνιγμαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΝΙΓΜΑ
Φράση που αποτελεί γρίφο. Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται αίνιγμα μπορεί επίσης να αποδοθεί “διφορούμενος λόγος” ή “περίπλοκη ερώτηση”. (Παράβαλε Δα 8:23, υποσ.) Τα αινίγματα αντιπαραβάλλονται με τα απλά, ευκολονόητα λόγια. (Αρ 12:8) Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται μερικές φορές ως παράλληλη του όρου «παροιμιώδη λόγια», επειδή ένα αίνιγμα μπορεί να έχει και πλούσιο νόημα, διατυπωμένο όμως με δυσνόητο τρόπο. (Ψλ 49:4) Η ίδια εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «αινίγματα» μεταφράζεται επίσης, σε διαφορετικά συμφραζόμενα, «περίπλοκες ερωτήσεις». (2Χρ 9:1) Η διατύπωση ενός αινίγματος, το οποίο συχνά περιλαμβάνει μια δυσνόητη αλλά ακριβή παραλληλία, απαιτεί οξεία διάνοια, ενώ η επίλυσή του προϋποθέτει το να μπορεί κανείς να διακρίνει πώς συσχετίζονται τα πράγματα μεταξύ τους. Γι’ αυτό, η Αγία Γραφή λέει ότι τα αινίγματα είναι ρήσεις σοφών και ότι μπορεί να τα συλλάβει ο άνθρωπος που έχει κατανόηση.—Παρ 1:5, 6.
Η ίδια η Αγία Γραφή περιέχει αινίγματα σχετικά με τους σκοπούς του Ιεχωβά. (Ψλ 78:2-4) Πρόκειται για δηλώσεις που μπορεί αρχικά να μπερδέψουν τον αναγνώστη. Ίσως είναι σκόπιμα δυσνόητες και περιλαμβάνουν ουσιώδεις συγκρίσεις που δεν έπρεπε να γίνουν κατανοητές από τους ανθρώπους της εποχής στην οποία πρωτογράφτηκαν. Για παράδειγμα, στο εδάφιο Ζαχαρίας 3:8 ο Ιεχωβά αναφέρεται προφητικά στον “υπηρέτη του τον Βλαστό” χωρίς να εξηγεί εκεί ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι βλαστός, δηλαδή γόνος, της βασιλικής γραμμής του Δαβίδ και ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για τον ίδιο τον Γιο του Θεού ο οποίος τότε ήταν στους ουρανούς και επρόκειτο να γεννηθεί από μια παρθένα απόγονο του Βασιλιά Δαβίδ. Επίσης, το εδάφιο Αποκάλυψη 13:18 αναφέρει ότι “ο αριθμός του θηρίου” είναι «εξακόσια εξήντα έξι», αλλά δεν εξηγεί τη σημασία αυτού του αριθμού.
Μερικές φορές, τα αινίγματα δεν χρησιμοποιούνταν για να δημιουργήσουν απορίες στους ακροατές, αλλά προφανώς για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον τους και να κάνουν το μεταδιδόμενο μήνυμα πιο παραστατικό. Τέτοιο ήταν το αίνιγμα με τους δύο αετούς και το κλήμα που έθεσε στον οίκο του Ισραήλ ο προφήτης Ιεζεκιήλ. (Ιεζ 17:1-8) Σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιεχωβά, ο Ιεζεκιήλ έπρεπε να παρουσιάσει το αίνιγμα και αμέσως μετά να ρωτήσει το λαό αν το είχε καταλάβει και τότε να τους το εξηγήσει.
Σκοπός κάποιων αινιγμάτων ήταν να κάνουν τους άλλους να μαντέψουν τη λύση τους, πολλές φορές δε αυτά τα αινίγματα παρουσιάζονταν σε στίχους, όπως εκείνο που έβαλε ο Σαμψών στους Φιλισταίους. Όταν αυτός είπε: «Από εκείνον που τρώει βγήκε κάτι που τρώγεται, και από τον ισχυρό βγήκε κάτι γλυκό», χρησιμοποίησε σκόπιμα δύσληπτες συγκρίσεις. (Κρ 14:12-18) Το αίνιγμά του βασιζόταν σε μια προσωπική εμπειρία που είχε λίγο νωρίτερα, όταν από το κουφάρι ενός λιονταριού μάζεψε μέλι, το οποίο είχε εναποθέσει εκεί ένα σμήνος από μέλισσες.—Κρ 14:8, 9.
-
-
Αίνος, ΈπαινοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΝΟΣ, ΕΠΑΙΝΟΣ
Εγκωμιασμός, έκφραση θαυμασμού, ακόμη και λατρείας όταν πρόκειται για τον αίνο που απευθύνεται στον Θεό. Στις Εβραϊκές και στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές χρησιμοποιούνται αντίστοιχα τα ρήματα χαλάλ και αἰνέω. (Ψλ 113:1· Ησ 38:18· Ρω 15:11· βλέπε ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ· ΧΑΛΛΕΛ.) Το ουσιαστικό ὕμνος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου μεταδίδει την ιδέα του αίνου ή ενός άσματος αίνου που απευθύνεται στον Θεό.—Μαρ 14:26, υποσ.
Το να αινούμε το όνομα του Θεού σημαίνει να αινούμε τον ίδιο τον Ύψιστο. (Ψλ 69:30) Αυτός αξίζει το μέγιστο αίνο, διότι είναι «αγαθός», δηλαδή χαρακτηρίζεται από ηθική υπεροχή στον υπέρτατο βαθμό, ο Δημιουργός, ο Βοηθός των καταθλιμμένων, ο Υποστηρικτής και Απελευθερωτής του λαού του. (Ψλ 135:3· 150:2· 1Χρ 16:25, 26) Ποτέ δεν θα μοιραστεί αυτόν τον αίνο με άψυχες εικόνες που δεν μπορούν να παράσχουν βοήθεια στους λάτρεις τους.—Ησ 42:8.
Ο αίνος κατείχε σημαντική θέση στη λατρεία του Ιεχωβά στον Ισραήλ. Εφόσον ο Παντοδύναμος ήταν εξ ολοκλήρου πλαισιωμένος από αίνους, αναφέρεται ότι “κατοικούσε στους αίνους του Ισραήλ”. (Ψλ 22:3) Ο Βασιλιάς Δαβίδ ήταν εκείνος ο οποίος οργάνωσε τους ιερείς και τους Λευίτες προκειμένου να αινούν τον Ιεχωβά με ύμνους και ενόργανη μουσική. Η οργανωμένη αυτή διευθέτηση που εγκαινίασε ο Δαβίδ συνέχισε να ισχύει και στο ναό του Σολομώντα, και έκτοτε, για πολλά χρόνια, ιερείς και Λευίτες ηγούνταν στην απόδοση αίνου, χρησιμοποιώντας θεόπνευστες συνθέσεις διαφυλαγμένες μέχρι σήμερα στο βιβλίο των Ψαλμών.—1Χρ 16:4-6· 23:2-5· 2Χρ 8:14· βλέπε ΜΟΥΣΙΚΗ.
Οι πιστοί υπηρέτες του Ιεχωβά δεν επέτρεπαν σε τίποτα να σταθεί εμπόδιο στην απόδοση του αίνου ο οποίος ανήκει αποκλειστικά σε εκείνον. Ο προφήτης Δανιήλ δεν σταμάτησε να αινεί τον Ιεχωβά όταν αυτό κηρύχτηκε παράνομο και ο παραβάτης κινδύνευε να ριχτεί στο λάκκο των λιονταριών. (Δα 6:7-10) Ο Ιησούς Χριστός, μη κάνοντας τίποτα από δική του επινόηση, έθεσε το εξοχότερο παράδειγμα όσον αφορά την απόδοση αίνου στον Πατέρα του. Ολόκληρη η ζωή και η διακονία του Γιου του Θεού, περιλαμβανομένων και των θαυμάτων που επιτέλεσε, έφεραν αίνο στον Πατέρα του.—Λου 18:43· Ιωα 7:17, 18.
Οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν τους θεόπνευστους ψαλμούς για να αινούν τον Ιεχωβά. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι υπήρχαν και Χριστιανικές συνθέσεις—“αίνοι προς τον Θεό και πνευματικοί ύμνοι”, δηλαδή ύμνοι με πνευματικό περιεχόμενο. (Εφ 5:19· Κολ 3:16) Ωστόσο, ο Χριστιανικός αίνος δεν περιορίζεται στην υμνολογία. Βρίσκει έκφραση στη ζωή κάποιου και στο ενεργό ενδιαφέρον του για την πνευματική και την υλική ευημερία των άλλων.—Εβρ 13:15, 16.
Έπαινος. Ο αυτοέπαινος αποτελεί εκδήλωση υπερηφάνειας και δεν εποικοδομεί τους ακροατές. Δείχνει έλλειψη αγάπης, επειδή το άτομο εξυψώνει τον εαυτό του πάνω από τους άλλους. (1Κο 13:4) Αν είναι κατάλληλο να δοθεί έπαινος, αυτός πρέπει να είναι αυθόρμητος και να προέρχεται από αμερόληπτους παρατηρητές που δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από αυτόν.—Παρ 27:2.
Ακόμη και όταν ο έπαινος προέρχεται από άλλους, μπορεί να αποτελέσει δοκιμή για τον αποδέκτη του. Μπορεί να υποθάλψει αισθήματα ανωτερότητας ή υπερηφάνειας και να οδηγήσει στην πτώση του ατόμου. Αλλά όταν γίνεται δεκτός με το κατάλληλο πνεύμα, μπορεί να έχει θετική επίδραση. Ίσως το άτομο αναγνωρίσει ταπεινά πόσο υπόχρεο είναι στον Ιεχωβά Θεό και υποκινηθεί να συνεχίσει να συμπεριφέρεται έτσι ώστε να μην υστερήσει ως προς την αξιέπαινη ηθική του υπόσταση. Η θεόπνευστη παροιμία δείχνει το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει ο έπαινος στο να αποκαλυφτεί το πραγματικό ποιόν του ατόμου: «Ο λέβητας του καθαρισμού είναι για το ασήμι και το καμίνι για το χρυσάφι· και ο άνθρωπος είναι ανάλογα με τον έπαινό του».—Παρ 27:21· παράβαλε ΛΧ.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος έπαινος για έναν άνθρωπο από το να αναγνωριστεί ως επιδοκιμασμένος από τον Θεό. Τέτοιος έπαινος θα δοθεί κατά την αποκάλυψη του Κυρίου Ιησού Χριστού με δόξα. (1Κο 4:5· 1Πε 1:7) Αυτός ο έπαινος δεν εξαρτάται από διακρίσεις σαρκικής φύσης, αλλά από το αν κάποιος έχει ζήσει έτσι όπως αρμόζει σε έναν υπηρέτη του Ιεχωβά. (Ρω 2:28, 29· βλέπε ΙΟΥΔΑΙΟΣ.) Στο μεταξύ, άνθρωποι σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις και άλλοι ίσως επαινούν τους αληθινούς Χριστιανούς για τη νομιμοφροσύνη και την ευθύτητά τους. (Ρω 13:3) Όταν οι γύρω αντιλαμβάνονται ότι η καλή διαγωγή των Χριστιανών οφείλεται στο ότι αυτοί είναι αφοσιωμένοι υπηρέτες του Ιεχωβά, ο αίνος πηγαίνει στον Ιεχωβά και στον Γιο του, του οποίου είναι όσιοι μαθητές.
-
-
ΑινώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΝΩΝ
(Αινών).
Μέρος όπου υπήρχε «μεγάλη ποσότητα νερού». Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής βάφτιζε εκεί μετά το Πάσχα του 30 Κ.Χ. (Ιωα 3:23) Το μέρος αυτό βρισκόταν κοντά στην προφανώς γνωστότερη τοποθεσία Σαλείμ. Δεν είναι βέβαιο πού ακριβώς βρίσκονταν αυτές οι τοποθεσίες. Ωστόσο, ο Ευσέβιος, επίσκοπος Καισάρειας, ο οποίος έζησε τον τρίτο και τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ., υποδεικνύει μια τοποθεσία στην Κοιλάδα του Ιορδάνη γύρω στα 8 ρωμαϊκά μίλια (12 χλμ.) Ν της Βαιθ-σεάν. Σε αυτή την περιοχή βρίσκεται το Τελλ Ρίντγα (Τελ Σαλέμ), το οποίο κατά την τρέχουσα άποψη ορισμένων ταυτίζεται με το Σαλείμ. Εκεί κοντά υπάρχουν αρκετές πηγές οι οποίες ίσως ταιριάζουν με την περιγραφή την οποία δίνει ο Ευσέβιος για την τοποθεσία που ονομαζόταν Αινών.
-
-
ΑίρεσηΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΡΕΣΗ
Η λέξη αἵρεσις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει «εκλογή» (Λευ 22:18, Ο΄) ή «αυτό που έχει εκλεγεί», άρα εννοεί «μια ομάδα ανθρώπων που έχουν ξεχωρίσει τον εαυτό τους από τους άλλους και ακολουθούν τις δικές τους πεποιθήσεις [φατρία ή κόμμα]». (Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης [Greek-English Lexicon of the New Testament], του Θάγιερ, 1889, σ. 16) Αυτός ο όρος εφαρμόζεται στους οπαδούς των δύο μεγάλων κλάδων του Ιουδαϊσμού, τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους. (Πρ 5:17· 15:5· 26:5) Επίσης, οι μη Χριστιανοί αποκαλούσαν τη Χριστιανοσύνη «αίρεση» ή “αίρεση των Ναζωραίων”, πιθανώς επειδή τη θεωρούσαν παρακλάδι του Ιουδαϊσμού.—Πρ 24:5, 14· 28:22.
Ο ιδρυτής της Χριστιανοσύνης, ο Ιησούς Χριστός, προσευχήθηκε να επικρατεί ενότητα ανάμεσα στους ακολούθους του (Ιωα 17:21), οι δε απόστολοι ενδιαφέρονταν ζωηρά να διατηρήσουν την ενότητα της Χριστιανικής εκκλησίας. (1Κο 1:10· Ιου 17-19) Η έλλειψη ενότητας στην πίστη θα μπορούσε να προκαλέσει άγριες φιλονικίες, διενέξεις, ακόμη και εχθρότητα. (Παράβαλε Πρ 23:7-10.) Γι’ αυτό, οι αιρέσεις έπρεπε να αποφεύγονται, εφόσον συγκαταλέγονται στα έργα της σάρκας. (Γα 5:19-21) Οι Χριστιανοί προειδοποιήθηκαν να μην προάγουν αιρέσεις και να προσέχουν να μην παροδηγηθούν από ψευδοδιδασκάλους. (Πρ 20:28· 2Τι 2:17, 18· 2Πε 2:1) Στην επιστολή του προς τον Τίτο, ο απόστολος Παύλος έδωσε εντολή να απορρίπτεται ο άνθρωπος που, αφού νουθετούνταν δύο φορές, συνέχιζε να προάγει μια αίρεση, κάτι που σήμαινε φανερά ότι έπρεπε να αποβληθεί από την εκκλησία. (Τιτ 3:10) Όσοι αρνούνταν να αναμειχθούν στη δημιουργία διαιρέσεων μέσα στην εκκλησία ή στην υποστήριξη μιας συγκεκριμένης φατρίας θα ξεχώριζαν με την πιστή τους πορεία και θα αποδείκνυαν ότι είχαν την επιδοκιμασία του Θεού. Προφανώς αυτό εννοούσε ο Παύλος όταν είπε στους Κορινθίους: «Πρέπει να υπάρχουν και αιρέσεις ανάμεσά σας, για να γίνουν και τα επιδοκιμασμένα άτομα φανερά ανάμεσά σας».—1Κο 11:19.
-
-
ΑιχμαλωσίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ
Στη Βιβλική ιστορία μνημονεύονται αρκετές περιπτώσεις αιχμαλωσίας. (Αρ 21:29· 2Χρ 29:9· Ησ 46:2· Ιεζ 30:17, 18· Δα 11:33· Να 3:10· Απ 13:10· βλέπε ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ.) Ωστόσο, η λέξη «αιχμαλωσία» ως όρος αναφέρεται γενικά στη μεγάλη εξορία των Εβραίων από την Υποσχεμένη Γη τον όγδοο και τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ., η οποία προκλήθηκε από την Ασσυριακή και τη Βαβυλωνιακή Παγκόσμια Δύναμη και η οποία αποκαλείται επίσης “η Εξορία” και “η εκτόπιση”.—Εσδ 3:8· 6:21· Ματ 1:17· βλέπε ΕΞΟΡΙΑ.
Ο Ιερεμίας, ο Ιεζεκιήλ και άλλοι προφήτες προειδοποίησαν για αυτή τη μεγάλη συμφορά με δηλώσεις όπως οι ακόλουθες: «Όποιος είναι για την αιχμαλωσία, στην αιχμαλωσία!» «Εσύ, Πασχώρ, καθώς και όλοι οι κάτοικοι του σπιτιού σου θα πάτε σε αιχμαλωσία· και στη Βαβυλώνα θα πας». «Αυτή η εξαγγελία υπάρχει εναντίον της Ιερουσαλήμ και όλου του οίκου του Ισραήλ . . . “Σε εξορία, σε αιχμαλωσία θα πάνε”». (Ιερ 15:2· 20:6· Ιεζ 12:10, 11) Αργότερα, σχετικά με την επιστροφή από τη βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, ο Νεεμίας (7:6) αναφέρει: «Αυτοί είναι οι γιοι της διοικητικής περιφέρειας που ανέβηκαν από την αιχμαλωσία των εξορίστων, τους οποίους ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, είχε οδηγήσει σε εξορία και οι οποίοι αργότερα επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα».—Βλέπε επίσης Εσδ 2:1· 3:8· 8:35· Νε 1:2, 3· 8:17.
Η Ασσυρία φαίνεται πως ήταν η πρώτη που εισήγαγε την τακτική να ξεριζώνει και να απομακρύνει ολόκληρους πληθυσμούς από τις κωμοπόλεις της πατρίδας τους όταν τις καταλάμβανε και να εποικίζει την περιοχή με αιχμαλώτους από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Η Ασσυρία δεν εφάρμοσε αυτή την τακτική της εκτόπισης μόνο εναντίον των Εβραίων, διότι όταν η Δαμασκός, η πρωτεύουσα της Συρίας, καταλήφθηκε ύστερα από την ισοπεδωτική στρατιωτική επίθεση αυτής της δεύτερης παγκόσμιας δύναμης, ο λαός της εκτοπίστηκε στην Κιρ, όπως είχε προειπωθεί από τον προφήτη Αμώς. (2Βα 16:8, 9· Αμ 1:5) Αυτή η στρατηγική έφερνε διπλό αποτέλεσμα: αποθάρρυνε τους λίγους εναπομείναντες από το να αναλάβουν ανατρεπτική δράση, ενώ συγχρόνως τα γύρω έθνη, τα οποία μπορεί να διάκειντο φιλικά προς τους αιχμαλωτισμένους, ήταν λιγότερο πρόθυμα να παράσχουν βοήθεια και υποστήριξη στο καινούριο, ξένο στοιχείο που μεταφερόταν από μακρινά μέρη.
Τόσο για το βόρειο δεκάφυλο βασίλειο του Ισραήλ όσο και για το νότιο δίφυλο βασίλειο του Ιούδα, η βασική αιτία που οδήγησε στην αιχμαλωσία ήταν η ίδια: η εγκατάλειψη της αληθινής λατρείας του Ιεχωβά για χάρη της λατρείας ψεύτικων θεών. (Δευ 28:15, 62-68· 2Βα 17:7-18· 21:10-15) Ο Ιεχωβά, από την πλευρά του, έστελνε συνεχώς τους προφήτες του για να προειδοποιήσει και τα δύο βασίλεια, αλλά μάταια. (2Βα 17:13) Κανένας βασιλιάς του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ δεν προχώρησε ποτέ σε πλήρη εκκαθάριση της ψεύτικης λατρείας, την οποία καθιέρωσε ο πρώτος βασιλιάς του έθνους, ο Ιεροβοάμ. Ο Ιούδας, το αδελφικό του βασίλειο στο Ν, δεν έδωσε προσοχή ούτε στις άμεσες προειδοποιήσεις του Ιεχωβά ούτε στο παράδειγμα της αιχμαλωσίας την οποία είχε υποστεί ο Ισραήλ. (Ιερ 3:6-10) Τελικά, οι κάτοικοι και των δύο βασιλείων οδηγήθηκαν στην εξορία, ενώ το κάθε έθνος υπέστη περισσότερες από μία σημαντικές εκτοπίσεις.
Η Αρχή της Εξορίας. Ενόσω βασίλευε ο Φεκά του Ισραήλ στη Σαμάρεια (περ. 778-759 Π.Κ.Χ.), ήρθε εναντίον του Ισραήλ ο Ασσύριος Βασιλιάς Πουλ (Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄), κατέλαβε ένα μεγάλο τμήμα στο Β και εκτόπισε τους κατοίκους στα ανατολικά μέρη της αυτοκρατορίας του. (2Βα 15:29) Αυτός ο ίδιος μονάρχης κατέλαβε επίσης εδάφη ανατολικά του Ιορδάνη και από αυτή την περιοχή «οδήγησε σε εξορία εκείνους τους Ρουβηνίτες και τους Γαδίτες και τη μισή φυλή του Μανασσή και τους πήγε στην Αλά και στη Χαβώρ και στην Αρά και στον ποταμό Γωζάν, όπου και παραμένουν μέχρι αυτή την ημέρα».—1Χρ 5:26.
Το 742 Π.Κ.Χ. ο ασσυριακός στρατός υπό τον Σαλμανασάρ Ε΄ πολιόρκησε τη Σαμάρεια. (2Βα 18:9, 10) Όταν η Σαμάρεια έπεσε το 740 Π.Κ.Χ., και το δεκάφυλο βασίλειο έφτασε στο τέλος του, οι κάτοικοί της οδηγήθηκαν σε εξορία «στην Αλά και στη Χαβώρ, που είναι στον ποταμό Γωζάν, και στις πόλεις των Μήδων». Αυτό έγινε επειδή, όπως λένε οι Γραφές, «δεν είχαν ακούσει τη φωνή του Ιεχωβά του Θεού τους, αλλά παραβίαζαν τη διαθήκη του, όλα όσα είχε διατάξει ο Μωυσής, ο υπηρέτης του Ιεχωβά. Ούτε άκουγαν ούτε εκτελούσαν».—2Βα 18:11, 12· 17:6· βλέπε ΣΑΡΓΩΝ.
Κατόπιν, μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στις πόλεις της Σαμάρειας αιχμάλωτοι από πολλά και διάφορα μακρινά μέρη. «Στη συνέχεια ο βασιλιάς της Ασσυρίας έφερε ανθρώπους από τη Βαβυλώνα και τη Χουθά και την Αβά και την Αιμάθ και τη Σεφαρβαΐμ και τους έβαλε να κατοικήσουν στις πόλεις της Σαμάρειας στη θέση των γιων του Ισραήλ· και πήραν στην κατοχή τους τη Σαμάρεια και κατοίκησαν στις πόλεις της». (2Βα 17:24) Αυτό το ξένο στοιχείο έφερε μαζί του την ειδωλολατρική θρησκεία του. «Το κάθε έθνος έφτιαξε το δικό του θεό». Και επειδή δεν έδειξαν σεβασμό για τον Ιεχωβά, εκείνος «τους έστειλε λιοντάρια και αυτά τους σκότωναν». Τότε ο βασιλιάς της Ασσυρίας κανόνισε να επιστρέψει ένας από τους Ισραηλίτες ιερείς, ο οποίος «τους δίδαξε πώς όφειλαν να φοβούνται τον Ιεχωβά». Έτσι λοιπόν, όπως λέει η αφήγηση, «τον Ιεχωβά φοβούνταν, αλλά τους δικούς τους θεούς λάτρευαν, σύμφωνα με τη θρησκεία των εθνών από τα οποία τους είχαν πάρει και τους είχαν οδηγήσει σε εξορία».—2Βα 17:25-33.
Στον έναν αιώνα και πλέον που ακολούθησε την καταστροφή του βόρειου βασιλείου, άρχισαν και άλλες σημαντικές εξορίες. Προτού ο Σενναχειρείμ υποστεί ταπεινωτική ήττα από το χέρι του Θεού το 732 Π.Κ.Χ., επιτέθηκε σε διάφορες τοποθεσίες του Ιούδα. Στα χρονικά του ισχυρίζεται ότι αιχμαλώτισε 200.150 άτομα από πόλεις και φρούρια στην περιοχή του Ιούδα, αν και, κρίνοντας από το ύφος των χρονικών, αυτός ο αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός. (2Βα 18:13) Τόσο ο διάδοχός του, ο Εσάρ-αδδών, όσο και ο επόμενος Ασσύριος μονάρχης, ο Ασεναφάρ (Ασσουρμπανιπάλ), μετέφεραν αιχμαλώτους σε ξένες περιοχές.—Εσδ 4:2, 10.
Το 628 Π.Κ.Χ., ο Φαραώ Νεχώ της Αιγύπτου έβαλε το γιο του Ιωσία, τον Ιωάχαζ του νότιου βασιλείου, σε δεσμά και τον μετέφερε αιχμάλωτο στην Αίγυπτο. (2Χρ 36:1-5) Αλλά οι πρώτοι αιχμάλωτοι από την Ιερουσαλήμ οδηγήθηκαν σε εξορία στη Βαβυλώνα το 617 Π.Κ.Χ., δέκα και πλέον χρόνια αργότερα. Ο Ναβουχοδονόσορ επιτέθηκε στη στασιαστική πόλη και εκτόπισε την ανώτερη τάξη του πληθυσμού, μεταξύ των οποίων τον Βασιλιά Ιωαχίν και τη μητέρα του, και άντρες όπως τον Ιεζεκιήλ, τον Δανιήλ, τον Ανανία, τον Μισαήλ και τον Αζαρία, μαζί με «τους άρχοντες και όλους τους γενναίους και κραταιούς άντρες—δέκα χιλιάδες οδήγησε σε εξορία—καθώς και κάθε τεχνίτη και κατασκευαστή προμαχώνων. Κανείς δεν απέμεινε πίσω εκτός από τους ασήμαντους του λαού . . . Τους αυλικούς . . . και τους κορυφαίους άντρες του τόπου τούς πήρε εξόριστους από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα. Όλους δε τους γενναίους άντρες—εφτά χιλιάδες—και τους τεχνίτες και τους κατασκευαστές προμαχώνων—χίλιους—όλους τους κραταιούς άντρες που ήταν ικανοί για πόλεμο ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τούς έφερε εξόριστους στη Βαβυλώνα». Επίσης, πήρε μεγάλο μέρος από το θησαυρό του ναού. (2Βα 24:12-16· Εσθ 2:6· Ιεζ 1:1-3· Δα 1:2, 6) Ο θείος του Ιωαχίν, ο Σεδεκίας, έμεινε πίσω ως υποτελής βασιλιάς. Κάποιοι άλλοι σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο προφήτης Ιερεμίας, παρέμειναν επίσης στην Ιερουσαλήμ. Αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που αναφέρει το εδάφιο 2 Βασιλέων 24:14, ο αριθμός 3.023 του εδαφίου Ιερεμίας 52:28 αντιστοιχεί προφανώς στα άτομα κάποιας κοινωνικής θέσης ή στις κεφαλές οικογενειών, μη περιλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών τους, που αριθμούσαν χιλιάδες.
Η οριστική κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Ναβουχοδονόσορα ολοκληρώθηκε το 607 Π.Κ.Χ., έπειτα από 18μηνη πολιορκία. (2Βα 25:1-4) Αυτή τη φορά η πόλη εκκενώθηκε από τους περισσότερους κατοίκους της. Σε μερικούς από τους ασήμαντους του τόπου επιτράπηκε να παραμείνουν «ως αμπελουργοί και ως εργάτες για υποχρεωτική εργασία» υπό τον Γεδαλία, ο οποίος διοικούσε ως κυβερνήτης από τη Μισπά. (Ιερ 52:16· 40:7-10· 2Βα 25:22) Σε εκείνους που οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα περιλαμβάνονταν “μερικοί . . . από τους ασήμαντους του λαού και τον υπόλοιπο λαό που απέμεινε στην πόλη και τους λιποτάκτες . . . και τους υπόλοιπους επιδέξιους τεχνίτες”. Η έκφραση «που απέμεινε στην πόλη» υποδηλώνει προφανώς ότι μεγάλος αριθμός ατόμων είχε πεθάνει από λιμοκτονία, από αρρώστιες ή από τη φωτιά, ή είχε σφαγιαστεί στον πόλεμο. (Ιερ 52:15· 2Βα 25:11) Οι γιοι του Σεδεκία, οι άρχοντες του Ιούδα, κάποιοι αυλικοί, ορισμένοι ιερείς και πολλοί άλλοι επιφανείς πολίτες θανατώθηκαν κατά διαταγή του βασιλιά της Βαβυλώνας. (2Βα 25:7, 18-21· Ιερ 52:10, 24-27) Σε όλα αυτά μπορεί να οφείλεται το γεγονός ότι ο αριθμός εκείνων που αναφέρεται τελικά ότι εξορίστηκαν είναι τόσο χαμηλός—μόνο 832 άτομα—αριθμός που πιθανώς αντιστοιχεί σε κεφαλές οίκων, χωρίς να περιλαμβάνει τις συζύγους και τα παιδιά τους.—Ιερ 52:29.
Περίπου δύο μήνες αργότερα, μετά τη δολοφονία του Γεδαλία, οι υπόλοιποι Ιουδαίοι που είχαν απομείνει στον Ιούδα διέφυγαν στην Αίγυπτο, παίρνοντας μαζί τους τον Ιερεμία και τον Βαρούχ. (2Βα 25:8-12, 25, 26· Ιερ 43:5-7) Μερικοί Ιουδαίοι μπορεί επίσης να διέφυγαν στα γύρω έθνη. Οι 745 αιχμάλωτοι—κεφαλές οίκων—οι οποίοι εξορίστηκαν πέντε χρόνια αργότερα, όταν ο Ναβουχοδονόσορ, ως το συμβολικό ρόπαλο του Ιεχωβά, συνέτριψε τα έθνη που συνόρευαν με τον Ιούδα, πάρθηκαν πιθανότατα μέσα από αυτά τα έθνη. (Ιερ 51:20· 52:30) Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι, πέντε χρόνια μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο Ναβουχοδονόσορ υπέταξε τον Αμμών και τον Μωάβ και στη συνέχεια κατέβηκε και πήρε εκδίκηση από την Αίγυπτο.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Ι΄, 181, 182 (ix, 7).
Η κατάσταση της Ιερουσαλήμ ήταν διαφορετική από την κατάσταση άλλων κατακτημένων πόλεων όπως η Σαμάρεια, η οποία επανακατοικήθηκε από αιχμαλώτους που είχαν μεταφερθεί από άλλα μέρη της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας. Αντίθετα με τη συνήθη τακτική που εφάρμοζαν οι Βαβυλώνιοι στις πόλεις που κατακτούσαν, η Ιερουσαλήμ και τα περίχωρά της εκκενώθηκαν και αφέθηκαν έρημα, όπως ακριβώς είχε προκαθορίσει ο Ιεχωβά. Οι επικριτές της Αγίας Γραφής ίσως αμφισβητούν το ότι η άλλοτε ευημερούσα γη του Ιούδα έγινε ξαφνικά “ερημότοπος χωρίς να υπάρχει κάτοικος”, αλλά είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις ούτε κείμενα εκείνης της περιόδου που να αποδεικνύουν το αντίθετο. (Ιερ 9:11· 32:43) Ο αρχαιολόγος Τζ. Έρνεστ Ράιτ δηλώνει: «Η βία που σάρωσε τον Ιούδα γίνεται σαφής . . . από αρχαιολογικές έρευνες οι οποίες δείχνουν ότι η μια πόλη μετά την άλλη έπαψε να κατοικείται εκείνον τον καιρό, και μάλιστα πολλές δεν ξανακατοικήθηκαν ποτέ». (Βιβλική Αρχαιολογία [Biblical Archaeology], 1962, σ. 182) Ο Γουίλιαμ Φ. Όλμπραϊτ συμφωνεί: «Δεν υπάρχει ούτε μία γνωστή περίπτωση κωμόπολης του καθαυτό Ιούδα που να κατοικούνταν συνεχώς κατά την περίοδο της εξορίας».—Η Αρχαιολογία της Παλαιστίνης (The Archaeology of Palestine), 1971, σ. 142.
Η Κατάσταση των Εξορίστων. Η αιχμαλωσία θεωρούνταν γενικά περίοδος καταδυνάστευσης και δουλείας. Ο Ιεχωβά είπε ότι, αντί να δειχτεί έλεος στον Ισραήλ, «πάνω στον ηλικιωμένο έκανες [Βαβυλώνα] το ζυγό σου πολύ βαρύ». (Ησ 47:5, 6) Αναμφίβολα απαιτούνταν από αυτούς να καταβάλλουν κάποια ποσά (φόρους, τέλη, διόδια), ανάλογα με το τι παρήγαν ή εισέπρατταν, όπως ήταν επιβεβλημένο και στους άλλους αιχμαλώτους. Επίσης, το ίδιο το γεγονός ότι ο μεγάλος ναός του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ είχε απογυμνωθεί και καταστραφεί, ότι οι ιερείς του είχαν σκοτωθεί ή εξοριστεί και ότι όσοι ασκούσαν εκεί λατρεία είχαν αιχμαλωτιστεί και ήταν υποτελείς σε ξένη δύναμη συνιστούσε ασφαλώς κατάσταση καταδυνάστευσης.
Εντούτοις, το να βρεθεί κανείς εξόριστος σε ξένη γη δεν ήταν τόσο κακό όσο το να πουληθεί σε σκληρή παντοτινή δουλεία ή να εκτελεστεί με το σαδιστικό τρόπο που χαρακτήριζε τις ασσυριακές και τις βαβυλωνιακές κατακτήσεις. (Ησ 14:4-6· Ιερ 50:17) Φαίνεται πως οι εξόριστοι Ιουδαίοι απολάμβαναν κάποια ελευθερία κινήσεων και, μέχρις ενός βαθμού, διαχειρίζονταν τις εσωτερικές τους υποθέσεις οι ίδιοι. (Εσδ 8:1, 16, 17· Ιεζ 1:1· 14:1· 20:1) “Σε όλους τους εξορίστους, τους οποίους έκανε να πάνε εξορία από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα”, ο Ιεχωβά είπε: «Χτίστε σπίτια και κατοικήστε, και φυτέψτε κήπους και φάτε τους καρπούς τους. Πάρτε γυναίκες και γίνετε πατέρες γιων και θυγατέρων· και πάρτε γυναίκες για τους γιους σας και δώστε τις κόρες σας σε άντρες, για να γεννήσουν γιους και κόρες· και πληθυνθείτε εκεί και μη λιγοστέψετε. Επίσης, να επιζητείτε την ειρήνη της πόλης στην οποία σας έκανα να πάτε εξορία, και να προσεύχεστε για χάρη της στον Ιεχωβά, γιατί στην ειρήνη της θα υπάρχει ειρήνη και για εσάς». (Ιερ 29:4-7) Μερικοί από αυτούς έγιναν επιδέξιοι σε διάφορες τέχνες που αποδείχτηκαν χρήσιμες μετά το τέλος της εξορίας. (Νε 3:8, 31, 32) Απέκτησαν ειδικότητα στις επιχειρήσεις και στο γενικό εμπόριο. Πολλά Ιουδαϊκά ονόματα βρέθηκαν σε επαγγελματικά έγγραφα. Ως αποτέλεσμα αυτών των εμπορικών συναλλαγών και των κοινωνικών επαφών με μη Ιουδαίους, η εβραϊκή γλώσσα δέχτηκε επιρροές από την αραμαϊκή.
Η περίοδος της αιχμαλωσίας, που για μερικούς έφτασε τα 80 χρόνια, επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, τη συλλογική απόδοση λατρείας στον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά. Χωρίς ναό, χωρίς θυσιαστήριο και χωρίς οργανωμένο ιερατείο, δεν ήταν δυνατή η προσφορά των καθημερινών θυσιών. Ωστόσο, η συνήθεια της περιτομής, η αποχή από ακάθαρτες τροφές, η τήρηση του Σαββάτου και η εμμονή στην προσευχή ήταν πράγματα που μπορούσαν να τηρήσουν οι πιστοί, παρά την περιφρόνηση και το χλευασμό των άλλων. Η “ακατάπαυστη υπηρεσία” που απέδιδε ο αιχμάλωτος Δανιήλ στον Θεό του ήταν πασίγνωστη στον Βασιλιά Δαρείο και σε άλλους. Ακόμη και όταν επικυρώθηκε ένα διάταγμα το οποίο απαγόρευε, επί ποινή θανάτου, το να απευθύνει κάποιος αίτημα σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από το βασιλιά, «τρεις φορές την ημέρα [ο Δανιήλ] έπεφτε στα γόνατά του και προσευχόταν και πρόσφερε αίνο ενώπιον του Θεού του, όπως έκανε τακτικά και προηγουμένως». (Δα 6:4-23) Τέτοιου είδους πιστότητα στην περιορισμένη λατρεία που απέδιδαν βοήθησε να μη χάσουν αυτοί οι εξόριστοι την εθνική τους ταυτότητα. Μπορούσαν επίσης να ωφεληθούν από την αντίθεση που παρατηρούσαν ανάμεσα στην αγνή απλότητα της λατρείας του Ιεχωβά και στον κραυγαλέο ειδωλολατρικό υλισμό της Βαβυλώνας. Και οπωσδήποτε, ωφελούνταν από την παρουσία των προφητών του Ιεχωβά, του Ιεζεκιήλ και του Δανιήλ.—Ιεζ 8:1· Δα 1:6· 10:1, 2.
Καθώς ο θεσμός της τοπικής συναγωγής εδραιωνόταν ανάμεσα στους Ιουδαίους, γινόταν επιτακτικότερη και η ανάγκη για αντίγραφα των Γραφών στις κοινότητες των Ιουδαίων εξορίστων σε όλη τη Μηδία, την Περσία και τη Βαβυλωνία. Ο Έσδρας ήταν γνωστός ως «επιδέξιος αντιγραφέας όσον αφορά το νόμο του Μωυσή», πράγμα που δείχνει ότι είχαν φέρει από τον Ιούδα αντίγραφα του Νόμου του Ιεχωβά, τα οποία συνέχιζαν να αντιγράφουν. (Εσδ 7:6) Αναμφισβήτητα, αυτοί οι πολύτιμοι ρόλοι των παλαιότερων γενεών περιλάμβαναν το βιβλίο των Ψαλμών, πιθανόν δε ο 137ος Ψαλμός και ίσως και ο 126ος Ψαλμός να συντέθηκαν στη διάρκεια της αιχμαλωσίας ή λίγο αργότερα. Οι έξι λεγόμενοι Ψαλμοί Χαλλέλ (113 ως 118) ψέλνονταν στις μεγάλες γιορτές του Πάσχα μετά την επιστροφή του υπολοίπου από τη Βαβυλώνα.
Η Αποκατάσταση και η Διασπορά. Η τακτική της μη επιστροφής που εφάρμοζε η Βαβυλώνα δεν άφηνε καμιά ελπίδα για απελευθέρωση από την αιχμαλωσία. Η Αίγυπτος, στην οποία απέβλεπε κάποτε για βοήθεια ο Ισραήλ, δεν ήταν σε θέση να συνδράμει από στρατιωτική ή από άλλη άποψη, ενώ τα άλλα έθνη ήταν εξίσου ανήμπορα, αν όχι εντελώς εχθρικά προς τους Ιουδαίους. Μόνο οι προφητικές υποσχέσεις του Ιεχωβά εμπεριείχαν βάση για ελπίδα. Αιώνες νωρίτερα, ο Μωυσής και ο Σολομών είχαν μιλήσει για την αποκατάσταση που θα ακολουθούσε την αιχμαλωσία. (Δευ 30:1-5· 1Βα 8:46-53) Άλλοι προφήτες επίσης παρείχαν διαβεβαίωση για απελευθέρωση από την εξορία. (Ιερ 30:10· 46:27· Ιεζ 39:25-27· Αμ 9:13-15· Σοφ 2:7· 3:20) Ο Ησαΐας, στα τελευταία 18 κεφάλαια (49-66) της προφητείας του, ανέπτυξε αυτό το θέμα της αποκατάστασης καταλήγοντας σε ένα συγκλονιστικό αποκορύφωμα. Οι προβλέψεις όμως των ψευδοπροφητών ότι η απελευθέρωση θα ερχόταν νωρίτερα αποδείχτηκαν εσφαλμένες, και όσοι εμπιστεύτηκαν σε αυτούς απογοητεύτηκαν οικτρά.—Ιερ 28:1-17.
Ο πιστός Ιερεμίας αποδείχτηκε ότι ήταν αυτός που καθόρισε σωστά πως η ερήμωση της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα θα διαρκούσε 70 χρόνια, έπειτα από τα οποία θα ερχόταν η αποκατάσταση. (Ιερ 25:11, 12· 29:10-14· 30:3, 18) Αναφορικά με αυτό, ο Δανιήλ, στο πρώτο έτος του Δαρείου του Μήδου, “διέκρινε από τα βιβλία τον αριθμό των χρόνων σχετικά με τα οποία είχε έρθει ο λόγος του Ιεχωβά στον Ιερεμία τον προφήτη για τη συμπλήρωση των ερημώσεων της Ιερουσαλήμ, δηλαδή εβδομήντα χρόνια”.—Δα 9:1, 2.
Πόσοι εξόριστοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα το 537 Π.Κ.Χ.;
Στις αρχές του 537 Π.Κ.Χ., ο Πέρσης Βασιλιάς Κύρος Β΄ εξέδωσε ένα διάταγμα το οποίο επέτρεπε στους αιχμαλώτους να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ και να ανοικοδομήσουν το ναό. (2Χρ 36:20, 21· Εσδ 1:1-4) Σύντομα άρχισαν οι προετοιμασίες. Υπό την κατεύθυνση του Κυβερνήτη Ζοροβάβελ και του Αρχιερέα Ιησού, «οι γιοι της Εξορίας» (Εσδ 4:1), οι οποίοι αριθμούσαν 42.360 άντρες καθώς και 7.537 δούλους και τραγουδιστές, έκαναν αυτό το ταξίδι διάρκειας περίπου τεσσάρων μηνών. Μια υποσημείωση στην έκτη έκδοση της μετάφρασης της Αγίας Γραφής από τον Ισαάκ Λίσερ αναφέρει ότι ο συνολικός αριθμός έφτανε περίπου τα 200.000 άτομα, μαζί με τα γυναικόπαιδα. Τον έβδομο μήνα, το φθινόπωρο, είχαν ήδη εγκατασταθεί στις πόλεις τους. (Εσδ 1:5–3:1) Με θεϊκή πρόνοια, η βασιλική γραμμή του Δαβίδ η οποία οδηγούσε στον Χριστό είχε διατηρηθεί μέσω του Ιωαχίν (Ιεχονία) και του Ζοροβάβελ. Επίσης, η γραμμή των Λευιτών αρχιερέων συνέχισε αδιάσπαστη μέσω του Ιωσεδέκ και κατόπιν μέσω του γιου του, του Ιησού.—Ματ 1:11-16· 1Χρ 6:15· Εσδ 3:2, 8.
Αργότερα επέστρεψαν στην Παλαιστίνη και άλλοι αιχμάλωτοι. Το 468 Π.Κ.Χ., συνόδευσαν τον Έσδρα πάνω από 1.750 άτομα, αριθμός που περιλαμβάνει προφανώς μόνο τους ενήλικους άρρενες. (Εσδ 7:1–8:32) Λίγα χρόνια αργότερα, ο Νεεμίας έκανε τουλάχιστον δύο ταξίδια από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ, αλλά δεν αποκαλύπτεται πόσοι Ιουδαίοι επέστρεψαν μαζί του.—Νε 2:5, 6, 11· 13:6, 7.
Η αιχμαλωσία τερμάτισε το διαχωρισμό μεταξύ του Ιούδα και του Ισραήλ. Οι κατακτητές δεν έκαναν διακρίσεις ως προς τη φυλετική προέλευση όταν εκτόπιζαν τους εξορίστους. «Οι γιοι του Ισραήλ και οι γιοι του Ιούδα καταδυναστεύονται μαζί», παρατήρησε ο Ιεχωβά. (Ιερ 50:33) Όταν η πρώτη ομάδα επέστρεψε το 537 Π.Κ.Χ., υπήρχαν σε αυτήν εκπρόσωποι όλων των φυλών του Ισραήλ. Αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμηση του ναού, προσφέρθηκαν ως θυσία 12 τράγοι, «σύμφωνα με τον αριθμό των φυλών του Ισραήλ». (Εσδ 6:16, 17) Αυτού του είδους η επανένωση μετά την αιχμαλωσία είχε υποδειχτεί προφητικά. Για παράδειγμα, ο Ιεχωβά υποσχέθηκε να “επαναφέρει τον Ισραήλ”. (Ιερ 50:19) Επίσης, ο Ιεχωβά είπε: «Θα επαναφέρω τους αιχμάλωτους του Ιούδα και τους αιχμάλωτους του Ισραήλ, και θα τους οικοδομήσω όπως ήταν στην αρχή». (Ιερ 33:7) Η παραβολή του Ιεζεκιήλ, στην οποία τα δύο ραβδιά έγιναν ένα (37:15-28), έδειχνε ότι τα δύο βασίλεια θα γίνονταν ξανά ένα έθνος. Ο Ησαΐας προείπε ότι ο Ιησούς Χριστός θα γινόταν πέτρα προσκόμματος «και για τους δύο οίκους του Ισραήλ», πράγμα που δεν μπορούσε να σημαίνει ότι ο Ιησούς ή οι 12 τους οποίους απέστειλε, κατά την τρίτη περιοδεία του στη Γαλιλαία, θα έπρεπε να επισκεφτούν οικισμούς στη μακρινή Μηδία για να κηρύξουν σε απογόνους των Ισραηλιτών του βόρειου βασιλείου. (Ησ 8:14· Ματ 10:5, 6· 1Πε 2:8) Η προφήτισσα Άννα, που βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, ήταν από τη φυλή του Ασήρ, η οποία ανήκε παλιά στο βόρειο βασίλειο.—Λου 2:36.
Δεν επέστρεψαν όλοι οι Ιουδαίοι στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ, παρά μόνο «ένα υπόλοιπο». (Ησ 10:21, 22) Από τους επαναπατριζόμενους, ελάχιστοι είχαν δει τον αρχικό ναό. Τα γηρατειά απέτρεψαν πολλούς από το να διακινδυνεύσουν τις κακουχίες του ταξιδιού. Άλλοι, οι οποίοι από την άποψη της φυσικής κατάστασης θα μπορούσαν να κάνουν το ταξίδι, επέλεξαν να μείνουν πίσω. Χωρίς αμφιβολία, με τα χρόνια, πολλοί είχαν επιτύχει οικονομικά μέχρις ενός σημείου και τους αρκούσε να παραμείνουν εκεί που βρίσκονταν. Όσοι δεν έβαζαν την ανοικοδόμηση του ναού του Ιεχωβά στην πρώτη θέση στη ζωή τους δεν ήταν διατεθειμένοι να κάνουν αυτό το επικίνδυνο ταξίδι, μετά το οποίο τους περίμενε ένα αβέβαιο μέλλον. Και, φυσικά, όσοι είχαν αποστατήσει δεν είχαν κανέναν λόγο να θέλουν να επιστρέψουν.
Αυτό σημαίνει ότι μέρος του Ιουδαϊκού λαού παρέμεινε διασκορπισμένο και τελικά έγινε γνωστό ως η Διασπορά. Τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., υπήρχαν κοινότητες Ιουδαίων και στις 127 διοικητικές περιφέρειες της Περσικής Αυτοκρατορίας. (Εσθ 1:1· 3:8) Ακόμη και κάποιοι απόγονοι των εξορίστων εξακολουθούσαν να ανέρχονται σε υψηλά κυβερνητικά αξιώματα—για παράδειγμα, ο Μαροδοχαίος και η Εσθήρ υπό τον Πέρση βασιλιά Ασσουήρη (Ξέρξη Α΄) και ο Νεεμίας ως βασιλικός οινοχόος του Αρταξέρξη του Μακρόχειρα. (Εσθ 9:29-31· 10:2, 3· Νε 1:11) Όταν ο Έσδρας συνέτασσε τα Χρονικά, έγραψε ότι πολλοί από τους διεσπαρμένους σε διάφορες ανατολικές πόλεις «παραμένουν μέχρι αυτή την ημέρα» (περ. 460 Π.Κ.Χ.). (1Χρ 5:26) Με την άνοδο της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, κάποιοι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν από τον Μέγα Αλέξανδρο στη νέα πόλη που ίδρυσε στην Αίγυπτο, την Αλεξάνδρεια, όπου έμαθαν την ελληνική. Τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ. άρχισαν να μεταφράζονται εκεί οι Εβραϊκές Γραφές στην ελληνική και ήρθε σε ύπαρξη η Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Οι πόλεμοι μεταξύ Συρίας και Αιγύπτου είχαν ως αποτέλεσμα να μεταφερθούν πολλοί Ιουδαίοι στη Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο αντίστοιχα. Όταν ο Πομπήιος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ το 63 Π.Κ.Χ., πήρε στη Ρώμη Ιουδαίους ως δούλους.
Η μεγάλη διασπορά των Ιουδαίων σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένας παράγοντας που συντέλεσε στη ραγδαία εξάπλωση της Χριστιανοσύνης. Ο Ιησούς Χριστός περιόρισε το κήρυγμά του στη γη του Ισραήλ, αλλά πρόσταξε τους ακολούθους του να πάνε μακρύτερα και να επεκτείνουν τη διακονία τους «ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης». (Πρ 1:8) Ιουδαίοι από διάφορα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή της Πεντηκοστής το 33 Κ.Χ. και άκουσαν τους γεννημένους από το πνεύμα Χριστιανούς να κηρύττουν για τον Ιησού στις γλώσσες της Παρθίας, της Μηδίας, του Ελάμ, της Μεσοποταμίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου, της περιφέρειας της Ασίας, της Φρυγίας, της Παμφυλίας, της Αιγύπτου, της Λιβύης, της Κρήτης, της Αραβίας και της Ρώμης. Χιλιάδες άτομα, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους, πήραν μαζί τους τη νέα τους πίστη. (Πρ 2:1-11) Στις περισσότερες από τις πόλεις που επισκέφτηκε ο Παύλος, βρήκε συναγωγές όπου μπορούσε να μιλήσει εύκολα στους Ιουδαίους της Διασποράς. Στα Λύστρα γνώρισε τον Τιμόθεο, του οποίου η μητέρα ήταν Ιουδαία. Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα είχαν φτάσει πρόσφατα στην Κόρινθο από τη Ρώμη όταν ο Παύλος πήγε εκεί, περίπου το 50 Κ.Χ. (Πρ 13:14· 14:1· 16:1· 17:1, 2· 18:1, 2, 7· 19:8) Στη Βαβυλώνα και στα περίχωρά της υπήρχε μεγάλος αριθμός Ιουδαίων, οπότε θεωρήθηκε ότι άξιζε να πάει ο Πέτρος εκεί για να συνεχίσει τη διακονία του ανάμεσα «στους περιτμημένους». (Γα 2:8· 1Πε 5:13) Αυτή η Ιουδαϊκή κοινότητα στην περιοχή της Βαβυλώνας συνέχισε να είναι το πιο σημαντικό κέντρο του Ιουδαϊσμού για αρκετά μεγάλο διάστημα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ.
-
-
ΑιχμάλωτοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ
Αυτός που είναι δέσμιος, εξόριστος, κρατούμενος ή υπό περιορισμό, ειδικά δε αυτός που συνελήφθη και εκτοπίστηκε ως αποτέλεσμα πολέμου. (Αρ 21:1) Στην αρχαιότητα, εκτός από τα ζώα που αιχμαλωτίζονταν, στα λάφυρα του πολέμου περιλαμβάνονταν πολλές φορές και οι κάτοικοι των κατακτημένων πόλεων και περιοχών. (1Χρ 5:21· 2Χρ 14:14, 15· Αμ 4:10) Σε μια περίπτωση, πάρθηκε ως λάφυρο η κιβωτός της διαθήκης, με οικτρά αποτελέσματα για τους Φιλισταίους αιχμαλωτιστές. (1Σα 4:11–5:12) Οι αναφορές σε αιχμαλώτους ανάγονται στους πατριαρχικούς χρόνους, ο πρώτος δε αιχμάλωτος για τον οποίο γίνεται μνεία στην Αγία Γραφή είναι ο Λωτ, τον οποίο διέσωσε ο Αβραάμ από τις δυνάμεις του Χοδολλογομόρ. (Γε 14:14· 31:26· 34:25-29) Κατά μία έννοια ο Ιώβ, αν και δεν ήταν θύμα πολέμου, βρισκόταν σε «κατάσταση αιχμαλωσίας» ωσότου ο Ιεχωβά τον έσωσε από τη δυστυχία του.—Ιωβ 42:10.
Όταν οι Ισραηλίτες μπήκαν στην Υποσχεμένη Γη για να την πάρουν στην κατοχή τους, ορισμένες πόλεις, περιλαμβανομένων και των κατοίκων τους, αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου στην καταστροφή, όπως για παράδειγμα η Ιεριχώ, η οποία αποτέλεσε τους πρώτους καρπούς της κατάκτησης. (Ιη 6:17, 21) Όταν καταλάμβαναν άλλες πόλεις που δεν ήταν αφιερωμένες στην καταστροφή, οι Ισραηλίτες, ανόμοια με τα ειδωλολατρικά έθνη, δεν επιτρεπόταν να βιάζουν τις γυναίκες. Αν επιθυμούσαν να πάρουν σύζυγο κάποια αιχμάλωτη, έπρεπε πρώτα να τηρηθούν ορισμένες προϋποθέσεις.—Θρ 5:11· Αρ 31:9-19, 26, 27· Δευ 21:10-14.
Ωστόσο, όταν επιτίθεντο εχθρικά έθνη στους Ισραηλίτες, ο Ιεχωβά μερικές φορές επέτρεπε να αιχμαλωτιστεί ο λαός του αν είχε δείξει απιστία απέναντί του. (2Χρ 21:16, 17· 28:5, 17· 29:9) Τα πιο αξιοσημείωτα σχετικά παραδείγματα προέρχονται από τον όγδοο και τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ., όταν χιλιάδες Ισραηλίτες αιχμαλωτίστηκαν και εξορίστηκαν από την Ασσυριακή και τη Βαβυλωνιακή Παγκόσμια Δύναμη. (Βλέπε ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ.) Ο Αχιά και ο Ιερεμίας προείπαν αυτή την επερχόμενη εθνική καταστροφή. (1Βα 14:15· Ιερ 15:2) Επίσης, ο Μωυσής είχε προειδοποιήσει ότι οι γιοι τους και οι κόρες τους θα “πήγαιναν σε αιχμαλωσία” ως τιμωρία για την ανυπακοή προς τον Ιεχωβά, προσθέτοντας ότι, αν μετανοούσαν, μεταγενέστερα οι αιχμάλωτοι θα επέστρεφαν. (Δευ 28:41· 30:3) Ο Σολομών προείδε ότι το αποτέλεσμα της απιστίας θα ήταν η αιχμαλωσία, και προσευχήθηκε να απελευθερώσει ο Ιεχωβά τους αιχμαλώτους αν αυτοί μετανοούσαν.—1Βα 8:46-52· 2Χρ 6:36-39· βλέπε επίσης 2Χρ 30:9· Εσδ 9:7.
Η μεταχείριση των αιχμαλώτων διέφερε πολύ, πράγμα που εξαρτόταν από πολλούς παράγοντες. Μερικές φορές τους επέτρεπαν να παραμείνουν στη γη τους υπό τον όρο ότι θα πλήρωναν φόρο υποτελείας και δεν θα στασίαζαν εναντίον του καινούριου κυρίου τους. (Γε 14:1-4· 2Σα 8:5, 6· 2Βα 17:1-4) Ενίοτε επέτρεπαν σε έναν ηττημένο μονάρχη να συνεχίσει να βασιλεύει ως υποτελής βασιλιάς ή μπορεί να τον αντικαθιστούσαν. (2Βα 23:34· 24:1, 17) Σε μερικές περιπτώσεις μεγάλοι αριθμοί αιχμαλώτων θανατώνονταν, όπως συνέβη με τους 10.000 αιχμαλώτους τους οποίους έριξαν από έναν βράχο ώστε «όλοι τους καταξεσκίστηκαν». (2Χρ 25:12) Ορισμένοι κατακτητές μεταχειρίζονταν τους αιχμαλώτους εξαιρετικά σκληρά και απάνθρωπα, κρεμώντας τους «από το χέρι τους» (Θρ 5:12), κόβοντάς τους τη μύτη και τα αφτιά (Ιεζ 23:25), τυφλώνοντάς τους με πυρωμένα σίδερα, βγάζοντάς τους τα μάτια με δόρατα ή ξιφίδια (Κρ 16:21· 1Σα 11:2· Ιερ 52:11) ή “σκίζοντας τις έγκυες γυναίκες” μιας κατακτημένης πόλης. (Αμ 1:13) Οι σαδιστικοί Ασσύριοι, οι οποίοι ήταν διαβόητοι για την ακραία σκληρότητά τους, απεικονίζονται σε μνημεία να δένουν αιχμαλώτους και κατόπιν να τους γδέρνουν ζωντανούς.
Πολλές φορές έπαιρναν τους αιχμαλώτους για να τους χρησιμοποιήσουν σε καταναγκαστικά έργα (2Σα 12:29-31· 1Χρ 20:3), τους υποδούλωναν ή τους πουλούσαν ως σκλάβους (1Σα 30:1, 2· 2Βα 5:2· Ησ 14:3, 4). Συχνά οι κατακτητές αρέσκονταν να δένουν τους αιχμαλώτους μεταξύ τους με σχοινιά γύρω από τον τράχηλο ή το κεφάλι (παράβαλε Ησ 52:2) ή να τους βάζουν δεσμά (2Βα 25:7) και να τους οδηγούν «γυμνούς και ξυπόλητους και με γυμνωμένους γλουτούς» για να τους εξευτελίσουν και να τους ντροπιάσουν.—Ησ 20:4.
Η απελευθέρωση και η επιστροφή των Ιουδαίων αιχμαλώτων αποτέλεσε το χαρμόσυνο θέμα πολλών προφητειών. (Ησ 49:24, 25· Ιερ 29:14· 46:27· Ιεζ 39:28· Ωσ 6:11· Ιωλ 3:1· Αμ 9:14· Σοφ 3:20) Ο ψαλμωδός επίσης απέβλεπε στον καιρό κατά τον οποίο “ο Ιεχωβά θα συγκέντρωνε ξανά τους αιχμάλωτους του λαού του”. (Ψλ 14:7· 53:6· 85:1· 126:1, 4) Πολλές από αυτές τις προφητείες εκπληρώθηκαν σε μικρότερη κλίμακα από το 537 Π.Κ.Χ. και έπειτα, όταν ένα υπόλοιπο των αιχμαλώτων οι οποίοι είχαν περιέλθει υπό την κυριαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας άρχισε να συρρέει πίσω στην Ιερουσαλήμ για να ανοικοδομήσει την πόλη και το μεγάλο ναό της. (Εσδ 2:1· 3:8· 8:35· Νε 1:2, 3· 7:6· 8:17) Για ορισμένους εχθρούς του λαού του Ιεχωβά λέχθηκε συγκεκριμένα ότι προορίζονταν οι ίδιοι για αιχμαλωσία, όπως για το έθνος της Βαβυλώνας (Ησ 46:1, 2· Ιερ 50:1, 2), της Αιγύπτου (Ιερ 43:11, 12· Ιεζ 30:17, 18) και του Μωάβ (Ιερ 48:46).
Ο Ιησούς παραθέτει από τα εδάφια Ησαΐας 61:1, 2, εφαρμόζοντάς τα στον εαυτό του ως αυτόν που απέστειλε ο Ιεχωβά για “να κηρύξει απελευθέρωση στους αιχμάλωτους και ανάκτηση της όρασης στους τυφλούς”. (Λου 4:16-21) Ο απόστολος Παύλος αντλεί παραδείγματα από την αρχαία τακτική των νικητών να παίρνουν αιχμαλώτους. (Εφ 4:8· 2Κο 10:5) Στο τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής παρατίθεται η εξής αρχή: «Αν κάποιος προορίζεται για αιχμαλωσία, πηγαίνει σε αιχμαλωσία».—Απ 13:10.
-
-
ΑιώναςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΙΩΝΑΣ
Η εβραϊκή λέξη ‛ωλάμ μεταδίδει την έννοια του απροσδιόριστου ή ακαθόριστου χρόνου. Ο λεξικογράφος Γεσένιος ορίζει τη σημασία της ως εξής: «Κρυμμένος χρόνος, δηλαδή άδηλος και παρατεταμένος, του οποίου η αρχή ή το τέλος είναι ακαθόριστο ή απροσδιόριστο». (Εβραϊκό και Αγγλικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης [A Hebrew and English Lexicon of the Old Testament], μετάφραση [στην αγγλική] Έ. Ρόμπινσον, 1836, σ. 746) Συνεπώς, εκφράσεις ή λέξεις όπως «από τους αιώνες» (Ψλ 25:6), “αιώνιος” (Αββ 3:6), «της αρχαιότητας» (Γε 6:4), «πριν από πολύ καιρό» (Ιη 24:2), “αρχαίος” (Παρ 22:28· 23:10) και “μακραίωνος” (Εκ 12:5) αποδίδουν εύστοχα την έννοια του όρου της πρωτότυπης γλώσσας.
Η λέξη ‛ωλάμ συνδέεται κάποιες φορές με κάτι που είναι παντοτινό. (1Βα 2:45, υποσ.) Ο προφήτης Ησαΐας έγραψε: «Ο Ιεχωβά, ο Δημιουργός των περάτων της γης, είναι Θεός στον αιώνα». (Ησ 40:28) Ο Ιεχωβά υπάρχει «από τους αιώνες και μέχρι τους αιώνες». (Ψλ 90:2) Εφόσον ο Ιεχωβά είναι αθάνατος και δεν πεθαίνει, θα συνεχίσει να είναι ο Θεός σε όλη την αιωνιότητα. (Αββ 1:12· 1Τι 1:17) Ωστόσο, αυτή καθαυτή η εβραϊκή λέξη ‛ωλάμ δεν σημαίνει «για πάντα». Πολλές φορές αναφέρεται σε πράγματα που έχουν τέλος, αλλά μπορεί να λεχθεί ότι η περίοδος της ύπαρξής τους εκτείνεται “στους αιώνες” διότι ο χρόνος του τέλους τους δεν διασαφηνίζεται εκείνη τη στιγμή. Για παράδειγμα, η διαθήκη του Νόμου “που θα παρέμενε στον αιώνα” έφτασε στο τέλος της με το θάνατο του Ιησού και την εισαγωγή μιας νέας διαθήκης. (Εξ 31:16, 17· Ρω 10:4· Γα 5:18· Κολ 2:16, 17· Εβρ 9:15) Και η Ααρωνική ιεροσύνη που θα διαρκούσε «στον αιώνα» έφτασε και αυτή στο τέλος της.—Εξ 40:15· Εβρ 7:11-24· 10:1.
Ένας άλλος εβραϊκός όρος, η λέξη ‛αδ, υποδηλώνει απεριόριστο μελλοντικό χρόνο, παντοτινή διάρκεια ή αιωνιότητα. (1Χρ 28:9· Ψλ 19:9· Ησ 9:6· 45:17· Αββ 3:6) Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στο εδάφιο Ψαλμός 45:6, οι λέξεις ‛ωλάμ και ‛αδ εμφανίζονται μαζί και μπορούν να αποδοθούν «αιώνιος και παντοτινός» (ΜΠΚ [εδ. 7]), «εις τον αιώνα του αιώνος» (ΒΑΜ) και «στον αιώνα, και μάλιστα για πάντα» (ΜΝΚ). Όσον αφορά τη γη, ο ψαλμωδός διακήρυξε: «Δεν θα κλονιστεί στον αιώνα, και μάλιστα για πάντα».—Ψλ 104:5.
Η εβραϊκή λέξη νέτσαχ μπορεί και αυτή να υποδηλώνει παντοτινή διάρκεια. Μεταξύ των αποδόσεών της συγκαταλέγονται και οι όροι «για πάντα» (Ιωβ 4:20), «παντοτινά» (Ιωβ 14:20· Ησ 57:16) και «πάντοτε» (Ψλ 9:18). Μερικές φορές οι όροι νέτσαχ και ‛ωλάμ υπάρχουν παράλληλα (Ψλ 49:8, 9) ή οι όροι νέτσαχ και ‛αδ εμφανίζονται μαζί. (Αμ 1:11) Και οι τρεις αυτές λέξεις συνυπάρχουν στα εδάφια Ψαλμός 9:5, 6: «Επέπληξες έθνη . . . Το όνομά τους το έχεις εξαλείψει στον αιώνα [λε‛ωλάμ], και μάλιστα για πάντα [βα‛έδ]. Εχθρέ, οι ερημώσεις σου έφτασαν στο παντοτινό τους [λανέτσαχ] τέλος».
Η Λέξη Αἰών του Πρωτότυπου Ελληνικού Κειμένου. Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, η λέξη αἰών μπορεί να υποδηλώνει χρονική περίοδο απροσδιόριστου ή ακαθόριστου μήκους, περίοδο απώτερου, αλλά όχι ατελεύτητου, χρόνου. Για παράδειγμα, στα εδάφια Λουκάς 1:70 και Πράξεις 3:21 η λέξη αἰών μπορεί να αποδοθεί «από αρχαιοτάτων χρόνων», «από παλαιοτάτων χρόνων», «από τους αρχαιοτάτους χρόνους», «της αρχαιότητας» (ΛΧ, ΚΔΤΚ, ΜΝΚ).
Ειδικότερα, η λέξη αἰών μπορεί να αναφέρεται σε μια χρονική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, με ή χωρίς σαφή όρια. Οι λεξικογράφοι της ελληνικής γλώσσας δείχνουν ότι αυτή η λέξη σημαίνει «χρονικόν διάστημα σαφώς οριζόμενον και χαρακτηριζόμενον, εποχή», καθώς επίσης «ο χρόνος της ζωής κάποιου, η ζωή του» ή «γενιά». Εφόσον μια εποχή μπορεί είτε να έχει αρχή και τέλος είτε να συνεχίζεται επ’ άπειρον, έπεται ότι η λέξη αἰών θα μπορούσε να αναφέρεται σε χρονική περίοδο η οποία δεν έχει τέλος, μολονότι έχει αρχή.
Πολλές φορές, λοιπόν, η λέξη αἰών πρέπει να κατανοηθεί, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα, ως αναφερόμενη σε χρονική περίοδο ακαθόριστου μήκους λόγω του ότι αυτή η περίοδος έχει ατελεύτητη διάρκεια. (Λου 1:55· Ιωα 6:50, 51· 12:34· 1Ιω 2:17) Παραδείγματος χάρη, η λέξη αἰών χρησιμοποιήθηκε σε μια φράση που ειπώθηκε προς την άκαρπη συκιά, στην οποία φράση η λέξη «ποτέ» αποτελεί απόδοση της έκφρασης του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου εἰς τὸν αἰῶνα. (Ματ 21:19) Αναφορικά με τον Ιησού, η αγγελική υπόσχεση ήταν ότι «αυτός θα βασιλεύει στον οίκο του Ιακώβ για πάντα [εἰς τοὺς αἰῶνας, Κείμενο]». (Λου 1:33) Το επίθετο αἰώνιος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου (παράγωγο της λέξης αἰών), μολονότι μπορεί να έχει την έννοια του “μακρόχρονου” (Ρω 16:25· 2Τι 1:9· Τιτ 1:2), μπορεί, όπως γίνεται φανερό από τα συμφραζόμενα, να έχει και την έννοια του “παντοτινού”. (Ματ 18:8· 19:16, 29) Παραδείγματος χάρη, όπως έχει καταγραφεί στο εδάφιο Μάρκος 3:29, ο Ιησούς είπε ότι όποιος βλασφημήσει εναντίον του αγίου πνεύματος είναι ένοχος «αιώνιας αμαρτίας», δηλαδή παντοτινής, διηνεκούς, αέναης αμαρτίας η οποία δεν πρόκειται να απαλειφθεί ποτέ στο μέλλον. Ένα άλλο επίθετο του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, το επίθετο ἀΐδιος, σημαίνει συγκεκριμένα «παντοτινός» ή «αιώνιος».—Ρω 1:20· Ιου 6, ΜΝΚ, ΕΜΖ, ΚΔΤΚ.
Ωστόσο, η λέξη αἰών μπορεί επίσης να αναφέρεται ειδικότερα στην πάγια κατάσταση των πραγμάτων ή στην τρέχουσα κατάσταση των ζητημάτων ή των γνωρισμάτων που καθιστούν μια ορισμένη χρονική περίοδο ή εποχή ξεχωριστή, παρά σε αυτό καθαυτό το χρονικό στοιχείο. Όπως δηλώνει ο Ρ. Σ. Τρεντς στο σύγγραμμα Συνώνυμα της Καινής Διαθήκης ([Synonyms of the New Testament] Λονδίνο, 1961, σ. 203): «Ενέχοντας αυτή την έννοια του χρόνου, εννοεί πλέον όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο μέσα σε ορισμένα χρονικά πλαίσια· . . . και κατόπιν τούτου, περισσότερο από ηθική άποψη, την πορεία και το ρεύμα των υποθέσεων αυτού του κόσμου».—Βλέπε ΚΟΣΜΟΣ· ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.
-
-
ΑκαθαρσίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΚΑΘΑΡΣΙΑ
Βλέπε ΚΑΘΑΡΟΣ, ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ.
-
-
Ακάθαρτα ΖώαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΚΑΘΑΡΤΑ ΖΩΑ
Βλέπε ΖΩΑ.
-
-
ΑκακίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΚΑΚΙΑ
[εβρ., σιττάχ].
Δέντρο που ευδοκιμούσε στην έρημο, όπου έμειναν προσωρινά οι Ισραηλίτες. Από το ξύλο του μπορούσαν να φτιαχτούν αρκετά μεγάλες σανίδες (μήκους σχεδόν 4,5 μ., σύμφωνα με τα εδ. Εξ 36:20, 21), τις οποίες οι Ισραηλίτες χρησιμοποίησαν για την κατασκευή της φορητής σκηνής της μαρτυρίας. Το γεγονός ότι αυτό το δέντρο ουσιαστικά παύει να αναφέρεται στη Βιβλική αφήγηση μετά την είσοδο στην Υποσχεμένη Γη μπορεί επίσης να υποδηλώνει ότι σπάνιζε στην Παλαιστίνη. Η περιγραφή του ταιριάζει στα είδη της ακακίας που είναι γνωστά ως ακακία η σεϋάλη (Acacia seyal) και ακακία η στρεπτή (Acacia tortilis) πολύ περισσότερο από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο είδος της χλωρίδας της περιοχής. Αυτές οι ακακίες είναι ακόμη κοινές στην περιοχή της Νεγκέμπ και του Σινά, ενώ υπάρχουν μερικές και στην Κοιλάδα του Ιορδάνη Ν της Θάλασσας της Γαλιλαίας, αλλά όχι στη βόρεια Παλαιστίνη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αραβική η λέξη σεγιάλ (από την οποία προέρχεται ο εξελληνισμένος τύπος «σεϋάλη») σημαίνει «χείμαρρος», και ο φυσικός χώρος της ακακίας είναι οι κοίτες των χειμάρρων (τα ουάντι), οι οποίες είναι γεμάτες ορμητικά νερά την εποχή των βροχών και βρίσκονται στις κατά τα άλλα άνυδρες ερήμους γύρω από τη Νεκρά Θάλασσα και νοτιότερα, στην Αραβική Έρημο και στη Χερσόνησο του Σινά. Γι’ αυτό, η προφητεία του Ιωήλ (3:18) λέει: «Από τον οίκο του Ιεχωβά θα βγει πηγή και θα ποτίσει την κοιλάδα των Ακακιών που έχει χείμαρρο»—σαφώς έναν τόπο που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν συνήθως ξερός. (Βλέπε ΣΙΤΤΙΜ Αρ. 2.) Στο εδάφιο Ησαΐας 41:19 ο Ιεχωβά λέει: «Στην έρημο θα φυτέψω τον κέδρο, την ακακία και τη μυρτιά και το ελαιώδες δέντρο». Σύμφωνα με αυτή την προφητεία, τρία δέντρα που φυσιολογικά αναπτύσσονται σε πλούσια και εύφορα εδάφη θα συντροφεύουν την ακακία—ένα φυτό της ερήμου—χάρη στις αρδευτικές προμήθειες που θα κάνει ο Θεός.—Ησ 41:17, 18.
Η ακακία έχει πολλά και μακριά αγκάθια τα οποία προεξέχουν από τα πολύ απλωτά κλαδιά της. Αυτά τα κλαδιά συνήθως μπλέκονται με τα κλαδιά των γειτονικών ακακιών, σχηματίζοντας έτσι πυκνές συστάδες. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα εξηγεί το γιατί στη Βιβλική αφήγηση χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα ο πληθυντικός αριθμός σιττίμ. Η ακακία μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 6 ως 8 μ. αλλά συνήθως είναι θαμνώδης. Έχει μαλακά φύλλα, όμοια με φτερά, και καλύπτεται από ευωδιαστά κίτρινα άνθη, ο δε καρπός της είναι ένας καμπυλωτός λοβός που στενεύει στην άκρη του. Κάτω από τον τραχύ, μαύρο φλοιό της βρίσκεται ένα πολύ σκληρό, λεπτόινο, βαρύ ξύλο που είναι απρόσβλητο από τα έντομα. Αυτά τα χαρακτηριστικά της ακακίας, καθώς και το γεγονός ότι ήταν διαθέσιμη στην έρημο, έκαναν το ξύλο της ιδεώδες δομικό υλικό για τη σκηνή της μαρτυρίας και τον εξοπλισμό της. Χρησιμοποιήθηκε για να κατασκευαστούν η κιβωτός της διαθήκης (Εξ 25:10· 37:1), το τραπέζι του ψωμιού της πρόθεσης (Εξ 25:23· 37:10), τα θυσιαστήρια (Εξ 27:1· 37:25· 38:1), τα κοντάρια για τη μεταφορά αυτών των αντικειμένων (Εξ 25:13, 28· 27:6· 30:5· 37:4, 15, 28· 38:6), οι στύλοι για την κουρτίνα και το προπέτασμα (Εξ 26:32, 37· 36:36), καθώς επίσης τα πλαίσια για τη σκηνή (Εξ 26:15· 36:20) και οι ράβδοι που τα συνέδεαν (Εξ 26:26· 36:31).
Το ξύλο της ακακίας είναι ακόμη περιζήτητο στην επιπλοποιία επειδή είναι λεπτόινο, έχει έντονο καστανό-πορτοκαλί χρώμα και διαθέτει ανθεκτικότητα. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ασφάλιζαν με ακακία τα φέρετρα στα οποία έβαζαν τις μούμιες, ενώ τη χρησιμοποιούσαν και στην κατασκευή των πλοίων τους. Επίσης, ορισμένα είδη του δέντρου εκκρίνουν το αραβικό κόμμι του εμπορίου.
[Εικόνα στη σελίδα 148]
Οι ακακίες, κοινές στην περιοχή του Σινά, παρείχαν ξυλεία για τη σκηνή της μαρτυρίας
-
-
Άκαμπα, ΚόλποςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΚΑΜΠΑ, ΚΟΛΠΟΣ
Βλέπε ΕΡΥΘΡΑ ΘΑΛΑΣΣΑ.
-
-
ΑκάνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΚΑΝ
(Ακάν).
Ο τελευταίος από τους τρεις γιους του σεΐχη Εζέρ των Σηειριτών, στη σειρά με την οποία κατονομάζονται. (Γε 36:20, 21, 27) Το Μασοριτικό κείμενο στο εδάφιο 1 Χρονικών 1:42 λέει «Ιαακάν», αλλά η Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Αλεξανδρινός Κώδικας) και 22 εβραϊκά χειρόγραφα λένε «Ακάν» σε αρμονία με το εδάφιο Γένεση 36:27.
-
-
ΑκελδαμάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΚΕΛΔΑΜΑ
(Ακελδαμά) [Αγρός Αίματος].
Το όνομα που έδωσαν οι Ιουδαίοι σε έναν αγρό, η αγορά του οποίου έγινε με «το μισθό της αδικίας» που έλαβε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης για την προδοσία του Χριστού Ιησού. (Πρ 1:18, 19) Έχει ταυτιστεί με το Χακ εντ-Ντουμ (που σημαίνει «Τιμή Αίματος»), το οποίο βρίσκεται στη νότια πλευρά της Κοιλάδας του Εννόμ, στο «Όρος της Κακής Βουλής», και είναι ένας επίπεδος αγρός στην πλαγιά, λίγο πιο πάνω από τους πρόποδες. Σε εκείνο το σημείο βρίσκονται τα ερείπια ενός οστεοφυλάκιου. Λίγο πιο ΝΑ βρίσκεται το Μινζάρ Χάκαλ Ντεμά (Μοναστήρι Ακελδαμά) το οποίο χτίστηκε πάνω στα ερείπια μνημάτων λαξευμένων σε σπηλιές.
Η δήλωση στο εδάφιο Πράξεις 1:18 ότι ο Ιούδας «αγόρασε έναν αγρό» δείχνει ότι τα χρήματα για την αγορά του αγρού προέρχονταν από αυτόν ή ότι αυτός έγινε η αφορμή για τη συγκεκριμένη αγορά. Το υπόμνημα στα εδάφια Ματθαίος 27:3-10 δείχνει ότι, στην ουσία, την αγορά έκαναν οι ιερείς χρησιμοποιώντας τα 30 ασημένια νομίσματα (αν επρόκειτο για σίκλους, $66) τα οποία έριξε ο Ιούδας στο
-