-
ΘρόνοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
«Έχουμε έναν τέτοιον αρχιερέα [σαν τον Μελχισεδέκ, το βασιλιά-ιερέα], και αυτός έχει καθήσει στα δεξιά του θρόνου της Μεγαλειότητας στους ουρανούς». (Ζαχ 6:11-13· Εβρ 8:1) Εκτός από τον Χριστό Ιησού, ο Ιωάννης είδε ολόκληρο τον πνευματικό οίκο, δηλαδή το αγιαστήριο, του Θεού—τα μέλη της πιστής Χριστιανικής εκκλησίας—να κάθονται σε θρόνους ως βασιλιάδες-ιερείς ώστε να κυβερνήσουν χίλια χρόνια.—Απ 20:4, 6· 1Πε 2:5.
Όπως προλέχθηκε στο εδάφιο Ψαλμός 45:6, και σύμφωνα με την εφαρμογή που έκανε ο Παύλος στο εδάφιο Εβραίους 1:8, ο θρόνος του Ιησού—το αξίωμά του ή η εξουσία του ως κυρίαρχου—πηγάζει από τον Ιεχωβά: «Ο Θεός είναι ο θρόνος σου στους αιώνες». Από την άλλη πλευρά, και ο Διάβολος παρέχει στις οργανώσεις του βάση ή εξουσία για να κυβερνούν, όπως τονίζουν τα εδάφια Αποκάλυψη 13:1, 2, αναφορικά με το “θηρίο που βγήκε από τη θάλασσα”: «Ο δράκοντας έδωσε στο θηρίο τη δύναμή του και το θρόνο του και μεγάλη εξουσία». Όταν ο Σατανάς πρόσφερε παρόμοια ισχύ και εξουσία στον Ιησού Χριστό, προσδιόρισε και το αντίτιμο για αυτήν: «Αν . . . κάνεις μια πράξη λατρείας μπροστά μου, θα γίνει όλη δική σου». (Λου 4:5-7) Ανάλογα, ο Σατανάς πρέπει να χορήγησε θρόνο, ή αλλιώς εξουσία, στο «θηρίο» με την προϋπόθεση ότι θα τον υπηρετούσε.
Αναλύοντας τη θέση του Ιησού ως Δεξιοτέχνη Εργάτη του Θεού, ο Παύλος λέει ότι μέσω του Χριστού δημιουργήθηκαν «θρόνοι». Ο όρος αυτός φαίνεται ότι αναφέρεται σε θέσεις επίσημης εξουσίας, ορατές και αόρατες, στα πλαίσια της διακυβέρνησης που έχει διευθετήσει ο Θεός.—Κολ 1:16.
-
-
ΘυάτειραΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΥΑΤΕΙΡΑ
(Θυάτειρα).
Πόλη που ανοικοδομήθηκε στις αρχές του τρίτου αιώνα Π.Κ.Χ. από έναν πρώην στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Σέλευκο τον Νικάτορα. Βρισκόταν στην ενδοχώρα της δυτικής Μικράς Ασίας, 60 περίπου χλμ. από το Αιγαίο Πέλαγος, και ήταν χτισμένη κατά μήκος ενός παραποτάμου του Γκεντίζ (του αρχαίου ποταμού Έρμου). Η Χριστιανική εκκλησία στα Θυάτειρα έλαβε ένα άγγελμα γραμμένο ιδιοχείρως από τον απόστολο Ιωάννη καθ’ υπαγόρευση του Κυρίου Ιησού Χριστού.—Απ 1:11.
Τα Θυάτειρα σήμερα ονομάζονται Ακχισάρ και βρίσκονται περίπου 250 χλμ. ΝΝΔ της Κωνσταντινούπολης και περίπου 375 χλμ. Α της Αθήνας. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 946) Αυτή η πόλη δεν υπήρξε ποτέ μεγαλούπολη ή πολιτικό κέντρο ιδιαίτερης σημασίας ή σπουδαιότητας. Ήταν, όμως, πλούσιο βιοτεχνικό κέντρο, φημισμένο για τις πολυάριθμες τέχνες που ανθούσαν εκεί, περιλαμβανομένης της υφαντουργίας, της βαφικής, της χαλκοτεχνίας, της βυρσοδεψίας και της αγγειοπλαστικής. Οι βαφικές εργασίες μνημονεύονται συχνά σε επιγραφές. Οι βαφείς των Θυατείρων χρησιμοποιούσαν ρίζα ερυθρόδανου ως πρώτη ύλη για να φτιάχνουν το ονομαστό πορφυρό χρώμα τους, γνωστό σε μεταγενέστερους χρόνους ως τουρκικό ερυθρό.
Η Λυδία, η οποία μεταστράφηκε στη Χριστιανοσύνη στη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Παύλου στους Φιλίππους της Μακεδονίας, ήταν «πωλήτρια πορφύρας από την πόλη των Θυατείρων». Ενδέχεται να αντιπροσώπευε στο εξωτερικό τους Θυατειρηνούς κατασκευαστές πορφύρας, ίσως δε να ήταν εύπορη επιχειρηματίας η οποία διέθετε αρκετά ευρύχωρο σπίτι ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει τον Παύλο και τους συντρόφους του στη διάρκεια της παραμονής τους στους Φιλίππους.—Πρ 16:12-15.
Πότε και από ποιον διαδόθηκε για πρώτη φορά η Χριστιανοσύνη στους κατοίκους των Θυατείρων δεν είναι γνωστό. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το αν ο Παύλος ή άλλοι ευαγγελιστές επισκέφτηκαν ποτέ την πόλη ή για το αν επέστρεψε εκεί η Λυδία. Το άγγελμα ενδέχεται να έφτασε εκεί μέσα στα δύο χρόνια (περ. 53-55 Κ.Χ.) που ο Παύλος κήρυττε δραστήρια στην Έφεσο, η οποία βρισκόταν περίπου 115 χλμ. ΝΔ των Θυατείρων, διότι εκείνο το διάστημα «όλοι όσοι κατοικούσαν στην περιφέρεια της Ασίας άκουσαν το λόγο του Κυρίου, Ιουδαίοι και Έλληνες». (Πρ 19:10) Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι περίπου 40 χρόνια αργότερα υπήρχε μια σχετικά ακμαία εκκλησία Χριστιανών στα Θυάτειρα.—Απ 1:10, 11.
Το Άγγελμα του Χριστού Προς την Εκκλησία των Θυατείρων. Αυτή η εκκλησία, η τέταρτη από τις εφτά που έλαβε άγγελμα προσωπικά, επαινέθηκε για την αγάπη, την πίστη και την υπομονή που είχε δείξει. Και η διακονία της επίσης έχαιρε επιδοκιμασίας—“τα έργα της τα τελευταία ήταν περισσότερα από τα προηγούμενα”. Ωστόσο, αν και η εκκλησία είχε αυτές τις αξιέπαινες ιδιότητες, μέσα στους κόλπους της είχε γίνει ανεκτή η δημιουργία και η συνέχιση μιας πολύ κακής κατάστασης. Σε σχέση με αυτό, η καταδικαστική διακήρυξη του Κυρίου έλεγε: «Ανέχεσαι τη γυναίκα Ιεζάβελ, η οποία αυτοαποκαλείται προφήτισσα, και διδάσκει και παροδηγεί τους δούλους μου να πορνεύσουν και να φάνε πράγματα που έχουν θυσιαστεί στα είδωλα». Αυτή η «γυναίκα» πιθανότατα ονομάστηκε Ιεζάβελ, αφενός λόγω του ότι η πονηρή διαγωγή της έμοιαζε με αυτήν της συζύγου του Αχαάβ και αφετέρου λόγω της πεισματικής άρνησής της να μετανοήσει. Φαίνεται, ωστόσο, ότι μόνο μια μειονότητα μέσα στην εκκλησία των Θυατείρων επιδοκίμαζε αυτή την ιεζαβελική επιρροή, δεδομένου ότι στη συνέχεια το άγγελμα απευθυνόταν “στους υπόλοιπους από εκείνους που ήταν στα Θυάτειρα, σε όλους όσους δεν είχαν αυτή τη διδασκαλία, σε αυτούς που δεν είχαν γνωρίσει τα «βαθιά πράγματα του Σατανά»”.—Απ 2:18-29.
-
-
ΘυγατέραΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΥΓΑΤΕΡΑ
Βλέπε ΚΟΡΗ.
-
-
ΘυμίαμαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΥΜΙΑΜΑ
Μείγμα αρωματικών κομμέων και βαλσάμων που καίγεται αργά, αναδίδοντας ευωδιαστό άρωμα. Οι εβραϊκές λέξεις κετόρεθ και κετωράχ προέρχονται από τη ρίζα κατάρ, που σημαίνει «υψώνω καπνό θυσίας». Στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών χρησιμοποιείται η λέξη θυμίαμα.
Το ιερό θυμίαμα που ορίστηκε να χρησιμοποιείται στη σκηνή της μαρτυρίας στην έρημο φτιαχνόταν από ακριβά υλικά τα οποία συνεισέφερε η εκκλησία. (Εξ 25:1, 2, 6· 35:4, 5, 8, 27-29) Ο Ιεχωβά, δίνοντας τη θεϊκή συνταγή για αυτό το μείγμα των τεσσάρων συστατικών, είπε στον Μωυσή: «Πάρε αρώματα: σταγόνες στακτής και όνυχα και αρωματικό γάλβανο και αγνό λιβάνι. Πρέπει να υπάρχει η ίδια ποσότητα από το καθένα. Και πρέπει να φτιάξεις με αυτά θυμίαμα, μείγμα μυρωδικών, έργο μυροποιού, αλατισμένο, αγνό, κάτι άγιο. Και πρέπει να κοπανίσεις λίγο από αυτό κάνοντάς το λεπτή σκόνη και να βάλεις λίγο από αυτό μπροστά στη Μαρτυρία, στη σκηνή της συνάντησης, όπου θα παρουσιάζομαι σε εσένα. Πρέπει να είναι αγιότατο για εσάς». Έπειτα, για να τους εντυπώσει τη μοναδικότητα και την αγιότητα του θυμιάματος, ο Ιεχωβά πρόσθεσε: «Όποιος φτιάξει κάτι όμοιο με αυτό για να απολαύσει τη μυρωδιά του θα εκκοπεί από το λαό του».—Εξ 30:34-38· 37:29.
Μεταγενέστερα, οι ραβινικοί Ιουδαίοι πρόσθεσαν και άλλα συστατικά στο θυμίαμα του ναού, δεδομένου αυτού που λέει ο Ιώσηπος ότι το παρασκεύαζαν από 13 αρωματικές ουσίες. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ε΄, 218 [v, 5]) Σύμφωνα με τον Μαϊμονίδη, μερικά από αυτά τα επιπλέον συστατικά περιλάμβαναν το ήλεκτρο, την κασσία, την κανέλα, τη σμύρνα, το σαφράνι και το νάρδο.
Στο δυτικό άκρο του τμήματος των Αγίων της σκηνής της μαρτυρίας, δίπλα στην κουρτίνα που χώριζε τα Άγια από τα Άγια των Αγίων, υπήρχε «το θυσιαστήριο του θυμιάματος». (Εξ 30:1· 37:25· 40:5, 26, 27) Ένα παρόμοιο θυσιαστήριο θυμιάματος υπήρχε και στο ναό του Σολομώντα. (1Χρ 28:18· 2Χρ 2:4) Πάνω σε αυτά τα θυσιαστήρια έκαιγαν το ιερό θυμίαμα κάθε πρωί και κάθε βράδυ. (Εξ 30:7, 8· 2Χρ 13:11) Μία φορά το χρόνο, την Ημέρα της Εξιλέωσης, ο αρχιερέας έπαιρνε μερικά κάρβουνα από το θυσιαστήριο και τα έβαζε μέσα σε ένα θυμιατήρι, ή αλλιώς πυροδοχείο, μαζί με δύο χούφτες θυμίαμα και τα έφερνε μέσα στα Άγια των Αγίων, όπου έκανε το θυμίαμα να βγάλει καπνό μπροστά στο ιλαστήριο της κιβωτού της μαρτυρίας.—Λευ 16:12, 13· βλέπε ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ.
Αρχικά, ο Αρχιερέας Ααρών ήταν αυτός που πρόσφερε το θυμίαμα πάνω στο θυσιαστήριο. (Εξ 30:7) Εντούτοις, η επίβλεψη του θυμιάματος και άλλων αντικειμένων της σκηνής ανατέθηκε στο γιο του τον Ελεάζαρ. (Αρ 4:16) Φαίνεται ότι, με εξαίρεση την Ημέρα της Εξιλέωσης, η καύση του θυμιάματος δεν ήταν αποκλειστικό καθήκον του αρχιερέα, δεδομένου ότι ο υφιερέας Ζαχαρίας (ο πατέρας του Ιωάννη του Βαφτιστή) αναφέρεται ότι ασχολούνταν με αυτή την υπηρεσία. (Λου 1:8-11) Λίγο μετά την έναρξη της λειτουργίας της σκηνής, δύο γιοι του Ααρών, ο Ναδάβ και ο Αβιού, θανατώθηκαν από τον Ιεχωβά επειδή αποπειράθηκαν να προσφέρουν θυμίαμα με «ανάρμοστη φωτιά». (Λευ 10:1, 2· παράβαλε Εξ 30:9· βλέπε ΑΒΙΟΥ.) Αργότερα, ο Κορέ και 250 ακόμη άτομα, όλοι Λευίτες αλλά όχι από την ιερατική γραμμή, στασίασαν εναντίον του Ααρωνικού ιερατείου. Στα πλαίσια μιας δοκιμής, ο Μωυσής τούς έδωσε την οδηγία να πάρουν πυροδοχεία και να κάψουν θυμίαμα στην είσοδο της σκηνής, προκειμένου να δείξει ο Ιεχωβά αν τους δεχόταν ως ιερείς του. Η ομάδα αφανίστηκε καθώς θυμιάτιζε, με τα πυροδοχεία στο χέρι. (Αρ 16:6, 7, 16-18, 35-40) Παρόμοια, ο Βασιλιάς Οζίας πατάχθηκε με λέπρα όταν αποπειράθηκε με αυθάδεια να κάψει θυμίαμα στο ναό.—2Χρ 26:16-21.
Με το πέρασμα του χρόνου, το έθνος του Ισραήλ άρχισε να αμελεί σε τέτοιον βαθμό τη διατεταγμένη λατρεία του Ιεχωβά ώστε έκλεισε το ναό και έκαιγε θυμίαμα σε άλλα θυσιαστήρια. (2Χρ 29:7· 30:14) Ακόμη χειρότερα, έκαιγαν θυμίαμα σε άλλους θεούς εκπορνευόμενοι ενώπιόν τους, ενώ βεβήλωναν το άγιο θυμίαμα και με άλλους τρόπους, οι οποίοι ήταν όλοι απεχθείς στα μάτια του Ιεχωβά.—Ιεζ 8:10, 11· 16:17, 18· 23:36, 41· Ησ 1:13.
Σημασία. Ο Νόμος της διαθήκης είχε σκιά καλύτερων μελλοντικών πραγμάτων (Εβρ 10:1), και φαίνεται ότι η καύση του θυμιάματος υπό αυτή τη διευθέτηση αντιπροσώπευε τις αποδεκτές προσευχές των πιστών υπηρετών του Θεού. Ο ψαλμωδός διακήρυξε: «Ας ετοιμαστεί η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου [Ιεχωβά]». (Ψλ 141:2) Παρόμοια, το κατ’ εξοχήν συμβολικό βιβλίο της Αποκάλυψης περιγράφει εκείνους που είναι γύρω από τον ουράνιο θρόνο του Θεού λέγοντας ότι είχαν «χρυσές κούπες που ήταν γεμάτες θυμίαμα, και το θυμίαμα σημαίνει τις προσευχές των αγίων». «Δόθηκε [σε έναν άγγελο] μεγάλη ποσότητα θυμιάματος για να το προσφέρει με τις προσευχές όλων των αγίων πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο που ήταν μπροστά στο θρόνο». (Απ 5:8· 8:3, 4) Από διάφορες απόψεις, το καιόμενο θυμίαμα αποτέλεσε κατάλληλο σύμβολο των προσευχών των αγίων οι οποίες “προσφέρονται” (Εβρ 5:7) νύχτα και ημέρα (1Θε 3:10) και είναι ευάρεστες στον Ιεχωβά.—Παρ 15:8.
Το θυμίαμα, βέβαια, δεν θα μπορούσε να καταστήσει αποδεκτές στον Θεό τις προσευχές εκείνων που επιδίδονται σε ψεύτικη λατρεία. (Παρ 28:9· Μαρ 12:40) Από την άλλη μεριά, οι προσευχές του δικαίου τελεσφορούν. (Ιακ 5:16) Γι’ αυτό και, όταν ξέσπασε μια πληγή από τον Θεό, ο Ααρών γρήγορα «έβαλε . . . το θυμίαμα και άρχισε να κάνει εξιλέωση για το λαό».—Αρ 16:46-48.
Οι Χριστιανοί Δεν Καίνε Θυμίαμα. Αν και η συνήθεια της καύσης θυμιάματος υπάρχει σήμερα σε ορισμένες θρησκείες του Χριστιανικού κόσμου, όπως και σε Βουδιστικούς ναούς, δεν βρίσκουμε καμιά Γραφική βάση που να δικαιολογεί αυτή τη συνήθεια μεταξύ των Χριστιανών. Τα θυμιατήρια δεν συγκαταλέγονταν στα εκκλησιαστικά σκεύη κατά τους πρώτους τέσσερις αιώνες της Κοινής μας Χρονολογίας, ούτε υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για χρήση θυμιάματος στις εκκλησιαστικές λειτουργίες μέχρι την εποχή του Γρηγορίου του Μεγάλου (δεύτερο ήμισυ του έκτου αιώνα). Ολοφάνερα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, με την έλευση του Χριστού και με το κάρφωμα της διαθήκης του Νόμου και των διατάξεών της στο ξύλο του βασανισμού (Κολ 2:14), και ιδιαίτερα αφότου έπαψε να υπάρχει ο ναός και το Ααρωνικό ιερατείο του, σταμάτησε η καύση θυμιάματος στη λατρεία του Θεού. Στη Χριστιανική εκκλησία δεν δόθηκε καμιά εξουσιοδότηση να το χρησιμοποιεί, οι δε πρώτοι Χριστιανοί, όπως οι Ιουδαίοι, δεν έκαιγαν ποτέ θυμίαμα σε ατομική βάση για θρησκευτικούς σκοπούς.
Επιπρόσθετα, οι πρώτοι Χριστιανοί αρνούνταν να κάψουν θυμίαμα προς τιμήν του αυτοκράτορα, ακόμη και αν αυτό τους κόστιζε την ίδια τους τη ζωή. Όπως παρατηρεί ο Ντάνιελ Π. Μάνιξ: «Ελάχιστοι από τους Χριστιανούς αποκήρυξαν την πίστη τους, μολονότι μέσα στην αρένα υπήρχε συνήθως ένας βωμός με φωτιά για να τους διευκολύνει. Το μόνο που είχε να κάνει ο κρατούμενος ήταν να ρίξει ελάχιστο θυμίαμα στη φλόγα. Τότε του δινόταν ένα Πιστοποιητικό Θυσίας και τον άφηναν ελεύθερο. Του εξηγούσαν επίσης προσεκτικά ότι δεν απέδιδε λατρεία στον αυτοκράτορα—απλώς αναγνώριζε το θεϊκό χαρακτήρα του ως κεφαλής του ρωμαϊκού Κράτους. Και όμως, σχεδόν κανένας Χριστιανός δεν επωφελούνταν από την ευκαιρία να γλιτώσει».—Οι Μελλοθάνατοι (Those About to Die), 1958, σ. 137.
Ο Τερτυλλιανός (δεύτερος και τρίτος αιώνας Κ.Χ.) λέει ότι οι Χριστιανοί δεν ασχολούνταν ούτε καν με το εμπόριο θυμιάματος. (Περί Ειδωλολατρίας [De Idololatria], κεφ. XI) Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, και για τους εμπόρους θυμιάματος οι οποίοι έχουν συναλλαγές με τη συμβολική Βαβυλώνα τη Μεγάλη.—Απ 18:11, 13.
-
-
ΘυμιατήριΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΥΜΙΑΤΗΡΙ
Βλέπε ΠΥΡΟΔΟΧΕΙΟ.
-
-
ΘυμόςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΥΜΟΣ
Στο πρωτότυπο εβραϊκό και ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής χρησιμοποιούνται αρκετές διαφορετικές λέξεις για να μεταδοθεί η έννοια του θυμού. Η πιο κοινή εβραϊκή λέξη για το θυμό είναι η λέξη ’αφ, που βασικά σημαίνει «μύτη· ρουθούνι», αλλά συχνά χρησιμοποιείται μεταφορικά για το «θυμό», επειδή ένα εξοργισμένο άτομο ξεφυσάει δυνατά ή ρουθουνίζει. (Παράβαλε Ψλ 18:7, 8· Ιεζ 38:18.) Συγγενικό με τη λέξη ’αφ είναι το ρήμα ’ανάφ, που σημαίνει «εξοργίζομαι». Ο θυμός συσχετίζεται επίσης συχνά στις Εβραϊκές Γραφές με τη θερμότητα, και γι’ αυτό λέγεται ότι ανάβει. Άλλες εβραϊκές λέξεις αποδίδονται «οργή», «σφοδρή οργή», «μανία» και «αγανάκτηση». Το πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών χρησιμοποιεί τις λέξεις ὀργή και θυμός.
Ο Θυμός του Θεού. Ο θυμός μπορεί να είναι δικαιολογημένος ή αδικαιολόγητος. Όσον αφορά τον Θεό, ο θυμός του είναι πάντοτε δικαιολογημένος, αφού βασίζεται σε αρχές οι οποίες υπαγορεύονται από το δικαίωμα που έχει Εκείνος να απαιτεί αποκλειστική αφοσίωση και από τη συνέπεια με την οποία υποστηρίζει την αλήθεια. Ο θυμός του Θεού διέπεται από την αγάπη Του για τη δικαιοσύνη και για όσους την ασκούν. Δεν απορρέει από στιγμιαία αλλαγή διάθεσης που αργότερα ίσως φέρνει αισθήματα μεταμέλειας. Ο Ιεχωβά διακρίνει όλα τα θέματα που περιλαμβάνονται σε κάποιο ζήτημα και έχει απόλυτη, ολοκληρωμένη γνώση της κατάστασης. (Εβρ 4:13) Αυτός διαβάζει την καρδιά. Λαβαίνει υπόψη του το βαθμό της άγνοιας, της αμέλειας ή της ηθελημένης αμαρτίας και ενεργεί με απροσωποληψία.—Δευ 10:17, 18· 1Σα 16:7· Πρ 10:34, 35.
Οι αρχές που ρυθμίζουν τη θεϊκή οργή. Ο θυμός του Θεού βρίσκεται πάντοτε υπό έλεγχο και εναρμονίζεται με τις ιδιότητες της αγάπης, της σοφίας και της δικαιοσύνης τις οποίες κατέχει Αυτός. Ένεκα της παντοδυναμίας του Θεού, ο θυμός του μπορεί να εκφράζεται στο βαθμό στον οποίο Εκείνος επιθυμεί. (1Ιω 4:8· Ιωβ 12:13· 37:23) Δεν είναι μάταιος. Βασίζεται ακλόνητα σε επαρκή αίτια και πάντοτε τελεσφορεί. Ικανοποιείται και καταλαγιάζει μόνο όταν εφαρμοστούν οι αρχές Του. Για παράδειγμα, στον Ισραήλ ο εκούσιος δολοφόνος δεν ήταν δυνατόν να απολυτρωθεί. Ο μοναδικός τρόπος για να καθαριστεί η γη και να απαλλαχτεί από τη δυσμένεια του Θεού ήταν να χυθεί το αίμα του δολοφόνου. (Αρ 35:16-18, 30-33) Είχε γίνει όμως μια διευθέτηση που βασιζόταν στις θυσίες και στις υπηρεσίες του αρχιερέα, η οποία θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης και θα κατεύναζε το θυμό του εντεταλμένου από τον Θεό εκδικητή του αίματος, του οποίου η καρδιά μπορεί να βρισκόταν «σε έξαψη». Η προμήθεια αυτή ήταν οι πόλεις καταφυγίου.—Δευ 19:4-7.
Ο θυμός του Ιεχωβά κατευνάζεται ή ικανοποιείται μόνο όταν απονέμεται πλήρως η δικαιοσύνη. Η οργή του Θεού εναντιώνεται σε κάθε αδικία. Αυτός δεν θα ανεχτεί την αδικία ούτε θα απαλλάξει από την τιμωρία όποιον την αξίζει. (Εξ 34:7· Αββ 1:13) Ωστόσο, με βάση τη θυσία του Ιησού Χριστού, ο οποίος υπέστη τις οδύνες και την τιμωρία που όφειλε δικαίως να υποστεί η ανθρωπότητα, ο θυμός του Θεού μπορεί να εξευμενιστεί και να απομακρυνθεί από εκείνους που ασκούν πίστη. (Ησ 53:5) Μέσω αυτής της διευθέτησης, ο Ιεχωβά Θεός έχει τη δυνατότητα να δείξει τη δικαιοσύνη του, «για να είναι αυτός δίκαιος ακόμη και όταν ανακηρύσσει δίκαιο τον άνθρωπο που έχει πίστη στον Ιησού». (Ρω 3:26) Με τον τρόπο αυτόν οι απαιτήσεις της δικαιοσύνης ικανοποιούνται πλήρως, αλλά και ο Θεός έχει μια βάση για να μπορεί να δείχνει έλεος. Όποιος είναι ανυπάκουος έχει πάνω του την οργή του Θεού. (Ιωα 3:36) Αλλά όταν κάποιος ασκεί πίστη, η θυσία του Ιησού Χριστού τον σώζει από την οργή του Θεού.—1Θε 1:10.
Μέσα εκδήλωσης του θυμού και οι αιτίες του. Ο θυμός του Θεού μπορεί να εκδηλωθεί άμεσα ή έμμεσα. Για να εκδηλώσει το θυμό του, ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιήσει τους νόμους του που διέπουν τη φύση ή να χρησιμοποιήσει άλλα άτομα σαν όργανά του. Όσοι παραβιάζουν τους ηθικούς του νόμους τίθενται υπό την οργή του και λαβαίνουν για τον εαυτό τους «την πλήρη ανταπόδοση που τους άξιζε για την πλάνη τους». Υπόκεινται σε αποδοκιμασμένη διανοητική κατάσταση, ξεπεσμό, αρρώστιες, έριδες και θάνατο. (Ρω 1:18, 24, 27-32) Όταν κάποιος παραβιάζει νόμους της χώρας που εναρμονίζονται με τους νόμους του Θεού και τιμωρείται από την κυβερνητική εξουσία, η τιμωρία αυτή είναι μια έμμεση εκδήλωση της οργής του Θεού εναντίον του. (Ρω 13:1-4) Ο Ιησούς Χριστός είναι ο κύριος εκτελεστής του θυμού του Θεού και θα εκδηλώσει ολοκληρωτικά την οργή του Θεού για να υλοποιήσει πλήρως το θυμό Του ενάντια στους πονηρούς.—Ιερ 30:23, 24· Απ 19:7-16, 19-21.
Η εσφαλμένη στάση και συμπεριφορά προς τους εκλεγμένους του Θεού προκαλεί το θυμό του. Οι Αιγύπτιοι υπέστησαν πληγές επειδή δεν άφηναν τον Ισραήλ να λατρέψει τον Ιεχωβά. (Ψλ 78:43-50) Η Μαριάμ και ο Ααρών ένιωσαν την έξαψη του θεϊκού θυμού επειδή έδειξαν ασέβεια για τη θεόδοτη θέση του Μωυσή. (Αρ 12:9, 10) Ο θυμός του Ιεχωβά στράφηκε ενάντια σε κριτές που καταπίεζαν τους ασήμαντους. (Ησ 10:1-4) Όσοι εμποδίζουν το κήρυγμα των καλών νέων θα πρέπει να αναμένουν την οργή του Θεού.—1Θε 2:16.
Ο θυμός του Ιεχωβά εξάπτεται από την ψεύτικη λατρεία, ιδιαίτερα όταν εκείνοι που διατείνονται ότι είναι λαός Του στρέφονται σε άλλους θεούς. (Εξ 32:7-10· Αρ 25:3, 4· Κρ 2:13, 14, 20· 1Βα 11:8, 9) Εξάπτεται επίσης από την ανηθικότητα, την κατάπνιξη της αλήθειας, την αμετανόητη στάση, την ανυπακοή στα καλά νέα, την καταφρόνηση των λόγων Του, το χλευασμό των προφητών Του, την πλεονεξία, την επιζήμια συμπεριφορά, το φθόνο, το φόνο, τις έριδες, το δόλο, τη μοχθηρή διάθεση, καθώς και από όσους είναι ψιθυριστές, κακολόγοι, άτομα που μισούν τον Θεό, θρασείς, υπερήφανοι, αλαζόνες, εφευρέτες κακών πραγμάτων, ανυπάκουοι στους γονείς, ασυνεπείς στις συμφωνίες, ανελεήμονες, πνευματιστές και ψεύτες. Όλα τα παραπάνω, καθώς και η διάπραξη οποιασδήποτε άλλης αδικίας, εξάπτουν το θυμό του Θεού.—Κολ 3:5, 6· 2Θε 1:8· Ρω 1:18, 29-31· 2:5, 8· 2Χρ 36:15, 16· Απ 22:15.
Ο θυμός δεν είναι κυρίαρχη ιδιότητα. Παρ’ όλα αυτά, ο Ιεχωβά Θεός είναι «μακρόθυμος και αφθονεί σε στοργική καλοσύνη». (Εξ 34:6· Αρ 14:18) Αν κάποιος φοβάται τον Ιεχωβά και εργάζεται δικαιοσύνη, θα λάβει έλεος από Εκείνον, επειδή ο Παντοδύναμος αναγνωρίζει την κληρονομημένη ατέλεια του ανθρώπου και ως εκ τούτου, με βάση τη θυσία του Ιησού, του δείχνει έλεος. (Ψλ 103:13, 14· Γε 8:21· βλέπε επίσης Σοφ 2:2, 3.) Καταστέλλει το θυμό του για χάρη του ονόματός του και για να φέρει σε πέρας το σκοπό που έχει σχετικά με τον εκλεκτό του λαό. (Ησ 48:9· Ιωλ 2:13, 14) Εν καιρώ, ο θυμός του Ιεχωβά παρέρχεται από όσους τον υπηρετούν αληθινά, αναγνωρίζουν την αμαρτία τους και μετανοούν. (Ησ 12:1· Ψλ 30:5) Ο Ιεχωβά δεν είναι θυμώδης Θεός αλλά ευτυχισμένος Θεός, δεν είναι απρόσιτος αλλά τερπνός, ειρηνικός και ήρεμος προς αυτούς που προσεγγίζουν την παρουσία του με το δέοντα τρόπο. (1Τι 1:11· Ψλ 16:11· παράβαλε Απ 4:3.) Πόσο διαφέρει αυτό από τα θυμώδη, άσπλαχνα και βάναυσα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών και που απεικονίζονται στα ομοιώματα αυτών των θεών!
Ποια θέση έχει ο θυμός στη ζωή ενός υπηρέτη του Θεού;
Η εκδήλωση θυμού από μέρους του ανθρώπου μπορεί να είναι κατάλληλη αν βασίζεται σε αρχές. Κάποιος μπορεί δικαιολογημένα να εκφράσει δίκαιη αγανάκτηση. Μας δίνεται η εντολή “να αποστρεφόμαστε ό,τι είναι πονηρό”. (Ρω 12:9) Η Αγία Γραφή παρέχει άφθονα παραδείγματα δίκαιης αγανάκτησης.—Εξ 11:8· 32:19· Αρ 16:12-15· 1Σα 20:34· Νε 5:6· Εσθ 7:7· βλέπε επίσης 2Σα 12:1-6.
Ωστόσο, ο θυμός του ανθρώπου είναι τις περισσότερες φορές αδικαιολόγητος και συχνά ανεξέλεγκτος. Πολλές φορές δεν έχει επαρκή αιτία και εκδηλώνεται χωρίς να λαβαίνονται υπόψη οι συνέπειες. Όταν ο Ιεχωβά έδειξε έλεος στη Νινευή, ο Ιωνάς δυσαρεστήθηκε «και άναψε από θυμό». Ο Ιωνάς υστερούσε σε έλεος και έπρεπε να διορθωθεί από τον Ιεχωβά. (Ιων 4:1-11) Ο Βασιλιάς Οζίας του Ιούδα εξοργίστηκε όταν τον διόρθωσαν οι ιερείς του Ιεχωβά και συνέχισε την αυθάδη πορεία του, για την οποία και τιμωρήθηκε. (2Χρ 26:16-21) Εξαιτίας του ασύνετου εγωισμού του ο Νεεμάν αγανάκτησε και εξοργίστηκε, κάτι που λίγο έλειψε να του κοστίσει την ευλογία του Θεού.—2Βα 5:10-14.
Ζωτική ανάγκη για έλεγχο. Ο αδικαιολόγητος και ανεξέλεγκτος θυμός έχει οδηγήσει πολλούς σε μεγαλύτερες αμαρτίες, ακόμη και σε πράξεις βίας. «Ο Κάιν άναψε από μεγάλο θυμό» και έσφαξε τον Άβελ. (Γε 4:5, 8) Ο Ησαύ ήθελε να σκοτώσει τον Ιακώβ, ο οποίος είχε λάβει την ευλογία του πατέρα τους. (Γε 27:41-45) Ο Σαούλ, πάνω στην οργή του, έριξε δόρυ ενάντια στον Δαβίδ και στον Ιωνάθαν. (1Σα 18:11· 19:10· 20:30-34) Οι παρευρισκόμενοι στη συναγωγή της Ναζαρέτ, επειδή θύμωσαν με το κήρυγμα του Ιησού, προσπάθησαν να τον ρίξουν από την άκρη ενός βουνού. (Λου 4:28, 29) Θυμωμένοι θρησκευτικοί ηγέτες «όρμησαν πάνω [στον Στέφανο] σύσσωμοι» και τον λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου.—Πρ 7:54-60.
Ακόμη και όταν ο θυμός είναι δικαιολογημένος, αν δεν βρίσκεται υπό έλεγχο, μπορεί να αποβεί επικίνδυνος και να έχει κακά αποτελέσματα. Ο Συμεών και ο Λευί είχαν λόγους να είναι αγανακτισμένοι με τον Συχέμ που ατίμασε την αδελφή τους τη Δείνα, παρότι και εκείνη είχε μερίδιο ευθύνης. Η τιμωρία που επέβαλαν όμως—η βάναυση σφαγή των Συχεμιτών—ήταν υπέρμετρη. Ως εκ τούτου, ο πατέρας τους ο Ιακώβ καταδίκασε τον ανεξέλεγκτο θυμό τους και τον καταράστηκε. (Γε 34:1-31· 49:5-7) Όταν κάποιος υφίσταται έντονη πρόκληση, πρέπει να ελέγχει το θυμό του. Τα παράπονα και η στασιαστικότητα των Ισραηλιτών αποτέλεσαν πρόκληση για τον Μωυσή, ώστε παρότι ήταν ο πιο πράος άνθρωπος στη γη, εξωθήθηκε σε μια ανεξέλεγκτη πράξη θυμού αποτυχαίνοντας να αγιάσει τον Ιεχωβά, για την οποία και τιμωρήθηκε.—Αρ 12:3· 20:10-12· Ψλ 106:32, 33.
Τα ξεσπάσματα θυμού κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία με άλλα απεχθή έργα της σάρκας, όπως η έκλυτη διαγωγή, η ειδωλολατρία, η άσκηση πνευματισμού και τα μεθύσια. Τέτοια συμπεριφορά εμποδίζει κάποιον να κληρονομήσει τη Βασιλεία του Θεού. (Γα 5:19-21) Θυμωμένα λόγια δεν πρέπει να ακούγονται μέσα στην εκκλησία. Οι άντρες που εκπροσωπούν την εκκλησία με προσευχή δεν πρέπει να διακατέχονται από αισθήματα θυμού και κακόβουλη διάθεση. (1Τι 2:8) Στους Χριστιανούς δίνεται η εντολή να είναι αργοί σε οργή, δεδομένου ότι η οργή του ανθρώπου δεν απεργάζεται τη δικαιοσύνη του Θεού. (Ιακ 1:19, 20) Λαβαίνουν τη συμβουλή “να αφήνουν τόπο για την οργή του Θεού”, καθώς και να αφήνουν την εκδίκηση στον Ιεχωβά. (Ρω 12:19) Ένας άντρας που είναι επιρρεπής στην οργή δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως επίσκοπος στην εκκλησία του Θεού.—Τιτ 1:7.
Μολονότι μπορεί κάποιος να θυμώσει περιστασιακά, και μερικές φορές δικαιολογημένα, δεν πρέπει να αφήσει το θυμό να εξελιχθεί σε αμαρτία καλλιεργώντας τον ή συντηρώντας τον. Δεν θα πρέπει να δύσει ο ήλιος βρίσκοντάς τον σε τέτοια κατάσταση, διότι έτσι αφήνει τόπο για τον Διάβολο ο οποίος μπορεί να τον εκμεταλλευτεί. (Εφ 4:26, 27) Ιδίως αν ο θυμός αυτός αφορά κάποιο ζήτημα μεταξύ Χριστιανών αδελφών, το εν λόγω άτομο πρέπει να κάνει τα κατάλληλα βήματα για να επιτευχθεί ειρήνη ή να τακτοποιηθεί το ζήτημα με τον τρόπο που έχει ορίσει ο Θεός. (Λευ 19:17, 18· Ματ 5:23, 24· 18:15· Λου 17:3, 4) Η Γραφή συμβουλεύει να προσέχουμε τις συναναστροφές μας ως προς αυτό, μη κάνοντας συντροφιά με οποιονδήποτε είναι θυμώδης ή οργίλος, για να μην πέσει η ψυχή μας σε παγίδα.—Παρ 22:24, 25.
Όταν ο Ιησούς Χριστός έζησε ως άνθρωπος στη γη, μας έδωσε το τέλειο παράδειγμα. Οι αφηγήσεις σχετικά με τη ζωή του δεν περιέχουν ούτε μία περίπτωση στην οποία εκείνος να είχε κάποιο ξέσπασμα ανεξέλεγκτου θυμού ή να επέτρεψε στην ανομία, στη στασιαστικότητα και στις παρενοχλήσεις των εχθρών του Θεού να αναστατώσουν το πνεύμα του και να τον κάνουν να εκδηλώσει παρόμοια συμπεριφορά προς τους ακολούθους του ή άλλους. Σε μια περίπτωση ένιωσε «πολύ μεγάλη λύπη» για την αναισθησία της καρδιάς των Φαρισαίων και τους κοίταξε με αγανάκτηση. Η επόμενη πράξη του ήταν μια θεραπεία. (Μαρ 3:5) Σε κάποια άλλη περίπτωση, όταν έδιωξε όσους μόλυναν το ναό του Θεού και παραβίαζαν το Νόμο του Μωυσή κάνοντας τον οίκο του Ιεχωβά οίκο εμπορίου, δεν ενήργησε από ανεξέλεγκτο, αδικαιολόγητο ξέσπασμα θυμού. Αντίθετα, η Γραφή δείχνει ότι ενήργησε από ορθώς υποκινούμενο ζήλο για τον οίκο του Ιεχωβά.—Ιωα 2:13-17.
Αποφυγή των επιβλαβών επιπτώσεων. Ο θυμός δεν έχει μόνο δυσμενείς επιπτώσεις στην πνευματική μας υγεία αλλά επηρεάζει βαθύτατα και τον οργανισμό μας. Μπορεί να προξενήσει αύξηση της πίεσης του αίματος, αρτηριακές μεταβολές, αναπνευστικά προβλήματα, ηπατικές διαταραχές, μεταβολές στις εκκρίσεις της χολής, επιπτώσεις στο πάγκρεας. Δεδομένου ότι ο θυμός και η οργή είναι ισχυρά συναισθήματα, συγκαταλέγονται από τους γιατρούς στους παράγοντες που επιβαρύνουν ή και προξενούν νοσήματα όπως το άσθμα, οι οφθαλμικές και οι δερματικές παθήσεις, η κνίδωση, τα έλκη, καθώς και τα προβλήματα στα δόντια και στο πεπτικό σύστημα. Η οργή και το μένος μπορούν να διαταράξουν τους μηχανισμούς της σκέψης ώστε να μην είναι σε θέση κάποιος να διαμορφώσει λογικά συμπεράσματα ή να εκφέρει σωστή κρίση. Το επακόλουθο μιας έκρηξης οργής είναι συχνά μια περίοδος βαθιάς κατάθλιψης. Συνεπώς, αποτελεί ένδειξη σοφίας, όχι μόνο από θρησκευτική αλλά και από σωματική άποψη, το να διατηρείται ο θυμός υπό έλεγχο και να επιδιώκεται η ειρήνη και η αγάπη.—Παρ 14:29, 30· Ρω 14:19· Ιακ 3:17· 1Πε 3:11.
Σύμφωνα με τις Γραφές, ο καιρός του τέλους είναι καιρός μεγάλου θυμού και σφοδρής οργής, κατά τον οποίο τα έθνη θυμώνουν επειδή ο Ιεχωβά αναλαμβάνει την ισχύ του για να βασιλέψει και ο Διάβολος ρίχνεται στη γη «έχοντας μεγάλο θυμό, καθώς γνωρίζει ότι έχει μικρό χρονικό διάστημα». (Απ 11:17, 18· 12:10-12) Έχοντας να αντιμετωπίσει τόσο δυσχερείς συνθήκες, ο Χριστιανός χρειάζεται να ελέγχει το πνεύμα του, αποφεύγοντας το καταστρεπτικό συναίσθημα του θυμού.—Παρ 14:29· Εκ 7:9.
-
-
ΘυρωρόςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΥΡΩΡΟΣ
Βλέπε ΠΥΛΩΡΟΣ.
-
-
ΘυσιαστήριοΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ
Βασικά, ανυψωμένη κατασκευή ή μέρος όπου προσφέρονται θυσίες ή καίγεται θυμίαμα για τη λατρεία του αληθινού Θεού ή κάποιας άλλης θεότητας. Η εβραϊκή λέξη μιζμπέαχ (θυσιαστήριο) προέρχεται από τη ρίζα ζαβάχ (σφάζω· θυσιάζω) και, ως εκ τούτου, αναφέρεται βασικά σε ένα μέρος όπου γίνεται σφαγή ή θυσία. (Γε 8:20· Δευ 12:21· 16:2) Παρόμοια, η λέξη θυσιαστήριον του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι παράγωγο του ρήματος θύω που επίσης σημαίνει «σφάζω· θυσιάζω». (Ματ 22:4· Μαρ 14:12) Η λέξη βωμός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αναφέρεται σε θυσιαστήριο ψεύτικου θεού.—Πρ 17:23.
Η πρώτη μνεία θυσιαστηρίου γίνεται μετά τον Κατακλυσμό, όταν «ο Νώε έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά» και πρόσφερε ολοκαυτώματα πάνω σε αυτό. (Γε 8:20) Οι μόνες προσφορές που αναφέρονται πριν από τον Κατακλυσμό ήταν αυτές του Κάιν και του Άβελ και, παρότι δεν αναφέρεται αν ο Κάιν και ο Άβελ χρησιμοποίησαν θυσιαστήρια, κάτι τέτοιο είναι πιθανό.—Γε 4:3, 4.
Ο Αβραάμ έχτισε ένα θυσιαστήριο στη Συχέμ (Γε 12:7), επίσης σε κάποιο σημείο μεταξύ της Βαιθήλ και της Γαι (Γε 12:8· 13:3), στη Χεβρών (Γε 13:18), και προφανώς στο Όρος Μοριά, όπου θυσίασε ένα κριάρι που του έδωσε ο Θεός αντί του Ισαάκ. (Γε 22:9-13) Μόνο σε αυτή την τελευταία περίπτωση αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο Αβραάμ πρόσφερε κάποια θυσία πάνω σε αυτά τα θυσιαστήρια. Ωστόσο, η βασική σημασία της εβραϊκής λέξης υποδηλώνει ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πιθανότατα έγιναν προσφορές. Ο Ισαάκ έχτισε μεταγενέστερα ένα θυσιαστήριο στη Βηρ-σαβεέ (Γε 26:23, 25) και ο Ιακώβ έχτισε θυσιαστήρια στη Συχέμ και στη Βαιθήλ. (Γε 33:18, 20· 35:1, 3, 7) Τα θυσιαστήρια που έφτιαξαν οι πατριάρχες ήταν αναμφίβολα σαν αυτά για τα οποία έκανε αργότερα λόγο ο Θεός στη διαθήκη του Νόμου—είτε σωροί από χώμα είτε υπερυψωμένες επιφάνειες από φυσικές (απελέκητες) πέτρες.—Εξ 20:24, 25.
Ο Μωυσής κατασκεύασε ένα θυσιαστήριο μετά τη νίκη επί του Αμαλήκ και το ονόμασε Ιεχωβά-νισσί (Ο Ιεχωβά Είναι το Κοντάρι που Έχω για Σημάδι). (Εξ 17:15, 16) Κατά τη σύναψη της διαθήκης του Νόμου με τον Ισραήλ, ο Μωυσής έχτισε ένα θυσιαστήριο στους πρόποδες του Όρους Σινά και πρόσφερε πάνω σε αυτό θυσίες. Έπειτα, ράντισε με αίμα από τις θυσίες το θυσιαστήριο, το βιβλίο και το λαό, επικυρώνοντας και θέτοντας σε ισχύ με αυτόν τον τρόπο τη διαθήκη.—Εξ 24:4-8· Εβρ 9:17-20.
Τα Θυσιαστήρια στη Σκηνή της Μαρτυρίας. Όταν στήθηκε η σκηνή της μαρτυρίας, κατασκευάστηκαν δύο θυσιαστήρια σύμφωνα με το υπόδειγμα που έδωσε ο Θεός. Το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος (αποκαλούμενο και «χάλκινο θυσιαστήριο» [Εξ 39:39]) ήταν από ξύλο ακακίας και έμοιαζε με κούφιο κιβώτιο—προφανώς δεν είχε οροφή ή πάτο. Ήταν τετράγωνο, με πλευρά 2,2 μ. και ύψος 1,3 μ., και είχε «κέρατα» τα οποία εξείχαν από τις τέσσερις πάνω γωνίες. Όλες του οι επιφάνειες ήταν επικαλυμμένες με χαλκό. Μια σχάρα, ή δικτυωτό, από χαλκό ήταν τοποθετημένη κάτω από το χείλος του θυσιαστηρίου, «κάτω εσωτερικά», «προς το κέντρο». Στις τέσσερις άκρες, κοντά στη σχάρα, ήταν τοποθετημένοι τέσσερις κρίκοι, οι οποίοι φαίνεται πως είναι οι ίδιοι με τους κρίκους μέσα από τους οποίους περνούσαν τα δύο κοντάρια από ξύλο ακακίας που χρησίμευαν για τη μεταφορά του θυσιαστηρίου και τα οποία ήταν επικαλυμμένα με χαλκό. Αυτό ίσως σήμαινε ότι υπήρχε μια σχισμή σε δύο από τις πλευρές του θυσιαστηρίου μέσα από την οποία περνούσε μια επίπεδη σχάρα, με τους κρίκους να προεξέχουν και από τις δυο πλευρές. Οι απόψεις των λογίων διίστανται σημαντικά πάνω σε αυτό το θέμα, και πολλοί πιθανολογούν ότι υπήρχαν δύο ομάδες κρίκων, εκ των οποίων η δεύτερη, μέσα από την οποία περνούσαν τα κοντάρια για τη μεταφορά, ήταν προσαρτημένη απευθείας στο εξωτερικό του θυσιαστηρίου. Ο χάλκινος εξοπλισμός αποτελούνταν από δοχεία και φτυάρια για τις στάχτες, κούπες όπου συνέλεγαν το αίμα των ζώων, πιρούνες για να πιάνουν το κρέας και πυροδοχεία.—Εξ 27:1-8· 38:1-7, 30· Αρ 4:14.
Αυτό το χάλκινο θυσιαστήριο για τα ολοκαυτώματα ήταν τοποθετημένο μπροστά στην είσοδο της σκηνής. (Εξ 40:6, 29) Αν και είχε σχετικά χαμηλό ύψος—οπότε δεν απαιτούνταν απαραιτήτως κάποιο μέσο πρόσβασης σε αυτό—ενδέχεται το έδαφος γύρω του να ήταν υπερυψωμένο ή να υπήρχε κάποιος κεκλιμένος διάδρομος που οδηγούσε στο θυσιαστήριο, ώστε να μπορούν να χειρίζονται καλύτερα τις θυσίες. (Παράβαλε Λευ 9:22, το οποίο δηλώνει ότι ο Ααρών «κατέβηκε» αφού έκανε κάποιες προσφορές.) Δεδομένου ότι το ζώο το θυσίαζαν «δίπλα στο θυσιαστήριο προς το βορρά» (Λευ 1:11), “ο τόπος ο οποίος ήταν για τις λιπώδεις στάχτες” που έβγαζαν από το θυσιαστήριο ήταν προς την Α (Λευ 1:16) και η χάλκινη λεκάνη του πλυσίματος ήταν τοποθετημένη προς τη Δ (Εξ 30:18), λογικά μένει ελεύθερη η πλευρά προς το Ν, όπου θα μπορούσε να τοποθετηθεί ένα τέτοιο μέσο πρόσβασης στο θυσιαστήριο.
Το θυσιαστήριο του θυμιάματος. Το θυσιαστήριο του θυμιάματος (αποκαλούμενο και «χρυσό θυσιαστήριο» [Εξ 39:38]) ήταν επίσης φτιαγμένο από ξύλο ακακίας, αλλά η πάνω επιφάνειά του και οι πλευρές του ήταν επικαλυμμένες με χρυσάφι. Στην πάνω επιφάνειά του υπήρχε ένα χρυσό πλαίσιο. Το θυσιαστήριο αυτό ήταν τετράγωνο, με πλευρά 44,5 εκ. και ύψος 89 εκ., και είχε επίσης «κέρατα» που προεξείχαν από τις τέσσερις πάνω γωνίες του. Είχε δύο χρυσούς κρίκους, μέσα από τους οποίους περνούσαν τα ξύλινα κοντάρια από ακακία που χρησίμευαν για τη μεταφορά και τα οποία ήταν επικαλυμμένα με χρυσάφι, και αυτοί οι κρίκοι ήταν τοποθετημένοι κάτω από το χρυσό πλαίσιο σε δύο αντίθετες πλευρές του θυσιαστηρίου. (Εξ 30:1-5· 37:25-28) Σε αυτό το θυσιαστήριο έκαιγαν ένα ειδικό θυμίαμα δύο φορές την ημέρα, το πρωί και το βράδυ. (Εξ 30:7-9, 34-38) Σε άλλα σημεία αναφέρεται ότι χρησιμοποιούνταν ένα θυμιατήρι, ή πυροδοχείο, για την καύση του θυμιάματος, οπότε προφανώς ένα τέτοιο σκεύος χρησιμοποιούνταν και για το θυσιαστήριο του θυμιάματος. (Λευ 16:12, 13· Εβρ 9:4· Απ 8:5· παράβαλε 2Χρ 26:16, 19.) Η θέση του θυσιαστηρίου του θυμιάματος ήταν μέσα στη σκηνή της μαρτυρίας, ακριβώς μπροστά στην κουρτίνα που έκρυβε τα Άγια των Αγίων, γι’ αυτό και αναφέρεται ότι βρισκόταν «μπροστά στην κιβωτό της μαρτυρίας».—Εξ 30:1, 6· 40:5, 26, 27.
Αγιασμός και χρήση των θυσιαστηρίων της σκηνής. Κατά τη διάρκεια της τελετής καθιέρωσης, και τα δύο θυσιαστήρια χρίστηκαν και αγιάστηκαν. (Εξ 40:9, 10) Σε εκείνη την περίσταση, όπως και σε μεταγενέστερες θυσίες ορισμένων προσφορών για αμαρτία, έβαλαν μέρος του αίματος του θυσιασμένου ζώου πάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου του ολοκαυτώματος και έχυσαν το υπόλοιπο στη βάση του. (Εξ 29:12· Λευ 8:15· 9:8, 9) Προς το τέλος της τελετής καθιέρωσης, ο Μωυσής πήρε λίγο από το λάδι του χρίσματος και λίγο από το αίμα που ήταν πάνω στο θυσιαστήριο και το τίναξε πάνω στον Ααρών και στους γιους του, καθώς και στα ενδύματά τους, για να τους αγιάσει. (Λευ 8:30) Συνολικά, απαιτήθηκαν εφτά ημέρες για να αγιαστεί το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος. (Εξ 29:37) Σε άλλα ολοκαυτώματα, θυσίες συμμετοχής και προσφορές για ενοχή, ράντιζαν με το αίμα το θυσιαστήριο ολόγυρα, ενώ το αίμα από τις θυσίες των πτηνών το τίναζαν ή το στράγγιζαν πάνω στην πλευρά του θυσιαστηρίου. (Λευ 1:5-17· 3:2-5· 5:7-9· 7:2) Τις προσφορές σιτηρών τις έκαναν να βγάζουν καπνό πάνω στο θυσιαστήριο ως «κατευναστική οσμή» στον Ιεχωβά. (Λευ 2:2-12) Ό,τι απέμενε από τις προσφορές σιτηρών το έτρωγε ο αρχιερέας και οι γιοι του δίπλα στο θυσιαστήριο. (Λευ 10:12) Κάθε χρόνο, την Ημέρα της Εξιλέωσης, ο αρχιερέας καθάριζε και αγίαζε το θυσιαστήριο βάζοντας λίγο από το αίμα των ζώων που προσφέρονταν ως θυσία πάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου και τινάζοντάς το πάνω στο θυσιαστήριο εφτά φορές.—Λευ 16:18, 19.
Σε όλες τις θυσίες ζώων που προσκόμιζαν, κάποια κομμάτια του ζώου τα έκαναν να βγάλουν καπνό πάνω στο θυσιαστήριο, και γι’ αυτό η φωτιά του θυσιαστηρίου έμενε αναμμένη και δεν επιτρεπόταν να σβήσει ποτέ. (Λευ 6:9-13) Από εδώ έπαιρναν τη φωτιά για την καύση του θυμιάματος. (Αρ 16:46) Μόνο ο Ααρών και όσοι απόγονοί του δεν είχαν κάποιο ελάττωμα επιτρεπόταν να υπηρετούν στο θυσιαστήριο. (Λευ 21:21-23) Οι υπόλοιποι Λευίτες ήταν απλώς βοηθοί. Αν πλησίαζε οποιοδήποτε άτομο που δεν ήταν από το σπέρμα του Ααρών έπρεπε να θανατωθεί. (Αρ 16:40· 18:1-7) Ο Κορέ και η σύναξή του θανατώθηκαν επειδή δεν αναγνώρισαν αυτόν το θεϊκό διορισμό, και τα χάλκινα πυροδοχεία που είχαν πάρει μετατράπηκαν σε λεπτές μεταλλικές πλάκες με τις οποίες επικαλύφθηκε το θυσιαστήριο, ως σημείο τού ότι δεν θα έπρεπε να πλησιάσει σε αυτό κανείς που δεν ήταν από τους απογόνους του Ααρών.—Αρ 16:1-11, 16-18, 36-40.
Μία φορά το χρόνο έκαναν επίσης εξιλέωση για το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος βάζοντας αίμα θυσίας πάνω στα κέρατά του. Άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες το έκαναν αυτό ήταν όταν γίνονταν προσφορές για αμαρτία προς όφελος των μελών του ιερατείου.—Εξ 30:10· Λευ 4:7.
Όταν οι γιοι του Καάθ μετέφεραν το θυσιαστήριο του θυμιάματος και το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων κάλυπταν το πρώτο με ένα μπλε ύφασμα και δέρματα φώκιας, και το δεύτερο με ένα μάλλινο ύφασμα βαμμένο πορφυροκόκκινο και με δέρματα φώκιας.—Αρ 4:11-14· βλέπε ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ.
Τα Θυσιαστήρια στο Ναό. Πριν από την αφιέρωση του ναού του Σολομώντα, το χάλκινο θυσιαστήριο που είχε κατασκευαστεί στην έρημο εξυπηρετούσε τις προσφορές θυσιών του Ισραήλ στον υψηλό τόπο που ήταν στη Γαβαών. (1Βα 3:4· 1Χρ 16:39, 40· 21:29, 30· 2Χρ 1:3-6) Το χάλκινο θυσιαστήριο που φτιάχτηκε μετέπειτα για το ναό κάλυπτε έναν χώρο 16 φορές μεγαλύτερο από ό,τι το θυσιαστήριο που είχε φτιαχτεί για τη σκηνή της μαρτυρίας, και ήταν τετράγωνο με πλευρά 8,9 μ. και ύψος περίπου 4,5 μ. (2Χρ 4:1) Λαμβανομένου υπόψη του ύψους του, ήταν απαραίτητο να υπάρχει κάποιο μέσο πρόσβασης σε αυτό. Ο νόμος του Θεού απαγόρευε τη χρήση σκαλοπατιών στο θυσιαστήριο, για να μην αποκαλύπτεται η γύμνια των προσερχομένων. (Εξ 20:26) Μερικοί πιστεύουν ότι οι λινές περισκελίδες τις οποίες φορούσε ο Ααρών και οι γιοι του λειτουργούσαν ως αντιστάθμισμα αυτής της εντολής, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο τα σκαλοπάτια επιτρεπτά. (Εξ 28:42, 43) Ωστόσο, φαίνεται πιθανό ότι χρησιμοποιούνταν κάποιος κεκλιμένος διάδρομος για να φτάνει κανείς στην κορυφή του θυσιαστηρίου του ολοκαυτώματος. Ο Ιώσηπος (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ε΄, 225 [v, 6]) δείχνει ότι ένα τέτοιο μέσο πρόσβασης χρησιμοποιούνταν στο θυσιαστήριο του ναού που χτίστηκε αργότερα από τον Ηρώδη. Αν η διάταξη του θυσιαστηρίου του ναού ήταν παρόμοια με αυτήν της σκηνής, τότε ο κεκλιμένος διάδρομος βρισκόταν πιθανότατα στη νότια πλευρά του θυσιαστηρίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν σε βολικό σημείο και η «χυτή θάλασσα» όπου πλένονταν οι ιερείς, καθώς βρισκόταν και αυτή προς το νότο. (2Χρ 4:2-5, 9, 10) Κατά τα άλλα, το θυσιαστήριο που κατασκευάστηκε για το ναό προφανώς φτιάχτηκε σύμφωνα με το πρότυπο του θυσιαστηρίου της σκηνής της μαρτυρίας, και δεν μας δίνεται λεπτομερής περιγραφή του.
Βρισκόταν στο Όρος Μοριά, στο ίδιο σημείο όπου ο Δαβίδ είχε χτίσει παλιότερα ένα προσωρινό θυσιαστήριο. (2Σα 24:21, 25· 1Χρ 21:26· 2Χρ 8:12· 15:8) Σύμφωνα με την παράδοση, αυτή ήταν επίσης η τοποθεσία όπου ο Αβραάμ αποπειράθηκε να προσφέρει τον Ισαάκ. (Γε 22:2) Το αίμα των ζώων που προσφέρονταν ως θυσία το έχυναν στη βάση του θυσιαστηρίου, και πιθανώς υπήρχε κάποιο είδος αγωγού που απομάκρυνε το αίμα από την περιοχή του ναού. Αναφέρεται ότι στο ναό του Ηρώδη υπήρχε ένας τέτοιος αγωγός συνδεδεμένος με το νοτιοδυτικό κέρατο του θυσιαστηρίου, ενώ στη βραχώδη περιοχή όπου βρισκόταν ο ναός έχει βρεθεί ένα άνοιγμα που οδηγεί σε κάποιο υπόγειο κανάλι το οποίο εκβάλλει στην Κοιλάδα Κιδρόν.
Το θυσιαστήριο του θυμιάματος στο ναό ήταν κατασκευασμένο από ξύλο κέδρου, αλλά φαίνεται πως αυτή ήταν η μόνη του διαφορά με το θυσιαστήριο της σκηνής της μαρτυρίας. Ήταν και αυτό επικαλυμμένο με χρυσάφι.—1Βα 6:20, 22· 7:48· 1Χρ 28:18· 2Χρ 4:19.
Κατά την εγκαινίαση του ναού, ο Σολομών ανέπεμψε την προσευχή του μπροστά στο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος, και μόλις τελείωσε έπεσε φωτιά από τους ουρανούς και κατέφαγε τις θυσίες που ήταν πάνω στο θυσιαστήριο. (2Χρ 6:12, 13· 7:1-3) Παρά το γεγονός ότι αυτό το χάλκινο θυσιαστήριο καταλάμβανε έκταση 79 και πλέον τ. μ., αποδείχτηκε πολύ μικρό για την τεράστια ποσότητα των θυσιών που έγιναν τότε, και έτσι αγίασαν ένα τμήμα της αυλής γι’ αυτόν το σκοπό.—1Βα 8:62-64.
Προς το τέλος της βασιλείας του Σολομώντα και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ροβοάμ και του Αβιάμ, το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων παραμελήθηκε, γι’ αυτό και ο Βασιλιάς Ασά θεώρησε απαραίτητο να το ανακαινίσει. (2Χρ 15:8) Ο Βασιλιάς Οζίας πατάχθηκε με λέπρα επειδή αποπειράθηκε να κάψει θυμίαμα πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος. (2Χρ 26:16-19) Ο Βασιλιάς Άχαζ μετέφερε το χάλκινο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος κάπου αλλού και έβαλε στη θέση του ένα ειδωλολατρικό θυσιαστήριο. (2Βα 16:14) Ωστόσο, ο γιος του, ο Εζεκίας, φρόντισε να καθαριστεί και να αγιαστεί το χάλκινο θυσιαστήριο και τα σκεύη του, και να ξαναρχίσει να λειτουργεί.—2Χρ 29:18-24, 27· βλέπε ΝΑΟΣ.
Θυσιαστήρια της Μεταιχμαλωσιακής Περιόδου. Το πρώτο πράγμα που έχτισαν στην Ιερουσαλήμ οι επαναπατρισθέντες εξόριστοι υπό τον Ζοροβάβελ και τον Αρχιερέα Ιησού ήταν το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων. (Εσδ 3:2-6) Εν ευθέτω χρόνω, κατασκεύασαν και ένα νέο θυσιαστήριο θυμιάματος.
Ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος ο Επιφανής σύλησε το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος, και δύο χρόνια αργότερα (168 Π.Κ.Χ.) έχτισε έναν βωμό πάνω από το μεγάλο θυσιαστήριο του Ιεχωβά και πρόσφερε πάνω σε αυτόν θυσία στον Δία. (Α΄ Μακκαβαίων 1:20-64) Στη συνέχεια, ο Ιούδας Μακκαβαίος έχτισε ένα καινούριο θυσιαστήριο από απελέκητες πέτρες και επίσης αποκατέστησε το θυσιαστήριο του θυμιάματος.—Α΄ Μακκαβαίων 4:44-49.
Το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων στο ναό του Ηρώδη ήταν κατασκευασμένο από απελέκητες πέτρες και, σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ε΄, 225 [v, 6]), ήταν τετράγωνο, πλευράς 50 πήχεων και ύψους 15 πήχεων, αν και το Ιουδαϊκό Μισνά (Μιντότ 3:1) του αποδίδει μικρότερες διαστάσεις. Επομένως, το θυσιαστήριο για το οποίο μίλησε ο Ιησούς επί των ημερών του ήταν αυτό. (Ματ 5:23, 24· 23:18-20) Για το θυσιαστήριο του θυμιάματος εκείνου του ναού δεν έχουμε κάποια περιγραφή, αλλά το εδάφιο Λουκάς 1:11 δείχνει ότι ένας άγγελος στεκόταν στη δεξιά του πλευρά όταν εμφανίστηκε στον πατέρα του Ιωάννη, τον Ζαχαρία.
Το Θυσιαστήριο στο Ναό του Ιεζεκιήλ. Στο ναό που είδε σε όραμα ο Ιεζεκιήλ, το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων βρισκόταν και αυτό μπροστά στο ναό (Ιεζ 40:47), αλλά είχε διαφορετικό σχήμα από ό,τι τα προηγούμενα θυσιαστήρια. Αποτελούνταν από διάφορα τμήματα, το ένα μικρότερο του άλλου. Οι διαστάσεις του υπολογίζονται σύμφωνα με το μεγάλο πήχη (51,8 εκ.). Η βάση του θυσιαστηρίου ήταν ένας πήχης σε πάχος και είχε γύρω γύρω στην κορυφή της ένα «χείλος» μιας σπιθαμής (πιθανώς 26 εκ.), το οποίο σχημάτιζε κάτι σαν αυλάκι ή αγωγό, πιθανόν για να συλλέγεται εκεί το αίμα που χυνόταν. (Ιεζ 43:13, 14) Ένα άλλο τμήμα, που στηριζόταν πάνω στη βάση αλλά βρισκόταν έναν πήχη πιο μέσα από το εξωτερικό της άκρο, είχε ύψος δύο πήχεις (περ. 104 εκ.). Ένα τρίτο τμήμα έμπαινε έναν πήχη πιο μέσα και είχε ύψος τέσσερις πήχεις (περ. 207 εκ.). Επίσης, ολόγυρα είχε ένα πλαίσιο μισού πήχη (περ. 26 εκ.), το οποίο πιθανόν να σχημάτιζε έναν δεύτερο αγωγό ή ένα προστατευτικό πεζούλι. Τέλος, η εστία του θυσιαστηρίου εκτεινόταν άλλους τέσσερις πήχεις προς τα πάνω και βρισκόταν και αυτή έναν πήχη πιο μέσα από το προηγούμενο τμήμα, προεξείχαν δε από αυτήν τέσσερα «κέρατα». Σκαλοπάτια από τα ανατολικά παρείχαν πρόσβαση στην εστία του θυσιαστηρίου. (Ιεζ 43:14-17) Όπως συνέβη και με το θυσιαστήριο που κατασκευάστηκε στην έρημο, έπρεπε να τηρηθεί μια εφταήμερη περίοδος εξιλέωσης και καθιέρωσης. (Ιεζ 43:19-26) Την πρώτη ημέρα του μήνα Νισάν έπρεπε να λαβαίνει χώρα η ετήσια εξιλέωση του θυσιαστηρίου καθώς και του υπόλοιπου αγιαστηρίου. (Ιεζ 45:18, 19) Το ποτάμι με τα θεραπευτικά νερά που είδε ο Ιεζεκιήλ έβγαινε από το ναό και έρρεε προς τα ανατολικά, περνώντας νότια του θυσιαστηρίου.—Ιεζ 47:1.
Το θυσιαστήριο του θυμιάματος δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στο όραμα. Ωστόσο, η περιγραφή του “ξύλινου θυσιαστηρίου” στο εδάφιο Ιεζεκιήλ 41:22, και ιδιαίτερα η αναφορά σε αυτό ως «το τραπέζι που βρίσκεται μπροστά στον Ιεχωβά», υποδηλώνει ότι αντιστοιχούσε στο θυσιαστήριο του θυμιάματος μάλλον παρά στο τραπέζι του ψωμιού της πρόθεσης. (Παράβαλε Εξ 30:6, 8· 40:5· Απ 8:3.) Αυτό το θυσιαστήριο είχε ύψος τρεις πήχεις (περ. 155 εκ.) και προφανώς ήταν τετράγωνο με πλευρά δύο πήχεων (περ. 104 εκ.).
Άλλα Θυσιαστήρια. Εφόσον ο μετακατακλυσμιαίος πληθυσμός δεν παρέμεινε ενωμένος με τον Νώε στην αγνή λατρεία, έπεται ότι κατασκευάστηκαν πολλά θυσιαστήρια για ψεύτικη λατρεία, και ανασκαφές που έγιναν στη Χαναάν, στη Μεσοποταμία και σε άλλες τοποθεσίες δείχνουν ότι τέτοια θυσιαστήρια υπήρχαν από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο Βαλαάμ ζήτησε να χτιστούν εφτά θυσιαστήρια σε τρεις διαφορετικές τοποθεσίες διαδοχικά, προσπαθώντας μάταια να καταραστεί τον Ισραήλ.—Αρ 22:40, 41· 23:4, 14, 29, 30.
Στους Ισραηλίτες δόθηκε η οδηγία να γκρεμίσουν όλα τα ειδωλολατρικά θυσιαστήρια και να καταστρέψουν τις ιερές στήλες και τους ιερούς στύλους που συνήθως φτιάχνονταν δίπλα σε αυτά. (Εξ 34:13· Δευ 7:5, 6· 12:1-3) Αυτοί δεν θα έπρεπε ποτέ να τα αντιγράψουν ούτε να προσφέρουν ως θυσία τα παιδιά τους στη φωτιά όπως έκαναν οι Χαναναίοι. (Δευ 12:30, 31· 16:21) Αντί να έχουν πολλά θυσιαστήρια, θα έπρεπε να έχουν μόνο ένα για τη λατρεία του ενός αληθινού Θεού, το οποίο θα βρισκόταν στον τόπο που θα εξέλεγε ο Ιεχωβά. (Δευ 12:2-6, 13, 14, 27· αντιπαράβαλε με τη Βαβυλώνα η οποία διέθετε 180 θυσιαστήρια προς τιμήν της θεάς Ιστάρ και μόνο.) Αρχικά, οι Ισραηλίτες έλαβαν την οδηγία να φτιάξουν ένα θυσιαστήριο από απελέκητες πέτρες έπειτα από τη διάβαση του Ιορδάνη Ποταμού (Δευ 27:4-8), και αυτό το έχτισε ο Ιησούς του Ναυή στο Όρος Εβάλ. (Ιη 8:30-32) Μετά τη διαμοίραση της κατακτημένης γης, οι φυλές των Ρουβήν και Γαδ και η μισή φυλή του Μανασσή έχτισαν ένα επιβλητικό θυσιαστήριο δίπλα στον Ιορδάνη, γεγονός το οποίο προκάλεσε προσωρινή κρίση ανάμεσα στις υπόλοιπες φυλές, ωσότου διαπιστώθηκε ότι το θυσιαστήριο δεν αποτελούσε ένδειξη αποστασίας, αλλά απλώς μνημείο πιστότητας στον Ιεχωβά ως τον αληθινό Θεό.—Ιη 22:10-34.
Μερικά άλλα θυσιαστήρια που κατασκευάστηκαν φαίνεται ότι χτίστηκαν για κάποιες ειδικές περιπτώσεις, όχι για συνεχή χρήση, και συνήθως αυτό γινόταν κατόπιν εμφάνισης κάποιου αγγέλου ή κατόπιν αγγελικής εντολής. Τέτοιο ήταν το θυσιαστήριο στη Βοκίμ και τα θυσιαστήρια που έχτισαν ο Γεδεών και ο Μανωέ. (Κρ 2:1-5· 6:24-32· 13:15-23) Το υπόμνημα σχετικά με την ανέγερση θυσιαστηρίου στη Βαιθήλ από το λαό, όταν εξέταζαν με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να αποτρέψουν την εξαφάνιση της φυλής του Βενιαμίν, δεν δείχνει αν το θυσιαστήριο αυτό είχε τη θεϊκή επιδοκιμασία ή αν ήταν απλώς μια περίπτωση στην οποία “έκαναν ό,τι φαινόταν σωστό στα μάτια τους”. (Κρ 21:4, 25) Ως εκπρόσωπος του Θεού, ο Σαμουήλ πρόσφερε θυσία στη Μισπά και, επίσης, έχτισε ένα θυσιαστήριο στη Ραμά. (1Σα 7:5, 9, 10, 17) Αυτό ίσως έγινε λόγω του γεγονότος ότι η παρουσία του Ιεχωβά δεν ήταν πλέον φανερή στη σκηνή της μαρτυρίας στη Σηλώ, μετά την απομάκρυνση της Κιβωτού.—1Σα 4:4, 11· 6:19-21· 7:1, 2· παράβαλε Ψλ 78:59-64.
Χρήση προσωρινών θυσιαστηρίων. Σε κάποιες περιπτώσεις κατασκευάστηκαν προσωρινά θυσιαστήρια. Για παράδειγμα, ο Σαούλ πρόσφερε θυσία στα Γάλγαλα και έχτισε ένα θυσιαστήριο στην Αιαλών. (1Σα 13:7-12· 14:33-35) Στην πρώτη περίπτωση κατακρίθηκε επειδή δεν περίμενε τον Σαμουήλ να κάνει τη θυσία, αλλά το κατά πόσον οι τοποθεσίες αυτές ήταν κατάλληλα μέρη για την προσφορά θυσιών δεν εξετάζεται.
Ο Δαβίδ ζήτησε από τον Ιωνάθαν να δικαιολογήσει την απουσία του από το τραπέζι του Σαούλ την ημέρα της νέας σελήνης λέγοντας ότι παρίστατο σε μια ετήσια οικογενειακή θυσία στη Βηθλεέμ. Ωστόσο, εφόσον αυτό ήταν πρόφαση, δεν είναι σίγουρο αν έλαβε πράγματι χώρα τέτοιος εορτασμός. (1Σα 20:6, 28, 29) Αργότερα, ως βασιλιάς, ο Δαβίδ έχτισε ένα θυσιαστήριο στο αλώνι του Ορνά(ν) κατ’ εντολήν του Θεού. (2Σα 24:18-25· 1Χρ 21:18-26· 22:1) Η δήλωση στο εδάφιο 1 Βασιλέων 9:25, σύμφωνα με την οποία ο Σολομών “πρόσφερε θυσίες πάνω στο θυσιαστήριο”, σαφώς αναφέρεται στο ότι εκείνος διευθέτησε να γίνει αυτό μέσω του εξουσιοδοτημένου ιερατείου.—Παράβαλε 2Χρ 8:12-15.
Φαίνεται ότι μετά την ανέγερση του ναού στην Ιερουσαλήμ το θυσιαστήριο βρισκόταν πλέον οριστικά στον “τόπο που είχε εκλέξει ο Ιεχωβά ο Θεός, και έπρεπε να πηγαίνουν εκεί”. (Δευ 12:5) Οποιαδήποτε άλλα θυσιαστήρια κατασκευάστηκαν από τότε και στο εξής, εκτός από εκείνο που χρησιμοποίησε ο Ηλίας στο Όρος Κάρμηλος κατά την πύρινη δοκιμή με τους ιερείς του Βάαλ (1Βα 18:26-35), κατασκευάστηκαν λόγω της αποστασίας. Ο ίδιος ο Σολομών ήταν ο πρώτος που έγινε ένοχος τέτοιου είδους αποστασίας, εξαιτίας της επιρροής των αλλοεθνών συζύγων του. (1Βα 11:3-8) Ο Ιεροβοάμ, βασιλιάς του νεοσύστατου βόρειου βασιλείου, επιχείρησε να αποτρέψει τους υπηκόους του από το να πηγαίνουν στο ναό στην Ιερουσαλήμ, ανεγείροντας θυσιαστήρια στη Βαιθήλ και στη Δαν. (1Βα 12:28-33) Τότε, κάποιος προφήτης προείπε ότι, κατά τη διακυβέρνηση του Βασιλιά Ιωσία του Ιούδα, θα θανατώνονταν οι ιερείς οι οποίοι ιερουργούσαν στο θυσιαστήριο της Βαιθήλ και θα καίγονταν κόκαλα νεκρών πάνω στο θυσιαστήριο. Ως σημείο αυτού, το θυσιαστήριο σκίστηκε στα δύο, και αργότερα η προφητεία εκπληρώθηκε στην εντέλεια.—1Βα 13:1-5· 2Βα 23:15-20· παράβαλε Αμ 3:14.
Στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Βασιλιά Αχαάβ στον Ισραήλ, τα ειδωλολατρικά θυσιαστήρια γνώρισαν άνθηση. (1Βα 16:31-33) Την εποχή του Βασιλιά Άχαζ του Ιούδα, υπήρχαν θυσιαστήρια «σε κάθε γωνιά της Ιερουσαλήμ» καθώς και πολλοί “υψηλοί τόποι”. (2Χρ 28:24, 25) Ο Μανασσής έφτασε μέχρι του σημείου να χτίσει θυσιαστήρια μέσα στον οίκο του Ιεχωβά, καθώς και θυσιαστήρια για τη λατρεία “του στρατεύματος των ουρανών” στην αυλή του ναού.—2Βα 21:3-5.
Αν και κατά περιόδους πιστοί βασιλιάδες κατέστρεφαν αυτά τα ειδωλολατρικά θυσιαστήρια (2Βα 11:18· 23:12, 20· 2Χρ 14:3· 30:14· 31:1· 34:4-7), πριν από την πτώση της Ιερουσαλήμ ο Ιερεμίας μπορούσε και πάλι να πει: «Οι θεοί σου έγιναν τόσο πολλοί όσες είναι οι πόλεις σου, Ιούδα· και τοποθετήσατε για το επαίσχυντο πράγμα τόσο πολλά θυσιαστήρια όσοι είναι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ, θυσιαστήρια για να υψώνετε καπνό θυσίας στον Βάαλ».—Ιερ 11:13.
Στη διάρκεια της εξορίας και κατά την αποστολική περίοδο. Στη διάρκεια της περιόδου της εξορίας, οι Ιουδαίοι οι οποίοι κατέφυγαν στην Ελεφαντίνη, στην Άνω Αίγυπτο, ανήγειραν έναν ναό και ένα θυσιαστήριο, σύμφωνα με τους Παπύρους της Ελεφαντίνης. Μερικούς αιώνες αργότερα, οι Ιουδαίοι κοντά στη Λεοντόπολη έκαναν το ίδιο. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΓ΄, 62-68, [iii, 1]· Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ζ΄, 420-432 [x, 2, 3]) Τον τελευταίο αυτόν ναό και το θυσιαστήριο τα έχτισε ο ιερέας Ονίας σε μια προσπάθεια να εκπληρώσει τα εδάφια Ησαΐας 19:19, 20.
Τον πρώτο αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας, ο απόστολος Παύλος μιλώντας στους Αθηναίους αναφέρθηκε σε έναν βωμό που έφερε την επιγραφή: «Στον Άγνωστο Θεό». (Πρ 17:23) Υπάρχουν άφθονες ιστορικές πληροφορίες που το επιβεβαιώνουν αυτό. Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, ο οποίος επισκέφτηκε την Αθήνα λίγο καιρό μετά τον Παύλο, αναφέρεται ότι είπε: «Είναι πολύ μεγαλύτερη απόδειξη σοφίας και σύνεσης το να λέει κανείς καλά λόγια για όλους τους θεούς, ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου υπάρχουν βωμοί προς τιμήν ακόμη και άγνωστων θεών». (Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, 6, 3) Το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. ο γεωγράφος Παυσανίας ανέφερε ότι στο δρόμο από το λιμάνι του Φαληρικού Όρμου μέχρι την πόλη της Αθήνας είχε παρατηρήσει “βωμούς θεών που ονομάζονταν Άγνωστοι και ηρώων”. Επίσης, έκανε λόγο για έναν “βωμό Αγνώστων Θεών” στην Ολυμπία. (Ελλάδος Περιήγησις, Αττικά, Α΄, 4· Ηλιακά Α΄, 14, 8) Ένας παρόμοιος βωμός ανακαλύφτηκε το 1909 στην Πέργαμο, στον περίβολο του ναού της Δήμητρας.
Η Σημασία των Θυσιαστηρίων. Στο 8ο και στο 9ο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής, ο απόστολος Παύλος δείχνει ξεκάθαρα ότι όλα τα πράγματα που σχετίζονταν με την υπηρεσία στη σκηνή της μαρτυρίας και στο ναό ήταν συμβολικά. (Εβρ 8:5· 9:23) Η σημασία των δύο θυσιαστηρίων καθίσταται προφανής από διάφορες πληροφορίες στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων αντιπροσώπευε το «θέλημα» του Θεού, δηλαδή την προθυμία που είχε να δεχτεί την τέλεια ανθρώπινη θυσία του μονογενούς του Γιου. (Εβρ 10:5-10) Η θέση του μπροστά στην είσοδο του αγιαστηρίου τονίζει την απαίτηση για πίστη σε αυτή τη λυτρωτική θυσία ως αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να γίνει κανείς αποδεκτός από τον Θεό. (Ιωα 3:16-18) Η επιμονή για την ύπαρξη ενός και μόνο θυσιαστηρίου για την προσφορά θυσιών βρίσκεται σε αρμονία με τη δήλωση του Χριστού: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού», καθώς και με τις πολυάριθμες περικοπές που δηλώνουν ότι πρέπει να υπάρχει ενότητα στη Χριστιανική πίστη.—Ιωα 14:6· Ματ 7:13, 14· 1Κο 1:10-13· Εφ 4:3-6· υπόψη επίσης η προφητεία του Ησαΐα στα εδ. Ησ 56:7· 60:7, όπου αναφέρεται ότι άνθρωποι από όλα τα έθνη θα έρχονταν στο θυσιαστήριο του Θεού.
Σημειωτέον ότι, αν και κάποιοι κατέφυγαν στο θυσιαστήριο και πιάστηκαν από τα κέρατα του θυσιαστηρίου με την ελπίδα ότι θα τους χορηγούνταν προστασία, ο νόμος του Θεού όριζε ότι ο εκούσιος δολοφόνος έπρεπε να συλληφθεί “ακόμη και αν βρισκόταν στο θυσιαστήριο, για να πεθάνει”. (Εξ 21:14· παράβαλε 1Βα 1:50-53· 2:28-34.) Ο ψαλμωδός έψαλε: «Θα πλύνω με αθωότητα τα χέρια μου και θα βαδίσω γύρω από το θυσιαστήριό σου, Ιεχωβά».—Ψλ 26:6.
Αν και το εδάφιο Εβραίους 13:10 έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση για την ανέγερση κατά γράμμα βωμών από καθ’ ομολογία Χριστιανούς, τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι το «θυσιαστήριο» για το οποίο μιλάει ο Παύλος δεν είναι κατά γράμμα αλλά συμβολικό. (Εβρ 13:10-16) Η Εγκυκλοπαίδεια (Cyclopædia) των Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ (1882, Τόμ. 1, σ. 183) λέει σχετικά με τους πρώτους Χριστιανούς: «Όταν οι αρχαίοι απολογητές κατηγορήθηκαν για το ότι δεν είχαν ναούς ούτε θυσιαστήρια ούτε ιερά, αυτοί απλώς αποκρίθηκαν: “Ιερά και θυσιαστήρια δεν έχουμε”». Σχολιάζοντας το εδάφιο Εβραίους 13:10, το σύγγραμμα Μελέτες Λέξεων της Καινής Διαθήκης ([Word Studies in the New Testament] 1957, Τόμ. 4, σ. 567) του Μ. Ρ. Βίνσεντ αναφέρει: «Είναι εσφαλμένο να προσπαθεί κανείς να βρει στη Χριστιανική οικονομία κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο που να αντιστοιχεί στο θυσιαστήριο—είτε το σταυρό είτε την τράπεζα της ευχαριστίας είτε τον ίδιο τον Χριστό. Αντίθετα, οι έννοιες που περιλαμβάνονται στην πρόσβαση προς τον Θεό—η θυσία, η εξιλέωση, η συγχώρηση και η αποδοχή, η σωτηρία—συνοψίζονται και γενικά αντιπροσωπεύονται από τη μορφή ενός θυσιαστηρίου, όπως το Ιουδαϊκό θυσιαστήριο ήταν το σημείο στο οποίο συνέκλιναν όλες αυτές οι έννοιες». Η πληθώρα θυσιαστηρίων στηλιτεύτηκε δριμύτατα από τους Εβραίους προφήτες. (Ησ 17:7, 8) Ο Ωσηέ είπε ότι ο Εφραΐμ «πλήθυνε τα θυσιαστήρια για να αμαρτάνει» (Ωσ 8:11· 10:1, 2, 8· 12:11), ο Ιερεμίας δήλωσε ότι η αμαρτία του Ιούδα είχε χαραχτεί «στα κέρατα των θυσιαστηρίων τους» (Ιερ 17:1, 2) και ο Ιεζεκιήλ προείπε τη σφαγή των οπαδών της ψεύτικης λατρείας «ολόγυρα από τα θυσιαστήριά τους» (Ιεζ 6:4-6, 13).
Εκφράσεις θεϊκής κρίσης επίσης συσχετίζονται προφητικά με το αληθινό θυσιαστήριο. (Ησ 6:5-12· Ιεζ 9:2· Αμ 9:1) Οι ψυχές εκείνων που σφάχτηκαν επειδή έδιναν μαρτυρία για τον Θεό βρίσκονται «κάτω από το θυσιαστήριο» και κραυγάζουν συμβολικά: «Ως πότε, Υπέρτατε Κύριε άγιε και αληθινέ, θα αποφεύγεις να κρίνεις και να πάρεις εκδίκηση για το αίμα μας από εκείνους που κατοικούν στη γη;»—Απ 6:9, 10· παράβαλε 8:5· 11:1· 16:7.
Στα εδάφια Αποκάλυψη 8:3, 4, το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος συνδέεται ξεκάθαρα με τις προσευχές των δικαίων. Οι Ιουδαίοι είχαν τη συνήθεια να προσεύχονται «την ώρα της προσφοράς του θυμιάματος». (Λου 1:9, 10· παράβαλε Ψλ 141:2.) Το ένα και μοναδικό θυσιαστήριο για την προσφορά θυμιάματος αντιστοιχεί επίσης στη μοναδική οδό πρόσβασης που περιγράφεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές.—Ιωα 10:9· 14:6· 16:23· Εφ 2:18-22· βλέπε ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ.
-
-
Θυσιαστήριο του ΘυμιάματοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΥΜΙΑΜΑΤΟΣ
Βλέπε ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ.
-
-
ΘωλάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΩΛΑ
(Θωλά) [Πορφύρα].
1. Ο πρώτος κατονομαζόμενος γιος του Ισσάχαρ ο οποίος κατέβηκε μαζί με το σπιτικό του Ιακώβ στην Αίγυπτο το 1728 Π.Κ.Χ. (Γε 46:8, 13) Οι γιοι του Θωλά και μερικοί εγγονοί του ίδρυσαν πολυπληθείς πατριές της φυλής του Ισσάχαρ, γνωστές με τη συλλογική ονομασία Θωλαΐτες.—Αρ 26:23· 1Χρ 7:1-4.
2. Κριτής του Ισραήλ, γιος του Φουά. Ο Θωλά ήταν απόγονος του Ισσάχαρ, αλλά έζησε και θάφτηκε στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ. Δεν είναι καταγραμμένο κανένα περιστατικό από την 23χρονη περίοδο κατά την οποία υπηρέτησε ως κριτής.—Κρ 10:1, 2.
-
-
ΘωμάςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΩΜΑΣ
(Θωμάς) [αραμαϊκής προέλευσης· σημαίνει «Δίδυμος»].
Αυτός ο απόστολος του Ιησού Χριστού αποκαλούνταν «Δίδυμος». (Ματ 10:3· Μαρ 3:18· Λου 6:15· Ιωα 11:16) Φαίνεται πως ήταν κάπως παρορμητικός όταν εξωτερίκευε τα συναισθήματά του ή εξέφραζε τις αμφιβολίες του. Ωστόσο, μόλις διαλύονταν οι αμφιβολίες του, ο Θωμάς δεν δίσταζε να ομολογήσει φανερά αυτό που πίστευε.
Όταν ο Ιησούς πρότεινε να ξαναγυρίσουν στην Ιουδαία για να ξυπνήσει τον Λάζαρο από το θάνατο, ο Θωμάς δήλωσε: «Ας πάμε και εμείς για να πεθάνουμε μαζί του». (Ιωα 11:16) Εφόσον λίγο καιρό νωρίτερα οι Ιουδαίοι είχαν προσπαθήσει να λιθοβολήσουν τον Ιησού (Ιωα 11:7, 8), ο Θωμάς ίσως ήθελε να παρακινήσει τους υπόλοιπους μαθητές να συνοδεύσουν τον Ιησού ακόμη και αν αυτό κατέληγε στο να πεθάνουν και εκείνοι μαζί με τον Λάζαρο ή τον Ιησού.
Η απόκριση του Θωμά στη δήλωση που έκανε ο Ιησούς ότι θα πήγαινε να ετοιμάσει τόπο για τους αποστόλους φανέρωνε αμφιβολία, δεδομένου ότι είπε: «Κύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις. Πώς ξέρουμε την οδό;» (Ιωα 14:2-6) Παρόμοια, όταν άκουσε για την ανάσταση του Ιησού, ο Θωμάς δήλωσε: «Αν δεν δω στα χέρια του το αποτύπωμα των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο αποτύπωμα των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν πρόκειται να πιστέψω». Οχτώ ημέρες αργότερα, ο Θωμάς είχε την ευκαιρία να το κάνει αυτό, όταν ο Ιησούς εμφανίστηκε και πάλι στους μαθητές. Ωστόσο, δεν αναφέρεται αν ο Θωμάς άγγιξε όντως τις πληγές στην προκειμένη περίπτωση. Πείστηκε, όμως, και αναφώνησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Τότε ο Χριστός τον έλεγξε ήπια, λέγοντας: «Ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που δεν βλέπουν και εντούτοις πιστεύουν».—Ιωα 20:24-29.
-
-
ΘώρακαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΘΩΡΑΚΑΣ
Βλέπε ΟΠΛΑ, ΠΑΝΟΠΛΙΑ.
-
-
ΙααζανίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΑΖΑΝΙΑΣ
(Ιααζανίας) [Ο Ιεχωβά Έχει Δώσει Ακρόαση].
Στην τελευταία περίοδο του βασιλείου του Ιούδα φαίνεται ότι αυτό το όνομα ήταν αρκετά συνηθισμένο. Και οι τέσσερις άντρες που αναφέρονται στην Αγία Γραφή με αυτό το όνομα έζησαν στην ίδια μικρή χρονική περίοδο. Το όνομα βρέθηκε επίσης στις Επιστολές της Λαχείς, ενώ πάνω σε μια σφραγίδα που ανακαλύφτηκε στο Τελλ εν-Νάσμπε εμφανίζονται οι λέξεις: «του Για’αζανγιάχου, υπηρέτη [αξιωματούχου] του βασιλιά». (Ο Βιβλικός Αρχαιολόγος [The Biblical Archaeologist], 1947, σ. 71) Δεν υπάρχουν, ωστόσο, άμεσα αποδεικτικά στοιχεία που να πιστοποιούν ότι αυτή η επιγραφή αναφέρεται σε κάποιο από τα ακόλουθα πρόσωπα.
1. Ηγέτης των Ρηχαβιτών τους οποίους έθεσε σε δοκιμή ο προφήτης Ιερεμίας, κατά προσταγή του Ιεχωβά, φέρνοντάς τους σε μία από τις τραπεζαρίες του ναού και προσφέροντάς τους κρασί. Εκείνοι αρνήθηκαν, υπακούοντας στην εντολή που τους είχε δώσει δύο και πλέον αιώνες νωρίτερα ο προπάτοράς τους ο Ιωναδάβ, ο γιος του Ρηχάβ. Λόγω αυτού, ο Ιεχωβά υποσχέθηκε: «Δεν θα λείψει από τον Ιωναδάβ, το γιο του Ρηχάβ, άνθρωπος ο οποίος να στέκεται ενώπιόν μου πάντοτε». Ο Ιααζανίας ήταν γιος ενός άλλου Ιερεμία.—Ιερ 35:1-10, 19.
2. Γιος του Σαφάν, το μόνο άτομο που κατονομάζεται στο όραμα του Ιεζεκιήλ (612 Π.Κ.Χ.) μεταξύ των 70 αντρών που πρόσφεραν θυμίαμα μπροστά σε λαξευτά ειδωλολατρικά σύμβολα μέσα στο ναό της Ιερουσαλήμ.—Ιεζ 8:1, 10, 11.
3. Γιος του Αζούρ, ένας από τους 25 άντρες που είδε στο όραμά του ο Ιεζεκιήλ να στέκονται στην ανατολική πύλη του ναού του Ιεχωβά. Ο Ιααζανίας και οι σύντροφοί του “σχεδίαζαν βλαβερά πράγματα και συμβούλευαν με κακή συμβουλή σε βάρος αυτής της πόλης”. Ως εκ τούτου ο Ιεζεκιήλ διατάχθηκε να προφητεύσει εναντίον τους.—Ιεζ 11:1-4.
4. Στρατιωτικός αρχηγός του Ιούδα στη σύντομη περίοδο που ακολούθησε αμέσως μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους. Ο Ιααζανίας (Ιεζανίας, όπως γραφόταν μερικές φορές το όνομά του), μαζί με αρκετούς άλλους, υποστήριξε πρόθυμα το διορισμό του Κυβερνήτη Γεδαλία. (2Βα 25:23· Ιερ 40:7, 8) Πιθανώς περιλαμβανόταν σε «όλους τους αρχηγούς των στρατιωτικών δυνάμεων» οι οποίοι προειδοποίησαν τον Γεδαλία ότι η ζωή του απειλούνταν από τον Ισμαήλ και οι οποίοι, αφού ο Ισμαήλ τελικά δολοφόνησε τον Γεδαλία, τον καταδίωξαν και απελευθέρωσαν εκείνους που είχε αιχμαλωτίσει. (Ιερ 40:13, 14· 41:11-16) Ο Ιεζανίας ήταν μεταξύ των ηγετών οι οποίοι ρώτησαν τον Ιερεμία τι έπρεπε να κάνουν στη συνέχεια, αλλά αντί να ακολουθήσουν τη συμβουλή του, οδήγησαν στην Αίγυπτο τα λίγα άτομα που είχαν απομείνει. (2Βα 25:26· Ιερ 42:1-3, 8· 43:1-5) «Ο Αζαρίας, ο γιος του Ωσαΐα», ίσως ήταν αδελφός του Ιααζανία, αλλά το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.—Ιερ 43:2.
-
-
ΙααζεήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΑΖΕΗΛ
(Ιααζεήλ).
Λευίτης μουσικός της δεύτερης υποδιαίρεσης ο οποίος συνόδευσε την κιβωτό της διαθήκης όταν αυτή μεταφέρθηκε από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην Ιερουσαλήμ. (1Χρ 15:18) Στο εδάφιο 20 ονομάζεται Αζεήλ. Σύμφωνα με το εδάφιο 1 Χρονικών 16:5, όπου ονομάζεται Ιεϊήλ (ο πρώτος «Ιεϊήλ» εκείνου του εδαφίου), μετέπειτα ανέλαβε κανονικά καθήκοντα μουσικού μπροστά από την Κιβωτό.
-
-
ΙααζίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΑΖΙΑΣ
(Ιααζίας).
Μεραρίτης Λευίτης. Τέσσερις από τους γιους ή τους απογόνους του υπηρετούσαν στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ.—1Χρ 24:26, 27, 31.
-
-
ΙααζιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΑΖΙΗΛ
(Ιααζιήλ) [Είθε να Δει ο Θεός· Ο Θεός Έχει Δει].
1. Τρίτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Χεβρών, Κααθίτης από τη φυλή του Λευί.—1Χρ 23:6, 12, 19· 24:23.
2. Ένας από τους κραταιούς άντρες που συντάχθηκαν με τον Δαβίδ στη Σικλάγ.—1Χρ 12:1, 4.
3. Ένας από τους ιερείς που στέκονταν μπροστά από την κιβωτό της διαθήκης κρατώντας σάλπιγγες, αφότου ο Δαβίδ την έφερε στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 16:1, 6.
4. Ο Λευίτης ο οποίος έλαβε δύναμη από το πνεύμα του Ιεχωβά για να πει λόγια ενθάρρυνσης στον Βασιλιά Ιωσαφάτ και στην εκκλησία, όταν απειλήθηκαν από μια υπέρτερη εχθρική δύναμη. «Να τι σας λέει ο Ιεχωβά: “Μη φοβάστε ούτε να τρομοκρατείστε εξαιτίας αυτού του μεγάλου πλήθους”», διακήρυξε ο Ιααζιήλ, «“διότι η μάχη δεν είναι δική σας, αλλά του Θεού. . . . Δεν θα χρειαστεί να πολεμήσετε σε αυτή την περίπτωση. Πάρτε τη θέση σας, σταθείτε και δείτε τη σωτηρία του Ιεχωβά για λογαριασμό σας”». (2Χρ 20:14-17) Ο Ιααζιήλ ήταν γιος του Ζαχαρία, ενός απογόνου του Ασάφ από τη Λευιτική οικογένεια του Γηρσώμ (Γηρσών [Γε 46:11]), και επομένως δεν ήταν ιερέας.—1Χρ 6:39-43.
5. Πατέρας του Σεχανία, ενός από εκείνους που επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Έσδρα το 468 Π.Κ.Χ.—Εσδ 8:1, 5.
-
-
ΙαάθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΑΘ
(Ιαάθ).
1. Απόγονος του Ιούδα. Οι δύο γιοι του Ιαάθ ίδρυσαν τις οικογένειες των Ζοραθιτών.—1Χρ 4:1, 2.
2. Λευίτης καταγόμενος από τον Γηρσών (Γηρσώμ) μέσω του Λιβνί και πρόγονος του Ασάφ.—Εξ 6:17· 1Χρ 6:1, 20, 39-43.
3. Δεύτερος Λευίτης καταγόμενος από τον Γηρσών, αλλά μέσω του άλλου γιου του, του Σιμεΐ. Ο Ιαάθ ήταν κεφαλή των αδελφών του, και οι γιοι του έγιναν πατρικός οίκος.—1Χρ 23:6, 7, 10, 11.
4. Λευίτης της εποχής του Βασιλιά Δαβίδ, απόγονος του γιου του Καάθ, του Ισαάρ, μέσω του Σελομώθ.—1Χρ 6:18· 24:22.
5. Μεραρίτης, ο ένας από τους τέσσερις Λευίτες που διορίστηκαν να επιβλέπουν το έργο επισκευής του ναού το οποίο προώθησε ο Βασιλιάς Ιωσίας.—2Χρ 34:12.
-
-
ΙαασιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΑΣΙΗΛ
(Ιαασιήλ) [Είθε να Φτιάξει ο Θεός· Ο Θεός Έχει Φτιάξει].
1. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, ο οποίος αναφέρεται μόνο στο Πρώτο Χρονικών. Ήταν Μεζωβαΐτης.—1Χρ 11:26, 47.
2. Άρχοντας της φυλής του Βενιαμίν στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ. Ήταν γιος του Αβενήρ και επομένως, κατά πάσα πιθανότητα, εξάδελφος του Βασιλιά Σαούλ.—1Χρ 27:21, 22.
-
-
ΙαασούΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΑΣΟΥ
(Ιαασού) [συντετμημένη μορφή του Ιαασιήλ].
Γιος του Βανί και ένας από τους Ιουδαίους που ανταποκρίθηκαν στη νουθεσία του Έσδρα αποβάλλοντας τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:34, 37, 44.
-
-
ΙαβάλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΒΑΛ
(Ιαβάλ).
Απόγονος του Κάιν, γιος του Λάμεχ και της πρώτης συζύγου του, της Αδά. (Γε 4:17, 19, 20) Ο Ιαβάλ αποκαλείται «ο πρώτος από εκείνους που κατοικούν σε σκηνές και έχουν ζωντανά». Ο Ιαβάλ δεν υπήρξε ο πρώτος ποιμένας, εφόσον ο Άβελ ήταν ποιμένας πριν από αυτόν, αλλά ήταν προφανώς ο πρώτος που έκανε τη νομαδική κτηνοτροφία τρόπο ζωής ή πρωτοστάτησε σε αυτό. Ίσως ήταν αυτός που επινόησε τις σκηνές, οι οποίες μεταφέρονταν πολύ ευκολότερα σε σχέση με τις μόνιμες κατοικίες όταν κάποιος βοσκότοπος εξαντλούνταν.
-
-
ΙαβείςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΒΕΙΣ
(Ιαβείς).
1. [πιθανώς, Ξερότοπος]. Κωμόπολη στο βόρειο τμήμα της Γαλαάδ. Γνωστή και με το όνομα Ιαβείς-γαλαάδ, μνημονεύεται στην ιστορία των κριτών και των βασιλιάδων.—Κρ 21:8· 1Σα 11:1· 1Χρ 10:11, 12· βλέπε ΙΑΒΕΙΣ-ΓΑΛΑΑΔ.
2. [πιθανώς, Ξεραμένος]. Πατέρας του Σαλλούμ, βασιλιά του Ισραήλ.—2Βα 15:10, 13, 14.
-
-
Ιαβείς-γαλαάδΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΒΕΙΣ-ΓΑΛΑΑΔ
(Ιαβείς-γαλαάδ) [πιθανώς, Ξερότοπος της Γαλαάδ].
Αρχαία κωμόπολη στην περιοχή της φυλής του Γαδ, Α του Ιορδάνη. Η ακριβής θέση της δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, αν και οι περισσότεροι λόγιοι πιστεύουν ότι βρισκόταν λίγο ανατολικότερα του Ιορδάνη κοντά στο Ουάντι Γιάμπις (Γιαβές), περίπου 35 χλμ. Ν της Θάλασσας της Γαλιλαίας.
Η πρώτη μνεία της Ιαβείς-γαλαάδ ανάγεται στις ημέρες των Κριτών και έχει σχέση με τα αντίποινα κατά της γειτονικής φυλής του Βενιαμίν για την ανοχή που επέδειξε σε χονδροειδή ανηθικότητα. (Κρ 21:8) Σε εκείνη την περίπτωση, όταν οι Ισραηλίτες ουσιαστικά εξόντωσαν ολόκληρη τη φυλή του Βενιαμίν (διέφυγαν μόνο 600 άρρενες), διαπιστώθηκε ότι ούτε ένας άντρας της Ιαβείς-γαλαάδ δεν είχε συμμετάσχει στην απόδοση αυτής της δικαιολογημένης τιμωρίας. Γι’ αυτό και αποφασίστηκε ότι κάθε άντρας, γυναίκα και παιδί της Ιαβείς-γαλαάδ, με εξαίρεση τις παρθένες, έπρεπε να θανατωθεί. Οι 400 παρθένες που διαφυλάχτηκαν με αυτόν τον τρόπο δόθηκαν στη συνέχεια ως σύζυγοι στους φυγάδες Βενιαμίτες έτσι ώστε να αποτραπεί η εξάλειψη της φυλής.—Κρ 20:1–21:14.
Περίπου τρεις αιώνες αργότερα, όταν όλος ο Ισραήλ κραύγαζε απαιτώντας ορατό βασιλιά, όπως είχαν τα άλλα έθνη, οι Αμμωνίτες απείλησαν ότι θα έβγαζαν το δεξί μάτι κάθε άρρενα κατοίκου της Ιαβείς-γαλαάδ, απειλή που αποσοβήθηκε μόνο όταν ο Σαούλ συγκέντρωσε δύναμη 330.000 αντρών και έτρεψε τους Αμμωνίτες σε φυγή. (1Σα 11:1-15) Σαράντα χρόνια αργότερα οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες και κρέμασαν τα αποκεφαλισμένα σώματα του Σαούλ και των τριών γιων του στην εσωτερική πλευρά του τείχους της Βαιθ-σαν, απέναντι από την πλατεία. Όταν άκουσαν για αυτή την ατίμωση, κραταιοί άντρες της Ιαβείς-γαλαάδ έκαναν μια τολμηρή νυχτερινή επιδρομή, πήραν τα πτώματα, τα μετέφεραν στην Ιαβείς-γαλαάδ και έπειτα έκαψαν τα σώματα και έκαναν μια αξιοπρεπή ταφή στα κόκαλα. Στη συνέχεια νήστεψαν εφτά ημέρες.—1Σα 31:8-13· 1Χρ 10:8-12.
Ο Δαβίδ, ο οποίος είχε χριστεί πρόσφατα βασιλιάς του Ιούδα, έστειλε επαίνους και ευχές για ευλογίες στους κατοίκους της Ιαβείς-γαλαάδ για τη στοργική καλοσύνη που εκδήλωσαν με αυτόν τον τρόπο στον νεκρό χρισμένο του Ισραήλ. (2Σα 2:4-7) Αργότερα, ο Δαβίδ φρόντισε να μεταφερθούν τα κόκαλα του Σαούλ και του Ιωνάθαν από την Ιαβείς-γαλαάδ και να ταφούν στον οικογενειακό τάφο του Σαούλ, στην περιοχή του Βενιαμίν.—2Σα 21:12-14.
-
-
ΙαβήςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΒΗΣ
(Ιαβής).
1. [από μια ρίζα που σημαίνει «πόνος»]. Απόγονος του Ιούδα, τον οποίο η μητέρα του ονόμασε Ιαβής λόγω του πόνου που ένιωσε όταν τον γεννούσε. Ο Ιαβής αποδείχτηκε πιο αξιότιμος από τους αδελφούς του και, ως απάντηση στην προσευχή του, είχε την ευλογία και την προστασία του Ιεχωβά.—1Χρ 4:1, 9, 10.
2. Προφανώς μια τοποθεσία στην περιοχή του Ιούδα, της οποίας οικιστής ίσως ήταν το πρόσωπο Αρ. 1. Στην Ιαβής κατοικούσαν τρεις οικογένειες γραφέων. (1Χρ 2:55) Η ακριβής θέση της δεν είναι γνωστή σήμερα.
-
-
ΙαβίνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΒΙΝ
(Ιαβίν) [πιθανώς, Αυτός που Έχει Διάκριση· Αυτός που Έχει Κατανόηση· ή, Αυτός που Οικοδομεί].
Ίσως πρόκειται για όνομα δυναστείας ή τίτλο των Χαναναίων βασιλιάδων της Ασώρ.
1. Ο βασιλιάς της Ασώρ την εποχή που ο Ιησούς του Ναυή εισέβαλε στην Υποσχεμένη Γη. Ο Ιαβίν δημιούργησε έναν συνασπισμό βασιλιάδων της βόρειας Χαναάν, και αυτοί συγκέντρωσαν εναντίον του Ισραήλ μια δύναμη “τόσο πολυάριθμη όσο οι κόκκοι της άμμου . . . [μαζί με] πάρα πολλά άλογα και πολεμικά άρματα”. Οι συνδυασμένες αυτές δυνάμεις, οι οποίες στρατοπέδευσαν στα νερά της Μερώμ, νικήθηκαν κατά την αιφνιδιαστική επίθεση και την επακόλουθη καταδίωξη που εξαπέλυσε ο Ιησούς του Ναυή. Ο Ιαβίν εκτελέστηκε όταν αργότερα καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε η ίδια η Ασώρ.—Ιη 11:1-14· 12:7, 19.
2. Μεταγενέστερος Χαναναίος βασιλιάς που κυβέρνησε από την ανοικοδομημένη Ασώρ, πιθανώς απόγονος του προσώπου Αρ. 1. Ο Ιαβίν αποκαλείται “ο βασιλιάς της Χαναάν”, πράγμα που ίσως υποδηλώνει ένα είδος υπεροχής έναντι των άλλων Χαναναίων βασιλιάδων η οποία του προσέδιδε μεγαλύτερη δύναμη και εξουσία. Πράγματι, φαίνεται ότι κάποιοι άλλοι βασιλιάδες ήταν τουλάχιστον σύμμαχοί του. Από την άλλη μεριά, η έκφραση αυτή μπορεί απλώς να τον ξεχωρίζει από τους βασιλιάδες των άλλων χωρών. Το στράτευμα του Ιαβίν, που περιλάμβανε 900 άρματα με σιδερένια δρεπάνια, βρισκόταν υπό τις διαταγές του Σισάρα, ο οποίος στη συγκεκριμένη αφήγηση παίζει σημαντικότερο ρόλο από τον ίδιο τον Ιαβίν.—Κρ 4:2, 3· 5:19, 20.
Ο Ιεχωβά επέτρεψε στον Ιαβίν να καταδυναστεύσει σκληρά τον αποστατικό Ισραήλ επί 20 χρόνια. Αλλά όταν εκείνοι παρακάλεσαν τον Θεό να τους απελευθερώσει, ο Ιεχωβά ήγειρε τον Βαράκ και τη Δεββώρα οι οποίοι οδήγησαν τον Ισραήλ σε νίκη επί του στρατεύματος του Ιαβίν. Ο Σισάρα θανατώθηκε από τη σύζυγο του Χέβερ του Κεναίου, ο οποίος διατηρούσε ειρηνικές σχέσεις με τον Ιαβίν. (Κρ 4:3-22) Οι Ισραηλίτες συνέχισαν να πολεμούν εναντίον του Ιαβίν και τελικά τον θανάτωσαν.—Κρ 4:23, 24· Ψλ 83:9, 10.
-
-
ΙαβνήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΒΝΗΛ
(Ιαβνήλ) [Είθε να Οικοδομήσει ο Θεός· Ο Θεός Έχει Οικοδομήσει].
1. Μεθόρια τοποθεσία του Ιούδα (Ιη 15:1, 11), πιθανότατα η ίδια με την Ιαβνή, την οποία ο Βασιλιάς Οζίας (829-778 Π.Κ.Χ.) απέσπασε από τους Φιλισταίους. (2Χρ 26:6) Η Ιαβνήλ ταυτίζεται με τη σημερινή Γιάβνε. Η Γιάβνε, η οποία απέχει 6 χλμ. περίπου από τη Μεσόγειο, είναι χτισμένη πάνω σε έναν απομονωμένο αμμόλοφο 20 χλμ. Ν της Ιόππης.
2. Μεθόρια τοποθεσία του Νεφθαλί. (Ιη 19:32, 33) Παρότι μερικοί θεωρούν ότι η Ιαβνήλ που αναφέρεται στο Ταλμούδ ταυτίζεται με το Χίρμπετ Γιαμά, η Βιβλική Ιαβνήλ ταυτίζεται με το Τελλ εν-Νάαμ (Τελ Γινάμ), κοντά σε μια πηγή, περίπου 8 χλμ. ΝΝΔ της Τιβεριάδας. Η ονομασία αυτή διασώζεται στο όνομα του σημερινού χωριού Γιάβνεελ το οποίο βρίσκεται εκεί κοντά.
-
-
Ιαβόκ, Κοιλάδα ΧειμάρρουΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΒΟΚ, ΚΟΙΛΑΔΑ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ
(Ιαβόκ).
Μια από τις κυριότερες κοιλάδες χειμάρρων ή ουάντι, στα Α του Ιορδάνη, η οποία μνημονεύεται για πρώτη φορά στην Αγία Γραφή όταν ο Ιακώβ διάβηκε «το πέρασμα του Ιαβόκ» μαζί με το σπιτικό του. Επίσης, κοντά σε αυτό το πέρασμα ο Ιακώβ πάλεψε με έναν άγγελο.—Γε 32:22-30.
Αν και οι πηγές του Ιαβόκ βρίσκονται κοντά στο Αμμάν (αρχαία Ραββά), το ουάντι συγκεντρώνει τα νερά μερικών ποταμών με συνεχή ροή και αρκετών χειμάρρων προτού καταλήξει στον Ιορδάνη, 39 χλμ. Β της Νεκράς Θαλάσσης. Μόνο 40 χλμ. περίπου χωρίζουν την πηγή του χειμάρρου από τις εκβολές του, αλλά ο ημικυκλικός ρους του Ιαβόκ καλύπτει περίπου 100 χλμ. Η σημερινή αραβική ονομασία του, Ουάντι Ζάρκα, σημαίνει κατά κυριολεξία «Γαλάζια Κοιλάδα Χειμάρρου». Αυτό το όνομα πιθανώς οφείλεται στο γκριζογάλανο χρώμα που έχει ο Ιαβόκ όταν τον βλέπει κανείς από μακριά. Στα ρηχά, ευκολοδιάβατα νερά του αφθονούν τα μικρά ψάρια.
Πικροδάφνες και πολλά είδη μικρών δέντρων περιστοιχίζουν τη βαθιά, εύφορη κοιλάδα την οποία διαρρέει ο Ιαβόκ. Αυτή η κοιλάδα με τις απότομες πλαγιές αποτελούσε φυσικό όριο. (Δευ 3:16) Το πρώτο τμήμα της κοιλάδας, που εκτείνεται από Ν προς Β, ήταν κάποτε το σύνορο μεταξύ των Αμμωνιτών και των Αμορραίων (Αρ 21:24), ενώ το τμήμα που εκτείνεται από Δ προς Α χώριζε στα δύο τη Γαλαάδ και αποτελούσε το όριο ανάμεσα στις επικράτειες των Αμορραίων Βασιλιάδων Σηών και Ωγ. (Δευ 2:37· Ιη 12:2· Κρ 11:13, 22) Σήμερα η ίδια αυτή κοιλάδα είναι μια από τις καλύτερες διόδους διάβασης του Ιορδάνη από την περιοχή που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Γαλαάδ.
-
-
ΙαγούρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΓΟΥΡ
(Ιαγούρ) [πιθανώς συγγενικό αραμαϊκής λέξης που σημαίνει «σωρός [από πέτρες]»].
Πόλη στο νότιο τμήμα του Ιούδα. (Ιη 15:21) Η Ιαγούρ πιθανώς ταυτίζεται με το Χίρμπετ ελ Γάρα (Τελ Ιρά), περίπου 14 χλμ. Α της Βηρ-σαβεέ.
-
-
ΙαδδαΐΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΔΔΑΪ
(Ιαδδαΐ).
Γιος της Νεβώ, ένας από εκείνους που πήραν μη Ισραηλίτισσες συζύγους, αλλά τις εξαπέστειλαν ύστερα από παρότρυνση του Έσδρα. (Εσδ 10:43, 44) Ορισμένες μεταφράσεις στην αγγλική λένε «Ιδδώ» αντί για «Ιαδδαΐ».—AS, AT, Mo, Ro.
-
-
ΙαδδουάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΔΔΟΥΑ
(Ιαδδουά) [από μια ρίζα που σημαίνει «γνωρίζω»].
1. Ένας από τους επικεφαλής του Ισραήλ του οποίου κάποιος απόγονος, αν όχι ο ίδιος, σφράγισε την απόφαση πιστότητας που λήφθηκε όταν ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας.—Νε 10:1, 14, 21.
2. Το τελευταίο άτομο της Ααρωνικής αρχιερατικής γραμμής το οποίο αναφέρεται στις Εβραϊκές Γραφές. Το ότι ο Ιαδδουά ανήκε στην πέμπτη γενιά μετά τον Αρχιερέα Ιησού καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο να είχε ζήσει κατά «τη βασιλεία του Δαρείου του Πέρση».—Νε 12:10, 11, 22· βλέπε ΔΑΡΕΙΟΣ Αρ. 3.
-
-
ΙαδιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΔΙΗΛ
(Ιαδιήλ) [πιθανώς, Είθε να Ευφρανθεί ο Θεός].
Κεφαλή ενός οίκου από τη μισή φυλή του Μανασσή, η οποία κατοικούσε Α του Ιορδάνη. Ήταν γενναίος και κραταιός άντρας. Οι απόγονοι του Ιαδιήλ «άρχισαν να ενεργούν άπιστα» προς τον Ιεχωβά, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθούν τελικά σε εξορία από τους Ασσυρίους.—1Χρ 5:23-26.
-
-
ΙαδώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΔΩΝ
(Ιαδών) [πιθανώς συντετμημένη μορφή του Ιααζανίας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Δώσει Ακρόαση»].
Μερωνοθίτης ο οποίος βοήθησε τον Νεεμία να ανοικοδομήσει το τείχος της Ιερουσαλήμ το 455 Π.Κ.Χ. Προφανώς ο Ιαδών ήταν από την περιοχή της Μισπά.—Νε 3:7.
Ο Ιώσηπος ονομάζει “Ιάδωνα” τον ανώνυμο προφήτη που αναφέρεται στο 13ο κεφάλαιο του Πρώτου Βασιλέων.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Η΄, 231 (viii, 5).
-
-
ΙαείρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΕΙΡ
(Ιαείρ).
1. Απόγονος του Ιούδα μέσω του εγγονού του, του Εσρών. Ο Εσρών παντρεύτηκε μια γυναίκα από τη φυλή του Μανασσή. (1Χρ 2:21, 22) Ο Ιαείρ θεωρείται απόγονος του Μανασσή μάλλον παρά του Ιούδα, ίσως λόγω των επιτευγμάτων του στην περιοχή του Μανασσή, όπου κατέλαβε αρκετές πόλεις που αποτελούνταν από σκηνές και τους έδωσε το όνομά του, το οποίο αυτές διατήρησαν επί πολλές γενιές.—Αρ 32:41· Δευ 3:14· Ιη 13:30· 1Βα 4:13· βλέπε ΧΑΒΒΩΘ-ΙΑΕΙΡ.
2. Ο έβδομος κριτής του Ισραήλ. Εφόσον ήταν Γαλααδίτης με υψηλή θέση και εφόσον ο καθένας από τους 30 γιους του συσχετίζεται με μία από τις προαναφερθείσες πόλεις του Ιαείρ οι οποίες αποτελούνταν από σκηνές, ήταν πιθανώς απόγονος του προσώπου Αρ. 1. Ο Ιαείρ έκρινε τον Ισραήλ επί 22 χρόνια, έπειτα από τα οποία πέθανε και θάφτηκε στην Καμών.—Κρ 10:3-5.
3. Πατέρας του Μαροδοχαίου, από τη φυλή του Βενιαμίν.—Εσθ 2:5.
4. Πατέρας του Ελχανάν που σκότωσε τον Λααμί, τον αδελφό του Γολιάθ. (1Χρ 20:5) Το αντίστοιχο κείμενο στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 21:19 περιέχει προφανώς ένα λάθος που έκανε κάποιος αντιγραφέας.—Βλέπε ΛΑΑΜΙ.
-
-
ΙάειροςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΕΙΡΟΣ
(Ιάειρος).
Αρχισυνάγωγος (πιθανώς στην Καπερναούμ) του οποίου τη μοναχοκόρη ανέστησε ο Ιησούς.—Ματ 9:18· Μαρ 5:22· Λου 8:41, 42.
Στα τέλη του 31 ή στις αρχές του 32 Κ.Χ., όταν η 12χρονη κόρη του Ιαείρου αρρώστησε τόσο βαριά ώστε ήταν ετοιμοθάνατη, ο πατέρας της έψαξε και βρήκε τον Ιησού, έπεσε στα πόδια του και τον εκλιπάρησε να πάει και να τη θεραπεύσει προτού να είναι πολύ αργά. Καθώς οδηγούσε τον Ιησού στο σπίτι του, ο Ιάειρος σίγουρα πρέπει να ενθαρρύνθηκε πολύ βλέποντας τον Ιησού να γιατρεύει μια γυναίκα που έπασχε επί 12 χρόνια από ροή αίματος. Αλλά πόσο πρέπει να αποκαρδιώθηκε όταν κάποιοι τον ειδοποίησαν ότι η κορούλα του είχε ήδη πεθάνει! Παρ’ όλα αυτά, ο Ιησούς παρότρυνε τον Ιάειρο να μη φοβάται, αλλά να ασκεί πίστη. Περνώντας ανάμεσα από τους θορυβώδεις θρηνωδούς, οι οποίοι χλεύασαν με καταφρόνηση τη δήλωση του Ιησού ότι το παιδί απλώς κοιμόταν, ο Ιάειρος, η σύζυγός του και τρεις απόστολοι μπήκαν μέσα μαζί με τον Ιησού, και εκεί ο Ιησούς επανέφερε το κορίτσι στη ζωή. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ιάειρος και η σύζυγός του «κυριεύτηκαν από χαρά και μεγάλη έκσταση».—Μαρ 5:21-43· Ματ 9:18-26· Λου 8:41-56.
-
-
ΙαζήρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΖΗΡ
(Ιαζήρ) [Είθε να Βοηθήσει [ο Θεός]].
Πόλη των Αμορραίων με εξαρτώμενες κωμοπόλεις, Α του Ιορδάνη. Τον καιρό του Μωυσή, οι Ισραηλίτες κατέλαβαν την Ιαζήρ και τη γύρω περιοχή. (Αρ 21:25, 32) Η Ιαζήρ, η οποία αρχικά είχε δοθεί στον Γαδ και είχε οχυρωθεί από αυτή τη φυλή, ακολούθως παραχωρήθηκε στους Λευίτες. (Αρ 32:1, 3-5, 34, 35· Ιη 13:24, 25· 21:34, 38, 39· 1Χρ 6:77, 81) Ήταν μια από τις τοποθεσίες που μνημονεύονται στα πλαίσια της διαδρομής που ακολούθησε ο Ιωάβ και οι αρχηγοί των στρατιωτικών δυνάμεων όταν έκαναν την απογραφή που είχε διατάξει ο Δαβίδ χωρίς θεϊκή εξουσιοδότηση. (2Σα 24:4, 5) Προς το τέλος της βασιλείας του Δαβίδ, ανατέθηκαν σε ορισμένους κραταιούς άντρες των Χεβρωνιτών που κατοικούσαν στην Ιαζήρ διοικητικά καθήκοντα στην περιοχή του Ισραήλ Α του Ιορδάνη.—1Χρ 26:31, 32.
Τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ. η Ιαζήρ βρισκόταν στα χέρια των Μωαβιτών. Φαίνεται ότι τότε, αν όχι και από πιο παλιά, η περιοχή ήταν ξακουστή για τις αμπελοκαλλιέργειές της. Είχε προειπωθεί ότι η Ιαζήρ και άλλες μωαβιτικές πόλεις θα υφίσταντο καταστροφή μελλοντικά.—Ησ 16:8-10· Ιερ 48:32, 33.
Όσον αφορά το πού βρισκόταν η αρχαία Ιαζήρ υπάρχουν διάφορες εκδοχές, αλλά η ακριβής θέση της παραμένει άγνωστη.
-
-
ΙαζηράΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΖΗΡΑ
(Ιαζηρά).
Ιερέας του οποίου κάποιος απόγονος έζησε στην Ιερουσαλήμ μετά τη βαβυλωνιακή εξορία. (1Χρ 9:12) Πιθανότατα είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Ααζαΐ του εδαφίου Νεεμίας 11:13.
-
-
ΙαζίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΖΙΑΣ
(Ιαζίας) [Είθε να Δει ο Γιαχ· Ο Γιαχ Έχει Δει].
Κάποιος ο οποίος ίσως αντέδρασε στην πρόταση του Έσδρα να εξαποστείλουν οι γιοι του Ισραήλ τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τα παιδιά που είχαν γεννήσει αυτές. Ήταν γιος του Τικβά. (Εσδ 10:3, 10, 11, 15) Ωστόσο, υπάρχει η άποψη ότι η αντίδραση του Ιαζία και του Ιωνάθαν αφορούσε, όχι την εισήγηση του Έσδρα, αλλά τη διαδικασία που υιοθετήθηκε για την εφαρμογή της. Σύμφωνα με τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και τη λατινική Βουλγάτα, ο Ιαζίας και οι άλλοι βοήθησαν τον Έσδρα—δεν του εναντιώθηκαν. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με μια εναλλακτική απόδοση, το εδάφιο Έσδρας 10:15 λέει ότι ο Ιωνάθαν και ο Ιαζίας «ήταν αυτοί που ενήργησαν αντιπροσωπευτικά σε αυτό το ζήτημα».—ΜΝΚ, υποσ.· βλέπε επίσης KJ· Dy· Kx· ΒΑΜ· ΦΙΛ.
-
-
ΙαζίζΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΖΙΖ
(Ιαζίζ).
Αγηρίτης, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα των ποιμνίων του Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 27:31.
-
-
ΙαήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΗΛ
(Ιαήλ) [Αίγα των Βουνών].
Η σύζυγος του Χέβερ του Κεναίου—επομένως μη Ισραηλίτισσα—η οποία σκότωσε τον Χαναναίο στρατιωτικό αρχηγό Σισάρα.
Μαζί με το σύζυγό της, η Ιαήλ κατασκήνωνε κοντά στην Κέδες, και υπήρχε ειρήνη ανάμεσα στον Χέβερ και στους Χαναναίους δυνάστες. (Κρ 4:10, 11, 17, 21· βλέπε ΚΕΔΕΣ Αρ. 3.) Όταν ο Σισάρα νικήθηκε από τον Ισραήλ, κατέφυγε στον ουδέτερο καταυλισμό του Χέβερ, όπου η Ιαήλ τον προσκάλεσε στη σκηνή της. Κατόπιν τον σκέπασε με μια κουβέρτα. Όταν εκείνος ζήτησε νερό, του έδωσε να πιει πηγμένο γάλα σε μια γαβάθα συμποσίου. Αφού τον σκέπασε και πάλι, εκείνος της ζήτησε να σταθεί στην είσοδο της σκηνής για να τον φυλάει. Θεωρώντας ότι ήταν ασφαλής ως φιλοξενούμενός της, ο κουρασμένος και αποκαμωμένος Σισάρα γρήγορα κοιμήθηκε βαθιά. Η Ιαήλ, η οποία αναμφίβολα ήταν συνηθισμένη να καρφώνει πασσάλους σκηνών στο έδαφος εφόσον ζούσε σε σκηνές, τον πλησίασε αθόρυβα οπλισμένη με ένα σφυρί και έναν πάσσαλο της σκηνής, τον οποίο και κάρφωσε στη γη διατρυπώντας το κεφάλι του. Όταν έφτασε ο Βαράκ, που τον καταδίωκε, αυτή του έδειξε τον αρχηγό του στρατεύματος, νεκρό από το «χέρι γυναίκας», όπως είχε προείπει η Δεββώρα. (Κρ 4:9, 17-22) Η θαρραλέα πράξη της Ιαήλ εναντίον του εχθρού του Ιεχωβά εγκωμιάζεται στον επινίκιο ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ, όπου η Ιαήλ αποκαλείται επίσης «πάρα πολύ ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες».—Κρ 5:6, 24-27.
-
-
ΙαθίρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΘΙΡ
(Ιαθίρ) [από μια ρίζα που σημαίνει «υπεραρκετά· υπεραφθονία»].
Ιερατική πόλη στην ορεινή περιοχή του Ιούδα. (Ιη 15:20, 48· 21:9, 10, 14· 1Χρ 6:54, 57) Στην Ιαθίρ έστειλε ο Δαβίδ ένα μέρος από τα λάφυρα που πήρε όταν νίκησε τους Αμαληκίτες επιδρομείς. Πιθανώς αυτό το έκανε από εκτίμηση για τη φιλοξενία και τη φιλία που έδειξαν οι κάτοικοί της προς αυτόν, έναν φυγάδα που κρυβόταν εξαιτίας του Βασιλιά Σαούλ.—1Σα 30:17-20, 26, 27, 31.
Η Ιαθίρ ταυτίζεται συνήθως με το Χίρμπετ Ατίρ (Χορβάτ Γιατίρ), περίπου 21 χλμ. ΝΝΔ της Χεβρών.
-
-
ΙαθνιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΘΝΙΗΛ
(Ιαθνιήλ).
Ένας από τους Λευίτες που ήταν πυλωροί στον οίκο του Ιεχωβά. Κορεΐτης, ο τέταρτος γιος του Μεσελεμία.—1Χρ 26:1, 2.
-
-
ΙακέΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΚΕ
(Ιακέ).
Πατέρας του Αγούρ, του συγγραφέα των όσων περιέχονται στο 30ό κεφάλαιο των Παροιμιών.—Παρ 30:1.
-
-
ΙακείμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΚΕΙΜ
(Ιακείμ) [συντετμημένη μορφή του Ιεκαμίας, που σημαίνει «Ο Γιαχ Έχει Εγείρει»].
1. Απόγονος του Βενιαμίν μέσω του Σιμεΐ. Περιλαμβάνεται σε έναν κατάλογο ατόμων που ήταν κεφαλές πατρικών οίκων και κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 8:1, 19-21, 28.
2. Ο ιερέας του οποίου ο πατρικός οίκος κληρώθηκε ως η 12η από τις 24 υποδιαιρέσεις της ιερατικής υπηρεσίας στο ναό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ.—1Χρ 24:3, 5, 12.
-
-
ΙακώβΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΚΩΒ
(Ιακώβ) [Αυτός που Πιάνει τη Φτέρνα· Αυτός που Υποσκελίζει].
1. Γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, ο νεότερος δίδυμος αδελφός του Ησαύ. Οι γονείς του Ιακώβ ήταν παντρεμένοι επί 20 χρόνια προτού γεννηθούν αυτοί οι δίδυμοι, τα μόνα παιδιά που απέκτησαν, το 1858 Π.Κ.Χ. Ο Ισαάκ ήταν τότε 60 χρονών. Όπως, λοιπόν, συνέβη και με τον Αβραάμ, οι προσευχές του Ισαάκ για απογόνους απαντήθηκαν μόνο αφού δοκιμάστηκε πρώτα στο πλήρες η υπομονή του και η πίστη του στις υποσχέσεις του Θεού.—Γε 25:20, 21, 26· Ρω 9:7-10.
Κατά την εγκυμοσύνη της, η Ρεβέκκα υπέφερε από την πάλη των διδύμων μέσα στη μήτρα της—αυτοί οι δίδυμοι, όπως εξήγησε ο Ιεχωβά, αποτελούσαν τις απαρχές δύο αντίπαλων εθνών. Επιπλέον, ο Ιεχωβά διακήρυξε ότι, αντίθετα προς το έθιμο, ο μεγαλύτερος θα υπηρετούσε τον νεότερο. Πράγματι, ο Ιακώβ, ο οποίος γεννήθηκε δεύτερος, κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ κατά τη γέννησή τους—εξού και το όνομα Ιακώβ, που σημαίνει «Αυτός που Πιάνει τη Φτέρνα». (Γε 25:22-26) Με αυτόν τον τρόπο ο Ιεχωβά κατέδειξε ότι είναι ικανός να διακρίνει τη γενετική κλίση των αγέννητων ατόμων και να ασκεί την πρόγνωσή του καθώς και το δικαίωμα που έχει να ξεχωρίζει εκ των προτέρων όποιον εκλέγει για τους σκοπούς του, χωρίς να σημαίνει όμως αυτό ότι προκαθορίζει την οριστική κατάληξη των ατόμων.—Ρω 9:10-12· Ωσ 12:3.
Αντίθετα από τον αγαπημένο γιο του πατέρα του, τον Ησαύ, ο οποίος ήταν ένας άγριος, ανήσυχος, περιπλανώμενος κυνηγός, ο Ιακώβ περιγράφεται ως «άμεμπτος [εβρ., ταμ] άνθρωπος, που κατοικούσε σε σκηνές», που ζούσε μια ήσυχη ποιμενική ζωή και ήταν αξιόπιστος όσον αφορά τη φροντίδα των οικιακών υποθέσεων, άτομο για το οποίο η μητέρα του έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη. (Γε 25:27, 28) Η εβραϊκή λέξη ταμ χρησιμοποιείται αλλού για να περιγράψει εκείνους που είναι επιδοκιμασμένοι από τον Θεό. Παραδείγματος χάρη, «οι αιμοδιψείς άνθρωποι μισούν όποιον είναι άμεμπτος», αλλά ο Ιεχωβά διαβεβαιώνει ότι “το μέλλον [του άμεμπτου] ανθρώπου θα είναι ειρηνικό”. (Παρ 29:10· Ψλ 37:37) Ο Ιώβ, ένας άνθρωπος ακεραιότητας, «ήταν άμεμπτος [εβρ., ταμ] και ευθύς».—Ιωβ 1:1, 8· 2:3.
Έλαβε τα Πρωτοτόκια και την Ευλογία. Όταν πέθανε ο Αβραάμ, το 1843 Π.Κ.Χ., ο εγγονός του ο Ιακώβ ήταν 15 χρονών. Αυτό σημαίνει ότι το αγόρι είχε άφθονες ευκαιρίες να μάθει για την ένορκη διαθήκη του Θεού απευθείας από τον παππού του, όχι μόνο από τον πατέρα του. (Γε 22:15-18) Ο Ιακώβ καταλάβαινε ότι η συμμετοχή στην εκπλήρωση αυτών των θεϊκών υποσχέσεων ήταν μεγάλο προνόμιο. Τελικά, παρουσιάστηκε η ευκαιρία να αγοράσει νόμιμα από τον αδελφό του τα πρωτοτόκια και όλα τα συνακόλουθά τους. (Δευ 21:15-17) Αυτή η ευκαιρία προέκυψε κάποια ημέρα όταν ο Ησαύ ήρθε από τον αγρό αποκαμωμένος και μύρισε το νόστιμο φαγητό που είχε μαγειρέψει ο αδελφός του. «Γρήγορα, σε παρακαλώ», φώναξε ο Ησαύ, «δώσε μου μια μπουκιά από το κόκκινο—αυτό εκεί το κόκκινο, γιατί είμαι κουρασμένος!» Η απάντηση του Ιακώβ ήταν: «Πούλησέ μου, πρώτα, τα δικαιώματα που έχεις ως πρωτότοκος!» «Ο Ησαύ καταφρόνησε τα πρωτοτόκια», και έτσι η πώληση έγινε γρήγορα και επισφραγίστηκε με επίσημο όρκο. (Γε 25:29-34· Εβρ 12:16) Υπήρχαν, λοιπόν, λόγοι που ο Ιεχωβά είπε: «Εγώ αγάπησα τον Ιακώβ, τον δε Ησαύ τον μίσησα».—Ρω 9:13· Μαλ 1:2, 3.
Ήταν σωστό να υποδυθεί ο Ιακώβ τον Ησαύ;
Όταν ο Ισαάκ γέρασε και πίστεψε ότι θα πέθαινε σύντομα, έστειλε τον Ησαύ να κυνηγήσει κάποιο θήραμα, λέγοντας: «Ας φάω, για να σε ευλογήσει η ψυχή μου προτού πεθάνω». Ωστόσο, η Ρεβέκκα άκουσε τη συζήτηση και έστειλε γρήγορα τον Ιακώβ να φέρει δύο κατσικάκια ώστε να ετοιμάσει αυτή ένα νόστιμο γεύμα για τον Ισαάκ. Επίσης είπε στον Ιακώβ: «Θα το φέρεις στον πατέρα σου και θα το φάει, για να σε ευλογήσει πριν από το θάνατό του». Έβαλε μάλιστα τα δέρματα από τα κατσικάκια πάνω στα χέρια και στο λαιμό του Ιακώβ ώστε να νομίσει ο Ισαάκ, όταν θα ψηλαφούσε τον Ιακώβ, ότι αυτός ήταν ο Ησαύ. Όταν ο Ιακώβ πήγε το φαγητό στον πατέρα του, ο Ισαάκ τον ρώτησε: «Ποιος είσαι, γιε μου;» Και ο Ιακώβ απάντησε: «Είμαι ο Ησαύ ο πρωτότοκός σου». Ο Ιακώβ ήξερε καλά ότι από νομική άποψη είχε το δικαίωμα να παίξει το ρόλο του Ησαύ, του πρωτοτόκου του Ισαάκ. Ο Ισαάκ ψηλάφησε τον Ιακώβ για να διαπιστώσει αν ήταν πράγματι ο Ησαύ ή όχι, και είπε: «Η φωνή είναι η φωνή του Ιακώβ, αλλά τα χέρια είναι τα χέρια του Ησαύ». Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση είχε αίσιο τέλος, και όπως λέει η αφήγηση: «Τον ευλόγησε». (Γε 27:1-29) Ήταν σωστό αυτό που έκαναν η Ρεβέκκα και ο Ιακώβ;
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Ιακώβ δικαιούνταν την ευλογία. Πριν από τη γέννηση των διδύμων, ο Ιεχωβά είχε πει στη Ρεβέκκα: «Ο μεγαλύτερος θα υπηρετεί τον νεότερο». (Γε 25:23) Αργότερα, σε αρμονία με την τάση που είχε ήδη διαβλέψει ο Ιεχωβά και η οποία τον είχε κάνει να αγαπήσει τον Ιακώβ περισσότερο από τον Ησαύ, ο Ησαύ πούλησε τα πρωτοτόκιά του στον Ιακώβ για μια κούπα φαγητό και μόνο.—Γε 25:29-34.
Η Γραφική αφήγηση δεν αναφέρει σε ποιο βαθμό ήταν ενήμερος ο Ισαάκ για αυτά τα στοιχεία που υποδείκνυαν το ποιος έπρεπε να λάβει την ευλογία. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς γιατί η Ρεβέκκα και ο Ιακώβ χειρίστηκαν το ζήτημα με αυτόν τον τρόπο. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι και οι δύο ήξεραν πως η ευλογία ανήκε στον Ιακώβ. Ο Ιακώβ δεν υποκρίθηκε κακόβουλα ώστε να πάρει κάτι που δεν του ανήκε δικαιωματικά. Η Αγία Γραφή δεν καταδικάζει αυτό που έκαναν η Ρεβέκκα και ο Ιακώβ. Το αποτέλεσμα ήταν να λάβει ο Ιακώβ τη δικαιωματική ευλογία. Ο ίδιος ο Ισαάκ διέκρινε προφανώς ότι είχε επιτελεστεί το θέλημα του Ιεχωβά. Λίγο αργότερα, όταν έστειλε τον Ιακώβ στη Χαρράν για να βρει σύζυγο, ο Ισαάκ ευλόγησε περαιτέρω τον Ιακώβ και δήλωσε συγκεκριμένα: «Ο Θεός ο Παντοδύναμος . . . θα δώσει σε εσένα την ευλογία του Αβραάμ». (Γε 28:3, 4· παράβαλε Εβρ 11:20.) Κατάλληλα, λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι το αποτέλεσμα της υπόθεσης ήταν σύμφωνο με το σκοπό του Ιεχωβά. Η Αγία Γραφή δηλώνει ξεκάθαρα το δίδαγμα που πρέπει να αντλήσουμε από αυτή την αφήγηση, προειδοποιώντας μας να προσέχουμε ώστε «να μην υπάρχει πόρνος ούτε κάποιος που δεν εκτιμάει τα ιερά πράγματα, όπως ο Ησαύ, ο οποίος σε αντάλλαγμα για ένα γεύμα έδωσε τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος».—Εβρ 12:16.
Η Μετακίνηση του Ιακώβ στην Παδάν-αράμ. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 529) Ο Ιακώβ ήταν 77 χρονών όταν έφυγε από τη Βηρ-σαβεέ για να πάει στη γη των προπατόρων του, μια γη στην οποία έζησε τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής του. (Γε 28:10· 31:38) Αφού διένυσε περίπου 100 χλμ. οδεύοντας ΒΒΑ, διανυκτέρευσε στη Λουζ (Βαιθήλ), στους λόφους του Ιούδα, και χρησιμοποίησε μια πέτρα για προσκεφάλι του. Εκεί, καθώς ονειρευόταν, είδε μια σκάλα, δηλαδή μια σειρά από σκαλοπάτια, η οποία έφτανε στους ουρανούς και πάνω στην οποία ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι. Στο όνειρό του, είδε στην κορυφή της σκάλας τον Ιεχωβά, ο οποίος επιβεβαίωσε τότε προς τον Ιακώβ τη θεϊκή διαθήκη που είχε γίνει με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ.—Γε 28:11-13· 1Χρ 16:16, 17.
Σε αυτή τη διαθήκη, ο Ιεχωβά υποσχέθηκε στον Ιακώβ ότι θα τον πρόσεχε και θα τον φύλαγε και δεν θα τον εγκατέλειπε, μέχρι να γίνει δική του η γη πάνω στην οποία ήταν ξαπλωμένος και μέχρι να γίνει το σπέρμα του πολυάριθμο σαν τους κόκκους του χώματος της γης. Επιπλέον, «μέσω εσένα, καθώς και μέσω του σπέρματός σου, όλες οι οικογένειες της γης οπωσδήποτε θα φέρουν ευλογία στον εαυτό τους». (Γε 28:13-15) Όταν ο Ιακώβ συνειδητοποίησε πλήρως τη σημασία αυτού που συνέβη εκείνη τη νύχτα, αναφώνησε: «Πόσο φοβερός είναι αυτός ο τόπος! Αυτός δεν είναι παρά ο οίκος του Θεού». Γι’ αυτό, μετονόμασε τη Λουζ σε Βαιθήλ, που σημαίνει «Οίκος του Θεού», και έστησε μια στήλη την οποία έχρισε ως μάρτυρα αυτών των βαρυσήμαντων γεγονότων. Νιώθοντας ευγνωμοσύνη για την υπόσχεση που του έδωσε ο Θεός ότι θα τον στηρίξει, ο Ιακώβ ευχήθηκε επίσης ότι θα έδινε εξάπαντος στον Ιεχωβά το ένα δέκατο από όλα όσα θα λάβαινε.—Γε 28:16-22.
Συνεχίζοντας το ταξίδι του, ο Ιακώβ συνάντησε τελικά την εξαδέλφη του τη Ραχήλ κοντά στη Χαρράν, και ο πατέρας της ο Λάβαν, ο αδελφός της μητέρας του Ιακώβ, τον κάλεσε να μείνει μαζί τους. Ο Ιακώβ αγάπησε τη Ραχήλ και έκανε συμφωνία με τον πατέρα της να εργαστεί για αυτόν εφτά χρόνια αν του την έδινε για σύζυγο. Τα χρόνια που πέρασαν του φάνηκαν «σαν λίγες ημέρες»—τόσο βαθιά ήταν η αγάπη του για τη Ραχήλ. Ωστόσο, στην τελετή του γάμου ο Λάβαν αντικατέστησε δόλια τη Ραχήλ με τη μεγαλύτερη αδελφή της, τη Λεία, με την εξής αιτιολογία: «Δεν συνηθίζεται . . . να δίνουμε τη νεότερη γυναίκα πριν από την πρωτότοκη». Αφού ο Ιακώβ γιόρτασε αυτόν το γάμο επί μία εβδομάδα, ο Λάβαν τού έδωσε για σύζυγο και τη Ραχήλ με τη συμφωνία να εργαστεί ο Ιακώβ άλλα εφτά χρόνια ως αντάλλαγμα για αυτήν. Ο Λάβαν έδωσε επίσης στη Λεία και στη Ραχήλ δύο υπηρέτριες, τη Ζελφά και τη Βαλλά αντίστοιχα.—Γε 29:1-29· Ωσ 12:12.
Από αυτή τη γαμήλια διευθέτηση, ο Ιεχωβά άρχισε να οικοδομεί ένα μεγάλο έθνος. Η Λεία γέννησε στον Ιακώβ διαδοχικά τέσσερις γιους: τον Ρουβήν, τον Συμεών, τον Λευί και τον Ιούδα. Τότε η Ραχήλ, βλέποντας ότι εξακολουθούσε να είναι στείρα, έδωσε στον Ιακώβ τη δούλη της τη Βαλλά και, μέσω αυτής, απέκτησε δύο γιους, τον Δαν και τον Νεφθαλί. Σε αυτό το διάστημα η Λεία ήταν στείρα. Έτσι λοιπόν, έδωσε και αυτή στον Ιακώβ τη δούλη της τη Ζελφά και απέκτησε δύο γιους από αυτή την ένωση, συγκεκριμένα, τον Γαδ και τον Ασήρ. Κατόπιν η Λεία άρχισε και πάλι να γεννάει παιδιά—πρώτα τον Ισσάχαρ, μετά τον Ζαβουλών και τέλος μια κόρη που ονομάστηκε Δείνα. Τελικά έμεινε και η Ραχήλ έγκυος και γέννησε τον Ιωσήφ. Κατά συνέπεια, μέσα σε μια σχετικά σύντομη περίοδο εφτά ετών, ο Ιακώβ ευλογήθηκε με πολλά παιδιά.—Γε 29:30–30:24.
Ο Ιακώβ Γίνεται Πλούσιος Προτού Φύγει από τη Χαρράν. Όταν συμπληρώθηκαν τα 14 χρόνια που είχε συμφωνήσει να εργαστεί για την απόκτηση των συζύγων του, ο Ιακώβ ανυπομονούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αλλά ο Λάβαν, βλέποντας πόσο τον είχε ευλογήσει ο Ιεχωβά χάρη στον Ιακώβ, επέμενε να συνεχίσει να επιβλέπει ο Ιακώβ τα ποίμνιά του, λέγοντάς του μάλιστα να καθορίσει ο ίδιος το μισθό του. Σε εκείνο το μέρος του κόσμου, τα γιδοπρόβατα είναι γενικά μονόχρωμα—τα πρόβατα είναι λευκά ενώ τα κατσίκια μαύρα. Ο Ιακώβ, λοιπόν, ζήτησε να του δίνονται μόνο τα γιδοπρόβατα που είχαν ασυνήθιστα χρώματα ή σημάδια—όλα τα πρόβατα που είχαν χρώμα σκούρο καφετί και όλα τα κατσίκια που είχαν κάποια λευκά σημάδια. «Θαυμάσια!» ήταν η απάντηση του Λάβαν. Και για να κρατήσει το μισθό όσο χαμηλότερο γινόταν, ο Λάβαν, ύστερα από υπόδειξη του Ιακώβ, ξεχώρισε από τα ποίμνια όλα τα κατσίκια που είχαν ραβδώσεις, ήταν πιτσιλωτά και είχαν χρωματιστές κηλίδες, καθώς και τα νεαρά κριάρια που είχαν χρώμα σκούρο καφετί, και τα έδωσε στους γιους του για να τα φροντίζουν, θέτοντας μάλιστα ανάμεσα στα δύο ποίμνια μια απόσταση τριών ημερών για να εμποδίσει οποιαδήποτε διασταύρωση μεταξύ τους. Στον Ιακώβ θα ανήκαν μόνο όσα ζώα γεννιούνταν στο εξής με ασυνήθιστα χρώματα.—Γε 30:25-36.
Ο Ιακώβ, λοιπόν, άρχισε τώρα να βόσκει αποκλειστικά τα πρόβατα που είχαν φυσιολογικό χρώμα και τα κατσίκια που δεν είχαν σημάδια. Εντούτοις, εργάστηκε σκληρά και έκανε κάτι που πίστευε ότι θα μεγάλωνε τον αριθμό των ζώων τα οποία θα είχαν διαφορετικό χρώμα. Πήρε χλωρές βέργες από αγριοκυδωνιά, αμυγδαλιά και πλάτανο και τις ξεφλούδισε με τέτοιον τρόπο ώστε να τους δώσει ραβδωτή και πιτσιλωτή όψη. Στη συνέχεια τις έβαλε μέσα στις ποτίστρες των ζώων, στα αυλάκια, πιστεύοντας προφανώς ότι, αν τα ζώα έβλεπαν τις ραβδώσεις όταν ήταν έτοιμα για ζευγάρωμα, θα υπήρχε μια προγεννητική επίδραση που θα παρήγε γόνους με κηλίδες ή ασυνήθιστο χρώμα. Ο Ιακώβ φρόντιζε επίσης να βάζει τις βέργες στις ποτίστρες μόνο όταν ήταν έτοιμα για ζευγάρωμα τα δυνατότερα και πιο εύρωστα ζώα.—Γε 30:37-42.
Ποια ήταν τα αποτελέσματα; Τα ζώα που γεννιούνταν με ασυνήθιστα σημάδια ή χρώματα—και επομένως θα αποτελούσαν το μισθό του Ιακώβ—ήταν περισσότερα από τα συνηθισμένα, μονόχρωμα ζώα, τα οποία επρόκειτο να ανήκουν στον Λάβαν. Εφόσον επιτεύχθηκαν τα επιθυμητά αποτελέσματα, ο Ιακώβ ίσως νόμισε ότι αυτό οφειλόταν στο τέχνασμά του με τις ραβδωτές βέργες. Χωρίς αμφιβολία, σε αυτή την περίπτωση είχε και αυτός την εσφαλμένη αντίληψη που διακρατούσαν πολλοί άνθρωποι, δηλαδή ότι τέτοια πράγματα μπορούν να ασκήσουν επίδραση στους γόνους. Ωστόσο, σε ένα όνειρο ο Δημιουργός του τον δίδαξε κάτι διαφορετικό.
Στο όνειρό του ο Ιακώβ έμαθε ότι η επιτυχία του οφειλόταν σε ορισμένες αρχές της γενετικής, και όχι στις βέργες. Μολονότι ο Ιακώβ έβοσκε αποκλειστικά μονόχρωμα ζώα, εντούτοις το όραμα αποκάλυψε ότι οι τράγοι είχαν ραβδώσεις, ήταν πιτσιλωτοί και είχαν στίγματα. Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Προφανώς επρόκειτο για υβρίδια, έστω και αν είχαν ομοιόμορφο χρώμα—ζώα τα οποία ήταν αποτέλεσμα της διασταύρωσης που λάβαινε χώρα στο ποίμνιο του Λάβαν προτού αρχίσει να λαβαίνει το μισθό του ο Ιακώβ. Έτσι λοιπόν, ορισμένα από αυτά έφεραν στα αναπαραγωγικά τους κύτταρα τους κληρονομικούς παράγοντες για τη γέννηση διάστικτων και πιτσιλωτών ζώων σε μελλοντικές γενιές, σύμφωνα με τους νόμους της κληρονομικότητας τους οποίους ανακάλυψε το 19ο αιώνα ο Γκρέγκορ Μέντελ.—Γε 31:10-12.
Στα έξι χρόνια που ο Ιακώβ εργάστηκε υπό αυτή τη διευθέτηση, ο Ιεχωβά τον ευλόγησε σε μεγάλο βαθμό και τον έκανε να ευημερήσει, αυξάνοντας όχι μόνο τα ποίμνιά του αλλά και τον αριθμό των υπηρετών, των καμήλων και των γαϊδουριών του, και αυτό παρά το γεγονός ότι ο Λάβαν άλλαζε συνέχεια το συμφωνημένο μισθό. Τελικά, «ο αληθινός Θεός της Βαιθήλ» έδωσε στον Ιακώβ την οδηγία να επιστρέψει στην Υποσχεμένη Γη.—Γε 30:43· 31:1-13, 41.
Επιστροφή στην Υποσχεμένη Γη. Ο Ιακώβ, φοβούμενος ότι ο Λάβαν θα επιχειρούσε και πάλι να τον εμποδίσει να φύγει από τη δούλεψή του, πήρε κρυφά τις συζύγους και τα παιδιά του, καθώς και όλα όσα του ανήκαν, πέρασε τον ποταμό Ευφράτη και κατευθύνθηκε προς τη Χαναάν. Ενόσω σχεδίαζε αυτή την κίνηση, ο Ιακώβ ίσως έβοσκε τα ποίμνιά του κοντά στον Ευφράτη, όπως υποδεικνύουν τα εδάφια Γένεση 31:4, 21. Εκείνο το διάστημα ο Λάβαν έλειπε επειδή κούρευε τα ποίμνιά του και δεν πληροφορήθηκε την αναχώρηση του Ιακώβ παρά τρεις ημέρες αφότου εκείνος είχε φύγει. Μπορεί να πέρασε και άλλος χρόνος μέχρι να ολοκληρώσει την κουρά και να προετοιμαστεί για να καταδιώξει τον Ιακώβ με τις δυνάμεις του. Συνολικά, αυτό πρέπει να έδωσε στον Ιακώβ επαρκή χρόνο για να κατεβεί με τα αργοκίνητα ποίμνιά του μέχρι την ορεινή περιοχή της Γαλαάδ, προτού τον προφτάσει ο Λάβαν. Η απόσταση από τη Χαρράν δεν ήταν μικρότερη από 560 χλμ., αλλά ο Λάβαν και οι συγγενείς του θα μπορούσαν να την καλύψουν εύκολα μέσα σε εφτά ημέρες καλπάζοντας με καμήλες.—Γε 31:14-23.
Όταν ο Λάβαν, καταδιώκοντάς τους, βρήκε τον καταυλισμό τους λίγα χιλιόμετρα Β του Ιαβόκ, απαίτησε από τον Ιακώβ να εξηγήσει γιατί είχε φύγει χωρίς να τον αφήσει να φιλήσει και να αποχαιρετήσει τα παιδιά του και τα εγγόνια του, και γιατί είχε κλέψει τους θεούς του. (Γε 31:24-30) Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση ήταν μάλλον προφανής—φοβόταν ότι ο Λάβαν δεν θα τον άφηνε να φύγει. Όσον αφορά τη δεύτερη ερώτηση, ο Ιακώβ δεν ήξερε τίποτα για κάποια κλοπή, και η έρευνα που έγινε δεν αποκάλυψε ότι η Ραχήλ είχε όντως κλέψει τα οικογενειακά θεραφίμ και τα είχε κρύψει στο καλάθι του σαμαριού της καμήλας της.—Γε 31:31-35.
Μία εξήγηση για τις ενέργειες της Ραχήλ και την ανησυχία του Λάβαν είναι η εξής: «Η κατοχή των εφέστιων θεών προσδιόριζε ένα άτομο ως το νόμιμο κληρονόμο, πράγμα που εξηγεί την αγωνία του Λάβαν, όπως φαίνεται από το εδάφιο Γέν. 31:26 και κάτω, καθώς ζητούσε να πάρει πίσω τους εφέστιους θεούς του από τον Ιακώβ».—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Μπ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 220, υποσ. 51.
Όταν η φιλονικία τους διευθετήθηκε ειρηνικά, ο Ιακώβ έστησε μια πέτρινη στήλη και κατόπιν έφτιαξε έναν σωρό από πέτρες, ο οποίος έμεινε εκεί πολλά χρόνια ως μάρτυρας της διαθήκης ειρήνης που είχαν συνάψει οι δύο άντρες με ένα τελετουργικό γεύμα. Τα ονόματα που δόθηκαν σε αυτόν τον πέτρινο σωρό ήταν Γαλεέδ (που σημαίνει «Σωρός Μαρτυρίας») και Η Σκοπιά.—Γε 31:36-55.
Ο Ιακώβ ανυπομονούσε τώρα να κάνει ειρήνη και με τον αδελφό του τον Ησαύ, τον οποίο δεν είχε δει επί 20 και πλέον χρόνια. Για να κατευνάσει οποιοδήποτε μίσος που μπορεί να υπέβοσκε ακόμη στον αδελφό του, ο Ιακώβ έστειλε με μια προπομπή πλούσια δώρα για τον Ησαύ—εκατοντάδες γιδοπρόβατα, καθώς και πολλές καμήλες, γαϊδούρια και βοοειδή. (Γε 32:3-21) Ο Ιακώβ είχε φύγει από τη Χαναάν μη έχοντας ουσιαστικά τίποτα, αλλά τώρα, χάρη στην ευλογία του Ιεχωβά, επέστρεφε πλούσιος.
Γιατί ο άγγελος με τον οποίο πάλεψε ο Ιακώβ τον έκανε να κουτσαίνει;
Τη νύχτα που ο Ιακώβ και το σπιτικό του διάβηκαν τον Ιαβόκ πηγαίνοντας Ν για να συναντήσουν τον Ησαύ, ο Ιακώβ είχε την εξαιρετικά ασυνήθιστη εμπειρία να παλέψει με έναν άγγελο, και λόγω της εμμονής που εκδήλωσε μετονομάστηκε σε Ισραήλ, που σημαίνει «Εκείνος που Αναμετριέται (Εμμένει στην Αναμέτρησή Του) με τον Θεό· ή, Ο Θεός Αναμετριέται». (Γε 32:22-28) Έκτοτε και τα δύο ονόματα συχνά εμφανίζονται μαζί σε εβραϊκούς ποιητικούς παραλληλισμούς. (Ψλ 14:7· 22:23· 78:5, 21, 71· 105:10, 23) Στη διάρκεια αυτής της πάλης ο άγγελος άγγιξε την κοιλότητα της άρθρωσης του μηρού του Ιακώβ με αποτέλεσμα να κουτσαίνει ο Ιακώβ στην υπόλοιπη ζωή του, κάτι που συνέβη ίσως για να τον διδάξει ταπεινοφροσύνη, καθώς θα του υπενθύμιζε διαρκώς να μην εξυψώνεται υπερβολικά για τη θεόδοτη ευημερία του ή για το ότι είχε παλέψει με έναν άγγελο. Σε ανάμνηση αυτών των βαρυσήμαντων γεγονότων, ο Ιακώβ ονόμασε εκείνον τον τόπο Φανουήλ.—Γε 32:25, 30-32.
Αφού ολοκληρώθηκε η φιλική συνάντηση του Ιακώβ με τον Ησαύ, οι δίδυμοι αδελφοί, οι οποίοι ήταν τώρα περίπου 97 χρονών, ακολούθησαν ο καθένας το δρόμο του και πιθανώς δεν ξανασυναντήθηκαν παρά μόνο όταν έθαψαν μαζί τον πατέρα τους τον Ισαάκ, έπειτα από 23 περίπου χρόνια. Ο Ησαύ κατευθύνθηκε Ν προς το Σηείρ, παίρνοντας μαζί του τα δώρα του, ενώ ο Ιακώβ στράφηκε Β και διάβηκε πάλι τον Ιαβόκ.—Γε 33:1-17· 35:29.
Τα Επόμενα 33 Χρόνια που Έζησε ως Πάροικος. Αφού αποχωρίστηκε από τον Ησαύ, ο Ιακώβ εγκαταστάθηκε στη Σοκχώθ. Αυτή ήταν η πρώτη τοποθεσία στην οποία έμεινε ο Ιακώβ για κάποιο χρονικό διάστημα αφότου επέστρεψε από την Παδάν-αράμ. Δεν αναφέρεται πόσο καιρό παρέμεινε εδώ, αλλά ίσως ήταν μερικά χρόνια, εφόσον έχτισε ένα μόνιμο οικοδόμημα για κατοικία του, καθώς και στέγαστρα, δηλαδή κάποιου είδους στάβλους, για τα ζώα του.—Γε 33:17.
Η επόμενη μετακίνηση του Ιακώβ ήταν προς τα δυτικά. Διασχίζοντας τον Ιορδάνη, έφτασε κοντά στη Συχέμ, όπου αγόρασε γη από τους γιους του Εμμώρ δίνοντας «εκατό κομμάτια χρήματος [εβρ., κεσιτάχ]». (Γε 33:18-20· Ιη 24:32) Η αξία εκείνης της αρχαίας μονάδας χρήματος, του κεσιτάχ, δεν είναι γνωστή σήμερα, αλλά, συνολικά, εκατό τέτοια κομμάτια ίσως να ισοδυναμούσαν με μια υπολογίσιμη ποσότητα ζυγισμένου ασημιού, δεδομένου ότι εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχαν νομίσματα.
Στη Συχέμ ήταν που η κόρη του Ιακώβ, η Δείνα, άρχισε να συναναστρέφεται τις Χαναναίες, πράγμα που οδήγησε στο βιασμό της από τον Συχέμ, το γιο του αρχηγού Εμμώρ. Ως επακόλουθο αυτού του περιστατικού, τα πράγματα γρήγορα ξέφυγαν από τον έλεγχο του Ιακώβ—οι γιοι του σκότωσαν κάθε άρρενα κάτοικο της Συχέμ, αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και τα παιδιά, οικειοποιήθηκαν όλη την περιουσία και όλο τον πλούτο της κοινότητας και έκαναν τον πατέρα τους τον Ιακώβ δυσωδία στους κατοίκους του τόπου.—Γε 34:1-31.
Κατόπιν ο Ιακώβ έλαβε από τον Θεό την εντολή να φύγει από τη Συχέμ και να κατεβεί στη Βαιθήλ, όπως και έκανε. Ωστόσο, προτού ξεκινήσει, έβαλε τα μέλη του σπιτικού του να καθαριστούν, να αλλάξουν τα ενδύματά τους και να αφαιρέσουν όλους τους ψεύτικους θεούς τους (στους οποίους ίσως περιλαμβάνονταν και τα θεραφίμ του Λάβαν) καθώς και τα σκουλαρίκια που μπορεί να φορούσαν ως φυλαχτά. Αυτά ο Ιακώβ τα έκρυψε θάβοντάς τα κοντά στη Συχέμ.—Γε 35:1-4.
Η Βαιθήλ, ο «Οίκος του Θεού», είχε ιδιαίτερη σημασία για τον Ιακώβ, διότι εδώ, ίσως περίπου 30 χρόνια νωρίτερα, ο Ιεχωβά τού είχε μεταβιβάσει την Αβραμιαία διαθήκη. Τώρα, αφού ο Ιακώβ έχτισε ένα θυσιαστήριο σε αυτόν τον μεγάλο Θεό των προπατόρων του, ο Ιεχωβά επανέλαβε τη διαθήκη και επίσης επιβεβαίωσε τη μετονομασία του Ιακώβ σε Ισραήλ. Στη συνέχεια ο Ιακώβ έστησε μια στήλη πάνω στην οποία έκανε σπονδή και έχυσε λάδι σε ανάμνηση αυτών των βαρυσήμαντων γεγονότων. Επιπλέον, ενόσω παρεπιδημούσαν εδώ στη Βαιθήλ, πέθανε και θάφτηκε η παραμάνα της μητέρας του, η Δεββώρα.—Γε 35:5-15.
Και πάλι δεν γνωρίζουμε πόσο καιρό έμεινε ο Ιακώβ στη Βαιθήλ. Φεύγοντας από εκεί και κατευθυνόμενοι Ν, και ενώ απείχαν ακόμη αρκετά από τη Βηθλεέμ (Εφράθ), έπιασαν τη Ραχήλ οι πόνοι της γέννας και καθώς αγωνιζόταν να γεννήσει το δεύτερο γιο της, τον Βενιαμίν, πέθανε. Ο Ιακώβ έθαψε εκεί την αγαπημένη του Ραχήλ και έστησε μια στήλη για να φαίνεται πού ήταν ο τάφος της.—Γε 35:16-20.
Αυτός ο άντρας, ο Ισραήλ, έχοντας ευλογηθεί πλήρως με 12 γιους, από τους οποίους θα προέρχονταν οι 12 φυλές του Ισραήλ, συνέχισε να ταξιδεύει νοτιότερα. Ο επόμενος καταυλισμός του αναφέρεται ότι βρισκόταν «σε κάποια απόσταση από τον πύργο Εδέρ», πράγμα που τον τοποθετεί κάπου ανάμεσα στη Βηθλεέμ και στη Χεβρών. Ενόσω έμεναν εκεί, ο μεγαλύτερος γιος του, ο Ρουβήν, είχε σεξουαλικές σχέσεις με την παλλακίδα του πατέρα του τη Βαλλά, τη μητέρα του Δαν και του Νεφθαλί. Ο Ρουβήν μπορεί να νόμιζε ότι ο πατέρας του ο Ιακώβ ήταν τόσο ηλικιωμένος που δεν μπορούσε να αντιδράσει, αλλά ο Ιεχωβά αποδοκίμασε αυτή του την ενέργεια, και για την αιμομεικτική πράξη του ο Ρουβήν έχασε τα δικαιώματα του πρωτοτόκου.—Γε 35:21-26· 49:3, 4· Δευ 27:20· 1Χρ 5:1.
Ίσως προτού πουληθεί ο γιος του ο Ιωσήφ ως δούλος στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ μετέφερε την κατοικία του νοτιότερα, στη Χεβρών, όπου ζούσε ακόμη ο ηλικιωμένος πατέρας του ο Ισαάκ, αλλά δεν είναι βέβαιο πότε έλαβε χώρα αυτή η μετακίνηση.—Γε 35:27.
Κάποια ημέρα ο Ιακώβ έστειλε τον Ιωσήφ (ο οποίος ήταν τώρα 17 χρονών) να δει πώς περνούσαν οι αδελφοί του ενώ έβοσκαν τα ποίμνια του πατέρα τους. Όταν ο Ιωσήφ τούς εντόπισε τελικά στη Δωθάν, περίπου 100 χλμ. Β της Χεβρών, εκείνοι τον άρπαξαν και τον πούλησαν σε ένα καραβάνι εμπόρων που πήγαινε στην Αίγυπτο. Αυτό συνέβη το 1750 Π.Κ.Χ. Κατόπιν έκαναν τον πατέρα τους να πιστέψει ότι ο Ιωσήφ είχε σκοτωθεί από κάποιο θηρίο. Πολλές ημέρες θρηνούσε ο Ιακώβ για την απώλεια, αρνούμενος να παρηγορηθεί και λέγοντας: «Πενθώντας θα κατεβώ στο γιο μου μέσα στον Σιεόλ!» (Γε 37:2, 3, 12-36) Ο θάνατος του πατέρα του, του Ισαάκ, το 1738 Π.Κ.Χ. επέτεινε ακόμη περισσότερο τη θλίψη του.—Γε 35:28, 29.
Η Μετακίνηση στην Αίγυπτο. Δέκα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Ισαάκ, μια εκτεταμένη πείνα ανάγκασε τον Ιακώβ να στείλει δέκα από τους γιους του στην Αίγυπτο για να πάρουν δημητριακά. Ο Βενιαμίν έμεινε πίσω. Ο διαχειριστής του Φαραώ που ήταν υπεύθυνος για τα τρόφιμα, ο Ιωσήφ, αναγνώρισε τους αδελφούς του και απαίτησε να φέρουν μαζί τους στην Αίγυπτο το νεότερο αδελφό τους, τον Βενιαμίν. (Γε 41:57· 42:1-20) Ωστόσο, όταν ο Ιακώβ πληροφορήθηκε αυτή την απαίτηση, αρνήθηκε στην αρχή να τον αφήσει να φύγει, φοβούμενος μήπως συμβεί κάποιο κακό σε αυτόν τον αγαπημένο γιο των γηρατειών του· εκείνη την εποχή ο Βενιαμίν ήταν τουλάχιστον 22 χρονών. (Γε 42:29-38) Μόνο αφού κατανάλωσαν όλη την τροφή που είχαν πάρει από την Αίγυπτο δέχτηκε τελικά ο Ιακώβ να αφήσει τον Βενιαμίν να φύγει.—Γε 43:1-14· Πρ 7:12.
Μετά τη συμφιλίωση του Ιωσήφ με τους αδελφούς του, ο Ιακώβ και ολόκληρο το σπιτικό του, μαζί με όλα τα κοπάδια και τα υπάρχοντά τους, προσκλήθηκαν να κατεβούν στην εύφορη γη Γεσέν, στο Δέλτα της Αιγύπτου, επειδή η μεγάλη πείνα επρόκειτο να διαρκέσει άλλα πέντε χρόνια. Μάλιστα ο Φαραώ τούς βοήθησε προμηθεύοντάς τους άμαξες και τροφή. (Γε 45:9-24) Καθ’ οδόν προς το νότο, ο Ιεχωβά διαβεβαίωσε τον Ιακώβ ότι αυτή η μετακίνηση είχε την ευλογία και την επιδοκιμασία του. (Γε 46:1-4) Όλες οι ψυχές που υπολογίστηκαν ως μέλη του σπιτικού του Ιακώβ—μεταξύ των οποίων ο Μανασσής, ο Εφραΐμ και άλλοι που μπορεί να γεννήθηκαν στην Αίγυπτο προτού πεθάνει ο Ιακώβ—ήταν 70 σε αριθμό. (Γε 46:5-27· Εξ 1:5· Δευ 10:22) Σε αυτόν τον αριθμό δεν περιλαμβανόταν η Λεία, η οποία είχε πεθάνει στην Υποσχεμένη Γη (Γε 49:31), ούτε οι κόρες του που δεν κατονομάζονται ή οι σύζυγοι των γιων του.—Γε 46:26· παράβαλε Γε 37:35.
Λίγο μετά την άφιξή του στην Αίγυπτο το 1728 Π.Κ.Χ., ο Ιακώβ φέρθηκε στην αυλή του Φαραώ και εκεί χαιρέτησε το βασιλιά με μια ευλογία. Ο Ιακώβ προσδιόρισε τον εαυτό του ως πάροικο (σαν τον Αβραάμ και τον Ισαάκ, εφόσον, όπως εκείνοι, έτσι και αυτός δεν είχε κληρονομήσει τη γη που είχε υποσχεθεί ο Θεός). Όταν ρωτήθηκε για την ηλικία του, ο Ιακώβ απάντησε ότι ήταν 130 χρονών αλλά ότι οι δικές του ημέρες υπήρξαν «λίγες και οδυνηρές», συγκρινόμενες με των προπατόρων του.—Γε 47:7-10.
Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Ιακώβ ευλόγησε τους εγγονούς του, τους γιους του Ιωσήφ, και υπό θεϊκή κατεύθυνση έβαλε τον νεότερο Εφραΐμ πριν από τον μεγαλύτερο Μανασσή. Κατόπιν, απευθυνόμενος στον Ιωσήφ, ο οποίος θα έπαιρνε τη διπλή μερίδα κληρονομιάς του πρωτοτόκου, ο Ιακώβ δήλωσε: «Εγώ σου δίνω ένα ύψωμα γης παραπάνω από ό,τι στους αδελφούς σου, το οποίο πήρα από το χέρι των Αμορραίων με το σπαθί μου και με το τόξο μου». (Γε 48:1-22· 1Χρ 5:1) Δεδομένου ότι ο Ιακώβ είχε αγοράσει ειρηνικά το χωράφι κοντά στη Συχέμ από τους γιους του Εμμώρ (Γε 33:19, 20), φαίνεται ότι αυτή η υπόσχεση που έδωσε στον Ιωσήφ αποτελούσε έκφραση της πίστης του, μέσω της οποίας μίλησε προφητικά για τη μελλοντική κατάκτηση της Χαναάν από τους απογόνους του σαν να είχε ήδη επιτελεστεί με το δικό του σπαθί και το δικό του τόξο. (Βλέπε ΑΜΟΡΡΑΙΟΣ.) Η διπλή μερίδα του Ιωσήφ σε εκείνη την κατακτημένη γη αποτελούνταν από τα δύο μερίδια που παραχωρήθηκαν στις φυλές του Εφραΐμ και του Μανασσή.
Προτού πεθάνει, ο Ιακώβ συγκέντρωσε τη δύναμη που χρειαζόταν για να ευλογήσει τους 12 γιους του, τον καθένα ξεχωριστά. (Γε 49:1-28) Εκδήλωσε πίστη στην επεξεργασία των σκοπών του Ιεχωβά. (Εβρ 11:21) Λόγω της πίστης του και λόγω του ότι ο Ιεχωβά επιβεβαίωσε συγκεκριμένα προς αυτόν την Αβραμιαία διαθήκη περί ευλογιών, οι Γραφές αναφέρονται συχνά στον Ιεχωβά ως τον Θεό, όχι μόνο του Αβραάμ και του Ισαάκ, αλλά και του Ιακώβ.—Εξ 3:6· 1Χρ 29:18· Ματ 22:32.
Τελικά, το 1711 Π.Κ.Χ., έπειτα από 17 χρόνια κατοίκησης στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ πέθανε σε ηλικία 147 ετών. (Γε 47:27, 28) Έτσι λοιπόν, τελείωσε η ιστορική περίοδος που καλύπτει τα γεγονότα από τη γέννηση του Ιακώβ ως το θάνατό του—μια ιστορία που καταλαμβάνει τις μισές και πλέον σελίδες του βιβλίου της Γένεσης. (Κεφ. 25-50) Σύμφωνα με την επιθυμία του Ιακώβ να θαφτεί στη Χαναάν, ο Ιωσήφ έβαλε πρώτα τους Αιγύπτιους γιατρούς να ταριχεύσουν το σώμα του πατέρα του προετοιμάζοντάς το για το ταξίδι. Κατόπιν ξεκίνησε από την Αίγυπτο μια μεγάλη νεκρική πομπή, όπως άρμοζε στην εξέχουσα θέση που κατείχε ο γιος του ο Ιωσήφ. Όταν έφτασαν στην περιοχή του Ιορδάνη, έκαναν τελετές πένθους επί εφτά ημέρες, και έπειτα οι γιοι του Ιακώβ έθαψαν τον πατέρα τους στη σπηλιά Μαχπελάχ, όπου είχαν τοποθετηθεί ο Αβραάμ και ο Ισαάκ.—Γε 49:29-33· 50:1-14.
2. Οι προφήτες χρησιμοποιούσαν συχνά το όνομα Ιακώβ με μεταφορική έννοια, αναφερόμενοι στο έθνος που καταγόταν από τον πατριάρχη. (Ησ 9:8· 27:9· Ιερ 10:25· Ιεζ 39:25· Αμ 6:8· Μιχ 1:5· Ρω 11:26) Σε μια περίπτωση, ο Ιησούς χρησιμοποίησε το όνομα «Ιακώβ» μεταφορικά, μιλώντας για αυτούς που θα ήταν «στη βασιλεία των ουρανών».—Ματ 8:11.
3. Ο πατέρας του Ιωσήφ, του συζύγου της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού.—Ματ 1:15, 16.
-
-
ΙάκωβοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΚΩΒΟΣ
(Ιάκωβος) [ελληνική απόδοση του Ιακώβ, που σημαίνει «Αυτός που Πιάνει τη Φτέρνα· Αυτός που Υποσκελίζει»].
1. Πατέρας του αποστόλου Ιούδα (όχι του Ιούδα του Ισκαριώτη).—Λου 6:16· Πρ 1:13.
2. Γιος του Ζεβεδαίου, αδελφός του Ιωάννη και ένας από τους 12 αποστόλους του Ιησού Χριστού. (Ματ 10:2) Μητέρα του φαίνεται πως ήταν η Σαλώμη, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς συγκρίνοντας δύο αφηγήσεις που περιγράφουν το ίδιο περιστατικό. Η μία μνημονεύει τη «μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου», την οποία η άλλη αποκαλεί «Σαλώμη». (Ματ 27:55, 56· Μαρ 15:40, 41· βλέπε ΣΑΛΩΜΗ Αρ. 1.) Περαιτέρω σύγκριση με το εδάφιο Ιωάννης 19:25 ίσως υποδεικνύει ότι η Σαλώμη ήταν σαρκική αδελφή της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού. Αν ισχύει αυτό, τότε ο Ιάκωβος ήταν πρώτος εξάδελφος του Ιησού.
Ο Ιάκωβος και ο αδελφός του εργάζονταν μαζί με τον πατέρα τους στην αλιευτική τους επιχείρηση το 30 Κ.Χ., όταν ο Ιησούς τούς κάλεσε μαζί με τους συνεργάτες τους, τον Πέτρο και τον Ανδρέα, επίσης ψαράδες, να γίνουν μαθητές του και «ψαράδες ανθρώπων». Ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του Ιησού, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης εγκατέλειψαν την αλιευτική επιχείρηση που είχαν συνεταιρικά με τον Πέτρο και τον Ανδρέα, η οποία ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να απασχολεί μισθωτούς υπαλλήλους.—Ματ 4:18-22· Μαρ 1:19, 20· Λου 5:7-10.
Το επόμενο έτος, το 31 Κ.Χ., όταν ο Ιησούς διόρισε 12 από τους μαθητές του να είναι απόστολοι, ο Ιάκωβος ήταν ένας από εκείνους που επιλέχθηκαν.—Μαρ 3:13-19· Λου 6:12-16.
Συχνά, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης αναφέρονται μαζί ως στενοί σύντροφοι του Χριστού. Για παράδειγμα, αυτοί οι τρεις ήταν οι μόνοι παρόντες μαζί με τον Χριστό στο όρος της μεταμόρφωσης (Ματ 17:1, 2), ήταν οι μόνοι απόστολοι που προσκλήθηκαν μέσα στο σπίτι του Ιαείρου για να παραστούν μάρτυρες της ανάστασης της κόρης του (Λου 8:51), και ήταν αυτοί που βρίσκονταν πλησιέστερα στον Ιησού στη Γεθσημανή την τελευταία νύχτα, ενώ αυτός προσευχόταν (Μαρ 14:32-34). Ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης μαζί με τον Ανδρέα ήταν αυτοί που ρώτησαν τον Ιησού πότε θα ερχόταν η προειπωμένη καταστροφή του ναού της Ιερουσαλήμ και ποιο θα ήταν το σημείο της παρουσίας του και της τελικής περιόδου του συστήματος πραγμάτων. (Μαρ 13:3, 4) Ο Ιάκωβος αναφέρεται πάντοτε σε συνδυασμό με τον αδελφό του τον Ιωάννη, και ως επί το πλείστον αναφέρεται πρώτος. Αυτό ίσως υποδηλώνει ότι ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία.—Ματ 4:21· 10:2· 17:1· Μαρ 1:19, 29· 3:17· 5:37· 9:2· 10:35, 41· 13:3· 14:33· Λου 5:10· 6:14· 8:51· 9:28, 54· Πρ 1:13.
Στον Ιάκωβο και στον αδελφό του, ο Ιησούς έδωσε την επονομασία Βοανεργές—σημιτική λέξη που σημαίνει «Γιοι Βροντής». (Μαρ 3:17) Αυτή η ονομασία ίσως οφείλεται στον ενεργητικό, ορμητικό και ενθουσιώδη χαρακτήρα αυτών των αντρών. Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση, όταν ορισμένοι Σαμαρείτες αντιμετώπισαν αφιλόξενα τον Ιησού, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ήθελαν να ζητήσουν να πέσει φωτιά από τον ουρανό για να τους αφανίσει. Αν και ο Ιησούς τούς επέπληξε για την εκδικητική τους εισήγηση, αυτή η στάση ήταν ενδεικτική της δίκαιης αγανάκτησής τους καθώς και της πίστης τους. (Λου 9:51-55) Επίσης φιλοδοξούσαν να λάβουν τις πιο εξέχουσες θέσεις στη Βασιλεία, στα δεξιά και στα αριστερά του Ιησού, και φαίνεται ότι έβαλαν τη μητέρα τους (πιθανώς θεία του Ιησού) να του ζητήσει αυτή τη χάρη. Ο Ιησούς, αφού εξήγησε ότι αυτές οι αποφάσεις ανήκαν στον Πατέρα, χρησιμοποίησε την ευκαιρία για να τονίσει ότι «όποιος θέλει να είναι πρώτος μεταξύ σας πρέπει να είναι δούλος σας».—Ματ 20:20-28.
Ο Ιάκωβος προφανώς πέθανε το 44 Κ.Χ. Ο Ηρώδης Αγρίππας Α΄ έβαλε να τον εκτελέσουν με σπαθί. Ήταν ο πρώτος από τους 12 αποστόλους που είχε μαρτυρικό θάνατο.—Πρ 12:1-3.
3. Άλλος ένας απόστολος του Ιησού Χριστού, γιος του Αλφαίου. (Ματ 10:2, 3· Μαρ 3:18· Λου 6:15· Πρ 1:13) Κατά γενική ομολογία και κατά πάσα πιθανότητα, ο Αλφαίος ταυτίζεται με τον Κλωπά. Με αυτή την προϋπόθεση, μητέρα του Ιακώβου ήταν εκείνη η Μαρία που αναφέρεται ως «η μητέρα του Ιακώβου του Μικρού και του Ιωσή». (Ιωα 19:25· Μαρ 15:40· Ματ 27:56) Η ονομασία του “Ιάκωβος ο Μικρός” ίσως οφειλόταν είτε στο ότι είχε μικρότερο ανάστημα είτε στο ότι ήταν μικρότερος σε ηλικία από τον άλλον απόστολο Ιάκωβο, το γιο του Ζεβεδαίου.
4. Γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, ετεροθαλής αδελφός του Ιησού. (Μαρ 6:3· Γα 1:19) Αν και δεν ήταν απόστολος, προφανώς αυτός ήταν ο Ιάκωβος που αναφέρεται ως επίσκοπος της Χριστιανικής εκκλησίας της Ιερουσαλήμ (Πρ 12:17) και συγγραφέας της ομώνυμης επιστολής της Αγίας Γραφής. (Ιακ 1:1) Ίσως ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία μετά τον Ιησού, δεδομένου ότι κατονομάζεται πρώτος μεταξύ των τεσσάρων γιων της Μαρίας που ήρθαν σε ύπαρξη με φυσιολογικό τρόπο—του Ιακώβου, του Ιωσήφ, του Σίμωνα και του Ιούδα. (Ματ 13:55· βλέπε ΑΔΕΛΦΟΣ.) Ο Παύλος, στην επιστολή που έγραψε προς τους Κορινθίους γύρω στο 55 Κ.Χ., αφήνει να εννοηθεί ότι ο Ιάκωβος ήταν παντρεμένος.—1Κο 9:5.
Φαίνεται ότι, τον καιρό της διακονίας του Ιησού, ο Ιάκωβος γνώριζε καλά τη δραστηριότητα του αδελφού του (Λου 8:19· Ιωα 2:12) αλλά, μολονότι προφανώς δεν εναντιωνόταν, δεν είχε γίνει μαθητής ή ακόλουθος του Χριστού. (Ματ 12:46-50· Ιωα 7:5) Πιθανότατα ήταν μαζί με τους άπιστους αδελφούς του όταν παρακίνησαν τον Ιησού να πάει με τόλμη και να παραστεί στη Γιορτή των Σκηνών, ενώ εκείνον τον καιρό οι άρχοντες των Ιουδαίων ζητούσαν να τον σκοτώσουν. (Ιωα 7:1-10) Ο Ιάκωβος ίσως να ήταν επίσης ένας από τους συγγενείς του Ιησού που είπαν για αυτόν: «Έχει χάσει τα λογικά του».—Μαρ 3:21.
Ωστόσο, μετά το θάνατο του Ιησού και πριν από την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., ο Ιάκωβος συναθροιζόταν για προσευχή μαζί με τη μητέρα του, τους αδελφούς του και τους αποστόλους σε ένα ανώγειο στην Ιερουσαλήμ. (Πρ 1:13, 14) Προφανώς σε αυτόν τον Ιάκωβο εμφανίστηκε προσωπικά ο αναστημένος Ιησούς, όπως αναφέρεται στο εδάφιο 1 Κορινθίους 15:7, πείθοντας έτσι αυτόν τον άλλοτε άπιστο ότι Εκείνος ήταν πράγματι ο Μεσσίας. Αυτό μας θυμίζει την εμφάνιση που έκανε προσωπικά ο Ιησούς στον Παύλο.—Πρ 9:3-5.
Από τότε και έπειτα ο Ιάκωβος έγινε εξέχον μέλος και, προφανώς, «απόστολος» της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. (Βλέπε ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ [Απόστολοι Εκκλησιών].) Γι’ αυτό και ο Παύλος λέει ότι, στην πρώτη επίσκεψή του στους αδελφούς της Ιερουσαλήμ (περίπου το 36 Κ.Χ.), έμεινε 15 ημέρες με τον Πέτρο αλλά δεν είδε «άλλον από τους αποστόλους παρά μόνο τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου». (Γα 1:18, 19) Ο Πέτρος, μετά τη θαυματουργική απελευθέρωσή του από τη φυλακή, παρήγγειλε στους αδελφούς που βρίσκονταν στο σπίτι του Ιωάννη Μάρκου: «Αναφέρετε αυτά τα πράγματα στον Ιάκωβο και στους αδελφούς», υποδεικνύοντας έτσι την εξέχουσα θέση του Ιακώβου. (Πρ 12:12, 17) Περί το 49 Κ.Χ., φέρθηκε ενώπιον “των αποστόλων και των πρεσβυτέρων” της Ιερουσαλήμ το ζήτημα της περιτομής. Μετά τον Πέτρο, τον Βαρνάβα και τον Παύλο, οι οποίοι κατέθεσαν την προσωπική τους μαρτυρία, μίλησε ο Ιάκωβος, εισηγούμενος μια απόφαση που εγκρίθηκε και υιοθετήθηκε από το συνέδριο. (Πρ 15:6-29· παράβαλε Πρ 16:4.) Αναφερόμενος σε εκείνη την περίσταση, ο Παύλος λέει ότι ο Ιάκωβος, ο Κηφάς και ο Ιωάννης «φαίνονταν ότι είναι στύλοι» μεταξύ των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ. (Γα 2:1-9) Αργότερα, ολοκληρώνοντας μια ιεραποστολική περιοδεία του και έχοντας έρθει στην Ιερουσαλήμ, ο Παύλος παρουσίασε μια έκθεση της διακονίας του στον Ιάκωβο και σε “όλους τους πρεσβυτέρους”, οι οποίοι κατόπιν τον συμβούλεψαν να ενεργήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο.—Πρ 21:15-26· βλέπε επίσης Γα 2:11-14.
Το ότι συγγραφέας της επιστολής του Ιακώβου ήταν ο “αδελφός του Ιησού”, και όχι κάποιος από τους συνονόματους αποστόλους (είτε ο γιος του Ζεβεδαίου είτε ο γιος του Αλφαίου), διαφαίνεται στην αρχή της επιστολής του. Εκεί ο συγγραφέας συστήνεται ως «δούλος του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού», όχι ως απόστολος. Παρόμοια, και ο αδελφός του ο Ιούδας συστήθηκε ως «δούλος του Ιησού Χριστού, αδελφός δε του Ιακώβου». (Ιακ 1:1· Ιου 1) Και τα δύο αδέλφια, με ταπεινότητα, απέφυγαν να συστηθούν ως σαρκικοί αδελφοί του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ο χαρακτηρισμός «ο Δίκαιος Ιάκωβος» που του αποδίδεται βασίζεται σε παραδόσεις οι οποίες λένε ότι αποκαλούνταν έτσι λόγω του τρόπου ζωής του. Οι Γραφές δεν αναφέρουν τίποτα για το θάνατο του Ιακώβου. Ο ιστορικός Ιώσηπος όμως λέει ότι, στο μεσοδιάστημα μεταξύ του θανάτου του Κυβερνήτη Φήστου, περίπου το 62 Κ.Χ., και της άφιξης του διαδόχου του τού Αλβίνου, ο αρχιερέας Άνανος (Ανανίας) «συγκάλεσε συνέδριο κριτών και έφερε ενώπιόν του κάποιον άντρα ονόματι Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιησού του λεγόμενου Χριστού, και μερικούς άλλους. Τους κατηγόρησε ότι είχαν παραβιάσει το νόμο και τους παρέδωσε για λιθοβολισμό».—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Κ΄, 200 (ix, 1).
-
-
Ιακώβου (Επιστολή)Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΚΩΒΟΥ (ΕΠΙΣΤΟΛΗ)
Θεόπνευστη επιστολή των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Είναι μια από τις λεγόμενες καθολικές επιστολές διότι, όπως η Πρώτη και η Δεύτερη του Πέτρου, η Πρώτη του Ιωάννη και η επιστολή του Ιούδα (αλλά ανόμοια με τις περισσότερες επιστολές του αποστόλου Παύλου), δεν απευθύνεται σε κάποια συγκεκριμένη εκκλησία ή άτομο. Αυτή η επιστολή απευθύνεται στις «δώδεκα φυλές που είναι διασκορπισμένες».—Ιακ 1:1.
Συγγραφέας. Ο συγγραφέας συστήνεται απλώς ως: «Ο Ιάκωβος, δούλος του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού». (Ιακ 1:1) Ο Ιησούς είχε δύο αποστόλους με το όνομα Ιάκωβος (Ματ 10:2, 3), αλλά είναι απίθανο να έγραψε την επιστολή κάποιος από αυτούς. Ο απόστολος Ιάκωβος που ήταν γιος του Ζεβεδαίου υπέστη μαρτυρικό θάνατο περίπου το 44 Κ.Χ. (Πρ 12:1, 2) Όπως υποδεικνύουν τα ίδια τα περιεχόμενα, είναι πολύ απίθανο να γράφτηκε η επιστολή σε τόσο σύντομο διάστημα από το σχηματισμό της Χριστιανικής εκκλησίας. (Ιακ 1:1) Ο άλλος απόστολος Ιάκωβος, ο γιος του Αλφαίου, δεν διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο στο Γραφικό υπόμνημα, και γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για αυτόν. Η αμεσότητα της επιστολής του Ιακώβου φαίνεται να καταρρίπτει την πιθανότητα να ήταν συγγραφέας ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου, διότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι εκείνος θα είχε προσδιορίσει τον εαυτό του ως έναν από τους 12 αποστόλους, έτσι ώστε να υποστηρίξει τα δυνατά του λόγια με αποστολική εξουσία.
Απεναντίας, τα στοιχεία υποδεικνύουν τον Ιάκωβο, τον ετεροθαλή αδελφό του Ιησού Χριστού, στον οποίο προφανώς είχε κάνει μια ειδική εμφάνιση ο αναστημένος Χριστός και ο οποίος ήταν εξέχουσα φυσιογνωμία μεταξύ των μαθητών. (Ματ 13:55· Πρ 21:15-25· 1Κο 15:7· Γα 2:9) Ο συγγραφέας της επιστολής του Ιακώβου συστήνεται ως «δούλος του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού», κατά τρόπο πολύ παρόμοιο με του Ιούδα, ο οποίος εισήγαγε την επιστολή του λέγοντας ότι ήταν «δούλος του Ιησού Χριστού, αδελφός δε του Ιακώβου». (Ιακ 1:1· Ιου 1) Επιπλέον, ο χαιρετισμός της επιστολής του Ιακώβου περιλαμβάνει τη λέξη «Χαίρετε!» όπως και η επιστολή σχετικά με την περιτομή η οποία στάλθηκε στις εκκλησίες. Σε εκείνη την περίπτωση, ο Ιάκωβος, ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού, ήταν προφανώς αυτός που μίλησε καθοριστικά στη σύναξη “των αποστόλων και των πρεσβυτέρων” στην Ιερουσαλήμ.—Πρ 15:13, 22, 23.
Κανονικότητα. Η επιστολή του Ιακώβου περιέχεται στο Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209, καθώς επίσης στο Σιναϊτικό και στο Αλεξανδρινό Χειρόγραφο του τέταρτου και του πέμπτου αιώνα Κ.Χ. αντίστοιχα. Περιλαμβάνεται στη συριακή Πεσίτα και εμφανίζεται σε τουλάχιστον δέκα αρχαίους καταλόγους που χρονολογούνται πριν από τη Σύνοδο της Καρχηδόνας το 397 Κ.Χ. Διάφοροι θρησκευτικοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων, όπως ο Ωριγένης, ο Κύριλλος των Ιεροσολύμων, ο Ιερώνυμος και άλλοι, παρέθεσαν από αυτήν αναγνωρίζοντάς την ως αυθεντικό μέρος της Γραφής.
Χρονολογία και Τόπος Συγγραφής. Η επιστολή δεν παρέχει καμιά ένδειξη ότι είχε ήδη λάβει χώρα η πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια των Ρωμαίων (70 Κ.Χ.). Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, κάποιος αρχιερέας ονόματι Άνανος, ο οποίος ήταν Σαδδουκαίος, έφερε την ευθύνη για την προσαγωγή του Ιακώβου και ορισμένων άλλων ενώπιον του Σάνχεδριν και το λιθοβολισμό τους. Αυτό το γεγονός, γράφει ο Ιώσηπος, συνέβη μετά το θάνατο του Ρωμαίου αυτοκρατορικού επιτρόπου Φήστου, αλλά πριν από την άφιξη του διαδόχου του, του Αλβίνου. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Κ΄, 197-203 [ix, 1]) Αν έχουν έτσι τα πράγματα, και αν οι πηγές που τοποθετούν το θάνατο του Φήστου γύρω στο 62 Κ.Χ. είναι σωστές, τότε ο Ιάκωβος πρέπει να έγραψε την επιστολή του κάποια στιγμή πριν από αυτή τη χρονολογία.
Τόπος συγγραφής είναι κατά πάσα πιθανότητα η Ιερουσαλήμ, διότι εκεί έμενε ο Ιάκωβος.—Γα 1:18, 19.
Για Ποιους Γράφτηκε. Ο Ιάκωβος έγραψε την επιστολή προς «τις δώδεκα φυλές που είναι διασκορπισμένες». (Ιακ 1:1 [ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ, Κείμενο]) Εδώ απευθύνεται στους πνευματικούς του “αδελφούς”, εκείνους που διακρατούν «την πίστη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού», ιδίως μάλιστα σε όσους ζούσαν εκτός Παλαιστίνης. (1:2· 2:1, 7· 5:7) Ο Ιάκωβος βασίζει μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του στις Εβραϊκές Γραφές, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει ότι η επιστολή του προοριζόταν μόνο για τους Ιουδαίους Χριστιανούς, ακριβώς όπως το να είναι κανείς εξοικειωμένος στη σημερινή εποχή με τις Εβραϊκές Γραφές δεν αποδεικνύει ότι έχει Ιουδαϊκή καταγωγή. Η αναφορά του στον Αβραάμ ως “τον πατέρα μας” (2:21) εναρμονίζεται με τα λόγια του Παύλου στα εδάφια Γαλάτες 3:28, 29, όπου δείχνει ότι το να ανήκει κάποιος στο αληθινό σπέρμα του Αβραάμ δεν εξαρτάται από το αν είναι Ιουδαίος ή Έλληνας. Επομένως, οι «δώδεκα φυλές» στις οποίες απευθύνεται η επιστολή πρέπει να είναι ο πνευματικός «Ισραήλ του Θεού».—Γα 6:15, 16.
Σκοπός. Ο σκοπός για τον οποίο έγραψε ο Ιάκωβος φαίνεται ότι ήταν διπλός: (1) να παροτρύνει τους ομοπίστους του να εκδηλώνουν πίστη και υπομονή εν μέσω των δοκιμασιών τους και (2) να τους προειδοποιήσει σχετικά με αμαρτίες που επισύρουν τη θεϊκή αποδοκιμασία.
Μερικοί είχαν πέσει στην παγίδα τού να αποβλέπουν σε όσους ήταν εξοχότεροι και πλούσιοι και να δείχνουν μεροληψία. (Ιακ 2:1-9) Δεν διέκριναν τι ήταν πραγματικά οι ίδιοι ενώπιον του Θεού και ήταν ακροατές του λόγου αλλά όχι εκτελεστές. (1:22-27) Είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους εσφαλμένα, και οι πόθοι τους για αισθησιακή απόλαυση προκαλούσαν διαμάχες μεταξύ τους. (3:2-12· 4:1-3) Η επιθυμία μερικών για υλικά πράγματα τους είχε κάνει να είναι φίλοι του κόσμου και, κατά συνέπεια, όχι αγνές παρθένες, αλλά πνευματικές «μοιχαλίδες» που βρίσκονταν σε έχθρα με τον Θεό.—4:4-6.
Ο Ιάκωβος τους έλεγξε όσον αφορά το ότι θα έπρεπε να είναι όχι μόνο ακροατές αλλά και εκτελεστές, δείχνοντας μέσω Γραφικών παραδειγμάτων ότι ο άνθρωπος που έχει πραγματική πίστη την εκδηλώνει με έργα τα οποία εναρμονίζονται με την πίστη του. Για παράδειγμα, όποιος έχει αληθινή πίστη δεν θα έλεγε σε έναν αδελφό γυμνό και χωρίς τροφή: “Πήγαινε με ειρήνη, να ζεσταίνεσαι και να χορταίνεις”, χωρίς να του δώσει τα αναγκαία. (Ιακ 2:14-26) Εν προκειμένω, ο Ιάκωβος δεν αντέκρουε τον Παύλο λέγοντας ότι κάποιος θα μπορούσε να αποκτήσει τη σωτηρία μέσω έργων. Αντίθετα, δέχεται την πίστη ως τη βάση για σωτηρία, αλλά επισημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει γνήσια πίστη που να μην παράγει καλά έργα. Αυτό συνάδει με την περιγραφή του Παύλου για τον καρπό του πνεύματος στα εδάφια Γαλάτες 5:22-24, με τη συμβουλή που δίνει να ντυθούμε τη νέα προσωπικότητα στα εδάφια Εφεσίους 4:22-24 και Κολοσσαείς 3:5-10, καθώς επίσης με τη νουθεσία του να κάνουμε το καλό και να μοιραζόμαστε πράγματα με άλλους στο εδάφιο Εβραίους 13:16.
Ύφος. Η επιστολή του Ιακώβου έχει ισχυρό προφητικό τόνο και περιέχει πολλά σχήματα λόγου και παρομοιώσεις, τα οποία της προσδίδουν κάποια ομοιότητα με τις διαλέξεις του Ιησού Χριστού, λόγου χάρη με την Επί του Όρους Ομιλία. Όπως ο Ιησούς, έτσι και ο Ιάκωβος χρησιμοποίησε φυσικά πράγματα—τη θάλασσα, τη βλάστηση, τα ζώα, τα πλοία, το γεωργό, τη γη—προκειμένου να υποστηρίξει με γλαφυρό τρόπο τα επιχειρήματά του για την πίστη, τον έλεγχο της γλώσσας, την υπομονή, και ούτω καθεξής. (Ιακ 1:6, 9-11· 3:3-12· 5:7) Αυτό, σε συνδυασμό με τις εύστοχες ερωτήσεις και τις περισσότερες από 50 προστακτικές που χρησιμοποιούνται σε αυτή τη σχετικά μικρή επιστολή, καθιστά την επιστολή του Ιακώβου δυναμική.
Σχέση με Προγενέστερες Θεόπνευστες Γραφές. Ο Ιάκωβος παρέθεσε από τις Εβραϊκές Γραφές ή αναφέρθηκε σε αυτές σχετικά με τη δημιουργία του ανθρώπου (Ιακ 3:9· Γε 1:26), τον Αβραάμ και τη Ραάβ (Ιακ 2:21-26· Γε 15:6· 22:9-12· Ιη 2· Ησ 41:8), τον Ιώβ (Ιακ 5:11· Ιωβ 1:13-22· 2:7-10· 42:10-17), το Νόμο (Ιακ 2:8, 11· Εξ 20:13, 14· Λευ 19:18· Δευ 5:17, 18) και τον Ηλία (Ιακ 5:17, 18· 1Βα 17:1· 18:1). Υπάρχουν πολλά τρανταχτά παραδείγματα περικοπών που είναι σε απόλυτη αρμονία με δηλώσεις του Ιησού Χριστού. Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις σχετικά με το διωγμό (Ιακ 1:2· Ματ 5:10-12), το να ζητάει και να λαβαίνει κάποιος πράγματα από τον Θεό (Ιακ 1:5, 17· Λου 11:9-13), το να είναι τόσο ακροατής όσο και εκτελεστής (Ιακ 1:22· Ματ 7:21-27), το να είναι αποχωρισμένος από τον κόσμο (Ιακ 4:4· Ιωα 17:14), το να μην κρίνει τους άλλους (Ιακ 4:12· Λου 6:37) και το να κρατάει το λόγο του (Ιακ 5:12· Ματ 5:33-37).
Το εδάφιο Ιακώβου 4:5 παρουσιάζει κάποια δυσκολία διότι δεν είμαστε βέβαιοι από ποιο εδάφιο ή εδάφια παρέθεσε ο Ιάκωβος (ή σε ποιο εδάφιο ίσως αναφερόταν απλώς). Αυτή η περικοπή αναφέρει: «Ή σας φαίνεται ότι η γραφή λέει άσκοπα: “Το πνεύμα που έχει κατοικήσει μέσα μας λαχταράει έχοντας τάση για φθόνο”;» Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι ο Ιάκωβος έγραψε αυτά τα λόγια υπό θεϊκή έμπνευση βασιζόμενος στο γενικό νόημα κάποιων περικοπών όπως τα εδάφια Γένεση 6:5· 8:21· Παροιμίες 21:10 και Γαλάτες 5:17.
[Πλαίσιο στη σελίδα 1202]
ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ
Επιστολή που τονίζει ότι η πίστη πρέπει να αποδεικνύεται από έργα
Γράφτηκε πριν από το 62 Κ.Χ., οχτώ και πλέον χρόνια προτού καταστραφεί η Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους
Οι Χριστιανοί που υπομένουν πιστά υπό δοκιμασία έχουν λόγο να είναι ευτυχισμένοι (1:1-18)
Ο Θεός θα μας δώσει γενναιόδωρα την απαιτούμενη σοφία για να υπομείνουμε αν εμείς τη ζητάμε με πίστη
Ποτέ δεν μας δοκιμάζει ο Θεός με κακά πράγματα, αλλά κάποιος μπορεί να δελεαστεί από την ίδια του την εσφαλμένη επιθυμία ώστε να ακολουθήσει εσφαλμένη πορεία
Ό,τι προμηθεύει ο Ιεχωβά είναι καλό
Η λατρεία που είναι αποδεκτή από τον Θεό προϋποθέτει δίκαια έργα που αποδεικνύουν την πίστη κάποιου (1:19–2:26)
Αποβάλετε κάθε κακία και δεχτείτε το λόγο του Θεού με πραότητα· να είστε εκτελεστές του λόγου και όχι απλώς ακροατές
Μάθετε να ελέγχετε τη γλώσσα, να φροντίζετε τα ορφανά και τις χήρες και να παραμένετε χωρίς κηλίδα από τον κόσμο
Η εύνοια προς τους πλούσιους παράλληλα με την περιφρόνηση προς τους φτωχούς αποτελεί παραβίαση “του βασιλικού νόμου” της αγάπης
Η ζωντανή πίστη γίνεται φανερή από τα έργα, όπως δείχνουν τα παραδείγματα του Αβραάμ και της Ραάβ
Οι δάσκαλοι έχουν μεγάλη ευθύνη ενώπιον του Ιεχωβά (3:1-18)
Αυτοί, και όλοι οι Χριστιανοί, πρέπει να μάθουν να ελέγχουν τη γλώσσα
Θα το επιτύχουν αν εκδηλώνουν τη σοφία που κατεβαίνει από πάνω
Οι κοσμικές τάσεις επηρεάζουν τη σχέση μας με τον Θεό (4:1–5:12)
Όσοι μάχονται για να επιτύχουν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους ή όσοι καταδικάζουν τους αδελφούς τους χρειάζεται να μετανοήσουν
Η φιλία με τον κόσμο είναι έχθρα με τον Θεό
Τα υλιστικά σχέδια που αγνοούν το θέλημα του Ιεχωβά είναι αλαζονικά
Θεϊκή κρίση επιφυλάσσεται για τους πλούσιους που εξαπατούν και καταδυναστεύουν
Πρέπει να προσέχουμε να μη γινόμαστε ανυπόμονοι και να μη στενάζουμε όταν υφιστάμεθα δεινά, ενόσω περιμένουμε την κρίση που θα κάνει ο Ιησούς Χριστός
Για να αναρρώσει ο πάσχων από πνευματική ασθένεια η οποία προκλήθηκε από αμαρτία, πρέπει να καλέσει σε βοήθεια τους πρεσβυτέρους (5:13-20)
Η φανερή ομολογία της αμαρτίας καθώς και οι προσευχές υπέρ του αμαρτωλού από τους πρεσβυτέρους προάγουν την πνευματική ίαση
Επαναφέροντας κάποιος έναν αδελφό που σφάλλει τον σώζει από πνευματικό θάνατο
-
-
ΙαλάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΛΑΜ
(Ιαλάμ).
Γιος του Ησαύ από τη σύζυγό του την Οολιβαμά. Ο Ιαλάμ γεννήθηκε στη Χαναάν, αλλά έπειτα από λίγο καιρό οδηγήθηκε στη γη του Εδώμ (Σηείρ), όπου τελικά έγινε σεΐχης.—Γε 36:5, 6, 8, 14, 18· 1Χρ 1:35.
-
-
ΙαλεηλίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΛΕΗΛΙΤΕΣ
(Ιαλεηλίτες) [Του (Από τον) Ιαλεήλ].
Απόγονοι του Ιαλεήλ από τη φυλή του Ζαβουλών.—Αρ 26:26.
-
-
ΙαλώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΛΩΝ
(Ιαλών).
Απόγονος του Ιούδα, ένας από “τους γιους του Εζρά”.—1Χρ 4:17.
-
-
ΙαμαΐΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΜΑΪ
(Ιαμαΐ).
Κεφαλή προπατορικού οίκου στη φυλή του Ισσάχαρ, γιος του Θωλά.—1Χρ 7:1, 2.
-
-
ΙαμίνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΜΙΝ
(Ιαμίν) [Δεξί Χέρι].
1. Ο δεύτερος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Συμεών. (Γε 46:10· Εξ 6:15· 1Χρ 4:24) Ίδρυσε την οικογένεια των Ιαμινιτών.—Αρ 26:12.
2. Απόγονος του Ιούδα μέσω του Ραμ, εγγονού του Εσρών.—1Χρ 2:9, 25, 27.
3. Λευίτης της μεταιχμαλωσιακής περιόδου, ο οποίος βοήθησε να εξηγηθεί ο Νόμος στο λαό που είχε συναχθεί στην Ιερουσαλήμ.—Νε 8:7.
-
-
ΙαμινίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΜΙΝΙΤΕΣ
(Ιαμινίτες) [Του (Από τον) Ιαμίν].
Απόγονοι του Ιαμίν από τη φυλή του Συμεών.—Αρ 26:12.
-
-
ΙαναΐΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΝΑΪ
(Ιαναΐ) [πιθανώς, Είθε να Απαντήσει [ο Θεός]· [Ο Θεός] Έχει Απαντήσει].
Γαδίτης ο οποίος κατοίκησε στην περιοχή της Βασάν.—1Χρ 5:11, 12.
-
-
ΙανναΐΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΝΝΑΪ
(Ιανναΐ).
Πρόγονος της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού, στην πέμπτη γενιά πριν από εκείνη.—Λου 3:24.
-
-
ΙαννήςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΝΝΗΣ
(Ιαννής).
Κάποιος που αντιστάθηκε στον Μωυσή. Ο Παύλος παρομοιάζει με αυτόν τους αποστάτες που αντιστέκονται στην αλήθεια. (2Τι 3:8, 9) Οι Εβραϊκές Γραφές δεν κάνουν γνωστή την ταυτότητα του Ιαννή και του Ιαμβρή, των οποίων “η παραφροσύνη έγινε ολοφάνερη σε όλους”, αλλά είναι γενικά παραδεκτό ότι επρόκειτο για δύο σημαίνοντες άντρες της αυλής του Φαραώ—ίσως ήταν οι μάγοι ιερείς που αντιστάθηκαν στον Μωυσή και στον Ααρών κατά τις πολλές περιπτώσεις στις οποίες εμφανίστηκαν αυτοί εκεί. (Εξ 7:11, 12, 22· 8:17-19· 9:11) Τα στοιχεία της παράδοσης που υποστηρίζουν αυτή την εκδοχή ξεπερνούν κατά πολύ τα ελάχιστα που την αντικρούουν. Μη Χριστιανικές πηγές, όπως ο Νουμήνιος, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο Λούκιος Απουλήιος, ένα χειρόγραφο του Κουμράν, το Ταργκούμ του Ιωνάθαν, καθώς και αρκετά απόκρυφα συγγράμματα αναφέρουν τον έναν ή και τους δύο αυτούς άντρες.
-
-
ΙανώχΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΝΩΧ
(Ιανώχ) [από μια ρίζα που σημαίνει «αναπαύομαι· κάθομαι»].
1. Μεθόρια τοποθεσία του Εφραΐμ η οποία ταυτίζεται συνήθως με το Χίρμπετ Γιανούν, περίπου 20 χλμ. ΝΑ της Σαμάρειας.—Ιη 16:5-7.
2. Πόλη στο δεκάφυλο βασίλειο την οποία κατέλαβε ο Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ στη διάρκεια της βασιλείας του Φεκά (περ. 778-759 Π.Κ.Χ.). Οι κάτοικοί της εκτοπίστηκαν στην Ασσυρία. (2Βα 15:29) Η ακριβής θέση της Ιανώχ δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Παρότι μερικοί την ταυτίζουν με τη Γιανούχ, περίπου 10 χλμ. Α της Τύρου, η τοποθεσία αυτή πιστεύεται ότι βρίσκεται πολύ Δ σε σχέση με τις άλλες πόλεις του εδαφίου 2 Βασιλέων 15:29. Οι περισσότεροι λόγιοι υποστηρίζουν την εκδοχή του Τελλ εν-Νάμε, περίπου 10 χλμ. ΒΑ της Κέδες στη Γαλιλαία.
-
-
ΙαράΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΡΑ
(Ιαρά).
Απόγονος του Σαούλ μέσω του Ιωνάθαν και, σύμφωνα με αυτή τη γενεαλογία, πατέρας τριών γιων. (1Χρ 9:39-42) Ονομάζεται Ιωαδά στο εδάφιο 1 Χρονικών 8:36.
-
-
ΙαραάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΡΑΑ
(Ιαραά).
Αιγύπτιος δούλος του Σησάν, απογόνου του Ιούδα. Επειδή ο Σησάν δεν είχε γιους, πάντρεψε την κόρη του με τον Ιαραά, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ο Ιαραά τον Ατθαΐ και έτσι να διατηρηθεί η οικογενειακή γραμμή του Σησάν μέσω αυτού.—1Χρ 2:34, 35.
-
-
ΙαράχΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΡΑΧ
(Ιαράχ) [Σεληνιακός Μήνας].
“Γιος” του Ιοκτάν, οι απόγονοι του οποίου ενδεχομένως εγκαταστάθηκαν κάπου στη νότια Αραβία.—Γε 10:26-29· 1Χρ 1:20· βλέπε ΙΟΚΤΑΝ.
-
-
ΙάρεδΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΡΕΔ
(Ιάρεδ).
Πατέρας του Ενώχ και πρόγονος του Ιησού Χριστού που έζησε πριν από τον Κατακλυσμό και ανήκε στην πέμπτη γενιά μετά τον Αδάμ. (1Χρ 1:2· Λου 3:37) Ο Ιάρεδ, ο γιος του Μααλαλήλ, έζησε 962 χρόνια (3566-2604 Π.Κ.Χ.) και ήταν ο δεύτερος σε μακροβιότητα μετά τον εγγονό του τον Μαθουσάλα. Απέκτησε αρκετούς γιους και κόρες, και έγινε πατέρας του Ενώχ σε ηλικία 162 ετών.—Γε 5:15-20.
-
-
Ιαρέ-ορεγίμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΡΕ-ΟΡΕΓΙΜ
(Ιαρέ-ορεγίμ).
Όνομα που εμφανίζεται μόνο στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 21:19. Γενικά επικρατεί η άποψη ότι αυτό το όνομα προέκυψε από λανθασμένη αντιγραφή και ότι η σωστή απόδοση διατηρείται στο παράλληλο κείμενο του εδαφίου 1 Χρονικών 20:5. Το «Ιαρέ» θεωρείται ότι είναι παραλλαγή του «Ιαείρ» και το ’ορεγίμ («υφαντές» ή «εκείνοι που δουλεύουν στον αργαλειό») πιστεύεται ότι αντιγράφηκε κατά λάθος από μια επόμενη γραμμή του ίδιου εδαφίου.
-
-
ΙαρίβΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΡΙΒ
(Ιαρίβ) [Είθε να Αντιδικήσει [ο Θεός]· [Ο Θεός] Έχει Χειριστεί τη Νομική [μας] Υπόθεση].
1. Γιος του Συμεών (1Χρ 4:24), ο οποίος αλλού αποκαλείται προφανώς Ιαχίν.—Γε 46:10· βλέπε ΙΑΧΙΝ Αρ. 1.
2. Ένας από τους εννιά επικεφαλής τους οποίους έστειλε ο Έσδρας για να παροτρύνουν Λευίτες και Νεθινίμ να έρθουν στον ποταμό Ααβά και να συνταξιδέψουν με τους άλλους για την Ιερουσαλήμ.—Εσδ 8:15-20.
3. Ένας από τους κατονομαζόμενους συγγενείς των ιερέων οι οποίοι «υποσχέθηκαν, δίνοντας τα χέρια», ότι θα απέπεμπαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους ανταποκρινόμενοι στην εντολή του Έσδρα.—Εσδ 10:18, 19.
-
-
ΙαρμούθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΡΜΟΥΘ
(Ιαρμούθ) [από μια ρίζα που σημαίνει «είμαι υψηλός (εξυψωμένος)»].
1. Μία από τις πέντε πόλεις των Αμορραίων οι οποίες εκστράτευσαν εναντίον των Γαβαωνιτών επιχειρώντας να τους τιμωρήσουν. Ο βασιλιάς της ο Πιράμ και οι σύμμαχοί του νικήθηκαν από τον Ιησού του Ναυή. Μετέπειτα αυτή η πόλη της Σεφηλά παραχωρήθηκε στον Ιούδα. (Ιη 10:3-5, 23-25· 12:7, 11· 15:20, 33, 35) Μετά τη βαβυλωνιακή εξορία, μερικοί Ιουδαίοι κατοίκησαν και πάλι στην Ιαρμούθ. (Νε 11:25, 29) Το Χίρμπετ Γιαρμούκ (Τελ Γιαρμούτ), περίπου 26 χλμ. ΔΝΔ της Ιερουσαλήμ, φαίνεται ότι αποτελεί τη θέση της αρχαίας πόλης. Βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου από όπου είναι ορατές οι παράκτιες πεδιάδες ως τη Γάζα, κοντά στη Μεσόγειο Θάλασσα.
2. Πόλη του Ισσάχαρ που παραχωρήθηκε στους Γηρσωνίτες. (Ιη 21:27-29) Πιστεύεται ότι είναι η ίδια τοποθεσία με τη Ραμώθ (1Χρ 6:73) και τη Ρεμέθ.—Ιη 19:21· βλέπε ΡΑΜΩΘ Αρ. 1.
-
-
ΙασήνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΗΝ
(Ιασήν) [πιθανώς, Αυτός που Κοιμάται· Αυτός που Αποκοιμιέται].
Η έκφραση «οι γιοι του Ιασήν» εμφανίζεται στον κατάλογο των κραταιών αντρών του Δαβίδ. (2Σα 23:32) Ο παράλληλος κατάλογος στο εδάφιο 1 Χρονικών 11:34 τον ονομάζει “Ασήμ ο Γιζωνίτης”.
-
-
Ιασήρ, ΒιβλίοΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΗΡ, ΒΙΒΛΙΟ
Βλέπε ΒΙΒΛΙΟ.
-
-
ΙασιηλίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΙΗΛΙΤΕΣ
(Ιασιηλίτες) [Του (Από τον) Ιασιήλ].
Απόγονοι του Ιασιήλ από τη φυλή του Νεφθαλί.—Αρ 26:48.
-
-
ΙασούβΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΟΥΒ
(Ιασούβ) [πιθανότατα, Έχει Επιστρέψει].
1. Ο τρίτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Ισσάχαρ και ιδρυτής της υποδιαίρεσης των Ιασουβιτών στη φυλή του. (1Χρ 7:1· Αρ 26:23, 24) Ονομάζεται Ιόβ στο εδάφιο Γένεση 46:13.
2. Ένας από «τους γιους του Βανί» οι οποίοι, αφού επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία, πήραν αλλοεθνείς συζύγους αλλά αργότερα τις απέπεμψαν.—Εσδ 10:29, 44.
-
-
Ιασουβί-λεχέμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΟΥΒΙ-ΛΕΧΕΜ
(Ιασουβί-λεχέμ).
Όνομα που εμφανίζεται στους γενεαλογικούς καταλόγους του Ιούδα, πιθανώς απόγονος του Σηλά. Ωστόσο, ορισμένοι μεταφραστές θεωρούν ότι αυτό σημαίνει «επέστρεψαν στη Λεχέμ», δηλαδή «στη Βηθλεέμ».—1Χρ 4:21, 22· RS, AT, JB, Mo, ΛΧ, ΜΠΚ.
-
-
ΙασουβίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΟΥΒΙΤΕΣ
(Ιασουβίτες) [Του (Από τον) Ιασούβ].
Απόγονοι του Ιασούβ (Ιόβ), γιου του Ισσάχαρ, και μια από τις τέσσερις κύριες υποδιαιρέσεις των οικογενειών της φυλής.—Αρ 26:23-25· Γε 46:13.
-
-
ΊασπηςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΠΗΣ
Ο σημερινός ίασπης είναι μια αδιαφανής ποικιλία του χαλαζία που περιέχει πρόσμειξη οξειδίου του σιδήρου. Τα χρώματά του, τα οποία συχνά διατάσσονται κατά στοιβάδες, είναι λευκό, κόκκινο, κίτρινο, καφέ ή μαύρο. Ο ίασπης είναι σκληρότερος από το γυαλί και εμφανίζεται σε μεταμορφωσιγενή πετρώματα κατά μάζες ή με τη μορφή ξεχωριστών κρυστάλλων. Οι καλύτερες ποιότητες χρησιμοποιούνται ως πετράδια και επιδέχονται μεγάλη στίλβωση. Μερικοί μελετητές όμως πιστεύουν ότι, εφόσον ο ίασπης (ἴασπις, Κείμενο) του εδαφίου Αποκάλυψη 21:11 αποκαλείται «πολυτιμότατη πέτρα . . . που λάμπει καθαρά σαν κρύσταλλο», η αρχαία πέτρα μπορεί να ήταν πιο σπάνια και πιο πολύτιμη από τον σχετικά φτηνό σημερινό ίασπη, καθώς επίσης λαμπερή και ημιδιαφανής, όχι αδιαφανής. Μερικοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι στην πραγματικότητα η λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αναφέρεται στο διαμάντι.
Μια πέτρα ίασπη (εβρ., γιαχαλόμ), η οποία συμβόλιζε μία από τις 12 φυλές του Ισραήλ, ήταν τοποθετημένη στην τελευταία θέση της δεύτερης σειράς λίθων στο «περιστήθιο της κρίσης» του Ααρών. (Εξ 28:2, 15, 18, 21· 39:11) Το «περικάλυμμα» με τις πολύτιμες πέτρες που φορούσε ο βασιλιάς της Τύρου ήταν διακοσμημένο με ίασπη. (Ιεζ 28:12, 13) Όταν είδε σε όραμα το μεγαλειώδη ουράνιο θρόνο του Ιεχωβά, ο Ιωάννης παρατήρησε ότι “αυτός που καθόταν ήταν στην εμφάνιση όμοιος με πέτρα ίασπη και με πολύτιμη κοκκινόχρωμη πέτρα”. (Απ 4:1-3, 10, 11) “Η άγια πόλη, η Νέα Ιερουσαλήμ”, παρουσιάζεται να ακτινοβολεί όπως η «πέτρα ίασπη που λάμπει καθαρά σαν κρύσταλλο». Η δομή του τείχους της άγιας πόλης ήταν ίασπης, όπως ήταν και η πρώτη θεμέλια πέτρα.—Απ 21:2, 10, 11, 18, 19.
-
-
ΙασσάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΣΑ
(Ιασσά).
Πόλη στα Α του Ιορδάνη, η οποία προφανώς βρισκόταν Β του Αρνών. Πιθανότατα την απέσπασε από τους Μωαβίτες ο Αμορραίος Βασιλιάς Σηών. (Αρ 21:23-26) Στην Ιασσά οι Ισραηλίτες νίκησαν τις δυνάμεις του Σηών, και η πόλη έγινε κτήση των Ρουβηνιτών. (Δευ 2:32, 33· Ιη 13:15, 18, 23· Κρ 11:20, 21) Ακολούθως η Ιασσά παραχωρήθηκε στους Μεραρίτες ως Λευιτική πόλη. (Ιη 21:34, 36) Σε μεταγενέστερη περίοδο της ιστορίας του Ισραήλ, η πόλη περιήλθε υπό μωαβιτική κυριαρχία. Στη Μωαβιτική Λίθο, ο Βασιλιάς Μησά καυχιέται ότι κατέλαβε την Ιασσά από το βασιλιά του Ισραήλ με 200 πολεμιστές. Επίσης, οι προφήτες Ησαΐας και Ιερεμίας μνημονεύουν την πόλη σε εξαγγελίες εναντίον του Μωάβ.—Ησ 15:1, 4· Ιερ 48:1, 34.
Παρότι οι λόγιοι έχουν υποδείξει διάφορες τοποθεσίες ως πιθανές θέσεις της αρχαίας Ιασσά, η ακριβής θέση της παραμένει άγνωστη.
-
-
ΙασωβεάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΩΒΕΑΜ
(Ιασωβεάμ) [πιθανώς, Ο Λαός Έχει Επιστρέψει].
1. Κορεΐτης πολεμιστής που συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Δαβίδ στη Σικλάγ. (1Χρ 12:1, 6) Πιθανώς το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 2.
2. Ο επικεφαλής των τριών πιο διακεκριμένων κραταιών αντρών του Δαβίδ. Ο Ιασωβεάμ νίκησε με το δόρυ του εκατοντάδες εχθρούς, και επίσης ήταν ένας από τους τρεις άντρες οι οποίοι εισέβαλαν στο στρατόπεδο των Φιλισταίων για να πάρουν νερό για τον Δαβίδ από τη στέρνα της Βηθλεέμ. (1Χρ 11:11, 15-19) Αργότερα, ο Ιασωβεάμ διορίστηκε επικεφαλής της πρώτης μηνιαίας υποδιαίρεσης που αποτελούνταν από 24.000 άντρες. (1Χρ 27:1, 2) Ήταν γιος του Ζαβδιήλ, Αχμονίτης. Το όνομά του εμφανίζεται ως Ιοσέβ-βασεβέθ στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 23:8.—Βλέπε ΙΟΣΕΒ-ΒΑΣΕΒΕΘ.
-
-
ΙάσωνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΣΩΝ
(Ιάσων) [πιθανώς παράγωγο του ἰάομαι (που σημαίνει γιατρεύω)].
Σημαίνων Χριστιανός στη Θεσσαλονίκη ο οποίος είχε “φιλοξενήσει τον Παύλο και τον Σίλα” στο πρώτο τους ταξίδι στη Μακεδονία. Ένας όχλος ζηλόφθονων Ιουδαίων ήρθαν στο σπίτι του Ιάσονα για να πάρουν τον Παύλο και τον Σίλα αλλά, επειδή δεν τους βρήκαν, πήραν αντί για αυτούς τον Ιάσονα και κατέστησαν εκείνον κύριο στόχο των κατηγοριών για στασιασμό εναντίον του Καίσαρα. Ο Ιάσων και οι άλλοι που ήταν μαζί του αφέθηκαν ελεύθεροι αφού πρώτα έδωσαν «επαρκή εγγύηση», ίσως καταβάλλοντας κάποια χρήματα.—Πρ 17:5-10.
Στην επιστολή του Παύλου προς τους Ρωμαίους, την οποία έγραψε από την Κόρινθο στο επόμενο ταξίδι του στη Μακεδονία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, περιλαμβάνονται και οι χαιρετισμοί του Ιάσονα. (Ρω 16:21) Αν πρόκειται για τον Ιάσονα της Θεσσαλονίκης, τότε προφανώς αυτός είχε πάει στην Κόρινθο, ίσως μαζί με τον Παύλο. Χαρακτηρίζεται “συγγενής” του Παύλου, πράγμα που είναι δυνατόν να σημαίνει ότι ήταν συμπατριώτης του, αν και η πρωταρχική σημασία της λέξης του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι «άτομο από το ίδιο γένος, που συνδέεται με δεσμούς αίματος». Αν ήταν στενός σαρκικός συγγενής του Παύλου, τότε ήταν επόμενο να μείνει με αυτόν ο Παύλος όταν πήγε στη Θεσσαλονίκη.
-
-
ΙαυάνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΥΑΝ
(Ιαυάν).
Ο τέταρτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Ιάφεθ και πατέρας του Ελισά, του Θαρσείς, του Κιττίμ και του Δοδανίμ (ή Ροδανίμ). Αυτοί ήταν μετακατακλυσμιαίοι απόγονοι του Νώε και περιλαμβάνονται σε εκείνους που κατοίκησαν στα “νησιά των εθνών”, φράση που μπορεί να αναφέρεται και σε παράκτιες περιοχές, όχι μόνο σε νησιά. (Γε 10:2, 4, 5· 1Χρ 1:5, 7) Ιστορικά στοιχεία συγκλίνουν στο ότι οι απόγονοι του Ιαυάν και των τεσσάρων γιων του εγκαταστάθηκαν στα νησιά και στις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου, από την Κύπρο (Κιττίμ) ως τη δυτική Μεσόγειο.—Βλέπε ΔΟΔΑΝΙΜ· ΕΛΙΣΑ· ΘΑΡΣΕΙΣ Αρ. 1· ΚΙΤΤΙΜ.
Ο Ιαυάν (εβρ., Γιαβάν) προσδιορίζεται ως ο προγεννήτορας των αρχαίων Ιώνων τους οποίους μερικοί αποκαλούν «μητρικό φύλο των Ελλήνων». (Σχολιολόγιο της Παλαιάς Διαθήκης [Commentary on the Old Testament], των Κ. Φ. Κάιλ και Φ. Ντέλιτς, 1973, Τόμ. 1, Το Πρώτο Βιβλίο του Μωυσή, σ. 163) Το όνομα Ιάονες το χρησιμοποίησε ο ποιητής Όμηρος (ο οποίος πιθανώς έζησε τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ.) αναφερόμενος στους αρχαίους Έλληνες, και από την εποχή του Σαργών Β΄ (όγδοος αιώνας Π.Κ.Χ.), το όνομα Γιαβανού εμφανίζεται σε ασσυριακές επιγραφές.
Με την πάροδο του χρόνου η ονομασία «Ιωνία» κατέληξε να αναφέρεται σε μια πιο περιορισμένη έκταση η οποία περιλάμβανε την Αττική, τη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας (τα παράλια των μεταγενέστερων επαρχιών της Λυδίας και της Καρίας) και τα γειτονικά νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Κατά μία εκδοχή η ονομασία αυτή διασώζεται σήμερα στο όνομα «Ιόνιο Πέλαγος» της θάλασσας που υπάρχει μεταξύ της Ελλάδας και της νότιας Ιταλίας, ένα όνομα που κατά γενική ομολογία έχει αρχαιότατη προέλευση, κάτι που ενισχύει την άποψη ότι αυτός ο τύπος του ονόματος Ιαυάν αναφερόταν κάποτε και στην ηπειρωτική Ελλάδα, όχι μόνο στη μεταγενέστερη, πιο περιορισμένη, «Ιωνία».
Η πρώτη μνεία των απογόνων του Ιαυάν μετά την αφήγηση της Γένεσης γίνεται προς τα τέλη του ένατου αιώνα Π.Κ.Χ. από τον προφήτη Ιωήλ. Ο προφήτης καταδικάζει τους Τύριους, τους Σιδωνίους και τους Φιλισταίους επειδή πουλούσαν ως δουλέμποροι τους γιους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ στους «γιους των Ελλήνων» (κατά κυριολεξία, «απογόνων του Ιαυάν» ή «Ιώνων»). (Ιωλ 3:4-6) Τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ., ο Ησαΐας προείπε ότι μερικοί από τους Ιουδαίους που θα επιζούσαν από την εκδήλωση του θυμού του Θεού θα ταξίδευαν σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένου και του «Ιαυάν», και θα διακήρυτταν εκεί τη δόξα του Ιεχωβά.—Ησ 66:19.
Στα τέλη του έβδομου αιώνα ή στις αρχές του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ., αναφέρεται ότι «ο Ιαυάν, ο Θουβάλ και ο Μεσέχ [οι τελευταίες αυτές τοποθεσίες προφανώς βρίσκονταν στην ανατολική Μικρά Ασία ή προς το βόρειο τμήμα αυτής της περιοχής]» προμήθευαν δούλους και χάλκινα αντικείμενα στην εύπορη Τύρο, που αποτελούσε κέντρο εμπορικής δραστηριότητας. (Ιεζ 27:13) Το εδάφιο 19 της ίδιας προφητείας αναφέρει και πάλι τον Ιαυάν, αλλά το γεγονός ότι οι υπόλοιπες τοποθεσίες που αναφέρονται στα συμφραζόμενα βρίσκονται στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στην Αραβία έχει οδηγήσει μερικούς στο συμπέρασμα ότι η παρουσία του ονόματος εκεί είναι αποτέλεσμα λανθασμένης αντιγραφής. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα δεν λέει «και ο Ιαυάν από την Ουζάλ», αλλά χρησιμοποιεί τη λέξη οἶνον στη θέση του «Ιαυάν», λέγοντας: καί οἶνον . . . ἐξ ᾿Ασήλ [Ουζάλ]. Η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση αναφέρει: «και κρασί από την Ουζάλ». Ωστόσο, άλλοι υποστηρίζουν ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το όνομα «Ιαυάν» μπορεί να αναφέρεται σε κάποια ελληνική αποικία στην Αραβία ή ότι είναι πιθανώς το όνομα μιας αραβικής φυλής ή πόλης.
Στην προφητεία του Δανιήλ, το όνομα «Ιαυάν» αποδίδεται συνήθως «Ελλάδα» από τους μεταφραστές, δεδομένου ότι η ιστορική εκπλήρωση των γραφομένων του Δανιήλ καθιστά προφανή αυτή την έννοια. (Δα 8:21· 10:20· 11:2) Το ίδιο ισχύει και για την προφητεία του Ζαχαρία (520-518 Π.Κ.Χ.), η οποία προέλεγε ότι οι “γιοι της Σιών” θα πολεμούσαν με επιτυχία εναντίον του Ιαυάν (της Ελλάδας).—Ζαχ 9:13.
-
-
ΙάφεθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΦΕΘ
(Ιάφεθ) [Είθε να Δώσει Ευρυχωρία].
Γιος του Νώε, αδελφός του Σημ και του Χαμ. Ο Ιάφεθ, μολονότι αναφέρεται συνήθως τελευταίος, φαίνεται ότι ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους, εφόσον το εβραϊκό κείμενο του εδαφίου Γένεση 10:21 αναφέρεται στον “Ιάφεθ τον μεγαλύτερο”. (KJ· Yg· ΒΑΜ· ΓΛ· ΛΧ) Ορισμένοι μεταφραστές, όμως, θεωρούν ότι, αντιθέτως, το εβραϊκό κείμενο εδώ αναφέρεται στον Σημ ως “το μεγαλύτερο αδελφό του Ιάφεθ”. (RS· JB· NE· ΚΛΠ· ΜΠΚ) Αν θεωρήσουμε ότι ο Ιάφεθ ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Νώε, αυτό σημαίνει ότι γεννήθηκε το 2470 Π.Κ.Χ.—Γε 5:32.
Ο Ιάφεθ και η σύζυγός του ήταν μεταξύ των οχτώ ατόμων που μπήκαν στην κιβωτό και έτσι επέζησαν από τον Κατακλυσμό. (Γε 7:13· 1Πε 3:20) Παρέμειναν άτεκνοι μέχρις ότου τελείωσε ο Κατακλυσμός, και ύστερα απέκτησαν εφτά γιους: τον Γόμερ, τον Μαγώγ, τον Μαδαΐ, τον Ιαυάν, τον Θουβάλ, τον Μεσέχ και τον Θιράς. (Γε 10:1, 2· 1Χρ 1:5) Από αυτούς τους γιους, καθώς και κάποιους εγγονούς, «εξαπλώθηκε ο νησιωτικός πληθυσμός των εθνών [«οι παράκτιοι λαοί», RS· ΜΠΚ] στις χώρες τους, ο καθένας σύμφωνα με τη γλώσσα του, σύμφωνα με τις οικογένειές τους, κατά τα έθνη τους». (Γε 10:3-5· 1Χρ 1:6, 7) Από ιστορική άποψη, ο Ιάφεθ υπήρξε ο προγεννήτορας του άριου ή αλλιώς ινδοευρωπαϊκού (ινδογερμανικού) κλάδου της ανθρώπινης οικογένειας. Τα ονόματα των γιων και των εγγονών του εμφανίζονται σε αρχαία ιστορικά κείμενα, σε συνάρτηση με λαούς και φυλές που κατοικούσαν κυρίως Β και Δ της Εύφορης Ημισελήνου. Φαίνεται ότι, από τον Καύκασο, εξαπλώθηκαν Α προς την Κεντρική Ασία, ενώ μέσω της Μικράς Ασίας εξαπλώθηκαν Δ προς τα νησιά και τις παράκτιες περιοχές της Ευρώπης, φτάνοντας ίσως και μέχρι την Ισπανία. Σύμφωνα με αραβικές παραδόσεις, κάποιος από τους γιους του Ιάφεθ υπήρξε επίσης ο προγεννήτορας των κινεζικών λαών.—Βλέπε ΠΙΝΑΚΑ και ΧΑΡΤΗ, Τόμ. 1, σ. 329.
Η ενέργεια που έκανε από σεβασμό ο Ιάφεθ, μαζί με τον αδελφό του τον Σημ, στην περίπτωση της μέθης του πατέρα τους, του απέφερε την ευλογία του πατέρα του. (Γε 9:20-27) Σε εκείνη την ευλογία, ο Νώε ζήτησε να «δώσει ο Θεός ευρυχωρία [εβρ., γιαφτ]» στον Ιάφεθ. Αυτή η εβραϊκή λέξη είναι προφανώς ομόρριζη του ονόματος Ιάφεθ (εβρ., Γέφεθ ή Γιάφεθ) και φαίνεται να υποδεικνύει ότι η σημασία του ονόματος του Ιάφεθ επρόκειτο να εκπληρωθεί κατά γράμμα και ότι οι απόγονοί του θα εξαπλώνονταν σε μια εκτεταμένη περιοχή. Το ότι αυτός θα “κατοικούσε στις σκηνές του Σημ” εκλαμβάνεται από ορισμένους ως ένδειξη του ότι θα επικρατούσαν ειρηνικές σχέσεις ανάμεσα στους Ιαφεθίτες και στους Σημίτες. Δεδομένου, όμως, ότι η ιστορία δεν έχει να επιδείξει κάποια ιδιαίτερα στοιχεία για μια τέτοια ειρηνική συνύπαρξη, αυτά τα λόγια θα μπορούσαν μάλλον να συνδεθούν προφητικά με τη μεταγενέστερη υπόσχεση του Θεού στους απογόνους του Σημ—τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ—σύμφωνα με την οποία μέσω του «σπέρματός» τους θα ευλογούνταν όλες οι οικογένειες της γης (περιλαμβανομένων και εκείνων που κατάγονταν από τον Ιάφεθ). (Γε 22:15-18· 26:3, 4· 28:10, 13, 14· παράβαλε Πρ 10:34-36· Γα 3:28, 29.) Το ότι ο Χαναάν “θα γινόταν δούλος” των Ιαφεθιτών εκπληρώθηκε όταν η γη Χαναάν περιήλθε στην κυριαρχία της Μηδοπερσικής Αυτοκρατορίας (μιας ιαφεθιτικής δύναμης) καθώς και αργότερα, όταν κατακτήθηκε από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, οι οποίοι κατέκτησαν και τα χαναανιτικά οχυρά της Τύρου και της Σιδώνας.
-
-
ΙαφιάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΦΙΑ
(Ιαφιά).
[1, 2: Είθε να Λάμψει [ο Θεός]· [Ο Θεός] Έχει Λάμψει]
1. Ο βασιλιάς της Λαχείς ο οποίος συμμάχησε με τέσσερις άλλους Αμορραίους βασιλιάδες με σκοπό να τιμωρήσουν τη Γαβαών επειδή είχε κάνει ειρήνη με τον Ισραήλ. (Ιη 10:3-5) Απαντώντας στην έκκληση της Γαβαών για βοήθεια, οι δυνάμεις του Ιησού του Ναυή κατέφθασαν από τα Γάλγαλα για να τη διασώσουν. Στη μάχη που επακολούθησε, οι Ισραηλίτες παγίδεψαν τον Ιαφιά και τους υπόλοιπους συνασπισμένους βασιλιάδες σε μια σπηλιά στη Μακκηδά. Αργότερα αυτός και οι άλλοι εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους κρεμάστηκαν πάνω σε ξύλα μέχρι τη δύση του ήλιου. Έπειτα τους έριξαν στη σπηλιά όπου είχαν καταφύγει.—Ιη 10:6-27.
2. Γιος του Δαβίδ που γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ.—2Σα 5:14, 15· 1Χρ 3:7· 14:6.
3. Μεθόρια τοποθεσία του Ζαβουλών. (Ιη 19:10, 12) Ταυτίζεται με τη σύγχρονη Γιάφα (Γιαφία), που βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 3 χλμ. ΝΔ της Ναζαρέτ.
-
-
ΙαφλήτΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΦΛΗΤ
(Ιαφλήτ) [Είθε να Προμηθεύσει Διαφυγή· Έχει Προμηθεύσει Διαφυγή].
Απόγονος του Ασήρ μέσω του Βεριά και του Χέβερ. Τρεις «γιοι του Ιαφλήτ» περιλαμβάνονται στη γενεαλογία.—1Χρ 7:30-33.
-
-
ΙαφλητίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΦΛΗΤΙΤΕΣ
(Ιαφλητίτες) [Του (Από τον) Ιαφλήτ].
Αρχαίος λαός που κατείχε εδάφη στο όριο του Εφραΐμ όταν οι Ισραηλίτες εισήλθαν στην Υποσχεμένη Γη. (Ιη 16:3) Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία τα οποία να συνδέουν τους Ιαφλητίτες με τον απόγονο του Ασήρ που ονομαζόταν Ιαφλήτ. (1Χρ 7:30, 32) Η ιστορία δεν παρέχει επιπλέον πληροφορίες για αυτούς.
-
-
ΙαχάνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΧΑΝ
(Ιαχάν) [στην εβρ. συγγενεύει, μέσω λεκτικού παιχνιδιού, με το όνομα Αχώρ που σημαίνει «Εξοστρακισμός· Προβλήματα»].
Ο πέμπτος από τους εφτά γιους του Αβιχαίλ στη σειρά με την οποία κατονομάζονται. Ήταν Γαδίτης.—1Χρ 5:13, 14.
-
-
ΙαχίνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΑΧΙΝ
(Ιαχίν) [Είθε να Εδραιώσει [ο Ιεχωβά]].
1. Ο τέταρτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Συμεών. (Γε 46:10) Προφανώς ονομάζεται Ιαρίβ στο εδάφιο 1 Χρονικών 4:24. Οι απόγονοί του, οι Ιαχινίτες, αποτέλεσαν μια από τις οικογένειες των Συμεωνιτών στον Ισραήλ.—Εξ 6:15· Αρ 26:12.
2. Ο ιερέας του οποίου ο πατρικός οίκος κληρώθηκε για να αναλάβει την 21η από τις 24 ιερατικές υποδιαιρέσεις που οργάνωσε ο Δαβίδ. (1Χρ 24:7, 17) Ένας ή περισσότεροι από τους απογόνους του (ή τους απογόνους κάποιου άλλου συνονόματου ιερέα) κατοίκησαν στην Ιερουσαλήμ μετά τη βαβυλωνιακή εξορία.—1Χρ 9:3, 10· Νε 11:10.
3. Ο νοτιότερος από τους δύο πανομοιότυπους στύλους που βρίσκονταν μπροστά στο ναό του Σολομώντα.—1Βα 7:15-22· βλέπε ΒΟΟΖ, 2· ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΟ.
-
-
ΙββάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΒΒΑ
(Ιββά).
Μια από τις πόλεις που κατέκτησαν οι Ασσύριοι (2Βα 18:34· 19:13· Ησ 37:13), η οποία πιθανώς ταυτίζεται με την Αβά.—2Βα 17:24.
-
-
ΙβλεάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΒΛΕΑΜ
(Ιβλεάμ) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «καταπίνω»].
Πόλη που ανήκε στην περιοχή του Ισσάχαρ αλλά είχε παραχωρηθεί μαζί με τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της στον Μανασσή. Οι Μανασσίτες, όμως, δεν κατάφεραν να εκδιώξουν τους Χαναναίους από την Ιβλεάμ. (Ιη 17:11-13· Κρ 1:27) Η Ιβλεάμ φαίνεται πως ταυτίζεται με τη Βιλεάμ του Μανασσή που δόθηκε στους Κααθίτες Λευίτες. (1Χρ 6:70) Ωστόσο, η παράλληλη περικοπή που κάνει λόγο για Λευιτικές πόλεις στην περιοχή της μισής φυλής του Μανασσή (Ιη 21:25) αναφέρει τη «Γαθ-ριμμών» αντί της «Βιλεάμ» ή της «Ιβλεάμ». Γενικά, αυτό αποδίδεται σε λανθασμένη αντιγραφή, καθώς η λέξη «Γαθ-ριμμών»—το όνομα μιας πόλης στον Δαν—πιθανότατα επαναλήφθηκε κατά λάθος από το εδάφιο 24 όπου εμφανίζεται.
Η Ιβλεάμ έχει ταυτιστεί με το Χίρμπετ Μπελαμέ, περίπου 18 χλμ. ΝΝΑ της Μεγιδδώ.
Κοντά στην Ιβλεάμ, θανατώθηκε κατόπιν εντολής του Ιηού ο Βασιλιάς Οχοζίας του Ιούδα. (2Βα 9:27) Αργότερα, η δυναστεία του Ιηού τερματίστηκε με τη δολοφονία του Ζαχαρία στην Ιβλεάμ (σύμφωνα με το κείμενο Λαγκάρντ της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα).—2Βα 15:10-12, JB, ΜΝΚ, ΛΧ, ΜΠΚ.
-
-
ΙβνεΐαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΒΝΕΪΑΣ
(Ιβνεΐας) [Ο Ιεχωβά Έχει Οικοδομήσει].
Γιος ή απόγονος του Ιεροάμ, Βενιαμίτης. Ήταν κεφαλή ενός πατρικού οίκου που επέστρεψε από τη βαβυλωνιακή εξορία.—1Χρ 9:1-3, 7-9.
-
-
ΙβνίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΒΝΙΑΣ
(Ιβνίας) [Ο Ιεχωβά Έχει Οικοδομήσει].
Βενιαμίτης, προπάτορας κάποιου Μεσουλλάμ.—1Χρ 9:7, 8.
-
-
ΙβρίΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΒΡΙ
(Ιβρί) [Εβραίος].
Γιος του Ιααζία, Μεραρίτης Λευίτης της εποχής του Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 24:27, 30, 31.
-
-
ΙγαϊώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΓΑΪΩΝ
(Ιγαϊών).
Μεταγραφή της εβραϊκής έκφρασης χιγκαγιών, η οποία, κατά τους λεξικογράφους, αποτελεί τεχνικό όρο της μουσικής διεύθυνσης. (Ψλ 9:16) Ο όρος αυτός, ανάλογα με τα συμφραζόμενα των εδαφίων όπου εμφανίζεται στο εβραϊκό κείμενο, έχει αποδοθεί με διάφορους τρόπους, όπως «απαλά λόγια», «στοχασμός», «σκέψεις», «μελωδία», «γλυκιά μουσική», «εύηχη μουσική» και «ψίθυρος(-οι)». (Ψλ 19:14· 92:3· Θρ 3:62, AT, Mo, Ro, RS, Yg, ΜΝΚ) Στο εδάφιο Ψαλμός 9:16, η λέξη Ιγαϊών μπορεί να σημαίνει είτε ένα υποβλητικό, βαθύτονο ιντερλούδιο για άρπα είτε μια υποβλητική παύση η οποία γίνεται για στοχασμό.
-
-
ΙγάλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΓΑΛ
(Ιγάλ) [Είθε να Απολυτρώσει (Εξαγοράσει) [ο Θεός]· [Ο Θεός] Έχει Απολυτρώσει (Εξαγοράσει)].
1. Αρχηγός από τη φυλή του Ισσάχαρ τον οποίο έστειλε ο Μωυσής να κατασκοπεύσει τη γη Χαναάν.—Αρ 13:1-3, 7.
2. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Βασιλιά Δαβίδ, γιος του Νάθαν από τη Ζωβά.—2Σα 23:8, 36.
3. Κάποιος άντρας από τη φυλή του Ιούδα ο οποίος καταγόταν από τη βασιλική γραμμή του Δαβίδ.—1Χρ 3:1, 22.
-
-
ΙγδαλίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΓΔΑΛΙΑΣ
(Ιγδαλίας) [Μεγάλος Είναι ο Ιεχωβά].
Πατέρας του Ανάν.—Ιερ 35:3, 4.
-
-
Ιγέ-αβαρίμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΓΕ-ΑΒΑΡΙΜ
(Ιγέ-αβαρίμ) [Ερείπια των Περασμάτων (Διαβάσεων)· Ερείπια της Παραμεθορίου (των Επέκεινα/Απέναντι Περιοχών)].
Μια από τις τοποθεσίες όπου στρατοπέδευσε ο Ισραήλ στην έρημο. Η ακριβής θέση της δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, αλλά εντοπιζόταν προφανώς στο νότιο σύνορο του Μωάβ και κοντά στην κοιλάδα του χειμάρρου Ζαρέδ. (Αρ 21:11, 12· 33:44) Η Ιγέ-αβαρίμ πιθανώς αποτελούσε το νοτιότερο σημείο της περιοχής που λεγόταν Αβαρίμ. (Αρ 33:47, 48· βλέπε ΑΒΑΡΙΜ.) Ο Γιοχανάν Ααρώνι την ταυτίζει με το ελ-Μεντέιγινε στο πέρασμα ενός μικρού ποταμού, του Ζαρέδ, περίπου 60 χλμ. Ν της Διβών-γαδ, του επόμενου σταθμού στρατοπέδευσης που αναφέρεται.—Η Γη της Βίβλου (The Land of the Bible), 1979, σ. 202, 436.
-
-
ΙγίμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΓΙΜ
(Ιγίμ) [Σωροί Ερειπίων].
Προφανώς, συντετμημένος τύπος της ονομασίας Ιγέ-αβαρίμ, η οποία προσδιόριζε μια τοποθεσία στο σύνορο του Μωάβ, όπου στρατοπέδευσαν οι Ισραηλίτες.—Αρ 33:44, 45.
-
-
ΙγιώνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΓΙΩΝ
(Ιγιών).
Μια από τις τοποθεσίες που κατέλαβαν οι στρατιωτικές δυνάμεις του βασιλιά της Συρίας Βεν-αδάδ Α΄ στη διάρκεια της βασιλείας του Βαασά. (1Βα 15:20, 21· 2Χρ 16:4) Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, ο Ασσύριος Βασιλιάς Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ κατέκτησε την Ιγιών και εξόρισε τον πληθυσμό της. (2Βα 15:29) Η Ιγιών συνδέεται γενικά με το Τελλ εντ-Ντιμπίν, περίπου 15 χλμ. ΒΒΔ της Δαν.
-
-
ΙδαλάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΔΑΛΑ
(Ιδαλά).
Μεθόρια πόλη του Ζαβουλών. (Ιη 19:14-16) Παρότι η ακριβής θέση της δεν είναι γνωστή, μερικοί συνδέουν την Ιδαλά με το Χίρμπετ ελ-Χουάρα, 1,5 χλμ. ΝΔ της τοποθεσίας όπου εικάζεται ότι βρισκόταν η Βηθλεέμ του Ζαβουλών.
-
-
ΙδδαΐΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΔΔΑΪ
(Ιδδαΐ).
Ένας από τους κραταιούς άντρες στο στρατό του Δαβίδ. Ο Ιδδαΐ καταγόταν από τις κοιλάδες των χειμάρρων του Γαάς στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ. (2Σα 23:8, 30· Ιη 24:30) Το όνομά του εμφανίζεται ως Ουραΐ στο εδάφιο 1 Χρονικών 11:32.
-
-
ΙδδώΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΔΔΩ
(Ιδδώ).
[1-5: συντετμημένη μορφή του Αδαΐας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Στολίσει [τον κάτοχο του ονόματος]»].
1. Γιος του Ιωάχ, Λευίτης από την οικογένεια του Γηρσώμ.—1Χρ 6:19-21.
2. Πατέρας του Αχιναδάβ, του ανθρώπου που υπηρετούσε ως διαχειριστής τροφής του Σολομώντα στη Μαχαναΐμ.—1Βα 4:7, 14.
3. Οραματιστής του οποίου τα συγγράμματα συμβουλεύτηκε ο συντάκτης του Δεύτερου Χρονικών για να αντλήσει πληροφορίες σχετικά με τις υποθέσεις των βασιλιάδων Σολομώντα, Ροβοάμ και Αβιά. Τα συγγράμματα του Ιδδώ χαρακτηρίζονται ως «ανάλυση», «σχολιολόγιο» ή «μιδράς».—2Χρ 9:29· 12:15· 13:22, υποσ.
4. Πατέρας του Βερεχία και παππούς του προφήτη Ζαχαρία. (Εσδ 5:1· 6:14· Ζαχ 1:1, 7) Ο εν λόγω Ιδδώ ίσως είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 5.
5. Ιερέας που κατονομάζεται μεταξύ εκείνων που επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. Στις ημέρες του Αρχιερέα Ιεχωακείμ, κεφαλή του πατρικού οίκου του Ιδδώ ήταν ο Ζαχαρίας. (Νε 12:1, 4, 12, 16) Ίσως είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 4.
6. [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «εξυμνώ»· ή από μια διαφορετική ρίζα που σημαίνει «γνωρίζω»]. Γιος κάποιου Ζαχαρία, άρχοντας της μισής φυλής του Μανασσή στη Γαλαάδ την εποχή του Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 27:21, 22.
7. Κεφαλή των Νεθινίμ, δηλαδή δούλων του ναού, που κατοικούσαν σε έναν τόπο ονομαζόμενο Κασιφία, από τους οποίους 220 συνόδευσαν τον Έσδρα στην Ιερουσαλήμ το 468 Π.Κ.Χ.—Εσδ 8:17, 20.
-
-
Ιδιοκτησία ΓηςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΓΗΣ
Από αρχαιοτάτων χρόνων είναι αναγνωρισμένα τα περιουσιακά δικαιώματα που έχουν οι ιδιοκτήτες ή κάτοχοι γης (εβρ., μπε‛αλίμ, κατά κυριολεξία, ιδιοκτήτες). Ο Αβραάμ διαπραγματεύτηκε με τον Εφρών τον Χετταίο την απόκτηση κάποιου τόπου ταφής για τη σύζυγό του τη Σάρρα, και τελικά αγόρασε έναν αγρό αντί συγκεκριμένου ποσού, η δε συναλλαγή επισφραγίστηκε ενώπιον των κατοίκων της πόλης. (Γε 23:1-20) Κατά τη διάρκεια μιας πείνας στην Αίγυπτο, ο Ιωσήφ αγόρασε για τον Φαραώ εκτάσεις από τους Αιγύπτιους ιδιοκτήτες γης σε αντάλλαγμα για τροφή. (Γε 47:20-26) Ο Ιώβ, ο πιστός υπηρέτης του Θεού, ο οποίος κατοικούσε στη γη του Ουζ, κατείχε κληρονομήσιμη περιουσία που περιλάμβανε αναμφίβολα και γη, περιουσία την οποία μεταβίβασε στους γιους και στις κόρες του. (Ιωβ 1:4· 42:15) Εντούτοις, ο Ιεχωβά είναι ο Υπέρτατος Ιδιοκτήτης Γης, και η πολιτεία του καταδεικνύει ότι οι άνθρωποι είναι υπόλογοι σε αυτόν για το πώς χρησιμοποιούν την ιδιοκτησία του.—Ψλ 24:1· 50:10-12.
Στον Ισραήλ. Όταν ο Ιεχωβά έφερε τον Ισραήλ στη Χαναάν, άσκησε το δικαίωμα που είχε ως Κύριος και Ιδιοκτήτης ολόκληρης της γης να εκδιώξει τους Χαναναίους, οι οποίοι ήταν στην ουσία καταπατητές. (Ιη 3:11· 1Κο 10:26) Η περίοδος κατά την οποία ο Θεός ανεχόταν την κατοχή της γης από αυτούς είχε λήξει. Μολονότι ο Θεός είχε υποσχεθεί εκείνη τη γη στο σπέρμα του Αβραάμ 450 και πλέον χρόνια νωρίτερα, είχε πει στον ίδιο: «Το σφάλμα των Αμορραίων [όρος που χρησιμοποιείται μερικές φορές για όλες τις χαναανιτικές φυλές] δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη». (Γε 15:7, 8, 12-16) Συνεπώς, όπως είπε ο Χριστιανός μάρτυρας Στέφανος στους Ιουδαίους, ο Θεός «δεν του έδωσε [του Αβραάμ] καμιά κληρονομική ιδιοκτησία σε αυτήν, ούτε μια πατημασιά· αλλά υποσχέθηκε να του τη δώσει ως ιδιοκτησία, και έπειτα από αυτόν στο σπέρμα του, ενώ ως τότε δεν είχε παιδί».—Πρ 7:5.
Ο Ισραήλ δεν έπρεπε να διεξάγει επεκτατικούς πολέμους με σκοπό να συνεχίσει να μεγαλώνει την επικράτειά του καταλαμβάνοντας την ιδιοκτησία των γύρω εθνών. Ο Ιεχωβά προειδοποίησε τον Ισραήλ ότι έπρεπε να σεβαστεί τα περιουσιακά δικαιώματα ορισμένων εθνών στα οποία εκείνος είχε παραχωρήσει γη. Αυτά τα έθνη ήταν ο Εδώμ, ο Μωάβ και ο Αμμών, που συγγένευαν με τους Ισραηλίτες μέσω του Ησαύ (ο Εδώμ) και μέσω του Λωτ (ο Μωάβ και ο Αμμών).—Δευ 2:4, 5, 9, 19.
Η Υποσχεμένη Γη αποτελούσε παρακαταθήκη. Ο Ιεχωβά Θεός είπε ακόμη και στο λαό του Ισραήλ, στους οποίους είχε δώσει τη γη για να την απολαμβάνουν ως ιδιοκτησία τους, ότι δεν ήταν εκείνοι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες της γης, αλλά ότι αυτή τους είχε δοθεί απλώς ως παρακαταθήκη. Σχετικά με την πώληση των οικογενειακών αγροκτημάτων, ο ίδιος είπε: «Η γη, λοιπόν, δεν πρέπει να πουλιέται για πάντα, επειδή η γη είναι δική μου. Διότι εσείς είστε πάροικοι και μέτοικοι από τη δική μου άποψη». (Λευ 25:23) Ο Θεός είχε αποπέμψει τους Χαναναίους από τη γη λόγω των αηδιαστικών συνηθειών τους. Προειδοποίησε επίσης τον Ισραήλ ότι θα τους αφαιρούσε όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας και ότι θα τους εκδίωκε από τη γη αν ακολουθούσαν τέτοιες συνήθειες, και όταν αργότερα το έπραξαν αυτό, οδηγήθηκαν στην εξορία. (Λευ 18:24-30· 25:18, 19· 26:27-33· Ιερ 52:27) Έπειτα από 70 χρόνια ερήμωσης της γης τους—από το 607 ως το 537 Π.Κ.Χ.—ο Θεός εκδήλωσε έλεος και τους αποκατέστησε, αλλά αυτή τη φορά τελούσαν υπό την κυριαρχία των Εθνικών. Τελικά, το 70 Κ.Χ. οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν εντελώς την Ιερουσαλήμ και διασκόρπισαν το λαό της.
Σε εθνικό επίπεδο, χορηγήθηκαν στις φυλές τμήματα της γης ή πόλεις μέσα στα όρια άλλων φυλών. Οι ιερείς και οι Λευίτες είχαν πόλεις με βοσκότοπους. (Ιη 15-21) Κατόπιν, σε φυλετικό επίπεδο παραχωρήθηκαν στις οικογένειες εδαφικές κληρονομιές. Τα μερίσματα αυτά γίνονταν μικρότερα καθώς οι οικογένειες διαιρούσαν περαιτέρω τις εδαφικές τους κληρονομιές λόγω αριθμητικής αύξησης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επισταμένη καλλιέργεια και χρήση της γης. Οι κληρονομιές δεν επιτρεπόταν να μεταβιβάζονται από τη μία φυλή στην άλλη. Για να αποτραπεί αυτό, οι γυναίκες που κληρονομούσαν γη (επειδή δεν είχαν εν ζωή αδελφούς) έπρεπε να παντρεύονται εντός της φυλής ώστε να κρατήσουν την κληρονομιά τους.—Αρ 36:1-12.
Αν κάποιος πέθαινε χωρίς να έχει γιο, ο αδελφός του (ή, αν δεν υπήρχαν αδελφοί, ο πλησιέστερος συγγενής) μπορούσε να παντρευτεί τη χήρα του για να αποκτήσει απόγονο από εκείνη. Όποιος παντρευόταν τη χήρα μπορούσε επίσης να εξαγοράσει την κληρονομιά του νεκρού, αν αυτή είχε πουληθεί. (Ρθ 4:9, 10, 13-17) Ο πρωτότοκος της γυναίκας δεν έπαιρνε το όνομα του πραγματικού του πατέρα, αλλά του πρώτου συζύγου της χήρας, κρατώντας έτσι στην κατοχή του την εδαφική κληρονομιά και διατηρώντας ζωντανό το όνομα εκείνου του άντρα επί της κληρονομιάς του στον Ισραήλ.—Δευ 25:5, 6.
Το Ιωβηλαίο έτος. Ο Θεός είχε πει στον Ισραήλ: «Κανείς δεν πρέπει να φτωχύνει ανάμεσά σου». (Δευ 15:4, 5) Το Ιωβηλαίο έτος, για όσο διάστημα τηρήθηκε, δεν άφηνε το έθνος να καταντήσει να αποτελείται μόνο από δύο τάξεις—τους πάμπλουτους και τους πάμφτωχους. Κάθε 50ό έτος (υπολογιζόμενο από τότε που ο Ισραήλ εισήλθε στη Χαναάν), κάθε άνθρωπος επέστρεφε στην κληρονομιά του και κάθε έκταση γης την οποία είχε πουλήσει έπρεπε να του επιστραφεί. Λόγω αυτού του νόμου, η τιμή της γης μειωνόταν χρόνο με το χρόνο καθώς πλησίαζε το Ιωβηλαίο. Στην ουσία, ο αγοραστής κατά μία έννοια απλώς μίσθωνε τη γη, η δε τιμή εξαρτόταν από το πόσες σοδειές μεσολαβούσαν μέχρι το Ιωβηλαίο έτος. (Λευ 25:13-16, 28) Ακόμη και ο αγοραστής μιας ξένης κληρονομιάς δεν την κατείχε απαραιτήτως μέχρι το Ιωβηλαίο. Αν ο αρχικός ιδιοκτήτης αποκτούσε αρκετά χρήματα, μπορούσε να εξαγοράσει τη γη. Επιπλέον, οποιοσδήποτε εξαγοραστής (στενός συγγενής) μπορούσε να την εξαγοράσει για τον αρχικό ιδιοκτήτη.—Λευ 25:24-27.
Δεν ήταν δυνατόν να εξαναγκαστεί κάποιος να πουλήσει την ιδιοκτησία του. Ούτε ίσχυε στον Ισραήλ η αρχή της απαλλοτρίωσης. Αυτό φάνηκε παραστατικά από την άρνηση του Ναβουθέ να πουλήσει έναν αγρό από την κληρονομική ιδιοκτησία του στον Βασιλιά Αχαάβ.—1Βα 21:1-4, 17-19· παράβαλε Ιεζ 46:18.
Οι Λευίτες. Για την προστασία των Λευιτών, οι αγροί τους δεν μπορούσαν να πουληθούν. Αυτό ίσχυε επειδή οι Λευίτες δεν κατείχαν αυτοτελή εδαφική κληρονομιά—τους είχαν δοθεί μόνο σπίτια στις Λευιτικές πόλεις και οι βοσκότοποι γύρω από αυτές. Αν ένας Λευίτης πουλούσε το σπίτι που κατείχε σε κάποια Λευιτική πόλη, το δικαίωμα εξαγοράς παρέμενε για αυτόν και στο Ιωβηλαίο, το αργότερο, το σπίτι τού επιστρεφόταν.—Λευ 25:32-34.
Καθώς η παραγωγική γη καρποφορούσε, ο Μεγάλος Ιδιοκτήτης όλης της γης δεν έπρεπε να τίθεται στο περιθώριο. Με τη διευθέτηση των δεκάτων, το ένα δέκατο της παραγωγής έπρεπε να χρησιμοποιείται για να συντηρούνται οι Λευίτες ώστε να μπορούν να εκτελούν τα σπουδαία καθήκοντά τους σε σχέση με τη λατρεία του Ιεχωβά, πράγμα που ωφελούσε πνευματικά όλο τον Ισραήλ.—Αρ 18:21-24· Δευ 14:22-29.
Το αγιαστήριο. Το αγιαστήριο του Ιεχωβά μπορούσε επίσης να γίνει κάτοχος γης μέσω αγρών που “αγιάζονταν” για τον Ιεχωβά. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή των συγκεκριμένων αγρών πήγαινε στο αγιαστήριο για όσο διάστημα είχε καθορίσει ο ιδιοκτήτης ή κάτοχός τους. (Λευ 27:16-19) Αν ο αγρός τον οποίο είχε “αγιάσει” ο ιδιοκτήτης δεν εξαγοραζόταν, αλλά πουλιόταν σε άλλον, τότε κατά το Ιωβηλαίο αυτός ο αγρός γινόταν μόνιμη ιδιοκτησία του αγιαστηρίου. (Λευ 27:20, 21) Επίσης, αγροί “αφιερωμένοι” στο αγιαστήριο από τους ιδιοκτήτες τους παρέμεναν μόνιμη ιδιοκτησία του αγιαστηρίου.—Λευ 27:28.
Στη Χριστιανική Εκκλησία. Η Αγία Γραφή διασαφηνίζει ότι τα ατομικά περιουσιακά δικαιώματα αναγνωρίζονταν στη Χριστιανική εκκλησία. Κατά την ίδρυση της εκκλησίας, την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., πολλοί Ιουδαίοι και προσήλυτοι στην Ιουδαϊκή θρησκεία από άλλες χώρες είχαν συγκεντρωθεί στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή. Μεγάλος αριθμός από τους παρισταμένους άκουσαν την ομιλία του Πέτρου και πίστεψαν στον Χριστό. (Πρ 2:1, 5, 9-11, 41, 42, 47) Τα άτομα αυτά παρέμειναν για να μάθουν περισσότερα. Οι Χριστιανοί, λοιπόν, πουλούσαν εθελοντικά τα αποκτήματά τους και μοίραζαν τα έσοδα για να βοηθήσουν αυτούς τους επισκέπτες και άλλους απόρους. Είχαν «τα πάντα κοινά». (Πρ 2:44-46) Δεν επρόκειτο για σοσιαλισμό ή κομμουνισμό. Οι Χριστιανοί μοιράζονταν εθελοντικά τα υπάρχοντά τους με σκοπό τη βοήθεια όσων ενδιαφέρονταν για τα καλά νέα και την περαιτέρω διάδοσή τους.
Αργότερα, για παρόμοιους λόγους, και εν μέρει εξαιτίας του διωγμού των Χριστιανών από τους άρχοντες της Ιερουσαλήμ, αυτή η συνήθεια συνεχίστηκε με την κατεύθυνση του πνεύματος και την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού. Οι Χριστιανοί πουλούσαν αγρούς και παρέδιδαν τα έσοδα στους αποστόλους, οι οποίοι διαχειρίζονταν το πρόγραμμα παροχής βοήθειας. (Πρ 4:31-37) Εντούτοις, κάθε Χριστιανός ήταν κύριος της δικής του περιουσίας και τα δικαιώματά του ήταν απαραβίαστα. Δεν ήταν υποχρεωμένος να καταθέσει την περιουσία του σε ένα κοινό ταμείο. Κάτι τέτοιο θεωρούνταν προνόμιο, όχι καθήκον. Αυτοί οι γενναιόδωροι Χριστιανοί εμφορούνταν και υποκινούνταν από το σωστό κίνητρο.
Ωστόσο, ο Ανανίας και η Σαπφείρα έκαναν μια υποκριτική επίδειξη προκειμένου να αποσπάσουν έπαινο και τιμή από τους ανθρώπους. Σχεδίασαν δόλια από κοινού να πουλήσουν έναν αγρό και να δώσουν μόνο μέρος των εσόδων στους αποστόλους, ισχυριζόμενοι ότι είχαν προσφέρει γενναιόδωρα όλο το κτήμα τους. Ο Πέτρος, με την κατεύθυνση του αγίου πνεύματος, διέκρινε τι έκαναν. Δεν τους είπε: “Γιατί δεν μας δώσατε όλα τα χρήματα που πήρατε για τον αγρό;” σαν να ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κάτι τέτοιο. Απεναντίας, είπε: «Ανανία, γιατί σου έδωσε ο Σατανάς την τόλμη να φερθείς απατηλά στο άγιο πνεύμα και να κατακρατήσεις μυστικά κάποιο ποσό από το αντίτιμο του αγρού; Δεν παρέμενε δικό σου όσο παρέμενε σε εσένα, και δεν συνέχιζε να είναι κάτω από τον έλεγχό σου αφού πουλήθηκε; Γιατί έβαλες σκοπό μέσα στην καρδιά σου να κάνεις μια πράξη όπως αυτή; Φέρθηκες απατηλά, όχι σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό».—Πρ 5:1-4.
Περίπου τρεις ώρες αργότερα, μπήκε μέσα η Σαπφείρα χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί και ισχυρίστηκε το ίδιο. Τότε ο Πέτρος αποκρίθηκε: «Γιατί συμφωνήσατε να θέσετε σε δοκιμή το πνεύμα του Ιεχωβά;» (Πρ 5:7-9) Η αμαρτία τους ήταν ότι είπαν ψέματα στον Ιεχωβά, εμπαίζοντας τον ίδιο και την εκκλησία του, σαν να μην την κατηύθυνε το πνεύμα του Θεού. (Γα 6:7) Δεν ήταν αναγκασμένοι να αποχωριστούν την περιουσία τους, όπως θα συνέβαινε αν ίσχυε κάποια μορφή κοινοκτημοσύνης.
Ο Ιεχωβά Πρέπει να Αναγνωρίζεται ως Ιδιοκτήτης. Εφόσον ο Ιεχωβά είναι ο Ιδιοκτήτης όλης της γης, ο επίγειος κάτοχος γης πρέπει να σέβεται την ιδιοκτησία του και να τη χρησιμοποιεί κατάλληλα. Ειδάλλως, η γη του θα καταστραφεί και στο τέλος ο ίδιος θα τη χάσει οριστικά. (Παρ 24:30-34) Ακόμη και τα έθνη πρέπει να αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός. (Ησ 24:1-6· Ιερ 23:10) Τελικά, όσοι αγνοούν αυτή την αρχή θα καταστραφούν και οι ίδιοι.—Απ 11:18.
Επιπλέον, όταν κάποιος αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης, δεν προσπαθεί να αποκτήσει γη με άπληστο ή αθέμιτο τρόπο. (Παρ 20:21· 23:10, 11) Όταν ο Ισραήλ απομακρύνθηκε από το νόμο του Θεού, Εκείνος εξέφερε καταδίκη εναντίον ορισμένων, λέγοντας: «Αλίμονο σε αυτούς που ενώνουν σπίτι με σπίτι και σε εκείνους που προσαρτούν αγρό σε αγρό ώσπου να μην υπάρχει πια χώρος, και έτσι εσείς κατοικείτε μόνοι σας στο μέσο της γης!»—Ησ 5:8· Μιχ 2:1-4.
Από την άλλη πλευρά, ο Ιησούς είπε: «Ευτυχισμένοι είναι οι πράοι, επειδή αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». (Ματ 5:5· Ψλ 37:9, 22, 29) Δίδαξε τους ακολούθους του να προσεύχονται στον Θεό: «Ας έρθει η βασιλεία σου. Ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και πάνω στη γη». (Ματ 6:10) Υπό την κυριαρχία της Βασιλείας του ίδιου του Μεγάλου Ιδιοκτήτη Γης, εκείνοι που με πιστότητα θα κατέχουν γη ως παρακαταθήκη δοσμένη από αυτόν θα γευτούν την πλήρη χαρά της ιδιοκτησίας με απόλυτη ασφάλεια. Ο Θεός δήλωσε ποιες συνθήκες θεωρεί κατάλληλες όσον αφορά την ιδιοκτησία γης, όταν έδωσε προφητείες αποκατάστασης διά στόματος του Ησαΐα και του Μιχαία. Αυτές οι προφητείες είναι ενδεικτικές της κατάστασης που θα φέρει εκείνος όταν θα “γίνεται το θέλημά του πάνω στη γη”. Ο Θεός είπε σχετικά με το λαό του: «Θα χτίσουν σπίτια και θα κατοικήσουν· θα φυτέψουν αμπέλια και θα φάνε τον καρπό τους. Δεν θα χτίζουν αυτοί και άλλος να κατοικεί· δεν θα φυτεύουν αυτοί και άλλος να τρώει». «Και θα κάθονται ο καθένας κάτω από το κλήμα του και κάτω από τη συκιά του, και δεν θα υπάρχει κανείς που να τους κάνει να τρέμουν».—Ησ 65:21, 22· Μιχ 4:4· βλέπε ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ.
-
-
ΙδουμαίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΔΟΥΜΑΙΑ
(Ιδουμαία) [σημαίνει «[Γη] των Εδωμιτών»].
Στην εποχή των Μακκαβαίων και των Ρωμαίων, τα γεωγραφικά όρια της Ιδουμαίας δεν περιλάμβαναν τον πυρήνα του αρχαίου Εδώμ, Α της Αραβά, αλλά περιέκλειαν εδάφη που ανήκαν άλλοτε στις περιοχές του Συμεών και του Ιούδα. Όπως υποδηλώνεται από το απόκρυφο βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων (4:29, 61· 5:65), η Ιδουμαία περιλάμβανε την περιοχή γύρω από τη Χεβρών μέχρι τη Βαιθ-σουρ (Βαιθσούρα) προς το Β, περίπου 26 χλμ. ΝΝΔ της Ιερουσαλήμ. Αναφέρεται ότι οι Ιδουμαίοι υπέστησαν συντριπτική ήττα από τον Ιούδα Μακκαβαίο. (Α΄ Μακκαβαίων 5:3) Μεταγενέστερα, σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο Ιωάννης Υρκανός Α΄ υπέταξε όλους τους Ιδουμαίους, επιτρέποντάς τους να παραμείνουν στη γη τους υπό τον όρο να υποβληθούν σε περιτομή και να προσκολληθούν στον Ιουδαϊκό νόμο. Για να μη φύγουν από τη χώρα, οι Ιδουμαίοι συμμορφώθηκαν με αυτόν τον όρο. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΓ΄, 257, 258 [ix, 1]) Κάποιοι κάτοικοι της Ιδουμαίας ήταν μεταξύ εκείνων που ήρθαν προσωπικά στον Ιησού όταν άκουσαν «πόσα πράγματα έκανε».—Μαρ 3:8· βλέπε ΕΔΩΜ, ΕΔΩΜΙΤΕΣ.
-
-
ΙδρώταςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΔΡΩΤΑΣ
Υγρασία ή υγρό του σώματος που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες και εκβάλλεται από τους πόρους του δέρματος. Η έντονη σωματική δραστηριότητα (όπως για παράδειγμα η κοπιαστική εργασία), τα συναισθήματα (όπως η αγωνία), η ζέστη και ούτω καθεξής είναι γενικά οι αιτίες που προκαλούν εφίδρωση.
Αφότου αμάρτησε, ο Αδάμ ήταν αναγκασμένος να εξασφαλίζει με πολύ κόπο τα αναγκαία για την επιβίωσή του από μια γη βεβαρημένη από κατάρα, έξω από τον κήπο της Εδέμ, χύνοντας ιδρώτα και μοχθώντας ανάμεσα σε αγκάθια και τριβόλια. Ο Ιεχωβά τού είπε μεταξύ άλλων: «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως ψωμί μέχρι να επιστρέψεις στη γη, γιατί από αυτήν πάρθηκες».—Γε 3:17-19.
Στο όραμα που είδε ο Ιεζεκιήλ για το ναό, ο Ιεχωβά δήλωσε ότι οι ιερείς που διακονούσαν εκεί έπρεπε να φορούν λινά ενδύματα, και «μαλλί δεν θα πρέπει να βρίσκεται πάνω τους». Δεν έπρεπε να περιζώνονται με μαλλί ή με οτιδήποτε “προκαλούσε ιδρώτα”. Ίσως αυτό έπρεπε να τηρείται για να αποφεύγουν οποιαδήποτε ακαθαρσία θα προκαλούσε πιθανώς ο ιδρώτας ή επειδή η εφίδρωση θα έκανε την υπηρεσία τους δυσάρεστη και όχι ευχάριστη, καθώς ο ιδρώτας υποδηλώνει κόπο ή αγγαρεία, όπως στην περίπτωση του Αδάμ.—Ιεζ 44:15-18.
Ο Ιησούς στη Γεθσημανή. Σχετικά με τον Ιησού Χριστό όταν ήταν στη Γεθσημανή την τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής του, το εδάφιο Λουκάς 22:44 δηλώνει: «Αλλά, καθώς τον κατέλαβε αγωνία, συνέχισε να προσεύχεται πιο ένθερμα· και ο ιδρώτας του έγινε σαν σταγόνες αίματος που έπεφταν στο έδαφος». Ο συγγραφέας δεν λέει ότι ο ιδρώτας του Ιησού ήταν όντως αναμειγμένος με το αίμα του. Μπορεί να χρησιμοποίησε απλώς μια παρομοίωση, θέλοντας ίσως να δείξει ότι η εφίδρωση του Χριστού σχημάτιζε σταγόνες που έμοιαζαν με σταγόνες αίματος ή ότι ο ιδρώτας του Ιησού έσταζε όπως στάζει το αίμα από μια πληγή. Από την άλλη πλευρά, από το δέρμα του Ιησού μπορεί να εκκρινόταν αίμα αναμειγμένο με ιδρώτα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ακραίας ψυχικής οδύνης έχει αναφερθεί έκκριση αιματηρού ιδρώτα. Το αίμα ή κάποια συστατικά του περνούν μέσα από άθικτα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων—μια κατάσταση που ονομάζεται διαπίδυση—και στην αιμαθίδρωση εκκρίνεται ιδρώτας χρωματισμένος είτε με χρωστική του αίματος είτε με αίμα ή εκκρίνεται σωματικό υγρό αναμειγμένο με αίμα, πράγμα που προκαλεί την “εξίδρωση αίματος”. Φυσικά, αυτές είναι μόνο εικασίες για το τι μπορεί να συνέβη στην περίπτωση του Ιησού.
Τα εδάφια Λουκάς 22:43, 44 παραλείπονται στο Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209, στο Αλεξανδρινό Χειρόγραφο, στο συριακό Σιναϊτικό κώδικα και στη διορθωμένη απόδοση του Σιναϊτικού Χειρογράφου. Ωστόσο, αυτά τα εδάφια εμφανίζονται στην αρχική απόδοση του Σιναϊτικού Χειρογράφου, στον Κώδικα του Βέζα, στη λατινική Βουλγάτα, στην Κουρετόνια συριακή μετάφραση και στη συριακή Πεσίτα.
-
-
ΙεβάρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΒΑΡ
(Ιεβάρ) [Είθε να [τον] Εκλέξει ο Ιεχωβά].
Ένας από τους γιους του Βασιλιά Δαβίδ οι οποίοι γεννήθηκαν στην Ιερουσαλήμ αφότου αυτός μετέφερε εκεί την κατοικία του από τη Χεβρών.—2Σα 5:13-15· 1Χρ 14:4, 5.
-
-
ΙεβερεχίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΒΕΡΕΧΙΑΣ
(Ιεβερεχίας) [σημαίνει «Ο Ιεχωβά Ευλογεί»].
Πατέρας κάποιου Ζαχαρία ο οποίος παρίστατο ως μάρτυρας όταν ο Ησαΐας έγραψε σε μια πλάκα το προφητικό όνομα Μαχέρ-σαλάλ-χας-βαζ, το όνομα του γιου του προφήτη.—Ησ 8:1, 2.
-
-
Ιεβούς, ΙεβουσαίοιΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΒΟΥΣ
(Ιεβούς) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «πατώ· ποδοπατώ»], ΙΕΒΟΥΣΑΙΟΙ (Ιεβουσαίοι).
Η Ιεβούς ήταν μια αρχαία πόλη των Ιεβουσαίων στην τοποθεσία που είναι τώρα γνωστή ως Ιερουσαλήμ.
Στην εποχή του Αβραάμ, πριν από το έτος 1900 Π.Κ.Χ., αυτός ο τόπος ονομαζόταν Σαλήμ (που σημαίνει «Ειρήνη»), λέξη η οποία περιλαμβάνεται στο όνομα Ιερουσαλήμ και μπορεί να αποτελεί σύντμηση αυτού του ονόματος. (Εβρ 7:2) Στις Πινακίδες της Αμάρνα που βρέθηκαν στην Αίγυπτο γίνεται μνεία της Ουρουσαλίμ (Ιερουσαλήμ). Επίσης, στα βιβλία του Ιησού του Ναυή, των Κριτών και του Πρώτου Σαμουήλ, όπου περιγράφονται γεγονότα που συνέβησαν πριν από την κατάκτηση της πόλης από τον Δαβίδ, η τοποθεσία ονομάζεται συχνά Ιερουσαλήμ. (Ιη 10:1, 3, 5, 23· 12:10· 15:8, 63· 18:28· Κρ 1:7, 8, 21· 19:10· 1Σα 17:54) Μόνο σε δύο περικοπές αναφέρεται ως Ιεβούς. (Κρ 19:10, 11· 1Χρ 11:4, 5) Στο εδάφιο Ιησούς του Ναυή 18:28, εμφανίζεται στο εβραϊκό κείμενο το όνομα Γεβουσί, στο οποίο η κατάληξη υποδηλώνει το λαό, τους κατοίκους της πόλης.
Επομένως, οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν προφανές ότι το αρχικό όνομα της πόλης ήταν Ιερουσαλήμ (ή πιθανώς Σαλήμ) και ότι μόνο ενόσω ήταν στην κατοχή των Ιεβουσαίων ονομαζόταν περιστασιακά Ιεβούς. Επίσης, είναι γενικά παραδεκτό ότι η ονομασία Ιεβούς δεν ήταν σύντμηση του ονόματος Ιερουσαλήμ αλλά, απεναντίας, σύντμηση της λέξης Ιεβουσαίοι, του ονόματος του λαού που κατείχε την τοποθεσία για ένα διάστημα. Αφότου ο Δαβίδ κατέλαβε αυτό το οχυρό της Σιών και εγκατέστησε εκεί τη βασιλική του κατοικία, η τοποθεσία αυτή ονομαζόταν μερικές φορές «Πόλη του Δαβίδ».—2Σα 5:7.
Οι Ιεβουσαίοι, που κατείχαν την πόλη και τη γύρω περιοχή, ήταν απόγονοι του Χαμ και του Χαναάν. (Γε 10:15, 16, 20· 1Χρ 1:13, 14) Όταν αναφέρονται μαζί με τους συγγενείς τους (τους Χετταίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους), οι Ιεβουσαίοι κατατάσσονται συνήθως τελευταίοι, ίσως επειδή ήταν οι λιγότεροι σε πληθυσμό. (Δευ 7:1· Κρ 3:5) Χαρακτηρίζονταν ως ορεσίβιος λαός (Αρ 13:29), και για τη γη τους λεγόταν μεταφορικά ότι ήταν «μια γη όπου ρέει το γάλα και το μέλι».—Εξ 3:8, 17.
Ο Ιεχωβά υποσχέθηκε στον Αβραάμ ότι θα έδινε τη γη των Ιεβουσαίων στον ίδιο και στο σπέρμα του. (Γε 15:18-21· Νε 9:8) Εκπληρώνοντας αυτή την υπόσχεση, ο Ιεχωβά έβγαλε τον εκλεκτό του λαό από την Αίγυπτο, και καθώς αυτοί διέσχιζαν τον Ιορδάνη, ο Θεός έστειλε τον άγγελό του μπροστά, προστάζοντάς τους να φανούν δυνατοί και να εκδιώξουν όλους εκείνους που θα τους αντιστέκονταν. (Εξ 13:3-5· 23:23· 33:1, 2) Δεν έπρεπε να συνάψουν διαθήκη ούτε να συμπεθερέψουν με τους Ιεβουσαίους και τους άλλους Χαναναίους αλλά, αντίθετα, έπρεπε να τους αφιερώσουν σε ολοκληρωτική καταστροφή, μη αφήνοντας ζωντανό τίποτα από όσα έχουν πνοή, «ώστε να μη σας διδάξουν να ενεργείτε σύμφωνα με όλα τα απεχθή τους πράγματα».—Εξ 34:11-16· Δευ 20:16-18.
Παρατηρώντας τις επιτυχίες των Ισραηλιτών όσον αφορά την κατάκτηση της γης—την κατάληψη της Ιεριχώς και της Γαι, καθώς και τη συνθηκολόγηση των Γαβαωνιτών—ο Ιεβουσαίος βασιλιάς Αδωνισεδέκ ηγήθηκε ενός συνασπισμού πέντε βασιλιάδων που ήταν αποφασισμένοι να σταματήσουν την εισβολή. (Ιη 9:1, 2· 10:1-5) Στη μάχη που ακολούθησε, στην οποία ο Ιεχωβά έκανε τον ήλιο και τη σελήνη να σταθούν, τα συνασπισμένα στρατεύματα νικήθηκαν, οι βασιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν και θανατώθηκαν, ενώ τα πτώματά τους κρεμάστηκαν σε ξύλα για να τα βλέπουν όλοι. (Ιη 10:6-27· 12:7, 8, 10) Ίσως μετά από αυτή τη νίκη να έλαβε χώρα η πυρπόληση της Ιεβούς από τους Ισραηλίτες, οι οποίοι την έκαψαν ολοσχερώς.—Κρ 1:8.
Όταν ο Ιησούς του Ναυή ολοκλήρωσε την εκστρατεία κατάκτησης στα νότια και κεντρικά τμήματα της Υποσχεμένης Γης, έστρεψε την προσοχή του στο βόρειο τμήμα Δ του Ιορδάνη. Και πάλι οι Ιεβουσαίοι συσπειρώθηκαν για να προβάλουν αντίσταση, αυτή τη φορά υπό την αρχηγία του Ιαβίν, του βασιλιά της Ασώρ, και πάλι ο Ισραήλ τούς νίκησε, με τη βοήθεια του Ιεχωβά. (Ιη 11:1-8) Εντούτοις, μετά την πυρπόληση της Ιεβούς και κάποια στιγμή πριν από τη διαμοίραση της γης, οι Ιεβουσαίοι είχαν τον έλεγχο των στρατηγικών υψωμάτων της Ιερουσαλήμ, τα οποία κράτησαν επί 400 χρόνια.—Ιη 15:63.
Η πόλη της Ιεβούς δόθηκε στον Βενιαμίν όταν μοιράστηκε η γη, βρισκόταν δε ακριβώς στο όριο ανάμεσα στις περιοχές των φυλών του Ιούδα και του Βενιαμίν. (Ιη 15:1-8· 18:11, 15, 16, 25-28) Ωστόσο, οι Ισραηλίτες δεν έδιωξαν τους Ιεβουσαίους αλλά, αντίθετα, επέτρεψαν στους γιους και στις κόρες τους να έρθουν σε επιγαμία με αυτούς τους ανθρώπους, και άρχισαν μάλιστα να λατρεύουν τους ψεύτικους θεούς των Ιεβουσαίων. (Κρ 1:21· 3:5, 6) Σε αυτή την περίοδο, η Ιεβούς παρέμεινε «πόλη αλλοεθνών», στην οποία κάποιος Λευίτης αρνήθηκε κάποτε να διανυκτερεύσει.—Κρ 19:10-12.
Τελικά, το 1070 Π.Κ.Χ., ο Δαβίδ κατέλαβε τη Σιών, το οχυρό των Ιεβουσαίων. (2Σα 5:6-9· 1Χρ 11:4-8) Αργότερα ο Δαβίδ αγόρασε από έναν Ιεβουσαίο ονόματι Ορνά(ν) το αλώνι που υπήρχε προς το Β και εκεί έχτισε ένα θυσιαστήριο και πρόσφερε ειδικές θυσίες. (2Σα 24:16-25· 1Χρ 21:15, 18-28) Έπειτα από χρόνια, ο Σολομών έχτισε σε αυτή τη θέση το μεγαλοπρεπή ναό. (2Χρ 3:1) Στη συνέχεια, έβαλε τους απογόνους των Ιεβουσαίων να εργαστούν στο μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα, αναγκάζοντάς τους να εργάζονται ως δούλοι.—1Βα 9:20, 21· 2Χρ 8:7, 8.
Από την τελευταία αναφορά που έχουμε για τους Ιεβουσαίους, μαθαίνουμε ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν ως εθνότητα και να μολύνουν τη λατρεία των Ισραηλιτών μετά την επιστροφή των τελευταίων από τη βαβυλωνιακή εξορία.—Εσδ 9:1, 2.
-
-
ΙεβουσίΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΒΟΥΣΙ
Βλέπε ΙΕΒΟΥΣ, ΙΕΒΟΥΣΑΙΟΙ.
-
-
ΙεβσάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΒΣΑΜ
(Ιεβσάμ) [Αρωματισμένος· Βάλσαμο· Μυρωδάτος].
Ένας από τους γιους του Θωλά, κεφαλή πατρικού οίκου της φυλής του Ισσάχαρ.—1Χρ 7:1, 2.
-
-
Ιεγάρ-σαχαδουθάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΓΑΡ-ΣΑΧΑΔΟΥΘΑ
(Ιεγάρ-σαχαδουθά) [αραμαϊκό όνομα, που σημαίνει «Σωρός Μαρτυρίας»].
Η αραμαϊκή (συριακή) φράση την οποία χρησιμοποίησε ο Λάβαν για να προσδιορίσει το σωρό από πέτρες πάνω στον οποίο αυτός και ο Ιακώβ έφαγαν ένα γεύμα διαθήκης. Αυτός ο πέτρινος σωρός που ονομάστηκε Ιεγάρ-σαχαδουθά επρόκειτο να αποτελεί «μάρτυρα» για το ότι κανένας από τους δύο δεν θα τον περνούσε με σκοπό να κάνει κακό στον άλλον. Ο Ιακώβ τον ονόμασε με το αντίστοιχο εβραϊκό όνομα «Γαλεέδ».—Γε 31:25, 46-53· βλέπε ΓΑΛΕΕΔ.
-
-
ΙεδαΐαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΔΑΪΑΣ
(Ιεδαΐας).
Δύο εβραϊκά ονόματα που διαφέρουν ως προς τον τρόπο γραφής και τη σημασία και τα οποία μεταγράφονται στην ελληνική με τον ίδιο τρόπο.
[1, 2: εβρ., Γεδαγιάχ]
1. Συμεωνίτης, του οποίου ένας απόγονος, ο Ζιζά, ήταν αρχηγός όταν κυβερνούσε ο Εζεκίας.—1Χρ 4:24, 37, 38, 41.
2. Κάτοικος της μεταιχμαλωσιακής Ιερουσαλήμ ο οποίος επισκεύασε το τμήμα του τείχους της πόλης που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι του. Γιος του Αρουμάφ.—Νε 3:10.
[3-8: εβρ., Γεδα‛γιάχ, Ο Γιαχ Γνωρίζει]
3. Πατρικός οίκος ιερέων που κληρώθηκε ως η 2η από τις 24 ιερατικές ομάδες στις οποίες διαίρεσε ο Δαβίδ το ιερατείο.—1Χρ 24:1, 6, 7.
Παρακάτω αναφέρονται διάφοροι ιερείς της μεταιχμαλωσιακής περιόδου με το όνομα Ιεδαΐας, ορισμένοι από τους οποίους ανήκαν κατά πάσα πιθανότητα στον ίδιο πατρικό οίκο, κάτι που είναι όμως δύσκολο να εξακριβωθεί.
4. Ιερέας—ή ενδεχομένως μέλη του προαναφερθέντος πατρικού οίκου—ο οποίος κατοίκησε στην Ιερουσαλήμ μετά την επιστροφή από τη Βαβυλώνα. Το γεγονός ότι ο Ιεδαΐας αποκαλείται «ο γιος του» Ιωαρίβ στο εδάφιο Νεεμίας 11:10 μπορεί να οφείλεται σε προσθήκη κάποιου αντιγραφέα, όπως φαίνεται από μια σύγκριση με το εδάφιο 1 Χρονικών 9:10. Το όνομα «Ιεδαΐας» και τα άλλα δύο ονόματα (Ιωαρίβ ή Ιεχωιαρίβ και Ιαχίν) τα οποία εμφανίζονται στην αρχή των καταλόγων που περιέχονται στα βιβλία Νεεμίας και Πρώτο Χρονικών είναι ίδια με τα ονόματα κάποιων πατρικών οίκων της εποχής του Δαβίδ. (1Χρ 24:6, 7, 17) Επομένως, ίσως η μνεία αυτή να αφορά απλώς πατρικούς οίκους, με την έννοια ότι αυτοί οι οίκοι είχαν εκπροσώπους, ενώ τα επόμενα ονόματα ίσως να είναι ονόματα συγκεκριμένων προσώπων. Ή ενδέχεται να ανήκαν όλα αυτά τα ονόματα σε πρόσωπα που ζούσαν εκείνη την εποχή.—1Χρ 9:10-12· Νε 11:10-13.
5. Προπάτορας 973 ιερέων οι οποίοι επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα μαζί με τον Ζοροβάβελ. (Εσδ 2:1, 2, 36· Νε 7:39) Ενδεχομένως, αυτοί ήταν μέλη του ίδιου πατρικού οίκου (Αρ. 3), εκτός αν το ότι ήταν «από τον οίκο του Ιησού» υπονοεί πως είχαν κάποια σχέση με την αρχιερατική γραμμή.
6, 7. Δύο ιερείς με αυτό το όνομα περιλαμβάνονται στον κατάλογο εκείνων που επέστρεψαν μαζί με τον Ιησού και τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. (Νε 12:1, 6, 7) Την εποχή που ήταν αρχιερέας ο διάδοχος του Ιησού, ο Ιεχωακείμ, καθένα από τα δύο ονόματα μνημονεύεται ως πατρικός οίκος—ο ένας οίκος με εκπρόσωπο τον Οζί και ο άλλος με εκπρόσωπο τον Νεθανήλ. (Νε 12:12, 19, 21) Το αν ο ένας από αυτούς τους δύο Ιεδαΐες ή και οι δύο συνδέονται με τον αρχικό πατρικό οίκο (Αρ. 3) δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί.
8. Ένας από τους επαναπατρισμένους εξορίστους από τους οποίους πάρθηκε χρυσάφι και ασήμι για να φτιαχτεί ένα στέμμα για τον Αρχιερέα Ιησού. (Ζαχ 6:10-14) Δεν γίνεται κανένας ιδιαίτερος συσχετισμός με τους προαναφερθέντες ιερείς.
-
-
ΙεδεΐαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΔΕΪΑΣ
(Ιεδεΐας) [πιθανώς, Είθε να Ευφρανθεί ο Ιεχωβά].
1. Λευίτης (ή ο πατρικός οίκος του) ο οποίος καταγόταν από τον Αμράμ και περιλήφθηκε στην αναδιοργάνωση των Λευιτών από τον Δαβίδ.—1Χρ 24:20, 31.
2. Μερωνοθίτης, υπεύθυνος για τα θηλυκά γαϊδούρια του Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 27:30.
-
-
ΙεδιαήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΔΙΑΗΛ
(Ιεδιαήλ) [[Τον] Γνωρίζει ο Θεός· Γνωρίζεται από τον Θεό].
1. Γιος του Βενιαμίν. Οι απόγονοι του Ιεδιαήλ αριθμούσαν κάποτε 17.200 γενναίους, κραταιούς άντρες. (1Χρ 7:6, 10, 11) Πρόκειται πιθανότατα για το ίδιο πρόσωπο με τον γιο του Βενιαμίν που λεγόταν Ασβήλ.—Γε 46:21· βλέπε ΑΣΒΗΛ, ΑΣΒΗΛΙΤΕΣ.
2. Ένας από τους πολεμιστές και αρχηγούς της φυλής του Μανασσή που συντάχθηκαν με το στρατό του Δαβίδ την εποχή που εκείνος ήταν στρατοπεδευμένος στη Σικλάγ. (1Χρ 12:20, 21) Ενδέχεται να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 3.
3. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, γιος του Σιμρί.—1Χρ 11:26, 45· βλέπε Αρ. 2.
4. Πυλωρός του οίκου του Ιεχωβά, ο οποίος διορίστηκε τον καιρό που βασίλευε ο Δαβίδ. Ήταν ο δεύτερος γιος του Κορεΐτη Μεσελεμία.—1Χρ 26:1, 2.
-
-
ΙεδιδάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΔΙΔΑ
(Ιεδιδά) [Αγαπητή].
Σύζυγος του Αμών και μητέρα του Βασιλιά Ιωσία, τον οποίο γέννησε το 667 Π.Κ.Χ. Ήταν κόρη του Αδαΐα από τη Βοσκάθ.—2Βα 21:24-26· 22:1.
-
-
ΙεδιδίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΔΙΔΙΑΣ
(Ιεδιδίας) [Αγαπητός του Γιαχ].
Το όνομα που έδωσε ο Νάθαν, ο προφήτης του Ιεχωβά, στο δεύτερο παιδί του Δαβίδ και της Βηθ-σαβεέ. (2Σα 12:24, 25) Αυτό το όνομα αποτελούσε απόδειξη του ότι ο Ιεχωβά είχε αγαπήσει και αποδεχτεί το νεογέννητο βρέφος, σε αντιδιαστολή με την απόρριψη του προηγούμενου παιδιού, του καρπού της μοιχείας τους, το οποίο πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. (2Σα 12:13-19) Στη χρήση, όμως, το όνομα Ιεδιδίας δεν επικράτησε έναντι του ονόματος Σολομών.—Βλέπε ΣΟΛΟΜΩΝ.
-
-
ΙεδλάφΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΔΛΑΦ
(Ιεδλάφ).
Ο έβδομος κατονομαζόμενος γιος του Ναχώρ, από τους οχτώ που απέκτησε με τη σύζυγό του τη Μελχά. Ως εκ τούτου, ο Ιεδλάφ ήταν ανιψιός του Αβραάμ και θείος της συζύγου του Ισαάκ, της Ρεβέκκας.—Γε 22:20-23· 24:67.
-
-
ΙεδουθούνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΔΟΥΘΟΥΝ
(Ιεδουθούν) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «εξυμνώ»].
1. Λευίτης μουσικός. Προφανώς ο Ιεδουθούν ονομαζόταν αρχικά Εθάν, διότι πριν από τον ερχομό της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ, αναφέρεται ο «Εθάν» σε συνδυασμό με τους άλλους μουσικούς, τον Αιμάν και τον Ασάφ, ενώ μετά αναφέρεται μαζί με αυτά τα πρόσωπα ο «Ιεδουθούν». (1Χρ 15:17, 19· 25:1) Δεν γίνεται καμιά μνεία για τους προγόνους του Ιεδουθούν, ενώ γίνεται μνεία για τους προγόνους του Εθάν. (1Χρ 6:44-47) Επίσης, δεν μνημονεύονται απόγονοι του Εθάν, ενώ μνημονεύονται απόγονοι του Ιεδουθούν. (1Χρ 9:16) Η αλλαγή του ονόματος του Εθάν [το οποίο σημαίνει «Συνεχής· Ρέων Ανέκαθεν»] σε Ιεδουθούν [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «εξυμνώ»] οπωσδήποτε εναρμονιζόταν με το διορισμό που του δόθηκε.—1Χρ 16:41· βλέπε ΕΘΑΝ Αρ. 3.
Ο Ιεδουθούν και η οικογένειά του, που ήταν οικογένεια μουσικών, συμμετείχαν σε διάφορους εορτασμούς, όταν άρμοζε η “απόδοση ευχαριστιών και ο αίνος του Ιεχωβά” (1Χρ 25:3)—για παράδειγμα, κατά τη μεταφορά της κιβωτού της διαθήκης στην Ιερουσαλήμ. (1Χρ 16:1, 41, 42) Από τις 24 υποδιαιρέσεις στις οποίες χωρίστηκαν οι μουσικοί του αγιαστηρίου ως αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης που έκανε ο Δαβίδ, η 2η, η 4η, η 8η, η 10η, η 12η και η 14η κληρώθηκαν στους έξι γιους του Ιεδουθούν, που εργάζονταν όλοι υπό τη διεύθυνση του πατέρα τους. (1Χρ 25:1, 3, 6, 7, 9, 11, 15, 17, 19, 21) Το γεγονός ότι ο Ιεδουθούν, ο Ασάφ και ο Αιμάν μοιράζονταν αυτές τις υπηρεσίες σήμαινε ότι καθένας από τους τρεις κύριους κλάδους των Λευιτών (ο Μεραρί, ο Γηρσώμ και ο Καάθ αντίστοιχα) εκπροσωπούνταν στις τάξεις των μουσικών του ναού. (1Χρ 6:31-47) Και οι τρεις αυτές ομάδες αίνεσαν τον Ιεχωβά με μουσική όταν ο Σολομών εγκαινίασε το ναό. (2Χρ 5:12, 13) Απόγονοι του Ιεδουθούν μνημονεύονται κατά την περίοδο της βασιλείας του Εζεκία, ακόμη δε και μεταξύ των εξορίστων που επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα.—2Χρ 29:1, 12, 14, 15· Νε 11:17.
Σε τρεις επιγραφές ψαλμών γίνεται μνεία του Ιεδουθούν. Δύο από αυτές (Ψλ 39, 62) αναφέρουν: «Προς τον διευθύνοντα του Ιεδουθούν» («σύμφωνα με τον τρόπο [της χορωδίας] του Ιεδουθούν», Ro, υποσ. στην επιγραφή του Ψλ 39), ενώ η τρίτη επιγραφή (Ψλ 77) αναφέρει: «Προς τον διευθύνοντα, για Ιεδουθούν». (ΜΝΚ· Ro· «επί», ΛΧ) Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις, η σύνθεση του ψαλμού αποδίδεται σε κάποιον άλλον—οι πρώτοι δύο στον Δαβίδ και ο τρίτος στον Ασάφ—επομένως δεν υπονοείται ότι τους συνέθεσε ο Ιεδουθούν, αν και αλλού αποκαλείται “ο οραματιστής του βασιλιά”, ενώ λέγεται και ότι «προφήτευε με άρπα». (2Χρ 35:15· 1Χρ 25:1, 3) Άρα, οι επιγραφές αυτών των τριών ψαλμών είναι προφανώς οδηγίες για τον τρόπο εκτέλεσής τους, προσδιορίζοντας ίσως κάποια τεχνική ή ακόμη και ένα μουσικό όργανο, το οποίο συνδεόταν κατά κάποιον τρόπο με τον Ιεδουθούν ή το οποίο είχε εφεύρει, εισαγάγει, βελτιώσει ή καθιερώσει μέσω χρήσης ο ίδιος ή οι γιοι του.
2. Λευίτης του οποίου κάποιος γιος ή απόγονος, ο Ωβήδ-εδώμ, ήταν πυλωρός όταν ο Δαβίδ διευθέτησε τη μεταφορά της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 16:1, 37, 38.
-
-
ΙεζάβελΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΖΑΒΕΛ
(Ιεζάβελ) [φοινικικής προέλευσης· πιθανώς σημαίνει «Πού Είναι ο Εξέχων [δηλαδή ο άρχοντας];»].
1. Σύζυγος του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ κατά το δεύτερο ήμισυ του δέκατου αιώνα Π.Κ.Χ. Υπήρξε δεσποτική βασίλισσα και ένθερμη οπαδός του Βααλισμού σε βάρος της λατρείας του Ιεχωβά. Από αυτή την άποψη έμοιαζε με τον πατέρα της τον Εθβάαλ (Ιθώβαλο), το βασιλιά της Σιδώνας—προφανώς αυτόν που ο αρχαίος ιστορικός Μένανδρος (σύμφωνα με το έργο του Ιώσηπου Κατ’ Απίωνος, Α΄, 116, 123 [18]) προσδιορίζει ως ιερέα της Αστάρτης (Αστορέθ), ο οποίος πήρε το θρόνο δολοφονώντας τον ίδιο του το βασιλιά.—1Βα 16:30, 31.
Πιθανότατα ο Αχαάβ παντρεύτηκε αυτή την ειδωλολάτρισσα πριγκίπισσα, την Ιεζάβελ, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, χωρίς να υπολογίσει τις καταστροφικές συνέπειες που θα προέκυπταν από θρησκευτική άποψη. Και όταν πια είχε συνάψει αυτόν το γάμο, ήταν φυσικό επακόλουθο να θελήσει να ευχαριστήσει τη σύζυγό του, που με τόσο ζήλο λάτρευε τον Βάαλ, με το να χτίσει έναν ναό και ένα θυσιαστήριο για τον Βάαλ, να στήσει έναν φαλλικό «ιερό στύλο» και κατόπιν να την ακολουθήσει στην ειδωλολατρία της. Με όλα αυτά, ο Αχαάβ έκανε περισσότερα για να προσβάλει τον Ιεχωβά από όλους τους προγενέστερους βασιλιάδες του Ισραήλ.—1Βα 16:32, 33.
Η Ιεζάβελ, μη αρκούμενη στο ότι η λατρεία του Βάαλ είχε την επίσημη έγκριση του θρόνου, προσπάθησε σκληρά να εξαλείψει τη λατρεία του Ιεχωβά από τη χώρα. Γι’ αυτόν το σκοπό, διέταξε τη θανάτωση όλων των προφητών του Ιεχωβά, αλλά ο Θεός προειδοποίησε τον Ηλία λέγοντάς του να φύγει πέρα από τον Ιορδάνη για να σωθεί, ο δε Αβδιού, ο οικονόμος του ανακτόρου, έκρυψε άλλους εκατό προφήτες σε σπηλιές. (1Βα 17:1-3· 18:4, 13) Λίγο καιρό αργότερα, ο Ηλίας τράπηκε και πάλι σε φυγή για να σώσει τη ζωή του όταν η Ιεζάβελ τού μήνυσε, μέσω προσωπικού αγγελιοφόρου, ότι είχε ορκιστεί να τον σκοτώσει.—1Βα 19:1-4, 14.
Τελικά, οι προφήτες του Βάαλ έφτασαν τους 450 και οι προφήτες του ιερού στύλου τους 400. Όλους αυτούς τους φρόντιζε η Ιεζάβελ και τους έτρεφε από το δικό της βασιλικό τραπέζι με έξοδα του Κράτους. (1Βα 18:19) Αλλά παρότι προσπάθησε με φανατισμό να εξαλείψει τη λατρεία του Ιεχωβά, ο Ιεχωβά αποκάλυψε ότι, τελικά, “όλα τα γόνατα που δεν είχαν λυγίσει στον Βάαλ και κάθε στόμα που δεν τον είχε φιλήσει” έφταναν τα 7.000 άτομα.—1Βα 19:18.
Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε η Ιεζάβελ στον Ναβουθέ μάς δίνει άλλη μια άποψη του πονηρού χαρακτήρα αυτής της γυναίκας, ενός χαρακτήρα άκρως ιδιοτελούς, αδίστακτου, αλαζονικού και βάναυσου. Όταν ο Αχαάβ σκυθρώπιασε και μελαγχόλησε επειδή ο Ναβουθέ αρνήθηκε να του πουλήσει το αμπέλι που είχε κληρονομήσει, αυτή η αδίστακτη γυναίκα παραγκώνισε αναίσχυντα την ηγεσία του συζύγου της και δήλωσε αλαζονικά: «Εγώ θα σου δώσω το αμπέλι του Ναβουθέ». (1Βα 21:1-7) Κατόπιν έγραψε επιστολές, υπογεγραμμένες και σφραγισμένες με το όνομα του Αχαάβ, με τις οποίες διέταζε τους πρεσβυτέρους και τους ευγενείς της ιδιαίτερης πατρίδας του Ναβουθέ να βάλουν άχρηστους άντρες να τον κατηγορήσουν ψευδώς ότι καταράστηκε τον Θεό και το βασιλιά και στη συνέχεια να τον βγάλουν έξω και να τον λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου. Έτσι θανατώθηκε ο Ναβουθέ, με καταστρατήγηση της δικαιοσύνης. Τότε ο Αχαάβ άρπαξε το αμπέλι με σκοπό να το μετατρέψει σε λαχανόκηπο.—1Βα 21:8-16.
Για αυτή την κατάφωρη περιφρόνηση της δικαιοσύνης, ο Ιεχωβά εξήγγειλε ότι ο Αχαάβ και οι απόγονοί του θα καταστρέφονταν και θα σαρώνονταν μια για πάντα. «Κανείς ανεξαιρέτως δεν ήταν σαν τον Αχαάβ, ο οποίος πούλησε τον εαυτό του στο να πράττει το κακό στα μάτια του Ιεχωβά και τον οποίο υποκινούσε η Ιεζάβελ η σύζυγός του». Γι’ αυτόν το λόγο, ο Ιεχωβά απηύθυνε την εξής κρίση εναντίον της Ιεζάβελ: «Οι σκύλοι θα φάνε την Ιεζάβελ».—1Βα 21:17-26.
Ύστερα από κάποιο διάστημα ο Αχαάβ πέθανε και τον διαδέχθηκε αρχικά ο Οχοζίας, ένας γιος της Ιεζάβελ ο οποίος κυβέρνησε δύο χρόνια, και στη συνέχεια ο Ιωράμ, ένας άλλος γιος της ο οποίος κυβέρνησε τα επόμενα 12 χρόνια, προτού τερματιστεί τελικά η δυναστεία του Αχαάβ. (1Βα 22:40, 51-53· 2Βα 1:17· 3:1) Ενόσω βασίλευαν αυτοί οι γιοι, η Ιεζάβελ—από τη θέση πλέον της βασιλομήτορος—συνέχισε να ασκεί επιρροή στη χώρα με τις πορνείες και τις μαγγανείες της. (2Βα 9:22) Η επιρροή της έγινε αισθητή ακόμη και στον Ιούδα προς το Ν, όπου η πονηρή της κόρη η Γοθολία, η οποία είχε παντρευτεί το βασιλιά του Ιούδα, διατήρησε το ιεζαβελικό πνεύμα στο νότιο βασίλειο άλλα έξι χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της.—2Βα 8:16-18, 25-27· 2Χρ 22:2, 3, 12· 24:7.
Όταν η Ιεζάβελ έμαθε ότι ο Ιηού είχε σκοτώσει τον Βασιλιά Ιωράμ, το γιο της, και κατευθυνόταν προς την Ιεζραέλ, έβαψε επιδέξια τα μάτια της, στόλισε τα μαλλιά της και στάθηκε μπροστά σε ένα ψηλό παράθυρο που έβλεπε προς την πλατεία του ανακτόρου. Από εκεί χαιρέτησε το νικητή κατά τη θριαμβευτική του είσοδο, λέγοντας: «Του βγήκε σε καλό του Ζιμβρί, του φονιά του κυρίου του;» Αυτός ο σαρκαστικός χαιρετισμός αποτελούσε πιθανώς συγκαλυμμένη απειλή, διότι ο Ζιμβρί, αφού σκότωσε το βασιλιά του και σφετερίστηκε το θρόνο, αυτοκτόνησε έπειτα από εφτά ημέρες, όταν απειλήθηκε η ζωή του.—2Βα 9:30, 31· 1Βα 16:10, 15, 18.
Η απάντηση του Ιηού σε αυτή την εχθρική υποδοχή ήταν: «Ποιος είναι μαζί μου; Ποιος;» Όταν δυο τρεις αυλικοί κοίταξαν προς τα έξω, εκείνος πρόσταξε: «Ρίξτε την κάτω!» Από την ορμή της πτώσης, το αίμα της τινάχτηκε πάνω στον τοίχο και στα άλογα, και η ίδια ποδοπατήθηκε, πιθανώς από τα άλογα. Λίγο αργότερα, όταν κάποιοι πήγαν να θάψουν αυτή την «κόρη βασιλιά», διαπίστωσαν ότι ήδη οι νεκροφάγοι σκύλοι την είχαν σχεδόν εξαφανίσει, ακριβώς όπως είχε προείπει «ο λόγος του Ιεχωβά τον οποίο ανήγγειλε μέσω του υπηρέτη του, του Ηλία», αφήνοντας μόνο το κρανίο, τα πόδια και τις παλάμες των χεριών της ως απόδειξη του γεγονότος ότι όλα όσα λέει ο Ιεχωβά πραγματοποιούνται.—2Βα 9:32-37.
2. Η «γυναίκα» στην εκκλησία των Θυατείρων που αυτοαποκαλούνταν προφήτισσα. Χωρίς αμφιβολία, το όνομα Ιεζάβελ δόθηκε σε αυτή τη «γυναίκα» επειδή η πονηρή διαγωγή της έμοιαζε με τη διαγωγή της συζύγου του Αχαάβ. Αυτή η «γυναίκα», όχι μόνο δίδασκε την ψεύτικη θρησκεία και παροδηγούσε πολλούς ώστε να πορνεύσουν και να ασκήσουν ειδωλολατρία, αλλά επίσης ήταν πωρωμένη και αρνούνταν να μετανοήσει. Γι’ αυτόν το λόγο, «ο Γιος του Θεού» διακήρυξε ότι θα την έριχνε σε κρεβάτι αρρώστιας και θα σκότωνε τα παιδιά της, για να δείξει ότι ο καθένας αμείβεται σύμφωνα με τα έργα του.—Απ 2:18-23.
-
-
ΙεζανίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΖΑΝΙΑΣ
(Ιεζανίας) [πιθανότατα συντετμημένη μορφή του Ιααζανίας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Δώσει Ακρόαση»].
Ένας από τους αρχηγούς της στρατιωτικής δύναμης των Ιουδαίων που αποδέχτηκαν τη σύντομη διοίκηση του Γεδαλία, το 607 Π.Κ.Χ. (Ιερ 40:8, 9· 42:1) Ο Ιεζανίας αποκαλείται και Αζαρίας (Ιερ 43:2), καθώς και Ιααζανίας.—2Βα 25:23.
-
-
ΙεζεκιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΖΕΚΙΗΛ
(Ιεζεκιήλ) [Ο Θεός Ενισχύει].
Γιος του ιερέα Βουζί. Ήταν ένας από τους αιχμαλώτους τους οποίους ο Ναβουχοδονόσορ πήρε στη Βαβυλώνα μαζί με τον Ιωαχίν το 617 Π.Κ.Χ. Τα πρώτα οράματα του Θεού ήρθαν σε αυτόν «το τριακοστό έτος, τον τέταρτο μήνα, την πέμπτη ημέρα του μήνα», στο «πέμπτο έτος της εξορίας του Βασιλιά Ιωαχίν». Προφήτευσε στους Ιουδαίους που ζούσαν δίπλα στον ποταμό Χεβάρ ο οποίος, σύμφωνα με ορισμένους σύγχρονους μελετητές, ήταν ένα από τα μεγάλα κανάλια της Βαβυλώνας. «Το τριακοστό έτος» φαίνεται ότι αναφέρεται στην ηλικία του Ιεζεκιήλ. Τότε άρχισε αυτός το προφητικό του έργο.—Ιεζ 1:1-3.
Εφόσον προερχόταν από ιερατική οικογένεια, ασφαλώς ήταν καλά εξοικειωμένος με το ναό, με τη διάταξή του, καθώς και με όλες τις δραστηριότητες που λάβαιναν χώρα εκεί, και ήταν ειδήμονας στο Νόμο. Είναι πιθανό ότι ο Ιεζεκιήλ γνώριζε επίσης καλά τον Ιερεμία και τις προφητείες του, διότι ο Ιερεμίας ήταν προφήτης στην Ιερουσαλήμ όταν ο Ιεζεκιήλ ήταν σε νεαρή ηλικία. Επίσης, ο Ιεζεκιήλ είχε το πλεονέκτημα ότι έζησε στον Ιούδα στη διάρκεια μέρους της βασιλείας του δίκαιου Βασιλιά Ιωσία, ο οποίος κατέστρεψε τα θυσιαστήρια των Βάαλ και τις γλυπτές εικόνες, άρχισε να επισκευάζει το ναό και ενέτεινε τη μεταρρύθμισή του για την αποκατάσταση της αγνής λατρείας στον Ιούδα όταν βρέθηκε στο ναό το βιβλίο του Νόμου (προφανώς ένα πρωτότυπο γραμμένο από τον Μωυσή).—2Χρ 34.
Προτού η Βαβυλώνα καταστρέψει την Ιερουσαλήμ, σε ποιες στρατηγικές τοποθεσίες είχε εγκαταστήσει τους προφήτες του ο Ιεχωβά;
Ο προφητικός βίος του Ιεζεκιήλ συνέπιπτε με του Ιερεμία και του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας υπηρέτησε ως προφήτης του Θεού για τους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα, ερχόμενος σε επαφή με τους διεφθαρμένους βασιλιάδες του Ιούδα. Ο Δανιήλ, ο οποίος βρισκόταν στην αυλή της Βαβυλώνας και αργότερα της Μηδοπερσίας, έλαβε προφητείες σχετικά με τη διαδοχή των παγκόσμιων δυνάμεων και την ήττα τους από τη Βασιλεία του Θεού. Ο Ιεζεκιήλ υπηρέτησε μεταξύ των Ιουδαίων και των ηγετών τους στη Βαβυλωνία και συνέχισε το έργο των προφητών εκεί. Ενώ, λοιπόν, οι Ιουδαίοι της Ιερουσαλήμ είχαν το πλεονέκτημα του ναού και του αρχιερέα του, καθώς και του ιερέα-προφήτη Ιερεμία, εκείνοι που ζούσαν στη Βαβυλώνα δεν είχαν εγκαταλειφθεί από τον Ιεχωβά. Ο Ιεζεκιήλ ήταν ο προφήτης του Θεού για εκείνους, και μολονότι δεν εκτελούσε υπηρεσίες σχετικές με θυσίες, βρισκόταν εκεί ως σύμβουλος και δάσκαλος του νόμου του Θεού.
Υπήρχε επίσης στενή σχέση ανάμεσα στο προφητικό έργο του Ιερεμία και του Ιεζεκιήλ, καθώς και οι δύο αντέκρουαν και αγωνίζονταν να διώξουν από το μυαλό των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ και στη Βαβυλωνία την ιδέα ότι ο Θεός επρόκειτο να τερματίσει γρήγορα τη βαβυλωνιακή κυριαρχία και ότι η Ιερουσαλήμ δεν θα έπεφτε. Μάλιστα ο Ιερεμίας έστειλε μια επιστολή προς τους αιχμαλώτους στη χώρα της Βαβυλωνίας, λέγοντάς τους να τακτοποιήσουν τη ζωή τους στη Βαβυλώνα και να ζήσουν ειρηνικά εκεί, επειδή θα περνούσαν 70 χρόνια προτού απελευθερωθούν. Είναι βέβαιο ότι ο Ιεζεκιήλ άκουσε το περιεχόμενο αυτής της επιστολής. Επίσης, μπορεί να ήταν παρών κατά την ανάγνωση του βιβλίου που έστειλε αργότερα ο Ιερεμίας, με το οποίο προέλεγε την πτώση της Βαβυλώνας.—Ιερ 29· 51:59-64.
Προφήτευσε σε έναν “Ισχυρογνώμονα” Λαό. Οι αιχμάλωτοι στη Βαβυλωνία βρίσκονταν σε καλύτερη θέση ενώπιον του Ιεχωβά από τους Ιουδαίους οι οποίοι είχαν απομείνει στον Ιούδα, όπως συμβολίζεται από τα καλάθια με τα καλά και τα κακά σύκα που είδε ο Ιερεμίας. (Ιερ 24) Αλλά παρ’ όλα αυτά, το έργο που έπρεπε να επιτελέσει ο Ιεζεκιήλ δεν ήταν εύκολο, επειδή οι αιχμάλωτοι Ισραηλίτες ήταν και αυτοί μέρος του στασιαστικού οίκου. Όπως ειπώθηκε στον Ιεζεκιήλ, «είναι ισχυρογνώμονες, είναι αγκίδες που σε τρυπούν, και κατοικείς ανάμεσα σε σκορπιούς». (Ιεζ 2:6) Κατόπιν προσταγής του Ιεχωβά, άρχισε να κατοικεί ανάμεσα στους εξορίστους στο Τελ-αβίβ, δίπλα στον ποταμό Χεβάρ. (Ιεζ 3:4, 15) Μολονότι οι Ιουδαίοι ήταν εξόριστοι, ζούσαν σε ιδιόκτητα σπίτια. (Ιερ 29:5) Είχαν τη δυνατότητα να παραμένουν, τουλάχιστον μέχρις ενός βαθμού, οργανωμένοι από θρησκευτική άποψη. Οι πρεσβύτεροι του Ιούδα μπόρεσαν να επισκεφτούν τον Ιεζεκιήλ αρκετές φορές. (Ιεζ 8:1· 14:1· 20:1) Ακόμη και όταν έφτασε η ώρα της αποκατάστασης στο τέλος των 70 ετών, πολλοί από αυτούς τους Ιουδαίους δεν ήθελαν να φύγουν από τη Βαβυλώνα.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους τουλάχιστον ορισμένοι Ιουδαίοι της Βαβυλώνας δεν ήθελαν να επιστρέψουν ίσως ήταν ο υλισμός. Μια αμερικανική αποστολή έφερε στο φως τα αρχεία ενός μεγάλου εμπορικού οίκου που ονομαζόταν «Μουρασού και Υιοί», σε ένα κανάλι του Ευφράτη κοντά στη Νιπούρ, η οποία σύμφωνα με ορισμένους μελετητές βρισκόταν κοντά στον Χεβάρ. Οι επιγραφές που βρέθηκαν εκεί περιέχουν αρκετά εβραϊκά ονόματα, πράγμα που δείχνει ότι οι Ισραηλίτες είχαν αποκατασταθεί από υλική άποψη και ότι πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στις εμπορικές δραστηριότητες της Βαβυλώνας.
Ο Θάνατος της Συζύγου Του. Ο Ιεζεκιήλ λέει ότι έλαβε την αποστολή του ενώ ήταν δίπλα στον ποταμό Χεβάρ, το πέμπτο έτος της εξορίας του Βασιλιά Ιωαχίν (δηλαδή το 613 Π.Κ.Χ.). Προφήτευσε τουλάχιστον 22 χρόνια, μέχρι περίπου το 591 Π.Κ.Χ., εφόσον η τελευταία χρονολογημένη προφητεία του διατυπώθηκε στο 27ο έτος της εξορίας. (Ιεζ 29:17) Φαίνεται ότι ο Ιεζεκιήλ είχε έναν ευτυχισμένο γάμο. Κατόπιν ο Ιεχωβά τού είπε: «Γιε ανθρώπου, εγώ παίρνω από εσένα με πλήγμα αυτό που είναι επιθυμητό στα μάτια σου». (Ιεζ 24:16) Η σύζυγός του ίσως υπήρξε άπιστη στον ίδιο ή στον Ιεχωβά, αλλά όποιος και αν ήταν ο λόγος για τον οποίο πέθανε, ο Ιεζεκιήλ διατάχθηκε να μην κλάψει, αλλά να αναστενάζει χωρίς λόγια. Του ειπώθηκε να φορέσει το κάλυμμα του κεφαλιού του και να αποφύγει οποιαδήποτε σημεία ή εκδηλώσεις πένθους. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά θα χρησίμευαν ως σημείο στους Ισραηλίτες που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα το οποίο θα πιστοποιούσε ότι ο Ιεχωβά θα βεβήλωνε το αγιαστήριό του για το οποίο αυτοί καμάρωναν τόσο πολύ, και ότι, παρά τις προσδοκίες τους, η Ιερουσαλήμ θα καταστρεφόταν.—Ιεζ 24:17-27.
“Φρουρός”. Ο τρόπος με τον οποίο έλαβε ο Ιεζεκιήλ την αποστολή να είναι προφήτης είναι παρόμοιος με αυτόν που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του Ησαΐα. Του δόθηκε ένα φοβερό όραμα στο οποίο είδε τον Ιεχωβά να κάθεται στο θρόνο του και να υπηρετείται από ζωντανά πλάσματα που είχαν τέσσερα πρόσωπα και φτερούγες και συνοδεύονταν από τροχούς μέσα σε τροχούς, οι οποίοι κινούνταν μαζί με τα ζωντανά πλάσματα. Στη συνέχεια μίλησε ο Ιεχωβά, προσφωνώντας τον Ιεζεκιήλ «γιε ανθρώπου», για να θυμίσει στον προφήτη ότι δεν ήταν παρά χωματένιος άνθρωπος. (Ιεζ κεφ. 1, 2· παράβαλε Ησ 6.) Αποστελλόταν ως φρουρός για τον οίκο του Ισραήλ ώστε να τους προειδοποιήσει σχετικά με την πονηρή οδό τους. Μολονότι αυτοί θα ήταν πολύ σκληρόκαρδοι, εντούτοις η προειδοποίηση ήταν απαραίτητη για να γνωρίσουν ότι ο Ιεχωβά είχε στείλει προφήτη στο μέσο τους. Παρ’ όλο που θα αρνούνταν να ακούσουν, αν εκείνος δεν τους προειδοποιούσε με τα λόγια που του είχε δώσει ο Ιεχωβά, θα θεωρούνταν υπεύθυνος για τη ζωή τους—θα ήταν ένοχος αίματος.—Ιεζ 3:7, 17, 18· 2:4, 5· 33:2-9.
Παραστατικές Εξεικονίσεις. Ο Ιεζεκιήλ προφήτευε συχνά μέσω παραστάσεων, παρουσιάζοντας συμβολικές σκηνές, καθώς και μέσω οραμάτων, αλληγοριών και παραβολών. Μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη παράσταση ήταν η διάρκειας 390 και 40 ημερών απεικόνιση της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ, η οποία απεικόνιση περιλαμβάνει μια σημαντική χρονική προφητεία. Απαιτούνταν υπακοή, υπομονή και πολλή πίστη για να παρουσιαστεί αυτή η απεικονιστική προειδοποίηση σε έναν άπιστο και χλευαστικό λαό. Κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, ο Ιεζεκιήλ έστρεψε την προφητική του προσοχή στα ειδωλολατρικά έθνη τα οποία μισούσαν τον Ισραήλ και τα οποία θα συνεργάζονταν για την πτώση του και θα χαίρονταν για αυτήν. Ο ίδιος περιέγραψε την τιμωρία που θα τους επέφερε ο Ιεχωβά. Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο τόνος της προφητείας του Ιεζεκιήλ άλλαξε. Αφού καταδίκασε με δριμύτητα τους άπληστους ποιμένες του Ισραήλ και τον Σηείρ, επικέντρωσε τις προφητικές του δραστηριότητες στο να οικοδομήσει πίστη στην υπόσχεση του Θεού ότι ο Ισραήλ θα αναζωογονούνταν, θα συγκεντρωνόταν ξανά και θα ενωνόταν, και ότι η ένδοξη ποίμανση από τον “υπηρέτη” του Ιεχωβά, “τον Δαβίδ”, θα τους έφερνε ευλογίες στον αιώνα υπό μια διαθήκη ειρήνης. (Ιεζ 37) Στη συνέχεια ο Ιεζεκιήλ περιγράφει με λεπτομέρειες τον ανοικοδομημένο ναό, τον οποίο του σκιαγράφησε ο Ιεχωβά. Αυτός ο ναός που είδε σε όραμα εξεικόνιζε κάτι που θα ερχόταν σε ύπαρξη στο μακρινό μέλλον, αφού στην πραγματικότητα ποτέ δεν κατασκευάστηκε τέτοιος ναός.—Ιεζ 40-48.
Ομοιότητες με το Έργο του Ιησού Χριστού. Υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ του έργου που έκανε ο Ιεζεκιήλ και του έργου που έκανε ο Ιησούς. Τόσο ο Ιεζεκιήλ όσο και ο Ιησούς έπρεπε να αντιμετωπίσουν έναν αδιάφορο, σκληρόκαρδο λαό μεταδίδοντάς του ένα καταδικαστικό άγγελμα, το οποίο περιλάμβανε και ένα άγγελμα ελπίδας για εκείνους που θα εγκατέλειπαν την πονηρή πορεία τους. Στον Ιεζεκιήλ ειπώθηκε ότι ο λαός θα ερχόταν και θα άκουγε τα λόγια του, αλλά οι καρδιές τους δεν θα ανταποκρίνονταν. (Ιεζ 33:30-32) Με παρόμοιο τρόπο, πολλά πλήθη έβγαιναν να ακούσουν τα λόγια του Ιησού, αλλά λίγοι ανταποκρίθηκαν στις διδασκαλίες του με εκτίμηση. Ο Ιεζεκιήλ κήρυξε σε αιχμαλώτους στη Βαβυλωνία. Ο Ιησούς ανήγγειλε ότι ήταν απεσταλμένος να κηρύξει απελευθέρωση στους αιχμαλώτους (Λου 4:18), εξηγώντας με σαφήνεια στους Ιουδαίους ότι βρίσκονταν σε πνευματικά δεσμά και ότι χρειάζονταν απελευθέρωση, την οποία εκείνος είχε σταλεί να χορηγήσει. (Ιωα 8:31-36) Όπως και ο Ιεζεκιήλ, ποτέ δεν έλεγξε τους Ιουδαίους με δικά του λόγια, αλλά μετέφερε ό,τι του είχε ζητήσει ο Ιεχωβά να πει.—Ιωα 5:19, 30.
Η Ελπίδα του Ιεζεκιήλ. Ο Ιεζεκιήλ ήταν πιστός στον Θεό και εκτέλεσε κάθε εντολή που του δόθηκε, μολονότι το έργο του ήταν δύσκολο. Συγκαταλέγεται στους προφήτες που υπέμειναν μέσω πίστης και “επιδίωκαν έναν καλύτερο τόπο, δηλαδή έναν που ανήκει στον ουρανό”. (Εβρ 11:16) Παρότι δεν ανήκε στην τάξη που απαρτίζει τη Βασιλεία των ουρανών (Ματ 11:11), ο Ιεζεκιήλ απέβλεπε στον καιρό της εγκαθίδρυσης της Μεσσιανικής Βασιλείας, και στον ορισμένο καιρό θα δει, μέσω ανάστασης, την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού και την ευλογία της Μεσσιανικής διακυβέρνησης. (Εβρ 11:39, 40) Ο Ιεζεκιήλ αποτελεί εξαίρετο παράδειγμα ενεργητικότητας, θάρρους, υπακοής και ζήλου για τη λατρεία του Θεού.
-
-
Ιεζεκιήλ (Βιβλίο)Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΖΕΚΙΗΛ (ΒΙΒΛΙΟ)
Αυτό το σημαντικό βιβλίο φέρει το όνομα του προφήτη που το έγραψε. Ο Ιεζεκιήλ, γιος του Βουζί του ιερέα, πιθανόν να ολοκλήρωσε τη συγγραφή του βιβλίου στη Βαβυλωνία γύρω στο έτος 591 Π.Κ.Χ. Το βιβλίο καλύπτει κατά προσέγγιση περίοδο 22 ετών, από το 613 μέχρι περίπου το 591 Π.Κ.Χ.—Ιεζ 1:1-3· 29:17.
Το βιβλίο του Ιεζεκιήλ διακρίνεται για τα οράματα, τις παρομοιώσεις και τις αλληγορίες ή παραβολές που περιέχει, ιδίως δε για την παρουσίαση συμβολικών σκηνών, όπως όταν ο Θεός είπε στον Ιεζεκιήλ να χαράξει ένα σχέδιο της Ιερουσαλήμ πάνω σε πλίθο και μετά να στήσει εικονική πολιορκία εναντίον της ως σημείο για τον Ισραήλ. (Ιεζ 4:1-17) Άλλες συμβολικές σκηνές ήταν η ένωση δύο ραβδιών, που συμβόλιζαν τους δύο οίκους του Ισραήλ (37:15-23), και το γεγονός ότι ο Ιεζεκιήλ έσκαψε τρύπα σε έναν τοίχο και βγήκε από εκεί με τις αποσκευές του, αναπαριστώντας έτσι την αιχμαλωσία της Ιερουσαλήμ. (12:3-13) Η παραβολή της Οολά και της Οολιβά είναι μία από τις ζωηρές αλληγορίες του βιβλίου. (Κεφ. 23) Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό του βιβλίου του Ιεζεκιήλ είναι η σχολαστικότητα με την οποία εκείνος χρονολόγησε τις προφητείες του, αναφέροντας, όχι μόνο το έτος της εξορίας του Βασιλιά Ιωαχίν, αλλά επίσης το μήνα και την ημέρα του μήνα.—1:1, 2· 29:1· 30:20· 31:1· 32:1· 40:1.
Αυθεντικότητα. Η αυθεντικότητα του βιβλίου αποδεικνύεται από την εκπλήρωση των προφητειών του. (Για παραδείγματα βλέπε ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ· ΕΔΩΜ, ΕΔΩΜΙΤΕΣ· ΤΥΡΟΣ.) Η αρχαιολογία πιστοποιεί επίσης την αυθεντικότητά του. Ο διακεκριμένος Αμερικανός αρχαιολόγος Γ. Φ. Όλμπραϊτ έγραψε: «Τα αρχαιολογικά στοιχεία έχουν . . . αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας την ουσιαστική αυθεντικότητα των βιβλίων Ιερεμίας και Ιεζεκιήλ, Έσδρας και Νεεμίας. Έχουν επιβεβαιώσει την παραδοσιακή εικόνα των γεγονότων, καθώς και τη σειρά με την οποία έλαβαν χώρα».—Η Αγία Γραφή Έπειτα από Είκοσι Χρόνια Αρχαιολογίας (1932-1952) (The Bible After Twenty Years of Archeology [1932-1952]), 1954, σ. 547.
Η αυθεντικότητα του βιβλίου του Ιεζεκιήλ υποστηρίζεται από την αρμονία του με τα άλλα βιβλία της Γραφής. Μολονότι οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών δεν παραθέτουν άμεσα από αυτό το βιβλίο ούτε παραπέμπουν απευθείας σε αυτό, υπάρχουν ωστόσο πολλές έμμεσες αναφορές σε μερικές από τις δηλώσεις του καθώς και παραπλήσιες εκφράσεις. Τόσο ο Ιεζεκιήλ όσο και ο Ιησούς μιλούν για ένα χλωρό δέντρο που ξεραίνεται. (Ιεζ 17:24· Λου 23:31) Επίσης, κάνουν και οι δύο λόγο για κρίση των ανθρώπων παρομοιάζοντάς τους με πρόβατα και κατσίκια. (Ιεζ 34:17· Ματ 25:32, 33) Το βιβλίο της Αποκάλυψης χρησιμοποιεί πολλές παραβολές παρόμοιες με του Ιεζεκιήλ.—Παράβαλε Ιεζ 1:28 με Απ 4:3· Ιεζ 10:3, 4 με Απ 15:8· Ιεζ 12:25 με Απ 10:6· Ιεζ 37:10 με Απ 11:11.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στους Βιβλικούς παπύρους Τσέστερ Μπίτι, που είναι γραμμένοι στην ελληνική, συμπεριλαμβάνεται ένας κώδικας που περιέχει, μεταξύ άλλων τμημάτων της Γραφής, τα βιβλία Ιεζεκιήλ, Δανιήλ και Εσθήρ. Όλα αυτά βρίσκονται στον ίδιο κώδικα, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα αποτελούνταν αρχικά από 118 φύλλα. Πρόκειται για αντίγραφο που παρήγαγαν δύο γραφείς, μάλλον κατά το πρώτο ήμισυ του τρίτου αιώνα, και καταδεικνύει ότι το βιβλίο του Ιεζεκιήλ έχει φτάσει ως εμάς ουσιαστικά ανέπαφο.
Επειδή ο Ιερεμίας και ο Ιεζεκιήλ ήταν σύγχρονοι, οι προφητείες τους έχουν πολλά κοινά στοιχεία. (Παράβαλε Ιεζ 18:2 με Ιερ 31:29· Ιεζ 24:3 με Ιερ 1:13· Ιεζ 34:2 με Ιερ 23:1.) Τα συγγράμματα του Δανιήλ και του Ιεζεκιήλ, οι οποίοι ήταν επίσης σύγχρονοι, παρουσιάζουν εκφραστικές ομοιότητες. Ο Ιεζεκιήλ, ενόσω ήταν δεμένος με σχοινιά, προφήτευσε για το βασίλειο του Ιούδα και όρισε «μία ημέρα για ένα έτος», έτσι ώστε κάθε ημέρα της προφητείας να αντιστοιχεί σε ένα έτος όσον αφορά την εκπλήρωση. (Ιεζ 4:4-8) Ο Δανιήλ μίλησε για το υπόλειμμα του κορμού ενός δέντρου που δέθηκε με δεσμά—προφητεία σχετική με τη Βασιλεία—και καθόρισε τη χρονική περίοδο μέχρι την αφαίρεση των δεσμών. (Δα 4:23) Μια άλλη χρονική προφητεία του Δανιήλ ήταν οι 70 εβδομάδες που σχετίζονταν με την έλευση του Μεσσία του Ηγέτη, όπου και πάλι χρησιμοποιείται μία ημέρα για να συμβολίσει ένα έτος όσον αφορά την εκπλήρωση.—Δα 9:24-27.
Διάταξη της Ύλης. Ως επί το πλείστον, οι προφητείες και τα οράματα του Ιεζεκιήλ ακολουθούν χρονολογική αλλά και θεματική διάταξη. Τα τέσσερα εδάφια Ιεζεκιήλ 29:17-20 βρίσκονται εκτός χρονολογικής σειράς (παράβαλε Ιεζ 29:1· 30:20), αλλά θεματικά ανήκουν εδώ μαζί με την προφητεία κατά της Αιγύπτου. Μέχρι το δέκατο μήνα του ένατου έτους της πρώτης εξορίας, το κεντρικό θέμα γύρω από το οποίο περιστρέφονταν οι προφητείες του Ιεζεκιήλ ήταν η πλήρης πτώση και ερήμωση της Ιερουσαλήμ, με σύντομες μόνο αναφορές στην αποκατάσταση. Αυτή είναι η ουσία των πρώτων 24 κεφαλαίων. Κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, ο προφήτης έστρεψε την προσοχή του κυρίως στην εξαγγελία διαφόρων «αλίμονο» εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών τα οποία, όπως προείδε ο Ιεχωβά Θεός, θα χαίρονταν για την πτώση της Ιερουσαλήμ. Αφού φτάνουν τα νέα για την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο προφήτης διαλαλεί τη μεγαλειώδη αναγγελία της αποκατάστασης, η οποία αποτελεί κυρίαρχο θέμα σε όλο το υπόλοιπο βιβλίο.—33:20, 21
Το βιβλίο του Ιεζεκιήλ αποκαλύπτει ότι η ψεύτικη θρησκεία της Βαβυλώνας είχε εισχωρήσει στον περίβολο του ναού του Ιεχωβά, ιδίως με τη μορφή της λατρείας του βαβυλωνιακού θεού Ταμμούζ. (Ιεζ 8:13, 14) Οι αποστάτες Ιουδαίοι, εκτός από αυτή την απεχθή ψεύτικη λατρεία που απέδιδαν μέσα στον ίδιο το ναό του Ιεχωβά, γέμισαν επίσης τη γη του Ιούδα με βία. Γι’ αυτό, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι στο όραμά του ο Ιεζεκιήλ ακούει να καλούνται οι εντεταλμένοι από τον Ιεχωβά εκτελεστές να έρθουν με τα όπλα τους για συντριβή και να σταθούν δίπλα στο θυσιαστήριο της εσωτερικής αυλής του ναού. Κατόπιν ο Ιεχωβά τούς προστάζει να περάσουν μέσα από την άπιστη Ιερουσαλήμ και να θανατώσουν όλους όσους δεν έχουν το σημάδι που δείχνει ότι είναι λάτρεις του Ιεχωβά: «Γέρο, νέο και παρθένα και μικρό παιδί και γυναίκες, να τους θανατώσετε όλους—μέχρις εξάλειψης. Αλλά σε όποιον άνθρωπο υπάρχει το σημάδι μην πλησιάσετε, και από το αγιαστήριό μου να αρχίσετε». (9:6) Ο Ιεζεκιήλ αναφέρει ότι αυτοί οι εκτελεστές άρχισαν θανατώνοντας πρώτα τους 70 πρεσβυτέρους που λάτρευαν ειδωλολατρικές λαξευτές παραστάσεις πάνω στον τοίχο ενός δωματίου της εσωτερικής αυλής. Θανατώθηκαν επίσης όλες οι γυναίκες που κάθονταν στην πύλη και έκλαιγαν για το βαβυλωνιακό θεό Ταμμούζ, καθώς και οι ηλιολάτρες αποστάτες στα προπύλαια του ναού. (8:7–9:8) Το όραμα του Ιεζεκιήλ δεν ήταν παρά μια πρόγευση του τι επρόκειτο να συμβεί στην Ιερουσαλήμ όταν ο Ιεχωβά θα την ανάγκαζε να πιει από το χέρι Του το ποτήρι με το κρασί της οργής Του μέσω του εκτελεστή υπηρέτη Του, του Βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, και των στρατευμάτων του.—Ιερ 25:9, 15-18.
Οι προφητείες αποκατάστασης του Ιεζεκιήλ πρέπει να παρηγόρησαν τους εξόριστους Ιουδαίους. Στο 25ο έτος της εξορίας του (593 Π.Κ.Χ.), ο Ιεζεκιήλ έλαβε ένα σπουδαίο όραμα στο οποίο είδε έναν νέο ναό του Ιεχωβά, το σχέδιο του οποίου προήλθε από τον ίδιο τον Ιεχωβά Θεό, και μια παρακείμενη πόλη που ονομαζόταν Ιεχωβά-Σαμμά, δηλαδή «Ο Ιεχωβά Ο Ίδιος Είναι Εκεί». (Ιεζ 40:1–48:35) Εν μέσω μιας χώρας άκρως ειδωλολατρικής, αυτό το όραμα αναζωπύρωσε την ελπίδα των μετανοημένων Ιουδαίων εξορίστων ότι θα λάτρευαν και πάλι τον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά, στο ναό του.
Η προφητεία του Ιεζεκιήλ τονίζει το θέμα της Αγίας Γραφής, δηλαδή τη δικαίωση της κυριαρχίας του Ιεχωβά και τον αγιασμό του ονόματός του μέσω της Μεσσιανικής Βασιλείας. Επισημαίνει ότι ο Θεός, μολονότι θα επέτρεπε να παραμείνει κενός ο θρόνος του Δαβίδ επί μακρόν, δεν είχε εγκαταλείψει τη διαθήκη που είχε κάνει με τον Δαβίδ για μια βασιλεία. Η Βασιλεία θα δινόταν σε Εκείνον που είχε το νόμιμο δικαίωμα. Άρα, ο Ιεζεκιήλ, όπως και ο Δανιήλ, έστρεψε την προσοχή των Ιουδαίων στην ελπίδα για τον Μεσσία. (Ιεζ 21:27· 37:22, 24, 25) Ο Ιεχωβά υποκίνησε τον Ιεζεκιήλ να πει πάνω από 60 φορές πως οι άνθρωποι «θα γνωρίσουν εξάπαντος ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά». Ο Ιεζεκιήλ μεγαλύνει το μνημειώδες όνομα του Θεού χρησιμοποιώντας την έκφραση «Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά» 217 φορές.—Ιεζ 2:4, υποσ.
[Πλαίσιο στη σελίδα 1220]
ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΙΕΖΕΚΙΗΛ
Προφητείες σχετικά με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα και την αποκατάσταση ενός πιστού υπολοίπου. Κεντρικό θέμα είναι ότι οι άνθρωποι «θα γνωρίσουν εξάπαντος ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά»
Γράφτηκε στη Βαβυλώνα—το μεγαλύτερο μέρος του στη διάρκεια των έξι ετών πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. και ένα άλλο μέρος του μέχρι περίπου το 591 Π.Κ.Χ.
Ο Ιεχωβά διορίζει φρουρό τον Ιεζεκιήλ (τότε εξόριστο στη Βαβυλωνία) (1:1–3:27)
Του δίνεται ένα φοβερό όραμα όπου βλέπει τη δόξα του Ιεχωβά και χερουβείμ με τέσσερα πρόσωπα που συνοδεύονται από τροχούς, των οποίων τα στεφάνια είναι γεμάτα μάτια
Ως φρουρός έχει σοβαρή ευθύνη
Προειδοποιητικές προφητείες εναντίον του άπιστου Ιούδα και της Ιερουσαλήμ (4:1–24:27)
Ο Ιεζεκιήλ παίρνει την εντολή να αναπαραστήσει την επερχόμενη πολιορκία της Ιερουσαλήμ πλαγιάζοντας μπροστά σε έναν χαραγμένο πλίθο 390 ημέρες πάνω στο αριστερό του πλευρό και 40 ημέρες πάνω στο δεξί, ενώ θα συντηρείται με μικρές ποσότητες τροφής και νερού
Η χώρα, περιλαμβανομένων των τόπων που χρησιμοποιούνται για ειδωλολατρία, θα ερημωθεί· οι άπιστοι θα αφανιστούν, ενώ ένα υπόλοιπο θα επιζήσει· ούτε το χρυσάφι ούτε το ασήμι θα έχουν αξία για να προμηθεύσουν διαφυγή
Επειδή εκτελούνται ειδωλολατρικές πράξεις στον περίβολο του ναού, ο Ιεχωβά αποφασίζει να εκφράσει την οργή του χωρίς να δείξει συμπόνια· μόνο εκείνοι στους οποίους έβαλε σημάδι ο γραμματέας με τα λινά θα διαφυλαχτούν
Ο Ιεζεκιήλ αναπαριστά τη φυγή του Βασιλιά Σεδεκία και του λαού βγαίνοντας με τις αποσκευές του μέσα από ένα άνοιγμα που σκάβει σε τοίχο
Η κρίση του Ιεχωβά ενάντια στους ψευδοπροφήτες και στις ψευδοπροφήτισσες
Το αίνιγμα με τον αετό και το κλήμα υποδηλώνει τις ολέθριες συνέπειες που θα υπάρξουν επειδή ο λαός στρέφεται για βοήθεια στην Αίγυπτο
Η κρίση του Ιεχωβά θα είναι ανάλογη με τις πράξεις του κάθε ατόμου και δεν θα επέλθει, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται μερικοί, μόνο για τις αμαρτίες των πατέρων
Το στέμμα του πονηρού Σεδεκία θα αφαιρεθεί και η βασιλική διακυβέρνηση στη γραμμή του Δαβίδ θα πάψει να υπάρχει ώσπου να έρθει Εκείνος που έχει το νόμιμο δικαίωμα
Οι άπιστες πόλεις Σαμάρεια και Ιερουσαλήμ συμβολίζονται από δύο πόρνες, την Οολά και την Οολιβά· οι πρώην εραστές της Ιερουσαλήμ θα την κακομεταχειριστούν
Η πολιορκημένη Ιερουσαλήμ παραβάλλεται με θερμασμένη χύτρα, και οι κάτοικοι, με το κρέας μέσα της
Προφητείες εναντίον των γύρω εθνών, αρκετά από τα οποία, όπως προβλέπει ο Ιεχωβά, θα χαρούν για την πτώση της Ιερουσαλήμ (25:1–32:32)
Ο Αμμών, ο Μωάβ, ο Εδώμ και η Φιλιστία θα ερημωθούν
Η Τύρος θα πολιορκηθεί από τον Ναβουχοδονόσορα και αργότερα θα γίνει ερημότοπος· η καταστροφή της παρομοιάζεται με τη βύθιση ενός ωραίου, φορτωμένου πλοίου· η δυναστεία της Τύρου θα τερματιστεί εξαιτίας της αλαζονείας και της δολιότητάς της
Η Αίγυπτος θα λαφυραγωγηθεί από τον Ναβουχοδονόσορα ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφερε αυτός εκτελώντας τη θεϊκή κρίση εναντίον της Τύρου· ο Φαραώ και το πλήθος του παραβάλλονται με κέδρο που πρόκειται να κοπεί
Προφητείες απελευθέρωσης και αποκατάστασης του λαού του Θεού (33:1–48:35)
Ο Ιεχωβά θα ξανασυγκεντρώσει το λαό του, τα πρόβατά του, και θα εγείρει ως ποιμένα τους τον υπηρέτη του τον Δαβίδ
Ενώ ο Εδώμ θα ερημωθεί, η γη του Ισραήλ θα ανθίσει σαν τον κήπο της Εδέμ
Οι Ισραηλίτες, ως εξόριστοι στη Βαβυλώνα, μοιάζουν με ξερά, νεκρά κόκαλα, αλλά θα εγερθούν σε ζωή
Η ένωση δύο ραβδιών, εκ των οποίων το ένα συμβολίζει τον Ιωσήφ και το άλλο τον Ιούδα, δείχνει παραστατικά την επαναφορά των εξορίστων σε ενότητα υπό τον υπηρέτη του Θεού τον Δαβίδ
Ο αποκαταστημένος λαός του Ιεχωβά θα δεχτεί επίθεση από τον Γωγ, αλλά ο Ιεχωβά υπόσχεται να τους προστατέψει και να καταστρέψει τις δυνάμεις του Γωγ
Ο Ιεζεκιήλ βλέπει σε όραμα έναν ναό και τα χαρακτηριστικά του· υδάτινο ρεύμα ρέει από το ναό ως τη Νεκρά Θάλασσα, όπου γιατρεύονται τα νερά και αναπτύσσεται η αλιεία· παρόχθια δέντρα παράγουν εδώδιμους καρπούς και φύλλα για γιατρειά
Καθορίζονται κληρονομιές γης· περιγράφεται η πόλη «Ο Ιεχωβά Ο Ίδιος Είναι Εκεί»
-
-
Ιέζερ, ΙεζερίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΖΕΡ
(Ιέζερ) [συντετμημένη μορφή του Αβί-έζερ], ΙΕΖΕΡΙΤΕΣ (Ιεζερίτες).
Το όνομα Ιέζερ αποτελεί συντετμημένη μορφή του ονόματος Αβί-έζερ κατόπιν αφαίρεσης του προθήματος «Αβ» (που σημαίνει «Πατέρας»). Αυτός και οι απόγονοί του, οι Ιεζερίτες, ανήκαν στους “γιους του Γαλαάδ”.—Αρ 26:30· βλέπε ΑΒΙ-ΕΖΕΡ Αρ. 1.
-
-
ΙεζίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΖΙΑΣ
(Ιεζίας) [Ο Γιαχ Ρίχνει Σταγόνες].
Ένας από τους γιους του Φαρώς οι οποίοι, αφού άκουσαν τη συμβουλή του Έσδρα, εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:25, 44.
-
-
ΙεζιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΖΙΗΛ
(Ιεζιήλ).
Βενιαμίτης γιος του Αζμαβέθ ο οποίος τάχθηκε στο πλευρό του Δαβίδ όταν εκείνος είχε τεθεί εκτός νόμου από τον Σαούλ.—1Χρ 12:1-3.
-
-
ΙεζκίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΖΚΙΑΣ
(Ιεζκίας) [σημαίνει «Είθε να με Ενισχύσει ο Ιεχωβά· Ο Ιεχωβά με Έχει Ενισχύσει»].
Σημαίνων Εφραϊμίτης ο οποίος αντέδρασε όταν ο Ισραήλ αιχμαλώτισε αδελφούς του από το νότιο βασίλειο, τότε που οι Ισραηλίτες υπό τον Βασιλιά Φεκά νίκησαν τον Ιούδα, και ο οποίος έδωσε υλική βοήθεια στους αιχμαλώτους. Ο Ιεζκίας ήταν γιος του Σαλλούμ.—2Χρ 28:6, 8, 12-15.
-
-
Ιεζραέλ, ΙεζραελίτηςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΖΡΑΕΛ
(Ιεζραέλ) [Ο Θεός θα Σπείρει]. ΙΕΖΡΑΕΛΙΤΗΣ (Ιεζραελίτης).
1. Απόγονος του Ιούδα, πιθανώς προπάτορας των κατοίκων της Ιεζραέλ (Αρ. 3) ή οικιστής της.—1Χρ 4:1, 3.
2. Γιος του προφήτη Ωσηέ τον οποίο απέκτησε με τη σύζυγό του τη Γόμερ. (Ωσ 1:3, 4) Για την προφητική σημασία του ονόματος «Ιεζραέλ», βλέπε Αρ. 4.
3. Άγνωστη πόλη στην ορεινή περιοχή του Ιούδα, την οποία πιθανώς ίδρυσε το πρόσωπο που εξετάζεται στον Αρ. 1. (Ιη 15:20, 48, 56) Η εν λόγω Ιεζραέλ ήταν χωρίς αμφιβολία η πατρίδα της Αχινοάμ, συζύγου του Δαβίδ.—1Σα 25:43· 27:3.
4. Πόλη στο σύνορο της περιοχής του Ισσάχαρ. (Ιη 19:17, 18) Σήμερα η Ιεζραέλ ταυτίζεται με το Ζερίν (Τελ Γιζραέλ), το οποίο βρίσκεται περίπου 11 χλμ. ΒΒΑ της Τζενίν (Εν-γαννίμ). Λίγο νοτιοανατολικότερα βρίσκεται μια ημισεληνοειδής ράχη αποτελούμενη από ασβεστολιθικούς λόφους η οποία κατά παράδοση ταυτίζεται με το Όρος Γελβουέ.
Το δεύτερο ήμισυ του δέκατου αιώνα Π.Κ.Χ., στην Ιεζραέλ βρισκόταν το ανάκτορο του Βασιλιά Αχαάβ του Ισραήλ και του διαδόχου του, του Ιωράμ, παρότι η Σαμάρεια ήταν η πραγματική πρωτεύουσα του βόρειου βασιλείου. (1Βα 18:45, 46· 21:1· 2Βα 8:29) Στο αμπέλι του Ναβουθέ, κοντά στο ανάκτορο της Ιεζραέλ, ο προφήτης Ηλίας εξέφερε την κρίση του Ιεχωβά εναντίον του οίκου του Αχαάβ. (1Βα 21:17-29) Η προφητεία εκπληρώθηκε. Ο Ιηού θανάτωσε το γιο του Αχαάβ, τον Βασιλιά Ιωράμ, και στη συνέχεια πέταξε το πτώμα του στο χωράφι του Ναβουθέ. Η σύζυγος του Αχαάβ, η Ιεζάβελ, έγινε βορά των νεκροφάγων σκύλων της Ιεζραέλ όταν την έριξαν από το παράθυρο κατ’ εντολήν του Ιηού. Τα κεφάλια των 70 γιων του Αχαάβ, οι οποίοι εκτελέστηκαν από τους παιδοκόμους τους στη Σαμάρεια, στοιβάχτηκαν σε δύο σωρούς στην πύλη της Ιεζραέλ. Κανένας από τους διακεκριμένους άντρες του Αχαάβ, τους γνωστούς του και τους ιερείς που ήταν στην Ιεζραέλ δεν διέφυγε.—-2Βα 9:22-37· 10:5-11.
Η Προφητεία του Ωσηέ. Τα λόγια του Ιεχωβά προς τον Ωσηέ (1:4) σχετικά με τις «αιματοχυσίες της Ιεζραέλ» δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρονται στην εξόντωση του ασεβούς οίκου του Αχαάβ από τον Ιηού. Ο Ιηού χρησιμοποιήθηκε ως εκτελεστικό όργανο του Ιεχωβά στην απόδοση θεϊκής κρίσης. Ωστόσο, τα εσφαλμένα κίνητρα που ώθησαν τον Ιηού να επιτρέψει τη συνέχιση της μοσχολατρίας μπορεί κάλλιστα να τον οδήγησαν στο να γίνει και ο ίδιος ένοχος αιματοχυσίας.—2Βα 10:30, 31.
Το προφητικό όνομα Ιεζραέλ, το οποίο κατόπιν εντολής του Ιεχωβά έδωσε ο Ωσηέ στο γιο που είχε αποκτήσει από τη Γόμερ, υποδείκνυε ότι στο μέλλον Εκείνος θα λογαριαζόταν με τον οίκο του Ιηού. Ο Θεός θα “έσπερνε” σπόρο με την έννοια ότι θα προκαλούσε το διασκορπισμό του. Η τακτοποίηση του λογαριασμού με τον οίκο του Ιηού έλαβε χώρα όταν ο τρισέγγονος του Ιηού, ο Ζαχαρίας, δολοφονήθηκε έπειτα από έξι μήνες διακυβέρνησης, και ο δολοφόνος Σαλλούμ σφετερίστηκε το θρόνο. (2Βα 15:8-10) Με αυτόν τον τρόπο έφτασε στο τέλος της η δυναστεία του Ιηού. Περίπου 50 χρόνια αργότερα, το 740 Π.Κ.Χ., όταν το βόρειο βασίλειο καταλήφθηκε από την Ασσυρία και οι κάτοικοί του εξορίστηκαν, η βασιλική διακυβέρνηση του οίκου του Ισραήλ τερματίστηκε ολοκληρωτικά. Τότε το «τόξο του Ισραήλ», δηλαδή η στρατιωτική του ισχύς, συντρίφτηκε οριστικά. Η προφητεία είχε υποδηλώσει ότι αυτό θα λάβαινε χώρα στην Κοιλάδα της Ιεζραέλ, πιθανώς επειδή οι Ασσύριοι κέρδισαν μια αποφασιστική νίκη εκεί.—Ωσ 1:4, 5.
Ωστόσο, μέσω του Ωσηέ του προφήτη του, ο Ιεχωβά έστρεψε την προσοχή και σε μια ευνοϊκή σημασία του ονόματος Ιεζραέλ. Επανασυνάγοντας το υπόλοιπο του Ισραήλ και του Ιούδα και επαναφέροντας το λαό του στη γη τους, ο Ιεχωβά θα έσπερνε σπόρο, κάνοντάς τους να αυξηθούν αριθμητικά εκεί.—Ωσ 1:11· 2:21-23· παράβαλε Ζαχ 10:8-10.
5. Η γεωγραφική έκταση που καταλάμβανε η Κοιλάδα της Ιεζραέλ. Αυτή η ονομασία χρησιμοποιείται συχνά μόνο για την κοιλάδα που εκτεινόταν νοτιοανατολικά της πόλης Ιεζραέλ στον Ισσάχαρ μέχρι τη Βαιθ-σεάν στο δυτικό άκρο της Κοιλάδας του Ιορδάνη. Ωστόσο, η ονομασία «Κοιλάδα της Ιεζραέλ» χρησιμοποιείται σήμερα και για την κοιλάδα Δ της Ιεζραέλ, την Πεδιάδα της Εσδρηλών (ελληνικός τύπος του εβραϊκού ονόματος Ιεζραέλ). Έτσι λοιπόν, η «Κοιλάδα της Ιεζραέλ» με την ευρύτερη έννοια του όρου περιλαμβάνει ολόκληρη την πεδιάδα από την οροσειρά του Καρμήλου μέχρι τον Ιορδάνη Ποταμό.
Χτισμένη στην άκρη μιας βραχώδους κατωφέρειας, η πόλη της Ιεζραέλ (Ζερίν) δεσπόζει σε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της Κοιλάδας της Ιεζραέλ που εκτείνεται νοτιοανατολικά σε μήκος 19 χλμ. σχεδόν και πλάτος περίπου 3 χλμ. Την εποχή του Ιησού του Ναυή αυτή η περιοχή βρισκόταν υπό την κυριαρχία Χαναναίων οι οποίοι διέθεταν μια ισχυρή δύναμη καλά εξοπλισμένων αρμάτων. (Ιη 17:16) Επίσης, στην Κοιλάδα της Ιεζραέλ ο Γεδεών και οι 300 άντρες του είδαν το σωτήριο χέρι του Ιεχωβά καθώς οι εχθρικές δυνάμεις των Μαδιανιτών, των Αμαληκιτών και των κατοίκων της Ανατολής έχοντας περιέλθει σε κατάσταση σύγχυσης στράφηκαν η μία εναντίον της άλλης. (Κρ 6:33· 7:12-22) Αργότερα, ο στρατός του Ισραήλ υπό τον Βασιλιά Σαούλ, ενόσω ήταν αντιμέτωπος με τους εχθρικούς Φιλισταίους, στρατοπέδευσε κοντά στην πηγή της Ιεζραέλ (πιθανώς την Έιν Τζαλούντ στο βορειοδυτικό κλάδο του Όρους Γελβουέ ή την Έιν ελ-Μέιγιτε κάτω από την κωμόπολη Ζερίν). Ακολούθως, από την Ιεζραέλ ήρθε η είδηση για το θάνατο του Σαούλ και του γιου του, του Ιωνάθαν. (1Σα 29:1, 11· 2Σα 4:4) Έπειτα, η Ιεζραέλ και τα περίχωρά της περιήλθαν στην επικράτεια του γιου του Σαούλ, του Ις-βοσθέ. (2Σα 2:8, 9) Τέλος, κατά τη βασιλεία του Σολομώντα, ο διορισμός του διαχειριστή Βαανά περιλάμβανε την εύφορη Κοιλάδα της Ιεζραέλ.—1Βα 4:7, 12.
-
-
ΙεθέθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΘΕΘ
(Ιεθέθ).
Σεΐχης του Εδώμ, απόγονος του Ησαύ.—Γε 36:40-43· 1Χρ 1:51· βλέπε ΘΙΜΝΑ Αρ. 3.
-
-
ΙεθεμάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΘΕΜΑ
(Ιεθεμά) [από μια ρίζα που σημαίνει «αγόρι ορφανό από πατέρα»].
Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ που αναφέρονται μόνο στο Πρώτο Χρονικών. Ήταν Μωαβίτης.—1Χρ 11:26, 46.
-
-
ΙεθέρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΘΕΡ
(Ιεθέρ) [από μια ρίζα που σημαίνει «υπεραρκετά· υπεραφθονία»].
1. Ο πεθερός του Μωυσή, ο Ιοθόρ, καλείται Ιεθέρ στο εδάφιο Έξοδος 4:18 σύμφωνα με το Μασοριτικό κείμενο.—Βλέπε ΙΟΘΟΡ.
2. Απόγονος του Ιούδα μέσω του Φαρές. Ο Ιεθέρ πέθανε άτεκνος.—1Χρ 2:4, 5, 25, 26, 28, 32.
3. Ο πρώτος κατονομαζόμενος γιος του Εζρά, απόγονος του Ιούδα.—1Χρ 4:17.
4. Απόγονος του Ασήρ. (1Χρ 7:30, 38) Πρόκειται πιθανώς για τον Ιθράν του εδαφίου 37, εφόσον τα ονόματα αυτά παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα στην εβραϊκή.
5. Ο πρωτότοκος γιος του Γεδεών. Ο Ιεθέρ προφανώς συνόδευσε τον πατέρα του στην καταδίωξη και στην αιχμαλώτιση των Μαδιανιτών βασιλιάδων Ζεβεέ και Ζαλμανά, αλλά όταν διατάχθηκε να τους θανατώσει, ο νεαρός Ιεθέρ φοβήθηκε να τραβήξει το σπαθί του. (Κρ 8:20) Μετά το θάνατο του Γεδεών, ο Ιεθέρ δολοφονήθηκε από τον ετεροθαλή αδελφό του τον Αβιμέλεχ.—Κρ 9:5, 18.
6. Πατέρας του Αμασά ο οποίος κάποτε διατέλεσε αρχηγός του στρατεύματος του Δαβίδ. (1Βα 2:5, 32) Το Μασοριτικό κείμενο στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 17:25 τον αποκαλεί Ιθρά και αναφέρει ότι ήταν Ισραηλίτης, αλλά το εδάφιο 1 Χρονικών 2:17 τον αποκαλεί Ισμαηλίτη, ίσως επειδή έζησε ένα διάστημα ανάμεσα σε Ισμαηλίτες.
-
-
ΙεθρίτηςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΘΡΙΤΗΣ
(Ιεθρίτης) [Του (Από τον) Ιεθέρ (ή Ιοθόρ)].
Το όνομα μιας οικογένειας στη φυλή του Ιούδα το οποίο συνδέεται με την Κιριάθ-ιαρίμ. (1Χρ 2:3, 52, 53) Δύο από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, ο Ιρά και ο Γαρήβ, κατάγονταν από αυτή την οικογένεια.—2Σα 23:38· 1Χρ 11:40.
-
-
ΙεϊήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΪΗΛ
(Ιεϊήλ).
1. Απόγονος του Ρουβήν, του γιου του Ιακώβ.—1Χρ 5:1, 7.
2. Βενιαμίτης ο οποίος, μαζί με την οικογένειά του (τη σύζυγό του Μααχά και τους δέκα γιους του), κατοίκησε στη Γαβαών. Πρόγονος του Βασιλιά Σαούλ. (1Χρ 8:29· 9:35-39) Προφανώς, πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον Αβιήλ.—1Σα 9:1· βλέπε ΑΒΙΗΛ Αρ. 1.
3. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, γιος του Χωθάμ του Αροηρίτη.—1Χρ 11:26, 44.
4. Λευίτης, πυλωρός και μουσικός, ο οποίος συμμετείχε στις μουσικές εορταστικές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα όταν η Κιβωτός μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στην Ιερουσαλήμ. Αργότερα έπαιζε μουσική μπροστά από τη σκηνή της Κιβωτού.—1Χρ 15:17, 18, 21, 28· 16:1, 4, 5 (στο εδ. 5, η δεύτερη αναφορά του ονόματος).
5. Ένας άλλος Λευίτης μουσικός ο οποίος πρόσφερε τις ίδιες υπηρεσίες με τον Αρ. 4. (1Χρ 16:5, η πρώτη αναφορά του ονόματος στο εδάφιο) Αποκαλείται Ιααζεήλ στο εδάφιο 1 Χρονικών 15:18 και Αζεήλ στο 15:20.
6. Λευίτης, απόγονος του Ασάφ και πρόγονος του Λευίτη που ενθάρρυνε τον Βασιλιά Ιωσαφάτ και τους κατοίκους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ να μη φοβούνται τους εχθρούς τους, επειδή ο Ιεχωβά θα ήταν μαζί με το λαό του.—2Χρ 20:14-17.
7. Ο γραμματέας που απέγραψε και απαρίθμησε το στράτευμα του Βασιλιά Οζία.—2Χρ 26:11.
8. Ένας από τους αρχηγούς των Λευιτών οι οποίοι έκαναν μια πολύ μεγάλη συνεισφορά ζώων για το μεγάλο εορτασμό του Πάσχα που τέλεσε ο Βασιλιάς Ιωσίας.—2Χρ 35:1, 9.
9. Απόγονος του Αδωνικάμ ο οποίος, μαζί με τον Έσδρα, έκανε το ταξίδι από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ το 468 Π.Κ.Χ.—Εσδ 8:1, 13.
10. Ένας από τους γιους της Νεβώ οι οποίοι εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:43, 44.
-
-
ΙεκαμεάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΚΑΜΕΑΜ
(Ιεκαμεάμ) [Είθε να Εγερθεί ο Λαός].
Ο τέταρτος γιος του Χεβρών, Κααθίτης Λευίτης και ιδρυτής ενός Λευιτικού πατρικού οίκου ο οποίος διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι την εποχή της βασιλείας του Δαβίδ.—1Χρ 23:12, 19· 24:23, 30β, 31.
-
-
ΙεκαμίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΚΑΜΙΑΣ
(Ιεκαμίας) [Ο Γιαχ Έχει Εγείρει].
1. Απόγονος του Ιούδα και γιος του Σαλλούμ.—1Χρ 2:3, 41.
2. Ένας από τους γιους που απέκτησε ο Βασιλιάς Ιωαχίν (Ιεχονίας) ενώ βρισκόταν εξόριστος στη Βαβυλώνα.—1Χρ 3:17, 18.
-
-
ΙεκουθιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΚΟΥΘΙΗΛ
(Ιεκουθιήλ).
Απόγονος του Ιούδα και «πατέρας της Ζανωά». (1Χρ 4:1, 18) Στην άλλη περίπτωση όπου εμφανίζεται το όνομα Ζανωά, αποτελεί όνομα πόλης και όχι ατόμου (Ιη 15:56, 57), οπότε ο Ιεκουθιήλ αποκαλείται «πατέρας της» επειδή ήταν προφανώς ο πατέρας εκείνων που εγκαταστάθηκαν εκεί ή επειδή ο ίδιος ήταν ο ιδρυτής ή οικιστής της πόλης.
-
-
ΙεμιμάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΜΙΜΑ
(Ιεμιμά).
Η πρώτη από τις τρεις κόρες του Ιώβ που γεννήθηκαν μετά τη μεγάλη δοκιμασία του. Η Ιεμιμά και οι αδελφές της, που ήταν οι ομορφότερες γυναίκες σε όλο τον τόπο, έλαβαν κληρονομιά ανάμεσα στους εφτά αδελφούς τους.—Ιωβ 42:13-15.
-
-
ΙεμλάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΜΛΑ
(Ιεμλά) [Είθε να Γεμίσει [ο Θεός]· ή, Είθε [ο Θεός] να Βάλει Βασιλιά].
Πατέρας του Μιχαΐα, ενός προφήτη του Ιεχωβά ο οποίος ήταν σύγχρονος των βασιλιάδων Αχαάβ και Ιωσαφάτ.—1Βα 22:8, 9· 2Χρ 18:7, 8.
-
-
ΙεουήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΟΥΗΛ
(Ιεουήλ).
1. Λευίτης ο οποίος βοήθησε στον καθαρισμό του ναού τον καιρό που βασίλευε ο Εζεκίας. Απόγονος του Ελιζαφάν.—2Χρ 29:13, 15, 16.
2. Κάτοικος της μεταιχμαλωσιακής Ιερουσαλήμ, κεφαλή του πατρικού οίκου του Ζερά από τη φυλή του Ιούδα.—1Χρ 9:3-6, 9· Γε 46:12.
-
-
ΙεούςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΟΥΣ
(Ιεούς) [πιθανώς, Είθε να Προσφέρει Βοήθεια].
1. Γιος του Ησαύ μέσω της Οολιβαμά, της Ευαίας συζύγου του. Ο Ιεούς γεννήθηκε στη Χαναάν, αλλά αργότερα ολόκληρη η οικογένεια μετοίκησε στον Εδώμ.—Γε 36:2, 5-8, 14, 18· 1Χρ 1:35.
2. Απόγονος του Βενιαμίν, πολεμιστής και ιδρυτής μιας πατριάς.—1Χρ 7:6, 10.
3. Γηρσωνίτης Λευίτης, γιος του Σιμεΐ. Εφόσον και ο Ιεούς και ο αδελφός του ο Βεριά είχαν πολύ λίγους γιους, οι απόγονοί τους συνενώθηκαν σε έναν πατρικό οίκο την εποχή του Δαβίδ.—1Χρ 23:7, 10, 11.
4. Ο πρώτος κατονομαζόμενος γιος του Βασιλιά Ροβοάμ, κατά πάσα πιθανότητα από τη σύζυγό του τη Μαχαλάθ. Επειδή ο Ροβοάμ αγαπούσε περισσότερο μια άλλη σύζυγό του, ο Ιεούς παρακάμφθηκε στο ζήτημα της διαδοχής του θρόνου.—2Χρ 11:18-23.
5. Βενιαμίτης, ένας από τους απογόνους του Βασιλιά Σαούλ.—1Χρ 8:33, 39.
-
-
Ιεουχάλ, ΙουχάλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΟΥΧΑΛ
(Ιεουχάλ) [Ο Ιεχωβά Είναι Ικανός· Ο Ιεχωβά Υπερισχύει], ΙΟΥΧΑΛ (Ιουχάλ) [συντετμημένη μορφή του Ιεουχάλ].
Άρχοντας τον οποίο έστειλε ο Βασιλιάς Σεδεκίας στον Ιερεμία για να του ζητήσει να προσευχηθεί για τον Ιούδα. (Ιερ 37:3) Αυτός ο γιος του Σελεμία και άλλοι τρεις άρχοντες με επιρροή φρόντισαν να ριχτεί ο Ιερεμίας μέσα στο βούρκο μιας στέρνας, επειδή, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, το κήρυγμά του “αποδυνάμωνε τα χέρια των πολεμιστών”, αλλά και τα χέρια του λαού γενικότερα.—Ιερ 38:1-6.
-
-
ΙεραμεήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΑΜΕΗΛ
(Ιεραμεήλ) [Είθε να Δείξει Έλεος ο Θεός· Ο Θεός Έχει Δείξει Έλεος].
1. Ο πρωτότοκος του Εσρών, εγγονού του Ιούδα. Η βασιλική και Μεσσιανική γενεαλογική γραμμή πέρασε από τον αδελφό του Ιεραμεήλ, τον Ραμ (ο οποίος είναι προφανώς το ίδιο πρόσωπο με τον Αρνεί). Το υπόμνημα περιλαμβάνει μια εκτεταμένη γενεαλογία των απογόνων του Ιεραμεήλ, μερικοί από τους οποίους είχαν εγκατασταθεί στο νότιο τμήμα του Ιούδα.—1Χρ 2:4, 5, 9-15, 25-42· 1Σα 27:10· Λου 3:33.
2. Γιος ή απόγονος ενός Μεραρίτη Λευίτη που ονομαζόταν Κεις.—1Χρ 24:26, 29· 23:21.
3. Ένας από τους τρεις άντρες τους οποίους έστειλε ο Βασιλιάς Ιωακείμ το πέμπτο έτος της βασιλείας του για να συλλάβουν τον Ιερεμία και τον Βαρούχ. Ωστόσο, αυτοί γύρισαν άπραγοι, διότι ο Ιεχωβά κράτησε τους πιστούς υπηρέτες του κρυμμένους.—Ιερ 36:9, 26.
Εφόσον ο Ιωαχίν, ο διάδοχος και πιθανώς ο πρωτότοκος του Ιωακείμ, ήταν μόνο 12 χρονών κατά το πέμπτο έτος της διακυβέρνησης του πατέρα του, οι άλλοι γιοι του Ιωακείμ ήταν μάλλον ακόμη πιο μικροί—πολύ μικροί για να τους στείλει σε μια αποστολή σαν αυτή που ανατέθηκε στον Ιεραμεήλ. (2Βα 23:36· 24:6, 8) Γι’ αυτό, το γεγονός ότι ο Ιεραμεήλ αποκαλείται “γιος του βασιλιά” ίσως σημαίνει, όχι ότι ήταν παιδί του βασιλιά, αλλά ότι ήταν μέλος του βασιλικού οίκου ή αξιωματούχος βασιλικής καταγωγής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανακάλυψη ενός αποτυπώματος σφραγίδας, χρονολογούμενου, όπως λέγεται, από τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ., το οποίο αναφέρει: «Του Ιεραμεήλ γιου του βασιλιά».—Ημερολόγιο Εξερευνήσεων στο Ισραήλ (Israel Exploration Journal), Ιερουσαλήμ, 1978, Τόμ. 28, σ. 53.
-
-
ΙεραμεηλίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΑΜΕΗΛΙΤΕΣ
(Ιεραμεηλίτες) [Του (Από τον) Ιεραμεήλ].
Οι απόγονοι του Ιούδα μέσω του Ιεραμεήλ, γιου του Εσρών. (1Χρ 2:4, 9, 25-27, 33, 42) Οι Ιεραμεηλίτες ζούσαν στο νότιο τμήμα του Ιούδα, προφανώς στην ίδια ευρύτερη περιοχή με τους Αμαληκίτες, τους Γεσουρίτες και τους Γιρζίτες, στους οποίους έκανε επιδρομές ο Δαβίδ ενόσω κατοικούσε ανάμεσα στους Φιλισταίους επειδή κρυβόταν από τον Βασιλιά Σαούλ. Όταν επέστρεφε από τέτοιες επιδρομές, ο Δαβίδ έδινε αόριστη αναφορά, λέγοντας ότι αυτές είχαν γίνει «στα νότια του Ιούδα και στα νότια των Ιεραμεηλιτών και στα νότια των Κεναίων». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Φιλισταίος Βασιλιάς Αγχούς υπέθετε ότι ο Δαβίδ είχε κάνει επιδρομή σε Ισραηλίτες, καθιστώντας έτσι τον εαυτό του δυσωδία για τους συμπατριώτες του και αποκτώντας μεγαλύτερη αξία για τον Αγχούς. (1Σα 27:7-12) Στην πραγματικότητα, αργότερα ο Δαβίδ έδωσε από τα λάφυρα του πολέμου στους πρεσβυτέρους που ήταν «στις πόλεις των Ιεραμεηλιτών».—1Σα 30:26, 29.
-
-
ΙεράποληΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΑΠΟΛΗ
(Ιεράπολη) [Ιερή Πόλη].
Πόλη στην επαρχία της Ασίας. Βρισκόταν στο βόρειο άκρο της κοιλάδας του ποταμού Λύκου στη Μικρά Ασία, περίπου 10 χλμ. Β της Λαοδίκειας, στο σημερινό Παμούκαλε στην Τουρκία.
Παρότι, όπως φαίνεται, ο απόστολος Παύλος δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ιεράπολη, τα αποτελέσματα της μακράς διακονίας του στην Έφεσο (από το χειμώνα του 52/53 Κ.Χ. μέχρι και μετά την Πεντηκοστή του 55 Κ.Χ. [1Κο 16:8]) έγιναν αισθητά σε “όλη την περιφέρεια της Ασίας”. (Πρ 19:1, 10) Η Χριστιανοσύνη φαίνεται ότι έφτασε στην Ιεράπολη μέσω των “προσπαθειών” του Επαφρά.—Κολ 4:12, 13.
Αν και η πόλη δεν είχε πολιτική σπουδαιότητα, άκμασε κατά τους ειρηνικούς ρωμαϊκούς χρόνους ως κέντρο λατρείας της Κυβέλης. Εκεί η λατρεία της Κυβέλης πλαισιωνόταν από δύο φυσικά φαινόμενα, τις μεταλλικές πηγές και το Πλουτώνειο, ή Χαρώνειο, ένα βαθύ και στενό άνοιγμα που ανέδιδε θανατηφόρες αναθυμιάσεις.
-
-
Ιερατικές ΠόλειςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Τοποθεσίες στην Υποσχεμένη Γη οι οποίες ξεχωρίστηκαν ως τόπος κατοικίας των Ααρωνικών ιερέων και των οικογενειών τους. Από τις 48 πόλεις που έδωσαν στη φυλή του Λευί οι υπόλοιπες φυλές του Ισραήλ, οι 13 παραχωρήθηκαν στους Κααθίτες ιερείς της οικογένειας του Ααρών. (Ιη 21:1-42· 1Χρ 6:54-81) Οι φυλές του Ιούδα και του Συμεών τούς έδωσαν εννιά πόλεις, ενώ τέσσερις τους έδωσε η φυλή του Βενιαμίν. Έτσι λοιπόν, «όλες οι πόλεις των γιων του Ααρών, των ιερέων, ήταν δεκατρείς πόλεις και τα βοσκοτόπια τους». (Ιη 21:4, 9-19) Αυτές οι πόλεις ήταν η Χεβρών (πόλη καταφυγίου), η Λιβνά, η Ιαθίρ, η Εσθεμωά, η Ωλών (προφανώς η Ηλών), η Δεβίρ, η Αείν (Ασάν), η Ιουτά, η Βαιθ-σεμές, η Γαβαών, η Γααβά, η Αναθώθ και η Αλμών (Αλεμέθ), οι οποίες μνημονεύονται όλες ξανά, με εξαίρεση την Ιουτά και τη Γαβαών, στα εδάφια 1 Χρονικών 6:54-60.
Όταν ο Δαβίδ επρόκειτο να φέρει την κιβωτό του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ, έστειλε μήνυμα στις διάφορες πόλεις των ιερέων, ειδοποιώντας τους ιερείς να συγκεντρωθούν. (1Χρ 13:1-5) Επιπλέον, γίνεται ειδική μνεία για το διορισμό κάποιων αντρών, των οποίων καθήκον ήταν να διανέμουν τις μερίδες από τις συνεισφορές στους ιερείς αδελφούς τους που διέμεναν στις ιερατικές πόλεις κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Εζεκία.—2Χρ 31:11-19.
-
-
ΙεργίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΓΙΑΣ
Βλέπε ΙΕΡΙΑΣ.
-
-
ΙερέαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΕΑΣ
Μεταξύ των αληθινών λάτρεων του Ιεχωβά πριν από το σχηματισμό της Χριστιανικής εκκλησίας, οι ιερείς εκπροσωπούσαν επίσημα τον Θεό στο λαό που υπηρετούσαν, διδάσκοντάς τον σχετικά με Εκείνον και τους νόμους Του. Επίσης, εκπροσωπούσαν το λαό ενώπιον του Θεού, προσφέροντας θυσίες, καθώς επίσης μεσολαβώντας για το λαό και κάνοντας θερμές παρακλήσεις εκ μέρους του. Το εδάφιο Εβραίους 5:1 εξηγεί: «Κάθε αρχιερέας που παίρνεται ανάμεσα από ανθρώπους διορίζεται για χάρη ανθρώπων υπεύθυνος στα πράγματα που έχουν σχέση με τον Θεό, ώστε να προσφέρει δώρα και θυσίες για αμαρτίες». Η λέξη του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου η οποία μεταφράζεται «ιερέας» είναι κοχέν, ενώ η αντίστοιχη λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι ἱερεύς.
Στους Αρχαιότατους Χρόνους. Στην πατριαρχική εποχή, η κεφαλή της οικογένειας υπηρετούσε ως ιερέας για την οικογένειά του, και το καθήκον αυτό μεταβιβαζόταν στον πρωτότοκο γιο όταν πέθαινε ο πατέρας. Λόγου χάρη, στους αρχαιότατους χρόνους βρίσκουμε τον Νώε να εκπροσωπεί την οικογένειά του με την ιδιότητα του ιερέα. (Γε 8:20, 21) Ο πατριάρχης Αβραάμ, ο οποίος είχε μεγάλο σπιτικό που τον ακολουθούσε στις μετακινήσεις του από τόπο σε τόπο, έχτιζε θυσιαστήρια και πρόσφερε θυσίες στον Ιεχωβά στα διάφορα μέρη όπου κατασκήνωνε. (Γε 14:14· 12:7, 8· 13:4) Ο Θεός είπε για τον Αβραάμ: «Γνωρίστηκα μαζί του προκειμένου να διατάξει τους γιους του και το σπιτικό του έπειτα από αυτόν ώστε να τηρούν την οδό του Ιεχωβά για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση». (Γε 18:19) Ο Ισαάκ και ο Ιακώβ ακολούθησαν το ίδιο πρότυπο (Γε 26:25· 31:54· 35:1-7, 14), ο δε Ιώβ, ένας μη Ισραηλίτης αλλά ενδεχομένως μακρινός συγγενής του Αβραάμ, πρόσφερε τακτικά θυσίες στον Ιεχωβά εκ μέρους των παιδιών του, λέγοντας: «Ίσως να αμάρτησαν οι γιοι μου και να καταράστηκαν τον Θεό μέσα στην καρδιά τους». (Ιωβ 1:4, 5· βλέπε επίσης 42:8.) Ωστόσο, η Αγία Γραφή δεν λέει συγκεκριμένα για κανέναν από αυτούς τους άντρες ότι ήταν κοχέν ή ἱερεύς. Από την άλλη πλευρά, ο πατριάρχης Ιοθόρ, ο πεθερός του Μωυσή, αποκαλείται «ιερέας [κοχέν] της Μαδιάμ».—Εξ 2:16· 3:1· 18:1.
Ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλήμ, ήταν ιερέας (κοχέν) με ειδικό αξίωμα. Η Αγία Γραφή δεν δίνει πληροφορίες για την καταγωγή, τη γέννηση ή το θάνατό του. Η ιεροσύνη του δεν ήταν κληρονομική, και δεν είχε προκατόχους ή διαδόχους στο αξίωμά του. Ο Μελχισεδέκ κατείχε τόσο το αξίωμα του βασιλιά όσο και το αξίωμα του ιερέα. Η ιεροσύνη του ήταν ανώτερη από τη Λευιτική ιεροσύνη, διότι ο Λευί στην ουσία πλήρωσε δέκατα στον Μελχισεδέκ, εφόσον ήταν ακόμη στην οσφύ του Αβραάμ όταν εκείνος πρόσφερε δέκατα στον Μελχισεδέκ και ευλογήθηκε από αυτόν. (Γε 14:18-20· Εβρ 7:4-10) Από αυτές τις απόψεις, ο Μελχισεδέκ προσκίαζε τον Ιησού Χριστό, τον “ιερέα για πάντα σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ”.—Εβρ 7:17.
Προφανώς, οι κεφαλές των οικογενειών ασκούσαν ιερατικά καθήκοντα ανάμεσα στους απογόνους του Ιακώβ (Ισραήλ) μέχρι να εγκαθιδρύσει ο Θεός το Λευιτικό ιερατείο. Γι’ αυτό, όταν ο Θεός οδήγησε το λαό στο Όρος Σινά έδωσε την εξής εντολή: «Οι ιερείς επίσης, οι οποίοι πλησιάζουν τον Ιεχωβά, ας αγιάσουν τον εαυτό τους, ώστε να μην ξεσπάσει πάνω τους ο Ιεχωβά». (Εξ 19:22) Αυτό συνέβη προτού εγκαθιδρυθεί το Λευιτικό ιερατείο. Στον Ααρών, όμως, μολονότι δεν είχε διοριστεί ακόμη ως ιερέας, επιτράπηκε να ανεβεί ως ένα σημείο στο βουνό μαζί με τον Μωυσή. Αυτό το γεγονός εναρμονιζόταν με το μετέπειτα διορισμό του Ααρών και των απογόνων του ως ιερέων. (Εξ 19:24) Εκ των υστέρων φαίνεται ότι επρόκειτο για αρχική ένδειξη του ότι ο Θεός είχε κατά νου να αντικαταστήσει την παλιά διευθέτηση (της ιεροσύνης που ασκούσαν οι κεφαλές των οικογενειών) με ένα ιερατείο από τον οίκο του Ααρών.
Υπό τη Διαθήκη του Νόμου. Ενόσω οι Ισραηλίτες ήταν υπόδουλοι στην Αίγυπτο, ο Ιεχωβά αγίασε για τον εαυτό του κάθε πρωτότοκο γιο του Ισραήλ όταν θανάτωσε τα πρωτότοκα της Αιγύπτου με τη δέκατη πληγή. (Εξ 12:29· Αρ 3:13) Κατά συνέπεια, αυτοί οι πρωτότοκοι γιοι ανήκαν στον Ιεχωβά και έπρεπε να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για ειδική υπηρεσία προς αυτόν. Ο Θεός θα μπορούσε να είχε ορίσει όλα αυτά τα πρωτότοκα αρσενικά του Ισραήλ ως ιερείς και φροντιστές του αγιαστηρίου. Αντίθετα, ο σκοπός του εξυπηρετούνταν με το να πάρει για αυτή την υπηρεσία τους άρρενες της φυλής του Λευί. Γι’ αυτόν το λόγο, επέτρεψε στο έθνος να αντικαταστήσει τα πρωτότοκα αρσενικά των άλλων 12 φυλών (οι απόγονοι των γιων του Ιωσήφ—του Εφραΐμ και του Μανασσή—υπολογίστηκαν ως δύο φυλές) με τα αρσενικά των Λευιτών. Σε μια απογραφή που έγινε διαπιστώθηκε ότι οι μη Λευίτες πρωτότοκοι γιοι ηλικίας ενός μηνός και πάνω υπερέβαιναν κατά 273 τα αρσενικά των Λευιτών, γι’ αυτό και ο Θεός απαίτησε να καταβληθεί ένα λυτρωτικό αντίτιμο πέντε σίκλων ($11) για καθένα από αυτούς τους 273, τα δε χρήματα δόθηκαν στον Ααρών και στους γιους του. (Αρ 3:11-16, 40-51) Πριν από αυτή τη δοσοληψία, ο Ιεχωβά είχε ήδη ξεχωρίσει τα άρρενα μέλη της οικογένειας του Ααρών από τη φυλή του Λευί για να αποτελέσουν το ιερατείο του Ισραήλ.—Αρ 1:1· 3:6-10.
Επί μακρά περίοδο χρόνου, ο Ισραήλ είχε την αποκλειστική ευκαιρία να παράσχει από τις τάξεις του εκείνους που θα αποτελούσαν «βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος». (Εξ 19:6) Αλλά αυτή η ευκαιρία έπαψε να είναι αποκλειστικά δική τους επειδή ως έθνος απέρριψαν τον Γιο του Θεού.—Παράβαλε Ματ 21:43· 1Πε 2:7-10.
Αρχικά, Βασιλιάς του Ισραήλ ήταν ο Ιεχωβά. Μεταγενέστερα ο Ιεχωβά κατηύθυνε έτσι τα πράγματα ώστε να περιέλθει η βασιλεία στη γραμμή του Δαβίδ. Ο Ιεχωβά εξακολουθούσε να είναι ο αόρατος Βασιλιάς τους αλλά χρησιμοποιούσε τα μέλη της Δαβιδικής γραμμής ως εκπροσώπους του, ως προς τη διακυβέρνηση που θα ασκούσαν άρχοντες εκτός ιερατείου. Υπό αυτή την ιδιότητα, εκείνοι οι επίγειοι βασιλιάδες λεγόταν ότι κάθονταν στο «θρόνο του Ιεχωβά». (1Χρ 29:23) Το ιερατείο, όμως, παρέμενε ακόμη ξεχωριστό και προερχόταν από τη γραμμή του Ααρών. Επομένως, μόνο σε αυτό το έθνος ανήκε τόσο η βασιλεία όσο και το ιερατείο του Ιεχωβά Θεού με την «ιερή υπηρεσία» του.—Ρω 9:3, 4.
Εγκαινίαση του ιερατείου. Ο διορισμός του ιερέα πρέπει να προέρχεται από τον Θεό, ο δε άνθρωπος δεν αναλαμβάνει αυτό το αξίωμα από μόνος του. (Εβρ 5:4) Ως εκ τούτου, ο ίδιος ο Ιεχωβά διόρισε τον Ααρών και τον οίκο του να έχουν το ιερατείο «στον αιώνα», ξεχωρίζοντάς τους από την οικογένεια των Κααθιτών, μια από τις τρεις κύριες υποδιαιρέσεις της φυλής του Λευί. (Εξ 6:16· 28:43) Πρώτα, όμως, ο Μωυσής ο Λευίτης, ως μεσίτης της διαθήκης του Νόμου, εκπροσώπησε τον Θεό στον αγιασμό του Ααρών και των γιων του και στο γέμισμα των χεριών τους με δύναμη ώστε να υπηρετούν ως ιερείς, διαδικασία η οποία περιγράφεται στο 29ο κεφάλαιο της Εξόδου και στο 8ο κεφάλαιο του Λευιτικού. Η καθιέρωσή τους διήρκεσε προφανώς εφτά ημέρες, από την 1η ως την 7η Νισάν του 1512 Π.Κ.Χ. (Βλέπε ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ.) Το άρτι καθιερωμένο ιερατείο άρχισε να εκτελεί τις υπηρεσίες του προς όφελος του Ισραήλ την επομένη, στις 8 Νισάν.
Προσόντα. Ο Ιεχωβά εξέθεσε τα προσόντα που θα έπρεπε να έχουν όσα μέλη της οικογενειακής γραμμής του Ααρών επρόκειτο να υπηρετούν στο θυσιαστήριο του Θεού. Για να γίνει ένας άντρας ιερέας, έπρεπε να είναι αρτιμελής και να έχει κανονική εμφάνιση. Διαφορετικά δεν μπορούσε να πλησιάζει το θυσιαστήριο με προσφορές ούτε να πηγαίνει κοντά στην κουρτίνα που χώριζε τα Άγια από τα Άγια των Αγίων στη σκηνή της μαρτυρίας. Ένα τέτοιο άτομο, όμως, δικαιούνταν να συντηρείται από τα δέκατα και μπορούσε να μετέχει στα «άγια πράγματα» που παρέχονταν ως τροφή για το ιερατείο.—Λευ 21:16-23.
Η ηλικία ένταξης στο ιερατείο δεν αναφέρεται συγκεκριμένα, μολονότι η απογραφή των Κααθιτών, που έλαβε χώρα στο Όρος Σινά, συμπεριέλαβε όσους ήταν από 30 ως 50 χρονών. (Αρ 4:3) Η υπηρεσία των Λευιτών στο αγιαστήριο άρχιζε στην ηλικία των 25 ετών (την εποχή του Βασιλιά Δαβίδ το όριο ηλικίας κατέβηκε στα 20 χρόνια). (Αρ 8:24· 1Χρ 23:24) Οι Λευίτες που δεν ήταν ιερείς αποχωρούσαν από την υποχρεωτική υπηρεσία στο αγιαστήριο σε ηλικία 50 ετών, αλλά για τους ιερείς δεν υπήρχε πρόβλεψη αποχώρησης.—Αρ 8:25, 26· βλέπε ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ.
Πώς συντηρούνταν. Στη φυλή του Λευί δεν δόθηκε κάποιο κομμάτι γης ως κληρονομιά, αλλά ζούσαν “διασκορπισμένοι στον Ισραήλ”, έχοντας λάβει 48 πόλεις για να κατοικούν εκεί με τις οικογένειες και τα ζώα τους. Δεκατρείς από αυτές τις πόλεις δόθηκαν στους ιερείς. (Γε 49:5, 7· Ιη 21:1-11) Μια από τις πόλεις του καταφυγίου, η Χεβρών, ήταν ιερατική πόλη. (Ιη 21:13) Οι Λευίτες δεν έλαβαν κάποια περιοχή ως φυλετική κληρονομιά επειδή όπως είπε ο Ιεχωβά: «Εγώ είμαι το μερίδιό σου και η κληρονομιά σου ανάμεσα στους γιους του Ισραήλ». (Αρ 18:20) Οι Λευίτες εκτελούσαν το προσδιορισμένο έργο της διακονίας τους και συντηρούσαν τα σπίτια τους και τα βοσκοτόπια των πόλεων που τους είχαν παραχωρηθεί. Φρόντιζαν επίσης και άλλες εκτάσεις γης που μπορεί να αφιέρωναν οι Ισραηλίτες για χρήση του αγιαστηρίου. (Λευ 27:21, 28) Ο Ιεχωβά προνόησε για τους Λευίτες διευθετώντας να λαβαίνουν το ένα δέκατο όλων των προϊόντων της γης από τις άλλες 12 φυλές. (Αρ 18:21-24) Από αυτό το δέκατο, οι Λευίτες έπρεπε να δίνουν με τη σειρά τους ένα δέκατο από τα καλύτερα προϊόντα στο ιερατείο. (Αρ 18:25-29· Νε 10:38, 39) Το ιερατείο θα λάβαινε έτσι το 1 τοις εκατό του εθνικού προϊόντος, πράγμα που θα τους επέτρεπε να αφιερώνουν όλο το χρόνο τους στην υπηρεσία που είχαν διοριστεί να προσφέρουν στον Θεό.
Αυτή η προμήθεια για το ιερατείο, μολονότι γενναιόδωρη, ερχόταν σε αντίθεση με την πολυτέλεια και την οικονομική δύναμη που απολάμβαναν τα ιερατεία των ειδωλολατρικών εθνών. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, οι ιερείς κατείχαν εκτάσεις γης (Γε 47:22, 26) και μέσω πανούργων ελιγμών έγιναν τελικά οι πλουσιότεροι και ισχυρότεροι άντρες της Αιγύπτου. Ο Τζέιμς Χ. Μπρέστεντ, στο σύγγραμμα Ιστορία των Αρχαίων Αιγυπτίων ([A History of the Ancient Egyptians] 1908, σ. 355, 356, 431, 432), αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της αποκαλούμενης Εικοστής Δυναστείας ο Φαραώ είχε υποβιβαστεί σε απλό ανδρείκελο. Το ιερατείο είχε στην κατοχή του τη χρυσοφόρα γη της Νουβίας και τη μεγάλη επαρχία του Άνω Νείλου. Ο αρχιερέας ήταν ο πιο σπουδαίος αξιωματούχος επί των οικονομικών υποθέσεων του Κράτους, δεύτερος μετά τον ανώτατο θησαυροφύλακα. Αυτός είχε υπό τις διαταγές του όλο το στράτευμα και κρατούσε το θησαυροφυλάκιο στα χέρια του. Στις απεικονίσεις των μνημείων προβάλλεται περισσότερο και από τον Φαραώ.
Μόνο όταν ο Ισραήλ χαλάρωνε όσον αφορά τη λατρεία του και παραμελούσε την πληρωμή των δεκάτων υπέφερε το ιερατείο, καθώς και οι Λευίτες που δεν ήταν ιερείς και έπρεπε να αναζητήσουν άλλη εργασία για να συντηρήσουν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους. Αυτή η κακή στάση προς το αγιαστήριο και τη συντήρησή του έκανε με τη σειρά της το έθνος να υποφέρει ακόμη περισσότερο από έλλειψη πνευματικότητας και γνώσης του Ιεχωβά.—Νε 13:10-13· βλέπε επίσης Μαλ 3:8-10.
Το ιερατείο λάβαινε: (1) Το τακτικό δέκατο. (2) Το απολυτρωτικό αντίτιμο για κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί ή ζώο. Αν επρόκειτο για πρωτότοκο ταύρο, αρσενικό αρνί ή κατσίκι, έπαιρναν το κρέας για τροφή. (Αρ 18:14-19) (3) Το απολυτρωτικό αντίτιμο για ανθρώπους και πράγματα που είχαν αγιαστεί, καθώς επίσης τα πράγματα που ήταν αφιερωμένα στον Ιεχωβά. (Λευ 27) (4) Ορισμένα μέρη από τις διάφορες προσφορές που έφερνε ο λαός, καθώς και το ψωμί της πρόθεσης. (Λευ 6:25, 26, 29· 7:6-10· Αρ 18:8-14) (5) Χορήγημα από τις προσφορές των καλύτερων από τους πρώτους ώριμους καρπούς των σιτηρών, καθώς και από τις προσφορές του κρασιού και του λαδιού. (Εξ 23:19· Λευ 2:14-16· 22:10 [η λέξη «ξένος» στο τελευταίο αυτό εδάφιο αναφέρεται σε κάποιον που δεν ήταν ιερέας]· Δευ 14:22-27· 26:1-10) Εκτός από κάποιες προσδιορισμένες μερίδες που μπορούσαν να φάνε μόνο οι ιερείς (Λευ 6:29), από την τροφή μπορούσαν να έχουν νόμιμο μερίδιο οι γιοι τους και οι κόρες τους, και σε μερικές περιπτώσεις το σπιτικό του ιερέα—ακόμη και οι δούλοι. (Λευ 10:14· 22:10-13) (6) Αναμφίβολα ένα μέρος από το δέκατο που δινόταν κάθε τρίτο έτος για τους Λευίτες και τους φτωχούς. (Δευ 14:28, 29· 26:12) (7) Λάφυρα πολέμου.—Αρ 31:26-30.
Ενδυμασία. Κατά την εκτέλεση των επίσημων καθηκόντων τους, οι ιερείς υπηρετούσαν ξυπόλητοι, σε αρμονία με το γεγονός ότι το αγιαστήριο ήταν άγιο έδαφος. (Παράβαλε Εξ 3:5.) Στις οδηγίες για την κατασκευή των ειδικών ενδυμάτων των ιερέων δεν γίνεται λόγος για σανδάλια. (Εξ 28:1-43) Οι ιερείς φορούσαν λινές περισκελίδες, από τους γοφούς μέχρι τους μηρούς, για λόγους ηθικής ευπρέπειας, «για να καλύπτουν τη γυμνή σάρκα . . . ώστε να μη φέρουν πάνω τους σφάλμα και πεθάνουν». (Εξ 28:42, 43) Από πάνω φορούσαν χιτώνα από εκλεκτό λινάρι ο οποίος έδενε γύρω από το σώμα με λινό περίζωμα. Στο κεφάλι τους “τύλιγαν” κάλυμμα. (Λευ 8:13· Εξ 28:40· 39:27-29) Αυτό το κάλυμμα του κεφαλιού φαίνεται πως ήταν κάπως διαφορετικό από το τουρμπάνι του αρχιερέα, το οποίο μπορεί να ήταν ραμμένο έτσι ώστε να μένει τυλιγμένο καθώς το φορούσε στο κεφάλι του ο αρχιερέας. (Λευ 8:9) Φαίνεται ότι μόνο σε μεταγενέστερους χρόνους φορούσαν ενίοτε οι υφιερείς λινά εφόδ, αν και αυτά δεν ήταν ολοκέντητα όπως το εφόδ του αρχιερέα.—Παράβαλε 1Σα 2:18.
Διατάξεις και υπηρεσίες. Οι ιερείς απαιτούνταν να είναι σωματικά καθαροί και να τηρούν υψηλούς ηθικούς κανόνες. Όταν έμπαιναν στη σκηνή της συνάντησης και προτού φέρουν μια προσφορά στο θυσιαστήριο, έπρεπε να πλένουν τα χέρια και τα πόδια τους στη λεκάνη που υπήρχε στην αυλή «για να μην πεθάνουν». (Εξ 30:17-21· 40:30-32) Με μια παρόμοια προειδοποίηση διατάχθηκαν να μην πίνουν κρασί ή μεθυστικό ποτό όταν υπηρετούσαν στο αγιαστήριο. (Λευ 10:8-11) Δεν μπορούσαν να μολύνουν τον εαυτό τους αγγίζοντας ένα πτώμα ή πενθώντας για τους νεκρούς, καθόσον αυτό θα τους έκανε προσωρινά ακάθαρτους για υπηρεσία. Ωστόσο, ένας υφιερέας (αλλά όχι ο αρχιερέας) μπορούσε να το κάνει αυτό για κάποιον πολύ στενό συγγενή: μητέρα, πατέρα, γιο, κόρη, αδελφό ή παρθένα αδελφή που ήταν κοντινό του πρόσωπο (προφανώς, που ζούσε μαζί του ή κοντά του). Επίσης, η σύζυγος πιθανώς περιλαμβανόταν στα κοντινά του πρόσωπα. (Λευ 21:1-4) Όποιος ιερέας γινόταν ακάθαρτος λόγω λέπρας, λόγω εκκρίσεων ή λόγω κάποιου πτώματος ή άλλου ακάθαρτου πράγματος δεν μπορούσε να φάει από τα άγια πράγματα ή να εκτελέσει υπηρεσία στο αγιαστήριο μέχρι να καθαριστεί, διαφορετικά έπρεπε να πεθάνει.—Λευ 22:1-9.
Στους ιερείς δόθηκε η εντολή να μην ξυρίζουν το κεφάλι τους ή τις άκρες της γενειάδας τους ούτε να κάνουν τομές πάνω τους, κάτι που συνήθιζαν να κάνουν οι ειδωλολάτρες ιερείς. (Λευ 21:5, 6· 19:28· 1Βα 18:28) Ενώ ο αρχιερέας μπορούσε να παντρευτεί μόνο παρθένα, οι υφιερείς μπορούσαν να παντρευτούν κάποια χήρα, αλλά δεν μπορούσαν να παντρευτούν διαζευγμένη γυναίκα ή πόρνη. (Λευ 21:7, 8· παράβαλε Λευ 21:10, 13, 14.) Προφανώς, όλα τα μέλη της οικογένειας του αρχιερέα έπρεπε να τηρούν το υψηλό επίπεδο ηθικής και αξιοπρέπειας που άρμοζε στο ιερατικό αξίωμα. Γι’ αυτόν το λόγο, η κόρη ενός ιερέα που γινόταν πόρνη έπρεπε να θανατωθεί και κατόπιν να καεί ως κάτι απεχθές στον Θεό.—Λευ 21:9.
Κατά τις μεταστρατοπεδεύσεις στην έρημο, ο Ααρών και οι γιοι του είχαν το καθήκον να καλύπτουν τα άγια έπιπλα και τα σκεύη στη σκηνή της συνάντησης προτού επιτραπεί στους άλλους Κααθίτες να μπουν και να τα μεταφέρουν, ώστε να μην πεθάνουν οι Κααθίτες. Παρόμοια, ξεσκέπαζαν και τακτοποιούσαν αυτά τα πράγματα μέσα στη σκηνή στη νέα τοποθεσία. (Αρ 4:5-15) Κατά την πορεία, οι ιερείς μετέφεραν την κιβωτό της διαθήκης.—Ιη 3:3, 13, 15, 17· 1Βα 8:3-6.
Οι ιερείς ήταν υπεύθυνοι να σαλπίζουν με τις άγιες σάλπιγγες, παρέχοντας έτσι σαφή καθοδηγία στο λαό όταν έπρεπε να στήσει ή να μετακινήσει το στρατόπεδο, να συναχθεί, να πάει στη μάχη ή να γιορτάσει κάποια γιορτή για τον Ιεχωβά. (Αρ 10:1-10) Οι ιερείς και οι Λευίτες απαλλάσσονταν από τη στράτευση, αν και υπηρετούσαν ως σαλπιγκτές και υμνωδοί μπροστά από το στράτευμα.—Αρ 1:47-49· 2:33· Ιη 6:4· 2Χρ 13:12.
Όταν οι ιερείς εκτελούσαν διορισμό υπηρεσίας στο αγιαστήριο, κάποια από τα καθήκοντά τους ήταν να σφάζουν τα ζώα που έφερνε ο λαός για τις θυσίες, να ραντίζουν το θυσιαστήριο με το αίμα, να τεμαχίζουν τις θυσίες, να διατηρούν αναμμένη τη φωτιά στο θυσιαστήριο, να μαγειρεύουν το κρέας και να δέχονται όλες τις άλλες προσφορές, όπως τις προσφορές σιτηρών. Έπρεπε να φροντίζουν τα σχετικά με οποιαδήποτε ακαθαρσία η οποία μπορεί να μόλυνε κάποια άτομα, καθώς επίσης ό,τι είχε σχέση με τις ειδικές ευχές τους, και ούτω καθεξής. (Λευ κεφ. 1-7· 12:6· κεφ. 13-15· Αρ 6:1-21· Λου 2:22-24) Φρόντιζαν για τα πρωινά και τα βραδινά ολοκαυτώματα και για όλες τις άλλες θυσίες που γίνονταν τακτικά στο αγιαστήριο, εκτός από εκείνες τις οποίες ήταν αρμόδιος να προσφέρει ο αρχιερέας, και έκαιγαν θυμίαμα στο χρυσό θυσιαστήριο. (Εξ 29:38-42· Αρ 28:1-10· 2Χρ 13:10, 11) Ξάκριζαν τα φιτίλια των λυχναριών και αναπλήρωναν το λάδι (Εξ 27:20, 21), καθώς επίσης φρόντιζαν για το άγιο λάδι και το θυμίαμα. (Αρ 4:16) Ευλογούσαν το λαό κατά τις επίσημες συνάξεις όπως εκτίθεται στα εδάφια Αριθμοί 6:22-27. Κανένας άλλος ιερέας, όμως, δεν μπορούσε να είναι στο αγιαστήριο όταν ο αρχιερέας έμπαινε στα Άγια των Αγίων για να κάνει εξιλέωση.—Λευ 16:17.
Οι ιερείς ήταν κυρίως εκείνοι που είχαν το προνόμιο να εξηγούν το νόμο του Θεού, έπαιζαν δε σπουδαίο ρόλο στο δικαστικό σύστημα του Ισραήλ. Στις πόλεις που τους είχαν παραχωρηθεί, οι ιερείς ήταν στη διάθεση των κριτών για να τους βοηθούν, και επίσης υπηρετούσαν μαζί με αυτούς σε εξαιρετικά δύσκολες υποθέσεις για τις οποίες τα τοπικά δικαστήρια αδυνατούσαν να αποφασίσουν. (Δευ 17:8, 9) Απαιτούνταν να παρίστανται μαζί με τους πρεσβυτέρους της πόλης σε υποθέσεις ανεξιχνίαστων δολοφονιών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση της κατάλληλης διαδικασίας ώστε να απομακρυνθεί η ενοχή αίματος από την πόλη. (Δευ 21:1, 2, 5) Αν ένας ζηλότυπος σύζυγος κατηγορούσε τη σύζυγό του για κρυφή μοιχεία, αυτή έπρεπε να φερθεί στο αγιαστήριο, όπου ο ιερέας διενεργούσε την καθορισμένη τελετουργία κατά την οποία απευθυνόταν έκκληση στον Ιεχωβά να εκφέρει άμεση κρίση, εφόσον Εκείνος γνώριζε την αλήθεια για το αν η γυναίκα ήταν αθώα ή ένοχη. (Αρ 5:11-31) Σε όλες τις περιπτώσεις, η κρίση που εξέφεραν οι ιερείς ή οι διορισμένοι κριτές έπρεπε να γίνεται σεβαστή. Η εσκεμμένη ασέβεια ή ανυπακοή επέσυρε την ποινή του θανάτου.—Αρ 15:30· Δευ 17:10-13.
Οι ιερείς δίδασκαν το Νόμο στο λαό, διαβάζοντας και εξηγώντας τον σε εκείνους που πήγαιναν στο αγιαστήριο για να προσφέρουν λατρεία. Επίσης, όταν βρίσκονταν εκτός υπηρεσίας, είχαν πολλές ευκαιρίες να παρέχουν τέτοιου είδους διδασκαλία, είτε στην περιοχή του αγιαστηρίου είτε σε άλλα μέρη της χώρας. (Δευ 33:10· 2Χρ 15:3· 17:7-9· Μαλ 2:7) Μετά την επιστροφή στην Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα, ο Έσδρας ο ιερέας, βοηθούμενος από τους άλλους ιερείς και τους Λευίτες, συγκέντρωσε το λαό και επί αρκετές ώρες τούς διάβαζε και τους εξηγούσε το Νόμο.—Νε 8:1-15.
Η ιερατική διοίκηση αποτελούσε προστασία για το έθνος όσον αφορά τη θρησκευτική καθαρότητα αλλά και τη σωματική υγεία. Ο ιερέας έπρεπε να κρίνει μεταξύ καθαρού και ακάθαρτου σε περιπτώσεις λέπρας ανθρώπου, ενδύματος ή σπιτιού. Φρόντιζε να τηρούνται οι νομικοί κανονισμοί περί καραντίνας. Επίσης, πρόσφερε τις υπηρεσίες του για τον καθαρισμό εκείνων που είχαν μολυνθεί από νεκρό σώμα ή ήταν ακάθαρτοι από παθολογικές εκκρίσεις, και ούτω καθεξής.—Λευ 13-15.
Πώς καθορίζονταν οι διορισμοί υπηρεσίας στο ναό για τους ιερείς στον Ισραήλ;
Από τις 24 υποδιαιρέσεις, ή αλλιώς εφημερίες, των ιερέων τις οποίες καθιέρωσε ο Βασιλιάς Δαβίδ, οι 16 συστάθηκαν από τον οίκο του Ελεάζαρ και οι 8 από τον οίκο του Ιθάμαρ. (1Χρ 24:1-19) Ωστόσο, τουλάχιστον στην αρχή, επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία ιερείς από τέσσερις μόνο υποδιαιρέσεις. (Εσδ 2:36-39) Μερικοί υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να συνεχιστεί η προηγούμενη οργανωτική διευθέτηση, οι τέσσερις οικογένειες που επέστρεψαν διαιρέθηκαν ώστε να υπάρξουν ξανά 24 εφημερίες. Ο Άλφρεντ Έντερσχαϊμ, στο σύγγραμμα Ο Ναός ([The Temple] 1874, σ. 63), υποστηρίζει ότι αυτό έγινε με το να τραβήξει η κάθε οικογένεια πέντε κλήρους για αυτούς που δεν είχαν επιστρέψει, σχηματίζοντας έτσι από τις ομάδες τους άλλες 20 εφημερίες στις οποίες έδωσαν τα αρχικά ονόματα. Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Ιωάννη του Βαφτιστή, ήταν ιερέας από την όγδοη υποδιαίρεση, αυτήν του Αβιά. Ωστόσο, αν ισχύει η παραπάνω άποψη, ο Ζαχαρίας μπορεί να μην ήταν απόγονος του Αβιά, αλλά απλώς να ανήκε στην υποδιαίρεση που έφερε το όνομά του. (1Χρ 24:10· Λου 1:5) Εφόσον τα στοιχεία είναι ελλιπή, δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα για αυτά τα ζητήματα.
Στην υπηρεσία του ναού οι ιερείς ήταν οργανωμένοι έχοντας ως επικεφαλής διάφορους αξιωματούχους. Η ανάθεση ορισμένων υπηρεσιών γινόταν με κλήρωση. Καθεμιά από τις 24 υποδιαιρέσεις υπηρετούσε μία εβδομάδα κάθε φορά, εκτελώντας τα καθήκοντά της δύο φορές το χρόνο. Προφανώς ολόκληρο το ιερατείο υπηρετούσε στις περιόδους των γιορτών, όταν ο λαός πρόσφερε χιλιάδες θυσίες, όπως έκαναν κατά την αφιέρωση του ναού. (1Χρ 24:1-18, 31· 2Χρ 5:11· παράβαλε 2Χρ 29:31-35· 30:23-25· 35:10-19.) Ένας ιερέας μπορούσε να υπηρετεί και σε άλλες χρονικές περιόδους, αρκεί να μην παρενέβαινε στα ανατεθειμένα καθήκοντα των ιερέων που βρίσκονταν σε υπηρεσία. Σύμφωνα με τις ραβινικές παραδόσεις, την εποχή της επίγειας ζωής του Ιησού, οι ιερείς ήταν πολυάριθμοι, με αποτέλεσμα να κατανέμεται η υπηρεσία της εβδομάδας στις διάφορες οικογένειες που αποτελούσαν την εκάστοτε υποδιαίρεση και να υπηρετεί η κάθε οικογένεια μία ή περισσότερες ημέρες, ανάλογα με τον αριθμό των ιερέων που είχε.
Η καύση του θυμιάματος πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο θεωρούνταν πιθανότατα η πιο αξιότιμη από τις καθημερινές υπηρεσίες και γινόταν μετά την προσφορά της θυσίας. Κατά την καύση του θυμιάματος ο λαός ήταν συγκεντρωμένος έξω από το αγιαστήριο και προσευχόταν. Η ραβινική παράδοση λέει ότι για αυτή την υπηρεσία γινόταν κλήρωση, αλλά εκείνος που είχε υπηρετήσει με αυτόν τον τρόπο στο παρελθόν δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχει εκτός αν όλοι οι παρόντες είχαν εκτελέσει προηγουμένως τη συγκεκριμένη υπηρεσία. (Ο Ναός, σ. 135, 137, 138) Αν είναι έτσι, ένας ιερέας θα είχε συνήθως αυτή την τιμή μόνο μία φορά στη ζωή του. Αυτή την υπηρεσία εκτελούσε ο Ζαχαρίας όταν εμφανίστηκε σε αυτόν ο άγγελος Γαβριήλ για να αναγγείλει ότι ο Ζαχαρίας και η σύζυγός του η Ελισάβετ θα αποκτούσαν γιο. Όταν ο Ζαχαρίας βγήκε από το αγιαστήριο, το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο εκεί διέκρινε από την όψη του και από το ότι δεν μπορούσε να μιλήσει ότι είχε δει κάποιο υπερφυσικό θέαμα μέσα στο αγιαστήριο, και έτσι το γεγονός έγινε ευρέως γνωστό.—Λου 1:8-23.
Φαίνεται ότι κάθε Σάββατο οι ιερείς είχαν το προνόμιο να αντικαθιστούν το ψωμί της πρόθεσης. Το Σάββατο επίσης ολοκλήρωνε την υπηρεσία της η ιερατική υποδιαίρεση εκείνης της εβδομάδας και αναλάμβανε τα καθήκοντά της η νέα εφημερία για την επόμενη. Αυτά και άλλα αναγκαία καθήκοντα εκτελούνταν από τους ιερείς χωρίς να συνιστούν παραβίαση του Σαββάτου.—Ματ 12:2-5· παράβαλε 1Σα 21:6· 2Βα 11:5-7· 2Χρ 23:8.
Οσιότητα. Όταν οι δέκα φυλές αποσχίστηκαν από το βασίλειο του Ροβοάμ και ίδρυσαν το βόρειο βασίλειο υπό τον Ιεροβοάμ, η φυλή του Λευί παρέμεινε όσια και προσκολλήθηκε στο δίφυλο βασίλειο του Ιούδα και του Βενιαμίν. Ο Ιεροβοάμ διόρισε άντρες που δεν ήταν Λευίτες να υπηρετούν ως ιερείς στη λατρεία των χρυσών μοσχαριών και έδιωξε τους ιερείς του Ιεχωβά, τους γιους του Ααρών. (1Βα 12:31, 32· 13:33· 2Χρ 11:14· 13:9) Μεταγενέστερα στον Ιούδα, μολονότι πολλοί ιερείς έπαψαν να είναι πιστοί στον Θεό, κατά καιρούς το ιερατείο ασκούσε ισχυρή επιρροή προκειμένου να παραμείνει ο Ισραήλ πιστός στον Ιεχωβά. (2Χρ 23:1, 16· 24:2, 16· 26:17-20· 34:14, 15· Ζαχ 3:1· 6:11) Τον καιρό της διακονίας του Ιησού και των αποστόλων, οι αρχιερείς είχαν διαφθαρεί πολύ, αλλά υπήρχαν πολλοί ιερείς των οποίων η καρδιά ήταν ευνοϊκά διακείμενη προς τον Ιεχωβά, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι λίγο μετά το θάνατο του Ιησού «μεγάλο πλήθος ιερέων άρχισε να υπακούει στην πίστη».—Πρ 6:7.
Άλλες εφαρμογές της λέξης «ιερέας». Ο Μωυσής αποκλήθηκε ιερέας στο εδάφιο Ψαλμός 99:6 λόγω της μεσιτείας του και λόγω του ότι διορίστηκε να εκτελέσει την τελετουργία του αγιασμού στο αγιαστήριο, με την οποία ο Ααρών και οι γιοι του ανέλαβαν το ιερατικό αξίωμα. Ο Μωυσής μεσολαβούσε υπέρ του Ισραήλ, επικαλούμενος το όνομα του Ιεχωβά. (Αρ 14:13-20) Η λέξη «ιερέας» χρησιμοποιούνταν επίσης ενίοτε για να υποδηλώσει έναν «υπασπιστή» ή έναν «ανώτερο αξιωματούχο ή άρχοντα». Στον κατάλογο των ανώτερων αξιωματούχων που υπηρετούσαν υπό τον Βασιλιά Δαβίδ, η αφήγηση αναφέρει: «Οι δε γιοι του Δαβίδ έγιναν ιερείς».—2Σα 8:18· παράβαλε 2Σα 20:26· 1Βα 4:5· 1Χρ 18:17.
Το Χριστιανικό Ιερατείο. Ο Ιεχωβά είχε υποσχεθεί ότι αν ο Ισραήλ τηρούσε τη διαθήκη του θα γινόταν για Αυτόν «βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος». (Εξ 19:6) Ωστόσο, το ιερατείο της γραμμής του Ααρών επρόκειτο να συνεχιστεί μόνο μέχρι την έλευση του μεγαλύτερου ιερατείου το οποίο προσκίαζε. (Εβρ 8:4, 5) Επρόκειτο να παραμείνει μέχρι το τέλος της διαθήκης του Νόμου και την εγκαινίαση της νέας διαθήκης. (Εβρ 7:11-14· 8:6, 7, 13) Η προσφορά να γίνουν ιερείς του Ιεχωβά και να υπηρετήσουν στην υποσχεμένη διευθέτηση της Βασιλείας του Θεού έγινε κατ’ αρχάς αποκλειστικά στους Ισραηλίτες. Αργότερα, αυτή η προσφορά επεκτάθηκε και στους Εθνικούς.—Πρ 10:34, 35· 15:14· Ρω 10:21.
Μόνο ένα υπόλοιπο από τους Ιουδαίους δέχτηκε τον Χριστό, και έτσι το έθνος δεν προμήθευσε τα μέλη της πραγματικής βασιλείας ιερέων και του αγίου έθνους. (Ρω 11:7, 20) Λόγω της απιστίας τους, ο Θεός είχε προειδοποιήσει σχετικά τον Ισραήλ μέσω του Ωσηέ του προφήτη του αιώνες πρωτύτερα, λέγοντας: «Επειδή εσύ απέρριψες τη γνώση, και εγώ θα σε απορρίψω από το να με υπηρετείς ως ιερέας· και επειδή εσύ ξεχνάς το νόμο του Θεού σου, εγώ θα ξεχάσω τους γιους σου, ναι εγώ». (Ωσ 4:6) Αντίστοιχα, ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους ηγέτες: «Η βασιλεία του Θεού θα αφαιρεθεί από εσάς και θα δοθεί σε έθνος που παράγει τους καρπούς της». (Ματ 21:43) Παρ’ όλα αυτά, ο Ιησούς Χριστός, εφόσον υπόκειτο στο Νόμο ενόσω ήταν στη γη, αναγνώριζε την ισχύ του Ααρωνικού ιερατείου και έλεγε σε εκείνους που θεράπευε από λέπρα να πάνε στον ιερέα και να κάνουν την απαιτούμενη προσφορά.—Ματ 8:4· Μαρ 1:44· Λου 17:14.
Την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., τερματίστηκε η διαθήκη του Νόμου και εγκαινιάστηκε η “καλύτερη διαθήκη”, η νέα διαθήκη. (Εβρ 8:6-9) Εκείνη την ημέρα ο Θεός έκανε φανερή αυτή την αλλαγή με την έκχυση του αγίου πνεύματος. Κατόπιν, ο απόστολος Πέτρος εξήγησε στους Ιουδαίους που είχαν έρθει από πολλά έθνη και ήταν παρόντες εκεί ότι η μόνη σωτηρία τους πλέον έγκειτο στη μετάνοια και στην αποδοχή του Ιησού Χριστού. (Πρ 2· Εβρ 2:1-4) Μεταγενέστερα, ο Πέτρος μίλησε για τους Ιουδαίους οικοδόμους που είχαν απορρίψει τον Ιησού Χριστό ως την ακρογωνιαία πέτρα και κατόπιν είπε στους Χριστιανούς: «Αλλά εσείς είστε “εκλεγμένο γένος, βασιλικό ιερατείο, άγιο έθνος, λαός για ειδική ιδιοκτησία”».—1Πε 2:7-9.
Ο Πέτρος εξήγησε επίσης ότι το νέο ιερατείο είναι «πνευματικός οίκος με σκοπό ένα άγιο ιερατείο, για να προσφέρετε πνευματικές θυσίες ευπρόσδεκτες στον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού». (1Πε 2:5) Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μεγάλος Αρχιερέας τους και εκείνοι, όπως οι γιοι του Ααρών, είναι οι υφιερείς. (Εβρ 3:1· 8:1) Ωστόσο, ανόμοια με το Ααρωνικό ιερατείο το οποίο δεν συμμετείχε στη βασιλεία, σε αυτό το «βασιλικό ιερατείο» του Χριστού και των συγκληρονόμων του η βασιλεία και η ιεροσύνη συνδυάζονται. Στο Γραφικό βιβλίο της Αποκάλυψης ο απόστολος Ιωάννης χαρακτηρίζει τους ακολούθους του Ιησού Χριστού “λυμένους από τις αμαρτίες τους μέσω του αίματός του” και λέει ότι «μας έκανε να είμαστε βασιλεία, ιερείς στον Θεό και Πατέρα του».—Απ 1:5, 6.
Το τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής αποκαλύπτει επίσης πόσοι αποτελούν το σώμα των υφιερέων. Εκείνοι τους οποίους ο Ιησούς Χριστός έκανε «να είναι βασιλεία και ιερείς στον Θεό μας» παρουσιάζονται να ψάλλουν έναν νέο ύμνο στον οποίο λένε ότι αγοράστηκαν με το αίμα του Χριστού. (Απ 5:9, 10) Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι εκείνοι που ψάλλουν το νέο ύμνο είναι 144.000 άτομα που «αγοράστηκαν ανάμεσα από την ανθρωπότητα ως πρώτοι καρποί για τον Θεό και το Αρνί». (Απ 14:1-5) Τελικά αυτό το σώμα υφιερέων παρουσιάζεται να ανασταίνεται στον ουρανό και να συγκυβερνά με τον Ιησού Χριστό, έχοντας γίνει «ιερείς του Θεού και του Χριστού» και “βασιλεύοντας” με τον Χριστό στη διάρκεια της Χιλιετούς Βασιλείας του.—Απ 20:4, 6.
Κάνοντας παραβολή με το ιερατείο του Ισραήλ, καθώς και με τις υπηρεσίες του και τα οφέλη που αποκόμιζε ο λαός εκείνου του έθνους (Εβρ 8:5), μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για τα οφέλη και τις ευλογίες που θα λάβουν οι άνθρωποι της γης από το τέλειο και αιώνιο ιερατείο του Ιησού Χριστού και του σώματος των υφιερέων του όταν εκείνοι θα κυβερνήσουν από κοινού τη γη ως βασιλιάδες για χίλια χρόνια. Αυτοί θα έχουν το προνόμιο να διδάξουν στους ανθρώπους το νόμο του Θεού (Μαλ 2:7), να επιτύχουν πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών με βάση τη λυτρωτική θυσία του μεγάλου Αρχιερέα (εφαρμόζοντας τα οφέλη της θυσίας του Χριστού) και να θεραπεύσουν όλες τις παθήσεις (Μαρ 2:9-12· Εβρ 9:12-14· 10:1-4, 10), να διακρίνουν μεταξύ καθαρού και ακάθαρτου σύμφωνα με την άποψη του Θεού και να απομακρύνουν κάθε ακαθαρσία (Λευ 13-15), να κρίνουν τους ανθρώπους με δικαιοσύνη και να εξασφαλίσουν την εφαρμογή του δίκαιου νόμου του Ιεχωβά σε όλη τη γη (Δευ 17:8-13).
Ακριβώς όπως η αρχαία σκηνή της συνάντησης στην έρημο ήταν ο τόπος όπου ο Θεός κατοικούσε με τους ανθρώπους, ένα αγιαστήριο όπου μπορούσαν να τον πλησιάζουν, έτσι και στη διάρκεια της χιλιετίας η σκηνή του Θεού θα είναι πάλι με τους ανθρώπους αλλά πολύ πιο κοντά, πιο μόνιμα και με μεγαλύτερα οφέλη από τότε, καθώς εκείνος θα πολιτεύεται μαζί τους εκπροσωπούμενος από τον μεγάλο Αρχιερέα του, τον Ιησού Χριστό, και τους 144.000 οι οποίοι θα υπηρετούν με τον Χριστό ως υφιερείς στο μεγάλο πνευματικό ναό που προσκιάστηκε από εκείνη την ιερή σκηνή της μαρτυρίας. (Εξ 25:8· Εβρ 4:14· Απ 1:6· 21:3) Με τέτοιο βασιλικό ιερατείο οι άνθρωποι θα είναι ασφαλώς ευτυχισμένοι, όπως ήταν ο Ισραήλ όταν το βασίλειο και το ιερατείο ήταν πιστά στον Θεό, τότε που «ο Ιούδας και ο Ισραήλ ήταν πολυάριθμοι, σαν τους κόκκους της άμμου δίπλα στη θάλασσα σε πλήθος, και έτρωγαν και έπιναν και χαίρονταν» και κατοικούσαν «με ασφάλεια, ο καθένας κάτω από το κλήμα του και κάτω από τη συκιά του».—1Βα 4:20, 25.
Ειδωλολάτρες Ιερείς. Τα αρχαία έθνη είχαν ιερείς μέσω των οποίων πλησίαζαν τους θεούς τους. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούνταν αξιοσέβαστοι και ασκούσαν πάντοτε μεγάλη επιρροή, καθώς ανήκαν συνήθως στην άρχουσα τάξη ή ήταν στενοί σύμβουλοι των αρχόντων. Το ιερατείο ήταν η πιο μορφωμένη τάξη και γενικά κρατούσε το λαό σε άγνοια. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να εκμεταλλεύεται τη δεισιδαιμονία του λαού και το φόβο του για το άγνωστο. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, κατηύθυνε το λαό να λατρεύει τον Νείλο Ποταμό ως θεό, θεωρώντας ότι οι ιερείς τους ασκούσαν θεϊκό έλεγχο στις εποχιακές πλημμύρες του, από τις οποίες εξαρτόταν η σοδειά τους.
Αυτή η προώθηση της δεισιδαιμονικής άγνοιας ερχόταν σε άμεση αντίθεση με ό,τι έκαναν οι ιερείς του Ισραήλ, οι οποίοι συνεχώς διάβαζαν και δίδασκαν το Νόμο σε ολόκληρο το έθνος. Ο καθένας έπρεπε να γνωρίζει τον Θεό και το νόμο του. (Δευ 6:1-3) Ο ίδιος ο λαός ήξερε να διαβάζει και να γράφει, έχοντας λάβει από τον Ιεχωβά την εντολή να διαβάζουν και να διδάσκουν το νόμο του στα παιδιά τους.—Δευ 6:4-9.
Δεν ήταν πρότυπο για το ιερατείο του Ισραήλ. Παρά ταύτα, μερικοί ισχυρίζονται ότι το ιερατείο του Ισραήλ και η διαμόρφωση πολλών από τους κανονισμούς του ακολούθησαν αιγυπτιακά πρότυπα. Επιχειρηματολογούν ότι ο Μωυσής, ο μεσίτης της διαθήκης του Νόμου, είχε επηρεαστεί βαθιά από τη ζωή του στην Αίγυπτο, από την εκπαίδευση που είχε λάβει στην αυλή του Φαραώ και από «όλη τη σοφία των Αιγυπτίων» την οποία είχε διδαχτεί. (Πρ 7:22) Ωστόσο, ο συλλογισμός τους παραβλέπει το γεγονός ότι ο Μωυσής, μολονότι χρησιμοποιήθηκε για να δώσει το Νόμο στον Ισραήλ, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ο νομοθέτης. Νομοθέτης του Ισραήλ ήταν ο Ιεχωβά Θεός (Ησ 33:22), ο οποίος χρησιμοποίησε αγγέλους για να διαβιβάσει το Νόμο με το χέρι του μεσίτη Μωυσή.—Γα 3:19.
Κάθε λεπτομέρεια της λατρείας του Ισραήλ καθορίστηκε από τον Θεό. Τα σχέδια για τη σκηνή της συνάντησης δόθηκαν στον Μωυσή (Εξ 26:30), είναι δε γραμμένο ότι αυτός έλαβε την εντολή: «Κοίταξε να φτιάξεις τα πάντα σύμφωνα με το υπόδειγμά τους το οποίο σου δείχτηκε στο βουνό». (Εβρ 8:5· Εξ 25:40) Όλη η υπηρεσία στο αγιαστήριο ήταν κάτι που είχε φέρει σε ύπαρξη ο Ιεχωβά και γινόταν υπό την κατεύθυνσή του. Το Γραφικό υπόμνημα μας διαβεβαιώνει επανειλημμένα για αυτό λέγοντας ότι ο Μωυσής και οι γιοι του Ισραήλ «ενήργησαν σύμφωνα με όλα όσα είχε διατάξει ο Ιεχωβά τον Μωυσή. Ενήργησαν έτσι ακριβώς». «Σύμφωνα με όλα όσα είχε διατάξει ο Ιεχωβά τον Μωυσή, έτσι έκαναν οι γιοι του Ισραήλ όλη την υπηρεσία. Και ο Μωυσής είδε όλο το έργο και διαπίστωσε ότι το είχαν κάνει ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Ιεχωβά. Έτσι είχαν κάνει». «Και ο Μωυσής ενήργησε σύμφωνα με όλα όσα τον είχε διατάξει ο Ιεχωβά. Ενήργησε έτσι ακριβώς».—Εξ 39:32, 42, 43· 40:16.
Σύμφωνα με τους αιγυπτιολόγους, από ορισμένες απόψεις η ενδυμασία των Αιγύπτιων ιερέων ήταν παρόμοια με των ιερέων του Ισραήλ, όπως για παράδειγμα από την άποψη ότι χρησιμοποιούσαν λινό ύφασμα. Οι Αιγύπτιοι ιερείς ξύριζαν το σώμα τους, όπως και οι Λευίτες (αν και οι ιερείς του Ισραήλ δεν το έκαναν αυτό· Αρ 8:7), και έπρεπε να πλένονται. Αλλά αποδεικνύουν αυτές οι λίγες ομοιότητες ότι τα δύο ιερατεία είχαν την ίδια προέλευση ή ότι το ένα προήλθε από το άλλο; Σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούνται παρεμφερή υλικά και παρεμφερείς μέθοδοι όσον αφορά την κατασκευή ενδυμάτων, σπιτιών και κτιρίων, καθώς και στις καθημερινές δουλειές όπως το πλύσιμο, αλλά υπάρχουν και μεγάλες ιδιαιτερότητες τόσο στα σχέδια όσο και στις μεθόδους. Δεν ισχυριζόμαστε ότι το ένα προήλθε από το άλλο ή ότι τα ρούχα ή αυτή καθαυτή η πράξη έχουν την ίδια θρησκευτική ή συμβολική σημασία.
Στα περισσότερα χαρακτηριστικά της ενδυμασίας και των υπηρεσιών τους δεν υπήρχε καμιά απολύτως ομοιότητα μεταξύ των Ισραηλιτών και των Αιγύπτιων ιερέων. Για παράδειγμα, ενώ οι Ισραηλίτες ιερείς υπηρετούσαν ξυπόλητοι, οι Αιγύπτιοι ιερείς φορούσαν σανδάλια. Οι χιτώνες των Αιγύπτιων ιερέων είχαν εντελώς διαφορετικό σχέδιο, ενώ η ενδυμασία τους και τα εξαρτήματά της έφεραν σύμβολα της λατρείας των ψεύτικων θεών τους. Αυτοί ξύριζαν τα κεφάλια τους, πράγμα που δεν έκαναν οι ιερείς του Ισραήλ (Λευ 21:5), και φορούσαν περούκες ή καλύμματα τα οποία ήταν εντελώς ανόμοια με τα καλύμματα που φορούσαν οι ιερείς του Ισραήλ, όπως αποκαλύπτουν εγχάρακτα σχέδια σε αιγυπτιακά μνημεία. Επιπλέον, ο Ιεχωβά κατέστησε σαφές ότι ο Ισραήλ δεν έπρεπε να υιοθετήσει καμιά από τις συνήθειες της Αιγύπτου ή των άλλων εθνών, είτε στον τομέα της λατρείας είτε στο δικαστικό σύστημα.—Λευ 18:1-4· Δευ 6:14· 7:1-6.
Συνεπώς, ο συλλογισμός που προβάλλεται από τους υποστηρικτές της θεωρίας ότι το ιερατείο του Ισραήλ δανείστηκε στοιχεία από την Αίγυπτο είναι αβάσιμος. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ιδέα περί θυσιών και ιερατείου προήλθε αρχικά από τον Θεό και εξαρχής εφαρμόστηκε από πιστούς ανθρώπους όπως ο Άβελ και ο Νώε. Στην πατριαρχική κοινωνία, η παραπάνω ιδέα εφαρμόστηκε από τον Αβραάμ και άλλους. Επομένως, όλα τα έθνη είχαν κληρονομήσει αυτή τη γνώση, αν και αυτή είχε διαστρεβλωθεί και είχε προσλάβει πολλές μορφές λόγω του ότι εγκατέλειψαν τον αληθινό Θεό και την αγνή λατρεία. Έχοντας την έμφυτη επιθυμία να προσφέρουν λατρεία, αλλά στερούμενα την κατεύθυνση του Ιεχωβά, τα ειδωλολατρικά έθνη ανέπτυξαν πολλές φαύλες, ακόμη και εξαχρειωτικές τελετουργίες, που όλες ανεξαιρέτως τα έφερναν σε αντίθεση με την αληθινή λατρεία.
Αηδιαστικές συνήθειες των ειδωλολατρών ιερέων. Οι Αιγύπτιοι ιερείς των ημερών του Μωυσή εναντιώθηκαν στον Μωυσή ενώπιον του Φαραώ, προσπαθώντας να αμφισβητήσουν τον ίδιο και τον Θεό του τον Ιεχωβά με τη μαγεία τους. (Εξ 7:11-13, 22· 8:7· 2Τι 3:8) Αλλά αναγκάστηκαν να υποκύψουν ηττημένοι και ταπεινωμένοι. (Εξ 8:18, 19· 9:11) Όσοι λάτρευαν τον Μολόχ του Αμμών θυσίαζαν τους γιους και τις κόρες τους καίγοντάς τους στη φωτιά. (1Βα 11:5· 2Βα 23:10· Λευ 18:21· 20:2-5) Οι Χαναναίοι λάτρεις του Βάαλ είχαν την ίδια απεχθή συνήθεια, ενώ προέβαιναν επίσης σε αυτοτραυματισμούς και χυδαίες, αηδιαστικές και ανήθικες τελετουργίες. (Αρ 25:1-3· 1Βα 18:25-28· Ιερ 19:5) Οι ιερείς του θεού Δαγών των Φιλισταίων και οι Βαβυλώνιοι ιερείς του Μαρντούκ, του Βηλ και της Ιστάρ ασκούσαν μαγεία και μαντεία. (1Σα 6:2-9· Ιεζ 21:21· Δα 2:2, 27· 4:7, 9) Όλοι τους λάτρευαν ξύλινα, πέτρινα και μεταλλικά ομοιώματα. Ακόμη και ο Βασιλιάς Ιεροβοάμ του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ τοποθέτησε ιερείς για να καθοδηγούν το λαό στη λατρεία των χρυσών μοσχαριών και των “τραγόμορφων δαιμόνων” έτσι ώστε να μην ασκεί την αληθινή λατρεία στην Ιερουσαλήμ.—2Χρ 11:15· 13:9· βλέπε επίσης ΜΙΧΑΙΑΣ Αρ. 1.
Τα μη εξουσιοδοτημένα ιερατεία καταδικάζονται από τον Θεό. Ο Ιεχωβά εναντιωνόταν απαρέγκλιτα σε όλες αυτές τις μορφές και συνήθειες λατρείας, που στην πραγματικότητα συνιστούσαν λατρεία των δαιμόνων. (1Κο 10:20· Δευ 18:9-13· Ησ 8:19· Απ 22:15) Όποτε αυτοί οι θεοί ή το ιερατείο που τους εκπροσωπούσε προκαλούσαν ανοιχτά τον Ιεχωβά, ταπεινώνονταν. (1Σα 5:1-5· Δα 2:2, 7-12, 29, 30· 5:15) Πολλές φορές οι ιερείς και οι προφήτες τους θανατώνονταν. (1Βα 18:40· 2Βα 10:19, 25-28· 11:18· 2Χρ 23:17) Και εφόσον ο Ιεχωβά δεν αναγνώριζε άλλο ιερατείο εκτός από εκείνο του οίκου του Ααρών ενόσω ίσχυε η διαθήκη του Νόμου, έπεται ότι αυτό που προσκίαζε το αξίωμα του Ααρών, δηλαδή η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι και ο μεγαλύτερος Αρχιερέας σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ, αποτελεί το μόνο τρόπο για να πλησιάσει κανείς τον Ιεχωβά. (Πρ 4:12· Εβρ 4:14· 1Ιω 2:1, 2) Οι αληθινοί λάτρεις του Θεού δεν πρέπει να έχουν καμιά σχέση με οποιοδήποτε ιερατείο εναντιώνεται σε αυτόν τον Βασιλιά-Ιερέα, τον οποίο έχει διορίσει ο Θεός, και στους υφιερείς του.—Δευ 18:18, 19· Πρ 3:22, 23· Απ 18:4, 24.
Βλέπε ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ.
-
-
ΙέρεδΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΕΔ
(Ιέρεδ).
Απόγονος του Ιούδα και πατέρας του Γεδώρ ή εκείνων που αποίκισαν την πόλη Γεδώρ.—1Χρ 4:1, 18· βλέπε ΑΤΡΩΘ-ΒΑΙΘ-ΙΩΑΒ.
-
-
ΙερεμαΐΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΕΜΑΪ
(Ιερεμαΐ) [συντετμημένη μορφή του Ιερεμώθ ή του Ιερεμίας].
Ισραηλίτης της μεταιχμαλωσιακής περιόδου, ένας από τους εφτά γιους ή απογόνους του Ασούμ που πήραν αλλοεθνείς συζύγους αλλά τις εξαπέστειλαν.—Εσδ 10:25, 33, 44.
-
-
ΙερεμίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
(Ιερεμίας) [πιθανώς, Ο Ιεχωβά Εξυψώνει· ή, Ο Ιεχωβά Αποδεσμεύει [ενδεχομένως από τη μήτρα]].
1. Βενιαμίτης ο οποίος συντάχθηκε με τον Δαβίδ, όταν εκείνος βρισκόταν στη Σικλάγ. Ήταν ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ.—1Χρ 12:1-4.
2. Ένας από τους γιους του Γαδ που συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Δαβίδ «στο δυσπρόσιτο μέρος της ερήμου» όταν ο Δαβίδ ήταν φυγάς, κυνηγημένος από τον Σαούλ. Ήταν ο πέμπτος από τους “γενναίους και κραταιούς άντρες . . . των οποίων τα πρόσωπα ήταν πρόσωπα λιονταριών και οι ίδιοι ήταν σαν τις γαζέλες στα βουνά ως προς την ταχύτητα”. Σχετικά με αυτούς τους Γαδίτες που ήταν επικεφαλής στο στρατό του Δαβίδ λέγεται: «Ο μικρότερος ήταν ισοδύναμος με εκατό και ο μεγαλύτερος με χίλιους». Αυτοί «πέρασαν τον Ιορδάνη τον πρώτο μήνα, τότε που πλημμύριζε σε όλες τις όχθες του, και εκδίωξαν όλους όσους ήταν στις κοιλάδες, προς την ανατολή και προς τη δύση».—1Χρ 12:8-15.
3. Ο δέκατος από τους Γαδίτες που ήταν επικεφαλής στο στρατό του Δαβίδ, όπως περιγράφεται στον Αρ. 2.—1Χρ 12:13, 14.
4. Ένας από τους επικεφαλής πατρικών οίκων στα εδάφη της φυλής του Μανασσή Α του Ιορδάνη, στις ημέρες των βασιλιάδων. Οι Ρουβηνίτες, οι Γαδίτες και η μισή φυλή του Μανασσή Α του Ιορδάνη (μεταξύ των οποίων ήταν και οι απόγονοι του εν λόγω Ιερεμία) «άρχισαν να ενεργούν άπιστα προς τον Θεό των προπατόρων τους και να έχουν ανήθικες σχέσεις με τους θεούς των λαών του τόπου, τους οποίους είχε αφανίσει ο Θεός από μπροστά τους. Γι’ αυτό, ο Θεός του Ισραήλ υποκίνησε το πνεύμα του Πουλ, του βασιλιά της Ασσυρίας, ναι, το πνεύμα του Θελγάθ-φελνασάρ, του βασιλιά της Ασσυρίας, και έτσι [στις ημέρες του Φεκά, του βασιλιά του Ισραήλ] αυτός οδήγησε σε εξορία εκείνους τους Ρουβηνίτες και τους Γαδίτες και τη μισή φυλή του Μανασσή και τους πήγε στην Αλά και στη Χαβώρ και στην Αρά και στον ποταμό Γωζάν».—1Χρ 5:23-26· 2Βα 15:29.
5. Κάποιος άντρας από την πόλη Λιβνά, μια ιερατική πόλη. Ήταν ο πατέρας της Αμουτάλ, της συζύγου του Βασιλιά Ιωσία και μητέρας του Βασιλιά Ιωάχαζ και του Βασιλιά Σεδεκία (Ματτανία).—2Βα 23:30, 31· 24:18· Ιερ 52:1· Ιη 21:13· 1Χρ 6:57.
6. Προφήτης, γιος του Χελκία, ενός ιερέα από την Αναθώθ, η οποία ήταν πόλη ιερέων στην περιοχή του Βενιαμίν και βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη των 5 χλμ. ΒΒΑ του Όρους του Ναού στην Ιερουσαλήμ. (Ιερ 1:1· Ιη 21:13, 17, 18) Ο πατέρας του Ιερεμία, ο Χελκίας, δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον ομώνυμο αρχιερέα, ο οποίος καταγόταν από τη γραμμή του Ελεάζαρ. Ο πατέρας του Ιερεμία πιθανότατα καταγόταν από τη γραμμή του Ιθάμαρ, ίσως δε να ήταν απόγονος του Αβιάθαρ, του ιερέα τον οποίο έπαυσε ο Βασιλιάς Σολομών από την ιερατική υπηρεσία.—1Βα 2:26, 27.
Διορίζεται Προφήτης. Ο Ιερεμίας κλήθηκε να υπηρετήσει ως προφήτης σε νεαρή ηλικία, το 647 Π.Κ.Χ., το 13ο έτος του Βασιλιά Ιωσία του Ιούδα (659-629 Π.Κ.Χ.). Ο Ιεχωβά τού είπε: «Πριν ξεκινήσω να σε πλάθω στην κοιλιά, σε γνώρισα· και πριν βγεις από τη μήτρα, σε αγίασα. Προφήτη στα έθνη σε κατέστησα». (Ιερ 1:2-5) Ο Ιερεμίας, λοιπόν, ήταν ένας από τους λίγους άντρες για τη γέννηση των οποίων ανέλαβε ο Ιεχωβά την ευθύνη—παρεμβαίνοντας με κάποιο θαύμα ή μέσω κατευθυντήριας πρόνοιας—προκειμένου να γίνουν ειδικοί υπηρέτες του. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ο Ισαάκ, ο Σαμψών, ο Σαμουήλ, ο Ιωάννης ο Βαφτιστής και ο Ιησούς.—Βλέπε ΠΡΟΓΝΩΣΗ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ.
Όταν ο Ιεχωβά τού μίλησε, ο Ιερεμίας εκδήλωσε δισταγμό. Απάντησε στον Θεό: «Αλίμονο, Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά! Μα εγώ δεν ξέρω πώς να μιλήσω, γιατί είμαι παιδί». (Ιερ 1:6) Αν λάβουμε υπόψη αυτή την παρατήρησή του και τη συγκρίνουμε με την τόλμη και τη σταθερότητα που επέδειξε στη διάρκεια της προφητικής διακονίας του, μπορούμε να διακρίνουμε ότι αυτή η ασυνήθιστη δύναμη δεν ήταν κάτι το έμφυτο στον Ιερεμία, αλλά στην πραγματικότητα ήταν απόρροια της πλήρους εμπιστοσύνης του στον Ιεχωβά. Πράγματι, ο Ιεχωβά ήταν μαζί του «σαν κάποιος που είναι τρομερός και κραταιός», και ήταν ο Ιεχωβά εκείνος που έκανε τον Ιερεμία «οχυρωμένη πόλη και σιδερένιο στύλο και χάλκινα τείχη εναντίον όλου του τόπου». (Ιερ 20:11· 1:18, 19) Ο Ιερεμίας ήταν τόσο γνωστός για το θάρρος και την τόλμη του ώστε στη διάρκεια της επίγειας διακονίας του Ιησού μερικοί νόμισαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Ιερεμίας που είχε επιστρέψει στη ζωή.—Ματ 16:13, 14.
Συγγράμματα. Εκτός από προφήτης, ο Ιερεμίας ήταν ερευνητής και ιστορικός. Έγραψε το ομώνυμο βιβλίο, ενώ του αποδίδονται γενικά και τα βιβλία Πρώτο και Δεύτερο Βασιλέων, τα οποία καλύπτουν την ιστορία και των δύο βασιλείων (του Ιούδα και του Ισραήλ), αρχίζοντας από εκεί όπου σταματούν τα βιβλία του Σαμουήλ (δηλαδή από την τελευταία περίοδο της βασιλείας του Δαβίδ σε όλο τον Ισραήλ) και φτάνοντας μέχρι το τέλος των δύο βασιλείων. Οι χρονολογίες που δίνει για την εποχή των βασιλιάδων, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο σύμφωνα με την οποία συγκρίνει ή αντιπαραβάλλει τις περιόδους διακυβέρνησης των βασιλιάδων του Ισραήλ και του Ιούδα, μας βοηθάει να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πότε έλαβαν χώρα ορισμένα γεγονότα. Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο Ιερεμίας έγραψε το βιβλίο των Θρήνων.
Δυναμικό Άγγελμα Κατάκρισης. Ο Ιερεμίας δεν ήταν από αυτούς που τους αρέσει να παραπονιούνται συνέχεια. Αντίθετα, εκδήλωνε αγάπη, ενδιαφέρον και συμπόνια. Ασκούσε εξαίρετη αυτοσυγκράτηση και θαυμαστή εγκαρτέρηση, και στενοχωριόταν πάρα πολύ με τη διαγωγή του λαού του και τις κρίσεις τις οποίες υφίσταντο.—Ιερ 8:21.
Στην πραγματικότητα, ο Ιεχωβά ήταν αυτός που έκανε τα παράπονα εναντίον του Ιούδα, και μάλιστα δικαιολογημένα, ο δε Ιερεμίας ήταν υποχρεωμένος να τα διακηρύττει αδιάκοπα, πράγμα το οποίο και έκανε. Επίσης, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι ο Ισραήλ ήταν το έθνος του Θεού, ότι είχαν δεσμευτεί απέναντί του μέσω διαθήκης και ότι βρίσκονταν υπό το νόμο του, τον οποίο παραβίαζαν χονδροειδώς. Ο Ιεχωβά επανειλημμένα επικαλούνταν το Νόμο ως βάση και θεμέλιο για τις κατακρίσεις του Ιερεμία, εφιστώντας την προσοχή στις ευθύνες των αρχόντων και του λαού και επισημαίνοντας σε ποια σημεία είχαν παραβιάσει το Νόμο. Ξανά και ξανά ο Ιεχωβά επέστησε την προσοχή στα όσα εκείνος, μέσω του προφήτη του τού Μωυσή, τους είχε προειδοποιήσει ότι θα τους έπλητταν αν αρνούνταν να υπακούσουν στα λόγια του και παραβίαζαν τη διαθήκη του.—Λευ 26· Δευ 28.
Θάρρος, Εγκαρτέρηση, Αγάπη. Το θάρρος και η εγκαρτέρηση του Ιερεμία συνδυάζονταν με την αγάπη που έτρεφε για το λαό του. Ο Ιερεμίας είχε να διακηρύξει καυστικές καταγγελίες και τρομακτικές κρίσεις, ιδιαίτερα κατά των ιερέων, των προφητών και των αρχόντων, καθώς και εκείνων που ακολουθούσαν τη «δημοφιλή πορεία» και είχαν αναπτύξει «διαρκή απιστία». (Ιερ 8:5, 6) Ωστόσο, κατανοούσε ότι η αποστολή του ήταν, μεταξύ άλλων, να “χτίζει και να φυτεύει”. (Ιερ 1:10) Έκλαψε για τη συμφορά που επρόκειτο να πλήξει την Ιερουσαλήμ. (Ιερ 8:21, 22· 9:1) Το βιβλίο των Θρήνων αποτελεί απόδειξη της αγάπης του και του ενδιαφέροντός του για το όνομα και το λαό του Ιεχωβά. Παρά τη δολιότητα που επέδειξε απέναντί του ο δειλός, αμφιταλαντευόμενος Βασιλιάς Σεδεκίας, ο Ιερεμίας τον ικέτευσε να υπακούσει στη φωνή του Ιεχωβά και να συνεχίσει να ζει. (Ιερ 38:4, 5, 19-23) Επιπλέον, ο Ιερεμίας δεν κρατούσε στάση αυτοδικαίωσης αλλά περιέλαβε και τον εαυτό του όταν αναγνώρισε την πονηρία του έθνους. (Ιερ 14:20, 21) Μετά την απελευθέρωσή του από τον Νεβουζαραδάν, δίστασε να εγκαταλείψει εκείνους που οδηγούνταν εξόριστοι στη Βαβυλώνα, ίσως επειδή ένιωθε ότι έπρεπε και ο ίδιος να αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις ή επειδή επιθυμούσε να υπηρετήσει περαιτέρω τα πνευματικά τους συμφέροντα.—Ιερ 40:5.
Μερικές φορές στη διάρκεια της μακράς σταδιοδρομίας του, ο Ιερεμίας αποθαρρύνθηκε και ζήτησε τη διαβεβαίωση του Ιεχωβά, αλλά ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες δεν παρέλειψε να στραφεί στον Ιεχωβά για βοήθεια.—Ιερ 20.
Συναναστροφές. Στη διάρκεια των 40 και πλέον ετών κατά τα οποία υπηρέτησε ως προφήτης, ο Ιερεμίας δεν εγκαταλείφθηκε μόνος του. Ο Ιεχωβά ήταν μαζί του για να τον ελευθερώνει από τους εχθρούς του. (Ιερ 1:19) Ο Ιερεμίας έβρισκε ευχαρίστηση στο λόγο του Ιεχωβά. (Ιερ 15:16) Απέφευγε τη συναναστροφή με όσους αδιαφορούσαν για τον Θεό. (Ιερ 15:17) Έβρισκε καλούς συντρόφους ανάμεσα σε άτομα στα οποία μπορούσε να κάνει έργο εποικοδόμησης (Ιερ 1:10), όπως ήταν οι Ρηχαβίτες, ο Αβδέ-μέλεχ και ο Βαρούχ. Αυτοί οι φίλοι τού συμπαραστάθηκαν και τον γλίτωσαν από το θάνατο, ενώ περισσότερες από μία φορές η δύναμη του Ιεχωβά έγινε έκδηλη παρέχοντάς του προστασία.—Ιερ 26:7-24· 35:1-19· 36:19-26· 38:7-13· 39:11-14· 40:1-5.
Παραστατικές Εξεικονίσεις. Ο Ιερεμίας εκτέλεσε διάφορες μικρές παραστάσεις που συμβόλιζαν την κατάσταση της Ιερουσαλήμ καθώς και τη συμφορά που επρόκειτο να έρθει πάνω της. Ένα παράδειγμα ήταν η επίσκεψή του στο σπίτι του αγγειοπλάστη (Ιερ 18:1-11) και το περιστατικό με την κατεστραμμένη ζώνη. (Ιερ 13:1-11) Ο Ιερεμίας έλαβε την εντολή να μην παντρευτεί. Αυτό αποτέλεσε προειδοποίηση για “τους θανάτους από παθήσεις” που θα υφίσταντο τα παιδιά τα οποία θα γεννιούνταν στη διάρκεια εκείνων των τελευταίων ημερών της Ιερουσαλήμ. (Ιερ 16:1-4) Έσπασε μια φιάλη μπροστά στους πρεσβυτέρους της Ιερουσαλήμ ως σύμβολο της επερχόμενης συντριβής της πόλης. (Ιερ 19:1, 2, 10, 11) Αγόρασε έναν αγρό από τον Χαναμήλ, γιο του θείου του από τη συγγένεια του πατέρα του, για να συμβολίσει την αποκατάσταση που θα λάβαινε χώρα μετά την 70χρονη εξορία, όταν θα αγοράζονταν και πάλι αγροί στον Ιούδα. (Ιερ 32:8-15, 44) Στην Ταχπανές της Αιγύπτου έκρυψε μεγάλες πέτρες στο πλίθινο προαύλιο της κατοικίας του Φαραώ, προφητεύοντας ότι ο Ναβουχοδονόσορ θα έστηνε το θρόνο του σε εκείνο ακριβώς το σημείο.—Ιερ 43:8-10.
Αληθινός Προφήτης. Ο Ιερεμίας αναγνωρίστηκε ως αληθινός προφήτης του Θεού από τον Δανιήλ, ο οποίος, μελετώντας τα λόγια του Ιερεμία αναφορικά με την 70χρονη εξορία, μπόρεσε να ενισχύσει και να ενθαρρύνει τους Ιουδαίους ως προς την εγγύτητα της απελευθέρωσής τους. (Δα 9:1, 2· Ιερ 29:10) Ο Έσδρας έστρεψε την προσοχή στην εκπλήρωση των λόγων του. (Εσδ 1:1· βλέπε επίσης 2Χρ 36:20, 21.) Ο απόστολος Ματθαίος επισήμανε την εκπλήρωση μιας από τις προφητείες του Ιερεμία κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ιησού. (Ματ 2:17, 18· Ιερ 31:15) Ο απόστολος Παύλος αναφέρθηκε στους προφήτες μεταξύ των οποίων ήταν και ο Ιερεμίας, από τα συγγράμματα του οποίου παρέθεσε στα εδάφια Εβραίους 8:8-12. (Ιερ 31:31-34) Για αυτούς τους άντρες ο ίδιος συγγραφέας είπε ότι «ο κόσμος δεν ήταν άξιός τους» και ότι «δόθηκε μαρτυρία σχετικά με αυτούς διαμέσου της πίστης τους».—Εβρ 11:32, 38, 39.
7. Γιος του Χαβασινία και πατέρας του Ιααζανία, ενός ηγέτη των Ρηχαβιτών, την ακεραιότητα των οποίων δοκίμασε ο προφήτης Ιερεμίας προσφέροντάς τους κρασί, το οποίο εκείνοι αρνήθηκαν.—Ιερ 35:1-10, 19.
8. Ιερέας (ή εκπρόσωπος του ομώνυμου ιερατικού οίκου) ο οποίος επέστρεψε από τη βαβυλωνιακή εξορία το 537 Π.Κ.Χ. με τον Κυβερνήτη Ζοροβάβελ και τον Αρχιερέα Ιησού.—Νε 12:1.
9. Ιερέας (ή εκπρόσωπος ομώνυμου οίκου) μεταξύ εκείνων που επικύρωσαν με σφραγίδα την «αξιόπιστη συμφωνία» την οποία σύναψαν ενώπιον του Ιεχωβά ο Νεεμίας, οι άρχοντες, οι ιερείς και οι Λευίτες, δεσμευόμενοι ότι θα περπατούσαν σύμφωνα με το νόμο του Θεού. Αν το όνομα αυτό αντιπροσωπεύει κάποιον οίκο και όχι κάποιο πρόσωπο, τότε ο Αρ. 9 ενδέχεται να ταυτίζεται με τον Αρ. 8.—Νε 9:38· 10:1, 2, 29.
10. Κάποιος που διορίστηκε από τον Νεεμία να συμμετάσχει στην πομπή η οποία βάδισε πάνω στο ανοικοδομημένο τείχος της Ιερουσαλήμ κατά την εγκαινίαση του τείχους. (Ίσως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον ιερέα που κατονομάζεται στο εδάφιο Νεεμίας 10:2.) Αυτοί ακολούθησαν τη χορωδία που προχώρησε πάνω από την Πύλη των Σωρών της Στάχτης προς τα δεξιά, με κατεύθυνση την Πύλη των Υδάτων, ώσπου συνάντησε τελικά την άλλη χορωδία στο ναό. (Νε 12:31-37) Στις ημέρες του Ιεχωακείμ ο Ανανίας ήταν επικεφαλής του πατρικού οίκου του Ιερεμία. (Νε 12:12) Αν το όνομα Ιερεμίας αντιπροσωπεύει εδώ κάποιον οίκο και όχι κάποιο πρόσωπο, τότε ο Αρ. 10 ενδέχεται να ταυτίζεται με τον Αρ. 8.
-
-
Ιερεμίας (Βιβλίο)Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΕΜΙΑΣ (ΒΙΒΛΙΟ)
Προφητείες και ιστορία που έγραψε ο Ιερεμίας υπό την κατεύθυνση του Ιεχωβά. Ο Ιερεμίας διορίστηκε προφήτης το 13ο έτος του Βασιλιά Ιωσία (647 Π.Κ.Χ.) προκειμένου να προειδοποιήσει το νότιο βασίλειο του Ιούδα για την επικείμενη καταστροφή του. Αυτό συνέβη λιγότερο από έναν αιώνα μετά τη δράση του προφήτη Ησαΐα και την πτώση του Ισραήλ, του βόρειου βασιλείου, στους Ασσυρίους.
Διάταξη. Η διάταξη του βιβλίου δεν ακολουθεί χρονολογική σειρά αλλά θεματική. Όπου είναι απαραίτητο αναφέρονται χρονολογικά στοιχεία, αλλά η πλειονότητα των προφητειών εφαρμόζεται στο έθνος του Ιούδα καθ’ όλη τη γενική περίοδο στην οποία βασίλεψαν ο Ιωσίας, ο Ιωάχαζ, ο Ιωακείμ, ο Ιωαχίν και ο Σεδεκίας. Ο Θεός είχε πει επανειλημμένα στον Ιερεμία ότι το έθνος ήταν αθεράπευτα πονηρό, ανεπίδεκτο αναμόρφωσης. Ωστόσο, σε εκείνους που είχαν δίκαιη καρδιά δόθηκε κάθε ευκαιρία να αναμορφωθούν και να απελευθερωθούν. Όσο δε για την προφητική σημασία του συγγράμματος του Ιερεμία για τις ημέρες μας, η διάταξή του δεν επηρεάζει ούτε την κατανόηση ούτε την εφαρμογή του.
Χρόνος Συγγραφής. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του Ιερεμία δεν γράφτηκε την εποχή κατά την οποία ο προφήτης εξήγγελλε τις προφητείες. Απεναντίας, φαίνεται ότι ο Ιερεμίας δεν είχε καταγράψει τις διακηρύξεις του μέχρι το τέταρτο έτος του Βασιλιά Ιωακείμ (625 Π.Κ.Χ.), οπότε ο Ιεχωβά τον διέταξε να υπαγορεύσει όλα τα λόγια που του είχε δώσει ως εκείνη τη στιγμή. Αυτά τα λόγια δεν περιλάμβαναν μόνο όσα είχε πει αναφορικά με τον Ιούδα την εποχή του Ιωσία, αλλά και διακηρύξεις κρίσης για όλα τα έθνη. (Ιερ 36:1, 2) Το ρόλο που προέκυψε τον έκαψε ο Ιωακείμ όταν του τον διάβασε ο Ιουδί. Ο Ιερεμίας, όμως, έλαβε την εντολή να τον ξαναγράψει, κάτι που έκανε μέσω του γραμματέα του, του Βαρούχ, προσθέτοντας και πολλά άλλα.—36:21-23, 28, 32.
Αργότερα προστέθηκε προφανώς και το υπόλοιπο βιβλίο, περιλαμβανομένης της εισαγωγής—η οποία περιέχει μια αναφορά στο 11ο έτος του Σεδεκία (Ιερ 1:3)—άλλων προφητειών τις οποίες κατέγραψε ο Ιερεμίας την εποχή που επρόκειτο να τις εξαγγείλει (30:2· 51:60), καθώς και της επιστολής προς τους εξορίστους στη Βαβυλώνα (29:1). Αργότερα προστέθηκαν επίσης οι διακηρύξεις που εξαγγέλθηκαν στη διάρκεια της βασιλείας του Σεδεκία και η εξιστόρηση των όσων έλαβαν χώρα μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, μέχρι το 580 Π.Κ.Χ. περίπου. Είναι πιθανό πως, μολονότι ο ρόλος τον οποίο έγραψε ο Βαρούχ αποτέλεσε τη βάση μεγάλου μέρους του βιβλίου, μετέπειτα ο Ιερεμίας επιμελήθηκε το κείμενο και τη διάταξή του όταν πρόσθεσε τα επόμενα τμήματα.
Αυθεντικότητα. Η αυθεντικότητα του βιβλίου του Ιερεμία είναι γενικά αποδεκτή. Λίγοι μόνο κριτικοί το έχουν αμφισβητήσει με βάση τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο εβραϊκό Μασοριτικό κείμενο και στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα κατά το Αλεξανδρινό Χειρόγραφο. Υπάρχουν περισσότερες αποκλίσεις ανάμεσα στο εβραϊκό και στο ελληνικό κείμενο του βιβλίου του Ιερεμία από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο βιβλίο των Εβραϊκών Γραφών. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα λέγεται πως είναι μικρότερη από το εβραϊκό κείμενο κατά 2.700 λέξεις περίπου, δηλαδή κατά το ένα όγδοο του βιβλίου. Η πλειονότητα των λογίων συμφωνεί ότι η ελληνική μετάφραση αυτού του βιβλίου είναι ελλιπής, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξιοπιστία του εβραϊκού κειμένου. Έχει προβληθεί η εκδοχή ότι ο μεταφραστής ίσως να είχε εβραϊκό χειρόγραφο διαφορετικής «οικογένειας», μια ειδική αναθεώρηση του κειμένου, αλλά η κριτική μελέτη αποκαλύπτει ότι προφανώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Τόσο η εκπλήρωση των προφητειών τις οποίες κατέγραψε ο Ιερεμίας όσο και το περιεχόμενό τους πιστοποιούν έντονα την αυθεντικότητα του βιβλίου. Μερικές από τις πολυάριθμες προφητείες του Ιερεμία αναφέρονται στον παραπάνω πίνακα.
Αρχές και Ιδιότητες του Θεού. Εκτός από τις εκπληρώσεις προφητειών στις οποίες αναφερθήκαμε, το βιβλίο εκθέτει αρχές που θα πρέπει να μας καθοδηγούν. Υπογραμμίζει ότι η τυπολατρία δεν έχει καμιά αξία στα μάτια του Θεού και ότι εκείνος επιθυμεί λατρεία και υπακοή από καρδιάς. Στους κατοίκους του Ιούδα λέγεται να μην εμπιστεύονται στο ναό και στα περιβάλλοντα κτίρια, και τους δίνεται η εξής νουθεσία: «Περιτμηθείτε για τον Ιεχωβά και αφαιρέστε την ακροβυστία της καρδιάς σας».—Ιερ 4:4· 7:3-7· 9:25, 26.
Το βιβλίο παραθέτει πολλά παραδείγματα που αποκαλύπτουν τις ιδιότητες του Θεού και την πολιτεία του με το λαό του. Η μεγάλη στοργική καλοσύνη του Ιεχωβά και το μεγάλο έλεός του καταδεικνύονται από το γεγονός ότι απελευθέρωσε ένα υπόλοιπο του λαού του και τελικά το αποκατέστησε στην Ιερουσαλήμ, όπως είχε προφητεύσει ο Ιερεμίας. Η εκτίμηση και το στοργικό ενδιαφέρον του Θεού για εκείνους που δείχνουν καλοσύνη στους υπηρέτες του, καθώς και το ότι γίνεται Μισθαποδότης σε εκείνους που τον εκζητούν και δείχνουν υπακοή, τονίζονται από τη φροντίδα που εκδήλωσε για τους Ρηχαβίτες, τον Αβδέ-μέλεχ και τον Βαρούχ.—Ιερ 35:18, 19· 39:16-18· 45:1-5.
Ο Ιεχωβά περιγράφεται έξοχα ως ο Δημιουργός των πάντων, ο Βασιλιάς στον αιώνα, ο μόνος αληθινός Θεός. Είναι ο μόνος τον οποίο πρέπει να φοβάται κανείς, Εκείνος που διορθώνει και κατευθύνει όσους επικαλούνται το όνομά του και του οποίου την κατάκριση κανένα έθνος δεν μπορεί να αντέξει. Είναι ο Μεγάλος Αγγειοπλάστης, στο χέρι του οποίου άνθρωποι και έθνη είναι σαν πηλός, είτε για να τους διαπλάσει είτε για να τους καταστρέψει, σύμφωνα με ό,τι ευαρεστείται εκείνος.—Ιερ 10· 18:1-10· Ρω 9:19-24.
Το βιβλίο του Ιερεμία αποκαλύπτει ότι ο Θεός αναμένει από το λαό που φέρει το όνομά του να είναι δόξα και αίνος για εκείνον και ότι αυτά τα άτομα τα θεωρεί δικά του. (Ιερ 13:11) Όσοι προφητεύουν ψευδώς εν ονόματί του, λέγοντας «ειρήνη» σε εκείνους με τους οποίους ο Θεός δεν έχει ειρήνη, πρέπει να δώσουν λογαριασμό στον Θεό για τα λόγια τους, και θα σκοντάψουν και θα πέσουν. (6:13-15· 8:10-12· 23:16-20) Όσοι στέκονται μπροστά στο λαό ως ιερείς και προφήτες έχουν μεγάλη ευθύνη ενώπιον του Θεού, διότι όπως είπε ο Θεός στους κατοίκους του Ιούδα: «Δεν έστειλα τους προφήτες αυτούς, και όμως έτρεξαν. Δεν τους μίλησα, και όμως προφήτευσαν. Αλλά αν είχαν σταθεί στο στενό μου περιβάλλον, τότε θα είχαν κάνει το λαό μου να ακούσει τα λόγια μου, και θα τους είχαν παρακινήσει να επιστρέψουν από την κακή οδό τους και από την κακία των ενεργειών τους».—23:21, 22.
Όπως και σε άλλα βιβλία της Γραφής, η σχέση που έχει το άγιο έθνος του Θεού με εκείνον παραβάλλεται με τη σχέση μιας συζύγου προς το σύζυγό της, και συνεπώς η απιστία προς εκείνον ισοδυναμεί με «πορνεία». (Ιερ 3:1-3, 6-10· παράβαλε Ιακ 4:4.) Εντούτοις, η οσιότητα του ίδιου του Ιεχωβά απέναντι στις διαθήκες του παραμένει αδιάρρηκτη.—Ιερ 31:37· 33:20-22, 25, 26.
Πολλές είναι οι έξοχες αρχές και τα παραδείγματα του βιβλίου στα οποία αναφέρονται άλλοι Βιβλικοί συγγραφείς. Επιπλέον, υπάρχουν πολλά άλλα εξεικονιστικά και προφητικά πρότυπα που εφαρμόζονται στο σύγχρονο Χριστιανό και στη διακονία του και έχουν ζωτική σημασία για αυτόν.
[Πλαίσιο στη σελίδα 1235]
ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Υπόμνημα των διακηρύξεων κρίσης που έκανε ο Ιεχωβά μέσω του Ιερεμία και εξιστόρηση των προσωπικών εμπειριών του προφήτη και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα
Η συγγραφή ξεκίνησε περίπου 18 χρόνια πριν από την πτώση της Ιερουσαλήμ και ολοκληρώθηκε σχεδόν 27 χρόνια έπειτα από αυτό το γεγονός
Ο νεαρός Ιερεμίας διορίζεται προφήτης
Θα πρέπει να “κατεδαφίζει”, αλλά και να “χτίζει” και να “φυτεύει”
Ο Ιεχωβά θα τον ενδυναμώνει στο διορισμό του (1:1-19)
Ο Ιερεμίας εκπληρώνει το διορισμό που του ανατέθηκε να “κατεδαφίζει”
Εκθέτει την πονηρία του Ιούδα και διακηρύττει ότι η Ιερουσαλήμ οπωσδήποτε θα καταστραφεί· η παρουσία του ναού δεν θα σώσει το άπιστο έθνος· ο λαός του Θεού θα είναι εξόριστος για 70 χρόνια στη Βαβυλώνα (2:1–3:13· 3:19–16:13· 17:1–19:15· 24:1–25:38· 29:1-32· 34:1-22)
Εξαγγέλλονται κρίσεις εναντίον του Σεδεκία και του Ιωακείμ, καθώς και εναντίον των ψευδοπροφητών και των άπιστων ποιμένων και ιερέων (21:1–23:2· 23:9-40· 27:1–28:17)
Ο Ιεχωβά προλέγει ταπεινωτικές ήττες για πολλά έθνη, μεταξύ αυτών και για τους Βαβυλωνίους (46:1–51:64)
Ο Ιερεμίας φέρνει σε πέρας το διορισμό που του ανατέθηκε να “χτίζει” και να “φυτεύει”
Στρέφει την προσοχή στην αποκατάσταση ενός υπολοίπου Ισραηλιτών και στην έγερση ενός “δίκαιου βλαστού” (3:14-18· 16:14-21· 23:3-8· 30:1–31:26· 33:1-26)
Αναγγέλλει επίσης ότι ο Ιεχωβά θα συνάψει νέα διαθήκη με το λαό του (31:27-40)
Καθ’ υπόδειξη του Ιεχωβά, ο Ιερεμίας αγοράζει έναν αγρό προκειμένου να καταδείξει πόσο βέβαιο είναι ότι ο Ισραήλ θα επιστρέψει από την εξορία (32:1-44)
Διαβεβαιώνει τους Ρηχαβίτες ότι θα επιβιώσουν επειδή υπάκουσαν στον προπάτορά τους τον Ιωναδάβ· η υπακοή τους εκθέτει την ανυπακοή του Ισραήλ στον Ιεχωβά (35:1-19)
Ελέγχει τον Βαρούχ και τον ενισχύει με τη διαβεβαίωση ότι θα επιζήσει από την επερχόμενη καταστροφή (45:1-5)
Ο Ιερεμίας υποφέρει εξαιτίας του ότι προφητεύει θαρραλέα
Τον χτυπούν και τον βάζουν σε ξύλινα δεσμά για μια νύχτα (20:1-18)
Σχεδιάζουν να τον σκοτώσουν επειδή διακηρύττει την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, αλλά οι άρχοντες τον γλιτώνουν (26:1-24)
Ο βασιλιάς καίει το ρόλο του Ιερεμία· ο Ιερεμίας κατηγορείται ψευδώς ότι αυτομόλησε στους Βαβυλωνίους, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται (36:1–37:21)
Τελικά, τον ρίχνουν μέσα στο βούρκο μιας στέρνας για να πεθάνει· ο Αβδέ-μέλεχ τον σώζει, και του δίνεται η υπόσχεση ότι θα προστατευτεί στη διάρκεια της επικείμενης καταστροφής της Ιερουσαλήμ (38:1-28· 39:15-18)
Γεγονότα από την πτώση της Ιερουσαλήμ μέχρι τη φυγή στην Αίγυπτο
Η Ιερουσαλήμ πέφτει· ο Βασιλιάς Σεδεκίας αιχμαλωτίζεται, οι γιοι του θανατώνονται, ενώ ο ίδιος τυφλώνεται και μεταφέρεται στη Βαβυλώνα (52:1-11)
Ο ναός και τα μεγαλοπρεπή σπίτια της Ιερουσαλήμ καίγονται, και η πλειονότητα του λαού οδηγείται σε εξορία (39:1-14· 52:12-34)
Ο Γεδαλίας διορίζεται κυβερνήτης των λίγων Ισραηλιτών που έχουν απομείνει, αλλά δολοφονείται (40:1–41:9)
Ο λαός, τρομοκρατημένος, καταφεύγει στην Αίγυπτο· ο Ιερεμίας προειδοποιεί ότι η ίδια η Αίγυπτος θα πέσει και ότι η συμφορά θα τους προφτάσει σε εκείνη τη χώρα (41:10–44:30)
[Πλαίσιο στη σελίδα 1236]
ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΕΜΙΑ
Αυτές που Είδε να Εκπληρώνονται
Η αιχμαλωσία του Σεδεκία και η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Ναβουχοδονόσορα, το βασιλιά της Βαβυλώνας (Ιερ 20:3-6· 21:3-10· 39:6-9)
Η εκθρόνιση και ο θάνατος του Βασιλιά Σαλλούμ (Ιωάχαζ) ενόσω ήταν αιχμάλωτος (Ιερ 22:11, 12· 2Βα 23:30-34· 2Χρ 36:1-4)
Η αιχμαλωσία του Βασιλιά Χονία (Ιωαχίν) στη Βαβυλώνα (Ιερ 22:24-27· 2Βα 24:15, 16)
Ο θάνατος, μέσα σε έναν χρόνο, του ψευδοπροφήτη Ανανία (Ιερ 28:16, 17)
Η επιβίωση μερικών Ρηχαβιτών και του Αβδέ-μέλεχ του Αιθίοπα από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (Ιερ 35:19· 39:15-18)
Άλλες Προφητείες των Οποίων η Εκπλήρωση Έχει Καταγραφεί Ιστορικά
Εισβολή και κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Ναβουχοδονόσορα (Ιερ 43:8-13· 46:13-26)
Η επιστροφή των Ιουδαίων και η ανοικοδόμηση του ναού και της πόλης έπειτα από 70 χρόνια ερήμωσης (Ιερ 24:1-7· 25:11, 12· 29:10· 30:11, 18, 19· παράβαλε 2Χρ 36:20, 21· Εσδ 1:1· Δα 9:2.)
Ο Αμμών ερημώνεται (Ιερ 49:2)
Ο Εδώμ εκκόπτεται ως έθνος (Ιερ 49:17, 18) (Με το θάνατο των Ηρωδιδών, ο Εδώμ εξέλιπε ως έθνος.)
Η Βαβυλώνα πρόκειται να γίνει αιώνιος ερημότοπος (Ιερ 25:12-14· 50:35, 38-40)
Εκείνες που Έχουν Σημαντική Πνευματική Εκπλήρωση, Όπως Καταδεικνύεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές
Σύναψη νέας διαθήκης με τον οίκο του Ισραήλ και τον οίκο του Ιούδα (Ιερ 31:31-34· Εβρ 8:8-13)
Από τον οίκο του Δαβίδ δεν θα λείψει άνθρωπος που να κάθεται στο θρόνο της βασιλείας στον αιώνα (Ιερ 33:17-21· Λου 1:32, 33)
Η πτώση της Βαβυλώνας της Μεγάλης αποτελεί ευρύτερη και συμβολική εφαρμογή των λόγων του Ιερεμία εναντίον της αρχαίας Βαβυλώνας, όπως δείχνει η παραβολή των παρακάτω εδαφίων: Ιερ 50:2—Απ 14:8· Ιερ 50:8· 51:6, 45—Απ 18:4· Ιερ 50:15, 29—Απ 18:6, 7· Ιερ 50:23—Απ 18:8, 15-17· Ιερ 50:38—Απ 16:12· Ιερ 50:39, 40· 51:37—Απ 18:2· Ιερ 51:8—Απ 18:8-10, 15, 19· Ιερ 51:9, 49, 56—Απ 18:5· Ιερ 51:12—Απ 17:16, 17· Ιερ 51:13—Απ 17:1, 15· Ιερ 51:48—Απ 18:20· Ιερ 51:55—Απ 18:22, 23· Ιερ 51:63, 64—Απ 18:21
-
-
ΙερεμώθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΕΜΩΘ
(Ιερεμώθ) [από μια ρίζα που σημαίνει «είμαι υψηλός (εξυψωμένος)»].
1. Απόγονος του Βενιαμίν μέσω του γιου του τού Βεχέρ.—1Χρ 7:6, 8.
2. Κεφαλή μιας οικογένειας Βενιαμιτών που ζούσε στην Ιερουσαλήμ, ένας από τους “γιους” του Βεριά.—1Χρ 8:14-16, 28.
3. Γιος του Μουσί και εγγονός του Μεραρί από τη φυλή του Λευί. Ο πατρικός οίκος που ιδρύθηκε από αυτό το άτομο, του οποίου το όνομα εμφανίζεται και με τη μορφή «Ιεριμώθ», συμπεριλήφθηκε στην αναδιάρθρωση των Λευιτικών υπηρεσιών την οποία έκανε ο Δαβίδ.—1Χρ 23:21, 23· 24:30, 31.
4. Γιος του Αιμάν από το Λευιτικό κλάδο των Κααθιτών. Την περίοδο της βασιλείας του Δαβίδ, ο Ιερεμώθ (Ιεριμώθ) κληρώθηκε επικεφαλής της 15ης από τις 24 υποδιαιρέσεις των μουσικών που υπηρετούσαν στο αγιαστήριο.—1Χρ 6:33· 25:1, 4, 8, 9, 22.
5, 6, 7. Τρεις Ισραηλίτες, από τους γιους του Ελάμ, του Ζατθού και του Βανί αντίστοιχα, οι οποίοι εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:25-27, 29, 44.
-
-
Ιερές ΕξαγγελίεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΕΣ ΕΞΑΓΓΕΛΙΕΣ
Αυτή η έκφραση εμφανίζεται μόνο τέσσερις φορές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές και αποδίδει τη λέξη λόγιον του πρωτότυπου κειμένου, ένα υποκοριστικό της λέξης λόγος. Αρχικά, η λέξη λόγιον σήμαινε μόνο μια σύντομη ιερή ρήση, αλλά με τον καιρό κατέληξε να υποδηλώνει κάθε είδους θεϊκή επικοινωνία ή χρησμό. Ορισμένες μεταφράσεις στην αγγλική αποδίδουν τη λέξη λόγιον απλώς ως “χρησμό”. (AS, KJ, RS) Η μετάφραση του Γιούεστ χρησιμοποιεί την έκφραση «θεϊκές ρήσεις» στα εδάφια Πράξεις 7:38 (βλέπε επίσης ΛΧ, ΤΚΔ) και Ρωμαίους 3:2.
Ο Στέφανος αποκάλεσε το Νόμο που δόθηκε στον Μωυσή στο Όρος Σινά «ζωντανές ιερές εξαγγελίες». (Πρ 7:38) Ο απόστολος Παύλος αναφέρθηκε σε ολόκληρες τις Εβραϊκές Γραφές και προφανώς επίσης σε όλες τις θεόπνευστες Χριστιανικές Γραφές που είχαν γραφτεί μέχρι τότε ως εξής: «Ποια είναι, λοιπόν, η ανωτερότητα του Ιουδαίου ή ποιο είναι το όφελος της περιτομής; Μεγάλο με κάθε τρόπο. Πρώτα από όλα, επειδή σε αυτούς ήταν εμπιστευμένες οι ιερές εξαγγελίες του Θεού». (Ρω 3:1, 2) Συνεπώς, η συγγραφή του συνόλου των θεόπνευστων Γραφών ανατέθηκε σε Ιουδαίους, οι οποίοι έγραψαν «καθώς κατευθύνονταν από άγιο πνεύμα».—2Πε 1:20, 21.
Στην επιστολή προς τους Εβραίους, ο απόστολος Παύλος συγκαταλέγει στις “ιερές εξαγγελίες” και τις διδασκαλίες που παραδόθηκαν στους ανθρώπους από τον Κύριο Ιησού Χριστό, τους αποστόλους του και άλλους θεόπνευστους Χριστιανούς συγγραφείς. (Εβρ 5:12· παράβαλε Εβρ 6:1, 2.) Ο Πέτρος επίσης αντανακλά αυτή την ευρεία έννοια στα λόγια του προς τους ακολούθους του Χριστού, στο εδάφιο 1 Πέτρου 4:11: «Αν κάποιος μιλάει, ας μιλάει σαν να πρόκειται για τις ιερές εξαγγελίες του Θεού». Επίσης, θεωρεί τα συγγράμματα του αποστόλου Παύλου εξίσου έγκυρα με «τις υπόλοιπες Γραφές».—2Πε 3:15, 16.
Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη λόγιον, όπως στην απόδοση του εδαφίου Ψαλμός 12:6 (11:7, Ο΄): «Τα λόγια του Ιεχωβά είναι λόγια αγνά». Η απόδοση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα στην αγγλική από τον Μπάγκστερ διατυπώνει αυτό το εδάφιο ως εξής: «Οι χρησμοί του Κυρίου είναι αγνοί χρησμοί».
-
-
Ιερή ΣτήληΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΗ ΣΤΗΛΗ
Ο εβραϊκός όρος που μεταφράζεται έτσι αναφέρεται κατά βάση σε κάτι στημένο ή τοποθετημένο σε όρθια θέση. Προφανώς, επρόκειτο για φαλλικό σύμβολο του Βάαλ ή, ενίοτε, άλλων ψεύτικων θεών. (Εξ 23:24· 2Βα 3:2· 10:27) Σε διάφορες τοποθεσίες της Μέσης Ανατολής έχουν βρεθεί όρθιες πέτρινες στήλες χωρίς εμφανή χρησιμότητα από κατασκευαστική άποψη. Το γεγονός ότι έχουν ανακαλυφτεί κοντά τους τεχνουργήματα θρησκευτικής φύσης υποδηλώνει ότι επρόκειτο για ιερές στήλες. Μερικές είναι αλάξευτες και φτάνουν σε ύψος το 1,8 μ. ή περισσότερο.
Προτού μπουν στην Υποσχεμένη Γη, οι Ισραηλίτες έλαβαν την εντολή να μη στήσουν ιερές στήλες, καθώς επίσης την οδηγία να σπάσουν ή να συντρίψουν τις ήδη υπάρχουσες ιερές στήλες των Χαναναίων. (Εξ 34:13· Λευ 26:1· Δευ 12:3· 16:22) Ο τρόπος με τον οποίο έπρεπε να καταστραφούν αυτές οι ιερές στήλες υποδηλώνει ότι ήταν φτιαγμένες μάλλον από πέτρα. Ωστόσο, στο εδάφιο 2 Βασιλέων 10:26 αναφέρεται ότι κάποιες ιερές στήλες τις έκαψαν, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι μερικές ήταν φτιαγμένες από ξύλο. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, ίσως εννοείται ο ιερός στύλος, ή αλλιώς η Ασεράχ.—Βλέπε ΙΕΡΟΣ ΣΤΥΛΟΣ.
Ο Ισραήλ αγνόησε τις σαφείς προειδοποιήσεις του Θεού που δόθηκαν μέσω του Μωυσή. Η επικράτεια του βασιλείου του Ιούδα και η επικράτεια του δεκάφυλου βασιλείου έβριθαν από ιερές στήλες. (1Βα 14:22, 23· 2Βα 17:10) Εντούτοις, κάποιοι πιστοί βασιλιάδες του Ιούδα, όπως ο Ασά, ο Εζεκίας και ο Ιωσίας, συνέτριψαν τις ιερές στήλες (2Βα 18:4· 23:14· 2Χρ 14:3), όταν δε ο Ιηού εξάλειψε τη λατρεία του Βάαλ από το δεκάφυλο βασίλειο, η ιερή στήλη του Βάαλ γκρεμίστηκε.—2Βα 10:27, 28.
-
-
Ιερή ΥπηρεσίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Διακονία ή εργασία η οποία είναι ιερή, καθώς σχετίζεται άμεσα με τη λατρεία που αποδίδει κάποιος στον Θεό.
Η εβραϊκή λέξη ‛αβάδ σημαίνει βασικά «υπηρετώ» (Γε 14:4· 15:13· 29:15) ή «κοπιάζω» (Εξ 34:21) και αποδίδεται επίσης «καλλιεργώ». (Γε 4:12· Δευ 28:39) Όταν χρησιμοποιείται αναφορικά με υπηρεσία που αποδίδεται στον Ιεχωβά ή σε ψεύτικες θεότητες, η λέξη ‛αβάδ υποδηλώνει λατρεία, ή αλλιώς ιερή υπηρεσία. (Εξ 10:26· Δευ 11:16) Παρόμοια, το ρήμα λατρεύω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου υποδηλώνει απόδοση υπηρεσίας. Χρησιμοποιείται σχετικά με την απόδοση υπηρεσίας στον Θεό (Ματ 4:10· Λου 1:74· 2:37· 4:8· Πρ 7:7· Ρω 1:9· Φλπ 3:3· 2Τι 1:3· Εβρ 9:14· 12:28· Απ 7:15· 22:3), όπως συνέβαινε στο αγιαστήριο ή στο ναό (Εβρ 8:5· 9:9· 10:2· 13:10), καθώς επίσης σε συνάρτηση με την ψεύτικη λατρεία, δηλαδή την απόδοση υπηρεσίας σε δημιουργήματα. (Πρ 7:42· Ρω 1:25) Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές το ουσιαστικό λατρεία εμφανίζεται αποκλειστικά σε σχέση με την υπηρεσία που αποδίδεται στον Θεό. (Ιωα 16:2· Ρω 9:4· 12:1· Εβρ 9:1, 6) Διαφέρει από τη λέξη διακονία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου η οποία επίσης σημαίνει «υπηρεσία», αλλά χρησιμοποιείται σε σχέση με κοινά, συνηθισμένα, εγκόσμια πράγματα—πράγματα που δεν είναι ιερά.
Ο μόνος στον οποίο είναι ορθό να αποδίδεται λατρεία, ή αλλιώς ιερή υπηρεσία, είναι ο Ιεχωβά Θεός. (Ματ 4:10· Λου 4:8) Επειδή οι Ιουδαίοι είχαν ειδική σχέση διαθήκης με τον Ιεχωβά Θεό, θα έπρεπε να δοθεί σε αυτούς το προνόμιο να αποδίδουν ιερή υπηρεσία ως γεννημένοι από το πνεύμα γιοι του Θεού και μέλη ενός “βασιλικού ιερατείου”. Οι περισσότεροι, όμως, έχασαν αυτό το προνόμιο επειδή δεν άσκησαν πίστη στον Χριστό Ιησού. (Ρω 9:3-5, 30-33· 1Πε 2:4-10) Πολλοί, όπως ο Φαρισαίος Σαύλος προτού γίνει Χριστιανός, νόμιζαν μάλιστα ότι πρόσφεραν ιερή υπηρεσία στον Θεό διώκοντας τους ακολούθους του Χριστού.—Ιωα 16:2· Πρ 26:9-11· Γα 1:13, 14.
-
-
ΙερίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΙΑΣ
(Ιερίας) [Είθε να Δει ο Ιεχωβά· Ο Ιεχωβά Έχει Δει].
Γιος ή απόγονος του Χεβρών, γιου του Καάθ. (1Χρ 23:12, 19) Ο Ιερίας ή ο πατρικός οίκος του αναφέρεται σε σχέση με την οργάνωση των Λευιτών την οποία έκανε ο Δαβίδ. (1Χρ 24:23, 30, 31) Ως υπεύθυνος για την περιοχή Α του Ιορδάνη αποκαλείται κεφαλή των Χεβρωνιτών. Σε αυτή την περίπτωση το όνομά του έχει τη μορφή «Ιεργίας».—1Χρ 26:31, 32.
-
-
ΙεριβαΐΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΙΒΑΪ
(Ιεριβαΐ) [Είθε να Αντιδικήσει· Έχει Χειριστεί τη Νομική [μας] Υπόθεση].
Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, γιος του Ελναάμ.—1Χρ 11:26, 46.
-
-
ΙεριήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΙΗΛ
(Ιεριήλ) [Είθε να Δει ο Θεός· Ο Θεός Έχει Δει].
Γιος του Θωλά και κεφαλή ενός πατρικού οίκου της φυλής του Ισσάχαρ.—1Χρ 7:1, 2.
-
-
ΙεριμώθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΙΜΩΘ
(Ιεριμώθ) [από μια ρίζα που σημαίνει «είμαι υψηλός (εξυψωμένος)»].
1. Γιος ή απόγονος του Βελά, πρωτότοκου γιου του Βενιαμίν, ένας γενναίος και κραταιός άντρας.—1Χρ 7:6, 7.
2. Βενιαμίτης πολεμιστής ο οποίος υποστήριξε τον Δαβίδ ενόσω εκείνος βρισκόταν στη Σικλάγ επειδή τον είχε θέσει εκτός νόμου ο Βασιλιάς Σαούλ.—1Χρ 12:1, 2, 5.
3. Μεραρίτης Λευίτης.—1Χρ 24:26, 30· βλέπε ΙΕΡΕΜΩΘ Αρ. 3.
4. Κααθίτης Λευίτης.—1Χρ 6:33· 25:4· βλέπε ΙΕΡΕΜΩΘ Αρ. 4.
5. Ο άρχοντας της φυλής του Νεφθαλί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ, γιος ή απόγονος του Αζριήλ.—1Χρ 27:19, 22.
6. Γιος του Δαβίδ, την κόρη του οποίου παντρεύτηκε ο Βασιλιάς Ροβοάμ. (2Χρ 11:18) Εφόσον ο Ιεριμώθ δεν περιλαμβάνεται στους καταλόγους των γιων που απέκτησε ο Δαβίδ από τις κατονομαζόμενες συζύγους του, ενδέχεται να ήταν γιος παλλακίδας ή κάποιας συζύγου μη κατονομαζόμενης. (2Σα 5:13) Ο Ιεριμώθ προφανώς ήταν παντρεμένος με την εξαδέλφη του την Αβιχαίλ, την κόρη του Ελιάβ, του μεγαλύτερου αδελφού του Δαβίδ.—2Χρ 11:18· 1Σα 17:13.
7. Ένας από τους Λευίτες επιτρόπους που διαχειρίζονταν τη γενναιόδωρη συνεισφορά, το δέκατο και τα άγια πράγματα που φέρνονταν στη διάρκεια της βασιλείας του Εζεκία.—2Χρ 31:12, 13.
-
-
ΙεριχώΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΙΧΩ
(Ιεριχώ) [πιθανώς, Πόλη της Σελήνης].
Η πρώτη χαναανιτική πόλη Δ του Ιορδάνη την οποία κατέλαβαν οι Ισραηλίτες. (Αρ 22:1· Ιη 6:1, 24, 25) Ταυτίζεται με το Τελλ ες-Σουλτάν (Τελ Γεριχό), περίπου 22 χλμ. ΑΒΑ της Ιερουσαλήμ. Το κοντινό Τουλούλ Αμπού ελ-Αλάγικ θεωρείται ότι αντιστοιχεί με την Ιεριχώ του πρώτου αιώνα. Η Ιεριχώ, η οποία βρίσκεται περίπου 250 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας στην Κοιλάδα του Ιορδάνη, έχει υποτροπικό κλίμα. Σήμερα καλλιεργούνται στην περιοχή πορτοκάλια, μπανάνες και σύκα και, όπως στην αρχαιότητα, εξακολουθούν να ευδοκιμούν εκεί οι φοίνικες.
Οι Πρώτοι Καρποί της Ισραηλιτικής Κατάκτησης. Στο τέλος της 40χρονης περιπλάνησής τους στην έρημο, οι Ισραηλίτες έφτασαν στις Πεδιάδες του Μωάβ. Εκεί, απέναντι από την Ιεριχώ, ο Μωυσής ανέβηκε στο Όρος Νεβώ και ατένισε την Υποσχεμένη Γη, μεταξύ άλλων δε την Ιεριχώ, “την πόλη των φοινίκων”, και την πεδιάδα της.—Αρ 36:13· Δευ 32:49· 34:1-3.
Μετά το θάνατο του Μωυσή, ο Ιησούς του Ναυή έστειλε δύο κατασκόπους στην Ιεριχώ. Αυτούς τους έκρυψε η Ραάβ, με αποτέλεσμα να μην ανακαλυφτούν τα ίχνη τους, ενώ στη συνέχεια διέφυγαν από την πόλη κατεβαίνοντας με ένα σχοινί από το παράθυρο του σπιτιού της, το οποίο βρισκόταν πάνω στο τείχος της Ιεριχώς. Επί τρεις ημέρες οι δύο άντρες κρύβονταν στην κοντινή ορεινή περιοχή, και έπειτα διέσχισαν τον Ιορδάνη και επέστρεψαν στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών.—Ιη 2:1-23.
Μεγάλος πρέπει να ήταν ο φόβος που κατέλαβε το βασιλιά της Ιεριχώς και τους κατοίκους της όταν πληροφορήθηκαν ή είδαν με τα μάτια τους τη θαυματουργική αναχαίτιση των νερών του πλημμυρισμένου Ιορδάνη, χάρη στην οποία οι Ισραηλίτες πέρασαν απέναντι πατώντας πάνω σε ξηρά. Έπειτα, παρότι οι άρρενες Ισραηλίτες υποβλήθηκαν σε περιτομή και έπρεπε να αναρρώσουν μέχρι να είναι και πάλι σε θέση να αμύνονται, κανείς δεν τόλμησε να τους επιτεθεί στα Γάλγαλα. Ανενόχλητοι, οι Ισραηλίτες τήρησαν και το Πάσχα στην έρημη πεδιάδα της Ιεριχώς.—Ιη 5:1-10.
Αργότερα, κοντά στην Ιεριχώ, ένας αγγελικός άρχοντας εμφανίστηκε στον Ιησού του Ναυή και του περιέγραψε τη διαδικασία κατάληψης της πόλης, η οποία ήταν ερμητικά κλειστή εξαιτίας των Ισραηλιτών. Υπάκουα, μία φορά την ημέρα επί έξι ημέρες, η στρατιωτική δύναμη των Ισραηλιτών προέλαυνε ακολουθούμενη από εφτά ιερείς οι οποίοι σάλπιζαν συνεχώς με τα κέρατα, πίσω δε από αυτούς πήγαιναν οι ιερείς που μετέφεραν την Κιβωτό, ενώ τελευταία ερχόταν η οπισθοφυλακή—όλοι αυτοί βάδιζαν γύρω από την Ιεριχώ. Ωστόσο, την έβδομη ημέρα βάδισαν γύρω από την πόλη εφτά φορές. Μόλις ακούστηκε το σάλπισμα από τα κέρατα την τελευταία φορά που βάδιζαν γύρω από την Ιεριχώ, ο λαός έβγαλε μεγάλη πολεμική κραυγή, και τα τείχη της πόλης άρχισαν να καταρρέουν.—Ιη 5:13–6:20.
Στη συνέχεια, οι Ισραηλίτες εφόρμησαν στην Ιεριχώ, αφιερώνοντας τους κατοίκους της και όλα τα κατοικίδια ζώα στην καταστροφή. Χάρη στην καλοσύνη, όμως, που είχε δείξει η Ραάβ κρύβοντας τους κατασκόπους, η ίδια και οι συγγενείς της διαφυλάχτηκαν ζωντανοί, παραμένοντας σώοι στο σπίτι της, πάνω σε ένα τμήμα του τείχους που δεν είχε πέσει. Ολόκληρη η πόλη κάηκε, αλλά το χρυσάφι και το ασήμι παραδόθηκαν στο αγιαστήριο του Ιεχωβά. (Ιη 6:20-25) Ωστόσο, ένας Ισραηλίτης, ο Αχάν, έκλεψε μια ράβδο χρυσού, ασήμι και ένα εκλεκτό ένδυμα και τα έκρυψε κάτω από τη σκηνή του. Με αυτή του την ενέργεια επέφερε το θάνατο τόσο στον εαυτό του όσο και σε ολόκληρη την οικογένειά του.—Ιη 7:20-26.
Μεταγενέστερες Ιστορικές Αναφορές. Η κατεστραμμένη πόλη της Ιεριχώς ακολούθως συμπεριλήφθηκε στην περιοχή των Βενιαμιτών, η οποία συνόρευε με τον Εφραΐμ και τον Μανασσή. (Ιη 16:1, 7· 18:12, 21) Λίγο αργότερα φαίνεται ότι δημιουργήθηκε κάποιο είδος οικισμού σε εκείνη την περιοχή. Ο οικισμός αυτός καταλήφθηκε από τον Βασιλιά Εγλών του Μωάβ και παρέμεινε υπό την κυριαρχία του 18 χρόνια. (Κρ 3:12-30) Την εποχή του Βασιλιά Δαβίδ εξακολουθούσε να υπάρχει ένας οικισμός στην Ιεριχώ. (2Σα 10:5· 1Χρ 19:5) Ωστόσο, η ανοικοδόμηση της Ιεριχώς δεν έλαβε χώρα παρά στη διάρκεια της βασιλείας του Αχαάβ, από τον Χιήλ τον Βαιθηλίτη. Η προφητική κατάρα που είχε εξαγγείλει ο Ιησούς του Ναυή 500 και πλέον χρόνια νωρίτερα εκπληρώθηκε τότε, και ο Χιήλ έχασε τον Αβιρών, τον πρωτότοκό του, όταν έθεσε το θεμέλιο, και τον Σεγούβ, το νεότερο γιο του, όταν έστησε τις πόρτες.—Ιη 6:26· 1Βα 16:34.
Περίπου την ίδια περίοδο, μερικοί από “τους γιους των προφητών” κατοικούσαν στην Ιεριχώ. (2Βα 2:4, 5) Αφού ο Ιεχωβά πήρε τον προφήτη Ηλία μέσα σε μια ανεμοθύελλα, ο Ελισαιέ παρέμεινε στην Ιεριχώ για κάποιο διάστημα και εξυγίανε το απόθεμα νερού της πόλης. (2Βα 2:11-15, 19-22) Το νερό της Έιν ες-Σουλτάν (της πηγής που σύμφωνα με την παράδοση εξυγίανε ο Ελισαιέ) έχει περιγραφεί ως γλυκό και ευχάριστο και αρδεύει τους κήπους της σημερινής Ιεριχώς.
Την εποχή του πονηρού Βασιλιά Άχαζ του Ιούδα, ο Ιεχωβά επέτρεψε στα ισραηλιτικά στρατεύματα υπό τον Βασιλιά Φεκά να επιφέρουν μια ταπεινωτική ήττα στον άπιστο Ιούδα σκοτώνοντας 120.000 ανθρώπους και παίρνοντας 200.000 αιχμαλώτους. Αλλά ο Ωδήδ, ο προφήτης του Ιεχωβά, συνάντησε τους νικητές καθώς επέστρεφαν και τους προειδοποίησε να μην υποδουλώσουν τους αιχμαλώτους. Ως εκ τούτου, δόθηκε ρουχισμός και τροφή στους αιχμαλώτους, οι οποίοι κατόπιν οδηγήθηκαν στην Ιεριχώ και αφέθηκαν ελεύθεροι.—2Χρ 28:6-15.
Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ., ο Βασιλιάς Σεδεκίας τράπηκε σε φυγή προς την κατεύθυνση της Ιεριχώς αλλά οι Βαβυλώνιοι τον πρόφτασαν και τον συνέλαβαν στις έρημες πεδιάδες της Ιεριχώς. (2Βα 25:5· Ιερ 39:5· 52:8) Μετά την απελευθέρωση από τη βαβυλωνιακή εξορία, 345 «γιοι της Ιεριχώς» ήταν ανάμεσα σε αυτούς που επέστρεψαν με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. και προφανώς εγκαταστάθηκαν στην Ιεριχώ. (Εσδ 2:1, 2, 34· Νε 7:36) Αργότερα, μερικοί από τους άντρες της Ιεριχώς βοήθησαν στην ανοικοδόμηση του τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 3:2.
Προς το τέλος του έτους 32 και στις αρχές του 33 Κ.Χ., η Ιεριχώ εμφανίζεται στη διακονία του Ιησού. Κοντά σε αυτή την πόλη ο Ιησούς Χριστός αποκατέστησε την όραση του τυφλού Βαρτίμαιου και του συντρόφου του. (Μαρ 10:46· Ματ 20:29· Λου 18:35· βλέπε ΒΑΡΤΙΜΑΙΟΣ.) Στην Ιεριχώ ο Ιησούς συνάντησε επίσης τον Ζακχαίο και έπειτα φιλοξενήθηκε στο σπίτι του. (Λου 19:1-7) Νωρίτερα, στην Ιουδαία, όταν ο Ιησούς είπε την παραβολή για τον καλό Σαμαρείτη, αναφέρθηκε έμμεσα στο δρόμο που οδηγούσε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ. (Λου 10:30) Σε αυτόν το δρόμο, σύμφωνα με αρχαίες ιστορικές μαρτυρίες, ενέδρευαν συχνά ληστές.
Έχουν βρει οι αρχαιολόγοι αποδείξεις για την καταστροφή της Ιεριχώς την εποχή του Ιησού του Ναυή;
Ο καθηγητής Τζον Γκάρστανγκ, αρχηγός μιας αγγλικής αποστολής στο Τελλ ες-Σουλτάν, την περίοδο 1929-1936, ανακάλυψε ότι μία, όπως τη θεώρησε εκείνος, από τις πόλεις που είχαν χτιστεί εκεί είχε πληγεί από ισχυρότατες πυρκαγιές και είχε υποστεί κατάρρευση των τειχών της. Την πόλη αυτή την ταύτισε με την Ιεριχώ της εποχής του Ιησού του Ναυή και τοποθέτησε την καταστροφή της γύρω στο 1400 Π.Κ.Χ. Παρότι μερικοί λόγιοι υιοθετούν ακόμη και σήμερα τα συμπεράσματα του Γκάρστανγκ, άλλοι ερμηνεύουν τα στοιχεία διαφορετικά. Ο αρχαιολόγος Τζ. Έρνεστ Ράιτ γράφει: «Τα δύο τείχη που περιέβαλλαν το υψηλότερο επίπεδο της παλιάς πόλης, τα οποία κατά τον Γκάρστανγκ . . . είχαν καταστραφεί από σεισμό και φωτιά την εποχή του Ιησού του Ναυή, ανακαλύφτηκε ότι χρονολογούνται από την 3η χιλιετία και ότι αντιπροσωπεύουν δύο μόνο από τα περίπου δεκατέσσερα διαφορετικά τείχη ή τμήματα τείχους τα οποία χτίστηκαν διαδοχικά εκείνο το διάστημα». (Βιβλική Αρχαιολογία [Biblical Archaeology], 1962, σ. 79, 80) Πολλοί πιστεύουν ότι υπάρχουν ελάχιστα, αν όχι καθόλου, υπολείμματα από την Ιεριχώ της εποχής του Ιησού του Ναυή, δεδομένου ότι προηγούμενες ανασκαφές στην περιοχή εξαφάνισαν ό,τι ίσως είχε απομείνει από τον καιρό της καταστροφής της. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Τζακ Φίνεγκαν: «Επομένως, τώρα δεν υπάρχει ουσιαστικά κανένα στοιχείο στην τοποθεσία αυτή με βάση το οποίο να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τη χρονολογία κατάκτησης της Ιεριχώς από τον Ιησού του Ναυή».—Φως από το Αρχαίο Παρελθόν (Light From the Ancient Past), 1959, σ. 159.
Γι’ αυτό αρκετοί λόγιοι χρονολογούν την πτώση της Ιεριχώς με βάση διάφορες ενδείξεις, και οι προτεινόμενες χρονολογίες καλύπτουν μια περίοδο περίπου 200 ετών. Δεδομένης αυτής της αβεβαιότητας, ο καθηγητής Μέριλ Φ. Άνγκερ επισημαίνει εύστοχα: «Οι λόγιοι επίσης θα πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα να μην προσδίδουν υπερβολική βαρύτητα στους χρονικούς υπολογισμούς και στις ερμηνείες των στοιχείων από την πλευρά των αρχαιολόγων. Το ότι ο προσδιορισμός των χρονολογιών και τα συμπεράσματα που εξάγονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα εξαρτώνται συχνά από υποκειμενικούς παράγοντες καταδεικνύεται περίτρανα από τις μεγάλες αποκλίσεις στις απόψεις των ειδημόνων που είναι αρμόδιοι για τέτοια ζητήματα».—Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη (Archaeology and the Old Testament), 1964, σ. 164.
Επομένως, το γεγονός ότι οι ερμηνείες των αρχαιολόγων δεν συμφωνούν με τη Βιβλική χρονολόγηση η οποία υποδεικνύει το 1473 Π.Κ.Χ. ως τη χρονολογία καταστροφής της Ιεριχώς δεν συνιστά λόγο ανησυχίας. Η διαφορά ανάμεσα στην άποψη του Γκάρστανγκ και στις απόψεις άλλων αρχαιολόγων σχετικά με την Ιεριχώ δείχνει παραστατικά πόση προσοχή πρέπει να επιδεικνύεται όσον αφορά την υιοθέτηση των αρχαιολογικών μαρτυριών, ανεξάρτητα από το αν αυτές φαίνεται να επιβεβαιώνουν ή να αντικρούουν το Βιβλικό υπόμνημα και τη χρονολόγησή του.
[Εικόνα στη σελίδα 1239]
Ανεσκαμμένα τείχη της αρχαίας Ιεριχώς
-
-
ΙεριώθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΙΩΘ
(Ιεριώθ) [από μια ρίζα που σημαίνει «ριγώ»].
Πιθανολογείται ότι η Ιεριώθ ήταν μια παλλακίδα ή υπηρέτρια του Χάλεβ η οποία γέννησε μερικούς από τους γιους του που αποδίδονται στην «Αζουβά τη σύζυγό του». Το εδάφιο 1 Χρονικών 2:18 αναφέρει: «Ο δε Χάλεβ . . . έγινε πατέρας γιων από την Αζουβά τη σύζυγό του και από την Ιεριώθ· και αυτοί ήταν οι γιοι της».
-
-
ΙεροάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΑΜ
(Ιεροάμ) [Είθε να του Δειχτεί Έλεος].
1. Πατέρας του Ελκανά και παππούς του Σαμουήλ, απόγονος του Λευίτη Καάθ.—1Σα 1:1, 19, 20· 1Χρ 6:22, 27, 34, 38.
2. Βενιαμίτης από τη Γεδώρ, οι δύο «γιοι» του οποίου συγκαταλέγονταν μεταξύ εκείνων που «βοηθούσαν στον πόλεμο» τον Δαβίδ ενώ αυτός ήταν στη Σικλάγ, κάτω από περιορισμούς εξαιτίας του Σαούλ.—1Χρ 12:1, 2, 7.
3. Πατέρας του Αζαρήλ, άρχοντα της φυλής του Δαν υπό τον Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 27:1, 22.
4. Πατέρας του Αζαρία, ενός από τους αρχηγούς του στρατεύματος οι οποίοι βοήθησαν τον Ιωδαέ να ενθρονίσει τον Ιωάς.—2Χρ 23:1, 11.
5. Απόγονος του Βενιαμίν. Οι έξι κατονομαζόμενοι «γιοι» του έγιναν κεφαλές οικογενειών που ζούσαν στην Ιερουσαλήμ. (1Χρ 8:1, 26-28) Πιθανώς είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 6.
6. Βενιαμίτης προπάτορας του Ιβνεΐα, ο οποίος μετά την εξορία έζησε στην Ιερουσαλήμ. (1Χρ 9:7, 8) Πιθανώς είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 5.
7. Πατέρας ή προπάτορας του Αδαΐα, ενός ιερέα ο οποίος έζησε στην Ιερουσαλήμ μετά τη βαβυλωνιακή εξορία.—1Χρ 9:3, 10, 12· Νε 11:4, 12.
-
-
ΙεροβάαλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΒΑΑΛ
(Ιεροβάαλ) [Ας Κάνει Νομική Υπεράσπιση (Ας Αντιδικήσει) ο Βάαλ].
Όνομα που δόθηκε στον Γεδεών, γιο του Ιεχωάς του Αβιεζερίτη, όταν γκρέμισε το θυσιαστήριο που είχε ο πατέρας του για τον Βάαλ και τον ξύλινο ιερό στύλο που βρισκόταν κοντά σε αυτό. Κατόπιν, πάνω σε ένα θυσιαστήριο που έχτισε για τον Ιεχωβά, ο Γεδεών θυσίασε έναν ταύρο του πατέρα του, χρησιμοποιώντας ως καύσιμα τα κομμάτια του ιερού στύλου.—Κρ 6:11, 25-27.
Νωρίς το επόμενο πρωί, οι άντρες της Οφρά ανακάλυψαν τι είχε συμβεί και εξοργίστηκαν πάρα πολύ. Έκαναν, λοιπόν, έρευνα και, όταν έμαθαν ότι ο Γεδεών ευθυνόταν για αυτό, απαίτησαν να θανατωθεί. Ο πατέρας του Γεδεών, ο Ιεχωάς, πήρε το μέρος του Γεδεών, λέγοντας: «Μήπως εσείς θα κάνετε νομική υπεράσπιση για τον Βάαλ ώστε να δείτε αν εσείς θα τον σώσετε; Όποιος κάνει νομική υπεράσπιση για αυτόν πρέπει να θανατωθεί και μάλιστα αυτό το πρωί. Αν είναι Θεός, ας κάνει ο ίδιος νομική υπεράσπιση για τον εαυτό του, εφόσον κάποιος γκρέμισε το θυσιαστήριό του». Το Βιβλικό υπόμνημα συνεχίζει: «Και άρχισε να τον ονομάζει εκείνη την ημέρα Ιεροβάαλ, λέγοντας: “Ας κάνει ο Βάαλ νομική υπεράσπιση για λογαριασμό του, εφόσον κάποιος γκρέμισε το θυσιαστήριό του”».—Κρ 6:28-32.
Ο Γεδεών αποκαλείται Ιερουββέσεθ στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 11:21.—Βλέπε ΓΕΔΕΩΝ.
-
-
ΙεροβοάμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΒΟΑΜ
(Ιεροβοάμ).
Δύο βασιλιάδες του Ισραήλ, ανάμεσα στις βασιλείες των οποίων μεσολάβησαν περίπου 130 χρόνια.
1. Ο πρώτος βασιλιάς του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ και γιος του Ναβάτ, ένας από τους αξιωματούχους του Σολομώντα στο χωριό Ζερεδά. Ήταν από τη φυλή του Εφραΐμ. Φαίνεται ότι σε μικρή ηλικία ο Ιεροβοάμ έμεινε ορφανός από πατέρα και ανατράφηκε από τη Σερουά, τη χήρα μητέρα του.—1Βα 11:26.
Όταν ο Σολομών πρόσεξε ότι ο Ιεροβοάμ δεν ήταν μόνο γενναίος και κραταιός, αλλά επίσης εργαζόταν σκληρά, τον διόρισε υπεύθυνο σε όλους τους άντρες του οίκου του Ιωσήφ που έκαναν υποχρεωτική εργασία. (1Βα 11:28) Μετέπειτα, πλησίασε τον Ιεροβοάμ ο Αχιά, ένας προφήτης του Θεού, φέρνοντάς του συνταρακτικά νέα. Αφού έσκισε το καινούριο του ένδυμα σε 12 κομμάτια, ο προφήτης είπε στον Ιεροβοάμ να πάρει δέκα από αυτά ως σύμβολο του ότι ο Ιεχωβά θα έσκιζε τη βασιλεία του Σολομώντα στα δύο και θα καθιστούσε τον Ιεροβοάμ βασιλιά σε δέκα από τις φυλές. Αυτό, ωστόσο, επρόκειτο να είναι απλώς μια διοικητική διαίρεση και δεν έπρεπε να οδηγήσει σε απόκλιση από την αληθινή λατρεία, κέντρο της οποίας ήταν ο ναός της Ιερουσαλήμ, της πρωτεύουσας του νότιου βασιλείου. Γι’ αυτό και ο Ιεχωβά διαβεβαίωσε τον Ιεροβοάμ ότι θα ευλογούσε τη βασιλεία του και θα την έκανε να ευημερεί, καθώς επίσης ότι θα οικοδομούσε για τον ίδιο έναν οίκο διαδόχων που θα διαρκούσε, αν αυτός τηρούσε τους νόμους και τις εντολές του Θεού.—1Βα 11:29-38.
Ίσως επειδή πληροφορήθηκε αυτά τα γεγονότα άρχισε ο Σολομών να ζητάει να σκοτώσει τον Ιεροβοάμ. Εκείνος, όμως, κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου και παρέμεινε υπό την προστασία του Φαραώ Σισάκ μέχρι το θάνατο του Σολομώντα.—1Βα 11:40.
Η είδηση για το θάνατο του Σολομώντα γύρω στο 998 Π.Κ.Χ. έκανε τον Ιεροβοάμ να επιστρέψει γρήγορα στην πατρίδα του, όπου μαζί με το λαό του απαίτησε από τον Ροβοάμ, το γιο του Σολομώντα, να ελαφρύνει τα βάρη τους αν ήθελε την υποστήριξή τους στην καινούρια του βασιλεία. Ωστόσο, ο Ροβοάμ αγνόησε την καλή συμβουλή των γηραιότερων συμβούλων και προτίμησε να ακούσει τη συμβουλή νεότερων αντρών, συνομηλίκων του, που του είπαν να αυξήσει το βάρος της εργασίας του λαού. Οι δέκα φυλές ανταπάντησαν σε αυτή τη σκληρότητα κάνοντας βασιλιά τους τον Ιεροβοάμ. Στην ουσία, «τα πράγματα πήραν αυτή την τροπή με την κατεύθυνση του Ιεχωβά, προκειμένου να εκτελέσει το λόγο του τον οποίο είχε πει ο Ιεχωβά μέσω του Αχιά».—1Βα 12:1-20· 2Χρ 10:1-19.
Ο νεοενθρονισμένος βασιλιάς Ιεροβοάμ άρχισε αμέσως να χτίζει τη Συχέμ ως τη βασιλική του πρωτεύουσα, και Α της Συχέμ, από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη, οχύρωσε τον οικισμό της Φανουήλ, της τοποθεσίας όπου ο Ιακώβ είχε παλέψει με έναν άγγελο. (1Βα 12:25· Γε 32:30, 31) Βλέποντας τους υπηκόους του να συρρέουν στο ναό της Ιερουσαλήμ για να προσφέρουν λατρεία, ο Ιεροβοάμ διέβλεψε ότι με τον καιρό αυτοί θα ήθελαν να γίνουν και πάλι υπήκοοι του Ροβοάμ και τότε θα σκότωναν τον ίδιο. Αποφάσισε, λοιπόν, να θέσει τέλος σε αυτό καθιερώνοντας μια θρησκεία που είχε ως επίκεντρό της τη λατρεία δύο χρυσών μοσχαριών, εκ των οποίων το ένα το έστησε στη Βαιθήλ στο Ν και το άλλο στη Δαν στο Β. Εγκατέστησε επίσης ένα δικό του μη Ααρωνικό ιερατείο, του οποίου μέλη μπορούσαν να γίνουν οποιοιδήποτε από το λαό ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν έναν ταύρο και εφτά κριάρια για να εξασφαλίσουν αυτό το αξίωμα. Έκτοτε αυτοί υπηρετούσαν «για τους υψηλούς τόπους και για τους τραγόμορφους δαίμονες και για τα μοσχάρια που είχε φτιάξει». Ο Ιεροβοάμ επινόησε επίσης ειδικές “άγιες ημέρες” και ηγήθηκε προσωπικά του λαού στην προσφορά θυσιών προς τους θεούς που μόλις πρόσφατα είχε επινοήσει.—1Βα 12:26-33· 2Βα 23:15· 2Χρ 11:13-17· 13:9.
Σε μια τέτοια περίπτωση, καθώς ο Ιεροβοάμ ήταν έτοιμος να υψώσει καπνό θυσίας στο θυσιαστήριο που είχε στήσει στη Βαιθήλ, το πνεύμα του Ιεχωβά υποκίνησε κάποιον άνθρωπο του Θεού να ελέγξει το βασιλιά για την απεχθή ειδωλολατρία του, και όταν εκείνος διέταξε να πιάσουν αυτόν τον υπηρέτη του Θεού, το θυσιαστήριο σκίστηκε στα δύο, οι στάχτες του σκορπίστηκαν και το χέρι του βασιλιά έμεινε ξερό. Το χέρι αποκαταστάθηκε μόνο όταν ο άνθρωπος του Θεού απάλυνε το θυμό του Ιεχωβά, αλλά ακόμη και έπειτα από αυτό ο Ιεροβοάμ συνέχισε να ενεργεί βλάσφημα αψηφώντας τον Ιεχωβά. (1Βα 13:1-6, 33, 34) Το γεγονός ότι εισήγαγε τη μοσχολατρία αποτέλεσε «τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ», αμαρτίες οι οποίες βάρυναν και άλλους βασιλιάδες του Ισραήλ οι οποίοι διαιώνισαν αυτή την αποστατική λατρεία.—1Βα 14:16· 15:30, 34· 16:2, 19, 26, 31· 22:52· 2Βα 3:3· 10:29, 31· 13:2, 6, 11· 14:24· 15:9, 18, 24, 28· 17:21-23.
Το 18ο έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ πέθανε ο Ροβοάμ, αλλά το πολεμικό κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στα δύο έθνη συνεχίστηκε στη διάρκεια της τριετούς βασιλείας του Αβιάμ (Αβιά), του γιου του Ροβοάμ, ο οποίος τον διαδέχθηκε. (1Βα 15:1, 2, 6· 2Χρ 12:15) Κάποτε ο Αβιά συγκέντρωσε 400.000 άντρες για να πολεμήσει εναντίον των δυνάμεων του Ιεροβοάμ, που ήταν διπλάσιες σε αριθμό. Παρότι ο Ιεροβοάμ διέθετε υπέρτερη δύναμη και ακολούθησε έξυπνη στρατηγική στήνοντας ενέδρα, υπέστη βαριά ήττα. Έχασε 500.000 άντρες καθώς και πολλές από τις εφραϊμιτικές πόλεις του, και ταπεινώθηκε πολύ. Η νίκη του Ιούδα οφειλόταν στο ότι ο Αβιά και οι άντρες του εμπιστεύτηκαν στον Ιεχωβά και κραύγασαν προς αυτόν για βοήθεια.—2Χρ 13:3-20.
Η συμφορά του Ιεροβοάμ έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν αρρώστησε θανάσιμα ο γιος του ο Αβιά. Τότε ο βασιλιάς ζήτησε από τη σύζυγό του να μεταμφιεστεί και κατόπιν την έστειλε με κάποιο δώρο στον ηλικιωμένο προφήτη Αχιά, ο οποίος ήταν πια τυφλός, για να ρωτήσει αν θα ανέρρωνε το παιδί. Η απάντηση ήταν “Όχι”. Επιπλέον, προλέχθηκε ότι κάθε άρρενας κληρονόμος του Ιεροβοάμ επρόκειτο να εκκοπεί, και εκτός από αυτόν το γιο στον οποίο ο Ιεχωβά είχε βρει κάτι καλό, κανένας απόγονος του Ιεροβοάμ δεν θα είχε αξιοπρεπή ταφή, αλλά αντίθετα, τα πτώματά τους θα τα έτρωγαν είτε οι σκύλοι είτε τα πτηνά.—1Βα 14:1-18.
Λίγο αργότερα, γύρω στο 977 Π.Κ.Χ., «ο Ιεχωβά . . . κατέφερε πλήγμα [στον Ιεροβοάμ] και πέθανε», και έτσι η 22χρονη βασιλεία του έφτασε στο τέλος της. (2Χρ 13:20· 1Βα 14:20) Τον διαδέχθηκε στο θρόνο για δύο χρόνια ο γιος του ο Ναδάβ και κατόπιν φονεύτηκε από τον Βαασά, ο οποίος επίσης εξέκοψε από τον οίκο του Ιεροβοάμ ό,τι είχε πνοή. Με αυτόν τον τρόπο η δυναστεία του τερματίστηκε απότομα «σύμφωνα με το λόγο του Ιεχωβά» και «εξαιτίας των αμαρτιών του Ιεροβοάμ».—1Βα 15:25-30.
2. Βασιλιάς του Ισραήλ, γιος και διάδοχος του Ιωάς, και δισέγγονος του Ιηού. Ως ο 14ος ηγεμόνας του βόρειου βασιλείου, ο Ιεροβοάμ Β΄ βασίλεψε 41 χρόνια, αρχίζοντας περίπου από το 844 Π.Κ.Χ. (2Βα 14:16, 23) Όπως πολλοί προκάτοχοί του, έτσι και αυτός έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά με το να διαιωνίσει τη μοσχολατρία του Ιεροβοάμ Α΄.—2Βα 14:24.
Προφανώς κατά τη βασιλεία του Ιεροβοάμ Β΄ αναφέρεται ότι έλαβε χώρα μια ειδική γενεαλογική καταγραφή. (1Χρ 5:17) Ωστόσο, το μεγαλύτερο επίτευγμα της βασιλείας του ήταν η επανάκτηση περιοχών τις οποίες είχε χάσει παλιότερα το βασίλειο. Σε εκπλήρωση της προφητείας του Ιωνά, ο Ιεροβοάμ «επανέφερε το όριο του Ισραήλ από την είσοδο της Αιμάθ μέχρι τη θάλασσα της Αραβά [τη Νεκρά Θάλασσα]». Σε αυτόν αποδίδεται επίσης η επαναφορά “της Δαμασκού και της Αιμάθ για τον Ιούδα στον Ισραήλ”. (2Βα 14:25-28) Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Ιεροβοάμ κατέστησε τα βασίλεια της Δαμασκού και της Αιμάθ υποτελή, όπως ήταν κάποτε υποτελή στον Ιούδα, όταν βασίλευε ο Σολομών.—Παράβαλε 1Βα 4:21· 2Χρ 8:4.
Χωρίς αμφιβολία, αυτές οι επιτυχίες έφεραν ένα κύμα υλικής ευημερίας στο βόρειο βασίλειο. Ταυτόχρονα όμως η πνευματική παρακμή του έθνους συνεχιζόταν. Οι προφήτες Ωσηέ και Αμώς επέκριναν με δριμύτητα τον στασιαστικό Ιεροβοάμ και τους υποστηρικτές του για την κατάφωρη αποστασία τους και την ανήθικη συμπεριφορά τους—τις απάτες, τις κλοπές, την πορνεία, τους φόνους, την καταδυνάστευση, την ειδωλολατρία και άλλες συνήθειες που ατίμαζαν τον Θεό. (Ωσ 1:2, 4· 4:1, 2, 12-17· 5:1-7· 6:10· Αμ 2:6-8· 3:9, 12-15· 4:1) Ιδιαίτερα έντονη ήταν η προειδοποίηση που απηύθυνε ο Ιεχωβά προς τον Ιεροβοάμ μέσω του Αμώς του προφήτη του: «Θα εγερθώ εναντίον του οίκου του Ιεροβοάμ με σπαθί».—Αμ 7:9.
Μετά το θάνατο του Ιεροβοάμ, ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του ο Ζαχαρίας. (2Βα 14:29) Εντούτοις, υπήρξε κενό 11 ετών ανάμεσα στο θάνατο του Ιεροβοάμ και στην εξάμηνη διακυβέρνηση που αποδίδεται στον Ζαχαρία, τον τελευταίο της δυναστείας του Ιηού. Πιθανώς επειδή ο Ζαχαρίας ήταν πολύ νέος ή για κάποιον άλλον λόγο, η βασιλεία του δεν είχε εδραιωθεί πλήρως ή δεν είχε επικυρωθεί μέχρι περίπου το 792 Π.Κ.Χ.
-
-
ΙεροδουλίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΔΟΥΛΙΑ
Βλέπε ΠΟΡΝΗ.
-
-
Ιερό ΜυστικόΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Κάτι που προέρχεται από τον Θεό, μένει κρυφό για όσο διάστημα ο ίδιος επιθυμεί και αποκαλύπτεται μόνο σε εκείνους στους οποίους αυτός επιλέγει να το γνωστοποιήσει.
Η λέξη μυστήριον του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που μεταφράζεται «ιερό μυστικό», αναφέρεται πρωτίστως σε κάτι που είναι γνωστό σε όσους είναι μυημένοι. Στις αρχαίες μυστηριακές θρησκείες που άκμαζαν τον καιρό της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας, όσοι επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στις μυστηριακές τελετές έπρεπε να περάσουν από τη διαδικασία της μύησης. Οι αμύητοι δεν επιτρεπόταν ούτε να έχουν πρόσβαση στις λεγόμενες ιερές πράξεις ούτε να τις γνωρίζουν. Όσοι ήταν μυημένοι δεσμεύονταν με όρκο σιωπής να μην αποκαλύψουν τα μυστικά. Ωστόσο, η λέξη χρησιμοποιούνταν και με μια μη θρησκευτική, «καθημερινή» έννοια, όπως για ένα προσωπικό μυστικό, για ένα μυστικό ανάμεσα σε φίλους, για οικογενειακά μυστικά. Ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την παθητική φωνή του ρήματος μυέω με αυτή τη δεύτερη σημασία όταν λέει: «Έχω μάθει το μυστικό [μεμύημαι, Κείμενο], και να είμαι χορτάτος και να πεινώ, και να έχω αφθονία και να υποφέρω στερήσεις».—Φλπ 4:12.
Διαφέρει από τις Μυστηριακές Θρησκείες. Όσον αφορά τη λέξη μυστήριον, Το Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, του Βάιν (Vine’s Expository Dictionary of Old and New Testament Words), εξηγεί: «Στην [Καινή Διαθήκη] αυτή υποδηλώνει, όχι το μυστηριώδες . . . , αλλά εκείνο το οποίο, καθώς βρίσκεται έξω από τα όρια της φυσιολογικής ικανότητας που έχει ο άνθρωπος να το αντιληφθεί χωρίς βοήθεια, μπορεί να γίνει γνωστό μόνο μέσω Θεϊκής αποκάλυψης, γνωστοποιείται δε με τον τρόπο και στο χρόνο που προσδιορίζει ο Θεός και μόνο σε εκείνους που φωτίζονται από το Πνεύμα Του. Με τη συνηθισμένη του έννοια, το μυστήριο υποδηλώνει κρυμμένη γνώση, ενώ η Γραφική του σημασία είναι αποκαλυμμένη αλήθεια. Γι’ αυτό και οι λέξεις που συνδέονται ιδιαίτερα με το εν λόγω θέμα είναι: “γνωστοποιηθεί”, “φανερωθεί”, “αποκαλυφτεί”, “κηρυχτεί”, “κατανοώ”, “διαχείριση”».—1981, Τόμ. 3, σ. 97.
Συνεπώς, τα ιερά μυστικά του Θεού και άλλα «μυστήρια» της Γραφής, όπως αυτό της Βαβυλώνας της Μεγάλης, είναι πράγματα που δεν επρόκειτο να μείνουν μυστικά για πάντα, αλλά θα αποκαλύπτονταν από τον Ιεχωβά Θεό στο δικό του χρόνο σε όσους αποβλέπουν σε αυτόν και όσους αυτός επιλέγει για να τους τα αποκαλύψει. Ο απόστολος Παύλος σχολιάζει αυτή την πτυχή του ζητήματος στα εδάφια 1 Κορινθίους 2:6-16. Εκεί χαρακτηρίζει το «ιερό μυστικό» του Θεού ως «κρυμμένη σοφία», η οποία αποκαλύπτεται μέσω του πνεύματος του Θεού στους Χριστιανούς υπηρέτες του. Είναι κάτι που το πνεύμα του κόσμου ή η ανθρώπινη σοφία των φυσικών ανθρώπων δεν μπορεί να εξιχνιάσει, αλλά το οποίο λέγεται και κατανοείται από εκείνους που “συνδυάζουν πνευματικά ζητήματα με πνευματικά λόγια”. Ο Ιησούς Χριστός είχε επισημάνει προγενέστερα τα εξής στους μαθητές του: «Σε εσάς έχει δοθεί το ιερό μυστικό [μυστήριον, Κείμενο] της βασιλείας του Θεού, αλλά σε εκείνους, τους έξω, τα πάντα γίνονται με παραβολές, ώστε, μολονότι κοιτάζουν, να κοιτάζουν και όμως να μη βλέπουν και, μολονότι ακούν, να ακούν και όμως να μη συλλαμβάνουν το νόημα, ούτε να επιστρέψουν ποτέ και να τους δοθεί συγχώρηση».—Μαρ 4:11, 12· Ματ 13:11-13· Λου 8:10.
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ιερό μυστικό του Θεού και στα μυστικά των μυστηριακών θρησκειών έγκειται, πρώτα από όλα, στο περιεχόμενο: το μυστικό του Θεού είναι καλά νέα και όχι ψέμα ή ανθρωποποίητη απάτη. (Ιωα 8:31, 32, 44· Κολ 1:5· 1Ιω 2:27) Δεύτερον, εκείνοι που επιλέγονται να κατανοήσουν το ιερό μυστικό του Θεού δεσμεύονται, όχι να το κρατήσουν μυστικό, αλλά να το διακηρύξουν και να το δημοσιοποιήσουν όσο το δυνατόν ευρύτερα. Όπως προαναφέρθηκε, αυτό αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι η Γραφή χρησιμοποιεί λέξεις όπως “κηρυχτεί”, “γνωστοποιηθεί”, “φανερωθεί”, καθώς επίσης “διακηρύττω”, “μιλώ”, σε σχέση με «το ιερό μυστικό των καλών νέων». Οι αληθινοί Χριστιανοί κήρυτταν με όλο τους το σθένος αυτά τα καλά νέα, τα οποία εμπεριείχαν την κατανόηση του ιερού μυστικού, σε «όλη τη δημιουργία που είναι κάτω από τον ουρανό». (1Κο 2:1· Εφ 6:19· Κολ 1:23· 4:3, 4) Ο Θεός καθορίζει ποιοι δεν είναι άξιοι και αποκρύπτει την κατανόηση από τέτοια άτομα. Δεν είναι προσωπολήπτης όταν το κάνει αυτό, διότι εξαιτίας «της αναισθησίας της καρδιάς τους» δεν τους επιτρέπει να κατανοήσουν το ιερό μυστικό του.—Εφ 4:17, 18.
Επικεντρώνεται στον Χριστό. Εφόσον «εκείνο που εμπνέει την προφητεία είναι το να δοθεί μαρτυρία για τον Ιησού», “το ιερό μυστικό του Θεού” πρέπει να επικεντρώνεται στον Χριστό. (Απ 19:10· Κολ 2:2) Όλα «τα ιερά μυστικά» του Θεού σχετίζονται με τη Μεσσιανική Βασιλεία του. (Ματ 13:11) Ο απόστολος Παύλος γράφει στους συγχριστιανούς του: «Σε αυτόν είναι προσεκτικά αποκρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσης» και «σε αυτόν κατοικεί σωματικά όλη η πληρότητα της θεϊκής ιδιότητας».—Κολ 2:2, 3, 9.
Ο Παύλος είπε ότι ο ίδιος ήταν οικονόμος «των ιερών μυστικών του Θεού». (1Κο 4:1) Μιλάει για την κατανόηση που είχε «όσον αφορά το ιερό μυστικό του Χριστού». (Εφ 3:1-4) Εξηγεί ότι αυτό το ιερό μυστικό είναι κρυμμένη σοφία την οποία προόρισε ο Θεός πριν από τα συστήματα πραγμάτων. (1Κο 2:7) Η διακήρυξη του μυστηρίου, ή αλλιώς «του ιερού μυστικού του Θεού», άρχισε με την προφητεία που εξήγγειλε ο ίδιος ο Ιεχωβά στο εδάφιο Γένεση 3:15. Επί αιώνες, άντρες πίστης απέβλεπαν στο «σπέρμα» της υπόσχεσης το οποίο θα απελευθέρωνε την ανθρωπότητα από την αμαρτία και το θάνατο, αλλά δεν ήταν σαφώς κατανοητό ποιος ακριβώς θα ήταν το «σπέρμα» και πώς ακριβώς αυτό το «σπέρμα» θα ερχόταν και θα έφερνε απελευθέρωση. Αυτό διασαφηνίστηκε μόνο όταν ήρθε ο Χριστός και έριξε «φως στη ζωή και στην αφθαρσία μέσω των καλών νέων». (2Τι 1:10) Τότε άρχισε να κατανοείται το μυστήριο του “σπέρματος της γυναίκας”.
Η Μεσσιανική Βασιλεία. Στα συγγράμματά του ο Παύλος δίνει μια πλήρη εικόνα της αποκάλυψης του ιερού μυστικού του Χριστού. Στα εδάφια Εφεσίους 1:9-11 αναφέρει ότι ο Θεός γνωστοποιεί «το ιερό μυστικό» του θελήματός του, και συνεχίζει: «Αυτό συμφωνεί με την ευαρέστησή του την οποία είχε σκοπό μέσα του, για μια διαχείριση στο πλήρωμα των προσδιορισμένων καιρών, δηλαδή να ξανασυγκεντρώσει όλα τα πράγματα στον Χριστό, τα πράγματα που είναι στους ουρανούς και τα πράγματα που είναι στη γη. Ναι, σε αυτόν, σε ενότητα με τον οποίο διοριστήκαμε επίσης κληρονόμοι, με το ότι προοριστήκαμε σύμφωνα με το σκοπό εκείνου ο οποίος ενεργεί όλα τα πράγματα σύμφωνα με τη βούληση του θελήματός του». Αυτό το «ιερό μυστικό» περιλαμβάνει μια κυβέρνηση, τη Μεσσιανική Βασιλεία του Θεού. «Τα πράγματα που είναι στους ουρανούς», στα οποία αναφέρεται ο Παύλος, είναι όσοι πρόκειται να κληρονομήσουν αυτή την ουράνια Βασιλεία μαζί με τον Χριστό. «Τα πράγματα που είναι στη γη» θα είναι οι επίγειοι υπήκοοί της. Ο Ιησούς επισήμανε στους μαθητές του πως το ιερό μυστικό αφορούσε τη Βασιλεία όταν τους είπε: «Σε εσάς έχει δοθεί το ιερό μυστικό της βασιλείας του Θεού».—Μαρ 4:11.
Περιλαμβάνει την Εκκλησία. Η γνώση του ιερού μυστικού είναι πολύπτυχη. Ο απόστολος έδωσε επιπλέον λεπτομέρειες όταν εξήγησε ότι το ιερό μυστικό περιλαμβάνει την εκκλησία, της οποίας Κεφαλή είναι ο Χριστός. (Εφ 5:32· Κολ 1:18· Απ 1:20) Αυτοί είναι οι συγκληρονόμοι του, με τους οποίους μοιράζεται τη Βασιλεία. (Λου 22:29, 30) Έχουν παρθεί τόσο από Ιουδαίους όσο και από Εθνικούς. (Ρω 11:25· Εφ 3:3-6· Κολ 1:26, 27) Αυτή η πτυχή του «ιερού μυστικού» δεν μπορούσε να γίνει ξεκάθαρα γνωστή πριν πάρει ο Πέτρος την εντολή να επισκεφτεί τον Εθνικό Κορνήλιο και δει αυτό το σπιτικό των Εθνικών να λαβαίνει τα χαρίσματα του αγίου πνεύματος, το 36 Κ.Χ. (Πρ 10:34, 44-48) Γράφοντας στους Εθνικούς Χριστιανούς, ο Παύλος τούς είπε: «Ήσασταν χωρίς Χριστό, . . . ξένοι ως προς τις διαθήκες της υπόσχεσης, και δεν είχατε ελπίδα και ήσασταν χωρίς Θεό στον κόσμο. Αλλά τώρα σε ενότητα με τον Χριστό Ιησού, εσείς που ήσασταν κάποτε μακριά έχετε έρθει κοντά μέσω του αίματος του Χριστού». (Εφ 2:11-13) Μέσω της πολιτείας του Θεού με την εκκλησία, “οι κυβερνήσεις και οι εξουσίες στους ουράνιους τόπους” θα έφταναν στο σημείο να γνωρίσουν την «πολυποίκιλη σοφία του Θεού».—Εφ 3:10.
Σε ένα όραμα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, αυτή η εκκλησία εμφανίζεται να απαρτίζεται από 144.000 άτομα που «αγοράστηκαν ανάμεσα από την ανθρωπότητα ως πρώτοι καρποί για τον Θεό και το Αρνί». Αυτοί στέκονται με το Αρνί, τον Ιησού Χριστό, στο Όρος Σιών, τον τόπο όπου βρίσκεται “η πόλη του ζωντανού Θεού, η ουράνια Ιερουσαλήμ”. Στην αρχαία επίγεια Ιερουσαλήμ ήταν εγκατεστημένος “ο θρόνος του Ιεχωβά”, στον οποίο κάθονταν βασιλιάδες από τη γραμμή του Δαβίδ. Εκεί ήταν και ο ναός του Ιεχωβά. Στην ουράνια Ιερουσαλήμ είναι ενθρονισμένος ο Ιησούς Χριστός, οι δε όσιοι, χρισμένοι με το πνεύμα ακόλουθοί του συμμετέχουν στη διακυβέρνηση της Βασιλείας του. (Απ 14:1, 4· Εβρ 12:22· 1Χρ 29:23· 1Πε 2:4-6) Η ανάσταση αυτών των ατόμων σε αθανασία και αφθαρσία κατά τη διάρκεια της παρουσίας του Χριστού είναι μία από τις πτυχές της πολιτείας του Θεού με την εκκλησία, που από μόνη της αποτελεί «ένα ιερό μυστικό».—1Κο 15:51-54.
Το Ιερό Μυστικό της Θεοσεβούς Αφοσίωσης. Ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Σου τα γράφω αυτά, . . . για να γνωρίζεις πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι στο σπιτικό του Θεού, το οποίο είναι η εκκλησία του ζωντανού Θεού, στύλος και στήριγμα της αλήθειας. Και είναι ομολογουμένως μεγάλο το ιερό μυστικό της θεοσεβούς αφοσίωσης: “Αυτός [ο Ιησούς Χριστός] φανερώθηκε ως σάρκα, ανακηρύχτηκε δίκαιος ως πνεύμα, εμφανίστηκε σε αγγέλους, κηρύχτηκε ανάμεσα σε έθνη, του δείχτηκε πίστη μέσα στον κόσμο, αναλήφθηκε με δόξα”».—1Τι 3:14-16.
«Η εκκλησία του ζωντανού Θεού» είχε την αλήθεια και ήξερε ακριβώς το μυστήριο, ή αλλιώς «το ιερό μυστικό», της αληθινής θεοσεβούς αφοσίωσης—μάλιστα η εκκλησία δεν είχε μόνο τη μορφή αλλά και τη δύναμη αυτής της θεοσεβούς αφοσίωσης. (Αντιπαράβαλε 2Τι 3:5.) Γι’ αυτόν το λόγο, μπορούσε να είναι «στύλος και στήριγμα της αλήθειας» μέσα σε έναν κόσμο πλάνης και ψεύτικης θρησκείας, των “μυστηρίων” που είναι ιερά για τον Σατανά και για όσους έχει τυφλώσει αυτός. (2Κο 4:4) Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είναι Αυτός του οποίου η θεοσεβής αφοσίωση προειπώθηκε και περιγράφηκε στις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές. Επί αιώνες, από τότε ακόμη που εξαπολύθηκε η πρόκληση ενάντια στην κυριαρχία του Θεού και αμφισβητήθηκε η ακεραιότητα του ανθρώπου, ήταν μυστήριο, ή αλλιώς «ιερό μυστικό», το αν θα μπορούσε κανείς να διατηρήσει στην εντέλεια, παρά τις πιέσεις του Διαβόλου, πλήρη, ακλόνητη και άψογη θεοσεβή αφοσίωση. Θα υπήρχε άραγε κάποιος που θα μπορούσε να αντέξει τη δοκιμασία και να αποδειχτεί απολύτως καθαρός, αναμάρτητος και ακηλίδωτος ως προς την αποκλειστική αφοσίωση στον Ιεχωβά; Ένα συναφές ερώτημα ήταν το ποιος θα αποτελούσε το “σπέρμα της γυναίκας” το οποίο θα έπληττε το κεφάλι του Φιδιού. Αυτό θα αποκαλυπτόταν πλήρως όταν ο Χριστός επρόκειτο “να φανερωθεί ως σάρκα, να ανακηρυχτεί δίκαιος ως πνεύμα, να εμφανιστεί σε αγγέλους, να κηρυχτεί ανάμεσα σε έθνη, να του δειχτεί πίστη μέσα στον κόσμο, να αναληφθεί με δόξα”. (1Τι 3:16· 6:16) Αυτό ήταν ομολογουμένως κάτι μεγάλο. Το μεγάλο ζήτημα της θεοσεβούς αφοσίωσης επικεντρωνόταν σε ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό. Πόσο μεγαλειώδης ήταν η πορεία θεοσεβούς αφοσίωσης του Χριστού! Πόσο ωφελεί την ανθρωπότητα και εξυψώνει το όνομα του Ιεχωβά!—Βλέπε ΘΕΟΣΕΒΗΣ ΑΦΟΣΙΩΣΗ.
Φτάνει στο Τέλος Του. Στο όραμα που έλαβε ο απόστολος Ιωάννης, του ειπώθηκαν τα εξής: «Στις ημέρες κατά τις οποίες θα ηχήσει ο έβδομος άγγελος, όταν αυτός θα είναι έτοιμος να σαλπίσει, το ιερό μυστικό του Θεού σύμφωνα με τα καλά νέα που αυτός διακήρυξε στους δούλους του τους προφήτες θα έχει φερθεί σε τέλος». (Απ 10:7) Αυτό το τέλος του ιερού μυστικού συνδέεται στενά με το σάλπισμα του έβδομου αγγέλου, κατά το οποίο ακούγεται στους ουρανούς η αναγγελία: «Η βασιλεία του κόσμου έγινε βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού του, και αυτός θα βασιλέψει στους αιώνες των αιώνων». (Απ 11:15) Συνεπώς, το ιερό μυστικό του Θεού φτάνει στο τέλος του τότε που ο Ιεχωβά αρχίζει τη Βασιλεία του μέσω του Μεσσία του, δηλαδή του Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός μίλησε εκτενώς στους μαθητές του, τους «δούλους» του Θεού, για τη Βασιλεία του Θεού και είπε ότι τα «καλά νέα της βασιλείας» θα συνέχιζαν να κηρύττονται ως το τέλος του «συστήματος πραγμάτων». Έτσι λοιπόν, όταν πια “το ιερό μυστικό του Θεού θα είχε φερθεί σε τέλος”, τα «καλά νέα» που θα κηρύττονταν θα περιλάμβαναν αυτό που ανήγγειλαν οι φωνές στον ουρανό: «Η βασιλεία του κόσμου έγινε βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού του».—Ματ 24:3, 14.
Για το “μυστήριο της ανομίας” (2Θε 2:7), βλέπε ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ. Για τη φράση «Μυστήριο: “Βαβυλώνα η Μεγάλη”» (Απ 17:5), βλέπε ΒΑΒΥΛΩΝΑ Η ΜΕΓΑΛΗ.
-
-
Ιερός ΣτύλοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΣ ΣΤΥΛΟΣ
Η εβραϊκή λέξη ’ασεράχ (πληθ., ’ασερίμ) θεωρείται ότι αναφέρεται (1) σε έναν ιερό στύλο που συμβόλιζε την Ασεράχ, μια χαναανιτική θεά της γονιμότητας (Κρ 6:25, 26), και (2) στην ίδια τη θεά Ασεράχ. (2Βα 13:6, υποσ.) Εντούτοις, δεν είναι πάντοτε δυνατόν να καθοριστεί αν ένα συγκεκριμένο εδάφιο αναφέρεται στο ειδωλολατρικό αντικείμενο ή στη θεά. Ωστόσο, αρκετές σύγχρονες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής αποδίδουν τη λέξη της πρωτότυπης γλώσσας ως «ιερός στύλος» και «ιεροί στύλοι», αλλά όταν γίνεται σαφής αναφορά στη θεά τη μεταγράφουν. (AT, JB) Άλλες δεν επιδιώκουν να κάνουν κάποια διάκριση, αλλά απλώς μεταγράφουν την εβραϊκή λέξη (RS) ή τη μεταφράζουν με συνέπεια «ιερός στύλος» και «ιεροί στύλοι». (ΜΝΚ) Στις παλιότερες μεταφράσεις της Γραφής, αυτή η εβραϊκή λέξη αποδίδεται συνήθως «άλσος» και «άλση». (KJ, Le, ΒΑΜ) Η συγκεκριμένη απόδοση, όμως, είναι άστοχη σε περικοπές όπως τα εδάφια Κριτές 3:7 και 2 Βασιλέων 23:6 (KJ, ΒΑΜ), που μιλούν για υπηρεσία προς τα «άλση» και για εκβολή του «άλσους» από το ναό της Ιερουσαλήμ.
Οι Ιεροί Στύλοι. Προφανώς οι ιεροί στύλοι ήταν στημένοι σε όρθια θέση και ήταν φτιαγμένοι από ξύλο ή τουλάχιστον περιείχαν ξύλο, δεδομένου ότι οι Ισραηλίτες διατάχθηκαν να τους κόψουν και να τους κάψουν. (Εξ 34:13· Δευ 12:3) Ίσως επρόκειτο απλώς για αλάξευτους στύλους, πιθανώς δε και για δέντρα σε μερικές περιπτώσεις, διότι ο λαός του Θεού έλαβε την εντολή: «Δεν πρέπει να φυτέψεις οποιοδήποτε είδος δέντρου ως ιερό στύλο».—Δευ 16:21.
Τόσο ο Ισραήλ όσο και ο Ιούδας αγνόησαν τη ρητή εντολή του Θεού, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε να στήσουν ιερές στήλες και ιερούς στύλους. Τουναντίον, τοποθέτησαν τέτοια αντικείμενα πάνω σε «κάθε ψηλό λόφο και κάτω από κάθε θαλερό δέντρο», δίπλα στα θυσιαστήρια. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι στύλοι συμβόλιζαν το θηλυκό στοιχείο, ενώ οι στήλες το αρσενικό. Αυτά τα συναφή με την ειδωλολατρία αντικείμενα—πιθανώς φαλλικά σύμβολα—συνδέονταν με σεξουαλικά όργια χονδροειδούς ανηθικότητας, όπως αφήνεται να εννοηθεί από τη δήλωση ότι υπήρχαν ιερόδουλοι στη χώρα ήδη από τη βασιλεία του Ροβοάμ. (1Βα 14:22-24· 2Βα 17:10) Ήταν σπάνιοι οι βασιλιάδες, όπως ο Εζεκίας (και ο Ιωσίας), οι οποίοι “αφαίρεσαν τους υψηλούς τόπους και συνέτριψαν τις ιερές στήλες και έκοψαν τον ιερό στύλο”.—2Βα 18:4· 2Χρ 34:7.
Ασεράχ. Τα κείμενα της Ρας Σάμρα προσδιορίζουν αυτή τη θεά ως τη σύζυγο του θεού Ελ, του «Δημιουργού των Δημιουργημάτων», και αναφέρονται σε αυτήν ως «Κυρία Ασεράχ της Θάλασσας» και ως «Προγεννήτειρα των Θεών», πράγμα που την καθιστά και μητέρα του Βάαλ. Εντούτοις, είναι εμφανές ότι οι ρόλοι που διαδραμάτιζαν οι τρεις κυριότερες θεές του Βααλισμού (η Ανάθ, η Ασεράχ και η Αστορέθ) συνέπιπταν σε μεγάλο βαθμό, όπως καταδεικνύεται τόσο από εξωβιβλικές πηγές όσο και από το Γραφικό υπόμνημα. Αν και ως σύζυγος του Βάαλ φαίνεται ότι παρουσιαζόταν η Αστορέθ, ίσως θεωρούνταν σύζυγός του και η Ασεράχ.
Στην περίοδο των Κριτών, αναφέρεται ότι οι αποστάτες Ισραηλίτες «άρχισαν να υπηρετούν τους Βάαλ και τους ιερούς στύλους [τις Ασερίμ]». (Κρ 3:7, υποσ.· παράβαλε 2:13.) Η μνεία αυτών των θεοτήτων στον πληθυντικό ίσως υποδηλώνει ότι κάθε τόπος είχε τον δικό του Βάαλ και τη δική του Ασεράχ. (Κρ 6:25) Η Ιεζάβελ, η Σιδώνια σύζυγος του Αχαάβ, του βασιλιά του Ισραήλ, φιλοξενούσε στο τραπέζι της 450 προφήτες του Βάαλ και 400 προφήτες του ιερού στύλου, ή αλλιώς της Ασεράχ.—1Βα 18:19.
Η έκφυλη λατρεία της Ασεράχ κατέληξε να ασκείται μέσα στον ίδιο το ναό του Ιεχωβά. Μάλιστα ο Βασιλιάς Μανασσής τοποθέτησε εκεί μια γλυπτή εικόνα του ιερού στύλου, προφανώς ένα ομοίωμα της θεάς Ασεράχ. (2Βα 21:7) Ο Μανασσής διαπαιδαγωγήθηκε με την αιχμαλωσία του στη Βαβυλώνα και, μόλις επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, έδειξε ότι είχε ωφεληθεί από αυτή τη διαπαιδαγώγηση καθαρίζοντας τον οίκο του Ιεχωβά από τα συναφή με την ειδωλολατρία αντικείμενα. Εντούτοις, ο γιος του, ο Αμών, έθεσε και πάλι σε εφαρμογή την εξαχρειωτική λατρεία του Βάαλ και της Ασεράχ, λατρεία η οποία συνοδευόταν από τελετουργική πορνεία. (2Χρ 33:11-13, 15, 21-23) Αυτό κατέστησε αναγκαίο για τον δίκαιο Βασιλιά Ιωσία, ο οποίος διαδέχθηκε τον Αμών στο θρόνο, να γκρεμίσει «τα οικήματα που είχαν οι ιερόδουλοι μέσα στον οίκο του Ιεχωβά, όπου οι γυναίκες ύφαιναν σκηνές ως αγιαστήρια για τον ιερό στύλο».—2Βα 23:4-7.
-
-
ΙερουββέσεθΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΥΒΒΕΣΕΘ
(Ιερουββέσεθ) [Ας Κάνει Νομική Υπεράσπιση (Ας Αντιδικήσει) το Επαίσχυντο Πράγμα].
Το όνομα του Κριτή Γεδεών το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 11:21. Προφανώς πρόκειται για μια μορφή του ονόματος «Ιεροβάαλ», ονόματος που δόθηκε στον Γεδεών από τον πατέρα του τον Ιεχωάς όταν ο Γεδεών γκρέμισε το θυσιαστήριο του Βάαλ. (Κρ 6:30-32) Μερικοί λόγιοι πιστεύουν ότι ο συγγραφέας του βιβλίου Δεύτερο Σαμουήλ αντικατέστησε το συνθετικό «βάαλ» (εβρ., μπά‛αλ) με μια εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αισχύνη» (τη λέξη μπόσεθ που αντιστοιχεί στο συνθετικό «βέσεθ»), για να μη χρησιμοποιήσει σε κύριο όνομα το όνομα του ψεύτικου θεού Βάαλ.—Βλέπε ΓΕΔΕΩΝ.
-
-
Ιερουσά(χ)Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΥΣΑ(Χ)
(Ιερουσά[χ]) [Έχει Πάρει στην Κατοχή Του].
Μητέρα του Βασιλιά Ιωθάμ, σύζυγος του Οζία και κόρη του Σαδώκ.—2Βα 15:32, 33· 2Χρ 27:1, 2.
-
-
ΙερουσαλήμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
(Ιερουσαλήμ) [Κατοχή (Θεμέλιο) Διπλής Ειρήνης].
Η πρωτεύουσα του αρχαίου έθνους του Ισραήλ από το έτος 1070 Π.Κ.Χ. και έπειτα. Μετά τη διαίρεση του έθνους σε δύο βασίλεια (997 Π.Κ.Χ.), η Ιερουσαλήμ παρέμεινε πρωτεύουσα του νότιου βασιλείου του Ιούδα. Σε όλη τη Γραφή, η Ιερουσαλήμ αναφέρεται 800 και πλέον φορές.
Όνομα. Το αρχαιότερο καταγραμμένο όνομα της πόλης είναι «Σαλήμ». (Γε 14:18) Αν και μερικοί προσπαθούν να συνδέσουν τη σημασία του ονόματος Ιερουσαλήμ με τη σημασία του ονόματος Σαλέμ, το οποίο είχε ένας δυτικοσημιτικός θεός, ο απόστολος Παύλος δείχνει ότι η αληθινή σημασία του δεύτερου συνθετικού του ονόματος είναι «Ειρήνη». (Εβρ 7:2) Η γραφή αυτού του δεύτερου συνθετικού στην εβραϊκή υποδηλώνει δυϊκό αριθμό, επομένως «Διπλή Ειρήνη». Σε ακκαδικά (ασσυροβαβυλωνιακά) κείμενα η πόλη λεγόταν Ουρουσαλίμ (ή Ουρ-σα-λι-ιμ-μου). Με βάση αυτό το γεγονός, ορισμένοι λόγιοι εξηγούν το όνομα ως «Πόλη Ειρήνης». Αλλά ο εβραϊκός τύπος, στον οποίο πρέπει λογικά να προσδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα, σημαίνει προφανώς «Κατοχή (Θεμέλιο) Διπλής Ειρήνης».
Πολλές άλλες εκφράσεις και τίτλοι χρησιμοποιήθηκαν στις Γραφές αναφορικά με αυτή την πόλη. Σε μια περίπτωση, ο ψαλμωδός χρησιμοποιεί το αρχαιότερο όνομα «Σαλήμ». (Ψλ 76:2) Άλλοι προσδιορισμοί ήταν: «πόλη του Ιεχωβά» (Ησ 60:14), «πόλη του Μεγάλου Βασιλιά» (Ψλ 48:2· παράβαλε Ματ 5:35), «Πόλη Δικαιοσύνης» και «Πιστή Πόλη» (Ησ 1:26), «Σιών» (Ησ 33:20), καθώς επίσης «άγια πόλη» (Νε 11:1· Ησ 48:2· 52:1· Ματ 4:5). Το όνομα «ελ Κουντς», που σημαίνει «η Άγια [Πόλη]», εξακολουθεί να είναι το δημώδες όνομά της στην αραβική. Το όνομα που υπάρχει στους σημερινούς χάρτες του Ισραήλ είναι Γερουσαλάιμ.
Τοποθεσία. Η Ιερουσαλήμ βρισκόταν σχετικά μακριά από τις μεγάλες διεθνείς εμπορικές οδούς, στις παρυφές μιας άγονης ερήμου (της ερήμου του Ιούδα), τα δε αποθέματά της σε νερό ήταν περιορισμένα. Εντούτοις, δύο εσωτερικές εμπορικές οδοί διασταυρώνονταν κοντά στην πόλη. Η μία είχε κατεύθυνση Β-Ν και διέτρεχε την κορυφή του οροπεδίου που αποτελούσε τη «ραχοκοκαλιά» της αρχαίας Παλαιστίνης, συνέδεε δε διάφορες πόλεις όπως τη Δωθάν, τη Συχέμ, τη Βαιθήλ, τη Βηθλεέμ, τη Χεβρών και τη Βηρ-σαβεέ. Η δεύτερη οδός είχε κατεύθυνση Α-Δ και ξεκινούσε από τη Ραββά (το σημερινό Αμμάν), διέσχιζε κοιλάδες χειμάρρων μέχρι τη λεκάνη του Ιορδάνη Ποταμού, ανέβαινε τις απότομες πλαγιές του Ιούδα και στη συνέχεια κατέβαινε ελικοειδώς μέσα από τις δυτικές πλαγιές μέχρι την ακτή της Μεσογείου και το λιμάνι της Ιόππης. Επιπρόσθετα, η Ιερουσαλήμ βρισκόταν σε κεντρικό σημείο όσον αφορά όλη την περιοχή της Υποσχεμένης Γης, και έτσι προσφερόταν για κρατικό διοικητικό κέντρο.
Η Ιερουσαλήμ, που απέχει περίπου 55 χλμ. από τη Μεσόγειο Θάλασσα και γύρω στα 25 χλμ. από το βόρειο άκρο της Νεκράς Θαλάσσης, σε ευθεία απόσταση προς τα Δ, είναι χτισμένη ανάμεσα στους λόφους της κεντρικής οροσειράς. (Παράβαλε Ψλ 125:2.) Το υψόμετρό της—περίπου 750 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας—την καθιστούσε εκείνη την εποχή μια από τις υψηλότερες πρωτεύουσες του κόσμου. Η «επιβλητικότητά» της μνημονεύεται στις Γραφές, οι δε ταξιδιώτες έπρεπε να “ανεβαίνουν” από τις παράκτιες πεδιάδες για να φτάσουν στην πόλη. (Ψλ 48:2· 122:3, 4) Το κλίμα είναι ευχάριστο, με δροσερές νύχτες, μέση ετήσια θερμοκρασία 17°C, και μέση ετήσια βροχόπτωση περίπου 63 εκ., ενώ βρέχει κυρίως από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο.
Παρά το ύψος στο οποίο βρίσκεται, η Ιερουσαλήμ δεν ξεχωρίζει από τον περιβάλλοντα χώρο. Ο ταξιδιώτης έχει πλήρη άποψη της πόλης μόνο όταν πλησιάσει αρκετά. Στα Α, το Όρος των Ελαιών υψώνεται γύρω στα 800 μ. Βόρεια από αυτό, το Όρος Σκοπός έχει ύψος περίπου 820 μ., και οι γύρω λόφοι στα Ν και στα Δ φτάνουν μέχρι και τα 835 μ. Αυτά τα υψόμετρα δίνουν μια ιδέα της τοπογραφίας σε σχέση με το Όρος του Ναού (περ. 740 μ.).
Σε καιρό πολέμου, η τοπογραφία αυτής της περιοχής θα φαινόταν ότι αποτελούσε σοβαρό μειονέκτημα. Οποιοδήποτε μειονέκτημα, όμως, αντισταθμιζόταν από το ότι η πόλη περιβαλλόταν σε τρεις πλευρές από απότομες κοιλάδες: την κοιλάδα του χειμάρρου Κιδρόν στα ανατολικά και την Κοιλάδα του Εννόμ στα νότια και στα δυτικά. Μια κεντρική κοιλάδα, προφανώς αυτή που ο Ιώσηπος ονομάζει Κοιλάδα των Τυροποιών, χώριζε την περιοχή της πόλης σε ανατολικούς και δυτικούς λόφους ή υψώματα. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ε΄, 136, 140 [iv, 1]) Με την πάροδο των αιώνων αυτή η κεντρική κοιλάδα έχει επιχωματωθεί αρκετά, αλλά για να διασχίσει ο επισκέπτης την πόλη, πρέπει ακόμη και σήμερα να κατεβεί μια αρκετά απότομη κατωφέρεια και, αφού φτάσει σε ένα κεντρικό κοίλωμα, να ανεβεί στην άλλη πλευρά. Σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, εκτός από την κεντρική κοιλάδα που είχε κατεύθυνση Β-Ν, άλλες δύο μικρότερες κοιλάδες, ή αλλιώς βυθίσματα, με κατεύθυνση Α-Δ έτεμναν περαιτέρω τους λόφους—η μία κοιλάδα διέσχιζε τον ανατολικό λόφο και η άλλη τον δυτικό.
Σε όλες τις περιόδους, το αμυντικό σύστημα των τειχών της πόλης φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκε τα απότομα τοιχώματα των κοιλάδων. Η μόνη πλευρά της πόλης που δεν διέθετε φυσική άμυνα ήταν η βόρεια, και εδώ τα τείχη ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένα. Όταν ο στρατηγός Τίτος επιτέθηκε στην πόλη το 70 Κ.Χ., σύμφωνα με τον Ιώσηπο, βρήκε μπροστά του τρία διαδοχικά τείχη σε εκείνη την πλευρά.
Ύδρευση. Σε περιόδους πολιορκίας οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ υπέφεραν από σοβαρές ελλείψεις τροφίμων, αλλά από ό,τι φαίνεται δεν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερο πρόβλημα με το νερό. Και αυτό επειδή, παρά το ότι βρίσκεται κοντά στην άνυδρη έρημο της Ιουδαίας, η πόλη συνδεόταν με μια μόνιμη παροχή τρεχούμενου νερού και υπήρχαν αρκετοί υδροταμιευτήρες εντός των τειχών της.
Κοντά στην πόλη υπήρχαν δύο πηγές: η Εν-ρογήλ και η Γιών. Η πρώτη βρισκόταν λίγο νοτιότερα από τη συμβολή της Κοιλάδας Κιδρόν με την Κοιλάδα του Εννόμ. Μολονότι αποτελούσε πολύτιμη πηγή νερού, σε περιόδους επίθεσης ή πολιορκίας δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση σε αυτήν. Η πηγή Γιών βρισκόταν στη δυτική πλευρά της Κοιλάδας Κιδρόν, δίπλα στο τμήμα που ονομάστηκε Πόλη του Δαβίδ. Μολονότι ήταν έξω από τα τείχη της πόλης, βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε κατέστη δυνατό να ανοιχτεί μια σήραγγα συνδεόμενη με ένα φρεάτιο, και έτσι οι κάτοικοι μπορούσαν να αντλούν νερό χωρίς να βγαίνουν έξω από τα προστατευτικά τείχη. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία, αυτό έλαβε χώρα σε πρώιμη περίοδο της ιστορίας της πόλης. Το 1961 και το 1962, οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα σημαντικό πρώιμο τείχος, το οποίο βρισκόταν πιο χαμηλά από την άνω άκρη ή είσοδο της σήραγγας, περικλείοντάς την. Πιστεύεται ότι ήταν το τείχος της αρχαίας πόλης των Ιεβουσαίων.
Με την πάροδο των ετών ανοίχτηκαν επιπρόσθετες σήραγγες και κανάλια για να διοχετευτούν τα νερά της Γιών. Ένα κανάλι ξεκινούσε από το στόμιο του σπηλαίου της πηγής Γιών, συνέχιζε μέσα στην κοιλάδα, περιέτρεχε την άκρη του νοτιοανατολικού λόφου και κατέληγε σε μια δεξαμενή στη συμβολή της Κοιλάδας του Εννόμ με την κεντρική κοιλάδα ή Κοιλάδα των Τυροποιών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, το κανάλι αυτό έμοιαζε με χαντάκι, ήταν σκεπασμένο με επίπεδες πέτρες και σε ορισμένα σημεία περνούσε μέσα από την πλαγιά του λόφου. Τα ανοίγματα που υπήρχαν κατά διαστήματα επέτρεπαν την άντληση νερού για την άρδευση των αναβαθμίδων χαμηλά στην κοιλάδα. Η κλίση του καναλιού—περίπου 4 ή 5 χιλιοστόμετρα ανά μέτρο—είχε ως αποτέλεσμα μια αργή, ήρεμη ροή, κάτι που θυμίζει «τα νερά του Σιλωά που κυλούν ήρεμα». (Ησ 8:6) Λέγεται ότι αυτό το κανάλι, απροστάτευτο καθώς ήταν και ευάλωτο, κατασκευάστηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Σολομώντα, όταν επικρατούσε ειρήνη και ασφάλεια.
Τα σπίτια και τα κτίρια της Ιερουσαλήμ διέθεταν προφανώς υπόγειες στέρνες, οι οποίες συμπλήρωναν την προμήθεια νερού από τις πηγές. Εκεί διατηρούσαν καθαρό και δροσερό το νερό της βροχής που συνέλεγαν από τις στέγες. Στην περιοχή του ναού φαίνεται πως υπήρχαν ιδιαίτερα μεγάλες στέρνες, και μάλιστα οι αρχαιολόγοι ισχυρίζονται ότι έχουν εντοπίσει εκεί 37 στέρνες με συνολική χωρητικότητα περίπου 38.000 kl, ενώ μία και μόνο από αυτές υπολογίζεται ότι μπορούσε να χωρέσει 7.600 kl.
Ανά τους αιώνες χτίστηκαν αρκετοί υδραγωγοί για την ύδρευση της Ιερουσαλήμ. Η παράδοση αποδίδει στον Σολομώντα την κατασκευή ενός αγωγού από τις «Δεξαμενές του Σολομώντα» (τρεις υδροταμιευτήρες ΝΔ της Βηθλεέμ) ως τον περίβολο του ναού στην Ιερουσαλήμ. Στο εδάφιο Εκκλησιαστής 2:6, ο Σολομών λέει: «Έφτιαξα δεξαμενές νερού για τον εαυτό μου, για να ποτίζω από αυτές το δάσος». Ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα όσο η κατασκευή των δεξαμενών θα μπορούσε κάλλιστα να περιλαμβάνει και την κατασκευή ενός αγωγού για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών υδροδότησης της Ιερουσαλήμ μετά την έναρξη των υπηρεσιών στο ναό. Ωστόσο, εκτός από την παράδοση, δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες ότι ο Σολομών έφτιαξε κάποιον αγωγό από τις Δεξαμενές του Σολομώντα ως την Ιερουσαλήμ. Ίχνη πολλών υδραγωγών υπάρχουν ακόμη. Ένας αγωγός που κατασκευάστηκε για να μεταφέρει νερό από τις πηγές του Ουάντι ελ-Αρούμπ, 20 χλμ. ΝΝΔ της Ιερουσαλήμ, στις Δεξαμενές του Σολομώντα ίσως είναι αυτός τον οποίο αναφέρει ο Ιώσηπος, ο οποίος λέει ότι κατασκευάστηκε από τον Πόντιο Πιλάτο με χρήματα από το θησαυροφυλάκιο του ναού. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 60 [iii, 2]· Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 175 [ix, 4]) Από τους δύο υδραγωγούς που οδηγούν από τις Δεξαμενές του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, ο χαμηλότερος είναι ο αρχαιότερος και μπορεί να ανάγεται στην εποχή του Ηρώδη ή των Ασμοναίων. Αυτός ο υδραγωγός διερχόταν κάτω από το χωριό της Βηθλεέμ και έφτανε ως το Όρος του Ναού περνώντας πάνω από την «Αψίδα του Γουίλσον».
Αρχαιολογικές Έρευνες. Μολονότι έχουν γίνει πολλές έρευνες και ανασκαφές, λίγα αδιαμφισβήτητα στοιχεία έχουν προκύψει για την πόλη των Βιβλικών χρόνων. Διάφοροι παράγοντες έχουν περιορίσει την έρευνα ή έχουν ελαττώσει την αξία της. Στους αιώνες της Κοινής Χρονολογίας η Ιερουσαλήμ υπήρξε σχεδόν πάντα οικιστική περιοχή, πράγμα που έχει μειώσει δραστικά την έκταση που προσφέρεται για ανασκαφές. Επιπρόσθετα, η πόλη καταστράφηκε αρκετές φορές και οι νέες πόλεις χτίστηκαν πάνω στα ερείπια, σε πολλές δε περιπτώσεις κατασκευάστηκαν εν μέρει από τα υλικά αυτών των ερειπίων. Τα συσσωρευμένα άχρηστα υλικά—που σε ορισμένα σημεία φτάνουν περίπου τα 30 μ. βάθος—έχουν αλλοιώσει τα αρχικά χαρακτηριστικά της περιοχής και έχουν καταστήσει παρακινδυνευμένη την ερμηνεία των ευρημάτων από τις ανασκαφές. Έχουν έρθει στο φως μερικά τμήματα των τειχών, δεξαμενές, σήραγγες νερού και αρχαία μνήματα, αλλά πολύ λίγα γραπτά στοιχεία. Οι σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις προέρχονται από το νοτιοανατολικό λόφο, ο οποίος βρίσκεται τώρα έξω από τα τείχη της πόλης.
Συνεπώς, οι κυριότερες πηγές πληροφοριών για την αρχαία πόλη παραμένουν η Αγία Γραφή και η περιγραφή της πόλης του πρώτου αιώνα από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο.
Η Παλαιότερη Ιστορία Της. Η πρώτη ιστορική μνεία της πόλης ανάγεται στη δεκαετία 1943-1933 Π.Κ.Χ., όταν ο Αβραάμ συνάντησε τον Μελχισεδέκ. Ο Μελχισεδέκ ήταν «βασιλιάς της Σαλήμ» και «ιερέας του Υψίστου Θεού». (Γε 14:17-20) Ωστόσο, η απαρχή της πόλης και η προέλευση του πληθυσμού της είναι τόσο ομιχλώδεις όσο και η προέλευση του βασιλιά-ιερέα της, του Μελχισεδέκ.—Παράβαλε Εβρ 7:1-3.
Άλλο ένα περιστατικό στη ζωή του Αβραάμ φαίνεται ότι συνέβη στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Ο Αβραάμ έλαβε την εντολή να προσφέρει το γιο του τον Ισαάκ «σε ένα από τα βουνά» στη «γη Μοριά». Ο ναός που έχτισε ο Σολομών ανεγέρθηκε στο «Όρος Μοριά», εκεί όπου υπήρχε άλλοτε ένα αλώνι. (Γε 22:2· 2Χρ 3:1) Επομένως, η Αγία Γραφή φαίνεται να συνδέει τον τόπο όπου ο Αβραάμ αποπειράθηκε να προσφέρει τη θυσία του με την ορεινή περιοχή γύρω από την Ιερουσαλήμ. (Βλέπε ΜΟΡΙΑ.) Δεν αναφέρεται αν ο Μελχισεδέκ ήταν ακόμη ζωντανός, αλλά πιθανότατα η Σαλήμ παρέμεινε φιλικό έδαφος για τον Αβραάμ.
Οι Πινακίδες της Αμάρνα, απευθυνόμενες από Χαναναίους ηγεμόνες προς τον Αιγύπτιο επικυρίαρχό τους, περιλαμβάνουν εφτά επιστολές από το βασιλιά ή κυβερνήτη της Ιερουσαλήμ (Ουρουσαλίμ). Αυτές οι επιστολές γράφτηκαν πριν από την κατάκτηση της Χαναάν από τους Ισραηλίτες. Επομένως, η Ιερουσαλήμ, στα περίπου 465 χρόνια που μεσολάβησαν από τη συνάντηση του Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ μέχρι την ισραηλιτική κατάκτηση, είχε καταληφθεί από ειδωλολάτρες Χαμίτες Χαναναίους και βρισκόταν υπό την κυριαρχία της χαμιτικής Αιγυπτιακής Αυτοκρατορίας.
Η αφήγηση της σαρωτικής κατάκτησης της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή συγκαταλέγει τον Αδωνισεδέκ, το βασιλιά της Ιερουσαλήμ, ανάμεσα στους συνασπισμένους βασιλιάδες που επιτέθηκαν στη Γαβαών. Το όνομά του (που σημαίνει «Ο Κύριός (μου) Είναι Δικαιοσύνη») παραλληλίζεται σαφώς με αυτό του παλιότερου βασιλιά της Ιερουσαλήμ, του Μελχισεδέκ («Βασιλιάς Δικαιοσύνης»), αλλά ο Αδωνισεδέκ δεν λάτρευε τον Ύψιστο Θεό, τον Ιεχωβά.—Ιη 10:1-5, 23, 26· 12:7, 8, 10.
Όταν παραχωρήθηκαν στις φυλές οι εδαφικές κληρονομιές, η Ιερουσαλήμ βρέθηκε στο όριο μεταξύ του Ιούδα και του Βενιαμίν, το ακριβές σύνορο των οποίων διέτρεχε την Κοιλάδα του Εννόμ. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον το τμήμα που αποτέλεσε μεταγενέστερα την «Πόλη του Δαβίδ», στη ράχη μεταξύ της Κοιλάδας Κιδρόν και της Κοιλάδας των Τυροποιών, βρισκόταν μέσα στα εδάφη του Βενιαμίν. Φαίνεται, όμως, ότι η χαναανιτική πόλη είχε επιπλέον οικισμούς, ή «προάστια», και μέρος της κατοικημένης περιοχής μπορεί να εισχωρούσε στα εδάφη του Ιούδα, Δ και Ν της Κοιλάδας του Εννόμ. Στο εδάφιο Κριτές 1:8 η αρχική κατάληψη της Ιερουσαλήμ αποδίδεται στον Ιούδα, αλλά όταν οι δυνάμεις εισβολής απομακρύνθηκαν, οι Ιεβουσαίοι κάτοικοι προφανώς παρέμειναν (ή επέστρεψαν) αρκετά δυνατοί ώστε να σχηματίσουν έναν μεταγενέστερο θύλακα αντίστασης που ούτε ο Ιούδας ούτε ο Βενιαμίν μπόρεσε να εκριζώσει. Επομένως, τόσο σε σχέση με τον Ιούδα όσο και σε σχέση με τον Βενιαμίν λέγεται ότι “οι Ιεβουσαίοι συνέχισαν να κατοικούν με αυτούς στην Ιερουσαλήμ”. (Ιη 15:63· Κρ 1:21) Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε επί τέσσερις περίπου αιώνες, η δε πόλη αναφερόταν μερικές φορές ως «Ιεβούς», «πόλη αλλοεθνών».—Κρ 19:10-12· 1Χρ 11:4, 5.
Στην Εποχή του Ενωμένου Βασιλείου. Η έδρα του Βασιλιά Σαούλ ήταν η Γαβαά στην περιοχή του Βενιαμίν. Η πρωτεύουσα του Βασιλιά Δαβίδ ήταν αρχικά η Χεβρών του Ιούδα, περίπου 30 χλμ. ΝΝΔ της Ιερουσαλήμ. Αφού ο Δαβίδ κυβέρνησε εκεί συνολικά εφτάμισι χρόνια (2Σα 5:5), αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Ιερουσαλήμ. Αυτό έγινε υπό θεϊκή κατεύθυνση (2Χρ 6:4-6), δεδομένου ότι αιώνες νωρίτερα ο Ιεχωβά είχε αναφερθεί στον “τόπο που θα εξέλεγε για να θέσει το όνομά του”.—Δευ 12:5· 26:2· παράβαλε 2Χρ 7:12.
Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή η πόλη των Ιεβουσαίων βρισκόταν στη νότια άκρη του ανατολικού υψώματος. Οι Ιεβουσαίοι είχαν την πεποίθηση ότι η οχυρωμένη πόλη τους ήταν απόρθητη, καθώς τα απότομα τοιχώματα των κοιλάδων πρόσφεραν φυσική άμυνα από τις τρεις πλευρές ενώ, πιθανότατα, υπήρχαν ειδικά οχυρώματα στο βορρά. Η πόλη ήταν γνωστή ως το «δυσπρόσιτο μέρος» (1Χρ 11:7), και οι Ιεβουσαίοι περιέπαιζαν τον Δαβίδ λέγοντας ότι ακόμη και “οι τυφλοί και οι κουτσοί της πόλης” μπορούσαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις του. Ο Δαβίδ, όμως, κατέλαβε την πόλη, και στην επίθεσή του πρωτοστάτησε ο Ιωάβ, ο οποίος προφανώς εισχώρησε στην πόλη μέσω «της σήραγγας του νερού». (2Σα 5:6-9· 1Χρ 11:4-8) Οι μελετητές δεν είναι απολύτως βέβαιοι για τη σημασία της εβραϊκής λέξης που μεταφράζεται εδώ “σήραγγα του νερού”, αλλά γενικά αποδέχονται αυτόν τον όρο ή άλλους παρόμοιους ως την πιθανότερη σημασία της. Η σύντομη αφήγηση δεν αναφέρει πώς ακριβώς διαρρήχθηκε η άμυνα της πόλης. Αφότου ανακαλύφτηκε η σήραγγα και το φρεάτιο που οδηγεί στην πηγή Γιών, η επικρατούσα άποψη είναι ότι ο Ιωάβ, επικεφαλής ορισμένων αντρών, ανέβηκε από αυτό το κάθετο φρεάτιο, πέρασε από την επικλινή σήραγγα και βρέθηκε μέσα στην πόλη διενεργώντας αιφνιδιαστική επίθεση. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 951) Είτε έτσι είτε αλλιώς, η πόλη καταλήφθηκε και ο Δαβίδ μετέφερε εκεί την πρωτεύουσά του (1070 Π.Κ.Χ.). Το οχυρό των Ιεβουσαίων ονομάστηκε τότε «Πόλη του Δαβίδ» και «Σιών».—2Σα 5:7.
Ο Δαβίδ άρχισε ένα οικοδομικό πρόγραμμα εντός της περιοχής, στο οποίο προφανώς περιλαμβανόταν και η βελτίωση του αμυντικού συστήματος της πόλης. (2Σα 5:9-11· 1Χρ 11:8) «Το Ύψωμα» (εβρ., χαμΜιλλώ’) που αναφέρεται εδώ (2Σα 5:9) και σε μεταγενέστερες αφηγήσεις (1Βα 9:15, 24· 11:27) ήταν κάποιο γεωγραφικό γνώρισμα ή χαρακτηριστικό οικοδόμημα της πόλης, πολύ γνωστό τότε αλλά απροσδιόριστο σήμερα. Όταν αργότερα ο Δαβίδ μετέφερε την ιερή «κιβωτό του Ιεχωβά» από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην Ιερουσαλήμ, η πόλη καταστάθηκε το θρησκευτικό, καθώς επίσης το διοικητικό, κέντρο του έθνους.—2Σα 6:11, 12, 17· βλέπε ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ· ΤΑΦΗ, ΤΑΦΟΣ· ΥΨΩΜΑ.
Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για επίθεση εχθρικών δυνάμεων στην Ιερουσαλήμ κατά τη βασιλεία του Δαβίδ, δεδομένου ότι αυτός μετέφερε το πεδίο της μάχης στις περιοχές των εχθρών του. (Παράβαλε 2Σα 5:17-25· 8:1-14· 11:1.) Σε μία περίπτωση, όμως, ο Δαβίδ θεώρησε κατάλληλο να εγκαταλείψει την πόλη ενόψει της προέλασης στασιαστικών δυνάμεων, επικεφαλής των οποίων ήταν ο ίδιος του ο γιος, ο Αβεσσαλώμ. Ο βασιλιάς μπορεί να υποχώρησε για να μη γίνει εμφύλιος πόλεμος και χυθεί αίμα σε αυτόν τον τόπο όπου είχε τεθεί το όνομα του Ιεχωβά. (2Σα 15:13-17) Όποιος και αν ήταν ο λόγος της υποχώρησης, αυτή οδήγησε στην εκπλήρωση της θεόπνευστης προφητείας του Νάθαν. (2Σα 12:11· 16:15-23) Ο Δαβίδ δεν επέτρεψε να φύγει και η κιβωτός της διαθήκης μαζί του, αλλά διέταξε τους πιστούς ιερείς να την επιστρέψουν στην πόλη, στην τοποθεσία που είχε εκλέξει ο Θεός. (2Σα 15:23-29) Η περιγραφή του αρχικού μέρους της φυγής του Δαβίδ στο Δεύτερο Σαμουήλ, κεφάλαιο 15, δίνει μια καλή εικόνα των γεωγραφικών χαρακτηριστικών της περιοχής στα Α της πόλης.
Προς το τέλος της διακυβέρνησής του, ο Δαβίδ άρχισε να προετοιμάζει οικοδομικά υλικά για το ναό. (1Χρ 22:1, 2· παράβαλε 1Βα 6:7.) Οι πέτρες που είχαν ήδη πελεκηθεί μπορεί να προέρχονταν από κάποιο λατομείο της περιοχής, διότι το βραχώδες υπόστρωμα της Ιερουσαλήμ κόβεται και σμιλεύεται εύκολα στο επιθυμητό μέγεθος και σχήμα, αλλά όταν εκτίθεται στον αέρα, σκληραίνει σχηματίζοντας ανθεκτικούς και ελκυστικούς δομικούς λίθους. Κοντά στη σημερινή Πύλη της Δαμασκού υπάρχουν ίχνη ενός αρχαίου λατομείου, από το οποίο έχουν εξαχθεί τεράστιες ποσότητες λίθων στην πάροδο του χρόνου.
Άλλη μια άποψη της τοπογραφίας των περιχώρων της Ιερουσαλήμ, αυτή τη φορά προς τα Α και τα Ν, δίνεται στην αφήγηση για τη χρίση του Σολομώντα κατ’ εντολήν του ηλικιωμένου Βασιλιά Δαβίδ. Ένας άλλος γιος, ο Αδωνίας, βρισκόταν στην πηγή Εν-ρογήλ, σχεδιάζοντας με δόλο να αρπάξει τη βασιλεία, τη στιγμή που ο Σολομών χριόταν στην πηγή Γιών. Η απόσταση ανάμεσα στα δύο σημεία ήταν τόσο μικρή (περ. 700 μ.) ώστε ο Αδωνίας και οι άλλοι συνωμότες άκουσαν το θόρυβο από το κέρας και τους εορτασμούς στη Γιών.—1Βα 1:5-9, 32-41.
Κατά τη βασιλεία του Σολομώντα έλαβαν χώρα σημαντικές εργασίες οικοδόμησης (ίσως και ανοικοδόμησης) μέσα στην πόλη, τα δε όριά της επεκτάθηκαν. (1Βα 3:1· 9:15-19, 24· 11:27· παράβαλε Εκ 2:3-6, 9.) Ο ναός, το εξοχότερο οικοδομικό έργο του Σολομώντα, μαζί με τις αυλές του χτίστηκε στο Όρος Μοριά, στην ανατολική ράχη, αλλά Β “της Πόλης του Δαβίδ”, κατά τα φαινόμενα στο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα ο Τρούλος του Βράχου. (2Χρ 3:1· 1Βα 6:37, 38· 7:12) Άλλα μεγάλα κτίρια εκεί κοντά ήταν η κατοικία ή το ανάκτορο του ίδιου του Σολομώντα, το κέδρινο Οίκημα του Δάσους του Λιβάνου, τα Προπύλαια των Στύλων και τα Προπύλαια του Θρόνου όπου εκδικάζονταν υποθέσεις. (1Βα 7:1-8) Αυτό το κτιριακό συγκρότημα βρισκόταν προφανώς Ν του ναού, στην ομαλή πλαγιά που κατηφόριζε προς την «Πόλη του Δαβίδ».—ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 752· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 748.
Διαιρεμένο Βασίλειο (997-607 Π.Κ.Χ.). Η ανταρσία του Ιεροβοάμ διαίρεσε το έθνος σε δύο βασίλεια, και η Ιερουσαλήμ ήταν πλέον η πρωτεύουσα μόνο δύο φυλών, του Βενιαμίν και του Ιούδα, υπό το γιο του Σολομώντα τον Ροβοάμ. Επίσης, Λευίτες και ιερείς μετακόμισαν στην πόλη όπου είχε τεθεί το όνομα του Ιεχωβά, ενισχύοντας τη βασιλεία του Ροβοάμ. (2Χρ 11:1-17) Η Ιερουσαλήμ δεν βρισκόταν πια στο κέντρο του βασιλείου από γεωγραφική άποψη, καθώς απείχε μόνο λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με το εχθρικό βόρειο δεκάφυλο βασίλειο. Μέσα σε πέντε χρόνια από το θάνατο του Σολομώντα, η πόλη υπέστη την πρώτη από πολλές εισβολές. Ο Βασιλιάς Σισάκ της Αιγύπτου επιτέθηκε στο βασίλειο του Ιούδα, αναμφίβολα θεωρώντας το ευάλωτο λόγω της συρρίκνωσής του. Εξαιτίας της απιστίας του έθνους, κατάφερε να μπει στην Ιερουσαλήμ και να αρπάξει τους θησαυρούς του ναού και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Μόνο χάρη στην εκδήλωση μετάνοιας χορηγήθηκε σε κάποιον βαθμό θεϊκή προστασία και αποτράπηκε η καταστροφή της πόλης.—1Βα 14:25, 26· 2Χρ 12:2-12.
Στη διάρκεια της βασιλείας του πιστού Βασιλιά Ασά, ο Βασιλιάς Βαασά του βόρειου βασιλείου προσπάθησε ανεπιτυχώς να ενισχύσει τα οχυρώματά του στα βόρεια σύνορα του Ιούδα ώστε να αποκλείσει τις διόδους προς αυτόν και να εμποδίσει την επικοινωνία με την Ιερουσαλήμ (πιθανώς δε και εκδηλώσεις οσιότητας προς το βασίλειο του Ιούδα από οποιουσδήποτε υπηκόους του). (1Βα 15:17-22) Η συνέχιση της αγνής λατρείας υπό τη διακυβέρνηση του Ιωσαφάτ, γιου του Ασά, έφερε θεϊκή προστασία και μεγάλα οφέλη στην πόλη, όπως βελτιωμένες διευθετήσεις για το χειρισμό των δικαστικών υποθέσεων.—2Χρ 19:8-11· 20:1, 22, 23, 27-30.
Σε όλη την υπόλοιπη ιστορία της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του βασιλείου του Ιούδα, επαναλαμβανόταν αυτό το μοτίβο. Η αληθινή λατρεία έφερνε την ευλογία και την προστασία του Ιεχωβά, ενώ η αποστασία οδηγούσε σε μεγάλα προβλήματα και έκανε την πόλη ευάλωτη σε επιθέσεις. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωράμ (913–περ. 907 Π.Κ.Χ.), του άπιστου γιου του Ιωσαφάτ, η πόλη υπέστη δεύτερη φορά εισβολή και λεηλασία από μια συμμαχία Αράβων-Φιλισταίων, παρά τα ισχυρά αμυντικά τείχη. (2Χρ 21:12-17) Τον επόμενο αιώνα, λόγω της παρέκκλισης του Βασιλιά Ιωάς από τη δίκαιη πορεία, οι συριακές δυνάμεις «άρχισαν να εισβάλλουν στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ», τα δε συμφραζόμενα αφήνουν να εννοηθεί ότι κατάφεραν να μπουν στην πόλη. (2Χρ 24:20-25) Στη διάρκεια της αποστασίας του Αμαζία, το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ εισέβαλε στον Ιούδα και κατεδάφισε περίπου 178 μ. από το ζωτικό βόρειο τείχος ανάμεσα στη Γωνιακή Πύλη (στη βορειοδυτική γωνία) και στην Πύλη του Εφραΐμ (Α της Γωνιακής Πύλης). (2Χρ 25:22-24) Είναι πιθανό ότι, πριν από αυτό, η πόλη είχε επεκταθεί φτάνοντας μέχρι και στη δυτική ράχη απέναντι από την κεντρική κοιλάδα.
Ο Βασιλιάς Οζίας (829-778 Π.Κ.Χ.) έκανε σημαντικές προσθήκες στο αμυντικό σύστημα της πόλης, οχυρώνοντας τη (βορειοδυτική) Γωνιακή Πύλη και την Πύλη της Κοιλάδας (στη νοτιοδυτική γωνία) με πύργους, καθώς επίσης ανεγείροντας έναν πύργο «στο Αντιστήριγμα» («στη Γωνία», RS, JB· «στη Στροφή», JP), προφανώς κάποιο τμήμα του ανατολικού τείχους, όχι μακριά από τα βασιλικά κτίρια είτε του Δαβίδ είτε του Σολομώντα. (2Χρ 26:9· Νε 3:24, 25) Επίσης, ο Οζίας εξόπλισε τους πύργους και τις γωνίες με «πολεμικές μηχανές», ίσως μηχανικούς καταπέλτες που εκτόξευαν βέλη και μεγάλες πέτρες. (2Χρ 26:14, 15) Ο γιος του ο Ιωθάμ συνέχισε το οικοδομικό πρόγραμμα.—2Χρ 27:3, 4.
Ο πιστός Βασιλιάς Εζεκίας, που κυβέρνησε μετά τον πατέρα του, τον αποστάτη Άχαζ, έκανε εργασίες καθαρισμού και επισκευές στην περιοχή του ναού και διοργάνωσε έναν μεγάλο εορτασμό του Πάσχα που προσέλκυσε στην Ιερουσαλήμ λάτρεις από όλη τη χώρα, ακόμη και από το βόρειο βασίλειο. (2Χρ 29:1-5, 18, 19· 30:1, 10-26) Εντούτοις, την ώθηση αυτή προς την αληθινή λατρεία διαδέχθηκε σύντομα μια επίθεση από ειδωλολατρικά στοιχεία, από ανθρώπους που ενέπαιξαν τον αληθινό Θεό του οποίου το όνομα είχε τεθεί στην Ιερουσαλήμ. Το 732 Π.Κ.Χ., οχτώ χρόνια μετά την κατάληψη του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ από την Ασσυρία, ο Ασσύριος Βασιλιάς Σενναχειρείμ σάρωσε την Παλαιστίνη και απέσπασε μερικά στρατεύματα για να απειλήσει την Ιερουσαλήμ. (2Χρ 32:1, 9) Ο Εζεκίας είχε προετοιμάσει την πόλη για πολιορκία. Έφραξε τις πηγές νερού έξω από την πόλη ώστε να τις κρύψει και να προκαλέσει δυσκολίες στον εχθρό, καθώς επίσης ενίσχυσε τα τείχη και τα οχύρωσε. (2Χρ 32:2-5, 27-30) Φαίνεται ότι “ο αγωγός” για την παροχή νερού στην πόλη από την πηγή Γιών υπήρχε ήδη εκείνη την εποχή—ίσως είχε κατασκευαστεί σε καιρό ειρήνης. (2Βα 20:20· 2Χρ 32:30) Αν, όπως πιστεύεται, ήταν ο αγωγός που περιλαμβάνει τη σήραγγα η οποία είχε λαξευτεί μέσα από την πλαγιά της Κοιλάδας Κιδρόν και κατέληγε στη Δεξαμενή του Σιλωάμ στην Κοιλάδα των Τυροποιών, τότε δεν επρόκειτο για μικρό έργο που θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μέσα σε λίγες ημέρες. (Βλέπε ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ [Παλαιστίνη και Συρία]· ΓΙΩΝ Αρ. 2.) Ούτως ή άλλως, η ισχύς της πόλης δεν ήταν τα αμυντικά της συστήματα και τα αποθέματά της, αλλά η προστατευτική δύναμη του Ιεχωβά Θεού, ο οποίος είπε: «Και θα υπερασπίσω οπωσδήποτε αυτή την πόλη ώστε να τη σώσω για χάρη δική μου και για χάρη του Δαβίδ του υπηρέτη μου». (2Βα 19:32-34) Η θαυματουργική εξολόθρευση 185.000 Ασσύριων στρατιωτών ανάγκασε τον Σενναχειρείμ να γυρίσει εσπευσμένα στην Ασσυρία. (2Βα 19:35, 36) Στα ασσυριακά χρονικά, τα οποία εξιστορούν την εκστρατεία, αναφέρεται κομπαστικά ότι ο Σενναχειρείμ έκλεισε τον Εζεκία στην Ιερουσαλήμ όπως ένα “πουλί μέσα στο κλουβί”, αλλά πουθενά δεν λέγεται ότι καταλήφθηκε η πόλη.—Βλέπε ΣΕΝΝΑΧΕΙΡΕΙΜ.
Στα χρόνια της βασιλείας του Μανασσή (716-662 Π.Κ.Χ.) οικοδομήθηκε περαιτέρω το τείχος κατά μήκος της Κοιλάδας Κιδρόν. Επίσης, το έθνος απομακρύνθηκε περισσότερο από την αληθινή λατρεία. (2Χρ 33:1-9, 14) Ο εγγονός του ο Ιωσίας αντέστρεψε προσωρινά αυτή την παρακμή, και στη διάρκεια της διακυβέρνησής του η Κοιλάδα του Εννόμ, όπου διεξάγονταν απαίσιες τελετές από ειδωλολάτρες, καταστάθηκε “ακατάλληλη για λατρεία”—πιθανώς βεβηλώθηκε με το να μετατραπεί σε σκουπιδότοπο της πόλης. (2Βα 23:10· 2Χρ 33:6) “Η Πύλη των Σωρών της Στάχτης” οδηγούσε προφανώς σε αυτή την κοιλάδα. (Νε 3:13, 14· βλέπε ΓΕΕΝΝΑ· ΕΝΝΟΜ, ΚΟΙΛΑΔΑ.) Στην εποχή του Ιωσία μνημονεύεται για πρώτη φορά το «δεύτερο τμήμα» της πόλης (η «νέα πόλη», JB). (2Βα 22:14· 2Χρ 34:22) Είναι γενικά παραδεκτό ότι αυτό το «δεύτερο τμήμα» ήταν ο τομέας της πόλης στα Δ ή στα ΒΔ της περιοχής του ναού.—Σοφ 1:10.
Μετά το θάνατο του Ιωσία, η κατάσταση της Ιερουσαλήμ εκτραχύνθηκε ταχύτατα, καθώς τέσσερις άπιστοι βασιλιάδες διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον. Στο όγδοο έτος του Βασιλιά Ιωακείμ, ο Ιούδας έγινε υποτελής στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας της ανταρσίας του Ιωακείμ τρία χρόνια αργότερα, οι Βαβυλώνιοι πολιόρκησαν επιτυχώς την Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα να λαφυραγωγηθούν οι θησαυροί της πόλης και να εκτοπιστεί ο τότε βασιλιάς, ο Ιωαχίν, καθώς και άλλοι πολίτες. (2Βα 24:1-16· 2Χρ 36:5-10) Ο Βασιλιάς Σεδεκίας, τον οποίο διόρισαν οι Βαβυλώνιοι, προσπάθησε να αποτινάξει το βαβυλωνιακό ζυγό, και στο ένατο έτος του (609 Π.Κ.Χ.) η Ιερουσαλήμ πολιορκήθηκε και πάλι. (2Βα 24:17-20· 25:1· 2Χρ 36:11-14) Μια αιγυπτιακή στρατιωτική δύναμη που στάλθηκε για να ανακουφίσει την Ιερουσαλήμ κατάφερε να απομακρύνει τους πολιορκητές μόνο προσωρινά. (Ιερ 37:5-10) Όπως είχε προφητεύσει ο Ιεχωβά μέσω του Ιερεμία, οι Βαβυλώνιοι επέστρεψαν και επανέλαβαν την πολιορκία. (Ιερ 34:1, 21, 22· 52:5-11) Ο Ιερεμίας πέρασε το τελευταίο μέρος της πολιορκίας φυλακισμένος «στην Αυλή της Φρουράς» (Ιερ 32:2· 38:28), η οποία συνδεόταν με «την Κατοικία του Βασιλιά». (Νε 3:25) Τελικά, στο 11ο έτος του Σεδεκία, 18 μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας η οποία επέφερε λιμοκτονία, αρρώστιες και θάνατο, ανοίχτηκε ρήγμα στα τείχη της Ιερουσαλήμ, και η πόλη καταλήφθηκε.—2Βα 25:2-4· Ιερ 39:1-3.
Ερήμωση και Αποκατάσταση. Το ρήγμα στα τείχη της πόλης ανοίχτηκε στις 9 του μήνα Ταμμούζ, το 607 Π.Κ.Χ. Έναν μήνα αργότερα, στις 10 του μήνα Αβ, ο εκπρόσωπος του Ναβουχοδονόσορα, ο Νεβουζαραδάν, μπήκε στην κατακτημένη πόλη και άρχισε το έργο της κατεδάφισης, καίγοντας το ναό και άλλα κτίρια και γκρεμίζοντας τα τείχη της πόλης. Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ και οι περισσότεροι κάτοικοί της εξορίστηκαν στη Βαβυλώνα και οι θησαυροί της πάρθηκαν ως λάφυρα.—2Βα 25:7-17· 2Χρ 36:17-20· Ιερ 52:12-20· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 326.
Η δήλωση του αρχαιολόγου Κοντέρ ότι «η ιστορία της κατεστραμμένης πόλης παραμένει άγραφη σελίδα μέχρι τον Κύρο» δεν ισχύει μόνο για την Ιερουσαλήμ αλλά και για ολόκληρη την επικράτεια του βασιλείου του Ιούδα. Ανόμοια με τους Ασσυρίους, ο Βαβυλώνιος βασιλιάς δεν μετέφερε άλλους λαούς στην κατακτημένη περιοχή για να αντικαταστήσει τους προηγούμενους κατοίκους. Άρχισε μια περίοδος 70 ετών ερήμωσης, ακριβώς όπως είχε προφητευτεί.—Ιερ 25:11· 2Χρ 36:21.
«Στο πρώτο έτος» (προφανώς ως ηγεμόνα της Βαβυλώνας) του Κύρου του Πέρση (538 Π.Κ.Χ.) εκδόθηκε το βασιλικό διάταγμα που άφηνε ελεύθερους τους εξόριστους Ιουδαίους να “ανεβούν στην Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στον Ιούδα, και να ανοικοδομήσουν τον οίκο του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ”. (Εσδ 1:1-4) Σε εκείνους που έκαναν το μακρινό ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ, μεταφέροντας θησαυρούς του ναού μαζί τους, περιλαμβάνονταν 42.360 άρρενες, εκτός από τους δούλους και τους επαγγελματίες τραγουδιστές. Έφτασαν έγκαιρα για να γιορτάσουν τη Γιορτή των Σκηνών το μήνα Τισρί (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) του 537 Π.Κ.Χ. (Εσδ 2:64, 65· 3:1-4) Η ανοικοδόμηση του ναού ξεκίνησε υπό την κατεύθυνση του Κυβερνήτη Ζοροβάβελ και, ύστερα από σοβαρές εξωτερικές παρεμβάσεις και την παρείσφρηση κάποιας αδιαφορίας μεταξύ των επαναπατρισμένων Ιουδαίων, τελικά ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 515 Π.Κ.Χ. Και άλλοι εξόριστοι επέστρεψαν μαζί με τον ιερέα-γραμματέα Έσδρα το 468 Π.Κ.Χ., φέρνοντας επιπρόσθετα πράγματα για «να δοθεί ωραιότητα στον οίκο του Ιεχωβά, ο οποίος βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ» (Εσδ 7:27), με την εξουσιοδότηση του Βασιλιά Αρταξέρξη (του Μακρόχειρα). Οι θησαυροί που έφεραν άξιζαν προφανώς περισσότερα από $43.000.000.—Εσδ 8:25-27.
Ενάμιση περίπου αιώνα μετά την κατάκτηση από τον Ναβουχοδονόσορα, τα τείχη και οι πύλες της πόλης ήταν ακόμη γκρεμισμένα. Ο Νεεμίας πήρε άδεια από τον Αρταξέρξη προκειμένου να πάει στην Ιερουσαλήμ και να διορθώσει αυτή την κατάσταση. (Νε 2:1-8) Η αφήγηση που ακολουθεί, σχετικά με τη νυχτερινή επιθεώρηση του Νεεμία και την ανάθεση του έργου της οικοδόμησης σε διαφορετικές οικογενειακές ομάδες, αποτελεί σπουδαία πηγή πληροφοριών για τη διάταξη της πόλης εκείνη την εποχή, ιδιαίτερα των πυλών της. (Νε 2:11-15· 3:1-32· βλέπε ΠΥΛΗ.) Αυτή η ανοικοδόμηση έλαβε χώρα σε εκπλήρωση της προφητείας του Δανιήλ και καθόρισε το έτος που σήμανε την αρχή των 70 προφητικών “εβδομάδων” όσον αφορά την έλευση του Μεσσία. (Δα 9:24-27) Αν και υπήρξαν παρενοχλήσεις, μέσα σε 52 ημέρες και μόνο, το έτος 455 Π.Κ.Χ., η Ιερουσαλήμ απέκτησε τείχος και πύλες.—Νε 4:1-23· 6:15· 7:1· βλέπε ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ («Από Τότε που θα Βγει ο Λόγος»).
Η Ιερουσαλήμ ήταν τώρα «ευρύχωρη και μεγάλη, [αλλά] λίγοι άνθρωποι βρίσκονταν μέσα σε αυτήν». (Νε 7:4) Μετά τη δημόσια ανάγνωση των Γραφών και τους εορτασμούς «στην πλατεία που υπήρχε απέναντι από την Πύλη των Υδάτων» στην ανατολική πλευρά της πόλης (Νε 3:26· 8:1-18), έκαναν διευθετήσεις να αυξηθεί ο πληθυσμός της φέρνοντας έναν στους δέκα Ισραηλίτες για να κατοικήσει εκεί. Αυτό έγινε με κλήρωση, παράλληλα όμως είναι φανερό ότι υπήρξαν και εθελοντές. (Νε 11:1, 2) Έλαβε χώρα ένα έργο πνευματικού καθαρισμού ώστε να αποκτήσει ο πληθυσμός της πόλης γερό θεμέλιο όσον αφορά την αληθινή λατρεία. (Νε 12:47–13:3) Ο Νεεμίας υπηρέτησε ως κυβερνήτης επί 12 χρόνια ή και περισσότερο, στη διάρκεια των οποίων έκανε ένα ταξίδι στην αυλή του Πέρση βασιλιά. Όταν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, διαπίστωσε ότι υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω καθαρισμό. (Νε 13:4-31) Το υπόμνημα των Εβραϊκών Γραφών ολοκληρώνεται με το δραστικό ξερίζωμα της αποστασίας που διενήργησε ο ίδιος, κάποια στιγμή μετά το έτος 443 Π.Κ.Χ.
Υπό την Κυριαρχία των Ελλήνων και των Μακκαβαίων. Η μετάβαση από τη μηδοπερσική στην ελληνική κυριαρχία έλαβε χώρα το 332 Π.Κ.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος προέλασε στον Ιούδα. Οι Έλληνες ιστορικοί δεν αναφέρουν αν ο Αλέξανδρος μπήκε στην Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, η πόλη περιήλθε όντως υπό την ελληνική κυριαρχία, και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο Αλέξανδρος δεν την παρέκαμψε εντελώς. Ο Ιώσηπος, του πρώτου αιώνα Κ.Χ., μεταφέρει την Ιουδαϊκή παράδοση σύμφωνα με την οποία, όταν ο Αλέξανδρος πλησίαζε στην Ιερουσαλήμ, βγήκε να τον προϋπαντήσει ο Ιουδαίος αρχιερέας ο οποίος και του έδειξε τις θεόπνευστες προφητείες του Δανιήλ που προέλεγαν τις αστραπιαίες κατακτήσεις της Ελλάδας. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΑ΄, 326-338 [viii, 4, 5]· Δα 8:5-7, 20, 21) Όπως και αν είχαν τα πράγματα, η Ιερουσαλήμ φαίνεται ότι έμεινε αλώβητη από αυτή την αλλαγή εξουσίας.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Ιερουσαλήμ και η Ιουδαία περιήλθαν υπό την κυριαρχία των Πτολεμαίων, οι οποίοι είχαν ως έδρα την Αίγυπτο. Το 198 Π.Κ.Χ., ο Αντίοχος ο Μέγας, ηγεμόνας της Συρίας, αφού εκπόρθησε την οχυρωμένη πόλη της Σιδώνας, κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, και η Ιουδαία ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. (Παράβαλε Δα 11:16.) Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Σελευκιδών 30 χρόνια. Κατόπιν, το έτος 168 Π.Κ.Χ., ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ΄ (ο Επιφανής), επιχειρώντας να εξελληνίσει τελείως τους Ιουδαίους, αφιέρωσε το ναό της Ιερουσαλήμ στον Δία και βεβήλωσε το θυσιαστήριο προσφέροντας μια ακάθαρτη θυσία. (Α΄ Μακκαβαίων 1:57, 62· Β΄ Μακκαβαίων 6:1, 2, 5· ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 335) Το γεγονός αυτό πυροδότησε την επανάσταση των Μακκαβαίων (ή Ασμοναίων). Ύστερα από έναν τριετή αγώνα, ο Ιούδας Μακκαβαίος έθεσε υπό τον έλεγχό του την πόλη και το ναό και αφιέρωσε εκ νέου το θυσιαστήριο του Ιεχωβά στην αληθινή λατρεία την ημέρα της επετείου της βεβήλωσής του, στις 25 του μήνα Χισλέβ, το 165 Π.Κ.Χ.—Α΄ Μακκαβαίων 4:52-54· Β΄ Μακκαβαίων 10:5· παράβαλε Ιωα 10:22.
Ο πόλεμος εναντίον των Σελευκιδών ηγεμόνων δεν είχε τελειώσει. Οι Ιουδαίοι επικαλέστηκαν τη βοήθεια της Ρώμης, και έτσι γύρω στο 160 Π.Κ.Χ. μια καινούρια δύναμη έκανε την εμφάνισή της στα ιστορικά δρώμενα της Ιερουσαλήμ. (Α΄ Μακκαβαίων 8:17, 18) Τώρα η Ιερουσαλήμ άρχισε να βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της επεκτεινόμενης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γύρω στο 142 Π.Κ.Χ., ο Σίμων Μακκαβαίος κατάφερε να κάνει την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα μιας περιοχής φαινομενικά απαλλαγμένης από υποτέλεια ή καταβολή φόρου σε κράτη Εθνικών. Μάλιστα ο Αριστόβουλος Α΄, ο αρχιερέας της Ιερουσαλήμ, ανακηρύχτηκε βασιλιάς το 104 Π.Κ.Χ. Δεν ήταν, όμως, από τη γραμμή του Δαβίδ.
Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν “πόλη ειρήνης” εκείνη την περίοδο. Οι εσωτερικές διαμάχες, οι οποίες πυροδοτούνταν από ιδιοτελείς φιλοδοξίες και επιτείνονταν από τις αντίπαλες θρησκευτικές φατρίες—τους Σαδδουκαίους, τους Φαρισαίους, τους Ζηλωτές και άλλους—εξασθένισαν σημαντικά την πόλη. Μια βίαιη διαμάχη ανάμεσα στον Αριστόβουλο Β΄ και στον αδελφό του τον Υρκανό είχε ως αποτέλεσμα να κληθεί η Ρώμη να μεσολαβήσει για την επίλυση της διαφοράς. Υπό τον στρατηγό Πομπήιο, οι ρωμαϊκές δυνάμεις πολιόρκησαν την Ιερουσαλήμ το 63 Π.Κ.Χ. επί τρεις μήνες προκειμένου να μπουν στην πόλη και να τακτοποιήσουν τη διαφορά. Αναφέρεται ότι πέθαναν 12.000 Ιουδαίοι, πολλοί από τα χέρια Ισραηλιτών.
Η γέφυρα πάνω από την Κοιλάδα των Τυροποιών μνημονεύεται για πρώτη φορά στην αφήγηση του Ιώσηπου σχετικά με την κατάκτηση από τον Πομπήιο. Η γέφυρα αυτή ένωνε το ανατολικό τμήμα της πόλης με το δυτικό και παρείχε σε όσους βρίσκονταν στη δυτική πλευρά άμεση πρόσβαση στην περιοχή του ναού.
Στη συνέχεια ο Ιδουμαίος Αντίπατρος (Β΄) έλαβε το διορισμό του Ρωμαίου κυβερνήτη της Ιουδαίας, ενώ επιτράπηκε σε έναν Μακκαβαίο να υπηρετεί ως αρχιερέας και τοπικός εθνάρχης στην Ιερουσαλήμ. Αργότερα, ο Ηρώδης (ο Μέγας), γιος του Αντίπατρου, διορίστηκε από τη Ρώμη «βασιλιάς» της Ιουδαίας, αλλά δεν μπόρεσε να θέσει την Ιερουσαλήμ υπό τον έλεγχό του παρά μόνο το 37 ή το 36 Π.Κ.Χ., χρονολογία από την οποία άρχισε στην ουσία η διακυβέρνησή του.
Υπό τον Ηρώδη τον Μέγα. Η διακυβέρνηση του Ηρώδη χαρακτηρίστηκε από ένα φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα, και η πόλη απόλαυσε μεγάλη ευημερία. Στα προϋπάρχοντα κτίρια προστέθηκε ένα θέατρο, ένα γυμνάσιο (γυμναστήριο) και ένας ιππόδρομος (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 535), καθώς και άλλα δημόσια κτίρια. Ο Ηρώδης έχτισε επίσης ένα καλά οχυρωμένο βασιλικό ανάκτορο (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 538), προφανώς στη δυτική πλευρά της πόλης, Ν της σημερινής Πύλης της Ιόππης, όπου οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι έχουν βρει το θεμέλιο ενός από τους πύργους. Ένα άλλο οχυρό, το Φρούριο Αντωνία, βρισκόταν κοντά στο ναό και συνδεόταν με αυτόν με ένα πέρασμα. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 535· Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 424 [xi, 7]) Με αυτόν τον τρόπο η ρωμαϊκή φρουρά μπορούσε να φτάσει γρήγορα στην περιοχή του ναού, όπως πιθανώς συνέβη όταν οι στρατιώτες έσωσαν τον Παύλο από έναν όχλο εκεί.—Πρ 21:31, 32.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο έργο του Ηρώδη ήταν η ανοικοδόμηση του ναού και των υπόλοιπων κτισμάτων του. Ο άγιος οίκος, που άρχισε να ανοικοδομείται το 18ο έτος του Ηρώδη (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 380 [xi, 1]), ολοκληρώθηκε σε ενάμιση χρόνο, αλλά οι εργασίες στα παρακείμενα κτίσματα και στις αυλές εξακολούθησαν πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. (Ιωα 2:20) Η συνολική περιοχή που διαμορφώθηκε ήταν περίπου διπλάσια από την περιοχή του προηγούμενου ναού. Προφανώς ένα τμήμα του τείχους της αυλής του ναού υπάρχει ακόμη, γνωστό σήμερα ως το Δυτικό Τείχος ή το Τείχος των Θρήνων. Οι αρχαιολόγοι ανάγουν τις χαμηλότερες σειρές των τεράστιων δομικών λίθων ύψους 0,9 μ. στην εποχή της Ηρωδιανής κατασκευής.
Από το 2 Π.Κ.Χ. ως το 70 Κ.Χ. Την εξιστόρηση των γεγονότων σχετικά με την Ιερουσαλήμ συνεχίζουν τώρα οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Ο Ιησούς γεννήθηκε, όχι στην Ιερουσαλήμ, αλλά στην κοντινή Βηθλεέμ, την «πόλη του Δαβίδ». (Λου 2:10, 11) Ωστόσο, η είδηση που μετέφεραν κατόπιν οι αστρολόγοι για τη γέννηση “του βασιλιά των Ιουδαίων” έκανε τον Ηρώδη και “μαζί του όλη την Ιερουσαλήμ” να ταραχτούν. (Ματ 2:1-3) Λίγο καιρό αφότου εξέδωσε το διαβόητο διάταγμα για τη θανάτωση των νηπίων της Βηθλεέμ, ο Ηρώδης πέθανε, προφανώς το έτος 1 Π.Κ.Χ. (Βλέπε ΗΡΩΔΗΣ Αρ. 1.) Ο γιος του ο Αρχέλαος κληρονόμησε τη διακυβέρνηση της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας καθώς και άλλων περιοχών. Αργότερα η Ρώμη απομάκρυνε τον Αρχέλαο για ατασθαλίες, και έκτοτε διοικούσαν κυβερνήτες διορισμένοι κατευθείαν από τη Ρώμη, όπως ο Πόντιος Πιλάτος στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού.—Λου 3:1.
Ο Ιησούς φέρθηκε στην Ιερουσαλήμ 40 ημέρες μετά τη γέννησή του, όπου τον παρουσίασαν στο ναό ως τον πρωτότοκο της Μαρίας. Ο Συμεών και η Άννα, δύο ηλικιωμένα άτομα, χάρηκαν όταν είδαν τον υποσχεμένο Μεσσία, και η Άννα μίλησε για αυτόν «σε όλους εκείνους που περίμεναν την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ». (Λου 2:21-38· παράβαλε Λευ 12:2-4.) Δεν αναφέρεται πόσες φορές ακόμη οδηγήθηκε ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ κατά την παιδική του ηλικία—έχει καταγραφεί συγκεκριμένα μόνο μία επίσκεψη, η οποία έγινε όταν ήταν 12 χρονών. Σε εκείνη την περίπτωση συζήτησε με τους δασκάλους στην περιοχή του ναού, μένοντας έτσι απασχολημένος στον “οίκο του Πατέρα του”, στην πόλη που είχε εκλέξει ο Πατέρας του.—Λου 2:41-49.
Μετά το βάφτισμά του και στη διάρκεια των τριάμισι ετών της διακονίας του, ο Ιησούς επισκεπτόταν κατά καιρούς την Ιερουσαλήμ. Είναι βέβαιο ότι πήγαινε εκεί για τις τρεις ετήσιες γιορτές, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται όλοι οι άρρενες Ιουδαίοι. (Εξ 23:14-17) Μεγάλο μέρος του χρόνου του, όμως, το περνούσε εκτός της πρωτεύουσας, κηρύττοντας και διδάσκοντας στη Γαλιλαία και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Εκτός από την περιοχή του ναού, όπου ο Ιησούς δίδασκε συχνά, λίγα είναι τα άλλα επιμέρους σημεία της πόλης που αναφέρονται σε σχέση με τη διακονία του. Η Δεξαμενή Βηθζαθά με τις πέντε στοές της (Ιωα 5:2) πιστεύεται ότι είναι αυτή που ανασκάφηκε ακριβώς Β της περιοχής του ναού. (Βλέπε ΒΗΘΖΑΘΑ.) Η Δεξαμενή του Σιλωάμ βρίσκεται σε μια πλαγιά του νότιου τμήματος της ανατολικής ράχης, τροφοδοτούμενη από την πηγή Γιών μέσω του αγωγού και της σήραγγας που αποδίδονται στον Εζεκία. (Ιωα 9:11· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 949) Μια λεπτομερέστερη εικόνα δίνεται στα πλαίσια της τελευταίας επίσκεψης του Ιησού στην Ιερουσαλήμ.—ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 742· ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 743.
Έξι ημέρες πριν από τη γιορτή του Πάσχα του 33 Κ.Χ., ο Ιησούς έφτασε στη Βηθανία, στην ανατολική πλευρά του Όρους των Ελαιών. Την επόμενη ημέρα, στις 9 Νισάν, ως ο χρισμένος Βασιλιάς του Ιεχωβά, πλησίασε στην πρωτεύουσα ανεβασμένος στο πουλάρι ενός γαϊδουριού, σε εκπλήρωση της προφητείας του εδαφίου Ζαχαρίας 9:9. (Ματ 21:1-9) Καθώς κατέβαινε από το Όρος των Ελαιών, σταμάτησε, κοίταξε την πόλη και έκλαψε για αυτήν, προλέγοντας παραστατικά την επερχόμενη πολιορκία και ερήμωση που θα υφίστατο. (Λου 19:37-44) Όταν μπήκε στην πόλη, ίσως από μια πύλη του ανατολικού τείχους, ολόκληρη η πόλη «αναστατώθηκε», διότι τα νέα διαδίδονταν γρήγορα στη σχετικά μικρή αυτή περιοχή.—Ματ 21:10.
Στο υπόλοιπο διάστημα, κατά το οποίο την ημέρα βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ και τη νύχτα στη Βηθανία (Λου 21:37, 38), ο Ιησούς καθάρισε την περιοχή του ναού από τους κερδοσκόπους εμπόρους (Ματ 21:12, 13), όπως είχε κάνει και περίπου τρία χρόνια νωρίτερα. (Ιωα 2:13-16) Στις 11 Νισάν, καθώς βρισκόταν με τέσσερις από τους μαθητές του στο Όρος των Ελαιών από όπου φαινόταν η πόλη και ο ναός της, είπε τη σπουδαία προφητεία του σχετικά με την επερχόμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ και “την τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων”, καθώς και σχετικά με την παρουσία του. (Ματ 24· Μαρ 13· Λου 21) Στις 13 Νισάν ο Πέτρος και ο Ιωάννης έκαναν τις ετοιμασίες για το πασχαλινό γεύμα σε ένα ανώγειο στην Ιερουσαλήμ όπου, το βράδυ (στην αρχή της 14ης Νισάν), ο Ιησούς συμμετείχε σε εκείνο το εορταστικό γεύμα μαζί με τους αποστόλους του. Μετά τη συζήτηση που είχε μαζί τους, βγήκαν από την πόλη, διέσχισαν “το χείμαρρο Κιδρόν” και ανηφόρισαν στις πλαγιές του Όρους των Ελαιών κατευθυνόμενοι προς τον κήπο που ονομαζόταν Γεθσημανή. (Ματ 26:36· Λου 22:39· Ιωα 18:1, 2) Γεθσημανή σημαίνει «Ελαιοπιεστήριο», και σε εκείνη την πλαγιά υπάρχουν ακόμη ελαιόδεντρα πολύ μεγάλης ηλικίας. Σήμερα, όμως, μπορούν να γίνουν μόνο εικασίες για το ποια ήταν η ακριβής θέση του κήπου.—Βλέπε ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ.
Εκείνη τη νύχτα ο Ιησούς συνελήφθη και οδηγήθηκε πίσω στην Ιερουσαλήμ, στους ιερείς Άννα και Καϊάφα και στην αίθουσα του Σάνχεδριν για να δικαστεί. (Ματ 26:57–27:1· Ιωα 18:13-27) Από εκεί, την αυγή, φέρθηκε ενώπιον του Πιλάτου «στο ανάκτορο του κυβερνήτη» (Ματ 27:2· Μαρ 15:1, 16) και κατόπιν στον Ηρώδη Αντίπα, που βρισκόταν και αυτός τότε στην Ιερουσαλήμ. (Λου 23:6, 7) Τελικά, τον γύρισαν πίσω στον Πιλάτο για την έκδοση της τελικής απόφασης στο «Λιθόστρωτο», που ονομαζόταν «Γαββαθά» στην εβραϊκή.—Λου 23:11· Ιωα 19:13· βλέπε ΛΙΘΟΣΤΡΩΤΟ.
Ο Γολγοθάς, που σημαίνει «Κρανίο [Κρανίου Τόπος]», ήταν το μέρος όπου ο Ιησούς κρεμάστηκε στο ξύλο. (Ματ 27:33-35· Λου 23:33) Η τοποθεσία αυτή, μολονότι βρισκόταν προφανώς έξω από τα τείχη της πόλης, πιθανότατα προς το Β, δεν μπορεί να προσδιοριστεί σήμερα με βεβαιότητα. (Βλέπε ΓΟΛΓΟΘΑΣ.) Το ίδιο αληθεύει και για τον τόπο ταφής του Ιησού.—ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 948.
“Ο αγρός του αγγειοπλάστη όπου θάβονταν ξένοι”, ο οποίος αγοράστηκε με τα χρήματα της δωροδοκίας που πέταξε ο Ιούδας στους ιερείς (Ματ 27:5-7), ταυτίζεται, σύμφωνα με την παράδοση, με μια τοποθεσία στη νότια πλευρά της Κοιλάδας του Εννόμ, κοντά στη συμβολή της με τον Κιδρόν. Σε αυτόν το χώρο υπάρχουν πολλά μνήματα.—Βλέπε ΑΚΕΛΔΑΜΑ.
Κατά την αποστολική περίοδο. Μετά την ανάστασή του, ο Ιησούς έδωσε εντολές στους μαθητές του να μη φύγουν τότε από την Ιερουσαλήμ. (Λου 24:49· Πρ 1:4) Η Ιερουσαλήμ επρόκειτο να αποτελέσει την αφετηρία του κηρύγματος μετάνοιας για συγχώρηση αμαρτιών με βάση το όνομα του Χριστού. (Λου 24:46-48) Δέκα ημέρες μετά την ανάληψή του στον ουρανό, οι μαθητές, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα ανώγειο, χρίστηκαν με άγιο πνεύμα. (Πρ 1:13, 14· 2:1-4) Η Ιερουσαλήμ ήταν κατάμεστη από Ιουδαίους και προσήλυτους από όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί για τη Γιορτή της Πεντηκοστής. Η μαρτυρία που έδωσαν οι γεμάτοι από το πνεύμα Χριστιανοί είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν χιλιάδες άτομα βαφτισμένοι μαθητές. Καθώς χιλιάδες έδιναν μαρτυρία για την πίστη τους, δεν είναι άξιο απορίας που οι οργισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες κραύγασαν: «Ορίστε! έχετε γεμίσει την Ιερουσαλήμ με τη διδασκαλία σας». (Πρ 5:28) Τα θαύματα που επιτελούνταν πρόσθεταν κύρος στη μαρτυρία, όπως για παράδειγμα η θεραπεία του κουτσού ζητιάνου «στην πόρτα του ναού που ονομαζόταν Ωραία», πιθανώς στην ανατολική πύλη της Αυλής των Γυναικών.—Πρ 3:2, 6, 7.
Ακόμη και όταν η μαρτυρία άρχισε να απλώνεται έξω από την Ιερουσαλήμ στη «Σαμάρεια και ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης» (Πρ 1:8), η Ιερουσαλήμ εξακολούθησε να είναι η έδρα του κυβερνώντος σώματος της Χριστιανικής εκκλησίας. Ο διωγμός ανάγκασε πολύ γρήγορα “όλους, εκτός από τους αποστόλους, να διασκορπιστούν μέσα στις περιοχές της Ιουδαίας και της Σαμάρειας”. (Πρ 8:1· παράβαλε Γα 1:17-19· 2:1-9.) Από την Ιερουσαλήμ στάλθηκαν ορισμένοι απόστολοι και μαθητές να βοηθήσουν καινούριες ομάδες πιστών, όπως αυτή που υπήρχε στη Σαμάρεια. (Πρ 8:14· 11:19-22, 27) Ο Σαύλος από την Ταρσό (Παύλος) έκρινε γρήγορα σκόπιμο να συντομεύσει την πρώτη του επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ ως Χριστιανός επειδή οργανώνονταν απόπειρες δολοφονίας σε βάρος του. (Πρ 9:26-30) Αλλά υπήρχαν και περίοδοι ηρεμίας. (Πρ 9:31) Εδώ εξέθεσε ο Πέτρος στη Χριστιανική σύναξη το πώς έκανε ο Θεός δεκτούς τους πιστούς από τα έθνη και εδώ, επίσης, διευθετήθηκε το ζήτημα της περιτομής και άλλα σχετικά θέματα.—Πρ 11:1-4, 18· 15:1, 2, 22-29· Γα 2:1, 2.
Ο Ιησούς είχε χαρακτηρίσει την Ιερουσαλήμ ως «αυτή που σκοτώνει τους προφήτες και λιθοβολεί τους απεσταλμένους σε αυτήν». (Ματ 23:37· παράβαλε εδ. 34-36.) Μολονότι πολλοί κάτοικοί της εκδήλωσαν πίστη στον Γιο του Θεού, η πόλη ως σύνολο συνέχισε να ακολουθεί τα πρότυπα του παρελθόντος. Γι’ αυτό, “ο οίκος της εγκαταλείφθηκε σε αυτήν”. (Ματ 23:38) Το 66 Κ.Χ. μια Ιουδαϊκή εξέγερση έφερε στην πόλη τις ρωμαϊκές δυνάμεις υπό τον Κέστιο Γάλλο, οι οποίες την περικύκλωσαν και προωθήθηκαν μέχρι και τα τείχη του ναού. Ξαφνικά ο Κέστιος Γάλλος αποσύρθηκε χωρίς προφανή λόγο. Αυτό επέτρεψε στους Χριστιανούς να εφαρμόσουν τις οδηγίες του Ιησού: «Τότε εκείνοι που είναι στην Ιουδαία ας αρχίσουν να φεύγουν στα βουνά, και εκείνοι που είναι στο μέσο της [Ιερουσαλήμ] ας αποσυρθούν, και εκείνοι που είναι στην ύπαιθρο ας μην μπουν σε αυτήν». (Λου 21:20-22) Ο Ευσέβιος, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (3, 5, 3), αναφέρει ότι οι Χριστιανοί έφυγαν από την Ιερουσαλήμ και από όλη τη γη της Ιουδαίας και πήγαν σε μια πόλη της Περαίας που ονομαζόταν Πέλλα.
Η ηρεμία που απόλαυσε η Ιερουσαλήμ λόγω της αποχώρησης των Ρωμαίων ήταν βραχύβια, όπως είχε συμβεί και όταν οι Βαβυλώνιοι αποχώρησαν προσωρινά για να συγκρουστούν με τους Αιγυπτίους προς το τέλος της βασιλείας του Σεδεκία. Οι ρωμαϊκές δυνάμεις επέστρεψαν ενισχυμένες το 70 Κ.Χ. υπό τον στρατηγό Τίτο και πολιόρκησαν την πόλη, η οποία ήταν τότε κατάμεστη λόγω του εορτασμού του Πάσχα. Οι Ρωμαίοι ύψωσαν πολιορκητικά αναχώματα και έστησαν γύρω από ολόκληρη την πόλη ένα συνεχόμενο περιτείχισμα ή φράχτη, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα. Και αυτό, επίσης, αποτελούσε εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού. (Λου 19:43) Μέσα στην πόλη αντίπαλες φατρίες φιλονικούσαν και μάχονταν, μεγάλο μέρος του αποθέματος σε τρόφιμα καταστράφηκε και όσοι συλλαμβάνονταν ενώ προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη εκτελούνταν ως προδότες. Ο Ιώσηπος, η πηγή αυτών των πληροφοριών, αφηγείται ότι τελικά η πείνα έγινε τόσο ανυπόφορη ώστε οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να φάνε ξερά χόρτα και δέρματα, ακόμη και τα ίδια τους τα παιδιά. (Παράβαλε Θρ 2:11, 12, 19, 20· Δευ 28:56, 57.) Οι πείσμονες ηγέτες της πόλης απέρριπταν συνεχώς τις προτάσεις ειρήνης που έκανε ο Τίτος.
Τελικά οι Ρωμαίοι άνοιξαν με μεθοδικότητα ρήγματα στα τείχη και τα στρατεύματά τους εισέβαλαν στην πόλη. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 752) Παρά τις διαταγές προς το αντίθετο, ο ναός πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, αυτό έλαβε χώρα στην επέτειο της καταστροφής του πρώτου ναού από τον Ναβουχοδονόσορα αιώνες πρωτύτερα. Στην αφήγησή του ο Ιώσηπος λέει επίσης ότι το αρχειοφυλάκιο, στο οποίο φυλάσσονταν τα γενεαλογικά αρχεία της φυλετικής και οικογενειακής καταγωγής και τα κληρονομικά δικαιώματα, κάηκε. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, ΣΤ΄, 250, 251 [iv, 5]· Β΄, 426-428 [xvii, 6]· ΣΤ΄, 354 [vi, 3]) Με αυτόν τον τρόπο, το νομικό μέσο για τον προσδιορισμό της γενεαλογικής γραμμής των μελών της Μεσσιανικής φυλής του Ιούδα και της ιερατικής φυλής του Λευί έπαψε να υφίσταται.
Μέσα σε 4 μόλις μήνες και 25 ημέρες—από τις 3 Απριλίου ως τις 30 Αυγούστου του 70 Κ.Χ.—η κατάκτηση είχε ολοκληρωθεί. Επομένως, η θλίψη, αν και έντονη, ήταν αξιοσημείωτα σύντομη. Αναμφίβολα, η παράλογη στάση και συμπεριφορά των Ιουδαίων που βρίσκονταν μέσα στην πόλη συνέτεινε σε αυτή τη σύντομη διάρκεια. Μολονότι ο Ιώσηπος ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών σε 1.100.000, υπήρχαν επιζώντες. Πιάστηκαν 97.000 αιχμάλωτοι, πολλοί από τους οποίους στάλθηκαν ως δούλοι στην Αίγυπτο ή θανατώθηκαν από σπαθί ή από θηρία στα θέατρα των ρωμαϊκών επαρχιών. Και αυτό, επίσης, αποτέλεσε εκπλήρωση θεϊκής προφητείας.—Δευ 28:68.
Ολόκληρη η πόλη κατεδαφίστηκε, και μόνο οι πύργοι του ανακτόρου του Ηρώδη και ένα τμήμα του δυτικού τείχους απέμειναν όρθια για να δείχνουν στις επόμενες γενιές ότι τα ισχυρά αμυντικά έργα είχαν αποδειχτεί ανώφελα. Ο Ιώσηπος παρατηρεί πως, εκτός από αυτά τα απομεινάρια, «όλο το υπόλοιπο τείχος που περιέβαλλε την πόλη ισοπεδώθηκε σε τέτοιον βαθμό ώστε να μην μπορούν οι μελλοντικοί επισκέπτες της να πιστέψουν ότι είχε ποτέ κατοικηθεί». (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ζ΄, 3 [i, 1]) Ένα ανάγλυφο στην Αψίδα του Τίτου στη Ρώμη απεικονίζει Ρωμαίους στρατιώτες να μεταφέρουν ιερά σκεύη του κατεστραμμένου ναού.—Παράβαλε Ματ 24:2· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 752.
Μεταγενέστερες Περίοδοι. Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε ουσιαστικά ερημωμένη μέχρι περίπου το 130 Κ.Χ., όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός διέταξε να χτιστεί μια καινούρια πόλη, με το όνομα Αιλία Καπιτωλίνα. Αυτό πυροδότησε μια Ιουδαϊκή εξέγερση υπό τον Μπαρ Κοχμπά (132-135 Κ.Χ.), η οποία είχε πρόσκαιρη επιτυχία αλλά κατόπιν καταπνίγηκε. Επί δύο σχεδόν αιώνες, η είσοδος στην πόλη που είχαν χτίσει οι Ρωμαίοι ήταν απαγορευμένη στους Ιουδαίους. Τον τέταρτο αιώνα, η Ελένη, η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πήγε στην Ιερουσαλήμ και άρχισε να προσδιορίζει τη θέση των πολλών αποκαλούμενων ιερών τόπων και προσκυνημάτων. Μεταγενέστερα η πόλη κατακτήθηκε από τους Μουσουλμάνους. Σήμερα υπάρχουν δύο Ισλαμικά κτίσματα στο Όρος του Ναού. Στα τέλη του έβδομου αιώνα ο Χαλίφης Αμπντ αλ Μαλίκ ιμπν Μαρουάν έχτισε τον Τρούλο του Βράχου στη θέση του ναού ή εκεί κοντά. Μολονότι αποκαλείται επίσης τέμενος, στην πραγματικότητα είναι τόπος προσκυνήματος. Νότια από τον Τρούλο του Βράχου βρίσκεται το τέμενος ελ-Άκσα, το οποίο χτίστηκε αρχικά τον όγδοο αιώνα, αλλά ανοικοδομήθηκε ευρέως τον ενδέκατο αιώνα.
Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από γεωγραφικές τοποθεσίες σχετικές με την Ιερουσαλήμ, βλέπε λήμματα όπως τα ακόλουθα: ΕΛΑΙΩΝ, ΟΡΟΣ· ΕΝ-ΡΟΓΗΛ· ΚΙΔΡΟΝ, ΚΟΙΛΑΔΑ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ· ΜΑΚΤΕΣ· ΝΑΟΣ· ΟΦΗΛ και ΣΙΩΝ.
Η Σημασία της Πόλης. Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν απλώς η πρωτεύουσα ενός επίγειου έθνους. Ήταν η μόνη πόλη σε όλη τη γη όπου ο Ιεχωβά Θεός είχε θέσει το όνομά του. (1Βα 11:36) Αφότου μεταφέρθηκε εκεί η κιβωτός της διαθήκης, η οποία συνδεόταν με την παρουσία του Θεού, και ακόμη περισσότερο όταν χτίστηκε εκεί το αγιαστήριο του ναού, ή αλλιώς ο οίκος του Θεού, η Ιερουσαλήμ έγινε η συμβολική «κατοικία» του Ιεχωβά, «ο τόπος της ανάπαυσής» του. (Ψλ 78:68, 69· 132:13, 14· 135:21· παράβαλε 2Σα 7:1-7, 12, 13.) Επειδή οι βασιλιάδες της Δαβιδικής γραμμής ήταν οι χρισμένοι του Θεού, οι οποίοι κάθονταν στο «θρόνο του Ιεχωβά» (1Χρ 29:23· Ψλ 122:3-5), η ίδια η Ιερουσαλήμ καλούνταν επίσης ο “θρόνος του Ιεχωβά”, οι δε φυλές ή τα έθνη που στρέφονταν σε αυτήν, αναγνωρίζοντας την κυριαρχία του Θεού, στην ουσία συναθροίζονταν στο όνομα του Ιεχωβά. (Ιερ 3:17· Ψλ 122:1-4· Ησ 27:13) Όσοι εχθρεύονταν ή μάχονταν την Ιερουσαλήμ στην πραγματικότητα εναντιώνονταν στην έκφραση της κυριαρχίας του Θεού. Κάτι τέτοιο ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε, δεδομένης της προφητικής δήλωσης στο εδάφιο Γένεση 3:15.
Συνεπώς, η Ιερουσαλήμ συμβόλιζε την έδρα της θεϊκά εγκαθιδρυμένης κυβέρνησης, ή αλλιώς της τυπικής βασιλείας του Θεού. Από αυτήν έβγαινε ο νόμος του Θεού, ο λόγος του και η ευλογία του. (Μιχ 4:2· Ψλ 128:5) Επομένως, όσοι εργάζονταν για την ειρήνη και το καλό της Ιερουσαλήμ εργάζονταν για την επιτυχία του δίκαιου σκοπού του Θεού, για την ευόδωση του θελήματός του. (Ψλ 122:6-9) Μολονότι η Ιερουσαλήμ ήταν χτισμένη ανάμεσα στα βουνά του Ιούδα και σίγουρα είχε εντυπωσιακή όψη, η πραγματική επιβλητικότητα και ωραιότητά της πήγαζε από τον τρόπο με τον οποίο την είχε τιμήσει και την είχε δοξάσει ο Ιεχωβά Θεός, ώστε να αποτελεί για αυτόν «στέμμα ωραιότητας».—Ψλ 48:1-3, 11-14· 50:2· Ησ 62:1-7.
Εφόσον τα νοήμονα πλάσματα του Ιεχωβά είναι πρωτίστως εκείνα που αποδίδουν αίνο σε αυτόν και εκτελούν το θέλημά του, δεν καθόριζαν τα κτίρια της πόλης το αν εκείνος θα συνέχιζε να τη χρησιμοποιεί, αλλά οι κάτοικοί της—κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, ιερείς και λαός. (Ψλ 102:18-22· Ησ 26:1, 2) Ενόσω αυτοί ήταν πιστοί, τιμώντας το όνομα του Ιεχωβά με τα λόγια και την πορεία της ζωής τους, εκείνος ευλογούσε και υπερασπιζόταν την Ιερουσαλήμ. (Ψλ 125:1, 2· Ησ 31:4, 5) Η δυσμένεια του Ιεχωβά επήλθε γρήγορα στο λαό και στους βασιλιάδες τους εξαιτίας της αποστατικής πορείας που ακολούθησε η πλειονότητα. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Ιεχωβά ανήγγειλε την πρόθεσή του να απορρίψει την πόλη η οποία στο παρελθόν έφερε το όνομά του. (2Βα 21:12-15· 23:27) Θα αφαιρούσε από την πόλη «ενίσχυση και υποστήριγμα», πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να γεμίσει η Ιερουσαλήμ τυραννία, νεανική εγκληματικότητα, έλλειψη σεβασμού για τους άντρες που κατείχαν αξιότιμες θέσεις, καθώς και να υποστεί υποβιβασμό και μεγάλη ταπείνωση. (Ησ 3:1-8, 16-26) Μολονότι ο Ιεχωβά Θεός αποκατέστησε την πόλη 70 χρόνια αφότου επέτρεψε να καταστραφεί από τη Βαβυλώνα, κάνοντάς την να έχει και πάλι ωραιότητα ως το χαρούμενο κέντρο της αληθινής λατρείας στη γη (Ησ 52:1-9· 65:17-19), ο λαός και οι ηγέτες του επέστρεψαν ξανά στην αποστατική τους πορεία.
Ο Ιεχωβά διατήρησε την πόλη ωσότου έστειλε τον Γιο του στη γη. Έπρεπε να υπάρχει αυτή για να εκπληρωθούν οι Μεσσιανικές προφητείες. (Ησ 28:16· 52:7· Ζαχ 9:9) Η αποστατική πορεία του Ισραήλ κορυφώθηκε με το κρέμασμα του Μεσσία, του Ιησού Χριστού, στο ξύλο. (Παράβαλε Ματ 21:33-41.) Το γεγονός ότι αυτό έλαβε χώρα στην Ιερουσαλήμ, με την υποκίνηση των ηγετών του έθνους και με την υποστήριξη του λαού, έκανε βέβαιη την απόλυτη και μη αναστρέψιμη απόρριψη της πόλης από τον Θεό ως αυτής που τον αντιπροσώπευε και έφερε το όνομά του. (Παράβαλε Ματ 16:21· Λου 13:33-35.) Ούτε ο Ιησούς ούτε οι απόστολοί του προείπαν ότι θα γινόταν κάποια αποκατάσταση της επίγειας Ιερουσαλήμ και του ναού της από τον Θεό μετά τη θεϊκά διατεταγμένη καταστροφή της πόλης, η οποία συνέβη το 70 Κ.Χ.
Παρ’ όλα αυτά, το όνομα Ιερουσαλήμ συνέχισε να χρησιμοποιείται ως σύμβολο κάποιου πράγματος μεγαλύτερου από την επίγεια πόλη. Μέσω θεϊκής έμπνευσης, ο απόστολος Παύλος αποκάλυψε ότι υπάρχει κάποια «άνω Ιερουσαλήμ», την οποία αποκαλεί «μητέρα» των χρισμένων Χριστιανών. (Γα 4:25, 26) Αυτό τοποθετεί την «άνω Ιερουσαλήμ» στη θέση της συζύγου του Ιεχωβά Θεού, του μεγάλου Πατέρα και Ζωοδότη. Όταν η επίγεια Ιερουσαλήμ χρησιμοποιούνταν ως η κυριότερη πόλη του εκλεκτού έθνους του Θεού, αποκαλούνταν και αυτή επίσης γυναίκα, παντρεμένη με τον Θεό, δεμένη μαζί του με άγιους δεσμούς σε μια σχέση διαθήκης. (Ησ 51:17, 21, 22· 54:1, 5· 60:1, 14) Συμβόλιζε, λοιπόν, ή αλλιώς αντιπροσώπευε, ολόκληρη την εκκλησία των ανθρώπινων υπηρετών του Θεού. Επομένως, «η άνω Ιερουσαλήμ» πρέπει να αντιπροσωπεύει ολόκληρη την εκκλησία των όσιων πνευματικών υπηρετών του Ιεχωβά.
Η νέα Ιερουσαλήμ. Στη θεόπνευστη Αποκάλυψη, ο απόστολος Ιωάννης καταγράφει πληροφορίες σχετικά με τη “νέα Ιερουσαλήμ”. (Απ 3:12) Σε όραμα ο Ιωάννης βλέπει αυτή «την άγια πόλη . . . να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό, και να είναι ετοιμασμένη σαν νύφη στολισμένη για το σύζυγό της». Αυτό εντάσσεται στα πλαίσια του οράματος που βλέπει σχετικά με έναν «νέο ουρανό και [μια] νέα γη». Αυτή η «νύφη» αναφέρεται ότι είναι “η σύζυγος του Αρνιού”. (Απ 21:1-3, 9-27) Άλλα αποστολικά συγγράμματα εφαρμόζουν αυτό το σχήμα λόγου στη Χριστιανική εκκλησία των χρισμένων. (2Κο 11:2· Εφ 5:21-32) Στο 14ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης «το Αρνί», ο Χριστός Ιησούς, παρουσιάζεται να στέκεται στο Όρος Σιών—ένα όνομα που επίσης συνδέεται με την Ιερουσαλήμ (παράβαλε 1Πε 2:6)—και μαζί του να βρίσκονται 144.000 που έχουν το όνομά του και το όνομα του Πατέρα του γραμμένα στα μέτωπά τους.—Απ 14:1-5· βλέπε ΝΕΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ.
Η άπιστη Ιερουσαλήμ. Δεδομένου ότι πολλά από όσα λέγονται σχετικά με την Ιερουσαλήμ στις Γραφές είναι καταδικαστικά για αυτήν, γίνεται σαφές ότι μόνο όταν αυτή ήταν πιστή συμβόλιζε την ουράνια οργάνωση του Ιεχωβά και, σε κάποιες περιπτώσεις, την αληθινή Χριστιανική εκκλησία, τον «Ισραήλ του Θεού». (Γα 6:16) Όταν ήταν άπιστη, παριστανόταν ως πόρνη και μοιχαλίδα, η οποία έμοιαζε με τους ειδωλολάτρες Αμορραίους και Χετταίους που είχαν κάποτε την πόλη υπό την κυριαρχία τους. (Ιεζ 16:3, 15, 30-42) Επομένως, δεν μπορούσε παρά να αντιπροσωπεύει τους αποστάτες, εκείνους που ακολουθούν μια “πορνική” πορεία απιστίας προς τον Θεό του οποίου το όνομα ισχυρίζονται ότι φέρουν.—Ιακ 4:4.
Άρα, είναι φανερό ότι το όνομα «Ιερουσαλήμ» χρησιμοποιείται με πολλαπλή έννοια, και σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφραζόμενα για να υπάρχει η σωστή κατανόηση.—Βλέπε ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ.
[Χάρτης στη σελίδα 1255]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ και ΚΟΝΤΙΝΑ ΜΕΡΗ
Ιερουσαλήμ
Βηθλεέμ
Βάαλ-φερασίμ
Βηθφαγή
Βηθανία
Νωβ
Αναθώθ
Γαβαά
Γααβά
Ραμά
Γαβαών
Εμμαούς
Κιριάθ-ιαρίμ
Μιχμάς
Μισπά
Άνω Βαιθ-ορών
Κάτω Βαιθ-ορών
Γαι
Βαιθήλ
[Εικόνες στη σελίδα 1256]
Μπρούντζινο προυτάχ που κόπηκε κατά τον Ιουδαϊκό πόλεμο εναντίον της Ρώμης και διακηρύττει την «Ελευθερία της Σιών»
Μπρούντζινος σηστέρτιος απαθανατίζει την κατάκτηση της Ιουδαίας από τη Ρώμη· πρόσθια όψη: ο Αυτοκράτορας Βεσπασιανός· οπίσθια όψη: “IVDAEA CAPTA” (Η Ιουδαία κατακτημένη)
-
-
ΙεσαΐαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΑΪΑΣ
(Ιεσαΐας) [Σωτηρία του Ιεχωβά].
1. Λευίτης, απόγονος του Μωυσή μέσω του Ελιέζερ και πρόγονος του Σελομώθ τον οποίο διόρισε ο Δαβίδ θησαυροφύλακά του.—1Χρ 23:15· 26:24-26.
2. Λευίτης μουσικός από “τους γιους του Ιεδουθούν”, ο οποίος κληρώθηκε επικεφαλής της 8ης από τις 24 ομάδες μουσικών που συγκρότησε ο Δαβίδ.—1Χρ 25:1, 3, 15.
3. Βενιαμίτης, ένας μακρινός απόγονος του οποίου ζούσε στην Ιερουσαλήμ ενόσω ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας.—Νε 11:4, 7.
4. Κεφαλή του πατρικού οίκου του Ελάμ. Αυτός και άλλοι 70 άρρενες που ήταν μαζί του συνόδευσαν τον Έσδρα στο ταξίδι της επιστροφής στην Ιερουσαλήμ.—Εσδ 8:1, 7.
5. Μεραρίτης Λευίτης που επέστρεψε και αυτός από τη Βαβυλώνα μαζί με τον Έσδρα.—Εσδ 8:1, 19.
6. Απόγονος του Βασιλιά Δαβίδ, εγγονός του Κυβερνήτη Ζοροβάβελ.—1Χρ 3:1, 19, 21.
-
-
ΙεσανάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΑΝΑ
(Ιεσανά) [Παλιά [Πόλη]].
Τοποθεσία που μνημονεύεται μαζί με τη Μισπά ως στοιχείο για τον εντοπισμό της πέτρας την οποία έστησε ο Σαμουήλ και την οποία ονόμασε «Αβενέζερ». (1Σα 7:12) Η Ιεσανά ήταν μια από τις πόλεις που κατέλαβε ο Βασιλιάς Αβιά του Ιούδα (980-978 Π.Κ.Χ.) από τον Ιεροβοάμ, το βασιλιά του Ισραήλ. (2Χρ 13:19) Πιστεύεται ότι ταυτίζεται με την Ισάνα όπου, σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο Ηρώδης ο Μέγας νίκησε τον στρατηγό Πάππο. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΔ΄, 458 [xv, 12]) Το τοπωνύμιο Ισάνα φαίνεται πως διασώζεται στην ονομασία του Μπουρτζ ελ-Ισάνε, το οποίο βρίσκεται περίπου 8 χλμ. ΒΒΑ της Βαιθήλ. Ως εκ τούτου, έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι το μέρος αυτό ίσως ταυτίζεται με την αρχαία Ιεσανά.
-
-
ΙεσβώκΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΒΩΚ
(Ιεσβώκ).
Ο πέμπτος από τους έξι γιους που γέννησε η Χετούρα στον Αβραάμ, στη σειρά με την οποία κατονομάζονται. Ο Αβραάμ έστειλε αυτούς τους γιους μακριά δίνοντάς τους δώρα, αλλά όχι μερίδιο από την κληρονομιά του.—Γε 25:1, 2, 5, 6· 1Χρ 1:32.
-
-
ΙεσείΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΕΙ
(Ιεσεί) [συντετμημένη μορφή του Ησαΐας, που σημαίνει «Σωτηρία του Ιεχωβά»].
1. Απόγονος του Ιούδα, γιος του Απφαΐμ και πατέρας του Σησάν.—1Χρ 2:3, 31.
2. Άλλος απόγονος του Ιούδα.—1Χρ 4:1, 20.
3. Ένας από τους ηγέτες και τους επικεφαλής οικογενειών στη μισή φυλή του Μανασσή, η οποία ζούσε Α του Ιορδάνη.—1Χρ 5:23, 24.
4. Συμεωνίτης, για τους τέσσερις γιους του οποίου γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο Πρώτο Χρονικών επειδή οδήγησαν 500 άντρες σε νίκη εναντίον των Αμαληκιτών που ζούσαν στο Όρος Σηείρ.—1Χρ 4:42, 43.
-
-
ΙεσέρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΕΡ
(Ιεσέρ) [Έχει Διαμορφώσει].
Ο τρίτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Νεφθαλί, ιδρυτής της οικογένειας των Ιεσεριτών.—Γε 46:24· Αρ 26:48, 49· 1Χρ 7:13.
-
-
ΙεσερίτεςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΕΡΙΤΕΣ
(Ιεσερίτες) [Του (Από τον) Ιεσέρ].
Οικογένεια της φυλής του Νεφθαλί που προήλθε από τον Ιεσέρ.—Αρ 26:48, 49.
-
-
ΙεσήρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΗΡ
(Ιεσήρ) [Ευθύτητα].
Γιος του Χάλεβ, του γιου του Εσρών, από τη φυλή του Ιούδα.—1Χρ 2:3-5, 18.
-
-
ΙεσίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΙΑΣ
(Ιεσίας) [Ο Ιεχωβά Κάνει να Ξεχάσει].
1. Ένας από τους επικεφαλής της φυλής του Ισσάχαρ του οποίου οι απόγονοι συνέβαλαν στο να γίνει αυτή η φυλή πολυάριθμη.—1Χρ 7:1, 3, 4.
2. Πολεμιστής που συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Δαβίδ στη Σικλάγ, πιθανώς Κορεΐτης.—1Χρ 12:1, 6.
3. Απόγονος του Καάθ του οποίου τους Λευίτες γιους οργάνωσε ο Δαβίδ στη διάρκεια της βασιλείας του.—1Χρ 23:12, 20· 24:24, 25.
4. Άλλος Λευίτης των ημερών του Δαβίδ, απόγονος του Μωυσή.—1Χρ 23:14-17· 24:21.
-
-
ΙεσουρούνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΟΥΡΟΥΝ
(Ιεσουρούν) [Ευθύς].
Τιμητικός τίτλος του Ισραήλ. Στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα το όνομα «Ιεσουρούν» γίνεται έκφραση στοργής και αποδίδεται ἠγαπημένος. Ο χαρακτηρισμός «Ιεσουρούν» θα έπρεπε να υπενθυμίζει στον Ισραήλ ότι είχε κληθεί να είναι ο λαός με τον οποίο είχε συνάψει διαθήκη ο Ιεχωβά και ότι επομένως είχε την υποχρέωση να παραμένει ευθύς. (Δευ 33:5, 26· Ησ 44:2) Στο εδάφιο Δευτερονόμιο 32:15 το όνομα Ιεσουρούν χρησιμοποιείται ειρωνικά. Αντί να ζει σε αρμονία με το όνομά του, Ιεσουρούν, ο Ισραήλ έγινε ανυπότακτος, εγκατέλειψε τον Πλάστη του και καταφρόνησε τον Σωτήρα του.
-
-
ΙεσσαίΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΣΑΙ
(Ιεσσαί) [συντετμημένη μορφή του Ιεσίας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Κάνει να Ξεχάσει»· ή, πιθανώς, συντετμημένη μορφή του Αβισαί].
Πατέρας του Βασιλιά Δαβίδ από τη φυλή του Ιούδα, εγγονός της Ρουθ και του Βοόζ και κρίκος στη γενεαλογική γραμμή μεταξύ του Αβραάμ και του Ιησού. (Ρθ 4:17, 22· Ματ 1:5, 6· Λου 3:31, 32) Ο Ιεσσαί απέκτησε οχτώ γιους, ένας από τους οποίους προφανώς πέθανε προτού αποκτήσει δικούς του γιους, γεγονός που ίσως εξηγεί την απουσία του ονόματός του από τις γενεαλογίες του Πρώτου Χρονικών. (1Σα 16:10, 11· 17:12· 1Χρ 2:12-15) Οι δύο αδελφές του Δαβίδ, η Αβιγαία και η Σερουία, δεν προσδιορίζονται πουθενά ως κόρες του Ιεσσαί, η μία μάλιστα αναφέρεται ως «κόρη του Νάας». (1Χρ 2:16, 17· 2Σα 17:25) Ο Νάας πιθανόν να ήταν πρώην σύζυγος της γυναίκας του Ιεσσαί, πράγμα που θα σήμαινε ότι οι κόρες της ήταν ετεροθαλείς αδελφές των γιων του Ιεσσαί, εκτός αν «Νάας» είναι ένα άλλο όνομα του Ιεσσαί, ή και το όνομα της συζύγου του ακόμη, όπως διατείνονται μερικοί.
Ο Ιεσσαί είχε ποίμνια και ζούσε στη Βηθλεέμ. Όταν ο Βασιλιάς Σαούλ απομακρύνθηκε από την αληθινή λατρεία, ο Ιεχωβά έστειλε τον Σαμουήλ στο σπίτι του Ιεσσαί με σκοπό να χρίσει βασιλιά έναν από τους γιους του. Ο Ιεσσαί παρουσίασε τους εφτά μεγαλύτερους γιους του, αλλά ο Ιεχωβά δεν εξέλεξε κανέναν από αυτούς, οπότε ο Ιεσσαί αναγκάστηκε να καλέσει το μικρότερο γιο του τον Δαβίδ, ο οποίος έβοσκε τα πρόβατα. Αυτός ο γιος ήταν ο εκλεκτός του Ιεχωβά.—1Σα 16:1-13.
Όταν ο Σαούλ κάλεσε κοντά του τον Δαβίδ για να τον ηρεμεί παίζοντάς του άρπα, ο ηλικιωμένος Ιεσσαί τού έστειλε ένα μεγάλο δώρο και αργότερα έδωσε στον Δαβίδ την άδεια να παραμείνει για κάποιο διάστημα στην αυλή του Σαούλ υπηρετώντας τον. (1Σα 16:17-23· 17:12) Αργότερα, όταν ο Δαβίδ είχε καθώς φαίνεται επιστρέψει για να φροντίζει τα πρόβατα, ο Ιεσσαί τον έστειλε με μερικές προμήθειες στα τρία μεγαλύτερα αγόρια που υπηρετούσαν στο στρατό του Σαούλ. (1Σα 17:13, 15, 17, 18, 20) Τον καιρό που ο Δαβίδ είχε τεθεί εκτός νόμου από τον Σαούλ, ο Ιεσσαί και η σύζυγός του βρήκαν άσυλο στον Μωάβ.—1Σα 22:3, 4.
Συχνά ο Δαβίδ αποκαλείται υποτιμητικά «γιος του Ιεσσαί» από άτομα όπως ο Σαούλ, ο Δωήκ, ο Νάβαλ και ο Σεβά (1Σα 20:27, 30, 31· 22:7-9, 13· 25:10· 2Σα 20:1· 1Βα 12:16· 2Χρ 10:16), αλλά και με περισσότερο σεβασμό σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα, από τον ίδιο τον Δαβίδ, τον Έσδρα και τον Ιεχωβά Θεό.—1Σα 16:18· 17:58· 2Σα 23:1· 1Χρ 10:14· 12:18· 29:26· Ψλ 72:20· Λου 3:32· Πρ 13:22.
Η προφητική υπόσχεση ότι «η ρίζα του Ιεσσαί» θα “στεκόταν ως σημάδι για τους λαούς” και θα έκρινε με δικαιοσύνη εκπληρώνεται στο πρόσωπο του Χριστού Ιησού, εκείνου που, λόγω του ότι είναι αθάνατος, διατηρεί ζωντανή τη γενεαλογική γραμμή του Ιεσσαί.—Ησ 11:1-5, 10· Ρω 15:8, 12.
-
-
ΙεσσίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΣΙΑΣ
(Ιεσσίας) [Ο Γιαχ Κάνει να Ξεχάσει].
Ένας από τους Λευίτες που ανταποκρίθηκαν στην παρότρυνση του Έσδρα και εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:31, 44.
-
-
ΙεσχάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΣΧΑ
(Ιεσχά).
Κόρη του Αρράν, αδελφού του Αβραάμ, και αδελφή του Λωτ. Γεννήθηκε προτού ο θείος της ο Αβραάμ και το σπιτικό του φύγουν από την Ουρ των Χαλδαίων.—Γε 11:27-31.
-
-
ΙετούρΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΤΟΥΡ
(Ιετούρ).
Γιος του Ισμαήλ (Γε 25:13-15· 1Χρ 1:31) και προπάτορας ενός λαού, εναντίον του οποίου πολέμησαν οι Ισραηλίτες. (1Χρ 5:18, 19) Απόγονοι του Ιετούρ ενδεχομένως ήταν οι Ιτουραίοι.—Λου 3:1· βλέπε ΙΤΟΥΡΑΙΑ.
-
-
ΙεφθάεΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΦΘΑΕ
(Ιεφθάε) [Είθε να Ανοίξει [ο Θεός]· [Ο Θεός] Έχει Ανοίξει].
Κριτής του Ισραήλ από τη φυλή του Μανασσή. (Αρ 26:29· Κρ 11:1) Έκρινε την περιοχή της Γαλαάδ επί έξι χρόνια, ίσως κατά την περίοδο της ιερατείας του Ηλεί και τα πρώτα χρόνια της ζωής του Σαμουήλ. (Κρ 12:7) Η αναφορά που κάνει ο Ιεφθάε στα «τριακόσια χρόνια» ισραηλιτικής κυριαρχίας Α του Ιορδάνη φαίνεται να τοποθετεί την έναρξη της εξαετούς περιόδου κατά την οποία υπηρέτησε ως κριτής στο 1173 Π.Κ.Χ. περίπου.—Κρ 11:26.
Ο Ιεφθάε Ήταν Νόμιμος Γιος. Η μητέρα του Ιεφθάε ήταν “πόρνη”, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιεφθάε ήταν καρπός πορνείας ή νόθος. Η μητέρα του υπήρξε πόρνη προτού παντρευτεί τον Γαλαάδ ως δευτερεύουσα σύζυγός του, όπως ακριβώς η Ραάβ υπήρξε κάποτε πόρνη αλλά αργότερα παντρεύτηκε τον Σαλμών. (Κρ 11:1· Ιη 2:1· Ματ 1:5) Το ότι ο Ιεφθάε δεν ήταν νόθος αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ετεροθαλείς αδελφοί του, από την κύρια σύζυγο του Γαλαάδ, τον έδιωξαν για να μη συμμετάσχει στην κληρονομιά. (Κρ 11:2) Επιπρόσθετα, ο Ιεφθάε έγινε αργότερα ο αναγνωρισμένος ηγέτης των αντρών της Γαλαάδ (ανάμεσα στους οποίους φαίνεται ότι οι ετεροθαλείς αδελφοί του κατείχαν εξέχουσα θέση). (Κρ 11:11) Επιπλέον, πρόσφερε θυσία στον Θεό στη σκηνή της μαρτυρίας. (Κρ 11:30, 31) Ένας νόθος γιος δεν θα ήταν δυνατόν να κάνει τίποτα από αυτά, διότι ο Νόμος δήλωνε συγκεκριμένα: «Κανένας νόθος γιος δεν επιτρέπεται να μπει στην εκκλησία του Ιεχωβά. Ακόμη και μέχρι τη δέκατη γενιά, κανείς δικός του δεν επιτρέπεται να μπει στην εκκλησία του Ιεχωβά».—Δευ 23:2.
Ο Ιεφθάε ήταν προφανώς ο πρωτότοκος του Γαλαάδ. Συνεπώς, φυσιολογικά θα κληρονομούσε δύο μερίδια από την περιουσία του πατέρα του, του Γαλαάδ (ο οποίος φαίνεται ότι είχε ήδη πεθάνει όταν έδιωξαν τον Ιεφθάε οι ετεροθαλείς αδελφοί του), και θα ήταν επίσης η κεφαλή της οικογένειας. Μόνο αν τον έδιωχναν παράνομα θα μπορούσαν οι ετεροθαλείς αδελφοί του να του στερήσουν την κληρονομιά που δικαιούνταν, διότι ακόμη και αν ο πρωτότοκος γιος κάποιου πατέρα ήταν γιος της δευτερεύουσας συζύγου, ή μιας λιγότερο ευνοούμενης συζύγου, θα έπρεπε, παρ’ όλα αυτά, να λάβει τα δικαιώματα του πρωτοτόκου.—Δευ 21:15-17.
«Αργόσχολοι Άνθρωποι» Συγκεντρώνονται Κοντά στον Ιεφθάε. Όταν έδιωξαν τον Ιεφθάε οι ετεροθαλείς αδελφοί του, αυτός κατοίκησε στη γη Τωβ, μια περιοχή Α της Γαλαάδ, προφανώς έξω από τα όρια του Ισραήλ. Εδώ ο Ιεφθάε βρισκόταν κοντά στα σύνορα, εκτεθειμένος στους ξένους εχθρούς του Ισραήλ, ιδιαίτερα στον Αμμών. «Αργόσχολοι άνθρωποι», δηλαδή άνθρωποι που προφανώς είχαν αναγκαστεί να γίνουν αργόσχολοι ή είχαν χάσει την εργασία τους εξαιτίας της παρενόχλησης των Αμμωνιτών και οι οποίοι επαναστάτησαν εναντίον του ζυγού του Αμμών, ήρθαν στον Ιεφθάε και τέθηκαν υπό τις διαταγές του. (Κρ 11:3) Όσοι ζούσαν στην περιοχή Α του Ιορδάνη Ποταμού (οι φυλές του Ρουβήν, του Γαδ και η μισή φυλή του Μανασσή) ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι, και οι Αμμωνίτες εισβολείς (οι οποίοι μερικές φορές διέσχιζαν μάλιστα και τον Ιορδάνη) προφανώς άρπαζαν κατά τις επιδρομές τους τα υπάρχοντα και τα εισοδήματα πολλών κατοίκων της Γαλαάδ.—Κρ 10:6-10.
Οι Αμμωνίτες Απειλούν με Πόλεμο. Η καταδυνάστευση από τους Αμμωνίτες συνεχίστηκε επί 18 χρόνια. Ο Θεός το επέτρεψε αυτό επειδή οι Ισραηλίτες, εκδηλώνοντας απιστία, είχαν στραφεί στο να υπηρετούν τους θεούς των γύρω εθνών. Τώρα όμως οι γιοι του Ισραήλ είχαν συνέλθει, είχαν μετανοήσει για την ανόητη πορεία τους και επικαλούνταν τον Ιεχωβά για βοήθεια. Άρχισαν να καταστρέφουν τα είδωλά τους και να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Τότε ο Αμμών συγκεντρώθηκε στη Γαλαάδ για έναν γενικευμένο πόλεμο. (Κρ 10:7-17· 11:4) Αυτό το γεγονός υποδηλώνει ότι στην ουσία ο μεγάλος αόρατος εχθρός του Θεού, ο Σατανάς ο Διάβολος, ήταν εκείνος ο οποίος ξεσήκωνε τα ειδωλολατρικά έθνη εναντίον του Ισραήλ και ότι το πραγματικό ζήτημα ήταν η λατρεία του αληθινού Θεού.—Παράβαλε Απ 12:9· Ψλ 96:5· 1Κο 10:20.
Ο Ισραήλ συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στη Μισπά. Οι ετεροθαλείς αδελφοί του Ιεφθάε ήταν προφανώς εξέχοντες μεταξύ των πρεσβυτέρων της Γαλαάδ. (Κρ 10:17· 11:7) Διέκριναν την ανάγκη που υπήρχε για σωστή ηγεσία και κατεύθυνση. (Κρ 10:18) Αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε να έχουν ως κεφαλή τους έναν άντρα διορισμένο από τον Θεό προκειμένου να νικήσουν τον Αμμών. (Κρ 11:5, 6, 10) Αναμφίβολα, τα επιτεύγματα του Ιεφθάε και των αντρών του στην Τωβ αποτελούσαν ένδειξη ότι τον είχε επιλέξει ο Θεός. (Κρ 11:1) Οι άντρες της Γαλαάδ αποφάσισαν να πάνε στον Ιεφθάε, τον οποίο προηγουμένως είχαν καταφρονήσει, για να του ζητήσουν να γίνει κεφαλή τους.
Ο Ιεφθάε Γίνεται Κεφαλή της Γαλαάδ. Ο Ιεφθάε συμφώνησε να τους οδηγήσει στη μάχη εναντίον του Αμμών υπό έναν όρο: αν ο Ιεχωβά τού έδινε τη νίκη, θα συνέχιζε να είναι κεφαλή όταν θα επέστρεφε από τη μάχη. Η επιμονή του σε αυτό δεν ήταν ιδιοτελής αξίωση. Είχε αποδείξει ότι ενδιαφερόταν για τη μάχη που θα δινόταν για χάρη του ονόματος του Θεού και του λαού του. Αν, λοιπόν, νικούσε τον Αμμών, αυτό θα καταδείκνυε ότι ο Θεός ήταν μαζί του. Ο Ιεφθάε ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν επρόκειτο να εγκαταλείψουν ξανά τη διακυβέρνηση του Θεού όταν θα περνούσε η κρίσιμη κατάσταση. Επίσης, αν ήταν πράγματι ο πρωτότοκος γιος του Γαλαάδ, απλώς εδραίωνε με αυτόν τον τρόπο το νόμιμο δικαίωμα που είχε να είναι κεφαλή του οίκου του Γαλαάδ. Τότε συνάφθηκε αυτή η διαθήκη ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά. Με αυτό ο Ιεφθάε έδειξε και πάλι ότι απέβλεπε στον Ιεχωβά ως τον Θεό και Βασιλιά του Ισραήλ και ως τον πραγματικό Ελευθερωτή τους.—Κρ 11:8-11.
Ο Ιεφθάε, ως δραστήριος άνθρωπος, άρχισε χωρίς καθυστέρηση να ασκεί σθεναρή ηγεσία. Έστειλε μήνυμα στο βασιλιά του Αμμών, επισημαίνοντας ότι ο Αμμών ήταν καταπατητής επειδή είχε εισβάλει στη γη του Ισραήλ. Ο βασιλιάς απάντησε ότι αυτή τη γη την είχε πάρει ο Ισραήλ από τον Αμμών. (Κρ 11:12, 13) Σε αυτό το σημείο ο Ιεφθάε έδειξε ότι δεν ήταν ένας τραχύς, άξεστος πολεμιστής, αλλά ήταν μελετητής της ιστορίας και ιδιαίτερα της πολιτείας του Θεού με το λαό του. Αντέκρουσε το επιχείρημα των Αμμωνιτών, καταδεικνύοντας ότι (1) ο Ισραήλ δεν πείραξε τον Αμμών, τον Μωάβ ή τον Εδώμ (Κρ 11:14-18· Δευ 2:9, 19, 37· 2Χρ 20:10, 11)· (2) ο Αμμών δεν είχε στην κατοχή του τη διεκδικούμενη γη τον καιρό της ισραηλιτικής κατάκτησης, επειδή αυτή βρισκόταν στα χέρια των Αμορραίων της Χαναάν και ο Θεός είχε δώσει το βασιλιά τους, τον Σηών, και τη γη του στο χέρι του Ισραήλ· (3) είχαν περάσει 300 χρόνια χωρίς να διεκδικήσει ο Αμμών τη γη που κατείχε ο Ισραήλ· επομένως, ποια ουσιαστική βάση υπήρχε για να το κάνει αυτό τώρα;—Κρ 11:19-27.
Ο Ιεφθάε έφτασε στην καρδιά του ζητήματος όταν κατέδειξε ότι επρόκειτο ουσιαστικά για θέμα λατρείας. Δήλωσε ότι ο Ιεχωβά Θεός είχε δώσει τη γη στον Ισραήλ και γι’ αυτόν το λόγο δεν επρόκειτο να δώσουν ούτε ένα χιλιοστό από αυτήν σε λάτρεις ψεύτικου θεού. Αποκάλεσε τον Χεμώς θεό του Αμμών. Μερικοί νομίζουν ότι αυτό ήταν λάθος. Αλλά παρότι ο Αμμών είχε θεό τον Μελχώμ και παρότι ο Χεμώς ήταν θεός του Μωάβ, αυτά τα συγγενή έθνη λάτρευαν πολλούς θεούς. Ακόμη και ο Σολομών έφερε τη λατρεία του Χεμώς στον Ισραήλ, ενεργώντας εσφαλμένα εξαιτίας των αλλοεθνών συζύγων του. (Κρ 11:24· 1Βα 11:1, 7, 8, 33· 2Βα 23:13) Επιπλέον, το όνομα «Χεμώς» πιθανόν να σημαίνει «Αυτός που Καθυποτάσσει, Κατακτητής», σύμφωνα με μερικούς λογίους. (Βλέπε Εβραϊκό και Χαλδαϊκό Λεξικό του Γεσένιου [Gesenius’s Hebrew and Chaldee Lexicon], μετάφραση [στην αγγλική] Σ. Τρετζέλις, 1901, σ. 401.) Ο Ιεφθάε ίσως έστρεφε την προσοχή σε αυτόν το θεό ως εκείνον στον οποίο οι Αμμωνίτες απέδιδαν το χαρακτηριστικό ότι “καθυπέτασσε” ή “κατακτούσε” άλλους λαούς για να δώσει γη στους ίδιους.
Η Ευχή του Ιεφθάε. Ο Ιεφθάε διέκρινε τώρα ότι ήταν θέλημα Θεού να διεξαχθεί η μάχη με τον Αμμών. Υπό την επενέργεια του πνεύματος του Θεού, οδήγησε το στρατό του στη μάχη. Όπως ο Ιακώβ περίπου 600 χρόνια νωρίτερα, έτσι και ο Ιεφθάε έκανε μια ευχή, εκδηλώνοντας την ολόκαρδη επιθυμία του να λάβει κατεύθυνση από τον Ιεχωβά και αποδίδοντας οποιαδήποτε πιθανή επιτυχία του στον Ιεχωβά. (Κρ 11:30, 31· Γε 28:20-22) Ο Ιεχωβά άκουσε με εύνοια την ευχή του και οι Αμμωνίτες καθυποτάχθηκαν.—Κρ 11:32, 33.
Μήπως είχε υπόψη του ο Ιεφθάε να κάνει ανθρωποθυσία όταν ευχήθηκε να προσφέρει ως ολοκαύτωμα τον πρώτο που θα έβγαινε από το σπίτι του;
Μερικοί κριτικοί και λόγιοι έχουν αποδοκιμάσει τον Ιεφθάε για την ευχή του, επειδή έχουν την άποψη ότι ο Ιεφθάε ακολούθησε τη συνήθεια των άλλων εθνών και πρόσφερε την κόρη του καίγοντάς την ως ανθρώπινο ολοκαύτωμα. Δεν συνέβη όμως κάτι τέτοιο. Μια κατά γράμμα ανθρωποθυσία θα πρόσβαλλε τον Ιεχωβά, θα ήταν ένα αηδιαστικό πράγμα που παραβίαζε το νόμο του. Εκείνος είχε διατάξει αυστηρά τον Ισραήλ: «Δεν πρέπει να μάθεις να ενεργείς σύμφωνα με τα απεχθή πράγματα εκείνων των εθνών. Δεν πρέπει να βρεθεί σε εσένα κάποιος που περνάει το γιο του ή την κόρη του μέσα από τη φωτιά . . . Διότι όποιος κάνει αυτά τα πράγματα είναι απεχθής στον Ιεχωβά, και για αυτά τα απεχθή πράγματα ο Ιεχωβά ο Θεός σου τους διώχνει από μπροστά σου». (Δευ 18:9-12) Ο Ιεχωβά δεν θα ευλογούσε ένα τέτοιο άτομο—απεναντίας, θα το καταριόταν. Οι Αμμωνίτες, τους οποίους πολεμούσε ο Ιεφθάε, ήταν αυτοί που έκαναν ανθρωποθυσίες στο θεό τους τον Μολόχ.—Παράβαλε 2Βα 17:17· 21:6· 23:10· Ιερ 7:31, 32· 19:5, 6.
Όταν ο Ιεφθάε είπε: «Όποιος βγει από τις πόρτες του σπιτιού μου να με συναντήσει . . . θα γίνει του Ιεχωβά», αναφερόταν σε άνθρωπο και όχι σε ζώο, εφόσον ήταν απίθανο να έχουν οι Ισραηλίτες στα σπίτια τους ζώα που ήταν κατάλληλα για θυσία και να τα αφήνουν να τριγυρίζουν εκεί ελεύθερα. Επιπλέον, η προσφορά ενός ζώου δεν θα έδειχνε κάποια ιδιαίτερη αφοσίωση στον Θεό. Ο Ιεφθάε ήξερε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η κόρη του το άτομο που θα έβγαινε να τον συναντήσει. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το πνεύμα του Ιεχωβά επενεργούσε στον Ιεφθάε εκείνον τον καιρό, και αυτό θα τον απέτρεπε από κάποια απερίσκεπτη ευχή. Πώς, λοιπόν, το άτομο που θα έβγαινε να συναντήσει τον Ιεφθάε για να τον συγχαρεί για τη νίκη του θα “γινόταν του Ιεχωβά” και θα προσφερόταν «ως ολοκαύτωμα»;—Κρ 11:31.
Υπήρχε η δυνατότητα να προσφερθούν άτομα για αποκλειστική υπηρεσία προς τον Ιεχωβά σχετική με το αγιαστήριο. Επρόκειτο για ένα δικαίωμα το οποίο μπορούσαν να ασκήσουν οι γονείς. Ο Σαμουήλ ήταν ένα τέτοιο άτομο, το οποίο η μητέρα του η Άννα είχε ευχηθεί να προσφέρει στην υπηρεσία της σκηνής πριν από τη γέννησή του. Αυτή η ευχή είχε την έγκριση του συζύγου της του Ελκανά. Μόλις απογαλακτίστηκε ο Σαμουήλ, η Άννα τον πρόσφερε στο αγιαστήριο. Μαζί με αυτόν, η Άννα έφερε και ένα ζώο για θυσία. (1Σα 1:11, 22-28· 2:11) Ο Σαμψών ήταν άλλο ένα παιδί που προσφέρθηκε ειδικά για να υπηρετεί τον Θεό ως Ναζηραίος.—Κρ 13:2-5, 11-14· παράβαλε με την εξουσία που είχε ο πατέρας όσον αφορά την κόρη του όπως περιγράφεται στα εδάφια Αρ 30:3-5, 16.
Όταν ο Ιεφθάε έφερε την κόρη του στο αγιαστήριο, το οποίο εκείνον τον καιρό ήταν στη Σηλώ, αναμφίβολα συνόδευσε αυτή του την ενέργεια με το ολοκαύτωμα κάποιου ζώου. Σύμφωνα με το Νόμο, το ολοκαύτωμα σφαζόταν, γδερνόταν και τεμαχιζόταν, τα έντερα και τα πόδια πλένονταν, και το σώμα, όλα τα μέλη μαζί με το κεφάλι, καιγόταν πάνω στο θυσιαστήριο. (Λευ 1:3-9) Το γεγονός ότι η προσφορά αυτή δινόταν ολόκληρη αντιπροσώπευε πλήρη, ανεπιφύλακτη, ολόκαρδη αφιέρωση στον Ιεχωβά, και όταν συνόδευε κάποια άλλη προσφορά (όπως, παραδείγματος χάρη, όταν το ολοκαύτωμα προσφερόταν έπειτα από την προσφορά για αμαρτία την Ημέρα της Εξιλέωσης), αποτελούσε επίκληση προς τον Ιεχωβά ώστε να δεχτεί εκείνη την προσφορά.—Λευ 16:3, 5, 6, 11, 15, 24.
Αυτό ήταν πραγματική θυσία τόσο από μέρους του Ιεφθάε όσο και από μέρους της κόρης του, γιατί ο Ιεφθάε δεν είχε άλλο παιδί. (Κρ 11:34) Επομένως, δεν θα υπήρχε απόγονός του για να διατηρήσει το όνομα και την κληρονομιά του στον Ισραήλ. Η μοναδική ελπίδα του Ιεφθάε σχετικά με αυτό ήταν η κόρη του. Εκείνη έκλαψε όχι για το θάνατό της, αλλά για την «παρθενία» της, επειδή επιθυμία του κάθε Ισραηλίτη και της κάθε Ισραηλίτισσας ήταν να αποκτήσει παιδιά και να διατηρήσει το όνομα και την κληρονομιά της οικογένειας. (Κρ 11:37, 38) Η στειρότητα ήταν συμφορά. Η κόρη, όμως, του Ιεφθάε «δεν είχε ποτέ σχέσεις με άντρα». Αν αυτά τα λόγια εφαρμόζονταν μόνο στην περίοδο πριν από την εκπλήρωση της ευχής, τότε θα ήταν περιττά, εφόσον είχε αναφερθεί συγκεκριμένα ότι η κοπέλα ήταν παρθένα. Το ότι η δήλωση αυτή αναφέρεται στην εκπλήρωση της ευχής φαίνεται από το ότι εμφανίζεται μετά την έκφραση: «Αυτός εκπλήρωσε προς εκείνη την ευχή του, την οποία είχε κάνει». Στην πραγματικότητα, το υπόμνημα επισημαίνει ότι και μετά την εκπλήρωση της ευχής εκείνη διατήρησε την παρθενία της.—Κρ 11:39· παράβαλε αποδόσεις KJ· Dy· ΜΝΚ· ΒΑΜ· ΛΧ.
Επιπλέον, «κάθε χρόνο» οι φίλες της κόρης του Ιεφθάε την επισκέπτονταν για να της «δώσουν έπαινο». (Κρ 11:40) Η εβραϊκή λέξη τανάχ, η οποία χρησιμοποιείται εδώ, εμφανίζεται επίσης στο εδάφιο Κριτές 5:11, και σε εκείνο το εδάφιο αποδίδεται με διάφορους τρόπους: “διηγούνται” (AT· ΜΝΚ· ΒΑΜ), «εξιστορούν» (KJ), “επαναλαμβάνουν” (RS· ΛΧ). Η λέξη αυτή ορίζεται στο Εβραϊκό και Χαλδαϊκό Λεξικό ([A Hebrew and Chaldee Lexicon], επιμέλεια Μπ. Ντέιβις, 1957, σ. 693) ως «επαναλαμβάνω, εξιστορώ». Στο εδάφιο Κριτές 11:40, η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου αποδίδει αυτόν τον όρο «να θρηνήσουν», αλλά η περιθωριακή σημείωση έχει την απόδοση «να μιλήσουν με». (Βλέπε επίσης ΒΑΜ.) Καθώς η κόρη του Ιεφθάε υπηρετούσε στο αγιαστήριο, αναμφίβολα όπως και άλλοι Νεθινίμ («Δοσμένοι», που είχαν προσφερθεί για την υπηρεσία του αγιαστηρίου), θα υπήρχαν πολλά πράγματα που θα μπορούσε να κάνει. Αυτά τα άτομα πρόσφεραν υπηρεσία μαζεύοντας ξύλα, αντλώντας νερό, κάνοντας διάφορες επισκευές και αναμφίβολα εκτελώντας πολλά άλλα καθήκοντα ως βοηθοί των ιερέων και των Λευιτών που βρίσκονταν εκεί.—Ιη 9:21, 23, 27· Εσδ 7:24· 8:20· Νε 3:26.
Οι Εφραϊμίτες Αντιτίθενται στον Ιεφθάε. Οι Εφραϊμίτες, οι οποίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως την κυρίαρχη φυλή του βόρειου Ισραήλ (περιλαμβανομένης και της Γαλαάδ), αρνήθηκαν από υπερηφάνεια να αναγνωρίσουν τον Ιεφθάε και προσπάθησαν να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Επινόησαν, λοιπόν, μια ψεύτικη κατηγορία για να δείξουν ότι τους είχε προσβάλει. Παρόμοια στάση είχαν εκδηλώσει πριν από χρόνια, την εποχή του Κριτή Γεδεών. (Κρ 8:1) Ισχυρίστηκαν ότι ο Ιεφθάε δεν τους είχε καλέσει στη μάχη εναντίον του Αμμών και απείλησαν να κάψουν το σπίτι του Ιεφθάε ενώ εκείνος θα βρισκόταν μέσα σε αυτό.—Κρ 12:1.
Ο Ιεφθάε απάντησε ότι τους είχε καλέσει αλλά εκείνοι δεν είχαν ανταποκριθεί. Τους είπε το εξής επιχείρημα: «Ο Ιεχωβά τούς έδωσε [τον Αμμών] στο χέρι μου. Γιατί, λοιπόν, ανεβήκατε εναντίον μου αυτή την ημέρα για να πολεμήσετε εναντίον μου;» (Κρ 12:2, 3) Οι Εφραϊμίτες ισχυρίστηκαν τα εξής σχετικά με το στράτευμα του Ιεφθάε: «Φυγάδες από τον Εφραΐμ είστε εσείς, ο Γαλαάδ, μέσα στον Εφραΐμ, μέσα στον Μανασσή». (Κρ 12:4) Με αυτά τα λόγια πιθανώς ονείδιζαν τον Ιεφθάε κάνοντας νύξη στο γεγονός ότι, στο παρελθόν, είχε διωχτεί και είχε μαζί του “αργόσχολους ανθρώπους”, άνεργους, ως «φυγάδες».—Κρ 11:3.
Στη μάχη που ακολούθησε, ο Εφραΐμ χτυπήθηκε και κατατροπώθηκε. Οι άντρες του Ιεφθάε τούς σταματούσαν στα περάσματα του Ιορδάνη. Όταν οι Εφραϊμίτες που διέφευγαν προσπαθούσαν να κρύψουν την ταυτότητά τους, τους πρόδιδε η προφορά τους. Στη δοκιμή στην οποία τους υπέβαλλαν ζητώντας τους να πουν τη λέξη «Σχίββωλεθ», δεν μπορούσαν να προφέρουν τον παχύ φθόγγο «σχ» και έτσι έλεγαν απλώς «Σίββωλεθ». Επειδή ενήργησαν στασιαστικά εναντίον εκείνου τον οποίο ο Ιεχωβά είχε διορίσει για τη σωτηρία τους, 42.000 Εφραϊμίτες έχασαν τη ζωή τους.—Κρ 12:5, 6.
Επιδοκιμασμένος από τον Θεό. Στο εδάφιο 1 Σαμουήλ 12:11, ο Ιεφθάε αναφέρεται ονομαστικά ως ελευθερωτής που στάλθηκε από τον Ιεχωβά, και στο εδάφιο Εβραίους 11:32 συγκαταλέγεται στο πιστό «σύννεφο μαρτύρων».—Εβρ 12:1.
-
-
ΙεχίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΙΑΣ
(Ιεχίας) [Είθε να Ζει, Γιαχ!].
Λευίτης ο οποίος υπηρέτησε ως πυλωρός για την Κιβωτό όταν αυτή μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 15:24, 25.
-
-
ΙεχιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΙΗΛ
(Ιεχιήλ) [Είθε να Ζει, Θεέ!].
1. Λευίτης της δεύτερης υποδιαίρεσης των μουσικών ο οποίος συνόδευσε την κιβωτό της διαθήκης από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην Ιερουσαλήμ. (1Χρ 15:17, 18, 20, 25, 28) Στη συνέχεια, ο Ιεχιήλ διορίστηκε μαζί με άλλους να παίζει μουσική έξω από τη σκηνή όπου βρισκόταν η Κιβωτός.—1Χρ 16:1, 4-6.
2. Λευίτης «επικεφαλής», απόγονος του Γηρσών μέσω του Λαδάν. (1Χρ 23:6-8) Προς το τέλος της βασιλείας του Δαβίδ, ο Ιεχιήλ (Ιεχιηλί) και οι γιοι του (ή ο πατρικός οίκος που έφερε το όνομά του) είχαν υπό την εποπτεία τους το θησαυροφυλάκιο του οίκου λατρείας του Ιεχωβά.—1Χρ 26:21, 22· 29:8.
3. Παιδοκόμος, πιθανώς εκπαιδευτής, των γιων του Δαβίδ, γιος ή απόγονος του Αχμονί.—1Χρ 27:32.
4. Γιος του Βασιλιά Ιωσαφάτ. Ο Ιεχιήλ και οι αδελφοί του είχαν λάβει πλούσια δώρα και πόλεις από τον πατέρα τους, αλλά η βασιλεία επρόκειτο να περιέλθει στο μεγαλύτερο αδελφό τους, τον Ιωράμ. Ωστόσο, μετά το θάνατο του Ιωσαφάτ, ο Ιωράμ φόνευσε όλους τους αδελφούς του.—2Χρ 21:1-4, 12, 13.
5. Λευίτης απόγονος του Αιμάν, ο οποίος βοήθησε στην αποκομιδή των ακάθαρτων αντικειμένων τα οποία απομάκρυνε από το ναό ο Βασιλιάς Εζεκίας. (2Χρ 29:12, 14-19) Πιθανότατα πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 6.
6. Λευίτης επίτροπος ο οποίος διορίστηκε να βοηθήσει στη διαχείριση των άφθονων συνεισφορών που έφερε ο λαός στο ναό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Εζεκία. (2Χρ 31:12, 13) Πιθανότατα πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 5.
7. Ένας από τους τρεις που «ηγούνταν στον οίκο του αληθινού Θεού» και οι οποίοι συνεισέφεραν με γενναιοδωρία ζώα για να προσφερθούν ως θυσία στο μεγάλο εορτασμό του Πάσχα που τέλεσε ο Βασιλιάς Ιωσίας.—2Χρ 35:8.
8. Μέλος του πατρικού οίκου του Ιωάβ. Ο γιος του ο Αβδιού επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Έσδρα.—Εσδ 8:1, 9.
9. Κάποιος του οποίου ο γιος παραδέχτηκε ενώπιον του Έσδρα το μεγάλο σφάλμα που διέπραξε ο λαός παίρνοντας αλλοεθνείς συζύγους. Ήταν απόγονος του Ελάμ. (Εσδ 10:2) Ο Ιεχιήλ του εδαφίου Έσδρας 10:26, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους (Εσδ 10:44), ενδέχεται να είναι το ίδιο πρόσωπο ή έστω ένας άλλος απόγονος του Ελάμ.
10. Ένας από τους ιερείς που είχαν πάρει αλλοεθνείς συζύγους αλλά τις εξαπέστειλαν.—Εσδ 10:21, 44.
-
-
ΙεχιηλίΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΙΗΛΙ
(Ιεχιηλί) [Του (Από τον) Ιεχιήλ].
Γηρσωνίτης Λευίτης ο οποίος προφανώς υπηρέτησε ως επιβλέπων στο θησαυροφυλάκιο του αγιαστηρίου. (1Χρ 26:20-22) Αλλού αποκαλείται «Ιεχιήλ».—1Χρ 23:6-8· 29:8· βλέπε ΙΕΧΙΗΛ Αρ. 2.
-
-
ΙεχολίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΟΛΙΑ
(Ιεχολία) [Ο Ιεχωβά Υπήρξε Ικανός].
Μητέρα του Βασιλιά Οζία (Αζαρία) του Ιούδα, τον οποίο γέννησε περίπου το 845 Π.Κ.Χ. Η Ιεχολία, σύζυγος του Αμαζία, ήταν από την Ιερουσαλήμ.—2Βα 15:1, 2· 2Χρ 26:1, 3.
-
-
ΙεχονίαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΟΝΙΑΣ
(Ιεχονίας) [Ο Ιεχωβά Εδραιώνει].
Βασιλιάς του Ιούδα ο οποίος βασίλεψε μόλις τρεις μήνες και δέκα ημέρες προτού οδηγηθεί αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα από τον Ναβουχοδονόσορα το 617 Π.Κ.Χ. Ήταν γιος του Ιωακείμ και εγγονός του καλού Βασιλιά Ιωσία. (1Χρ 3:15-17· Εσθ 2:6· Ιερ 24:1· Ματ 1:11, 12) Μερικές φορές το όνομά του εμφανίζεται με τη συντετμημένη μορφή Χονίας. (Ιερ 22:24· 37:1) Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις αναφέρεται ως Ιωαχίν.—2Βα 24:6, 8-15· βλέπε ΙΩΑΧΙΝ.
-
-
ΙεχωακείμΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΑΚΕΙΜ
(Ιεχωακείμ) [πιθανώς, Ο Ιεχωβά Εγείρει].
Γιος και, προφανώς, διάδοχος του Ιησού, αρχιερέα της μεταιχμαλωσιακής περιόδου. (Νε 12:10, 12, 26) Προφανώς υπηρετούσε με αυτό το αξίωμα τον καιρό που επέστρεψε ο Έσδρας. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΑ΄, 121 [v, 1]) Ωστόσο, αργότερα, όταν έφτασε ο Νεεμίας (455 Π.Κ.Χ.), είχε γίνει αρχιερέας ο Ελιασίβ, ο γιος του Ιεχωακείμ.—Νε 3:1.
-
-
ΙεχωανάνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΑΝΑΝ
(Ιεχωανάν) [Ο Ιεχωβά Έχει Δείξει Εύνοια (Χάρη)· Ο Ιεχωβά Στάθηκε Φιλεύσπλαχνος].
1. Κορεΐτης πυλωρός στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ, ο έκτος γιος του Μεσελεμία.—1Χρ 26:1-3.
2. Ένας από τους αρχηγούς του στρατεύματος υπό τον Βασιλιά Ιωσαφάτ. Είχε υπό την άμεση επίβλεψή του 280.000 άντρες του Ιούδα. (2Χρ 17:12, 14-16) Πιθανώς είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 3.
3. Πατέρας του Ισμαήλ, κάποιου που συνεργάστηκε με τον Ιωδαέ και άλλους αρχηγούς για να εκθρονίσουν τη Γοθολία και να τοποθετήσουν τον Ιωάς στο θρόνο του Ιούδα. (2Χρ 23:1-3) Πιθανώς είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 2.
4. Εφραϊμίτης του οποίου ο γιος, ο Αζαρίας, ήταν ένας από τους αρχηγούς της φυλής του γύρω στο 760 Π.Κ.Χ., όταν βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Άχαζ και βασιλιάς του Ισραήλ ο Φεκά.—2Χρ 28:1, 6, 12.
5. Κεφαλή του ιερατικού πατρικού οίκου του Αμαρία επί των ημερών του Ιεχωακείμ, διαδόχου του Αρχιερέα Ιησού.—Νε 12:10, 12, 13.
6. Γιος του Ελιασίβ. Ο Έσδρας αποσύρθηκε στην τραπεζαρία του Ιεχωανάν, μέσα στο ναό, για να πενθήσει για την απιστία του λαού.—Εσδ 10:6.
7. Ένας από τους τέσσερις γιους του Βηβαΐ οι οποίοι απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:28, 44.
8. Γιος του Τωβία του Αμμωνίτη, πολέμιου του Νεεμία. Ο Ιεχωανάν παντρεύτηκε μια Ισραηλίτισσα.—Νε 6:17-19.
9. Ιερέας που στεκόταν στο ναό κατά την εγκαινίαση του ανοικοδομημένου τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 12:40-42.
-
-
ΙεχωάςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΑΣ
(Ιεχωάς).
Το όνομα αυτό γράφεται με δύο τρόπους στην εβραϊκή, αν και στην ελληνική αποδίδεται μόνο «Ιεχωάς». Η πρώτη και πιο διαδεδομένη μορφή είναι το Γιοχ’άς. Οι Αριθμοί 1 και 5 παρακάτω αντιστοιχούν στον άλλον τύπο, Γιοχ‛άς.
1. Βενιαμίτης στην οικογενειακή γραμμή του Βεχέρ.—1Χρ 7:6, 8.
2. Απόγονος του Ιούδα μέσω του Σηλά, του τρίτου στη σειρά κατονομαζόμενου γιου του.—1Χρ 2:3· 4:21, 22.
3. Πατέρας του Κριτή Γεδεών, Αβιεζερίτης από τη φυλή του Μανασσή. (Κρ 6:11, 15· 7:14· 8:13, 32) Ο Ιεχωάς ήταν προφανώς ευκατάστατος άνθρωπος με επιρροή στην κοινότητα όπου ζούσε—είχε μάλιστα ένα δικό του θυσιαστήριο αφιερωμένο στον Βάαλ, έναν «ιερό στύλο», καθώς και υπηρέτες στο σπιτικό του. Όταν ο γιος του ο Γεδεών γκρέμισε κρυφά αυτό το θυσιαστήριο και τον ιερό στύλο και στη θέση τους έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά, πάνω στο οποίο θυσίασε έναν εφταετή ταύρο, οι κάτοικοι του τόπου απαίτησαν από τον Ιεχωάς να τους παραδώσει το γιο του για να τον θανατώσουν. Η απάντηση του Ιεχωάς ήταν: «Αν [ο Βάαλ] είναι Θεός, ας κάνει ο ίδιος νομική υπεράσπιση για τον εαυτό του». Και από τότε “άρχισε να ονομάζει” τον γιο του Ιεροβάαλ.—Κρ 6:25-32· 8:29.
4. Ένας από τους κραταιούς άντρες της φυλής του Βενιαμίν που συντάχθηκαν με τις δυνάμεις του Δαβίδ στη Σικλάγ, όταν ο Δαβίδ είχε τεθεί εκτός νόμου από τον Σαούλ. Ήταν γιος ή απόγονος του Σεμαά.—1Χρ 12:1-3.
5. Κάποιος που διορίστηκε από τον Βασιλιά Δαβίδ υπεύθυνος για τα αποθέματα λαδιού.—1Χρ 27:28, 31.
6. Ένας από τους άντρες στους οποίους παρέδωσε ο Αχαάβ τον πιστό προφήτη Μιχαΐα για να τον φυλακίσουν. Αποκαλείται “γιος του βασιλιά”. (1Βα 22:26, 27· 2Χρ 18:25, 26) Αυτή η έκφραση μπορεί να εννοεί ότι είτε ήταν απόγονος του Βασιλιά Αχαάβ είτε αξιωματούχος βασιλικής καταγωγής είτε κάποιος στενά συνδεδεμένος με το βασιλικό οίκο.
-
-
ΙεχωβάΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΙΕΧΩΒΑ
(Ιεχωβά) [έμμεση ενεργητική διάθεση, μη τετελεσμένη κατάσταση, του εβρ. ρήματος χαβάχ (γίνομαι)· σημαίνει «Αυτός Κάνει να Γίνεται»].
Το προσωπικό όνομα του Θεού. (Ησ 42:8· 54:5) Παρά το ότι οι Γραφές αποδίδουν στον Ιεχωβά διάφορους περιγραφικούς τίτλους, όπως «Θεός», «Υπέρτατος Κύριος», «Δημιουργός», «Πατέρας», «ο Παντοδύναμος» και «ο Ύψιστος», τόσο η προσωπικότητά Του όσο και οι ιδιότητές Του—το ποιος είναι και το τι είναι—συγκεφαλαιώνονται απόλυτα σε αυτό το προσωπικό όνομα και εκφράζονται μόνο με αυτό.—Ψλ 83:18.
Η Σωστή Προφορά του Θεϊκού Ονόματος. Η πιο γνωστή προφορά του θεϊκού ονόματος είναι «Ιεχωβά», αν και η πλειονότητα των λογίων της εβραϊκής τάσσεται υπέρ της προφοράς «Γιαχβέ». Στα αρχαιότερα εβραϊκά χειρόγραφα το όνομα παριστάνεται με τέσσερα σύμφωνα, το κοινώς λεγόμενο Τετραγράμματο. Αυτά τα τέσσερα γράμματα יהוה (που γράφονται από τα δεξιά προς τα αριστερά) μπορούν να μεταγραφούν στην ελληνική ως ΓΧΒΧ (ή ΙΧΒΧ).
Επομένως, τα εβραϊκά σύμφωνα του ονόματος είναι γνωστά. Το ερώτημα είναι: Ποια φωνήεντα συνδυάζονται με αυτά τα σύμφωνα; Η χρήση φωνηεντικών σημείων στην εβραϊκή δεν άρχισε παρά μετά τα μέσα της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ. (Βλέπε ΕΒΡΑΪΚΗ [Αλφάβητο και Γραφή της Εβραϊκής].) Επιπλέον, εξαιτίας μιας θρησκευτικής δεισιδαιμονίας που είχε ξεκινήσει αιώνες νωρίτερα, τα φωνηεντικά σημεία που υπάρχουν στα εβραϊκά χειρόγραφα δεν παρέχουν διαφωτιστικά στοιχεία ως προς το ποια φωνήεντα συναπάρτιζαν κανονικά το θεϊκό όνομα.
Μια δεισιδαιμονία αποκρύπτει το όνομα. Από ένα σημείο και έπειτα, γεννήθηκε μεταξύ των Ιουδαίων η δεισιδαιμονική αντίληψη ότι ήταν κακό ακόμη και να προφέρει κανείς το θεϊκό όνομα (το οποίο αντιπροσωπευόταν από το Τετραγράμματο). Οι λόγοι που προβλήθηκαν αρχικά για να σταματήσει η χρήση του ονόματος δεν είναι γνωστοί με βεβαιότητα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι το όνομα θεωρούνταν πολύ ιερό για να το εκφέρουν ατελή χείλη. Ωστόσο, στις Εβραϊκές Γραφές δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι κάποιος από τους αληθινούς υπηρέτες του Θεού δίστασε ποτέ να προφέρει το όνομά του. Μη Βιβλικά εβραϊκά κείμενα, όπως οι λεγόμενες Επιστολές της Λαχείς, καταδεικνύουν ότι το όνομα χρησιμοποιούνταν στην κοινή επιστολογραφία στην Παλαιστίνη, στα τέλη του έβδομου αιώνα Π.Κ.Χ.
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, το ζητούμενο ήταν να αποφευχθεί η γνωστοποίηση του ονόματος στους άλλους λαούς που δεν ήταν Ιουδαίοι και η τυχόν κακή χρήση του ονόματος από μέρους τους. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ιεχωβά είπε ότι θα “έκανε το όνομά του να διακηρυχτεί σε όλη τη γη” (Εξ 9:16· παράβαλε 1Χρ 16:23, 24· Ψλ 113:3· Μαλ 1:11, 14), ώστε να το μάθουν ακόμη και οι αντίδικοί του. (Ησ 64:2) Στην πραγματικότητα, τα ειδωλολατρικά έθνη γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν αυτό το όνομα τόσο στην εποχή πριν από την Κοινή μας Χρονολογία όσο και κατά τους πρώτους αιώνες της Κοινής μας Χρονολογίας. (Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια [The Jewish Encyclopedia], 1976, Τόμ. 12, σ. 119) Σύμφωνα με έναν άλλον ισχυρισμό, σκοπός ήταν η προστασία του ονόματος, ώστε να αποφεύγεται η χρήση του σε μαγικές τελετουργίες. Αν το σκεπτικό ήταν όντως αυτό, τότε ήταν αφελές εφόσον είναι φανερό ότι όσο πιο μυστηριώδες γινόταν το όνομα, λόγω του ότι είχε πάψει να χρησιμοποιείται, τόσο περισσότερο θα εξυπηρετούνταν οι σκοποί των μάγων.
Πότε επικράτησε η δεισιδαιμονία; Η ίδια αβεβαιότητα που καλύπτει το λόγο ή τους λόγους που προβλήθηκαν αρχικά προκειμένου να σταματήσει η χρήση του θεϊκού ονόματος καλύπτει και το πότε πραγματικά επικράτησε αυτή η δεισιδαιμονική αντίληψη. Μερικοί ισχυρίζονται ότι ξεκίνησε μετά τη βαβυλωνιακή εξορία (607-537 Π.Κ.Χ.). Ωστόσο, αυτή η θεωρία στηρίζεται στην άποψη ότι οι τελευταίοι συγγραφείς των Εβραϊκών Γραφών δήθεν χρησιμοποιούσαν λιγότερο το όνομα αυτό, κάτι που δεν ευσταθεί. Για παράδειγμα, το βιβλίο του Μαλαχία ήταν προφανώς ένα από τα τελευταία βιβλία των Εβραϊκών Γραφών κατά σειρά συγγραφής (δεύτερο ήμισυ του 5ου αιώνα Π.Κ.Χ.) και αποδίδει μεγάλη εξοχότητα στο θεϊκό όνομα.
Πολλά εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα προβάλλουν την άποψη ότι το όνομα έπαψε να χρησιμοποιείται γύρω στο 300 Π.Κ.Χ. Στοιχείο υπέρ αυτής της χρονολογίας υποτίθεται ότι αποτελεί η απουσία του Τετραγράμματου (ή οποιασδήποτε μεταγραφής του) από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, μια μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών η οποία άρχισε γύρω στο 280 Π.Κ.Χ. Είναι αλήθεια ότι στα πληρέστερα από τα γνωστά σε εμάς σήμερα χειρόγραφα που αποτελούν αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα ακολουθείται συστηματικά η τακτική της αντικατάστασης του Τετραγράμματου από τις λέξεις Κύριος ή Θεός. Ωστόσο, αυτά τα κύρια χειρόγραφα δεν χρονολογούνται νωρίτερα από τον τέταρτο και τον πέμπτο αιώνα Κ.Χ. Αρχαιότερα αντίγραφα που έχουν ανακαλυφτεί, αν και σε αποσπασματική μορφή, αποδεικνύουν ότι τα πρώτα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα περιείχαν όντως το θεϊκό όνομα.
Σε αυτά συγκαταλέγεται ένας αποσπασματικά σωζόμενος πάπυρος—καταχωρισμένος ως Π. Φουάντ, Αρ. Καταλόγου 266—που περιέχει τμήμα του Δευτερονομίου. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 326) Εκεί το Τετραγράμματο χρησιμοποιείται κανονικά, γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες τετράγωνης γραφής, σε κάθε περίπτωση που εμφανίζεται στο μεταφραζόμενο εβραϊκό κείμενο. Οι λόγιοι ανάγουν αυτόν τον πάπυρο στον πρώτο αιώνα Π.Κ.Χ., πράγμα που σημαίνει ότι ο εν λόγω πάπυρος γράφτηκε τέσσερις με πέντε αιώνες νωρίτερα από τα προαναφερόμενα χειρόγραφα.—Βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παράρτημα 1Γ.
Πότε πραγματικά έπαψαν οι Ιουδαίοι ως σύνολο να προφέρουν το προσωπικό όνομα του Θεού;
Επομένως, δεν υπάρχουν, τουλάχιστον σε γραπτή μορφή, βάσιμα στοιχεία που να πιστοποιούν τυχόν απάλειψη του θεϊκού ονόματος ή διακοπή της χρήσης του την εποχή Π.Κ.Χ. Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. παρουσιάζονται για πρώτη φορά δείγματα δεισιδαιμονικής στάσης απέναντι στο όνομα. Ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ιστορικός προερχόμενος από ιερατική οικογένεια, στην αφήγησή του για την αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή στην καιόμενη βάτο, αναφέρει: «Τότε ο Θεός τού αποκάλυψε το όνομά Του, το οποίο μέχρι τότε δεν είχε φτάσει στα αφτιά των ανθρώπων και για το οποίο δεν μου είναι επιτρεπτό να μιλήσω». (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Β΄, 276 [xii, 4]) Ωστόσο, η δήλωση του Ιώσηπου αφενός είναι ανακριβής ως προς το αν το θεϊκό όνομα ήταν γνωστό πριν από τον Μωυσή και αφετέρου είναι ασαφής, μη αποκαλύπτοντας ξεκάθαρα ποια ήταν η γενική στάση που επικρατούσε τον πρώτο αιώνα όσον αφορά την προφορά ή τη χρήση του θεϊκού ονόματος.
Το Ιουδαϊκό Μισνά, μια συλλογή ραβινικών διδασκαλιών και παραδόσεων, είναι κάπως πιο σαφές. Η σύνταξη του Μισνά αποδίδεται σε κάποιον ραβίνο, γνωστό με το όνομα Ιούδας ο Πρίγκιπας, ο οποίος έζησε το δεύτερο και τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. Ένα μέρος των περιεχομένων του Μισνά αναφέρεται σαφώς στις συνθήκες που επικρατούσαν πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της το 70 Κ.Χ. Ωστόσο, ένας λόγιος λέει σχετικά με το Μισνά: «Ο καθορισμός της ιστορικής αξίας που πρέπει να αποδοθεί σε οποιαδήποτε από τις παραδόσεις οι οποίες είναι καταγραμμένες στο Μισνά αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, το οποίο ίσως να προκάλεσε συσκότιση ή διαστρέβλωση στις μνήμες πολύ διαφορετικών εποχών, οι πολιτικές αναταραχές, οι ανακατατάξεις και η σύγχυση που επέφεραν οι δύο εξεγέρσεις και η διπλή ρωμαϊκή κατάκτηση, τα πρότυπα τα οποία υποληπτόταν η παράταξη των Φαρισαίων (των οποίων τις απόψεις απηχεί το Μισνά) και τα οποία δεν ταυτίζονταν με τα πρότυπα της παράταξης των Σαδδουκαίων . . .—αυτοί είναι παράγοντες των οποίων η βαρύτητα χρειάζεται να εκτιμηθεί προκειμένου να αξιολογηθεί ο χαρακτήρας των δηλώσεων του Μισνά. Επιπρόσθετα, μεγάλο μέρος των περιεχομένων του Μισνά κινείται σε επίπεδο ακαδημαϊκής συζήτησης, που γίνεται χάριν της ίδιας της συζήτησης, και όχι (όπως φαίνεται) χάριν της καταγραφής των ιστορικών ηθών και εθίμων». (Το Μισνά [The Mishnah], μετάφραση [στην αγγλική] Χ. Ντάνμπι, Λονδίνο, 1954, σ. 14, 15) Ορισμένες από τις παραδόσεις του Μισνά γύρω από τη χρήση του θεϊκού ονόματος είναι οι ακόλουθες:
Σε σχέση με την ετήσια Ημέρα της Εξιλέωσης, το Μισνά, σε απόδοση του Ντάνμπι, αναφέρει: «Και όταν οι ιερείς και ο λαός που στέκονταν στην Αυλή του Ναού άκουγαν το Εκπεφρασμένο Όνομα να βγαίνει από το στόμα του Αρχιερέα, γονάτιζαν και προσκυνούσαν και έπεφταν με το πρόσωπο κάτω και έλεγαν: “Ευλογημένο το όνομα της δόξας της βασιλείας του στους αιώνες των αιώνων!”» (Γιομά 6:2) Στο Σοτά 7:6 διαβάζουμε σε σχέση με τις καθημερινές ευλογίες που εξέφεραν οι ιερείς: «Στο Ναό πρόφεραν το Όνομα ακριβώς όπως ήταν γραμμένο, αλλά στις επαρχίες πρόφεραν άλλη λέξη αντ’ αυτού». Στο Σάνχεδριν 7:5 αναφέρεται πως ο βλάσφημος δεν ήταν ένοχος “εκτός αν πρόφερε το Όνομα”, και πως όταν εκδικαζόταν κάποια υπόθεση βλασφημίας χρησιμοποιούνταν κάποιο υποκατάστατο όνομα μέχρι να ακουστούν όλες οι μαρτυρίες. Έπειτα ο βασικός μάρτυρας καλούνταν ιδιαιτέρως να “πει ακριβώς ό,τι είχε ακούσει”, χρησιμοποιώντας πιθανώς το θεϊκό όνομα. Στο Σάνχεδριν 10:1, όπου αναφέρεται ποιοι «δεν έχουν μερίδα στον ερχόμενο κόσμο», λέγεται: «Ο Αββά Σαούλ λέει: Επίσης, αυτός που προφέρει το Όνομα με τα κανονικά του γράμματα». Ωστόσο, παρά τις αρνητικές αυτές απόψεις, στο πρώτο μέρος του Μισνά υπάρχει επίσης η θετική προτροπή «να χαιρετάει κάποιος το συνάνθρωπό του [χρησιμοποιώντας] το Όνομα [του Θεού]», και στη συνέχεια παρατίθεται το παράδειγμα του Βοόζ (Ρθ 2:4).—Μπεραχότ 9:5.
Στο βαθμό στον οποίο μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτές τις παραδόσεις, ίσως διαπιστώνουμε κάποια δεισιδαιμονική τάση για αποφυγή της χρήσης του θεϊκού ονόματος κατά την περίοδο που προηγήθηκε της καταστροφής του ναού της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ. Ακόμη και έτσι, αναφέρεται καθαρά ότι οι ιερείς ήταν πρωτίστως αυτοί που χρησιμοποιούσαν κάποιο υποκατάστατο όνομα αντί του θεϊκού ονόματος, και αυτό μόνο στις επαρχίες. Επιπρόσθετα, η ιστορική αξία των παραδόσεων του Μισνά είναι αμφισβητήσιμη, όπως είδαμε.
Επομένως, δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία υπέρ της άποψης ότι η εξάπλωση της δεισιδαιμονικής αντίληψης που αξίωνε να σταματήσει η χρήση του θεϊκού ονόματος συντελέστηκε νωρίτερα από τον πρώτο ή το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. Ωστόσο, έφτασε μια εποχή κατά την οποία όταν ο Ιουδαίος αναγνώστης διάβαζε το κείμενο των Εβραϊκών Γραφών στην πρωτότυπη γλώσσα, αντί να προφέρει το θεϊκό όνομα, το οποίο παριστανόταν από το Τετραγράμματο, το υποκαθιστούσε είτε με τη λέξη ’Αδονάι (Υπέρτατος Κύριος) είτε με τη λέξη ’Ελοχίμ (Θεός). Αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός πως όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα φωνηεντικά σημεία μετά τα μέσα της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ., οι Ιουδαίοι αντιγραφείς παρενέβαλλαν στο Τετραγράμματο τα φωνηεντικά σημεία που αντιστοιχούσαν στις λέξεις ’Αδονάι ή ’Ελοχίμ, προφανώς για να προειδοποιούν τον αναγνώστη ότι έπρεπε να χρησιμοποιεί εκείνες τις λέξεις αντί να προφέρει το θεϊκό όνομα. Βεβαίως, οι αναγνώστες μεταγενέστερων αντιγράφων της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα διαπίστωναν ότι το Τετραγράμματο είχε αντικατασταθεί εντελώς από τις λέξεις Κύριος και Θεός.—Βλέπε ΚΥΡΙΟΣ.
Μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες, όπως η λατινική Βουλγάτα, ακολούθησαν το παράδειγμα αυτών των μεταγενέστερων αντιγράφων της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Έτσι λοιπόν, η αγγλική Καθολική Μετάφραση Ντουαί (1609-1610), η οποία βασίζεται στη λατινική Βουλγάτα, δεν περιέχει το θεϊκό όνομα, ενώ η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου (1611) χρησιμοποιεί, με εξαίρεση τέσσερις περιπτώσεις, τις λέξεις ΚΥΡΙΟΣ ή ΘΕΟΣ (με κεφαλαία και μικρά κεφαλαία) για να αποδώσει το Τετραγράμματο στις Εβραϊκές Γραφές.
Ποια είναι η σωστή προφορά του ονόματος του Θεού;
Κατά το δεύτερο ήμισυ της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ. οι Ιουδαίοι λόγιοι καθιέρωσαν ένα σύστημα σημείων, τα οποία αντιστοιχούσαν στα φωνήεντα που έλειπαν από το συμφωνικό εβραϊκό κείμενο. Όταν επρόκειτο για το όνομα του Θεού, αντί να εισάγουν τα δικά του φωνηεντικά σημεία, έβαζαν άλλα φωνηεντικά σημεία, για να θυμίζουν στον αναγνώστη ότι έπρεπε να το προφέρει ’Αδονάι (που σημαίνει «Υπέρτατος Κύριος») ή ’Ελοχίμ (που σημαίνει «Θεός»).
Στον Κώδικα του Λένινγκραντ Β 19Α, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα Κ.Χ., τα φωνηεντικά σημεία που χρησιμοποιούνται για το Τετραγράμματο υποδεικνύουν τρόπους προφοράς όπως Γεχβάχ, Γεχβίχ και Γεχοβάχ. Στο Μασοριτικό κείμενο κατά την έκδοση του Γκίνσμπουργκ τα φωνηεντικά σημεία υποδεικνύουν την προφορά Γεχοβάχ για το θεϊκό όνομα. (Γε 3:14, υποσ.) Οι λόγιοι της εβραϊκής γενικά θεωρούν ότι η πλέον πιθανή προφορά είναι «Γιαχβέ». Υπογραμμίζουν ότι η συντετμημένη μορφή του ονόματος είναι Γιαχ, όπως εμφανίζεται στο εδάφιο Ψαλμός 89:8, αλλά και στην έκφραση Χαλελου-Γιαχ (που σημαίνει «Αινείτε τον Γιαχ!»). (Ψλ 104:35· 150:1, 6) Επίσης, οι τύποι Γεχόχ, Γιω, Γιαχ και Γιάχου, οι οποίοι υπάρχουν στους εβραϊκούς τύπους των ονομάτων Ιεχωσαφάτ, Ιωσαφάτ, Σεφατίας, καθώς και άλλων, μπορούν όλοι να αναχθούν στον τύπο Γιαχβέ. Οι ελληνικές μεταγραφές του ονόματος που αποδίδονται σε κάποιους Χριστιανούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων Κ.Χ. υποδεικνύουν ανάλογη κατεύθυνση—πρόκειται για μεταγραφές όπως Ιαβέ και Ιαουέ, των οποίων η προφορά θυμίζει τον τύπο «Γιαχβέ». Παρ’ όλα αυτά, κάθε άλλο παρά ομοφωνία υπάρχει μεταξύ των λογίων σε αυτό το θέμα, δεδομένου ότι κάποιοι προτιμούν άλλους τύπους όπως «Γιαχουβά», «Γιαχουάχ» ή «Γεχουάχ».
Εφόσον προς το παρόν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την προφορά του ονόματος, δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος να εγκαταλείψουμε τον ευρέως γνωστό τύπο «Ιεχωβά» χάριν κάποιου άλλου προτεινόμενου τύπου. Αν γινόταν μια τέτοια αλλαγή, τότε για λόγους συνέπειας θα έπρεπε να αλλάξει η γραφή και η προφορά πολλών άλλων Βιβλικών ονομάτων: το όνομα Ιερεμίας θα έπρεπε να αλλάξει σε Γιρμεγιάχ, το όνομα Ησαΐας σε Γεσα‛γιάχου, και το όνομα Ιησούς θα έπρεπε να γίνει Γεχοσούα‛ (όπως ήταν στην εβραϊκή). Ο σκοπός των λέξεων είναι να μεταδίδουν έννοιες. Το όνομα «Ιεχωβά» προσδιορίζει τον αληθινό Θεό, μεταδίδοντας αυτή την έννοια σήμερα καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη προτεινόμενη εναλλακτική εκδοχή.
Η Σπουδαιότητα του Ονόματος. Πολλοί σύγχρονοι λόγιοι και μεταφραστές της Αγίας Γραφής τάσσονται υπέρ της παράδοσης που προασπίζει την απάλειψη του διακριτού ονόματος του Θεού. Όχι μόνο ισχυρίζονται ότι η ανεπιβεβαίωτη προφορά του ονόματος δικαιολογεί μια τέτοια τακτική, αλλά και διακρατούν την άποψη ότι, εφόσον ο αληθινός Θεός είναι υπέρτατος και μοναδικός, δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Αυτή η άποψη δεν υποστηρίζεται από τις θεόπνευστες Γραφές, είτε τις Γραφές της προχριστιανικής εποχής είτε τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές.
Το Τετραγράμματο εμφανίζεται 6.828 φορές στο εβραϊκό κείμενο των εκδόσεων Μπίμπλια Χεμπράικα (Biblia Hebraica) και Μπίμπλια Χεμπράικα Στουτγκαρτένσια (Biblia Hebraica Stuttgartensia). Στη Μετάφραση Νέου Κόσμου το θεϊκό όνομα εμφανίζεται 6.973 φορές στις Εβραϊκές Γραφές, διότι οι μεταφραστές έλαβαν υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία οι αντιγραφείς είχαν αντικαταστήσει το θεϊκό όνομα με τις λέξεις ’Αδονάι ή ’Ελοχίμ. (Βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παραρτήματα 1Α, 1Β.) Και μόνο η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το εν λόγω όνομα πιστοποιεί τη σπουδαιότητα που έχει αυτό για τον Συγγραφέα της Αγίας Γραφής, στον οποίο ανήκει. Στις Γραφές χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τίτλο που του αποδίδεται, όπως είναι οι τίτλοι «Υπέρτατος Κύριος» ή «Θεός».
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι τόσο στις Εβραϊκές Γραφές όσο και μεταξύ των σημιτικών λαών προσδίδεται μεγάλη σπουδαιότητα στα ονόματα αυτά καθαυτά. Ο καθηγητής Τζ. Τ. Μάνλι τονίζει: «Μελετώντας τη λέξη “όνομα” στην Π[αλαιά] Δ[ιαθήκη] ανακαλύπτουμε πόσο πολλά σημαίνει στην εβραϊκή. Το όνομα δεν είναι μια απλή ετικέτα, αλλά χαρακτηρίζει την ίδια την προσωπικότητα εκείνου στον οποίο ανήκει. . . . Όταν κάποιος θέτει το “όνομά” του σε κάποιο αντικείμενο ή σε κάποιο άλλο άτομο, αυτά περιέρχονται στην επιρροή του και στην προστασία του».—Νέο Λεξικό της Αγίας Γραφής (New Bible Dictionary), επιμέλεια Τζ. Ντ. Ντάγκλας, 1985, σ. 430· παράβαλε Ταλμούδ για Όλους (Everyman’s Talmud), του Α. Κοέν, 1949, σ. 24· Γε 27:36· 1Σα 25:25· Ψλ 20:1· Παρ 22:1· βλέπε ΟΝΟΜΑ.
Οι λέξεις «Θεός» και «Πατέρας» δεν είναι διακριτές. Ο τίτλος «Θεός» δεν είναι ούτε προσωπικός ούτε διακριτός (κάποιος μπορεί να κάνει θεό ακόμη και την κοιλιά του· Φλπ 3:19). Στις Εβραϊκές Γραφές η ίδια λέξη (’Ελοχίμ) που χρησιμοποιείται για τον Ιεχωβά, τον αληθινό Θεό, χρησιμοποιείται και για ψεύτικους θεούς, όπως ο φιλισταϊκός θεός Δαγών (Κρ 16:23, 24· 1Σα 5:7) και ο ασσυριακός θεός Νισρώκ. (2Βα 19:37) Το να πει ένας Εβραίος σε έναν Φιλισταίο ή σε έναν Ασσύριο ότι λάτρευε τον «Θεό [’Ελοχίμ]» προφανώς δεν αρκούσε για να προσδιορίσει την ταυτότητα του Προσώπου στο οποίο απηύθυνε τη λατρεία του.
Το Αυτοκρατορικό Λεξικό της Βίβλου (The Imperial Bible-Dictionary) στα λήμματα που αναφέρονται στον Ιεχωβά καταδεικνύει εύστοχα τη διαφορά μεταξύ του ’Ελοχίμ (Θεού) και του Ιεχωβά. Σχετικά με το όνομα «Ιεχωβά» λέει: «Παντού εμφανίζεται ως κύριο όνομα, προσδιορίζοντας τον προσωπικό Θεό και μόνο αυτόν. Αντίθετα, η λέξη Ελοχίμ έχει περισσότερο το χαρακτήρα του κοινού ουσιαστικού το οποίο συνήθως προσδιορίζει όντως τον Υπέρτατο, όχι όμως απαραιτήτως ούτε ανεξαιρέτως. . . . Ένας Εβραίος μπορεί να πει ο Ελοχίμ [χρησιμοποιώντας το οριστικό άρθρο] για να εννοήσει τον αληθινό Θεό σε αντιδιαστολή με όλους τους ψεύτικους θεούς. Δεν χρησιμοποιεί, όμως, ποτέ το οριστικό άρθρο για να ορίσει τον Ιεχωβά, επειδή Ιεχωβά είναι το όνομα του αληθινού Θεού μόνο. Λέει ξανά και ξανά “ο Θεός μου” . . . , αλλά ποτέ “ο Ιεχωβά μου”, διότι όταν λέει “ο Θεός μου” εννοεί τον Ιεχωβά. Μιλάει για τον Θεό του Ισραήλ, αλλά ποτέ για τον Ιεχωβά του Ισραήλ, επειδή δεν υπάρχει άλλος Ιεχωβά. Μιλάει για τον ζωντανό Θεό, αλλά ποτέ για τον ζωντανό Ιεχωβά, διότι δεν μπορεί να διανοηθεί αλλιώς τον Ιεχωβά, παρά μόνο ζωντανό».—Επιμέλεια Π. Φέρμπερν, Λονδίνο, 1874, Τόμ. 1, σ. 856.
Τα ίδια ισχύουν και για τη λέξη Θεός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου. Αυτή η λέξη χρησιμοποιούνταν τόσο για τον αληθινό Θεό όσο και για ειδωλολατρικούς θεούς όπως ο Δίας και ο Ερμής. (Παράβαλε Πρ 14:11-15.) Τα λόγια του Παύλου στα εδάφια 1 Κορινθίους 8:4-6 δίνουν την πραγματική εικόνα: «Διότι ακόμη και αν υπάρχουν εκείνοι που αποκαλούνται “θεοί”, είτε στον ουρανό είτε στη γη, όπως υπάρχουν πολλοί “θεοί” και πολλοί “κύριοι”, για εμάς, όμως, υπάρχει ένας Θεός, ο Πατέρας, από τον οποίο είναι τα πάντα, και εμείς για αυτόν». Η πίστη σε πολλούς θεούς, λόγω της οποίας είναι ζωτικό να γίνεται διάκριση ανάμεσα στον αληθινό Θεό και σε αυτούς, υπάρχει ακόμη και σήμερα στον 21ο αιώνα.
Τα λόγια του Παύλου «ένας Θεός, ο Πατέρας» δεν σημαίνουν ότι το όνομα του αληθινού Θεού είναι «Πατέρας», διότι ο προσδιορισμός «πατέρας» εφαρμόζεται επίσης σε κάθε ανθρώπινο άρρενα γονέα, καθώς και σε άλλους άρρενες που αποκαλούνται πατέρες με διαφορετική έννοια. (Ρω 4:11, 16· 1Κο 4:15) Ο Μεσσίας έχει τον τίτλο «Αιώνιος Πατέρας». (Ησ 9:6) Ο Ιησούς αποκάλεσε τον Σατανά «πατέρα» κάποιων εχθρών του που διακατέχονταν από δολοφονικές διαθέσεις. (Ιωα 8:44) Η λέξη αυτή χρησιμοποιούνταν και για τους θεούς των εθνών: ο θεός Δίας των Ελλήνων παρουσιάζεται ως ο μεγάλος πατέρας θεός στα ομηρικά έπη. Το ότι ο «Θεός, ο Πατέρας» έχει όνομα, διαφορετικό από αυτό του Γιου του, φαίνεται σε πολλά εδάφια. (Ματ 28:19· Απ 3:12· 14:1) Ο Παύλος γνώριζε το προσωπικό όνομα του Θεού, Ιεχωβά, το οποίο εμφανίζεται στην αφήγηση της Γένεσης περί δημιουργίας, από όπου παρέθεσε στα συγγράμματά του. Το όνομα «Ιεχωβά» είναι αυτό το οποίο κάνει μοναδικό τον “Θεό, τον Πατέρα” (παράβαλε Ησ 64:8), παρεμποδίζοντας έτσι κάθε προσπάθεια συγκερασμού ή σύμμειξης της ταυτότητάς του και της προσωπικότητάς του με την ταυτότητα και την προσωπικότητα οποιουδήποτε άλλου που ίσως φέρει τον τίτλο «θεός» ή «πατέρας».
Δεν είναι θεός αποκλειστικά ενός έθνους. Ο Ιεχωβά αποκαλείται «ο Θεός του Ισραήλ» και “ο Θεός των προπατόρων τους”. (1Χρ 17:24· Εξ 3:16) Ωστόσο, αυτή η στενή συσχέτιση με τους Εβραίους και με το έθνος του Ισραήλ δεν είναι λόγος να περιορίσουμε αυτό το όνομα, θεωρώντας ότι αντιπροσωπεύει το θεό ενός έθνους και μόνο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος έγραψε: «Μήπως ο Θεός είναι των Ιουδαίων μόνο; Δεν είναι και των εθνικών; Ναι, και των εθνικών». (Ρω 3:29) Ο Ιεχωβά δεν είναι μόνο «ο Θεός όλης της γης» (Ησ 54:5), αλλά και ο Θεός του σύμπαντος, “ο Δημιουργός του ουρανού και της γης”. (Ψλ 124:8) Η διαθήκη που είχε συνάψει ο Ιεχωβά με τον Αβραάμ, σχεδόν 2.000 χρόνια πριν από την εποχή του Παύλου, υποσχόταν ευλογίες για τους λαούς όλων των εθνών, σε εκδήλωση του ενδιαφέροντος του Θεού για όλη την ανθρωπότητα.—Γε 12:1-3· παράβαλε Πρ 10:34, 35· 11:18.
Ο Ιεχωβά Θεός απέρριψε τελικά το άπιστο έθνος του σαρκικού Ισραήλ. Ωστόσο, το όνομά του επρόκειτο να παραμείνει στο νέο έθνος του πνευματικού Ισραήλ, στη Χριστιανική εκκλησία, ακόμη και όταν εκείνο το νέο έθνος άρχισε να δέχεται ως μέλη του μη Ιουδαίους. Γι’ αυτό και ο μαθητής Ιάκωβος, προεδρεύοντας σε μια Χριστιανική σύναξη στην Ιερουσαλήμ, είπε ότι ο Θεός «έστρεψε . . . την προσοχή του στα [μη Ιουδαϊκά] έθνη για να πάρει από αυτά έναν λαό για το όνομά του». Για να αποδείξει ότι αυτό είχε προφητευτεί, ο Ιάκωβος παρέθεσε στη συνέχεια μια προφητεία από το βιβλίο του Αμώς, όπου εμφανίζεται το όνομα του Ιεχωβά.—Πρ 15:2, 12-14· Αμ 9:11, 12.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Με βάση αυτά τα στοιχεία φαίνεται εξαιρετικά παράδοξο το γεγονός ότι τα σωζόμενα χειρόγραφα, που αποτελούν αντίγραφα του πρωτότυπου κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, δεν περιέχουν τον πλήρη τύπο του θεϊκού ονόματος. Λόγω αυτού, το όνομα απουσιάζει και από τις περισσότερες μεταφράσεις της λεγόμενης Καινής Διαθήκης. Στην πραγματικότητα, όμως, σε αυτά τα κείμενα εμφανίζεται ο συντετμημένος τύπος του ονόματος στην έκφραση «Αλληλούια» την οποία συναντάμε στα εδάφια Αποκάλυψη 19:1, 3, 4, 6 (ΒΑΜ, ΚΔΤΚ, ΛΧ, ΜΠΚ, ΤΚΔ). Η παρότρυνση «Αινείτε τον Γιαχ!» (ΜΝΚ), την οποία σύμφωνα με αυτά τα εδάφια απευθύνουν οι πνευματικοί γιοι του Θεού, καθιστά σαφές ότι το θεϊκό όνομα δεν είχε πέσει σε αχρησία. Εξακολουθούσε να βρίσκεται στο προσκήνιο και ήταν εξίσου ζωτικό όσο και κατά την προχριστιανική περίοδο. Με αυτά υπόψη, λοιπόν, γιατί απουσιάζει ο πλήρης τύπος του ονόματος από τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές;
Γιατί απουσιάζει ο πλήρης τύπος του θεϊκού ονόματος από όλα τα διαθέσιμα αρχαία χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών;
Επί μακρόν προβαλλόταν το επιχείρημα ότι οι θεόπνευστοι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών παρέθεταν από τις Εβραϊκές Γραφές χρησιμοποιώντας τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και ότι, εφόσον αυτή η μετάφραση είχε υποκαταστήσει το Τετραγράμματο με τις λέξεις Κύριος ή Θεός, οι συγγραφείς δεν χρησιμοποίησαν το όνομα Ιεχωβά. Όπως έχει καταδειχτεί, αυτό το επιχείρημα δεν ισχύει πλέον. Ο Δρ Π. Καλ, σχολιάζοντας το γεγονός ότι τα αρχαιότερα σπαράγματα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα περιέχουν πράγματι το θεϊκό όνομα στην εβραϊκή μορφή του, αναφέρει: «Γνωρίζουμε πλέον ότι στο ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής [στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα], εφόσον αυτό γραφόταν από Ιουδαίους για Ιουδαίους, το Θεϊκό όνομα δεν αποδιδόταν με τη λέξη κύριος, αλλά σε αυτά τα χειρόγραφα διατηρούνταν το Τετραγράμματο με εβραϊκούς ή ελληνικούς χαρακτήρες. Οι Χριστιανοί ήταν αυτοί που αντικατέστησαν το Τετραγράμματο με τη λέξη κύριος, όταν το θεϊκό όνομα δεν ήταν πλέον κατανοητό όπως ήταν γραμμένο στην εβραϊκή». (Η Γκενίζα του Καΐρου [The Cairo Geniza], Οξφόρδη, 1959, σ. 222) Πότε συντελέστηκε αυτή η αλλαγή στις ελληνικές μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών;
Προφανώς αυτή έλαβε χώρα κατά τους αιώνες που ακολούθησαν το θάνατο του Ιησού και των αποστόλων του. Στην ελληνική μετάφραση του Ακύλα, η οποία χρονολογείται από το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., το Τετραγράμματο υπήρχε ακόμη, γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες. Γύρω στο 245 Κ.Χ. ο διακεκριμένος λόγιος Ωριγένης συνέταξε το έργο Εξαπλά το οποίο περιείχε το κείμενο των θεόπνευστων Εβραϊκών Γραφών σε έξι στήλες, αποτελούμενες από: (1) το πρωτότυπο εβραϊκό και αραμαϊκό, σε συνδυασμό με (2) μια μεταγραφή του κειμένου στην ελληνική, καθώς και τις ελληνικές μεταφράσεις των (3) Ακύλα, (4) Συμμάχου, (5) Εβδομήκοντα και (6) Θεοδοτίωνος. Ο καθηγητής Γ. Γκ. Γουόντελ σχολιάζει τα εξής αναφορικά με τα στοιχεία που αντλούμε από τα σπαράγματα που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας: «Στα Εξαπλά του Ωριγένη . . . οι ελληνικές μεταφράσεις του Ακύλα, του Συμμάχου και των Εβδομήκοντα μετέγραφαν όλες το ΓΧΒΧ [יהוה] ως ΠΙΠΙ· στη δεύτερη στήλη των Εξαπλών, το Τετραγράμματο ήταν γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες». (Περιοδικό Θεολογικών Σπουδών [The Journal of Theological Studies], Οξφόρδη, Τόμ. 155, 1944, σ. 158, 159) Άλλοι πιστεύουν ότι στο πρωτότυπο κείμενο των Εξαπλών του Ωριγένη το Τετραγράμματο ήταν γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες σε όλες τις στήλες του. Ο ίδιος ο Ωριγένης, σχολιάζοντας το εδάφιο Ψαλμός 2:2, δήλωσε ότι «στα ακριβέστερα χειρόγραφα ΤΟ ΟΝΟΜΑ εμφανίζεται με εβραϊκούς χαρακτήρες, αν και όχι με τους τωρινούς εβραϊκούς [χαρακτήρες], αλλά με τους αρχαιότερους».—Ελληνική Πατρολογία, Παρίσι, 1862, Τόμ. 12, στ. 1104.
Τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ., ο Ιερώνυμος, ο μεταφραστής της λατινικής Βουλγάτας, γράφει στον πρόλογο των βιβλίων Σαμουήλ και Βασιλέων: «Ακόμη και σήμερα συναντάμε σε ορισμένους ελληνικούς τόμους το όνομα του Θεού, το Τετραγράμματο [יהוה], γραμμένο με αρχαίους χαρακτήρες». Σε μια επιστολή που έγραψε ο Ιερώνυμος από τη Ρώμη το 384 Κ.Χ. δηλώνει: «Το ένατο [όνομα του Θεού] είναι το Τετραγράμματο, το οποίο θεωρούσαν ανεκφώνητον, δηλαδή απρόφερτο, και το οποίο γράφεται με τα γράμματα Ιώδ, Χε, Βάου, Χε [יהוה]. Λόγω της ομοιότητας των χαρακτήρων, ορισμένοι αδαείς συνήθιζαν να το διαβάζουν ΠΙΠΙ όταν το συναντούσαν σε ελληνικά βιβλία».—Ελληνικοί Βιβλικοί Πάπυροι (Papyrus Grecs Bibliques), του Φ. Ντυνάν, Κάιρο, 1966, σ. 47, υποσ. 4.
Επομένως, οι λεγόμενοι Χριστιανοί, οι οποίοι «αντικατέστησαν το Τετραγράμματο με τη λέξη κύριος» στα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, δεν ήταν οι πρώτοι μαθητές του Ιησού. Ήταν άτομα που έζησαν σε μεταγενέστερους αιώνες—όταν η προφητευμένη αποστασία είχε προχωρήσει αρκετά και είχε διαφθείρει τις αγνές Χριστιανικές διδασκαλίες.—2Θε 2:3· 1Τι 4:1.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του χρησιμοποιούσαν το όνομα. Άρα λοιπόν, είναι απολύτως βέβαιο ότι στις ημέρες του Ιησού και των μαθητών του το θεϊκό όνομα υπήρχε στα Βιβλικά αντίγραφα, τόσο στα εβραϊκά όσο και στα ελληνικά χειρόγραφα. Χρησιμοποιούσαν ο Ιησούς και οι μαθητές του το θεϊκό όνομα στον προφορικό και στο γραπτό λόγο; Δεδομένου ότι ο Ιησούς καταδίκασε τις Φαρισαϊκές παραδόσεις (Ματ 15:1-9), θα ήταν εξαιρετικά παράλογο να συμπεράνουμε ότι ο Ιησούς και οι μαθητές του επέτρεψαν στις Φαρισαϊκές αντιλήψεις (όπως αυτές που είναι καταγραμμένες στο Μισνά) να τους καθοδηγήσουν σε αυτό το ζήτημα. Αυτό καθαυτό το όνομα του Ιησού σημαίνει «Ο Ιεχωβά είναι Σωτηρία». Ο ίδιος ο Ιησούς δήλωσε: «Εγώ έχω έρθει εξ ονόματος του Πατέρα μου». (Ιωα 5:43) Δίδαξε τους ακολούθους του να προσεύχονται: «Πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς, ας αγιαστεί το όνομά σου». (Ματ 6:9) Είπε ότι έπραττε τα έργα του “στο όνομα του Πατέρα του”. (Ιωα 10:25) Καθώς προσευχόταν τη νύχτα που επρόκειτο να θανατωθεί, είπε ότι είχε φανερώσει το όνομα του Πατέρα του στους μαθητές του και παρακάλεσε: «Άγιε Πατέρα, φύλαξέ τους για χάρη του ονόματός σου». (Ιωα 17:6, 11, 12, 26) Κατόπιν τούτων είναι σίγουρο ότι ο Ιησούς δεν θα μπορούσε παρά να χρησιμοποιεί το θεϊκό όνομα Ιεχωβά όταν παρέθετε ή όταν διάβαζε από τις Εβραϊκές Γραφές. (Παράβαλε Ματ 4:4, 7, 10 με Δευ 8:3· 6:16· 6:13· επίσης Ματ 22:37 με Δευ 6:5· Ματ 22:44 με Ψλ 110:1· και Λου 4:16-21 με Ησ 61:1, 2.) Λογικά, οι μαθητές του Ιησού, συμπεριλαμβανομένων των θεόπνευστων συγγραφέων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, θα πρέπει να τον μιμήθηκαν σε αυτό.
Γιατί, λοιπόν, λείπει το όνομα από τα σωζόμενα χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ή αλλιώς της λεγόμενης Καινής Διαθήκης; Προφανώς διότι, όταν άρχισαν να παράγονται αυτά τα αντίγραφα (από τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. και μετά), το πρωτότυπο κείμενο των συγγραμμάτων των αποστόλων και των μαθητών είχε ήδη αλλοιωθεί. Άρα, μεταγενέστεροι αντιγραφείς αναμφίβολα αντικατέστησαν το θεϊκό όνομα, το Τετραγράμματο, με τις λέξεις Κύριος και Θεός. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 324) Όπως καταδεικνύουν τα γεγονότα, αυτό ακριβώς συνέβη και με τα μεταγενέστερα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, που ήταν μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών.
Αποκατάσταση του θεϊκού ονόματος στη μετάφραση. Αναγνωρίζοντάς το αυτό, μερικοί μεταφραστές έχουν συμπεριλάβει το όνομα Ιεχωβά στις αποδόσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Το Εμφατικό Δίγλωττο του Μπέντζαμιν Γουίλσον, μια μετάφραση του 19ου αιώνα, περιέχει το όνομα Ιεχωβά αρκετές φορές, ιδιαίτερα στα σημεία όπου οι Χριστιανοί συγγραφείς παραθέτουν από τις Εβραϊκές Γραφές. Ήδη, όμως, από το 1533, με μια μετάφραση του Αντόν Μαργκαρίθα, το Τετραγράμματο είχε αρχίσει να εμφανίζεται σε μεταφράσεις των Χριστιανικών Γραφών στην εβραϊκή. Έκτοτε, σε ποικίλες άλλες παρόμοιες μεταφράσεις που έγιναν στην εβραϊκή γλώσσα, οι μεταφραστές χρησιμοποιούσαν το Τετραγράμματο στα σημεία όπου ο θεόπνευστος συγγραφέας παρέθετε κάποια περικοπή από τις Εβραϊκές Γραφές στην οποία υπήρχε το θεϊκό όνομα.
Αναφορικά με την ορθότητα αυτής της τακτικής, προσέξτε την ακόλουθη παραδοχή από μέρους του Ρ. Μπ. Γκέρντλστοουν, εκλιπόντος διευθυντή του Ουίκλιφ Χολ της Οξφόρδης. Η δήλωση έγινε προτού έρθουν στο φως τα χειρόγραφα που αποδεικνύουν ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα αρχικά περιείχε το όνομα Ιεχωβά. Ο Γκέρντλστοουν είπε: «Αν αυτή η μετάφραση [των Εβδομήκοντα] είχε διατηρήσει τη λέξη [Ιεχωβά] ή είχε έστω χρησιμοποιήσει άλλη ελληνική λέξη για το Ιεχωβά και άλλη για το Αδονάι, τότε αυτή η διάκριση θα είχε αναμφίβολα διατηρηθεί στις ομιλίες και στα επιχειρήματα που περιέχονται στην Κ. Δ. Συνεπώς, όταν ο Κύριός μας παρέθεσε από τον 110ο Ψαλμό, αντί να πει: “Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου”, ίσως να δήλωσε: “Είπε ο Ιεχωβά στον Αδονί”».
Αναπτύσσοντας το συλλογισμό του σε αυτή τη βάση (η οποία έχει πλέον επαληθευτεί από τα διαθέσιμα στοιχεία) προσθέτει: «Αν υποτεθεί ότι κάποιος Χριστιανός λόγιος αναλάμβανε να μεταφράσει την ελληνική Διαθήκη στην εβραϊκή, τότε κάθε φορά που συναντούσε τη λέξη Κύριος θα έπρεπε να εξετάσει αν υπάρχει κάτι στα συμφραζόμενα που να υποδηλώνει ποια ήταν στην πραγματικότητα η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη. Μάλιστα, αυτή η δυσκολία θα παρουσιαζόταν κατά τη μετάφραση της Κ. Δ. σε οποιαδήποτε γλώσσα, αν είχε διατηρηθεί ο τίτλος Ιεχωβά στη [Μετάφραση των Εβδομήκοντα της] Π. Δ. Οι Εβραϊκές Γραφές θα αποτελούσαν κριτήριο για πολλά χωρία. Έτσι λοιπόν, όπου εμφανίζεται η έκφραση “ο άγγελος του Κυρίου”, γνωρίζουμε ότι η λέξη Κύριος αναφέρεται στον Ιεχωβά. Ανάλογο θα ήταν το συμπέρασμα και για την έκφραση “ο λόγος του Κυρίου” αν ακολουθούσαμε το προηγούμενο που θέτει η Π. Δ. Το ίδιο ισχύει και για τον τίτλο “ο Κύριος των Στρατευμάτων”. Απεναντίας, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η έκφραση “ο Κύριός μου” ή “ο Κύριός μας”, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι δεν θα ήταν παραδεκτή η λέξη Ιεχωβά και ότι θα ήταν επιβεβλημένη η χρήση των λέξεων Αδονάι ή Αδονί». (Συνώνυμα της Παλαιάς Διαθήκης [Synonyms of the Old Testament], 1897, σ. 43) Με αυτή τη βάση έγινε η επεξεργασία των μεταφράσεων των Ελληνικών Γραφών (που αναφέρονται νωρίτερα) οι οποίες περιέχουν το όνομα Ιεχωβά.
Από αυτή την άποψη ξεχωρίζει, ωστόσο, η Μετάφραση Νέου Κόσμου, η οποία χρησιμοποιείται σε όλο αυτό το έργο, και στην οποία ο τύπος «Ιεχωβά» του θεϊκού ονόματος εμφανίζεται 237 φορές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Όπως καταδείχτηκε, υπάρχει βάσιμο έρεισμα για κάτι τέτοιο.
Η Αρχική Χρήση του Ονόματος και η Σημασία Του. Τα εδάφια Έξοδος 3:13-16 και 6:3 παρερμηνεύονται συχνά από κάποιους οι οποίοι συμπεραίνουν ότι το όνομα του Ιεχωβά αποκαλύφτηκε για πρώτη φορά στον Μωυσή λίγο πριν την Έξοδο από την Αίγυπτο. Είναι αλήθεια ότι ο Μωυσής έθεσε το ερώτημα: «Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι πηγαίνω στους γιους του Ισραήλ και τους λέω: “Ο Θεός των προπατόρων σας με έστειλε σε εσάς” και αυτοί μου λένε: “Ποιο είναι το όνομά του;” Τι θα τους πω;» Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο Μωυσής ή οι Ισραηλίτες δεν γνώριζαν το όνομα του Ιεχωβά. Το ίδιο το όνομα της μητέρας του Μωυσή, Ιωχαβέδ, ενδεχομένως σημαίνει: «Ο Ιεχωβά Είναι Δόξα». (Εξ 6:20) Το ερώτημα του Μωυσή κατά πάσα πιθανότητα σχετιζόταν με τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν οι γιοι του Ισραήλ. Επί πολλές δεκαετίες διατελούσαν υπό καθεστώς σκληρής δουλείας, χωρίς να διαφαίνεται ανακούφιση στον ορίζοντα. Πιθανότατα είχε εισχωρήσει ανάμεσά τους η αμφιβολία, η αποθάρρυνση και η ελλιπής πίστη στη δύναμη του Θεού και στο σκοπό που είχε να τους απελευθερώσει. (Υπόψη επίσης Ιεζ 20:7, 8.) Αν ο Μωυσής έλεγε απλώς ότι ερχόταν στο όνομα του «Θεού» (’Ελοχίμ) ή του «Υπέρτατου Κυρίου» (’Αδονάι), αυτό ίσως να μη σήμαινε πολλά για τους βασανισμένους Ισραηλίτες. Εκείνοι γνώριζαν ότι οι Αιγύπτιοι είχαν τους δικούς τους θεούς και κυρίους, και είναι βέβαιο ότι οι Αιγύπτιοι τους χλεύαζαν, ισχυριζόμενοι ότι οι δικοί τους θεοί ήταν ανώτεροι από τον Θεό των Ισραηλιτών.
Εξάλλου, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι τα ονόματα τότε είχαν νόημα—δεν ήταν απλώς «ετικέτες» για να ξεχωρίζουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, όπως συμβαίνει σήμερα. Ο Μωυσής γνώριζε ότι το όνομα του Άβραμ (που σημαίνει «Ο Πατέρας Είναι Υψηλός (Εξυψωμένος)») άλλαξε σε Αβραάμ (που σημαίνει «Πατέρας Πλήθους»), λόγω του σκοπού που είχε ο Θεός για τον Αβραάμ. Παρόμοια, το όνομα της Σαραΐ άλλαξε σε Σάρρα και το όνομα του Ιακώβ σε Ισραήλ. Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις η αλλαγή του ονόματος αποκάλυπτε κάποιο θεμελιώδες, προφητικό στοιχείο σε σχέση με το σκοπό του Θεού για αυτά τα άτομα. Ο Μωυσής μπορεί κάλλιστα να είχε αναρωτηθεί αν ο Ιεχωβά επρόκειτο τώρα να αποκαλύψει τον εαυτό του με ένα νέο όνομα το οποίο θα έριχνε φως στο σκοπό που είχε για τον Ισραήλ. Το ότι ο Μωυσής θα πήγαινε στους Ισραηλίτες στο «όνομα» Εκείνου που τον έστειλε σήμαινε ότι ήταν εκπρόσωπος Εκείνου, και το πόσο μεγάλη θα ήταν η εξουσία με την οποία θα μιλούσε θα κρινόταν ή θα εξαρτόταν από το εν λόγω όνομα καθώς και από το τι αυτό αντιπροσώπευε. (Παράβαλε Εξ 23:20, 21· 1Σα 17:45.) Συνεπώς, η ερώτηση του Μωυσή είχε νόημα.
Η απάντηση του Θεού στην εβραϊκή ήταν: ’Εχγέχ ’Ασέρ ’Εχγέχ. Μερικές μεταφράσεις αποδίδουν αυτή την έκφραση με τα λόγια «ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ». Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι το εβραϊκό ρήμα χαγιάχ, του οποίου παράγωγο είναι η λέξη ’Εχγέχ, δεν σημαίνει απλώς «είμαι». Σημαίνει «γίνομαι» ή «αποδεικνύομαι». Το σημείο εδώ δεν είναι η αυθυπαρξία του Θεού, αλλά το τι Εκείνος προτίθεται να γίνει ως προς τους άλλους. Ορθά, λοιπόν, η Μετάφραση Νέου Κόσμου αποδίδει την παραπάνω εβραϊκή έκφραση ως: «ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΩ». Στη συνέχεια ο Ιεχωβά πρόσθεσε: «Αυτό θα πεις στους γιους του Ισραήλ: “Ο ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΩ με έστειλε σε εσάς”».—Εξ 3:14, υποσ.
Το ότι αυτό δεν ισοδυναμούσε με αλλαγή του ονόματος του Θεού αλλά απλώς πρόσφερε περαιτέρω ενόραση στην προσωπικότητά του φαίνεται από τα επόμενα λόγια του: «Αυτό θα πεις στους γιους του Ισραήλ: “Ο Ιεχωβά, ο Θεός των προπατόρων σας, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ, με έστειλε σε εσάς”. Αυτό είναι το όνομά μου στον αιώνα, αυτό και το ενθύμημά μου επί γενεές γενεών». (Εξ 3:15· παράβαλε Ψλ 135:13· Ωσ 12:5.) Το όνομα «Ιεχωβά» προέρχεται από ένα εβραϊκό ρήμα που σημαίνει «γίνομαι» και αρκετοί λόγιοι θεωρούν ότι το όνομα σημαίνει «Αυτός Κάνει να Γίνεται». Αυτός ο ορισμός ταιριάζει πολύ καλά με το ρόλο που έχει ο Ιεχωβά ως ο Δημιουργός των πάντων και ο Εκπληρωτής του σκοπού του. Μόνο ο αληθινός Θεός θα μπορούσε δικαιωματικά και αυθεντικά να κατέχει ένα τέτοιο όνομα.
Τα παραπάνω μας βοηθούν να κατανοήσουμε την έννοια μιας μεταγενέστερης δήλωσης του Ιεχωβά στον Μωυσή: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά. Και εμφανιζόμουν στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ ως Θεός Παντοδύναμος, αλλά ως προς το όνομά μου Ιεχωβά δεν έκανα τον εαυτό μου γνωστό σε αυτούς». (Εξ 6:2, 3) Εφόσον αυτοί οι πατριάρχες πρόγονοι του Μωυσή χρησιμοποίησαν σε πολλές περιπτώσεις το όνομα Ιεχωβά, ο Θεός προφανώς εννοούσε ότι είχε αποκαλυφτεί σε αυτούς με την ιδιότητά του ως Ιεχωβά μόνο κατά έναν περιορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όσοι γνώριζαν τον Άβραμ δεν θα μπορούσαν να πουν ότι τον είχαν γνωρίσει πράγματι ως Αβραάμ (δηλαδή «Πατέρα Πλήθους») ενόσω είχε μόνο έναν γιο, τον Ισμαήλ. Όταν, όμως, γεννήθηκε ο Ισαάκ και οι άλλοι γιοι του και άρχισαν και εκείνοι να αποκτούν απογόνους, το όνομα Αβραάμ προσέλαβε μεγαλύτερη σημασία και σπουδαιότητα. Παρόμοια, το όνομα Ιεχωβά επρόκειτο να προσλάβει τώρα περαιτέρω νόημα για τους Ισραηλίτες.
Κατά συνέπεια, «γνωρίζω» δεν σημαίνει απλώς «ξέρω» ή «έχω υπόψη μου» κάποιον ή κάτι. Ο ανόητος Νάβαλ γνώριζε το όνομα του Δαβίδ αλλά παρ’ όλα αυτά ρώτησε: «Ποιος είναι ο Δαβίδ;» εννοώντας: «Και τι είναι ο Δαβίδ;» (1Σα 25:9-11· παράβαλε 2Σα 8:13.) Αντίστοιχα, ο Φαραώ είχε πει στον Μωυσή: «Ποιος είναι ο Ιεχωβά ώστε να υπακούσω στη φωνή του και να εξαποστείλω τον Ισραήλ; Δεν γνωρίζω καθόλου τον Ιεχωβά ούτε και πρόκειται να εξαποστείλω τον Ισραήλ». (Εξ 5:1, 2) Ο Φαραώ προφανώς εννοούσε πως δεν γνώριζε ότι ο Ιεχωβά ήταν ο αληθινός Θεός ή ότι είχε εξουσία επί του βασιλιά της Αιγύπτου και των υποθέσεών του ούτε ότι ήταν αρκετά ισχυρός ώστε να επιβάλει το θέλημά Του, το οποίο είχαν εξαγγείλει ο Μωυσής και ο Ααρών. Ωστόσο, τόσο ο Φαραώ όσο και ολόκληρη η Αίγυπτος—συμπεριλαμβανομένων των Ισραηλιτών—επρόκειτο να γνωρίσουν τώρα την πραγματική σημασία αυτού του ονόματος, το πρόσωπο που αντιπροσώπευε. Όπως έδειξε ο Ιεχωβά στον Μωυσή, αυτό θα γινόταν όταν ο Θεός θα εκπλήρωνε το σκοπό Του αναφορικά με τον Ισραήλ, θα τον απελευθέρωνε και θα του χορηγούσε την Υποσχεμένη Γη, εκτελώντας έτσι τη διαθήκη που είχε συνάψει με τους προπάτορές τους. Ως εκ τούτου, όπως τους είπε ο Θεός: «Οπωσδήποτε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σας».—Εξ 6:4-8· βλέπε ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ.
Εύλογα, λοιπόν, ο Ντ. Χ. Γουέιρ, καθηγητής της εβραϊκής γλώσσας, λέει ότι όσοι ισχυρίζονται πως στα εδάφια Έξοδος 6:2, 3 αποκαλύφτηκε για πρώτη φορά το όνομα Ιεχωβά, «δεν μελέτησαν [αυτά τα εδάφια] υπό το φως άλλων χωρίων. Ειδάλλως θα είχαν διακρίνει ότι η λέξη όνομα εδώ δεν σημαίνει τις δύο συλλαβές από τις οποίες αποτελείται η λέξη Ιεχωβά, αλλά την ιδέα που εκφράζει αυτή η λέξη. Όταν διαβάζουμε στον Ησαΐα, κεφ. 52:6: “Γι’ αυτό ο λαός μου θα γνωρίσει το όνομά μου”, ή στον Ιερεμία, κεφ. 16:21: “Θα γνωρίσουν ότι το όνομά μου είναι Ιεχωβά”, ή στους Ψαλμούς, Ψαλμ. 9 [10, 16]: “Όσοι γνωρίζουν το όνομά σου θα θέσουν την εμπιστοσύνη τους σε εσένα”, βλέπουμε αμέσως ότι το να γνωρίζουμε το όνομα του Ιεχωβά διαφέρει πολύ από το να γνωρίζουμε τα τέσσερα γράμματα από τα οποία αποτελείται. Σημαίνει να γνωρίζουμε εκ πείρας ότι ο Ιεχωβά είναι πράγματι ό,τι δηλώνει το όνομά του. (Παράβαλε επίσης Ησ. 19:20, 21· Ιεζ. 20:5, 9· 39:6, 7· Ψαλμ. 83 [18]· 89 [16]· 2 Χρον. 6:33.)»—Το Αυτοκρατορικό Λεξικό της Βίβλου, Τόμ. 1, σ. 856, 857.
Ήταν γνωστό στο πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι. Το όνομα Ιεχωβά δεν αποκαλύφτηκε για πρώτη φορά στον Μωυσή, διότι είναι βέβαιο ότι ο πρώτος άνθρωπος το γνώριζε. Το όνομα εμφανίζεται αρχικά στο θεϊκό Υπόμνημα, στο εδάφιο Γένεση 2:4, μετά την αφήγηση για τα δημιουργικά έργα του Θεού, και εκεί προσδιορίζει τον Δημιουργό των ουρανών και της γης ως “τον Ιεχωβά Θεό”. Είναι λογικό να πιστεύουμε ότι ο Ιεχωβά Θεός πληροφόρησε τον Αδάμ για αυτό το ιστορικό της δημιουργίας. Το υπόμνημα της Γένεσης δεν αναφέρει κάτι τέτοιο, αλλά ούτε και διευκρινίζει αν ο Ιεχωβά αποκάλυψε την προέλευση της Εύας στον Αδάμ όταν εκείνος ξύπνησε. Παρ’ όλα αυτά, τα λόγια με τα οποία υποδέχτηκε ο Αδάμ την Εύα δείχνουν ότι είχε πληροφορηθεί με ποιον τρόπο την είχε πλάσει ο Θεός από το σώμα του ίδιου του Αδάμ. (Γε 2:21-23) Αναμφίβολα, υπήρχε ευρεία επικοινωνία ανάμεσα στον Ιεχωβά και στον επίγειο γιο του, παρότι δεν έχει καταγραφεί αυτή στο σύντομο υπόμνημα της Γένεσης.
Η Εύα είναι το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που αναφέρεται συγκεκριμένα ότι χρησιμοποίησε το θεϊκό όνομα. (Γε 4:1) Προφανώς το είχε μάθει από το σύζυγο και κεφαλή της, τον Αδάμ, από τον οποίο είχε επίσης μάθει την εντολή του Θεού για το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού (παρότι και πάλι το υπόμνημα δεν αναφέρει άμεσα ότι ο Αδάμ τής μετέδωσε αυτή την πληροφορία).—Γε 2:16, 17· 3:2, 3.
Όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΕΝΩΣ, η αρχή που έγινε στο «να επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά» στις ημέρες του Ενώς, εγγονού του Αδάμ, προφανώς δεν αφορούσε επικλήσεις που γίνονταν με πίστη και με τρόπο που είχε την επιδοκιμασία του Θεού. Και αυτό διότι, ανάμεσα στον Άβελ και στον Νώε, μόνο ο γιος του Ιάρεδ ο Ενώχ (και όχι ο Ενώς) αναφέρεται ότι «περπατούσε με τον αληθινό Θεό» πιστά. (Γε 4:26· 5:18, 22-24· Εβρ 11:4-7) Μέσω του Νώε και της οικογένειάς του, η γνώση για το θεϊκό όνομα συνέχισε να υπάρχει τόσο μετά τον κατακλυσμό όσο και έπειτα από τη διασπορά των λαών που έλαβε χώρα στον Πύργο της Βαβέλ, και έτσι μεταδόθηκε στον πατριάρχη Αβραάμ και στους απογόνους του.—Γε 9:26· 12:7, 8.
Το Πρόσωπο που Προσδιορίζεται από το Όνομα. Ο Ιεχωβά είναι ο Δημιουργός των πάντων, η μεγάλη Πρώτη Αιτία. Άρα είναι αυθύπαρκτος, δεν έχει αρχή. (Απ 4:11) «Ο αριθμός των ετών του είναι ανεξερεύνητος». (Ιωβ 36:26) Είναι αδύνατον να οριστεί κάποια ηλικία για τον Ιεχωβά, διότι δεν υπάρχει αφετηρία μέτρησης. Αν και δεν έχει ηλικία, αποκαλείται εύστοχα «ο Παλαιός των Ημερών», εφόσον η ύπαρξή του εκτείνεται στο άπειρο παρελθόν. (Δα 7:9, 13) Επίσης, το μέλλον του είναι ατελεύτητο (Απ 10:6), δεδομένου ότι είναι άφθαρτος, αθάνατος. Ως εκ τούτου, αποκαλείται “ο Βασιλιάς της αιωνιότητας” (1Τι 1:17), για τον οποίο χίλια χρόνια δεν είναι παρά σαν ολιγόωρη φυλακή της νύχτας.—Ψλ 90:2, 4· Ιερ 10:10· Αββ 1:12· Απ 15:3.
Παρότι δεν υπόκειται στο χρόνο, ο Ιεχωβά είναι κατ’ εξοχήν Θεός με ιστορική παρουσία, δεδομένου ότι συνδέει τον εαυτό του με συγκεκριμένες περιόδους, τοποθεσίες, πρόσωπα και γεγονότα. Στην πολιτεία του με το ανθρώπινο γένος έχει ακολουθήσει ακριβές χρονοδιάγραμμα. (Γε 15:13, 16· 17:21· Εξ 12:6-12· Γα 4:4) Επειδή η αιώνια ύπαρξή του είναι αδιαφιλονίκητη και αποτελεί το πλέον θεμελιώδες γεγονός στο σύμπαν, ορκίζεται σε αυτήν, λέγοντας: «Όσο βέβαιο είναι ότι εγώ ζω», εγγυώμενος έτσι την απόλυτη βασιμότητα των υποσχέσεών του και των προφητειών του. (Ιερ 22:24· Σοφ 2:9· Αρ 14:21, 28· Ησ 49:18) Άνθρωποι, επίσης, ορκίστηκαν στο γεγονός της ύπαρξης του Ιεχωβά. (Κρ 8:19· Ρθ 3:13) Μόνο οι ασύνετοι λένε: «Δεν υπάρχει Ιεχωβά».—Ψλ 14:1· 10:4.
Περιγραφές της παρουσίας του. Εφόσον είναι Πνεύμα, και οι άνθρωποι αδυνατούν να τον δουν (Ιωα 4:24), κάθε περιγραφή της μορφής του με ανθρώπινους όρους αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση την ασύγκριτη δόξα του. (Ησ 40:25, 26) Παρότι στην πραγματικότητα δεν είδαν τον Δημιουργό τους (Ιωα 1:18), ορισμένοι από τους υπηρέτες του είχαν θεόπνευστα οράματα των ουράνιων αυλών του. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφουν την παρουσία του αποπνέει, όχι μόνο μεγάλη αξιοπρέπεια και μεγαλοπρέπεια που εμπνέει δέος, αλλά και γαλήνη, ευταξία, ομορφιά και τερπνότητα.—Εξ 24:9-11· Ησ 6:1· Ιεζ 1:26-28· Δα 7:9· Απ 4:1-3· βλέπε επίσης Ψλ 96:4-6.
Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, σε αυτές τις περιγραφές χρησιμοποιούνται μεταφορές και παρομοιώσεις που παραβάλλουν τη μορφή του Ιεχωβά με πράγματα γνωστά στους ανθρώπους, όπως είναι οι πολύτιμες πέτρες, η φωτιά, το ουράνιο τόξο. Μάλιστα, του αποδίδονται ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αν και μερικοί λόγιοι δημιουργούν μεγάλο ζήτημα με τις λεγόμενες ανθρωπομορφικές εκφράσεις που υπάρχουν στην Αγία Γραφή—εκφράσεις όπως «τα μάτια», «τα αφτιά», «το πρόσωπο» (1Πε 3:12), “ο βραχίονας” (Ιεζ 20:33), “το δεξί χέρι” (Εξ 15:6) του Θεού και ούτω καθεξής—είναι προφανές ότι αυτές οι εκφράσεις καθίστανται αναγκαίες προκειμένου να είναι η περιγραφή κατανοητή στους ανθρώπους. Αν ο Ιεχωβά Θεός περιέγραφε τον εαυτό του με πνευματικούς όρους, θα ήταν σαν να έδινε περίπλοκες αλγεβρικές εξισώσεις σε άτομα που δεν έχουν παρά τις απολύτως στοιχειώδεις γνώσεις μαθηματικών ή σαν να προσπαθούσε να εξηγήσει τα χρώματα σε κάποιον εκ γενετής τυφλό.—Ιωβ 37:23, 24.
Επομένως, οι λεγόμενοι ανθρωπομορφισμοί δεν πρέπει να εννοούνται ποτέ κυριολεκτικά, κατ’ αναλογία με άλλες μεταφορικές εκφράσεις που χαρακτηρίζουν τον Θεό “ήλιο”, «ασπίδα» ή «Βράχο». (Ψλ 84:11· Δευ 32:4, 31) Η όραση του Ιεχωβά (Γε 16:13), ανόμοια με την όραση των ανθρώπων, δεν εξαρτάται από τις ακτίνες του φωτός, και έτσι ο Ιεχωβά μπορεί να δει πράξεις που γίνονται ακόμη και μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. (Ψλ 139:1, 7-12· Εβρ 4:13) Η όρασή του καλύπτει όλη τη γη. (Παρ 15:3) Ο Ιεχωβά δεν χρειάζεται ειδικό εξοπλισμό προκειμένου να δει το αναπτυσσόμενο έμβρυο μέσα στην ανθρώπινη μήτρα. (Ψλ 139:15, 16) Η ακοή του επίσης δεν εξαρτάται από τα ηχητικά κύματα στην ατμόσφαιρα, καθώς εκείνος μπορεί να «ακούσει» ακόμη και σιωπηλές εκφράσεις μέσα στην καρδιά. (Ψλ 19:14) Ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να υπολογίσει ούτε την έκταση του αχανούς υλικού σύμπαντος. Παρ’ όλα αυτά, οι φυσικοί ουρανοί δεν περιέχουν ούτε περικλείουν τον τόπο κατοικίας του Θεού—πόσο λιγότερο κάποιος επίγειος οίκος ή ναός. (1Βα 8:27· Ψλ 148:13) Μέσω του Μωυσή, ο Ιεχωβά έδωσε ειδική προειδοποίηση στο έθνος του Ισραήλ να μη φτιάξει καμιά εικόνα Του, με τη μορφή αρσενικού ή οποιουδήποτε πλάσματος. (Δευ 4:15-18) Έτσι λοιπόν, αν και στο υπόμνημα του Λουκά υπάρχει μια δήλωση του Ιησού ότι εξέβαλλε δαίμονες «μέσω του δαχτύλου του Θεού», το υπόμνημα του Ματθαίου δείχνει ότι ο Ιησούς αναφερόταν στο “πνεύμα του Θεού”, δηλαδή στην ενεργό δύναμή του.—Λου 11:20· Ματ 12:28· παράβαλε Ιερ 27:5 και Γε 1:2.
Οι προσωπικές ιδιότητές του αποκαλύπτονται στη δημιουργία. Ορισμένες πτυχές της προσωπικότητας του Ιεχωβά αποκαλύπτονται μέσα από τα δημιουργικά έργα που έκανε, ακόμη και πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου. (Ρω 1:20) Αυτή καθαυτή η πράξη της δημιουργίας αποκαλύπτει την αγάπη του. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Ιεχωβά είναι αυτάρκης και δεν στερείται κανενός πράγματος. Έτσι λοιπόν, παρότι δημιούργησε εκατοντάδες εκατομμύρια πνευματικούς γιους, κανείς τους δεν μπορούσε να προσθέσει οτιδήποτε στη γνώση του ή να συνεισφέρει κάποιο επιθυμητό συναίσθημα ή ιδιότητα που δεν κατείχε ήδη Εκείνος σε υπέρτερο βαθμό.—Δα 7:9, 10· Εβρ 12:22· Ησ 40:13, 14· Ρω 11:33, 34.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι ο Ιεχωβά δεν βρίσκει ευχαρίστηση στα πλάσματά του. Εφόσον ο άνθρωπος πλάστηκε «κατά την εικόνα του Θεού» (Γε 1:27), συνάγεται ότι η χαρά που αντλεί ένας ανθρώπινος πατέρας από το παιδί του, ιδιαίτερα όταν το παιδί τον αγαπάει και ενεργεί σοφά, αντικατοπτρίζει τη χαρά που αντλεί ο Ιεχωβά από τα νοήμονα πλάσματά του τα οποία Τον αγαπούν και Τον υπηρετούν σοφά. (Παρ 27:11· Ματ 3:17· 12:18) Αυτή η ευχαρίστηση είναι απόρροια όχι κάποιας υλικής ή φυσικής ωφέλειας αλλά του γεγονότος ότι τα πλάσματά του προσκολλώνται πρόθυμα στους δίκαιους κανόνες του και δείχνουν ανιδιοτέλεια και γενναιοδωρία. (1Χρ 29:14-17· Ψλ 50:7-15· 147:10, 11· Εβρ 13:16) Αντίθετα, όσοι ακολουθούν εσφαλμένη πορεία και περιφρονούν την αγάπη του Ιεχωβά, οι οποίοι επισύρουν όνειδος στο όνομά του και προκαλούν αμείλικτα βάσανα στους άλλους, φέρνουν «λύπη στην καρδιά» του Ιεχωβά.—Γε 6:5-8· Ψλ 78:36-41· Εβρ 10:38.
Ο Ιεχωβά χαίρεται επίσης να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις που διαθέτει, είτε δημιουργώντας είτε με άλλον τρόπο, και τα έργα του διαπνέονται πάντοτε από κάποιον ουσιαστικό σκοπό και από καλό κίνητρο. (Ψλ 135:3-6· Ησ 46:10, 11· 55:10, 11) Ως ο Γενναιόδωρος Δότης “κάθε καλού δώρου και κάθε τέλειου δωρήματος”, ευαρεστείται να ανταμείβει τους πιστούς γιους του και τις πιστές κόρες του με ευλογίες. (Ιακ 1:5, 17· Ψλ 35:27· 84:11, 12· 149:4) Ωστόσο, παρότι είναι Θεός που διακρίνεται από θέρμη και συναίσθημα, είναι σαφές ότι η ευτυχία του δεν εξαρτάται από τα πλάσματά του και ότι δεν θυσιάζει τις δίκαιες αρχές του χάριν συναισθηματισμών.
Επίσης, ο Ιεχωβά έδειξε αγάπη χαρίζοντας στον πνευματικό Γιο του τον οποίο δημιούργησε πρώτο το προνόμιο να μετάσχει μαζί του σε όλα τα υπόλοιπα δημιουργικά έργα, τόσο τα πνευματικά όσο και τα υλικά, γνωστοποιώντας μάλιστα μεγαλόψυχα αυτό το γεγονός, το οποίο συνεπάγεται τιμή για τον Γιο
-